Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2025

Στη σωστή πλευρά της κωμωδίας

Ποιο είναι το μεγαλύτερο δίλημμα των καιρών μας;
Το αιώνιο ερώτημα, πίτσα ή σουβλάκια.
Σιγά μην είναι και η βασική αντίθεση της εποχής.

Καταρχάς, δεν μπορεί να είναι απόλυτο δίλημμα, γιατί δε συμφωνούμε στα βασικά: πχ τι ορίζουμε ως σουβλάκι.
Ας ρωτήσουμε κάποιον τρίτο, πχ τους Σκύθες συντρόφους από την ΑΜΘ (Ανατολική Μακεδονία - Θράκη) και την παλιννοστούσα κυρία με το χατσαπούρι. Ή τους Ιταλούς σφους να μας πουν, κουνώντας τα χέρια τους, αν είναι αληθινή πίτσα ή ιεροσυλία αυτό που τρώμε.

Αλλά όχι, στο Φεστιβάλ είμαστε, όπου οι σφοι είναι λογικοί άνθρωποι και καταλαβαινόμαστε (τώρα). Μάθανε να λένε τα σουβλάκια-σουβλάκια -και ας είναι Αθηνέζοι- και τη γενοκτονία-γενοκτονία -και ας είναι από το Ισραήλ. Δε χρειάζονται περσότερα (λόγια, μόνο πράξεις).

Λέμε τα πράγματα με το όνομά τους -όπως κάποτε τη ΚΝ Μακεδονίας στη Διεθνούπολη, πολλά χρόνια πριν τη ΝΑΤΟ-Συριζαϊκή συμφωνία. Κι αν το δίλημμα της εποχής μας, τέλος πάντω, είναι σουβλάκια ΚΝΕ ή Pizza Fan, η απάντηση είναι μονόδρομος, ακόμα και αν είσαι vegan. Εκτός κι αν είσαι στέλεχος της FAN και της αφάν γκατέ του αντικομμουνισμού -πχ τα εξυπνοπούλια που πιάνουν τη μύτη τους με απέχθεια για ό,τι κάνει το ΚΚΕ, ακόμα και για τα είδη γραφικής ύλης που μαζεύει το Κόμμα για τα παιδιά της Γάζας, γιατί λέει είδαν μια Τζαμποσακούλα, στη φωτό με τον ΓΓ. Τρεις ώρες ελληνικό σταντ-απ να στύψεις, δε θα βρεις τίποτα πιο αστείο από μια δική τους ανάρτηση... 

Λείπουν άλλωστε τέτοια «μαχητικά ρεπορτάζ» και αναρτήσεις για το Φεστιβάλ, πχ για τα αναψυκτικά Βίκος, τις μπίρες «Α» -χωρίς τον κύκλο- ή τις ανατιμήσεις-φωτιά στα σουβλάκια που έφτασαν 2 ευρώ το ένα, και τα εισιτήρια. Και όλα αυτά τα «αποκαλυπτικά στοιχεία» που δείχνουν ξεκάθαρα ότι α. δεκανίκι και β. ο λόγος αυτός τους ανήκει. Συγκάτοικοι είμαστε όλοι στην τρέλα!

Στα τριήμερα φεστιβάλ, η δεύτερη μέρα είναι σαν τα παιδιά-σάντουιτς στις τριμελείς οικογένειες: χωρίς τον ενθουσιασμό της πρώτης φοράς και την κορύφωση στο τέλος. Φέτος, η δεύτερη μέρα έχει λίγο-πολύ μεταβατικό χαρακτήρα και μια σχετική άπλα -που θα την νοσταλγήσουμε σήμερα- αλλά έχει πάρα πολύ κόσμο (γιατί η Πέμπτη είναι το νέο Σάββατο), ωραίες στιγμές για το άλμπουμ των αναμνήσεων και υλικό για να διηγούμαστε στις οθόνες μας -όσοι δεν έχουν χρέωση «εγγονάκι» στο Τρίτση. Ας δούμε ενδεικτικά μερικές θεματικές.

Στα άδυτα του χατσαπουριού: τελικά δεν το φτιάχνουν Γεωργιανοί σφοι από την μεταναστομάνα Καλλιθέα, αλλά οι οργανώσεις της ΑΜΘ, αλυσίδα και μαζική παραγωγή, υπό τη μονοπρόσωπη διεύθυνση της σοβιετο-αναθρεμμένης σφισσας που έχει τη συνταγή και την τεχνογνωσία. Στα υπέρ για τους Σκύθες σφους ότι έχουν βγάλει τα έξοδα του ταξιδιού και για τις αφίσες τους την επόμενη δεκαετία. Στα αρνητικά ότι δεν πρόλαβαν να σηκώσουν κεφάλι, πόσο μάλλον να γυρίσουν τον χώρο του Φεστιβάλ. Και αν δεν το έκαναν τις δυο πρώτες μέρες, οι οιωνοί δεν είναι με το μέρος τους για τις δύο επόμενες. Και το Σάββατο, οι ουρές θα πάρουν ιστορική ρεβάνς από τις αντίστοιχες στα εγκαίνια των ΜακΝτόναλντς στη Μόσχα, με βάση τον νόμο των διαρκώς διευρυνόμενων αναγκών στον σοσιαλισμό -τι να κλάσει και το μπέργκερ, μπροστά στη σέρβικη πλεσκάβιτσα.

Αν η οργάνωση της ΑΜΘ βγει πρώτη στην επόμενη οικονομική εξόρμηση, θα οφείλει τη νίκη της στις εξαγωγές χατσαπουριού -ή και πιροσκί, για να καλύπτει κάθε επιθυμία και λαϊκή ανάγκη. Κι αν ακούσετε, σήμερα-αύριο, τα μεγάφωνα να ζητάνε γιατρό κοντά στον παιδότοπο, θα είναι μάλλον για τον γραμματέα της Οργάνωσης, που πλησιάζει ολοταχώς στην υπερκόπωση.

Μια καλή ιδέα για το επόμενο Φεστιβάλ θα ήταν να φέρουν οι Σκύθες μπουγάτσες ή τους λουκουμάδες Λιμεναρίων -με τη μυστική συνταγή που περνά από Δρουίδη σε Δρουίδη, αρκεί το γκι (δρεπάνι) του να μοιάζει με σφυροδρέπανο. Το φαγητό είναι άλλωστε στοιχείο της κουλτούρας μας και ως τέτοια -πολιτιστική αποστολή- πρέπει να δούμε τη σχετική εκστρατεία εισαγωγής εξωτικών γεύσεων από τον εγγύ βορρά στο κλεινόν άστυ, που είναι γεμάτο απολίτιστους βάρβαρους, που κάνουν κρύα αστεία με σουβλάκια, νομίζουν ότι τρώνε τακαμούρι και δεν ξέρουνε σουβλάκι τι θα πει -άλλο αν στο Φεστιβάλ τους έρχεται επιφοίτηση. Και να ετοιμάζονται οι οργανώσεις της Δυτικής Μακεδονίας με τα κεμπάπια και το Ξινό Νερό...


Φαν, φαν, φαν (2), πώς τους παν καλέ τα φαν
Ξύλο που θα φαν, και βραστούς τους αστούς θα φαν
(παιδικό τραγούδι του Λουκιανού, διασκευασμένο)

Κατόπιν ωρίμου σκέψης, ζυμώσεων και διαβουλεύσεων με στενούς συνεργάτες, η κε του μπλοκ καταλήγει στα εξής -ευρύτερης αποδοχής- συμπεράσματα, για την απόλυση του Πάρη Ρούπου.

-Η ανακοίνωση της Πίτσας Φαν λέει ότι «μας ενώνει η καλή πίτσα». Αλλά μας χωρίζει ο φασισμός που ντύθηκε «ΝΟ Politica». Σε κάθε περίπτωση, η Πίτσα Φαν δεν τρώγεται με τίποτα, ακόμα και αν σε πληρώνουν για αυτό, και μπαίνει στους πιο αδύναμους κρίκους της διατροφικής αλυσίδας, λίγο πάνω από τις ζωοτροφές και τα φρέσκα ψάρια του Αλφαβητίξ -ή τις ρυζογκοφρέτες Χανίων.

-Η απόλυση του ΠΡ είναι η καλύτερη διαφήμιση για τον ίδιο και τη δουλειά του, που την έμαθαν άλλοι τόσοι μετά τον σχετικό ντόρο. Κι αν δε γελάς πολύ με όσα λέει, δεν πειράζει, σ’ αυτά δε χωράνε οπαδικά και χιούμορ. Το δροσερό αστειάκι για το ανατολικό cock-block είναι χάσμα γενεών διπλής κατεύθυνσης: οι μεγάλοι δεν πιάνουν τον ξενικό όρο και οι νεότεροι αγνοούν το ανατολικό μπλοκ. Σε κάθε περίπτωση, τα αφεντικά δείχνουν πως κατέχουν καλύτερα απ’ όλους τα μυστικά του μάρκετινγκ, ακόμα και αν διαφημίζουν τον ταξικό τους αντίπαλο...

-Τα καζάνια του θανάτου στη Δραπετσώνα δεν αποπνέουν πιο μυρωδάτη βρώμα, επειδή τα στολίζει μια ελληνική σημαία. Κι όσοι δεν προσβάλλονται με τον καρκίνο που σκορπάν, αλλά με το χιούμορ του Ρούπου, ας περιμένουν να διαβάσουν τη συνέχεια στις στήλες της μαχητικής ΕφΣυν, που την αγόρασε ο Μελισσανίδης. Για την Κεντροαριστερά αγωνιζόμαστε όλοι, σύντροφοι εφοπλιστές...

-Πολύς κόσμος γέμισε ασφυκτικά τη μαθητική σκηνή για να ακούσει τι θα πει επί σκηνής ο Ρούπος ή οι άλλοι για την απόλυσή του. Τα σκετσάκια δεν είχαν την παραμικρή αναφορά, αλλά η υπομονή μας επιβραβεύτηκε στο τέλος, με τη συλλογική ανάγνωση της ανακοίνωσης των ηθοποιών. Κάποιοι ίσως να μη συμφωνούν-με με το αίτημα της επαναπρόσληψης, έχει όμως μια αξία να φανεί αν αυτόν τον τόπο τον κυβερνά ένας πολιτικός νάνος σαν τον Μπογδάνο και τους ομοίους του.

Αλλά ο δρόμος ως εκεί ήταν μακρύς και δύσβατος, γεμάτος αστεία για κλανιές και -χωρίς υπερβολή- «τον πούτσο μου τον πυροσβέστη» -και αυτό να φανταστείς το έλεγε ο σφος από το παρεάκι... Μπορεί ο Ρούπος να 'χε δίκιο για τον Νταλάρα λέγοντας «όπου είναι η κωμωδία, αυτός απέναντι», αλλά είναι ζήτημα για τον χώρο του, αν στέκεται στη σωστή πλευρά της κωμωδίας.

Το βασικό πρόβλημα

Το βασικό πρόβλημα στην Ελλάδα, δεν είναι (μόνο) ότι έχουμε ελάχιστη πολιτική σάτιρα. Αλλά ότι έχουμε ελάχιστους καλούς κωμικούς -πόσο μάλλον, με ταξικό κριτήριο. Το πρόβλημα είναι ότι οι ατάκες, στην εκδήλωση των σωματείων, για το μαλλί του Άδωνη και τον εργαζόμενο στο κυλικείο της ΝΔ που ζήτησε 13ωρη βάρδια, είναι μάλλον πιο αστείες από το κωμικό πρόγραμμα που ακολούθησε ή τα λογοπαίγνια που είναι σαν το χιούμορ και την (εξουσία στη) φαντασία του Μπογιόπουλου, για την πίτσα ΦΑσίσταΝ.

Ένα άλλο βασικό πρόβλημα είναι ότι πολλοί όρθιοι κωμικοί είναι κακοί ηθοποιοί, γιατί δεν πέρασαν ποτέ από δραματική σχολή. Κι αν το προεκτείνουμε, το βασικό πρόβλημα της χιπ-χοπ σκηνής, μπορεί να είναι ότι πολλά αστέρια της δεν έχουν μουσικές σπουδές. Ή -για να το θέσουμε αλλιώς- ότι αυτοί που έχουν μουσικές γνώσεις και υπόβαθρο, ξεχωρίζουν σαν τη μύγα μες στο γάλα. Ή -από μια άλλη άποψη- ότι ως εκεί φτάνει το μουσικό κριτήριο ενός μπούμερ, όπως εγώ.

Το βασικό πρόβλημα είναι ότι βλέπεις στο σταντ-απ τους διπλανούς σου να λύνονται στα γέλια, αναρωτιέσαι για το γούστο τους, το συνολικό τους κριτήριο στη ζωή, πόσο ψηλά μπορεί να φτάσει και τι ακριβώς το χωρίζει από τον Σεφερλή. Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι πως είμαστε από θέση αρχής αντιδραστικοί και μεγαλώνουμε. Δε γελάμε εύκολα, ενοχοποιούμε την εύκολη χαρά -σαν συμμορία της μιζέριας- και γκρινιάζουμε για όλα, χάνοντας τον ενθουσιασμό της πρώτης νιότης του κόσμου.

Το βασικό πρόβλημα είναι πως το μάρκετινγκ καθορίζει πολύ περισσότερα από όσα νομίζουμε. Από τη στάση της Pizza Fan, που ζύγισε τις επιλογές της, ταλαντεύτηκε και τώρα θα πληρώσει το λάθος της. Μέχρι τη στάση των καλλιτεχνών, δικών μας και απέναντι, που μπορεί να θέλουν να έρθουν στο Φεστιβάλ αλλά να φοβούνται πως θα ξενερώσουν το κοινό τους -και αυτό είναι τελικά το μεγαλύτερο πρόβλημα για τις χιπ-χοπ παρουσίες στο Τρίτση. Κι είναι λίγοι αυτοί που έχουν αρχές ή έστω αρκετό μυαλό, για να καταλάβουν πως το καλύτερο μάρκετινγκ -ακόμα και με τέτοια κριτήρια- είναι να πάψεις να είσαι τόσο mainstream (συμβατικός), για να σε προσέξει-μάθει λίγο ο κόσμος.

Το βασικό πρόβλημα είναι πως με όλα αυτά, πέρασε στα ψιλά το «Μιστέριο Μπούφο» που έπαιζε η θεατρική ομάδα της ΚΝΕ. Και προπαντός όσα ζουμερά και σημαντικά ειπώθηκαν στις δύο εκδηλώσεις.

Τον Ισραηλινό να λέει ότι η οργάνωσή του προσπαθεί, παρόλα τα εμπόδια, και έχει καταφέρει να έχει κάποια στοιχειώδη κοινή δράση με τους Παλαιστίνιους.
Και τον Τσακλίδη να εξηγεί πώς βρέθηκε στο στόχαστρο της διοίκησης της Hellenic Train, επειδή δε δέχτηκε ως εργαζόμενος να μην τηρηθούν τα στοιχειώδη μέτρα ασφαλείας. Όλα αυτά, δύο χρόνια μόλις μετά το έγκλημα στα Τέμπη, και ενώ μιλάμε για τον συγγενή ενός από τα θύματα. Τίποτα δεν μπορεί να μας εκπλήξει σε αυτή τη χώρα αυτό το σύστημα, αλλά αυτό ξεπερνά τα εσκαμμένα...

Το βασικό πρόβλημα τελικά είναι ότι έχουμε πολλά βασικά προβλήματα και δεν ξέρουμε από ποιο να ξεκινήσουμε.


