Ποιο είναι το μεγαλύτερο δίλημμα των
καιρών μας;
Το αιώνιο ερώτημα, πίτσα ή σουβλάκια.
Σιγά μην είναι και η βασική αντίθεση
της εποχής.
Καταρχάς, δεν μπορεί να είναι απόλυτο
δίλημμα, γιατί δε συμφωνούμε στα βασικά: πχ τι
ορίζουμε ως σουβλάκι.
Ας ρωτήσουμε κάποιον
τρίτο, πχ τους Σκύθες συντρόφους από την ΑΜΘ
(Ανατολική Μακεδονία - Θράκη) και την παλιννοστούσα
κυρία με το χατσαπούρι. Ή τους Ιταλούς σφους
να μας πουν, κουνώντας τα χέρια τους, αν είναι
αληθινή πίτσα ή ιεροσυλία αυτό που τρώμε.
Αλλά όχι, στο Φεστιβάλ είμαστε, όπου οι σφοι είναι λογικοί άνθρωποι και καταλαβαινόμαστε (τώρα). Μάθανε να λένε τα σουβλάκια-σουβλάκια -και ας είναι Αθηνέζοι- και τη γενοκτονία-γενοκτονία -και ας είναι από το Ισραήλ. Δε χρειάζονται περσότερα (λόγια, μόνο πράξεις).
Λέμε τα πράγματα με το όνομά τους -όπως κάποτε τη ΚΝ Μακεδονίας στη Διεθνούπολη, πολλά χρόνια πριν τη ΝΑΤΟ-Συριζαϊκή συμφωνία. Κι αν το δίλημμα της εποχής μας, τέλος πάντω, είναι σουβλάκια ΚΝΕ ή Pizza Fan, η απάντηση είναι μονόδρομος, ακόμα και αν είσαι vegan. Εκτός κι αν είσαι στέλεχος της FAN και της αφάν γκατέ του αντικομμουνισμού -πχ τα εξυπνοπούλια που πιάνουν τη μύτη τους με απέχθεια για ό,τι κάνει το ΚΚΕ, ακόμα και για τα είδη γραφικής ύλης που μαζεύει το Κόμμα για τα παιδιά της Γάζας, γιατί λέει είδαν μια Τζαμποσακούλα, στη φωτό με τον ΓΓ. Τρεις ώρες ελληνικό σταντ-απ να στύψεις, δε θα βρεις τίποτα πιο αστείο από μια δική τους ανάρτηση...
Λείπουν άλλωστε τέτοια «μαχητικά ρεπορτάζ» και αναρτήσεις για το Φεστιβάλ, πχ για τα αναψυκτικά Βίκος, τις μπίρες «Α» -χωρίς τον κύκλο- ή τις ανατιμήσεις-φωτιά στα σουβλάκια που έφτασαν 2 ευρώ το ένα, και τα εισιτήρια. Και όλα αυτά τα «αποκαλυπτικά στοιχεία» που δείχνουν ξεκάθαρα ότι α. δεκανίκι και β. ο λόγος αυτός τους ανήκει. Συγκάτοικοι είμαστε όλοι στην τρέλα!
Στα τριήμερα φεστιβάλ, η δεύτερη μέρα είναι σαν τα παιδιά-σάντουιτς στις τριμελείς οικογένειες: χωρίς τον ενθουσιασμό της πρώτης φοράς και την κορύφωση στο τέλος. Φέτος, η δεύτερη μέρα έχει λίγο-πολύ μεταβατικό χαρακτήρα και μια σχετική άπλα -που θα την νοσταλγήσουμε σήμερα- αλλά έχει πάρα πολύ κόσμο (γιατί η Πέμπτη είναι το νέο Σάββατο), ωραίες στιγμές για το άλμπουμ των αναμνήσεων και υλικό για να διηγούμαστε στις οθόνες μας -όσοι δεν έχουν χρέωση «εγγονάκι» στο Τρίτση. Ας δούμε ενδεικτικά μερικές θεματικές.
