Τις προάλλες στο Πάντειο η ΚΝΕ διοργάνωσε μια εκδήλωση με την Μπέλλου για τις έμφυλες σχέσεις, με τίτλο: «Είναι το φύλο πηγή ανισοτιμίας, βίας, εκμετάλλευσης; Υπάρχει φάσμα ή αναταραχή φύλου;». Οπότε μια ομάδα αυτόνομων, αναρχικών ή όπως αυτοπροσδιορίζονται θεώρησε σκόπιμο να φωνάζει με σεκίτικο ζήλο συνθήματα για το πρωκτικό (σεξ) και τον σταλινισμό, κρίνοντας πως δίνει έτσι κατάλληλη απάντηση στην ανακοίνωση της ΚΝΕ για τον καθηγητή που χρησιμοποίησε συνειδητά τον όρο «φοιτητά». Στην ανακοίνωση απάντησε και η νεολαία του ΜεΡΑ25 -η ποια;- εξηγώντας μας πόσο παρωχημένη ιδέα είναι η θεωρία ότι υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα. Αλλά... «αυτοί είναι», αν υπάρχουν δηλαδή -ως νεολαία, εννοώ, όχι αντικειμενικά ως οντότητες. Υπάρχω λες και ύστερα δεν υπάρχεις.
Από την πλευρά της, η κε του μπλοκ:
-πιστεύει πως θα ήταν καλή απάντηση, απλώς
για τον χαβαλέ, το σύνθημα: το πάθος για τα ελληνικά
είναι δυνατότερο από τα «φοιτητά».
-δεν αυτοπροσδιορίζεται ως ουδέτερο
και θα ήθελε συμπεριληπτικούς όρους που να
το σέβονται.
-Θεωρεί πως άλλοι σφοι μπορούν να πιάσουν
καλύτερα το θέμα (από μένα και νομίζω και από
την εισηγήτρια). Και πως κανείς δε θα έβρισκε
εύκολα πάτημα να εκδηλώσει σύνδρομα και φροϊδικά
στάδια αν τα λέγαμε γενικώς καλύτερα, όπως πχ
η επιστολή ενός σφου στον προσυνεδριακό για
την αντιμετώπισης του ιδεαλισμού, που είναι
από τις πιο αξιόλογες του φετινού διαλόγου.
Η κε του μπλοκ, τέλος, βρέθηκε στο Πάντειο με λίγες μέρες καθυστέρηση, όχι για ρεπορτάζ αλλά για ένα από τα «τραπέζια» μιας ημερίδας για τον Μπιτσάκη, από το ΝΑΡ (κατά κόσμον «Κομμουνιστική Απελευθέρωση», που θυμίζει την ΚΑΠ, και ολίγη από πραξικόπημα, δις ιζ ε Καπ-Κουπ). Και καταθέτει σχετικά κάποιες κωδικοποιημένες σημειώσεις, με την ελπίδα (που είναι πάντα πιο δυνατή από τη γνώση) να καλύπτει την άγνοιά της για μαγνητικά και γνωστικά πεδία που μου είναι σχετικά άγνωστα και δε νιώθω ιδιαίτερη αυτοπεποίθηση για να τα αναλύσω -ακόμα λιγότερη και από τα έμφυλα.
Ξεκινάμε και όποιον πάρει η άγνοιά μου.
-Καμία επανάσταση δε θα ξεκινήσει Κυριακή
πρωί, εκτός και αν είναι για να προκαλέσουμε
αιφνιδιασμό στον αντίπαλο. Και καμία κυριακάτικη
ημερίδα δε θα ξεκινήσει στην ώρα της, -πχ πριν
τελειώσει το πρόγραμμα της εκκλησίας. Ο μόνος
που φταίει για την αναμονή, βέβαια, είμαι εγώ
που τους πίστεψα και η άγνοιά μου για το πολιτικό
φαινόμενο της ακραίας καμπύλωσης του κινηματικού
χωροχρόνου, τα πρωινά που ακολουθούν μια δύσκολη
νύχτα με πυρετό και φωτιά στον Γοργοπόταμο στα Σαββατόβραδα. Δε θέλω να πιέζεσαι, το Σάββατο
τα βράδια, το πρωινό της Κυριακής, τα έδρανα μείναν
(σχετικά) άδεια, αλλά γέμισαν στην πορεία, προς
το μεσημέρι.