Η επιστροφή των ασώτων:
δηλαδή αυτών που έλειψαν -συνειδητά και με το δικό τους σκεπτικό- από το περσινό Φεστιβάλ, αλλά ήταν σα να μην έφυγαν μια μέρα. Ο Φοίβος είπε για τον Ρούπο, για τον Ρούτσι και τα Τέμπη, για όλα τα σημαντικά και ανθρώπινα. Και άνοιξε διάλογο με το κοινό για να μάθει ποιος χώρισε πρόσφατα, ποιος είναι στα πατώματα, ποιος έχει σχέση διαρκείας κτλ. Που μπορεί να γίνει πολύ ωραίο σκετσάκι και με οργανώσεις από το αριστεροχώρι, που διασπώνται νομοτελειακά στο όνομα της ενότητας: Love will tear us apart again... Το δείχνει ανάγλυφα ένας πίνακας στο βιβλίο του Γκίκα για τον Μεσοπόλεμο -όταν το μέσο προσδόκιμο της οργανωτικής ζωής ενός αριστεριστή έφτανε τα τρία χρόνια, αν θυμάμαι καλά. Ο οποίος όμως έβγαλε ένα ακόμα καλύτερο βιβλίο για τις ρίζες και την ιστορική διαδρομή του Παλαιστινιακού ζητήματος και την πρώτη μέρα κυκλοφορούσε στον χώρο με μια τεράστια παλαιστινιακή μαντίλα -κινητή διαφήμιση, για όποιον ξέχασε να το αγοράσει και να το μελετήσει.

Η Νατάσσα μας την έκανε πέρσι και από τη συναυλία για τον Μίκη, αλλά δε γινόταν να λείπει, εξάλλου θυμάται εκεί τον εαυτό της από τριων ετών, όπως είπε από τη σκηνή. Άλλοι την λατρεύουν για τα τραγούδια της, άλλοι για τις φορές που την άκουσαν να λέει τραγούδια άλλων, κάποιοι άλλοι λατρεύουν να την μισούν, και άλλοι την αγαπάνε επειδή την στοχοποιούν τα τρολ. Αλλά κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί το πάθος της, που την κάνει να τσαλακώνεται κάθε φορά στη σκηνή ή να λέει -στην εκδήλωση για την Παλαιστίνη- μια ιστορία για έναν μικρό που παπαγάλιζε όσα άκουγε από τα κανάλια και την προπαγάνδα του Ισραήλ, στην πορεία όμως άλλαξε γνώμη και αναγνώρισε το δίκιο. Κάι μεταξύ σχολικής έκθεσης που βραβεύτηκε και εισήγησης στην ΟΒ, που εξηγεί στους σφους ότι καμία συνείδηση δεν είναι χαμένη -αλλά με πιο ποιητικά λόγια.

Αλλά ο βασικός λόγος να αγαπάς τη Νατάσσα είναι η ιδιότητά της ως μαχόμενη συνδικαλίστρια. Και ότι διέκοψε συνειδητά τη συναυλία για να δώσει τον λόγο στον πρόεδρο του ΠΜΣ, για να μιλήσει στο κοινό της (που δεν έχει μόνο Κνίτες και πεισμένους) για την απεργία της 1ης Οκτώβρη. Κι αυτό δεν ξέρω πολλούς που να το κάνουν στην πράξη.

Από τους πρώτους «ασώτους» είναι ασφαλώς ο Νταλάρας. Που έχει πατήσει πλέον τα 76 αλλά δεν μπορείς να μην τον θαυμάζεις για τη φωνή του. Αν ο Βασίλης είχε τον μισό «επαγγελματισμό» του Νταλάρα, θα γέμιζε μια δεύτερη λίμνη με δάκρυα στο Τρίτση. Πολύ θα ήθελε όμως ο Νταλάρας να βιώσει τη μισή αυθόρμητη λατρεία των πιστών του Βασίλη, που ζούνε για να τον ακούνε -και ας μην ακούγεται πια. Είναι απολύτως κατανοητό γιατί επέλεξε το Κόμμα να τιμήσει έναν ερμηνευτή που ανήκει δικαίως στις βασικές κολόνες του ελληνικού τραγουδιού. Αλλά είναι ζήτημα αν ο Νταλάρας θα κέρδιζε ποτέ την ίδια αναγνώριση από τα βραβεία του κοινού. Και δεν αμφιβάλλων πως η συγκίνησή του είναι ειλικρινής -κάθε φορά που έρχεται σε συναυλίες του Κόμματος. Απλώς σου φαίνεται λίγο... «επαγγελματική», όπως και όλα τα άλλα του.

-Σήμερα το πρόγραμμα έχει διάφορες επιλογές για όλα τα γούστα (σε αντίθεση με το χτεσινό, που έβαλε μαζί τραγουδιστές με παρόμοιο κοινό, από την Φασούλη ως τον Φοίβο και τη Νατάσσα). Δεν είμαι πολύ αισιόδοξος ότι θα έχουμε φρέσκια ανταπόκριση αύριο, οπότε μπορεί να κλείσουμε την Κυριακή τη φεστιβαλική τριλογία, με το τελευταίο της μέρος...

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2025

Όλα είναι αγώνας

Όλα είναι δρόμος, δηλαδή αγώνας -και ας μη βαδίζουν όλοι στον δρόμο του αγώνα, που τους πέφτει μακρύς και ασήκωτος, σαν αγώνας δρόμου, και ας ξεχνάνε ενίοτε να σταθούν στα δυο τους πόδια, όπως κάνει ο homo erectus για να ξεχωρίζει από τα άλλα είδη. Και του πήρε εκατομμύρια χρόνια να το μάθει, για να ξαναγυρίσει οικειοθελώς σκυφτός, στα τέσσερα.

Από χτες όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο Τρίτση (Τρίτση μάνα μου) και την κόκκινη Πολιτεία του. Που δε χτίστηκε σε μια μέρα -ούτε θα μείνει στην αιωνιότητα, παρά μόνο στις μνήμες μας. Αλλά φτιάχτηκε σε κάτι παραπάνω από μια βδομάδα, από ανώτερες δυνάμεις, συλλογικές και επίγειες. Τη δε ημέρα εβδόμη οι σφοι γλέντησαν, ξεκουράστηκαν και όρισαν ομάδες περιφρούρησης.

Όλα είναι δρόμος, δηλαδή αγώνας, χωρίς τελειωμό και αδιέξοδα -δεν υπάρχουν τέτοια στην ταξική πάλη. Όλα είναι αγώνας, ακόμα κι αν ρίχνεις κλεφτές ματιές στον αγώνα της ομάδας στο κινητό, για την εξέλιξη του σκορ. Αν και τα καλύτερα γκολ μπαίνουν στην κερκίδα, ακόμα και σε λευκές (αντιδραστικές) ισοπαλίες, όπως στην Τούμπα.

Άσσο ημίχρονο, διπλό τελικό. Ανατροπή (βασικά αντεπανάσταση), με γκολ στο ’89 και το ’91, αλά United (we stand, divided we fall). Το ματς ήταν σικέ και ο σημαδεμένος Γκόρμπι έδενε τα κορδόνια του στη σέντρα -αντί να χτυπά το παπούτσι το στο έδρανο του ΟΗΕ- όσο το ΝΑΤΟ έδενε την υδρόγειο με σκοινιά.

Μα είναι αντιδιαλεκτικό, δεν μπορεί να φταίει μόνο αυτός. Όχι βέβαια, είναι σύνθετο ζήτημα, πολυπαραγοντικό. Ο στίβος ήταν πολύ βαρύς (όπως στο «Μαυροθαλασσίτης» τις προάλλες) και τα αγριογούρουνα είχαν φάει κάτι αηδίες, αντί να φαν χατσαπούρι και ταξικούς λουκουμάδες της ΚΝΕ.

Κι αν έκτοτε, τα χρόνια μας κυλάνε άδεια, σαν πασούλες στη σέντρα και τίκι-τάκα που νανουρίζει την ταξική συνείδηση, μια διαλεκτική στιγμή θα δώσει όσα δε φέρνει η ώρα. Κι αν αναζητάς μια πιστή προσομοίωση του πυκνού ιστορικού χρόνου, θα την βρεις στο τελευταίο λεπτό ενός αγώνα μπάσκετ, όπως έλεγε ο Κάρολος (Μπάρκλεϊ). Πχ η ανατροπή της Εθνικής (επίσημης αγαπημένης, σε αντίθεση με την ανεπίσημη Σοβιετία του Τκατσένκο, τελικός ’87, από εδώ η γυναίκα μου, από εδώ το αίσθημά μου) στο Βελιγράδι, στον ημιτελικό με τη Γαλλία. Ποιος; Ποιος; Βάλ’ το αγόρι μου. Και το έβαλε, σαν Μέλιτον Καντάρια, καρφωτό στη στέγη του Ράιχσταγκ.

Καλά, εντάξει, συνειρμοί τραβηγμένοι από τα μαλλιά. Σε λίγο ο Απολίθωμας θα μας πει ότι ο Πελε(τιδης) είναι ξέρω 'γω ο Γιάννης Αντετοκούνμπο (Ούγκο). Ναι αλλά σε λίγο, όχι τώρα.

Άλλο παράδειγμα συμπυκνωμένου ιστορικού φεστιβαλικού χρόνου. Ο συντονιστής Φιλέρης λέει πως στο τέλος θα συμβάλει το κοινό, με παρεμβάσεις και ερωτήσεις. Λίγο μετά, φιλικό πατ-πατ στην πλάτη, κάτι του ψιθυρίζει ο σφος συντονιστής του Φεστιβάλ, να το μαζεύουμε, αλλά δεν τον αγχώνει αρκετά. Τελειώνουν οι ομιλητές, σηκώνονται χέρια, ο Φιλέρης μετράει τουλάχιστον τρία, τους λέει «ένας-ένας», νέες διαβουλεύσεις, επανέρχεται λέγοντας «έχουμε χρόνο για δύο ερωτήσεις» και σφυράει τη λήξη πριν καλά-καλά αρχίσει η πρώτη, χωρίς κόρνα (και τον Κασσελακικό Νικόλα στις Βρυξέλλες), γιατί άρχισαν απότομα τα όργανα της λαϊκής -σήκω απ’ τη θέση σου- και δεν ακουγόταν τίποτα.
Ως την κόρνα της λήξης, στο Φεστιβάλ μας δε θα πλήξεις...

Αμένσιωτο

Η εισαγωγή είναι σαφώς επηρεασμένη από την εκδήλωση στο Στέκι του Αθλητισμού, με τη Σακοράφα του ΣΕΓΑΣ και τους δύο κόκκινους δημάρχους, για τις αθλητικές υποδομές. Η κε του μπλοκ την επέλεξε συνειδητά, αφήνοντας τις άλλες άλλες με μισή καρδιά (που κάθε αυγή στη Γάζα βομβαρδίζεται) και χωρίς αυταπάτες ότι μπορεί να τις προλάβει όλες. Έρχεται η στιγμή για τις μεγάλες αποφάσεις του φεστιβάλ, σε ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις/ Και ο νόμος του Μέρφι λέει πως ό,τι σε ενδιαφέρει, θα πέσει πάνω σε κάτι άλλο καλό και ζουμερό.

Αν είχαμε χορηγούς και τηλεοπτικά δικαιώματα, θα βάζαμε παράλληλη ζωντανή σύνδεση στις σκηνές, λεπτό προς λεπτό, στα φεστιβαλικά κανάλια της ψηφιακής πλατφόρμας, Fest TV 1, Fest Prime Tv κτλ, για να τα βλέπεις όλα ζωντανά ή σε μαγνητοσκόπηση, με σχολιασμό και συνεντεύξεις. Δεν έχουμε όμως χορηγούς (ευτυχώς Σοφία μου), ούτε πλήρη κάλυψη (δυστυχώς Σοφία μου) και έτσι βολευόμαστε με τα βίντεο από τις συζητήσεις -όταν βγουν με το καλό-, που δίνουν απλώς μια γεύση και δεν αποτυπώνουν το κλίμα, τη δίψα του κοινού και τη μεγάλη προσέλευση.

Για να μην ξεπεράσω τον Σκουντή σε φλυαρία, η πρώτη αγωνιστική παρουσιάζεται κωδικοποιημένα, στο ίδιο αθλητικό κλίμα, του ευ (δηλαδή συλλογικά) αγωνίζεσθαι -εν προκειμένω το «ευ» είναι πάντα «εν τω πολλώ». Και ας αφήσουμε τα συμπεράσματα για γκραν(κινιολικό, χιτσκοκικό) φινάλε.

Πρώτα αναγνωριστικά λεπτά: αμηχανία, νοερές συγκρίσεις με τα περσινά, τα πόδια πιασμένα από την προετοιμασία. Μες σε ένα τέταρτο έχεις μπει στο κλίμα, τραγουδάς στίχους, συνθήματα, ανεβάζεις φουλ φεστιβαλικούς ρυθμούς. Σα να μην πέρασε ούτε μέρα.

Ο καλύτερος του γηπέδου
Βαγγέλης Σίμος. Βρέθηκε στο στοιχείο του, ως παλιός τζουντόκα, και είχε τις πιο μεστές, βιωματικές τοποθετήσεις. Για το οδυνηρό βίωμα ενός παιδιού που σταματά να αθλείται, αν δεν μπορούν να το στηρίξουν οικονομικά οι γονείς του. Για τα χαμένα όνειρα των αθλητών, που είναι σαν χαμένα (ακρωτηριασμένα) μέλη. Και τον Βούλγαρο προπονητή του, που είχε μεγαλώσει σε σοσιαλιστική χώρα, όπου όλοι και όλα ήταν στην υπηρεσία του αθλητή (από τα γήπεδα ως τους υπουργούς).

Άξιος συμπαραστάτης
Κώστας Πελετίδης. Γιατί μιλάει εκτός κειμένου, τα λέει λαϊκά, σταράτα και δίνει ωραίες ατάκες, ακόμα κι όταν δεν έχει αυστηρό ειρμό. Ίσως να μην είναι ο πιο συναρπαστικός ρήτορας, με τις βαθύτερες αναλύσεις, αλλά μιλάνε γι’ αυτόν οι πράξεις του και όσα κάνει ως δήμαρχος. Πχ να κρατά ζωντανό ένα στάδιο για τους Πατρινούς, χωρίς να τους φορτώνει με νέα χαράτσια. 

Κι αν μπήκα λίγο στον ρόλο του Σενγκούν, λέγοντας πως δεν είναι ο πιο χαρισματικός ρήτορας, ήταν δημοσιογραφικό εύρημα, για να του χαρίσω τον τίτλο του Αντετοκούνμπο του Φεστιβάλ, που κερδίζει αυθόρμητα την αγάπη και τον θαυμασμό του κόσμου.
Just a mayor from Patra -και ας έχει ποντιακή καταγωγή από τα βόρεια...

Παραφωνία
Οι κακές στιγμές της Σοφίας Σακοράφα, που ταλαντεύεται διαχρονικά, ΜέΡΑ-δώθε, στα ΠΑΣΟΚ κάθε εποχής. Έτεινε ενίοτε στην περιαυτολογία και είχε κάποιες χτυπητές αστοχίες: πχ ότι ζούμε σε καπιταλιστικό σύστημα αλλά μπορούμε να το βελτιώσουμε. Ή ότι ο ΣΕΓΑΣ αναγκάστηκε, ελλείψει άλλων πόρων, να απευθυνθεί σε χορηγούς, που δεν είναι το επιθυμητό μοντέλο αλλά ευτυχώς ή δυστυχώς (για την ίδια το πρώτο) δίνουν κάποιες λύσεις.

Επίσης, χρειαζόταν μια πειστική-καλύτερη  απάντηση στο ζήτημα για την παρουσία του Ισραήλ στους Βαλκανικούς αγώνες -όπου συμμετέχει αυτοδικαίως ως μέλος της αντίστοιχης Ομοσπονδίας, αλλά το ερώτημα είναι τι πρωτοβουλίες πήρε ο ΣΕΓΑΣ για τον αποκλεισμό του, τα τελευταία χρόνια. Και η δεδομένη ευαισθησία της για την Παλαιστίνη (της οποίας ήταν σημαιοφόρος, το ’04) υπογραμμίζουν διπλά την ευθύνη της.