Στα άδυτα του χατσαπουριού: τελικά δεν το φτιάχνουν Γεωργιανοί σφοι από την μεταναστομάνα Καλλιθέα, αλλά οι οργανώσεις της ΑΜΘ, αλυσίδα και μαζική παραγωγή, υπό τη μονοπρόσωπη διεύθυνση της σοβιετο-αναθρεμμένης σφισσας που έχει τη συνταγή και την τεχνογνωσία. Στα υπέρ για τους Σκύθες σφους ότι έχουν βγάλει τα έξοδα του ταξιδιού και για τις αφίσες τους την επόμενη δεκαετία. Στα αρνητικά ότι δεν πρόλαβαν να σηκώσουν κεφάλι, πόσο μάλλον να γυρίσουν τον χώρο του Φεστιβάλ. Και αν δεν το έκαναν τις δυο πρώτες μέρες, οι οιωνοί δεν είναι με το μέρος τους για τις δύο επόμενες. Και το Σάββατο, οι ουρές θα πάρουν ιστορική ρεβάνς από τις αντίστοιχες στα εγκαίνια των ΜακΝτόναλντς στη Μόσχα, με βάση τον νόμο των διαρκώς διευρυνόμενων αναγκών στον σοσιαλισμό -τι να κλάσει και το μπέργκερ, μπροστά στη σέρβικη πλεσκάβιτσα.
Αν η οργάνωση της ΑΜΘ βγει πρώτη στην επόμενη οικονομική εξόρμηση, θα οφείλει τη νίκη της στις εξαγωγές χατσαπουριού -ή και πιροσκί, για να καλύπτει κάθε επιθυμία και λαϊκή ανάγκη. Κι αν ακούσετε, σήμερα-αύριο, τα μεγάφωνα να ζητάνε γιατρό κοντά στον παιδότοπο, θα είναι μάλλον για τον γραμματέα της Οργάνωσης, που πλησιάζει ολοταχώς στην υπερκόπωση.
Μια καλή ιδέα για το επόμενο Φεστιβάλ θα ήταν να φέρουν οι Σκύθες μπουγάτσες ή τους λουκουμάδες Λιμεναρίων -με τη μυστική συνταγή που περνά από Δρουίδη σε Δρουίδη, αρκεί το γκι (δρεπάνι) του να μοιάζει με σφυροδρέπανο. Το φαγητό είναι άλλωστε στοιχείο της κουλτούρας μας και ως τέτοια -πολιτιστική αποστολή- πρέπει να δούμε τη σχετική εκστρατεία εισαγωγής εξωτικών γεύσεων από τον εγγύ βορρά στο κλεινόν άστυ, που είναι γεμάτο απολίτιστους βάρβαρους, που κάνουν κρύα αστεία με σουβλάκια, νομίζουν ότι τρώνε τακαμούρι και δεν ξέρουνε σουβλάκι τι θα πει -άλλο αν στο Φεστιβάλ τους έρχεται επιφοίτηση. Και να ετοιμάζονται οι οργανώσεις της Δυτικής Μακεδονίας με τα κεμπάπια και το Ξινό Νερό...
Φαν, φαν, φαν (2), πώς τους παν καλέ τα φαν
Ξύλο που θα φαν, και βραστούς τους αστούς θα φαν
(παιδικό τραγούδι του Λουκιανού, διασκευασμένο)
Κατόπιν ωρίμου σκέψης, ζυμώσεων και διαβουλεύσεων με στενούς συνεργάτες, η κε του μπλοκ καταλήγει στα εξής -ευρύτερης αποδοχής- συμπεράσματα, για την απόλυση του Πάρη Ρούπου.
-Η ανακοίνωση της Πίτσας Φαν λέει ότι «μας ενώνει η καλή πίτσα». Αλλά μας χωρίζει ο φασισμός που ντύθηκε «ΝΟ Politica». Σε κάθε περίπτωση, η Πίτσα Φαν δεν τρώγεται με τίποτα, ακόμα και αν σε πληρώνουν για αυτό, και μπαίνει στους πιο αδύναμους κρίκους της διατροφικής αλυσίδας, λίγο πάνω από τις ζωοτροφές και τα φρέσκα ψάρια του Αλφαβητίξ -ή τις ρυζογκοφρέτες Χανίων.