Όταν θες πάντως να τραβήξεις κόσμο σε μια ώρα/μέρα (χωροχρονική συγκυρία τέλος πάντων) δύσκολη, βάζεις ένα όνομα-κράχτη, πχ τον Βασίλη την πρώτη μέρα του Φεστιβάλ ή τον Παυλίδη το πρωί της Κυριακής, κρατώντας ωστόσο την ώρα την καλή (prime-time) για τα δικά σου αστέρια (Μποφίλιου, Μηνακάκης, guest ο Πι Σωτήρης κτλ).
-Ο Δημήτρης Καρύδας δεν είπε λέξη για την τριγωνική επίθεση του Κ. Τζιαντζή (κόμμα-μέτωπο-κίνημα) και τη θεωρητική συμβολή του ρεύματος (που κάποτε άλλαζε θέσεις, όπως ο Ρόντμαν τα μαλλιά του) στη φιλοσοφία του Φιλ Τζάκσον. Και αν, σφε αναγνώστη, σου φαίνεται χαμηλό το επίπεδο αυτού του σχολίου, φαντάσου πως δεν είπα λέξη για Πίπεν. Ή για το «I’ m back» του κομμουνισμού στον τίτλο του ρεύματος, που ήταν όμως λόγια του Air. Ο οποίος επέστρεψε μια φορά σαν τραγωδία (για τους εχθρούς του) κι άλλη μια σαν φάρσα (για τα πεσμένα κέρδη του ΝΒΑ). Ενώ ο Ευτύχης -που στα νιάτα του έβοσκε κατσίκια στην Κρήτη- είναι κάτι σαν GOAT του ρεύματος, υπεράνω κριτικής, και κανείς δε θυμάται ότι κόλλησε τα τελευταία του ένσημα, αβαντάροντας τους (μαθητευόμενους) Μάγους του ΣΥΡΙΖΑ/της Ουάσιγκτον. Ή τέλος πάντων κλείνοντάς τους το μάτι, όπως στην περίφημη βολή εναντίον του Ντένβερ του Μουτόμπο.
Ο Καρύδας κατέφευγε συχνά στην ασφάλεια του γραπτού κειμένου, που το διάβαζε πολύ γρήγορα από το άγχος του και σε έβγαζε νοκ-άουτ πιο γρήγορα και από Ουαλό ή Σκωτσέζο σε άσκηση listening. Αν δεν είχα διαβάσει εισαγωγικά κάτι αντίστοιχο, όσο περίμενα, για την ύλη που είναι φιλοσοφική έννοια κι όχι φυσικό μέγεθος όπως η μάζα και η ενέργεια ή για την τοπικότητα, την ταχύτητα του φωτός και την αιτιότητα, είναι ζήτημα αν θα έπιανα στο περίπου το γενικό νόημα της εισήγησης ή πώς ένας αυτοδίδακτος με το ψευδώνυμο Κοσμάς Πολίτης μπορεί να συνδυάσει τις εθνικές ιδιαιτερότητες με τις αιτιώδεις νομοτέλειες του σοσιαλισμού, χωρίς να χάνει τίποτα από την οπτική του).
Τελικά μείναμε απλώς με την απορία για κάποια θέματα που τέθηκαν μεν ως ερωτήματα, προβληματισμοί και τροφή για σκέψη, αλλά ήταν τελικά μια συζήτηση που δεν έγινε. Πχ για την προβληματική σχέση της επαναστατικής αριστεράς με την πολιτική ή για τις πιθανές ομοιότητες του Μπιτσάκη με τον Ιλιένκοβ...
-Ο Μαγκλάρος, αν και μεταπτυχιακός φοιτητής -ή ίσως ακριβώς για αυτό- μίλησε κατανοητά και ουσιαστικά. Έκανε μια εκλαϊκευτικό, απλουστευτικό πείραμα-παρομοίωση (με μια αόρατη χείρα, που δεν ήταν μαγική ούτε της αγοράς) για τη διαφωνία Πλανκ-Αϊνστάιν και την καχυποψία του τελευταίου απέναντι στην κβαντομηχανική, που καταρρίφθηκε με αποδείξεις. Ενώ έπιασε ήρεμα και απλά, θέματα όπως: ο ιδεαλισμός του βαθιά θρησκευόμενου, αν και πρωτοπόρου, Νεύτωνα. Ο θετικισμός της Σχολής της Κοπεγχάγης, που δεν κάνει λόγο για φυσικές ιδιότητες αλλά για... «παρατηρήσιμα μεγέθη» -γιατί όλα είναι αισθητηριακά δεδομένα, αλλά όχι απαραίτητα αυθύπαρκτα. Η πολεμική του Λένιν στον Μαχ και τους οπαδούς του. Η φυσιοκρατία του Πόπερ, που δεν τάσσεται με τον θετικισμό αλλά θεωρεί μεταφυσική την αιτιοκρατία! Το δίπολο πλάνης και σχετικής γνώσης-αλήθειας. Και η συμβολή του Μπιτσάκη, είτε πχ με έννοιες όπως ο κβαντικός στατιστικός καθορισμός, είτε γιατί ανέδειξε πως η διαλεκτική σκέψη θα δικαιωθεί από τη σύνδεσή της με τα κινήματα και πρέπει να είναι όργανο για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας, που θα ήταν αδύνατος αν δεν υπήρχε αιτιότητα, αντικειμενική πραγματικότητα, τάξεις κτλ.