Σε κάθε περίπτωση, ήταν εμφανώς χαρούμενη, επικροτώντας όσα άκουγε, και κυρίως τα πεπραγμένα των δύο διοικήσεων. Είναι σίγουρα καλών προθέσεων, αλλά αυτό δεν αρκεί πάντα. Και είναι ζήτημα προς εμβάθυνση τι κριτική κάνουν οι δικές μας δυνάμεις στη διοίκηση, όπου συμμετέχει -ως μέλος του ΔΣ- και η σφισσα Λούλα Καρατζά. Γιατί, αν η ρίζα του προβλήματος είναι η υποχρηματοδότηση και η απαξίωση, δεν είναι ίδιες και οι απαντήσεις που δίνει κάθε δύναμη για την αντιμετώπισή του.

Τα στατιστικά του αγώνα:

-Σχεδόν 15 χιλιάδες κάτοικοι της Πάτρας έχουν κάρτα άθλησης για τις εγκαταστάσεις του Παμπελοννησιακού Σταδίου.

-5,5 χιλιάδες παιδιά και ενήλικες συμμετέχουν στα αθλητικά προγράμματα του Δήμου Πετρούπολης, που έχει την καλύτερη αναλογία υποδομών-εγκαταστάσεων ανά κάτοικο και είναι από τους λίγους δήμους που έχει αύξηση πληθυσμού -άρα και αυξημένες ανάγκες για άθληση των κατοίκων, ως μια κατεξοχήν παιδούπολη -sic.

-Μόλις 3 στάδια σε όλη την Ελλάδα μπορούν να φιλοξενήσουν τις δραστηριότητες του ΣΕΓΑΣ, πληρώντας τις προϋποθέσεις. Σε αυτά δε συγκαταλέγεται το ΟΑΚΑ, που παραδίδεται σταδιακά και συστηματικά στα νύχια των ιδιωτών...

-Η είδηση της βραδιάς:

Ο Δήμος Πετρούπολης φιλοδοξεί να έχει μες στα επόμενα χρόνια δικό του στάδιο με ανοιχτό στίβο, για να μπορεί να φιλοξενήσει πχ ένα πανελλήνιο πρωτάθλημα. Δεν είναι εύκολο, αλλά ο Σίμος αισιοδοξεί ότι θα ξεπεραστούν τα σχετικά -γραφειοκρατικά ή μη- εμπόδια.

Το κοντράστ - η (βασική) αντίθεση:

Τι λόγος γίνεται για αθλητισμό και ελεύθερο χρόνο, όταν νομοθετείται η 13ωρη εργασία;

Το ανέδειξε σωστά ο Φιλέρης, που θυμήθηκε τα νιάτα του (στην ΚΝΕ ή στην «Πρώτη», αν δεν κάνω λάθος) και ήταν κάτι παραπάνω από απλός συντονιστής. Η Σακοράφα αναπόλησε τη δική της νιότη, όχι για τα (πανελλήνια και παγκόσμια) ρεκόρ που έκανε, αλλά γιατί το ’74 οι εγκαταστάσεις ήταν σε καλύτερο επίπεδο από ό,τι σήμερα, μισό αιώνα μετά! Ο Πελετίδης σημείωσε εύστοχα ότι παλιότερα η «φτωχή Ελλάδα» -χωρίς τα ματωμένα πλεονάσματα και τα τεράστια έσοδα- μπορούσε να δίνει περισσότερα, συντηρώντας πχ ένα στάδιο, με έναν φύλακα. Κι ο Σίμος σημείωσε ότι αυτό συνέβαινε εν πολλοίς γιατί υπήρχε ένα αντίπαλο δέος, με γυμναστήρια και πισίνες για κάθε οικοδομικό μπλοκ και εγκαταστάσεις που παραμένουν μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς (πχ από τα χρόνια του Ζίβκοβ).
Μόνο που αυτό δεν είναι κάποιο είδος αθλητικής νοσταλγίας (Ostalgie, όπως λένε στη Γερμανία) αλλά ρεαλιστική ματιά, που στρέφει το βλέμμα της στο μέλλον, με βάση τις ανάγκες μας στο παρόν.

Συμπέρασμα: πώς θα βγει ο νέος Τεντόγλου (Μανόλο Καραλής κοκ);

Όχι ως σπορά της τύχης, αλλά αν δώσεις βάρος στους αθλητές, τα σωματεία, τον ερασιτεχνικό αθλητισμό, τη μαζική άθληση. Κι ας μη σώσει να γίνουν όλοι πρωταθλητές, ας μην παίξουν ποτέ επαγγελματικούς αγώνες, ας κλοτσάνε απλώς μια μπάλα. Για κάθε εκατό τέτοιους -που συνεχίζουν να αθλούνται και δεν τα παρατούν- θα ξεπηδήσει ένα ή περισσότερα μεγάλα ταλέντα...

Ας δούμε και άλλες στιγμές της πρώτης αγωνιστικής ημέρας.

Καλύτερος νεο-εμφανιζόμενος (ρούκι): μπορεί να ήταν ο Papazo ή κάποιος καλλιτέχνης, αλλά εγώ θα πω το χατσαπούρι της ΚΝΕ, δίπλα στον παιδότοπο. Γεωργιανό τυρόψωμο, φτιαγμένο παραδοσιακά, από σφισσες με σοβιετικές φυσιογνωμίες και σταλινική ψυχή-αφοσίωση. Κρατάω μικρή επιφύλαξη για τις κουζίνες των μεταναστών -θα τις δοκιμάσουμε σήμερα.


Παίκτης-αποκάλυψη (για όσους δεν τον ήξεραν)
.

Ο Δημήτρης Μητσοτάκης και τα τραγούδια του. Που σε αντίθεση με τον συνεπώνυμό του, γ@μ@ει. Όπως και το Φεστιβάλ συνολικά. Όπως και ο συνεπώνυμός του, σε τελική ανάλυση, την τάξη μας. Αλλά αυτό είναι βιασμός, χωρίς συναίνεση -κι η κάλπη δε μετράει ως τέτοια, ιδίως όταν αλλοιώνει το βάρος κάθε ψήφου...

Δεν ήξερες ότι ήθελες/είχες ανάγκη να δεις.

-Τον Γιώργο Σαρρή να εκτελεί τη «Δραπετσώνα», λίγο -με τα ζιγκ-ζαγκ της ιστορίας- στο θρυλικό Νάι-Νάι.

-Τη Ζουγανέλη να ερμηνεύει Ζορμπαλά στο «τικ-τακ του ρολογιού». Για όσους σφους επιμένουν κακόβουλα να την μπερδεύουν με την Μποφίλιου, αυτή φορούσε κόκκινο φουστάνι (εκείνο που την κάνει να μοιάζει Κουκουέ) και τραγουδούσε χτες. Η Νατάσσα είναι αυτή που έχει κάνει λούτρινο-Αγκαλίτσα τον ΓΓ, σε κάθε Φεστιβάλ, εκνευρίζει τους δεξιούς ό,τι και να φορέσει και είναι πρόεδρος του σωματείου της. Και -για αυτό ίσως- η γέφυρα για να επιστρέψει μετά από χρόνια ο Μαραβέγιας...

-Τον Κωστή να μας λέει στο μικρόφωνο πόσο χαρούμενος είναι που ήρθε να τραγουδήσει σε αυτήν την ωραία κοινότητα...

Θα ήθελα να έχω δει -αλλά δεν πρόλαβα.

Μια γεύση από τον Papazo και όσα είπε για την Παλαιστίνη. Και τους «Σακάτηδες» στη μαθητική, που σύμφωνα με το ρεπορτάζ του 902, ήταν όνομα και πράγμα τέτοιοι, καθώς είχαν τραυματίες και μειωμένη σύνθεση...

-Λίγο παραπάνω κόσμο στις «παρέες που ξανασμίγουν», αλλά ήταν λίγο... «τρας» για τους κλασικούς θαμώνες της Λαϊκής Σκηνής (παλιά μέλη των Ζιγκ-Ζαγκ, της Οπισθοδρομικής Κομπανίας κτλ). Όταν μεγαλώσει κι άλλο το Φεστιβάλ και ανοίξει μια «καλτ σκηνή», θα βρουν το κοινό που τους αξίζει και θα είναι τεράστιο.

Η καλύτερη ατάκα

Κώστας Πελετίδης: το σύστημα αυτό συντρίβει την παιδικότητα...

Που μας θυμίζει πως στις χώρες του υπαρκτού η πραγματική προνομιούχος τάξη, που απολάμβανε τα περισσότερα προνόμια, δεν ήταν άλλη από τα μικρά παιδιά...

-Κριντζ αποκορύφωμα - ετεροντροπή.

Ο Μαραβέγιας να λέει πως η πρώτη του δισκογραφική δουλειά κυκλοφόρησε στην Ιταλία, σε είκοσι χιλιάδες αντίτυπα, δώρο με την εφημερίδα «Μανιφέστο», που είναι -λέει- ξαδερφάκι του «Ριζοσπάστη». Όχι;

Όχι, Κωστή, δοκάρι. Αλλά δεν πειράζει, προχωράμε -στη λίμνη, να κάνουμε παρέα στις πάπιες...

Βασικά, έπρεπε να τον φέρουμε Σάββατο, να μη βρίσκει ούτε παγκάκι να κάτσει με το κορίτσι του -που τώρα το ξέρουν όλοι- ή έστω παγάκι για το ποτό του...

Η τραγική ειρωνεία

Ο Μαραβέγιας να τραγουδά: «θέλω να τρέξω, να φύγω από εδώ, σε αυτόν τον καθρέπτη δεν είμαι εγώ» -σε σπάνιες στιγμές ειλικρίνειας. Και να συνεχίζει με τα «μικροπράγματα» -που αναρωτιέμαι αν τα πήρε ως τίτλο αυτός από τον Δημοκίδη ή αντιστρόφως.

Παίκτης-κλειδί: Νατάσσα Μποφίλιου, πολυεργαλείο. Παίζει παντού, σε όλες τις σκηνές, ακόμα και χτες μεταμφιεσμένη σε Ελεωνόρα -που όσο πάει μοιάζει στη Βίσση-, σε πάνελ συζητήσεων, ακόμα και χρέωση στα σουβλάκια αν της ζητηθεί...

Σολντ-άουτ-ξεπούλημα

Όλες οι συζητήσεις είχαν πάρα πολύ κόσμο. Αλλά εκεί που γινόταν το αδιαχώρητο ήταν στη συζήτηση για την σεξουαλικότητα με την Μπέλλου. Δεν ξέρω αν οι σφοι και φίλοι βρήκαν ενδιαφέρον το θέμα ή την ομιλήτρια. Θα υπέθετα ότι δε φταίει η αγριεμένη λίμπιντο και τα οξυμένα επίπεδα οργόνης τους, αλλά ότι διψάν για κάτι τεκμηριωμένο, μια ολοκληρωμένη επεξεργασία, ίσως και για κάτι διαφορετικό σε κάποια κρίσιμα σημεία. Και ξέρω ότι η επανέκδοση ενός παλιού βιβλίου για τη σεξουαλικότητα δεν αρκεί για να καλύψει σύγχρονα ζητήματα και όλες τις απορίες.

Θα έλεγα επίσης ότι ένας άγραφος φεστιβαλικός νόμος λέει πως κάποια πράγματα κινούνται στο γνωστό πλαίσιο -πχ η εισήγηση και οι απαντήσεις της Μπέλλου, χωρίς να έχω ακούσει-διαβάσει ούτε λέξη της. Και κάποια άλλα τείνουν να κινηθούν εκτός -και καλά κάνουν- όπως το τραγούδι του Μητσοτάκη «γυναικοκτονία» ή το σύνθημα «φασίστες κουφάλες έρχονται κρεμάλες», μετά από ένα άλλο τραγούδι. Είναι και οι αντιθέσεις ένα (δευτερεύον) στοιχείο της γοητείας και της φεστιβαλικής ομορφιάς...

Το καλύτερο στιγμιότυπο

-Οι αφίσες και τα συνθήματα, τα Παλαιστινιακά μαντίλια, ακόμα και οι κάλτσες των Πορτογάλων στα ίδια χρώματα. Και ο πάγκος των Παλαιστίνιων, δίπλα στους κομμουνιστές του Ισραήλ, που δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν -όπως ακριβώς άλλες χρονιές ήταν οι Ρώσοι σύντροφοι δίπλα στους Ουκρανούς. Ιδίως όταν έχουν στον πάγκο τους αυτοκόλλητα με συνθήματα κατά του Σιωνισμού!


-Το πανό των ΠΑΟΚτζήδων στην Τούμπα. Μπορεί οι κάφροι να είναι πρώτη ύλη για τα πογκρόμ του μέλλοντος, να τραγουδούν συνθήματα του στιλ «...Εβραίε, τον κ... σου γουστάρω» και να έχουν πολύ χαμηλό ταβάνι. Αλλά είναι σαφώς πάνω από όσους έχουν γίνει ένα με το πάτωμα, υπόδουλα σκυλάκια του συστήματος, και αρνούνται να κάνουν τα αυτονόητα απέναντι στο κράτος - δολοφόνο, έστω για τα προσχήματα.


-Οι ουρές των σφων για να γραφτούν συνδρομητές στην ΚΟΜΕΠ!

Ασύλληπτη εικόνα, από το παρελθόν του μέλλοντός μας, με δυνατούς συμβολισμούς, σαν το βαγόνι του Μετρό στη Ρωσία, όπου όλοι ήταν σκυμμένοι πάνω από ένα βιβλίο, αξιοποιώντας κάθε λεπτό για ψυχαγωγία και αυτομόρφωση. Η ελπίδα είναι εδώ...


Και πολλά ακόμα από τη Διεθνούπολη -που μπορούν να περιμένουν την επόμενη ανταπόκριση.

Το ταμείο της πρώτης μέρας

Μια πρώτη ένεση ενθουσιασμού -εν όψει και της σημερινής απεργίας ή των δύσκολων που έρχονται. Πολύς κόσμος για τέτοια μέρα -και χωρίς τους κλασικούς μαγνήτες, τύπου Βασίλη. Κι αν φεύγει λίγο νωρίτερα, δεν είναι ξενέρωτος. Ξενέρωτη είναι η ζωή μας σε αυτό το σύστημα της μισθωτής σκλαβιάς. Και το Φεστιβάλ είναι μια παρένθεση που μας το θυμίζει, για να το αλλάξουμε.

Και σήμερα τι θα δούμε;
Ο καθένας ό,τι θέλει και του ταιριάζει. Αφήστε όλα τα γούστα να ανθίσουν. Αλλά ίσως έχει μια αξία παραπάνω -και ας μην ήταν στον αρχικό σχεδιασμό- να ακούσουμε τι θα έχει να πει ο Πάρις Ρούπος, που βρέθηκε στο στόχαστρο ακροδεξιών και εργοδοσίας, γιατί τόλμησε να σατιρίσει το σύμβολο του έθνους των εφοπλιστών, που στόλιζε τη δεξαμενή με τα βοθρολύματα.

        Προφανώς τους φασίστες δεν τους πειράζει το γεγονός, αλλά αυτός που το σατιρίζει. Και δείχνουν αλληλεγγύη στα σκατά, γιατί τα κουβαλούν στο κεφάλι τους...

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2025

Μέρα όμορφη

Το πρωί με ξυπνάς με φωνές
Τα πιο όμορφα λόγια μου λες

Στης Γάζας τα συντρίμμια, που σφίγγει ο κλοιός...

Λόγια αφύπνισης κι ας τους ενοχλούν, σαν πρωινό ξυπνητήρι.