-Η απόλυση του ΠΡ είναι η καλύτερη διαφήμιση για τον ίδιο και τη δουλειά του, που την έμαθαν άλλοι τόσοι μετά τον σχετικό ντόρο. Κι αν δε γελάς πολύ με όσα λέει, δεν πειράζει, σ’ αυτά δε χωράνε οπαδικά και χιούμορ. Το δροσερό αστειάκι για το ανατολικό cock-block είναι χάσμα γενεών διπλής κατεύθυνσης: οι μεγάλοι δεν πιάνουν τον ξενικό όρο και οι νεότεροι αγνοούν το ανατολικό μπλοκ. Σε κάθε περίπτωση, τα αφεντικά δείχνουν πως κατέχουν καλύτερα απ’ όλους τα μυστικά του μάρκετινγκ, ακόμα και αν διαφημίζουν τον ταξικό τους αντίπαλο...
-Τα καζάνια του θανάτου στη Δραπετσώνα δεν αποπνέουν πιο μυρωδάτη βρώμα, επειδή τα στολίζει μια ελληνική σημαία. Κι όσοι δεν προσβάλλονται με τον καρκίνο που σκορπάν, αλλά με το χιούμορ του Ρούπου, ας περιμένουν να διαβάσουν τη συνέχεια στις στήλες της μαχητικής ΕφΣυν, που την αγόρασε ο Μελισσανίδης. Για την Κεντροαριστερά αγωνιζόμαστε όλοι, σύντροφοι εφοπλιστές...
-Πολύς κόσμος γέμισε ασφυκτικά τη μαθητική σκηνή για να ακούσει τι θα πει επί σκηνής ο Ρούπος ή οι άλλοι για την απόλυσή του. Τα σκετσάκια δεν είχαν την παραμικρή αναφορά, αλλά η υπομονή μας επιβραβεύτηκε στο τέλος, με τη συλλογική ανάγνωση της ανακοίνωσης των ηθοποιών. Κάποιοι ίσως να μη συμφωνούν-με με το αίτημα της επαναπρόσληψης, έχει όμως μια αξία να φανεί αν αυτόν τον τόπο τον κυβερνά ένας πολιτικός νάνος σαν τον Μπογδάνο και τους ομοίους του.
Αλλά ο δρόμος ως εκεί ήταν μακρύς και δύσβατος, γεμάτος αστεία για κλανιές και -χωρίς υπερβολή- «τον πούτσο μου τον πυροσβέστη» -και αυτό να φανταστείς το έλεγε ο σφος από το παρεάκι... Μπορεί ο Ρούπος να 'χε δίκιο για τον Νταλάρα λέγοντας «όπου είναι η κωμωδία, αυτός απέναντι», αλλά είναι ζήτημα για τον χώρο του, αν στέκεται στη σωστή πλευρά της κωμωδίας.
Το βασικό πρόβλημα
Το βασικό πρόβλημα στην Ελλάδα, δεν είναι (μόνο) ότι έχουμε ελάχιστη πολιτική σάτιρα. Αλλά ότι έχουμε ελάχιστους καλούς κωμικούς -πόσο μάλλον, με ταξικό κριτήριο. Το πρόβλημα είναι ότι οι ατάκες, στην εκδήλωση των σωματείων, για το μαλλί του Άδωνη και τον εργαζόμενο στο κυλικείο της ΝΔ που ζήτησε 13ωρη βάρδια, είναι μάλλον πιο αστείες από το κωμικό πρόγραμμα που ακολούθησε ή τα λογοπαίγνια που είναι σαν το χιούμορ και την (εξουσία στη) φαντασία του Μπογιόπουλου, για την πίτσα ΦΑσίσταΝ.
PIZZA FAσισταN
— Μπογιόπουλος Νίκος (@NMpogiopoulos) September 25, 2025
Ένα άλλο βασικό πρόβλημα είναι ότι πολλοί όρθιοι κωμικοί είναι κακοί ηθοποιοί, γιατί δεν πέρασαν ποτέ από δραματική σχολή. Κι αν το προεκτείνουμε, το βασικό πρόβλημα της χιπ-χοπ σκηνής, μπορεί να είναι ότι πολλά αστέρια της δεν έχουν μουσικές σπουδές. Ή -για να το θέσουμε αλλιώς- ότι αυτοί που έχουν μουσικές γνώσεις και υπόβαθρο, ξεχωρίζουν σαν τη μύγα μες στο γάλα. Ή -από μια άλλη άποψη- ότι ως εκεί φτάνει το μουσικό κριτήριο ενός μπούμερ, όπως εγώ.