Ο Παυλίδης (πάλαι ποτέ σοβιετικός κυριούλης) μπορεί εσχάτως (;) να ειδικεύεται στις ΔΣ (που δεν έχουν -δημοσίως- σχέση με τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό) αλλά αυτό δεν αναιρεί τη σοβιετική του μόρφωση -ειδικά για τη φιλοσοφία, τη ρητορική δεινότητα και την ικανότητα να κάνει μια σχεδόν συναρπαστική διάλεξη, λέγοντας τα πιο ουσιαστικά πράγματα που ακούσαμε στην αίθουσα. Ακολουθεί μια απλή αναφορά σε κάποια από αυτά, χωρίς πολλή ανάλυση.
-Η επιστήμη είναι η αναζήτηση και η γνώση των αιτιών ενός φαινομένου, των νόμων κίνησής του. Οτιδήποτε υπαρκτό, υπάρχει γιατί έρχεται σε αλληλεπίδραση με το περιβάλλον του, κάτι που μας οδηγεί στην αιτιότητα και συνεπώς στην εξέλιξη. Αντιθέτως, το απόλυτο δεν ορίζεται-δεν έχει όρια, βρίσκεται εκτός εξέλιξης και, συνεπώς, της ιστορίας.
Εκτός από τον γνωστικό της ρόλο, η επιστήμη μας επιτρέπει να προβλέπουμε εν μέρει το μέλλον. Χωρίς το στοιχείο της πρόβλεψης, θα ήταν αδύνατο να έχουμε αποτελεσματική (κοινωνική και γενικότερα) δράση. Ο άνθρωπος επιβίωσε (και επικράτησε) στη φύση ακριβώς επειδή μπορούσε να διαγνώσει τους νόμους κίνησής της. Δε θα μπορούσε όμως να το καταφέρει, σε έναν κόσμο όπου θα ήταν έρμαιο του τυχαίου και του συμπτωματικού (ή όπου θα ίσχυε ο ισχυρισμός του Πόπερ πως η επιστήμη αποτελείται από θεωρίες που προορίζονται να διαψευστούν).
Είμαστε ελεύθεροι, ακριβώς επειδή υπάρχει νομοτέλεια, η οποία μας ασφαλίζει από το τυχαίο και από την τυφλή ανάγκη. Δε θα υπήρχε ελευθερία χωρίς τον αντικειμενικό καθορισμό, που επιτρέπει τον συνειδητό μετασχηματισμό του φυσικού και του κοινωνικού περιβάλλοντος.
-Ο Μπιτσάκης απέρριψε την αλτουσεριανή τομή, δηλαδή τον διαχωρισμό του ιδεολόγου από τον επιστήμονα Μαρξ. Δεν είχε όμως το προνόμιο να γνωρίσει τα δημιουργικά επιτεύγματα της σοβιετικής φιλοσοφίας.
-Το ερώτημα γύρω από το αντικείμενο κάθε επιστήμης είναι ένα προκλητικό ζήτημα (που τέθηκε απλώς χωρίς ωστόσο να μας απασχολήσει αργότερα, στην πορεία της συζήτησης).
-Ο θετικισμός ρέπει στον εμπειρισμό,
τον συμβατισμό, τον υποκειμενισμό και απορρίπτει
την κοινωνιολογία.
Η επιστήμη χρειάζεται τη δέσμευση της
απόδειξης και την επαλήθευση, για να μη μοιάζει
με θεολογία. Αλλά ο εμπειρικός έλεγχος δεν είναι
εξωιστορικός. Και η πειραματική-εμπειρική
επαλήθευση ανήκει μάλλον σε ένα πρώιμο στάδιο
της επιστημονικής σκέψης. Η πρόταση «όλα τα
κοράκια είναι μαύρα» πχ μπορεί να μην επιβεβαιώνεται
εμπειρικά παντού και πάντα, δεν αναιρεί όμως
τη γνώση μας για τον μηχανισμό δημιουργίας
των διαφόρων χρωμάτων στους ζωντανούς οργανισμούς.