Δείτε πόση ομορφιά. Ο δωρικός ρυθμός, τα δωρικά συνθήματα, οι ραδινές κολόνες, οι καμπύλες γραμμές που φαίνονται ευθείες, τα κιονόκρανα, τα κράνη της περιφρούρησης. Ο φωτοδότης ήλιος, το κρυφτό που παίζουν οι αχτίδες και οι ΚΟΒ στον Παρθενώνα, το παιχνίδισμα του φακού με το αττικό φως και την πανανθρώπινη λευτεριά (στην Παλαιστίνη) και μια κόκκινη πινελιά. Κάπου εκεί, ίσως έχουμε τρεις-τέσσερις αλυσίδες καλλίγραμμων οικοδόμων, με σμιλεμένες μπιροκοιλιές, πιο όμορφοι κι από Καρυάτιδες. Αλλά δε ζει ο Ρίτσος να τους υμνήσει με στίχους και να ακούσει σωρό ομοφοβικά σχόλια -μα πόσο κολλημένοι αυτοί οι Κουκουέδες.

Όμορφη πόλη είναι αυτή που δεν έχει φτώχεια και ανεργία. Και υποταγμένους πολίτες. Όμορφη πόλη είναι η Ακρόπολη στολισμένη στα κόκκινα, από άκρο σε άκρο, παραδομένη στα «άκρα» που «πολεμούν την ανάπτυξη». Όμορφη πολιτεία είναι αυτή που θεωρεί τους ιδιώτες βλάκες -όπως στα αγγλικά- και όχι ευεργέτες, αλλά θύτες πεντακοσιομέδιμνους που ψάχνουν θύματα στους θήτες που τους ανέχονται για λίγα ψιχία άρτου και φτηνά θεάματα που κοστίζουν πανάκριβα, όσο μια αξιοπρέπεια.

Όμορφη μέρα είναι αυτή που ξεκινά με συνθήματα και κόκκινες σημαίες στον βράχο. Η όμορφη μέρα από το πρωί φαίνεται. Ο κλοιός θα σφίξει λίγο ακόμα. Στενεύουν τα χαλάσματα, πληθαίνουν τα φαντάσματα, οι ελεύθεροι πολιορκημένοι, οι ζωντανοί και προγραμμένοι. Λίγα ακόμα νεκρά παιδιά, λίγες ακόμα προσθήκες σε μια μακάβρια λίστα χωρίς τέλος. Λίγος Πολύς ακόμα φασισμός στις οθόνες, κανάλια που τον ξερνούν άφοβα, τρολ που τον αναπαράγουν πρόθυμα. Αλλά δε μας τρομάζουν των φασιστών τα βόλια και τα ΜΑΤ.

Φέρτε κλούβες, αστυνομία!

Τώρα ναι, τους τρόμαξες, τους έκανες το νύχι τη μούρη κρέας. Οι άλλοι ξυπνούν και πεθαίνουν σε μια ανοιχτή φυλακή, και εμείς εδώ θα φοβηθούμε τα κλουβιά σας. Μα οι σφοι είναι από άλλο ανέκδοτο, από κόμμα παντός καιρού, έτοιμο για όλα -που λέει η αναγγελία του συνεδρίου και μας (προ)ετοιμάζει για όλα.

Ένα μεσημέρι στης Ακρόπολης τα μέρη
Άπονοι εμπρηστές/κομμουνιστές -σαν το Ράιχσταγκ ή αυτούς στην Πάτρα, που τους δίωξαν για να μάθουν να δείχνουν αλληλεγγύη και να πηγαίνουν εθελοντές πυροσβέστες.
Κάναν τις πέτρες τις ζεστές λημέρι.

Μόνο που ήταν χάραμα. Τότε γίνονται αυτές οι δουλειές, ήδη από την εποχή του Σάντα και του Γλέζου, που μας μοιάζει αρχαία γιατί ο βράχος δεν είχε ακόμα είσοδο με εισιτήριο. Μεσημέρι πας αν είσαι γκρούπα, με αλλεργία στο πρωινό ξύπνημα ή θες να σε πιάσουν για να κάνεις ντόρο -γιατί δεν μπορείς αλλιώς, σαν τη ΝεΑΡ. Το πρωί δεν έχει επισκέπτες, δεν πειράζεις κανέναν και όσοι ενοχλούνται, το κάνουν χωρίς προσχήματα, αμιγώς πολιτικά και για το περιεχόμενο.

Όπως πχ τα δύο άκρα. Δεξιότερα της Δεξιάς, η Αφροδίτη αποκτά λόγο ύπαρξης σκούζοντας πως δεν υπάρχει κράτος και για την ασυλία του ΚΚΕ. Και βρίσκει οπαδούς στο αριστεροχώρι, που λένε δεκανίκι το ΚΚΕ -κρίνοντας εξ ιδίων. Και δεν τους παίρνει να τα πουν δημόσια, αλλά υφαίνουν θεωρίες συνωμοσίας ασύλληπτης βλακείας για τα ασύλληπτα μέλη του κόμματος. Ψάχνουν τον ένατο και τους οκτώ. Όσα δεν φτάνει ο κουτόρνιθας, τα κάνει συνωμοσίες...

Αλλά τα κυβερνητικά τρολ λυσσάνε ελεύθερα και πλειοδοτούν σε ανοησία.
Να λογοδοτήσουν οι φύλακες της εισόδου (...) Να τεθούν όλοι σε διαθεσιμότητα (...) Ακόμα να ζητήσει τα κεφάλια τους στο πιάτο η Λίνα και να ακολουθήσει ο χορός της Μενδώνη, με τα επτά πέπλα και τα φορέματα-ταπετσαρίες;

Κοίτα να δεις ειρωνεία, όμως. Την είσοδο την έχουν δώσει σε εργολάβο. Τζάμπα τα σχόλια -με κεκτημένη ταχύτητα- για τους αργόμισθους ΔΥ που τα ξύνουν -όπως στα Τέμπη, που ζητούσαν να μπει ιδιώτης στον ιδιωτικοποιημένο ΟΣΕ. Και αν θέλουν κεφάλια -γιατί από εκεί βρωμάει πάντα το ψάρι- πρέπει να στοχεύσουν πιο ψηλά. Στον εργολάβο, την έφορο και την υπουργό που τον έφεραν, στο ξεπούλημα γενικώς. Ή αλλιώς να ζητήσουν κι άλλες προσλήψεις, για να έχει καλύτερη φύλαξη ο χώρος και να μη γίνουμε Σοβιετία, όπως στις Εκκλησιάζουσες. Τόσο υλικό για (φαρσο)κωμωδίες και ούτε ένας Αριστοφάνης να το αξιοποιήσει.

Οι φύλακες εκτελούν εντολές, με βασικό καθήκον την ακεραιότητα άψυχων και έμψυχων, και δεν είναι δική τους δουλειά η περιφρούρηση. Αυτό θεωρητικά το κάνει η αστυνομία. Που πριν λίγα χρόνια, ήταν σωματοφύλακας των κάφρων του Μαρινάκη, που ανέβηκαν στον βράχο βάσει σχεδίου (χωρίς κανέναν αιφνιδιασμό), με το φοβερό επιχείρημα πως το είχαν κάνει παλιότερα και οι πράσινοι. Άνοιξαν πανό, έβγαλαν φωτογραφίες και έφυγαν σαν κύριοι από τα επίσημα (όπου ευδοκιμούν οι χειρότεροι κάφροι), με υψηλή αστυνομική συνοδεία, που έπραξε το καθήκον της. 

Αλλά οι μπάτσοι είναι βαθύ κράτος και έχουν ασυλία από όσους λατρεύουν την εξουσία (κανάλια και ερασιτέχνες-τρολ). Δεν έγινε ντόρος, δεν έπαιξε πουθενά το θέμα, δεν είχαμε κανένα πύρινο άρθρο του στιλ «στο έλεος των χούλιγκαν η Ακρόπολη». Χόρεψαν όλοι «περασμένα-ξεχασμένα», στο ρυθμό της Καιτούλας και των αφεντικών τους, σαν αρκούδες με χαλκά στη μύτη -για να τονίζουν την ελευθερία του λόγου και τις επιλεκτικές τους ευαισθησίες.

Πέριξ της Ακρόπολης, μπορείς να βρεις ένα σωρό μπάτσους: Πάνθηρες, ΟΠΚΕ, περιφερόμενες ομάδες ΔΙΑΣ, δημοτόμπατσους -που η μόνη τους δουλειά είναι να κόβουν κλήσεις στον πεζόδρομο-, μυστικούς σε πεζές περιπολίες και διάφορους ένστολους. Αλλά αν είσαι τουρίστας και σου κλέψουν το πορτοφόλι, πρέπει να βρεις την τουριστική αστυνομία με τα ποδήλατα (όταν δεν έχει καύσωνα) ή να πας στα κεντρικά της στην Κλαυθμώνος ή να πας σε κάποιο ΑΤ να ανοίξει φάκελος και σε κάθε περίπτωση, τρέχα-γύρευε. Αλλιώς μένεις να κοιτάς τις στολές, απορώντας σε τι ακριβώς χρησιμεύουν. Ίσως για τις φωτογραφίες, όπως οι αρχαίοι πολεμιστές με τις περικεφαλαίες, που έχουν όλο τον χρόνο καρναβάλι, αλλά είναι σαφώς πιο χρήσιμοι στην κοινωνία από τον μέσο μπάτσο. Σκασμός, εγώ μιλάω...

Τα υπόλοιπα είναι θέμα «αισθητικής»...

Άλλοι γουστάρουν τσιμέντο, Ινδούς λεφτάδες και αλευρωμένους ηθοποιούς να παίζουν τα αγάλματα. Άλλοι γουστάρουν πριβέ ξεναγήσεις με μπράβους και σαμπάνιες, εκτός ωραρίου -αρκεί να μην έχουν κόκκινες σημαίες και συνθήματα. Άλλοι γουστάρουν διαφημιστικά του Ρουβά με φόντο τον βράχο -και όποιου άλλου θέλει να τα σκάσει. Άλλοι γουστάρουν τους ισχυρούς και τις γενοκτονίες τους και νιώθουν στρατηγικοί τους σύμμαχοι. Άλλοι παίρνουν αποστάσεις από τις γενοκτονίες αλλά και από τα πανό που την καταγγέλλουν και έχουν τη συνείδησή τους καθαρή -σαν το ξέπλυμα που κάνουν. Κι όλοι αυτοί είναι μαζί -δηλαδή με τους άλλους, απέναντί μας. Και εμείς δεν είμαστε οι άλλοι, είμαστε από άλλο ανέκδοτο.

Άλλοι γουστάρουν ουρές στην Ακρόπολη -για να βολευτούν οι κρουαζιέρες. Και την είσοδο να μοιάζει σταθμός των ΚΤΕΛ, σαν πάρκινγκ για τα τουριστικά λεωφορεία, που ανήκουν σε ιδιώτες -ανάμεσά τους και η γνωστή «Αγία Οικογένεια» που κυβερνά αυτόν τον τόπο- και κλείνουν τον δρόμο στο αστικό 230, την πυροσβεστική και όποιον τολμήσει να περνά από τις Συμπληγάδες τους. Παράπλευρες συνέπειες της ανάπτυξης...

Άλλοι γουστάρουν χώρους άδειους από προσωπικό, γεμάτους εργολαβίες. Χωρίς ενιαίο εισιτήριο, που μια δεκαετία πίσω -πριν αναλάβει η «ΠΦΑ»- έκανε 12 ευρώ για επτά χώρους, ενώ τώρα κοστίζει 30 ευρώ μόνο η είσοδος στην Ακρόπολη και δεν υπάρχει ενιαίο, συνδυαστικό εισιτήριο. Αυτές οι εκπτώσεις είναι για την πλέμπα -ας βολευτεί με τις δωρεάν ημέρες, που είναι μετρημένες στα δάχτυλα...

Τελικά ποιος σέβεται τα μνημεία; Ποιος βοηθά τον βράχο να μη διαβρωθεί από τα κέρδη και την πατροπαράδοτη μπίζνα; Ποιος επιδιώκει να αναδείξει η Πολιτιστική Κληρονομιά μηνύματα στην εποχή μας, αντί να είναι σαν κούφιο, αφηρημένο βάρος χωρίς νόημα;

Παραφράζοντας εν τέλει τον Κάρολο (και όσα έλεγε στην εποχή του για την Παρισινή Κομμούνα και τη δτπ), μπορούμε άραγε να κατηγορήσουμε τους σύγχρονους κομμουνάρους πως δε σεβάστηκαν την Ακρόπολη; Αυτούς που επέλεξαν συνειδητά να την αφήσουν στα νύχια των Εγγλέζων τον Δεκέμβρη, γιατί σεβάστηκαν το πολιτιστικό της φορτίο; Αυτούς που την απάλλαξαν συμβολικά και ουσιαστικά από τη ναζιστική σβάστικα; Αυτούς που καλούνται να την απαλλάξουν σήμερα από την απειλή του κέρδους που την τυλίγει με χίλια πλοκάμια, σαν Λερναία Ύδρα; Ή μήπως κατηγορούνται για βεβήλωση γιατί είναι τελικά αυτοί που την προστατεύουν -αισθητικά και γενικώς;

Ρητορικά τα ερωτήματα, με χαλίκια κάτω απ' τη γλώσσα...

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2025

Μίλα ρε, τι σου ζητάνε;

Πάμε λίγο κωδικοποιημένα, γιατί αν αρχίσω τους φλύαρους συνειρμούς σαν τον απολαυστικό Σκουντή, σωθήκαμε και δε θα προλάβουμε ούτε το τζάμπολ.


-Πριν από καμιά 15αριά χρόνια, ο ΠΣΑΚ (ο σύνδεσμος των επαγγελματιών καλαθοσφαιριστών της χώρας) προκήρυξε απεργία για τα μέλη του στην πρεμιέρα της Α1 (τι GBL, ρε;). Επικεφαλής ήταν ο Λάζαρος, που (αποδείχτηκε φιλελές αντισοβιετικός αλλά) τότε ήταν πουλέν και πήγαινε κόντρα στον Βασιλακόπουλο, για αυτό τον έκραζε ο κολλητός του σωλήνα, ο Συρίγος, σαν «καλός Πασόκος». Απέργησαν όλοι οι Έλληνες παίκτες, πλην Λακεδαιμονίων, δηλαδή των παχυλά αμειβόμενων παικτών του ΠΑΟ και του Ολυμπιακού (αυτό για όσους τείνουν να τα βλέπουν όλα οπαδικά, ξεχνώντας τα ταξικά γυαλιά τους), δηλαδή της αφρόκρεμας των διεθνών, που είχαν και τη μεγαλύτερη δύναμη να μιλήσουν για τις διεκδικήσεις των συναδέλφων τους, έλα όμως που το χρήμα καθορίζει συνειδήσεις και πράξεις. Τα μέλη της διοίκησης του ΠΣΑΚ παρατάχθηκαν στη σέντρα, για να εμποδίσουν συμβολικά την έναρξη δύο αγώνων και τους πήρε σηκωτούς η αστυνομία. Τότε ο Σπανούλης πήρε αμέσως θέση, βάζοντας το ρητορικό ερώτημα «εμένα ποιος θα μου δώσει τα λεφτά μου». Μόνο για μπάσκετ...

Όποιος περίμενε κάτι καλύτερο από τον (όποιο) Σπανούλη ή έπεσε από τα σύννεφα με τη στάση του (να μην πει τίποτα για τις προεκτάσεις του αγώνα με το Ισραήλ και να μιλήσει "μόνο για μπάσκετ"), είναι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος, μες στην αφέλειά του. Κρίμα μόνο που τα χαρτονομίσματα διαλύουν τα ροζ συννεφάκια, όπως στη σκηνή με τη Βλαχοπούλου ως μέντιουμ -πριν γίνει «σιδηρά κυρία» αλά ελληνικά, σε μια ταινία χίλιες φορές πιο καλτ από αυτές του Τσιώλη, αλλά χωρίς καλό μάρκετινγκ, που είναι το παν στην εποχή μας.

-Και να ήθελε να πει κάτι ο Σπανούλης -που ΔΕΝ...-, δε θα μπορούσε να το κάνει ευθέως. Όχι για να μην τσατίσει τον αντίπαλο, και να μην τον συσπειρώσει δίνοντάς του επιπλέον εξωαγωνιστικό κίνητρο. Αλλά για να μη θυμώσει ο εργοδότης του, η ΕΟΚ (και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο), που ξέπλυνε καλά και σχολαστικά το Ισραήλ με το φιλικό στην Κύπρο (ως κομμάτι του κράτους, κατ’ εικόνα και ομοίωση της κυβέρνησης), και η διοργανώτρια αρχή (FIBA Europe). Με άλλα λόγια, αν μιλούσε, θα θεωρούνταν αυτομάτως υπεύθυνος για «διπλωματικό επεισόδιο» και την επόμενη ημέρα θα ήταν σπίτι του, εκτός διοργάνωσης, για να μη λερώνει το οξυζενέ, αποστειρωμένο, «απολιτίκ» τοπίο.

Το μόνο που θα μπορούσε να κάνει, σε τέτοιο εχθρικό περιβάλλον, θα ήταν κάτι εντελώς υπαινικτικό: σαν το χασμουρητό της Σάττι ή το «κόψιμο» του Λούκα στην ανάκρουση των ύμνων. Τόσο - όσο, συμβολικό και διφορούμενο, έμμεσο και αναγκαστικά ασαφές.

-Το μόνο που ξέρει και θέλει να κάνει, όμως, ο Kill Bill (όχι killers στη Γάζα, ας μιλήσουμε μόνο για ταινίες) είναι να πει πχ για την ελληνική ψυχή, λες και έχει καταπιεί το κοντάρι της σημαίας ή για την υποψηφιότητα του Μόραλη στον Πειραιά, για να μας δείξει πόσο (οσφυο)εύκαμπτο είναι το κοντάρι της πατρίδας μας, όταν υποκλίνεται σε ευεργέτες εφοπλιστές (φαρμακοβιομήχανους, βιομήχανους στη χαλυβουργία κτλ -εντελώς τυχαία παραδείγματα). Άντε να μας έλεγε, σαν τον καραμούζα (σόρι, Βασιλική) Βαγγέλη Ιωάννου για τον «ωραιότερο ύμνο του κόσμου». Που είναι όντως υπέροχος, αλλά για τελείως διαφορετικούς λόγους και πρωτίστως γιατί μιλά για (χαίρε, ω χαίρε) λευτεριά -στην Παλαιστίνη.

Αυτά για να έχουμε συναίσθηση ποιους θαυμάζουμε, για ποιο λόγο και ποιο είναι το πραγματικό τους ανάστημα. Είχε απόλυτο δίκιο ο Κάρολος, όταν τα έλεγε, έστω σε λίγο διαφορετικά συμφραζόμενα. «Δεν είμαι πρότυπο για την ανατροφή των παιδιών σας, απλώς επειδή μπορώ να καρφώσω». Κι αυτόν τον Κάρολο τον λένε Μπάρκλεϊ...

-Όπως λέει ένας φίλος, ο μόνος που ίσως έλεγε όντως κάτι, θα ήταν ο Νίκος Παππάς. Ο φίλος του dpg (που είναι κινούμενος φασισμός) και του Κασσελάκη (που είναι κινούμενο αντιδραστικό No Politica ή επιχειρηματικό meta-politica). Όχι απαραίτητα γιατί ειναι με τη σωστή πλευρά της ιστορίας, αλλά για να δείξει πόσο αντισυμβατικός είναι.
Αυτό, για να έχουμε κι εμείς συναίσθηση ποιους ξεχωρίζουμε και -καμιά φορά- εξυμνούμε άκριτα (πρωτίστως για μένα το λέω, αλλά και συλλογικά).

-Άραγε υπάρχει λόγος να εξηγήσουμε πόσο ξεφτιλισμένο, ξεσκισμένο κουρελόπανο είναι το λάβαρο του No Politica που υψώνει υποκριτικά το σύστημα, για να ελέγξει πλήρως τις αντιδράσεις; Νο πολίτικα συλλήψεις για πανό και σημαίες της Παλαιστίνης, αλλά όχι για τις σημαίες του κράτους-δολοφόνου. Νο Πολίτικα αποκλεισμός για τη Ρωσία και τις ομάδες της από τις αθλητικές διοργανώσεις, όχι όμως για τους γενοκτόνους. Και γενικά συνθήματα για τα παιδιά που πεθαίνουν -λες και φεύγουν μόνα τους, από φυσικό θάνατο, ή ψάχνουμε να βρούμε ποιος είναι ο δολοφόνος στο Cluedo.

-Ίσως εκπλαγούν οι ανυποψίαστοι, αλλά η χώρα όπου σπάει ενίοτε η Νο Πολίτικα Ομερτά είναι το Αμερίκα του Τραμπ. Ακριβώς γιατί το (πολιτικό) μάρκετινγκ είναι τόσο εξελιγμένο, που προβλέπει-ενσωματώνει ακόμα και τις φωνές της αμφισβήτησης. Είμαστε έτη φωτός μακριά από την εποχή που ο GOAT Μάικ (μακρινός εξάδελφος των Κατσίκηδων που έπαιξαν στον ΠΑΟΚ) αρνούνταν να πάρει θέση, γιατί και οι ρεμπουμπλικάνοι αγόραζαν τα παπούτσια του. Σήμερα το σύστημα ξέρει ότι μπορεί να πουλήσει την αμφισβήτηση, με εναλλακτικό περιτύλιγμα, ως εμπόρευμα προς κατανάλωση. Και ότι αυτή δε θα αγγίξει ποτέ κόκκινες ζώνες, όπως τους εθνικά περήφανους πολέμους ή τις έξυπνες βόμβες που σκορπίζουν μαζικά τον θάνατο.

Όσο αξιέπαινες - θαρραλέες και αν είναι οι πρωτοβουλίες για το BLM των παικτών του ΝΒΑ (που είχαν αρνηθεί να επισκεφτούν τον Λευκό Οίκο) ή το γονάτισμα του Καπέρνικ στον εθνικό ύμνο, δεν παύουν να κινούνται σε αυστηρά καθορισμένα όρια, για να διοχετεύεται η οργή ανέξοδα -ακόμα και κερδοφόρα, ως διαφημιστική καμπάνια, που προβάλλει τις «εταιρικές αξίες» της ΝΙΚΕ. Παρόλα αυτά, σε μια δημόσια σφαίρα οργανωμένης αφωνίας, σαν τη δική μας, ζηλεύουμε ακόμα και τα αυτονόητα -που είναι και τα πιο δύσκολα να γίνουν. Μιλήστε, ρε, τι σας ζητάνε πια;

-Ο Παπαδοτζόν είναι από τους μετρημένους στα δάχτυλα που μιλάνε δημόσια ενάντια στη γενοκτονία και τη γενικευμένη αφωνία, συγκεντρώνοντας τα βέλη κυβερνητικών τρολ, του σιωνιστικού επικοινωνιακού μηχανισμού και όλο τον χυλό των Νο Πολίτικα κυρ-Παντελήδων, που δεν αντέχουν να «διαβάζουν για πολιτική» στο Γκαζέτα. Κακώς ίσως, από μια άποψη, γιατί δεν τους χωρίζουν τόσο πολλά από τις χιλιάδες εμμονές και το χαμηλό ταβάνι του Παπαδογιάννη, που στο ίδιο κείμενο συμψηφίζει τη γενοκτονία με τον πόλεμο στην Ουκρανία και αναρωτιέται γιατί επέστρεψε στις διεθνείς διοργανώσεις η... Λευκορωσία!

Παρόλα αυτά, παραμένει όαση σε μια έρημο μουγκών (Shut up and dribble...), χωρίς άμμο ή μαλλιά στη γλώσσα -που θα έλεγε και μια ψυχή. Και ήταν ο μόνος που βρήκε το θάρρος να γκρεμίσει το τείχος της Ιεριχούς καταθλιπτικής σιωπής, κάνοντας τη σχετική ερώτηση στον Σπανούλη για τον σημερινό αγώνα.

Η οποία, όμως, ήταν λάθος. Γιατί, στην απίθανη περίπτωση που υπήρχε όντως κάποιο σχέδιο συμβολικής διαμαρτυρίας (που ΔΕΝ υπάρχει), απλώς θα το έκαιγε. Τι απάντηση περίμενε δηλαδή; Ναι, υπάρχει τέτοια πρόθεση και θα την δείτε αύριο στο παρκέ;

Εκτός και αν ποντάρει στην έκταση που πήρε το θέμα και τη γενική κατακραυγή, για να «εκβιάσει» κάποια εξέλιξη και μια πιθανή συμβολική αντίδραση, το βράδυ -που δε συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες. Πιο πιθανό είναι να γίνουν του Σπανού(λη) τα γένια ή να μείνει εκτός βάθρου η φετινή Σερβ... Α, γράψε άκυρο.

Σε κάθε περίπτωση, περιμένω να δω το καρπούζι στο μπλουζάκι του, στη μικτή ζώνη, στα πλάνα με τους διεθνείς, μετά τον αγώνα. Ή μήπως όχι;

-Ποιος άλλος έγινε παραφωνία στην καταθλιπτική σιωπή;

Ο Μιχάλης Κακιούζης που (έχει μια αναφορά-έκπληξη για την Αλέκα στο βιβλίο του και) είπε πως το ματς με το Ισραήλ δεν είναι μόνο αθλητικό, αλλά ευκαιρία να απαντήσουμε σε πολλά πράγματα. Δε θυμάμαι να λέει κάτι αντίστοιχο ως αρχηγός της χρυσής ομάδας στο Βελιγράδι, που απέκλεισε το Ισραήλ πριν την οκτάδα (είκοσι χρόνια πριν και δύο χρόνια μετά τη δεύτερη Ιντιφάντα) αλλά αυτό δε μειώνει την αξία της δήλωσής του.

Και ο Βαλαβάνης στη Nova, από την παλιά γενιά του εμβληματικού «Τριπόντου» (αν όχι και της «Πρώτης»), που μπορεί να μη σταυρώνει σωστό όνομα, ούτε καν του «Πορζίνσκις» -sic-, αλλά σε ένα ματς του Ισραήλ με καταιγισμό τριπόντων, είπε πως δε χρησιμοποιεί άλλη φράση (πχ «βομβαρδισμό»), γιατί υπάρχει και μια γενοκτονία.

Ακόμα και οι ψίθυροι γιγαντώνονται εν μέσω εκκωφαντικής No Politica σιωπής.

Πέραν αυτών, ουδείς. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί δε βγαίνουν στους ανθρώπους του χώρου τα -θολά έστω- αντανακλαστικά που είχαμε δει για τους «όρτοντοξ μπρατς» στους νατοϊκούς βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας; Δεν είναι μόνο θρησκευτικό το θέμα -όπως το πλασάρει το κυβερνητικό επιτελείο- ούτε απλώς θέμα φιλίας με πολλούς Γιούγκους μπασκετικούς, που πέρασαν από τα μέρη μας. Η... ορθή δόξα για πολλούς καθορίζεται από το χρήμα και το συμφέρον, από την επίσημη κρατική πολιτική, από την ιδεολογία των κυρίαρχων -που γίνεται κυρίαρχη ιδεολογία. Και οι εποχές μας διαφέρουν σε πολλά μεταξύ τους.

Το ’99 πχ στα κυβερνητικά «ΝΕΑ» μπορούσες να διαβάσεις τη στήλη του Στάθη, τον Τσίμα να θυμίζει τα νιάτα του -πριν βγει ο άλλος του εαυτός στη φόρα, πολλά φλογερά άρθρα ενάντια στον πόλεμο και την ιμπεριαλιστική επέμβαση. Πάνω απ’ όλα, τα ΝΕΑ είχαν μαζικό -και διαφορετικό- αναγνωστικό κοινό, με άλλες μνήμες και αναφορές. Σήμερα πολύ λιγότεροι αγοράζουν την εφημερίδα και ακόμα λιγότεροι το αφήγημα της «νέας Πράβδα» του κυρ-Βαγγέλη (του Μανιάτη και του Χαραλαμπόπουλου) ή το τυράκι του «τρίτου γύρου» με την κεντροαριστερά του Τσίπρα.

Τότε μιλούσαν πολλοί (ίσως οι περισσότεροι) και ο αντι-αμερικανισμός ήταν κυρίαρχο αίσθημα, που ανάγκαζε το κράτος σε ελιγμούς (και τους σημερινούς μουγκούς να μιλάνε). Σήμερα η κυβέρνηση (όπως και οι προηγούμενες) έχει ανακηρύξει το Ισραήλ σε στρατηγικό σύμμαχο, επηρεάζοντας άμεσα τον στενό πυρήνα των (κάποτε αντισημιτών και διαχρονικά σκατόψυχων) οπαδών της. Κι όσοι είναι φτερά στον άνεμο, ανεμίζοντας πάντα προς τα εκεί που φυσάει η εξουσία, φοβούνται να μιλήσουν για το έγκλημα, γιατί λογαριάζουν τις συνέπειες και το μπόλικο χρήμα που κινεί το σιωνιστικό κράτος. Για την ακρίβεια, φοβούνται περισσότερο τις συνέπειες μιας τοποθέτησης, από ό,τι τη γενική κατακραυγή του κόσμου (αν δε μιλήσουν). Κι αυτό είναι ίσως και δικό μας «λάθος» - ευθύνη.

Όσοι δε φοβούνται να μιλήσουν, πρέπει να μιλήσουν πιο δυνατά -πρωτίστως με τις πράξεις τους. Να διώξουν τον φόβο από αυτούς που αμφιταλαντεύονται και να κάνουν τα καθάρματα να φοβηθούν και να λουφάξουν, να μην μπορούν να σταθούν χωρίς να τους γιουχάρει ο κόσμος.

Όσοι εκνευρίζονται με τον (κάθε) Σπανούλη, που θα είχε πολλά να πει, αλλά σκέφτηκε ότι έχει πολλά να χάσει, ας σκεφτούν πρώτα τι κάνουν οι ίδιοι στην καθημερινή τους ζωή και δράση. Κι ας μη μεταθέτουν αλλού τις ευθύνες και τα νεύρα για το γενικό, επιβαλλόμενο σιωπητήριο.

Και όσοι βρίσκουν φωνή μόνο στα ΜΚΔ ή περιμένουν από κάποιον Σπανούλη να πει όσα φοβούνται να εκφράσουν, δε θα βγάλουν αχ(να), ούτε όταν έρθει η σειρά τους. Κι ας μην περιμένουν κάποιο θάμα -μοιραίοι και άβουλοι αντάμα. Και του Σπανού(λη) τα γένια (ή τα μαλλιά) μπορεί να γίνουν, ακόμα και να χάσει τα μαλλιά στη γλώσσα του, αρκεί να έχουμε γενικό ξεσηκωμό. 

Αλλιώς τα μόνα «θαύματα» που θα βλέπουν-με, θα είναι αθλητικού τύπου. Κι όσο δυνατούς συμβολισμούς και αν μας χαρίζει ο αθλητισμός, δεν μπορεί να καλύψει την απουσία όσων δεν αγωνίζονται ποτέ και επιλέγουν να χάνουν άνευ αγώνα.

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2025

Ρήξη και ενσωμάτωση

Ο Μπιτσάκης έφυγε πλήρης ημερών και μας άφησε να αναρωτιόμαστε για τις δικές μας ημέρες, πώς θα τις καταστήσουμε πλήρεις, ενδιαφέρουσες και θα τους δώσουμε ιστορικό περιεχόμενο για να μην κυλάν καταθλιπτικά άδειες. Ήταν απ’ τους τελευταίους των τελευταίων μιας δρακογενιάς αναντικατάστατης και μιας σειράς διανοητών που εκλείπουν στον καιρό μας. Και ίσως ο καθένας ξεχωριστά να μην άφησε δυσαναπλήρωτο κενό, όλοι μαζί όμως τονίζουν το συλλογικό κενό και την απουσία μιας μαρξιστικής διανόησης ή τους καταθλιπτικούς συσχετισμούς στο συγκεκριμένο πεδίο.


Θα μπορούσαμε άραγε να στηρίξουμε σήμερα, ως συντελεστές ή μαζικό αναγνωστικό κοινό, ένα περιοδικό σαν την αλήστου μνήμης «Επιστημονική Σκέψη»; Και πώς θα στηρίξουμε τους εαυτούς μας και τη συλλογική μας υπόθεση χωρίς αντίστοιχα περιοδικά και πρωτοβουλίες, στο πλαίσιο μιας οργανωμένης, αναβαθμισμένης παρέμβασης;

Ο Μπιτσάκης αφήνει πίσω του μια πολύπλευρη παρακαταθήκη, φιλοσοφική - επιστημονική και πολιτική, που αξίζει να δούμε κριτικά, όπως και οτιδήποτε άλλο, αν και κατά κανόνα μόνο τέτοια διάθεση δεν έχουν οι περισσότεροι επικήδειοι αποχαιρετισμοί, που απεμπολούν το πολύτιμο όπλο της κριτικής, καταλήγοντας σε μια μορφή οικειοθελούς πνευματικού αφοπλισμού.

Δεν έχω μελετήσει παρά μόνο αποσπασματικά -και αυτό όχι πολύ πρόσφατα- τις επιστημονικές του μελέτες. Μπορώ μόνο να εκτιμήσω ότι επέλεξε να αναμετρηθεί με κρίσιμα ερωτήματα αιχμής, όπως το αν η ανθρώπινη φύση είναι συμβατή με τον κομμουνισμό -σε πείσμα όσων ισχυρίζεται η κυρίαρχη αστική ιδεολογία. Περισσότερο βαραίνουν στην κρίση-μνήμη μου οι κρίσεις-μνήμες άλλων. Η θετική γνώμη πολλών σφων των θετικών επιστημών, η εκτίμηση που έτρεφαν στο έργο του (πχ στο «Είναι και γίγνεσθαι») ή τις σημαντικές μεταφράσεις του (πχ στη «Διαλεκτική της Φύσης»), ή και ο ζήλος με τον οποίο αναζητούσαν νοσταλγικά κάποιοι νεότεροι παλιά τεύχη της Επιστημονικής Σκέψης.

Έχω ορισμένα κενά για τη σχέση του με τον Αλτουσέρ -και άλλους διανοητές ή ρεύματα- στο Παρίσι, τις πιθανές επιρροές και προεκτάσεις της. Αλλά έχω καλύτερη εικόνα για πτυχές της πολιτικής του διαδρομής - παρακαταθήκης. Τις επιλογές της νιότης (ΕΠΟΝ, καταδίκη, φυλακές, εξορία, άρνηση να υπογράψει δήλωση αποκήρυξης) του κόσμου που παραλίγο να τον αλλάξει κιόλας. Τα γόνιμα χρόνια στη Γαλλία, όπου κλήθηκε να κολυμπήσει ενάντια στο πλειοψηφικό ρεύμα και την τάση μιας μικροαστικής διανόησης που τάχθηκε συνειδητά με το «Εσωτερικού». Η αξιοσημείωτη εξαίρεση ενός ακαδημαϊκού-διανοούμενου που έμεινε συνεπής στο κόμμα και αναδείχθηκε στην ηγεσία του (μέλος της ΚΕ). Τα χρόνια προτού φύγει με το Ρεύμα (ΝΑΡ) και οι προειδοποιήσεις-επισημάνσεις που έγραφε στο βιβλίο «Ρήξη ή Ενσωμάτωση», που πολλοί το μνημονεύουν ξεχνώντας ότι κυκλοφόρησε από το κομματικό εκδοτικό, σαν συντροφικός προβληματισμός.

Και η τομή (αλλά όχι τέλος) της ιστορίας, το ’89. Που δεν άλλαξε το βασικό διαχρονικό ερώτημα: ρήξη ή ενσωμάτωση. Αλλά σταδιακά (και παραδόξως) μετέτρεψε ουσιαστικά τις δικές του απαντήσεις, που δε στάθηκαν πάντα στο ύψος των καιρών και των απαιτήσεών τους.

Το ’91 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στάχυ το βιβλίο «ένα φάντασμα πλανιέται» για τα πρόσφατα κοσμογονικά -ή μάλλον το ακριβώς αντίθετο- γεγονότα στην Ανατολική Ευρώπη. Εμπνευσμένος τίτλος, χωρίς αντίστοιχο περιεχόμενο. Η μελέτη στο μεγαλύτερο μέρος της μοιάζει με δημοσιογραφικό αλμανάκ και επισκόπηση, παρά με πολιτική ανάλυση. Μια βιαστικά γραμμένη περίληψη, με προφανή στόχο να προλάβει τον απόηχο και να δώσει κάποιες πρώτες απαντήσεις, αλλά με αρκετά εύκολα -αν όχι αστικά- κλισέ (πχ για τη γραφειοκρατία), εξίσου εύκολες και απόλυτες κρίσεις, χωρίς τεκμηρίωση και συγκροτημένο πολιτικό λόγο. Ίσως αυτό να έγινε αντιληπτό και στους συντρόφους του στο ΚΨΜ, που επανέκδωσαν το βιβλίο, δυο δεκαετίες αργότερα, με σημαντικές περικοπές και παραλείψεις κάποιων κεφαλαίων.

Στο σύντομο θεωρητικό κεφάλαιο της μελέτης του, ο Μπιτσάκης λανσάρει τη δική του θεωρητική επεξεργασία για την ταξική φύση της Σοβιετικής Ένωσης και τον «κρατικό σοσιαλισμό της». Μια μάλλον πρόχειρη ανάλυση και ένας άκρως προβληματικός όρος -καθώς εξ ορισμού δεν υπάρχει κάποια εκδοχή ώριμου, ακρατικού ή αταξικού σοσιαλισμού, χωρίς αντιθέσεις. Τουλάχιστον ο Ευτύχης κάνει (ακόμα) λόγο για κάποια μορφή σοσιαλισμού, σε αντίθεση με την ανάλυση του ρεύματος για «ιδιότυπα και ιστορικά ανέκδοτα εκμεταλλευτικά καθεστώτα».

(Ίσως, ο πιο εύστοχος, λογοτεχνίζων όρος να ’ταν ο «μισοκρατικός σοσιαλισμός». Με την έννοια που δίνει ο Ένγκελς στο εργατικό «μισοκράτος», που αρχίζει να καταργεί τον εαυτό του. Ή με την έννοια μιας ανώριμης κομμουνιστικής βαθμίδας που δε φετιχοποιεί το κράτος και στοχεύει εξ αρχής στην απονέκρωσή του. Αλλά όποιος νομίζει πως αυτή η πορεία θα είναι περίπατος στον ιστορικό χρόνο, στρωμένος με ροδοπέταλα, χωρίς σκληρές μάχες, κατασταλτικά μέτρα και ευρύτατη κρατική παρέμβαση -από το κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου-, μάλλον μπερδεύει την πραγματικότητα με τις επιθυμίες του).

Η βασική «αντινομία» του Μπιτσάκη, ωστόσο, προκύπτει στα στερνά του, στο πεδίο της πολιτικής πράξης -των λόγων και των έργων του. Όχι για τη συμπόρευσή του με το ΝΑΡ, με τις όποιες γνωστές διαψεύσεις και τα αδιέξοδα του χώρου (και που λες, Ευτύχη, ευτυχία δε βρήκατε). Αλλά για όσα είπε αργότερα και μια (επιεικώς) ευμενώς ουδέτερη στάση του απέναντι στην «Πρώτη Φορά του ΣΥΡΙΖΑ», που δε φανέρωνε απλώς μια κρυφή προσδοκία για τη στάση της αλλά και μια εμφανή τάση να δικαιολογεί τα πεπραγμένα της, ακόμα και μετά την «κωλοτούμπα» του δημοψηφίσματος.

Ήδη από το ’13 ο Μπιτσάκης καλεί, εμμέσως πλην σαφώς σε βιβλίο του, στην εκλογική υπερψήφιση του ΣΥΡΙΖΑ και των... ριζοσπαστικών του τάσεων. Το ’14 -και ενώ βρισκόμαστε ουσιαστικά σε προεκλογική περίοδο διαρκείας- ο Μπιτσάκης πηγαίνει στο Φεστιβάλ της Ν. ΣΥΡΙΖΑ να μιλήσει για τον «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα», σε μια κίνηση γεμάτη συμβολισμούς και λάθος πολιτικά μηνύματα. Το επόμενο καλοκαίρι, την περίοδο των διαπραγματεύσεων με τους «Θεσμούς», έστελνε το μήνυμα «Αλέξη, κράτα γερά!». Ενώ τον Σεπτέμβρη του ίδιου έτους, μετά την ψήφιση του τρίτου μνημονίου, έλεγε μεταξύ άλλων τα εξής σε μια συνέντευξή του.

Ο Τσίπρας δεν ήξερε πού έμπλεκε (...), με μια φωλεά εχιδνών (...), που ήθελαν από την πρώτη στιγμή να γκρεμίσουν μια αριστερή κυβέρνηση (...) και τον ΣΥΡΙΖΑ, που είναι «ένα ρεφορμιστικό κόμμα που σέβομαι» και έδωσε σκληρή μάχη και είναι επιτυχία της ελληνικής επιτροπής πως το υπερταμείο για το ξεπούλημα θα έχει έδρα την Ελλάδα και όχι το Λουξεμβούργο. Ο Τσίπρας είναι χαρισματικός και εύγλωττος, ο Βαρουφάκης αετός -που όλοι είναι ντενεκέδες μπροστά του- και η Ζωή περίπτωση και μαθηματικό μυαλό. Η νέα κυβέρνηση θα εφαρμόσει το μνημόνιο, αλλά το ζητούμενο της συγκυρίας ήταν να μην πεθάνουμε από την πείνα και μια κυβέρνηση με συμμαχίες, με ένα πρόγραμμα άμεσης ανάκαμψης, για να σωθεί ο κόσμος -για αυτό ψηφίστηκε και ο ΣΥΡΙΖΑ. Και τέλος πάντων, δεν έχει νόημα να κάνουμε εκ των υστέρων τους έξυπνους, με κριτική στον Τσίπρα και τον Βαρουφάκη, γιατί το ΚΚΕ με 5% και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ που έφτασε το 1,2% δεν μπορούν να κάνουν επανάσταση και πρέπει να βάλουν θέμα τακτικής.

Σίγουρα είναι θλιβερό πόσες ριζοσπαστικές συνειδήσεις άλωσε ο ΣΥΡΙΖΑ και πόσο εύκολα πίστεψαν τις φρούδες εκλογικές ελπίδες που καλλιεργούσε -γιατί είχαν ανάγκη να τις πιστέψουν. Ειδικά στην περίπτωση του Μπιτσάκη, ωστόσο, είναι μια ετεροχρονισμένη ρεβάνς απέναντι στον εαυτό του και μια διαφορετική απάντηση στο ερώτημα που είχε θέσει ο ίδιος στο βιβλίο του -τον καιρό που συγκροτούνταν ο Ενιαίος Συνασπισμός: αρχικά ρήξη και σε δεύτερο χρόνο ενσωμάτωση.
Κάρμα ιζ ε Μπιτσ-άκης...

Προφανώς, κανείς δε θα θυμάται (πίνοντας στο μπαρ του "Ου Ναυάγιο") τον Μπιτσάκη για όλα αυτά. Είναι ανόητο όμως να κάνει πως δεν τα θυμάται καθόλου, τονίζοντας μόνο όσα έγραφε στο «Ρήξη ή Ενσωμάτωση», τον καιρό που απομακρυνόταν από το ΚΚΕ.

Επίσης, είναι μάλλον άδικο να υπερτονίζεται το πολιτικό κομμάτι, σε σχέση με την επιστημονική-φιλοσοφική του προσφορά, επαναλαμβάνω όμως πως είναι αυτό που μπορώ προσωπικά να καταλάβω και να κρίνω καλύτερα. Το λέω αυτοκριτικά με στόχο να καλύψω τα δικά μου κενά -εν είδει έμπρακτης αυτοκριτικής. Αν τυχόν μπορεί/θέλει να το κάνει -αντί της κε του μπλοκ- κάποιος σφος αναγνώστης στα σχόλια, είναι κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτος.

Όλα τα παραπάνω γράφονται κριτικά, αλλά χωρίς την παραμικρή πικρόχολη ή μειωτική διάθεση. Κι αν φαίνονται κάπως αιχμηρά, οι αιχμές αφορούν πρωτίστως τη δική μας καμπούρα.

Γιατί χάσαμε τη διανόηση, την ικανότητά μας να κερδίζουμε τα πιο ανήσυχα, πρωτοπόρα πνεύματα αυτών των χώρων; Γιατί δεν είναι η παρέμβασή μας στο ύψος άλλων δεκαετιών, με αντίστοιχες πρωτοβουλίες -σαν την Επιστημονική Σκέψη ή την εμβληματική Επιθεώρηση Τέχνης παλιότερα, σε έναν διαφορετικό, πλην συναφή τομέα; Πώς αξιοποιούμε τους συναγωνιστές στις Σχολές Θετικών Επιστημών που προσεγγίζουν την Πανσπουδαστική, το ΜΑΣ και την οργάνωση;

Γιατί έχει μείνει τόσα χρόνια εκτός λειτουργίας το Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών; Ποιος θα εκπονήσει, συντονίσει και οργανώσει ένα συνολικό πρόγραμμα ερευνών, που θα καταπιάνεται σφαιρικά με κρίσιμα ζητήματα αιχμής των καιρών μας (άμεσης επικαιρότητας και μη), αν όχι ένα συλλογικό υποκείμενο, με ψυχή το κόμμα της πρωτοπορίας;

Μπορεί αυτό το συλλογικό υποκείμενο να αθροίσει και να πολλαπλασιάσει τις ατομικές δυνατότητες και τα ταλέντα του καθενός, χωρίς να καταπνίξει την ελεύθερη έκφρασή τους; Μπορεί να πείσει τους διανοούμενους να γίνουν πραγματικοί στρατιώτες της επανάστασης, αποβάλλοντας τυχόν λόξες, παραξενιές και τις προσωπικές τους φιλοδοξίες;

Και, τέλος, πώς μπορεί το κόμμα της πρωτοπορίας να διασφαλίσει στις γραμμές του ένα γόνιμο κριτικό πνεύμα, με χρήσιμους προβληματισμούς που να εκφράζονται (και) δημόσια, με σκοπό να το δυναμώσουν και να γίνουν όπλο ενάντια στις τάσεις της ρουτίνας, της συνήθειας και της επανάληψης και εν τέλει/κυρίως της ενσωμάτωσης;

Ιδού κάποια κρίσιμα ζητήματα και πεδίο δράσης λαμπρό μπροστά μας...

Παρασκευή 15 Αυγούστου 2025

Τζατζίκι, musaka, κίνημα


Εδώ ο λαός, εκεί το κράτος, πού είναι η λαοκρατία;
Λυπάμαι, χάσατε...

Το κράτος είναι εκεί που είναι ο παπάς και η Εκκλησία Α.Ε. Που είναι νύχι-κρέας με τον κρατικό μηχανισμό -οι λύκοι αγκαλιά με τα σκυλιά. Και είναι ουτοπία να πας να τα χωρίσεις αναίμακτα, χωρίς επανάσταση, περιμένοντας τον Γκοντό και τον κοντό εκσυγχρονιστή με τις ελιές (ή τον Φίλη, τις καλές προθέσεις του Τρίτση κοκ). Πιο εύκολα θα χωρέσει από το μάτι μιας βελόνας μια καμήλα ή ένα χοντρό σκοινί (που θα μας το πουλήσουν για να τους κρεμάσουμε) παρά θα διαχωριστούν εκκλησία και αστικό κράτος στις μέρες μας.

Και μην τρως παπά πως το κράτος θα αλλάξει μόνο του με εκλογές, όπως με τους παπατζήδες, που και στη λαοκρατία-αλλαγή πίστευαν (και μη ερεύνα). Μόνο η «Νέα Δημοκρατία» τους ξέφυγε ως σύνθημα -πρόλαβε αυτό και μας το έκλεψε άλλος.

Τούτες τις μέρες, που ο στρατηγός άνεμος μας κυνηγά-α-α (φοβού τον Βύρωνα και πολλά δώρα φέροντα), η εκκλησία αναλαμβάνει τον κρατικό της ρόλο με λιτανείες για τις φωτιές, τη λειψυδρία και για την καταπολέμηση εστιών δυσαρέσκειας στο πιστό ποίμνιο. Σώσον Κύριε τον λαό σου, αρκεί να είναι περιούσιος, με καλή περιουσία (κληρονομιά ή αυτοδημιούργητη με τον ιδρώτα των άλλων) -όχι τίποτα αγροικίες και παράγκες- και ευλόγησον την ιδιωτική ιδιοκτησία του. Και οι πιστοί αγάλλονται και εκέκραξαν ρυθμικά: Κα-λή Παναγιά, κα-λή πυρκαγιά -σε ρυθμό «Φελίθ Ναβιδάδ».

Για να αποστομωθούν οι βλάσφημοι πως δεν υπάρχει κράτος και να μείνουν άλαλα τα χείλη των ασεβών και των σκεπτικιστών που αναρωτιούνται αν υπάρχει θεός. Υπάρχουν -και θεός και κράτος- και όσο υπάρχει (ταξική εκμετάλλευση), θα υπάρχουν, σκλάβους μισθωτούς για να ’χουν τα αφεντικά και να μας λένε πως αυτός ο κόσμος ο καλός (ο σάπιος και άδικος) είναι και αρχή και φινάλε. Και όσες ελπίδες έχουμε, ας τις μεταθέσουμε στη Δευτέρα Παρουσία του σοσιαλισμού, σε κάποια άλλη ζωή, που θα επιστρέψουμε ως εκδικητές της τάξης μας -και οι γλίτσες σαν απεργοσπάστες, στο κατώτερο σκαλί της ύπαρξης.

-.-

Κάποτε λέγαμε: στις πόλεις δεν έχουμε ποιότητα ζωής, τουλάχιστον όμως δεν κινδυνεύουμε άμεσα από τις πυρκαγιές. Εκτός αν μένεις στο Χαλάνδρι -κοντά στην πρωτεύουσα. Ή στην Πάτρα -η τρίτη πόλη της Ελλάδας. Και να ετοιμάζονται ο κάμπος της Λάρισας και το Σέιχ-Σου στη Θεσσαλονίκη, που είχε ζήσει το δικό της εμβληματικό 1917, αλλά από τη λάθος πλευρά της ιστορίας.

Ναι, αλλά υπάρχει κράτος; Όχι μόνο «δεν υπάρχει», αλλά προχωράμε τάχιστα στην άρση αντίθεσης πόλης-χωριού (επαρχίας) και σε προχωρημένες βαθμίδες της κομμουνιστικής κοινωνίας. Ζούμε στην τελευταία σοβιετία της Ευρώπης, όπου θα καίγονται όλοι το ίδιο, ο καθένας ανάλογα με τις ανάγκες του κεφαλαίου για κέρδος και τις δυνατότητές του.

Κάποιος καχύποπτος θα έλεγε πως το επιτελικό κράτος άφησε την Πάτρα να καίγεται (στα καζάνια της κόλασης) για να την τιμωρήσει ηθικά-πολιτικά που βγάζει κομμουνιστή δήμαρχο -όχι ότι αλλιώς θα την έσωζε, αλλά έτσι είχε ένα κίνητρο παραπάνω.

Κι αν έβλεπε τα δεξιά τρολ -που ακολουθούν σαν μαριονέτες τις εργοστασιακές οδηγίες και δεν αλλάζουν ούτε «υ» στο «κουμουνιστές» από το παλαιακό εγχειρίδιο- ή τις θεωρίες για «αναρχικούς και μπολσεβίκους» που πυρπόλησαν σκόπιμα την πόλη, ίσως του έμπαιναν κι άλλοι ψύλλοι στα αυτιά.

Κι αν έπεφτε στο Πρώτο Θέμα, που θεωρεί ρούχο περιττό τα προσχήματα και ξεγυμνώνεται για να κρύψει τη γυμνή αλήθεια και την Ομάδα Αλήθειας στην αρχισυνταξία του, θα έβλεπε το κέντρο από όπου παίρνουν γραμμή όλες οι μαριονέτες του διαδικτύου.

Κι αν άκουγε την αστεία γραμμή υπεράσπισης του Κεφαλογιάννη, που λυπάται πολύ για... την ανεπάρκεια του Πελετίδη- ίσως η υποψία να γίνονταν βεβαιότητα. Φταίει το κρασί, ο θεός που μας μισεί, τα κομμούνια που τον προκάλεσαν, ο Πελετίδης, ο Ντιμιτρόφ και ο Βαν ντερ Λούμπε. Και η μόνη σωτηρία είναι η εκκένωση (χωρίς καζανάκι) και το 112, Εν τούτω Νίκα, σαν το 1-1-4 της γενιάς μας.

Ατομική ευθύνη και άγιος ο θεός (ελέησον τους ισχυρούς), λίγος αντικομμουνισμός (τσεκ), ακροδεξιά τρολ, θεωρίες συνωμοσίας (τσεκ) και φόντο το βιβλικό σκηνικό μιας πόλης που πνίγεται στη στάχτη και τα αποκαΐδια. Μόνο το πουλί της επταετίας λείπει να αναγεννάται από τις στάχτες του -και ας έχει τόσους νοσταλγούς στο υπουργικό συμβούλιο.

Αλλά όλοι αυτοί βρήκαν τον κρυπτονίτη τους. Κι αν συνεχίσουν την ενορχηστρωμένη επίθεση στον Πελετίδη, απλώς θα αυξήσουν τη δημοφιλία του. Και θα (του) διασφαλίσουν την πιο εύκολη εκλογή στις επόμενες εκλογές. Γιατί όσοι μένουν στην πόλη, έχουν μάτια και κριτήριο (και ας μην εκφράζεται πάντα σε όλες τις κάλπες ή σε πιο ενδιαφέροντα, «φλέγοντα» μέτωπα).


Ο Πέλε είπε πως το 112 είναι για... κανονικά κράτη και όχι για αυτό το επιτελικό χάος, που απλώς αδειάζει περιοχές, χωρίς να παίρνει καμία ευθύνη για την υπεράσπισή τους. Κι ίσως να μην ακούστηκε τόσο ταξικό, αλλά δεν είναι μακριά η στιγμή που το (αβάντι) πόπολο θα δει πως η «μόνη κανονικότητα» είναι ο σοσιαλισμός.

Θες ουσιαστική πυρασφάλεια και δασοπροστασία; Αντιπλημμυρικά έργα, στελεχωμένες υπηρεσίες, ολοκληρωμένη πολιτική προστασία και πρόληψη; Μόνο το ΚΚΕ μπορεί να κάνει βήματα σε αυτή την κατεύθυνση -ακόμα και σε αυτό το σάπιο έδαφος, όπως δείχνουν τα έργα του πατρός Λαμπρούλη στη Λάρισα. Και να βγει μετά η Αυριανή (κρίμα που έκλεισε) με προβοκατόρικο πρωτοσέλιδο: να αναλάβουν οι κομμουνιστές την πυρόσβεση -αφού δεν μπορεί το κράτος- να χαρεί λίγο και το αριστερό φασαιοχώρι.


Κάποτε ίσως νομίζαμε πως οι ντόπιοι δεν εγκαταλείπουν τις πατρικές εστίες τους που απειλούνται να καούν, για καθαρά συναισθηματικούς λόγους, προτιμώντας να γίνουν παρανάλωμα του πυρός και να πεθάνουν στον τόπο που γεννήθηκαν. Πλέον είναι σαφές σε όλους ότι ο κόσμος μένει εκεί γιατί είναι ο μόνος τρόπος να σώσει τα σπίτια του, που θα έμεναν ανυπεράσπιστα. Κι ακούει βερεσέ τα κούφια λόγια πως τα κτίρια μπορούν να ξαναγίνουν, από όσους έχουν δεκάδες ακίνητα, δωράκια εκατομμυρίων από τον ΟΠΕΚΕΠΕ και σχέδιο να γεμίσουν την επικράτεια με ανεμογεννήτριες.

-.-

Ναι αλλά υπάρχει κράτος; Υπάρχει λες, και ύστερα δεν υπάρχει. Ή και αντίστροφα. Να εμφανίζεται μπροστά σου -εκεί που δεν το έβρισκες πουθενά- με το πραγματικό του πρόσωπο, ως δύναμη καταστολής, πχ για να προστατέψει τους Σιωνιστές δολοφόνους. Δεν έχει χρόνο, μέσα και πόρους για να σβήνει φωτιές και να ασχολείται με σπίτια και μικρές περιουσίες -αυτά θα ξαναγίνουν, να βγάλουν τίποτα και οι εργολάβοι.

Το κράτος έχει προτεραιότητες, ταξικές και γεωπολιτικές. Και όσοι δεν το κατάλαβαν ούτε χτες, δε θα το καταλάβουν με καμιά Παναγιά (καλή ή κακή), γιατί έχουν συμφέρον να το παίζουν χαζοί και οργανικούς δεσμούς με την εξουσία που περιορίζουν την αντιληπτική τους ικανότητα δραστικά.

Αλλά αυτοί τη δουλειά τους και εμείς τη δική μας. Η ζωή τραβά την ανηφόρα (και τον δικό της Γολγοθά), με σημαίες και με τα «βούρλα» (καμένα ή σκέτα). Με πυροσβεστήρες και με κεσεδάκια τζατζίκι στο λιμεναρχείο. Τους πρώτους για τη σημειολογία του πράγματος -και για να χαρεί το αριστεροχώρι, που βρήκε επιτέλους αποδείξεις για το «Πυροσβεστικό Κόμμα Ελλάδας».

Και το δεύτερο, για να έχουν μια δικαιολογία οι κυρ-Παντελήδες (φανεροί και κρυφοί) που έχουν αλλεργία με τους κομμουνιστές -ο ένας τους μυρίζει και ο άλλος τους βρωμάει (τζατζίκι ή κάτι άλλο λαϊκό). Αν και οι καλύτεροι, μακράν, είναι όσοι αρχίζουν το γνωστό βιολί: ο Πελετίδης δεν είναι σαν τους άλλους. Αν τον είχε γραμματέα το ΚΚΕ...

Τζατζίκι, musaka, greek islands, διαδηλώσεις. Αλλά σαν την κινηματική (ελληνική) ιδιαιτερότητα δεν έχει...

-.-

Η τελευταία φορά που θυμάμαι να διαδηλώνουμε παραμονές 15αύγουστου, ήταν 10 χρόνια πριν. Όταν η ΠΦΑ και οι πολιτικοί της σύμμαχοι ψήφιζαν μαζί το τρίτο μνημόνιο. Ήμασταν εμείς -καμιά 5άρα χιλιάδες- και μια χούφτα φιλική συμμετοχή όλοι οι άλλοι, σαν μπουλούκι που περίμενε το λεωφορείο στην επόμενη στάση (πληρωμών). Και σπανίως θα ξεπερνούσε αυτά τα μεγέθη τα επόμενα χρόνια, όσο περνούσε τα στάδια του πένθους για το «ΟΧΙ που προδόθηκε».

Χτες τα μεγέθη ήταν παραπλήσια - αντίστοιχα. Όχι λόγω πένθους ή της ραστώνης, γκρούβαλων και φασαίων που διαδήλωσαν διακοπικά τις προάλλες. Ούτε γιατί ερήμωσε η Αθήνα -η πόλη ποτέ δεν αδειάζει, ούτε καν με τις θερινές άδειες, και όσοι μένουν πίσω να φυλάν καυτές πύλες, 41% υπό σκιά, λαλούν από τη ζέστη και την αφραγκιά, σαν τον ΤΣΙΟΥ. Απλώς γιατί ήταν πολύ πρωί και εργάσιμη και πού να τρέχεις τώρα στο λιμάνι -άσε που μπορεί να σε στείλει σε λάθος πύλη ο Νταλακογιώργος.

Κι ίσως για αυτό να μην έπαιξε πολύ σαν είδηση αυτή η κινητοποίηση. Σίγουρα δεν ήταν σημαντική για όσους λυσσούσαν μέχρι πρότινος, πού είναι το ΠΑΜΕ και το ΚΚΕ, γιατί έχει θέση για δύο κράτη, γιατί κάνει πλάτες στον Παλαιστίνιο πρέσβη ή γιατί κάνει συναυλίες -και γενικώς γιατί υπάρχει. Μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνουν -15αύγουστο γαρ- και ξανά προς τον βούρκο τραβάν, τραβάν, τραβάν... Κι όσο λιγότερα πατήματα τους δίνει το κόμμα, τόσο το καλύτερο.

Αλλά αν τους στενοχωρεί η πραγματικότητα, υπάρχει βασικά (καλησπέρα σας) και η διαχρονική συμβουλή του Στάθη Ψάλτη. Ας φάνε κι αυτοί ένα με τζατζίκι -να πάνε κάτω τα φαρμάκια.

Τρίτη 12 Αυγούστου 2025

Υποσημείωμα: Για όσους γράφουν και πολεμάνε

Υπάρχουν αυτοί που γράφουν ιστορία, πολεμώντας. Υπάρχουν αυτοί που πολεμάνε γράφοντας, με όπλο τους μια γραφίδα. Αυτοί που γράφουν για τους δυο πρώτους. Και αυτοί που γράφουν για όσα έγραψαν οι τελευταίοι -καλή ώρα. Ώσπου οι έσχατοι έσονται πρώτοι στο ταξικό γαϊτανάκι. Αλλά ας πάρουμε την πραγματική ιστορία του ανθρώπινου είδους από την αρχή της, δηλαδή από το 1917.