Το βασικό πρόβλημα είναι ότι βλέπεις στο σταντ-απ τους διπλανούς σου να λύνονται στα γέλια, αναρωτιέσαι για το γούστο τους, το συνολικό τους κριτήριο στη ζωή, πόσο ψηλά μπορεί να φτάσει και τι ακριβώς το χωρίζει από τον Σεφερλή. Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι πως είμαστε από θέση αρχής αντιδραστικοί και μεγαλώνουμε. Δε γελάμε εύκολα, ενοχοποιούμε την εύκολη χαρά -σαν συμμορία της μιζέριας- και γκρινιάζουμε για όλα, χάνοντας τον ενθουσιασμό της πρώτης νιότης του κόσμου.
Το βασικό πρόβλημα είναι πως το μάρκετινγκ καθορίζει πολύ περισσότερα από όσα νομίζουμε. Από τη στάση της Pizza Fan, που ζύγισε τις επιλογές της, ταλαντεύτηκε και τώρα θα πληρώσει το λάθος της. Μέχρι τη στάση των καλλιτεχνών, δικών μας και απέναντι, που μπορεί να θέλουν να έρθουν στο Φεστιβάλ αλλά να φοβούνται πως θα ξενερώσουν το κοινό τους -και αυτό είναι τελικά το μεγαλύτερο πρόβλημα για τις χιπ-χοπ παρουσίες στο Τρίτση. Κι είναι λίγοι αυτοί που έχουν αρχές ή έστω αρκετό μυαλό, για να καταλάβουν πως το καλύτερο μάρκετινγκ -ακόμα και με τέτοια κριτήρια- είναι να πάψεις να είσαι τόσο mainstream (συμβατικός), για να σε προσέξει-μάθει λίγο ο κόσμος.
Το βασικό πρόβλημα είναι πως με όλα αυτά, πέρασε στα ψιλά το «Μιστέριο Μπούφο» που έπαιζε η θεατρική ομάδα της ΚΝΕ. Και προπαντός όσα ζουμερά και σημαντικά ειπώθηκαν στις δύο εκδηλώσεις.
Τον Ισραηλινό να λέει ότι η οργάνωσή του προσπαθεί, παρόλα τα εμπόδια, και έχει καταφέρει να έχει κάποια στοιχειώδη κοινή δράση με τους Παλαιστίνιους.
Και τον Τσακλίδη να εξηγεί πώς βρέθηκε στο στόχαστρο της διοίκησης της Hellenic Train, επειδή δε δέχτηκε ως εργαζόμενος να μην τηρηθούν τα στοιχειώδη μέτρα ασφαλείας. Όλα αυτά, δύο χρόνια μόλις μετά το έγκλημα στα Τέμπη, και ενώ μιλάμε για τον συγγενή ενός από τα θύματα. Τίποτα δεν μπορεί να μας εκπλήξει σε αυτή τη χώρα αυτό το σύστημα, αλλά αυτό ξεπερνά τα εσκαμμένα...
Το βασικό πρόβλημα τελικά είναι ότι έχουμε πολλά βασικά προβλήματα και δεν ξέρουμε από ποιο να ξεκινήσουμε.
Η επιστροφή των ασώτων: δηλαδή αυτών που έλειψαν -συνειδητά και με το δικό τους σκεπτικό- από το περσινό Φεστιβάλ, αλλά ήταν σα να μην έφυγαν μια μέρα. Ο Φοίβος είπε για τον Ρούπο, για τον Ρούτσι και τα Τέμπη, για όλα τα σημαντικά και ανθρώπινα. Και άνοιξε διάλογο με το κοινό για να μάθει ποιος χώρισε πρόσφατα, ποιος είναι στα πατώματα, ποιος έχει σχέση διαρκείας κτλ. Που μπορεί να γίνει πολύ ωραίο σκετσάκι και με οργανώσεις από το αριστεροχώρι, που διασπώνται νομοτελειακά στο όνομα της ενότητας: Love will tear us apart again... Το δείχνει ανάγλυφα ένας πίνακας στο βιβλίο του Γκίκα για τον Μεσοπόλεμο -όταν το μέσο προσδόκιμο της οργανωτικής ζωής ενός αριστεριστή έφτανε τα τρία χρόνια, αν θυμάμαι καλά. Ο οποίος όμως έβγαλε ένα ακόμα καλύτερο βιβλίο για τις ρίζες και την ιστορική διαδρομή του Παλαιστινιακού ζητήματος και την πρώτη μέρα κυκλοφορούσε στον χώρο με μια τεράστια παλαιστινιακή μαντίλα -κινητή διαφήμιση, για όποιον ξέχασε να το αγοράσει και να το μελετήσει.
Η Νατάσσα μας την έκανε πέρσι και από τη συναυλία για τον Μίκη, αλλά δε γινόταν να λείπει, εξάλλου θυμάται εκεί τον εαυτό της από τριων ετών, όπως είπε από τη σκηνή. Άλλοι την λατρεύουν για τα τραγούδια της, άλλοι για τις φορές που την άκουσαν να λέει τραγούδια άλλων, κάποιοι άλλοι λατρεύουν να την μισούν, και άλλοι την αγαπάνε επειδή την στοχοποιούν τα τρολ. Αλλά κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί το πάθος της, που την κάνει να τσαλακώνεται κάθε φορά στη σκηνή ή να λέει -στην εκδήλωση για την Παλαιστίνη- μια ιστορία για έναν μικρό που παπαγάλιζε όσα άκουγε από τα κανάλια και την προπαγάνδα του Ισραήλ, στην πορεία όμως άλλαξε γνώμη και αναγνώρισε το δίκιο. Κάι μεταξύ σχολικής έκθεσης που βραβεύτηκε και εισήγησης στην ΟΒ, που εξηγεί στους σφους ότι καμία συνείδηση δεν είναι χαμένη -αλλά με πιο ποιητικά λόγια.
Αλλά ο βασικός λόγος να αγαπάς τη Νατάσσα είναι η ιδιότητά της ως μαχόμενη συνδικαλίστρια. Και ότι διέκοψε συνειδητά τη συναυλία για να δώσει τον λόγο στον πρόεδρο του ΠΜΣ, για να μιλήσει στο κοινό της (που δεν έχει μόνο Κνίτες και πεισμένους) για την απεργία της 1ης Οκτώβρη. Κι αυτό δεν ξέρω πολλούς που να το κάνουν στην πράξη.
Από τους πρώτους «ασώτους» είναι ασφαλώς ο Νταλάρας. Που έχει πατήσει πλέον τα 76 αλλά δεν μπορείς να μην τον θαυμάζεις για τη φωνή του. Αν ο Βασίλης είχε τον μισό «επαγγελματισμό» του Νταλάρα, θα γέμιζε μια δεύτερη λίμνη με δάκρυα στο Τρίτση. Πολύ θα ήθελε όμως ο Νταλάρας να βιώσει τη μισή αυθόρμητη λατρεία των πιστών του Βασίλη, που ζούνε για να τον ακούνε -και ας μην ακούγεται πια. Είναι απολύτως κατανοητό γιατί επέλεξε το Κόμμα να τιμήσει έναν ερμηνευτή που ανήκει δικαίως στις βασικές κολόνες του ελληνικού τραγουδιού. Αλλά είναι ζήτημα αν ο Νταλάρας θα κέρδιζε ποτέ την ίδια αναγνώριση από τα βραβεία του κοινού. Και δεν αμφιβάλλων πως η συγκίνησή του είναι ειλικρινής -κάθε φορά που έρχεται σε συναυλίες του Κόμματος. Απλώς σου φαίνεται λίγο... «επαγγελματική», όπως και όλα τα άλλα του.
-Σήμερα το πρόγραμμα έχει διάφορες επιλογές για όλα τα γούστα (σε αντίθεση με το χτεσινό, που έβαλε μαζί τραγουδιστές με παρόμοιο κοινό, από την Φασούλη ως τον Φοίβο και τη Νατάσσα). Δεν είμαι πολύ αισιόδοξος ότι θα έχουμε φρέσκια ανταπόκριση αύριο, οπότε μπορεί να κλείσουμε την Κυριακή τη φεστιβαλική τριλογία, με το τελευταίο της μέρος...