-Αυτό που επικράτησε σήμερα δεν είναι γενικά και αόριστα το ανθρώπινο είδος μας, αλλά η καπιταλιστική δίψα για κέρδος και οι καταστροφικές συνέπειες στο περιβάλλον -που συνδέονταν με το θέμα του δεύτερου τραπεζιού. Μπορεί ο Μαρξ να χρησιμοποίησε την έννοια της αφθονίας αγαθών για τον κομμουνισμό, αλλά αυτή ενδέχεται να μην είναι συμβατή με την κοινωνία του μέλλοντος, που θα έχει ως βασική της πρόκληση-ζητούμενο να βρούμε ένα καινούριο νόημα ζωής για να μας γεμίζει.
-Ο Μπιτσάκης κατάλαβε την ανάγκη να αξιοποιήσουμε την ιστορική πείρα, να επανεξετάσουμε κριτικά το παρελθόν, να αποδείξουμε ότι ο σοσιαλισμός παραμένει αναγκαίος και επίκαιρος. Συνειδητοποίησε τη σημασία της επιστήμης για τα ΚΚ, για περιγραφή της μελλοντικής προοπτικής, ενάντια στη λογική του «βλέποντας και κάνοντας» ή στον δογματισμό κάποιων κλειστών ηγετικών ομάδων. Οι πιο δημιουργικοί μαρξιστές έδρασαν εντός, εκτός και επί ταυτά, με σεβασμό στα κομμουνιστικά κόμματα αλλά κατά βάση έξω από κομματικούς μηχανισμούς, γιατί η μαρξιστική σκέψη οφείλει πάντα να αμφισβητεί τον εαυτό της -σε αντίθεση με την ανάγκη των κομμάτων να διαμορφώνουν μια πολιτική γραμμή και να την υπερασπίζονται σθεναρά. Ενώ πρόσθεσε την ανάγκη να εξετάσουμε ιστορικά-κριτικά το σύνολο του μαρξικού κεκτημένου.
Όποιος έχει παρακολουθήσει τον Παυλίδη, γνωρίζει πως εκφράζει παραδοσιακά τη σχετική αυτονομία της θεωρίας και των ερευνητών από την κομματική γραμμή. Στις διευκρινίσεις που κλήθηκε να δώσει σχετικά, τόνισε ότι η κομματικότητα είναι προϋπόθεση για κάθε μαρξιστή ερευνητή, αλλά η βάση της επιστήμης είναι η αμφιβολία -που δε βρίσκει εύκολα χώρο σε μια κομματική επεξεργασία ή σε μια δύσκολη συγκυρία που πιέζει για απαντήσεις.
Ο δικός μου αντίλογος είναι πως οι (κομματικές) βεβαιότητες, όπως και η γνώση, δεν είναι απόλυτες αλλά ιστορικές. Σε κάθε περίπτωση, χρειάζονται τεκμηρίωση και σίγουρα δεν αναιρούν την ανάγκη περαιτέρω έρευνας -αντιθέτως. Κάθε νέα «βεβαιότητα», φέρνει άλλωστε νέα ερωτήματα. Κι η εκάστοτε συγκυρία δεν απαιτεί τυφλές συσπειρώσεις πίσω από μια γραμμή, αλλά προσανατολίζει συγχρόνως την έρευνα και καθορίζει ποια ζητήματα αναζητούν απαντήσεις. Επίσης, ένας μεμονωμένος ερευνητής, όσο εύστοχο και διεισδυτικό έργο και αν έχει, δεν θα μπορούσε ποτέ να φτάσει τη συλλογική θεωρητική δουλειά ενός κόμματος (ή ενός κομματικού κέντρου μελέτης), τον οργανωτικό συντονισμό ενός φορέα που οργανώνει το δυναμικό του (μέλη και συνεργαζόμενους), τους ανθρώπινους πόρους του, τις δυνατότητές του να εκπονήσει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα μελέτης και να το φέρει εις πέρας.