Ο Βλαδίμηρος έκλεισε εσπευσμένα το εμβληματικό «Κράτος και Επανάσταση», όταν ξέσπασε η εξέγερση του Οχτώβρη, με την υποσημείωση πως είναι προτιμότερο να πραγματοποιεί κανείς την επανάσταση, παρά να γράφει θεωρητικά γι’ αυτήν. Και όλοι εμείς (εφέντη), που γράφουμε εμμονικά γι’ αυτήν επειδή δεν την υλοποιούμε, μείναμε με την απορία για τη συνέχεια του βιβλίου ή της επανάστασης, αν ζούσε λίγο παραπάνω ο Λένιν, που είναι πιο ζωντανούς από εμάς τους ζωντανούς. Αλλά αυτό το «αν» είναι λίγο αντιδιαλεκτικό, σε αντίθεση πχ με το ερώτημα που έθεσε στον καιρό του ο Γκοσβάιλερ: αν οι καιροί απαιτούσαν έναν (νέο) Λένιν, γιατί μας προέκυψε ο Γκορμπατσόφ;

Αν ο Βλαδίμηρος ήταν ένας καλλιτέχνης της επανάστασης, δηλαδή της ζωής, στον αντίποδα ένα σύνθημα (περι)ορίζει σαν κατάρα τους καλλιτέχνες του γραπτού λόγου: πρώτα ζούμε, μετά γράφουμε. Ο γραπτός λόγος φαίνεται να ξεκινά εκεί που σταματά η ζωή, που κάνει παύση για να συνεχίσει, σαν μια άρνησή της ή ομολογία μιας αποτυχίας. Κι ο πετυχημένος γραφιάς, που έχει σαν απαραίτητη προϋπόθεση της επιτυχίας του μια κάποια απομόνωση από τα κοινά και τους ανθρώπους κι έναν κάποιο βαθμό αφαίρεσης από τον κοινωνικό περίγυρο, προβάλλει ενίοτε σαν μετεξεταστέος στο σχολείο της ζωής. Με τον ίδιο περίπου τρόπο που ένας καταξιωμένος προπονητής υπήρξε μέτριος-αποτυχημένος παίκτης με απωθημένα, ενώ τα μεγάλα αστέρια, χορτάτα από εμπειρίες και από επιτυχία, δυσκολεύονται να σκοτώσουν τον παίκτη μέσα τους και σπάνια γίνονται μεγάλοι προπονητές.


Αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά και μονοσήμαντα. Αν πχ η συγγραφή - λογοτεχνία είναι μια συνεχής, αδυσώπητη εσωτερική ανάγκη, όπως το είχε θέσει εύστοχα ο Ρίτσος, ή μια μορφή αέναης ψυχοθεραπείας -όπως το νιώθουν χιλιάδες διακεκριμένοι ή μη γραφιάδες-, οι ταξικές κοινωνίες και η αδικία ως κινούν αίτιο μπορεί να πρόσφεραν περισσότερα κίνητρα και έμπνευση στους καλλιτέχνες που αναζητούν δημιουργική διέξοδο για όσα τους καίνε και τους τρων την ψυχή, που αναζητά τη σωτηρία της. Ενώ στον σοσιαλισμό η λογοτεχνία θα απονεκρωνόταν μαζί με το κράτος και τις τάξεις, ψάχνοντας μάταια οξυμένες αντιθέσεις, να την τρέφουν και να κινούν συγκρουσιακά τη ζωή.

Όλα αυτά όμως παραείναι απλοϊκά και σχηματικά, για να περιγράψουν τη ζωή και τον πλούτο των αντιφάσεων που αγκαλιάζει. Επιστρέφοντας στην αρχική θεματική, το σταυρικό ζήτημα που τίθεται είναι η σχέση του δημιουργού με την κοινωνία που τον «δημιούργησε», του χάρισε υλικό και εργαλεία να το (μετα)πλάσει, ιδανικά, αξίες, προσλαμβάνουσες, μια κοσμοθεωρία και μια αντίστοιχη στάση ζωής. Πώς και με ποιους τρόπους αντιδρά το περιβάλλον στον δημιουργό; Πώς επιδρά αντιστρόφως η καλλιτεχνική δημιουργία στο κοινωνικό περιβάλλον; Μπορεί να αλλάξει τον κόσμο ή να οιστρηλατήσει αυτούς που θα το κάνουν (το επαναστατικό υποκείμενο), να μετακινήσει συνειδήσεις και τις ιδέες που τις ορίζουν; Πόσο άμεσα συνδέεται η έμπνευση με τις κοινωνικές τάσεις και τι βαθμό αυτονομίας έχει ο δημιουργός απ’ αυτές; Τελικά πόσο «εσωτερικές» και «ατομικές» είναι οι διεργασίες που κυοφορούν μέσα του έναν καλλιτεχνικό καρπό;

Και πέραν αυτού. Το αποτύπωμα ενός καλλιτέχνη είναι το έργο του ή η συνολική στάση του -συνδικαλιστική δράση, δημόσιες τοποθετήσεις, άρθρα επικαιρότητας, θεωρητικές επεξεργασίες - αναλύσεις στο αντικείμενό του; Οφείλει να παίρνει θέση ένας δημιουργός στα μεγάλα γεγονότα της εποχής του; Η απάντηση μοιάζει αυτονόητα καταφατική για έναν στρατευμένο καλλιτέχνη, που βλέπει την πένα ως όπλο του και δε λείπει ποτέ από κανένα μέτωπο. Αλλά μια κριτική αποστροφή του Ζαχαριάδη από το 7ο Συνέδριο του Κόμματος δείχνει πως το ζήτημα είναι κάπως πιο σύνθετο.
Πολύ περισσότερο ασχολούνται οι λογοτέχνες μας για τις σχολές, τις κατευθύνσεις και γενικότερες αντιλήψεις για τέχνη, για το τι είναι τέχνη, και πολύ λιγότερο δημιουργούν.

Και όλα αυτά, εν μέσω της πιο πλούσιας δεκαετίας σε γεγονότα και διακυμάνσεις, όπου κάθε μέρα μετρούσε σαν μήνας -και αν το παίρναμε τοις μετρητοίς, θα είχαμε 3.650 μήνες, δηλαδή περίπου 300 χρόνια, ήτοι σχεδόν τέσσερις ζωές γεμάτες και ένα ευρύ φάσμα γεγονότων - παραγόντων: κατοχή, Δεκεμβριανά, εμφύλιος, επαναστατική κατάσταση, ήττα και υποχώρηση. Και πιο ειδικά (για τους λογοτέχνες): αρθρογραφία, συνδικαλιστικές κινήσεις - οργανώσεις, οξυμένη διαπάλη, ατομικές και συλλογικές πρωτοβουλίες, σχέδια και αντιλήψεις που συγκρούονται σε μια σειρά επίπεδα (εγχώριο και διεθνές, θεωρητικό, πολιτικό και ένοπλο)- κι αφήνουν το στίγμα τους σε αναρίθμητες πηγές και τεκμήρια: βιογραφίες, μαρτυρίες, απομνημονεύματα, χρονικά, αρθρογραφία, βιβλία, πρακτικά συνελεύσεων, προσωπικά αρχεία, εφημερίδες, βιβλιοθήκες και ένα σωρό άλλα.

Αυτό το αχανές πεδίο είναι το αντικείμενο της διατριβής και μιας μελέτης-έκδοσης που βασίστηκε σε αυτήν του ιστορικού Βασίλη Μόσχου (μέλους του Τμήματος Ιστορίας της κετουκε), η οποία δεν εστιάζει στη λογοτεχνική παραγωγή της εποχής, αλλά στην πολιτική στάση των λογοτεχνών, τη θέση τους και τη δράση τους στον δημόσιο βίο και λόγο. Κι ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση - δυσκολία σε αυτή τη φιλόδοξη προσπάθεια είναι ο τεράστιος όγκος του σχετικού υλικού: το κυνήγι θησαυρού για τις πηγές, η διασταύρωση, η επιλογή και η οργάνωση του υλικού, η ομαδοποίηση που βοηθά την παρουσίασή του, η αξιοποίηση καίριων παραθεμάτων, ο πειρασμός να βάλεις πολλά εκτενή αποσπάσματα -που θα μπουκώσουν όμως τη ροή του κειμένου-, η δύσκολη απόφαση για τις αναγκαίες περικοπές -σα να ζητάς από μια μάνα να διαλέξει ανάμεσα στα παιδιά της ή από έναν σκηνοθέτη να αφήσει με πόνο ψυχής κάποια πλάνα του έξω από την τελική κόπια μιας ταινίας.

Όλα αυτά ίσως μοιάζουν κάπως πεζά αλλά δεν είναι. Ο ερευνητής βυθίζεται στο υλικό του, περίπου όπως ο Σκρουτζ Μακ Ντακ στις δεκάρες του θησαυροφυλάκιού του (μόνο που το διάσημο παπί αγνοεί ότι ο μεγαλύτερος θησαυρός της ανθρωπότητας είναι η γνώση). Ενθουσιάζεται σαν μικρό παιδί με (εξίσου) μικρά ευρήματα και λεπτομέρειες και με σπάνια δημοσιεύματα -σα να είναι τωρινά. Χάνει την αίσθηση του χρόνου, ξεχνά την ώρα, τη μέρα, τη χρονιά, τη δεκαετία. Ένας πάκος εφημερίδες είναι όλα όσα χρειάζεται για να ζήσει ο άνθρωπος -χωρίς πολύ νερό και τροφή- και να διασφαλίσει το ευ ζην. Στο τέλος της κατάδυσης θα χρειαστεί τα πετραδάκια που έριξε πίσω του ή τον μίτο της Αριάδνης για να επιστρέψει στην επιφάνεια και το παρόν, που του φαίνεται πεζό και ανούσιο.
-Τα έμαθες; Πάμε για τρίτο παγκόσμιο πόλεμο...
-Ναι αλλά πού να δεις τι έγινε στο 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ...

Αλήθεια, τι γοητεία μπορεί να έχει η σύγχρονη επικαιρότητα, όταν πέφτουν πχ στα χέρια του -ή την οθόνη του- παλιά φύλλα του Ριζοσπάστη με αρθράκια του Βάρναλη και του Κορδάτου, οξεία κριτική στον υπαρξισμό ή σε ένα έργο του Βρεττάκου -που είναι σύντροφος-, με τις εισηγήσεις του Ζντάνοφ, θεωρητική διαπάλη και ρεπορτάζ από την επίσκεψη του Ελιάρ στην Ελλάδα;


Αν το βιβλίο-μελέτη του Μόσχου ήταν λογοτεχνικό, θα του ταίριαζε ο τίτλος «Υποσημείωση» -και δεν είναι ειρωνικό ή μειωτικό σχόλιο αλλά αναφορά σε ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά - πλεονεκτήματα του βιβλίου, που δίνει και τον τίτλο της ανάρτησης. Οι υποσημειώσεις - παραπομπές είναι σχεδόν τριπλάσιες από τις σελίδες του και πιάνουν το 1/3 περίπου της συνολικής του έκτασης. Αν είσαι ψυχαναγκαστικός -καλή ώρα- και τις διαβάσεις σχολαστικά, μπορεί να χάσεις κάπου τη ροή αλλά κερδίζεις αλλού: στην αγάπη για τις λεπτομέρειες της ιστορίας και στα κίνητρα για να ψάξεις παραπάνω στις πρωτότυπες πηγές ό,τι σου φάνηκε ενδιαφέρον. Αν πάλι προτιμήσεις να τις αγνοήσεις, το βιβλίο φεύγει νεράκι, έχοντας αντιμετωπίσει επιτυχώς το στοίχημα - βασικό πρόβλημα τέτοιων βιβλίων και του -κατά κανόνα- ξερού ακαδημαϊκού λόγου και της δυσκολίας να κερδίσει το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Αλλά το ζουμί για τους ρέκτες βρίσκεται πάντα στις λεπτομέρειες -και συνήθως στις υποσημειώσεις.

Στο τέλος της ανάγνωσης έχεις βγει σοφότερος σε διάφορα πεδία, επιμέρους και γενικά. Από κάποιες ειδικού ενδιαφέροντος λεπτομέρειες και ανεκδοτολογικά στοιχεία -πχ για τη διαγραφή του Αναγνωστάκη ή την επιστολή διαμαρτυρίας του Κορνάρου που συμπεριέλαβε στους αποδέκτες και μια φιλοζωική εταιρεία, εφόσον οι αρχές αρνούνταν να αντιμετωπίσουν ως ανθρώπους τους κομμουνιστές και τους πολιτικούς κρατούμενους. Και από στοιχεία για τον γραφικό αντικομμουνισμό της εποχής που ανέφερε τους κομμουνιστές ηγέτες με σλάβικες καταλήξεις (!) ή πανηγύριζε ήδη από το 1945 που δε γίναμε Αλβανία (!), δείχνοντας πόσο πρωτότυπα επιχειρήματα διαθέτει διαχρονικά αυτή η πλευρά. Μέχρι τα αδιέξοδα της φιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας, ως ντροπαλής εκδοχής του τελευταίου (και τι άλλο είναι η σοσιαλδημοκρατία αν όχι η μετριοπαθής πτέρυγα του αντικομμουνισμού;), που όταν δεν αναγκάζεται να αποβάλει τα προσχήματα, περιγράφει «διορατικά» το όραμα μιας ενωμένης Ευρώπης ως αντίπαλο δέος στις δύο υπερδυνάμεις -sic- καθώς και μια μορφή ήπιου «σοσιαλισμού» σε καπιταλιστικό έδαφος -η σχετική περιγραφή του Θεοτοκά είναι η αναλυτική εκδοχή του Παπανδρεϊκού «και εις τη λαοκρατίαν πιστεύομεν», ενώ θα μπορούσε χωρίς υπερβολή να θεωρηθεί πολιτικός πρόδρομος διάφορων μεταβατικών προγραμμάτων του σύγχρονου εξωκοινοβουλίου.

Το βασικό όφελος, ωστόσο, είναι η τροφή για σκέψη πάνω σε διαχρονικά πολιτικά ζητήματα για το κομμουνιστικό κίνημα: από τη σχέση κόμματος και μετωπικών οργανώσεων -που συχνά συγχέονται στην πράξη κατά την περίοδο του ΕΑΜ και από τα ίδια τα μέλη τους- μέχρι τη διαπάλη μιας συνεπούς ταξικής προγραμματικής γραμμής με τη λογική των δημοκρατικών μετώπων και των προγραμματικών εκπτώσεων για να μην τρομάξουν και απομακρυνθούν οι δυνητικοί σύμμαχοι. Το ζήτημα των συμμαχιών και του προγράμματος ή της μαζικής δουλειάς δεν είναι απλώς λογοτεχνικές ιδιαιτερότητες, και σίγουρα δίνουν υλικό για συνειρμούς και παραλληλισμούς με την εποχή μας.

Όλα αυτά είναι μάλλον ελεύθεροι συνειρμοί παρά κανονική παρουσίαση του βιβλίου. Πιστεύω όμως ότι έτσι φαίνεται καλύτερα η πρόκληση στην οποία στάθηκε επιτυχώς ο ΒΜ και οι λόγοι που αξίζει να μελετήσει κανείς το βιβλίο. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι απλώς ένα «βιβλίο αναφοράς» για ερευνητές και ακαδημαϊκές εργασίες που ψάχνουν πηγές και σχετικές παραπομπές, αλλά σημείο αναφοράς για όσους θέλουν να εμβαθύνουν στον λογοτεχνικό κόσμο εκείνης της δεκαετίας, ως δύτες των αρχείων και της ιστορίας.

Και αν η κε του μπλοκ προβαίνει με κάποια καθυστέρηση σε αυτήν την παρουσίαση, σαν υποσημείωση στην προ εξαετίας κυκλοφορία του, δεν είναι απλώς η εξόφληση μιας οφειλής ή μια έμπρακτη αυτοκριτική για την καθυστέρηση, αλλά και μια γέφυρα για την πρόσφατη έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής» και της αντίστοιχης μελέτης του συγγραφέα για τη δεκαετία του ’30 που περιλαμβάνει εξίσου εμβληματική γεγονότα -αλλά και την περίφημη λογοτεχνική «γενιά του ’30».

Αν ήταν ταινία-σειρά, θα λέγαμε ότι πρόκειται για το... prequel της. Όπως και να έχει, διαβάζεται αυτοτελώς. Αν σας άρεσε το πρώτο μέρος, ξέρετε γιατί πρέπει να πάρετε και το δεύτερο -που όμως προηγείται χρονικά. Και αν δεν είχατε πιάσει εγκαίρως το πρώτο βιβλίο, είναι μια καλή ευκαιρία να τα πάρετε και τα δύο και να τα μελετήσετε -με όποια σειρά θέλετε- και να είστε έτοιμοι για το κλείσιμο της τριλογίας...