Ο Παυλίδης ουσιαστικά περιγράφει -ως απάντηση- το μοντέλο των Ομίλων Επαναστατικής Θεωρίας, που έδειξαν όμως τους δικούς τους περιορισμούς, ιδίως κατά τη μετατροπή του Ομίλου των Χανίων (αυτούσιου) σε πυρήνα του ΕΠΑΜ του φυρερίσκου Καζάκη -που βρήκε ακροατήριο σε διάφορες οργανώσεις του εξωκοινοβουλίου. Και ο κάθε εύλογος προβληματισμός (για την αυτονομία του ερευνητικού προβληματισμού από μια κομματική επεξεργασία) χάνει μεγάλο μέρος της ισχύς του, αν βλέπει μονόπλευρα κάποιες καταστάσεις ή αγνοεί το οξυγόνο της αυτοκριτικής.
Από τις υπόλοιπες ερωτήσεις ξεχώρισα μια «ολικής άγνοιας» -και δεν το λέω με την έννοια πως απαιτούσε καταφατική ή αρνητική απάντηση (ναι ή όχι). Ο συναγωνιστής ρωτούσε τι είναι η διαλεκτική, αν μας είναι απαραίτητη για να καταλάβουμε το «Κεφάλαιο» και τι πρέπει να διαβάσουμε για να την κατακτήσουμε. Η (αναγκαστικά) σύντομη απάντηση του Παυλίδη ήταν πως δε γίνεται να πιάσουμε ξιπόλυτοι, χωρίς εφόδια και προεργασία, τη Διαλεκτική του Χέγκελ και πως η καλύτερη εισαγωγή είναι ίσως διάφορα σοβιετικά εγχειρίδια για τον Δια-Ματ.
Από τις υπόλοιπες ερωτο-απαντήσεις, ξεχώρισε η πολεμική στον Αλτουσέρ, που δεν κατάλαβε τίποτα από τη Γερμανική Ιδεολογία ή τη σημασία που απέδιδε ο Μαρξ στο συναίσθημα και την τέχνη. Η εκτίμηση πως στον Χέγκελ βρίσκουμε αρκετό υλισμό (και διαλεκτική προφανώς). Και η εκτίμηση που τρέφει ο Παυλίδης στον Ιταλό Losurdo, που ασχολείται με το συγκεκριμένο ζήτημα.
Αν ήμασταν στον Οδηγητή (με σφυροδρέπανο ή το δαγκωμένο μήλο της Apple και του προπατορικού αμαρτήματος της αστικής κυβέρνησης), θα έπρεπε να συμπληρώσουμε κάτι για την ενότητα «Ψαξ’ το παραπάνω». Αυτό το παραπάνω θα μπορούσε να είναι ένα πρόσφατο βιβλίο για τον Μπιτσάκη, σε επιμέλεια Β. Μπρούμα -που βοηθά πχ να καταλάβουμε καλύτερα τη συνεισφορά του Ε.Μ. στη Φυσική και τη σχέση της με τη φιλοσοφία. Αλλά είναι πάντα καλύτερο να καταφεύγουμε στο πρωτότυπο. Δηλαδή στα έργα του ίδιου του Μπιτσάκη ή τα βίντεο της εκδήλωσης -όταν με το καλό ανέβουν στο κανάλι του ρεύματος, που έγινε ΚΑΠ.
Τα υπόλοιπα τραπέζια δεν είχα χρόνο να τα παρακολουθήσω. Αν έκανα μια επιλογή, μπορεί να έβλεπα το τέταρτο -και τελευταίο- για τον πολιτικό Μπιτσάκη. Με αποθάρρυνε όμως ότι στο Ρεύμα σχεδόν κανείς δεν τον αντιμετωπίζει κριτικά, δηλαδή επιστημονικά, δηλαδή διαλεκτικά -βλέποντας τις αντιφάσεις του, χωρίς να τις προσπερνάει. Πχ κανείς από τους παραπάνω δε θα επικρίνει δημόσια τα στερνά του Ευτύχη, που έκλεινε το μάτι στην αριστερή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ -ή και παλιότερα, τον πρόλογο που έγραψε στο «Φαινόμενο της Προσωπολατρίας», σε πλήρη αντίθεση με το περιεχόμενο του βιβλίου. Κι ελάχιστοι καταλαβαίνουν πως αυτή η αποσιώπηση δε δείχνει σεβασμό, αλλά ένα είδος προσωπολατρίας που αναπαράγει μερικές από τις χειρότερες παραδόσεις του παρελθόντος, αλλά κυρίως δεν έχει να προσφέρει τίποτα, για να προχωρήσουμε στους «δρόμους της διαλεκτικής» και να ποτίσουμε το «αειθαλές δέντρο της γνώσης».



Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου