Κανονικά για τον Σαββόπουλο έπρεπε να γράψουν μόνο όσοι τον αγαπούσαν και αποχαιρετούν ένα κομμάτι του εαυτού τους. Ή όσοι λάτρευαν να τον μισούν, που ίσως υποδηλώνει μια αντεστραμμένη, προδομένη αγάπη. Οι υπόλοιποι δεν είναι απαραίτητο να πούμε κάτι. Συγνώμη αλλά δεν έχω άποψη για τον Σαββόπουλο, όπως έγραψε ένας σφος.
Δεν είναι απαραίτητο να έχουμε γνώμη για όλα (εκτός αν είναι πολιτικά -και κατά μία έννοια, όλα είναι). Έλα όμως που το έκανε ο ίδιος, μιλώντας πρακτικά για τα πάντα. Κι όσα έλεγε ήταν εξόχως πολιτικά, ιδίως στην «απολιτική» του περίοδο, παρά στην πιο πολιτικοποιημένη του, του πρώτου ημιχρόνου.
Θυμάμαι πχ στο μεταίχμιο της αλλαγής του αιώνα, πριν την είσοδο στο ευρώ, να τον ρωτάνε πώς βλέπει το νέο νόμισμα. Εκείνος σαστίζει προς στιγμήν, σα να σκέφτεται τι χαριτωμένη μουσμουλιά μπορεί να πει, που να αρέσει στα αφεντικά. Κι είπε τελικά για τα παιδικά του χρόνια, όπου κάθε κέρμα ήταν πολύτιμο και το κρατούσαμε στη χούφτα μας ή σε κουμπαράδες, συνδέοντας μια γλυκιά ανάμνηση με την προσμονή για το μέλλον -όπου θα λέγαμε τη δραχμή-δραχμούλα, κάνοντας όνειρα με τρύπιες δεκάρες, αλλά τότε λίγοι μπορούσαν να φανταστούν πως «έρχεται θύελλα».
Οι συζητήσεις για την πορεία του Σαββόπουλου θυμίζουν λίγο τις αντιπαραθέσεις για την ιστορική εξέλιξη της Σοβιετικής Ένωσης και πότε ακριβώς άρχισε να στραβώνει το πράγμα. Άλλοι λένε το εμβληματικό «κούρεμα», που κυκλοφόρησε μες στη (νεο)κοσμοκτονία του ’89, αλλά ήταν απλώς η φυσική κατάληξη μιας προδιαγεγραμμένης πορείας. Άλλοι βάζουν ως ορόσημο τα «Τραπεζάκια Έξω» -ή κάποιον άλλον δίσκο-, άλλοι το 20ό Συνέδριο. Άλλοι τον υπερασπίζονται ενιαία παρά τις αντιφάσεις του -και αν όχι τον ίδιο, το έργο του- και άλλοι υποψιάζονται πως εξ αρχής κάτι πήγαινε στραβά -με το ψώνιο του, την αυτοπροβολή του, τις αντιγραφές έργων, τις λειψές μουσικές σπουδές- και απλώς εκδηλώθηκε μετά τις δέκα μέρες και τους τέσσερις δίσκους που συγκλόνισαν τον κόσμο.
Το προαιώνιο ερώτημα για την αυτονόμηση του καλλιτέχνη από το έργο του προκύπτει σχεδόν αυτόματα και πιο έντονα από ποτέ. Ακόμα και φανατικοί Σαββοπουλικοί αναγκάζονται να εισάγουν διαχωρισμούς και αστερίσκους ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τη δημόσια εικόνα-περσόνα του. Ο ίδιος ο Σαββόπουλος είχε παραδεχτεί σε μια συνέντευξη πως έτρεφε μια δημόσια φιγούρα για τις εμφανίσεις - παραστάσεις του, αυτόνομη από τον ίδιο, με τα δικά της χαρακτηριστικά. Της έμεινε χαϊδευτικά το «Νιόνιος», όπως στις φιγούρες του Καραγκιόζη, αν και πολύς κόσμος έφτασε να θεωρεί τον ίδιο τον Σαββόπουλο «Καραγκιόζη», με βάση τις πράξεις του και τα λόγια του -αυτά πρωτίστως μας χαρακτηρίζουν. Αυτό όμως τον κατέστησε ένα είδος εθνικού ήρωα, που εκπροσωπούσε άτυπα τον λαό του, όσα σκέφτεται και ονειρεύεται -σαν τον Καραγκιόζη.
Ο οποίος ως τέτοιος τείνει χείρα εθνικής συμφιλίωσης προς όλους, σε όλο το έθνος -των Ελλήνων τις κοινότητες-, μα πάνω απ’ όλα το έθνος των εκμεταλλευτών και την εξουσία τους. Ενώ δίνει τον τόνο της νέας εποχής λέγοντας πως την ιστορία την γράφουν οι παρέες και όχι άλλες συλλογικές μορφές που ξέραμε -μαζί μας και αυτός, στα νιάτα του.
Κείνο που τον σώζει είναι οι «αντιφάσεις» του, για να το θέσουμε κομψά, οι πρώτοι δίσκοι και το σπάνιο παράσημο πως από μια γενιά και πάνω, όλοι έχουν σιγοτραγουδήσει κάτι δικό του, ακόμα και αν αυτό ήταν «ο Τσέκος ο αληταράς», σε κάποιο γηπεδικό πέταλο, με τη μελωδία του «ντιρλανταντά».
Κείνο που τον τρώει είναι το είδος και οι όροι της συμφιλίωσης που επιδίωξε.
Ο Σαββόπουλος έγραψε, λίγο πριν φύγει, ένα βιβλίο-διαθήκη, όπου φροντίζει να κλείσει εκκρεμότητες, λειαίνει αιχμές του παρελθόντος, ρίχνει μια (πιο) τρυφερή ματιά σε πρόσωπα και καταστάσεις, κάνει ακόμα και αυτοκριτική για τις φορές που φάνηκε σκληρός, χωρίς μεγαθυμία. Έχει έναν καλό λόγο για τους πάντες, ακόμα και για τον Κοκό σε κάποιο κεφάλαιο. Τους συγχωρεί όλους, τους αγαπά όλους, ζητά συγνώμη από όλους -είτε με ειλικρινή διάθεση, είτε σκεπτόμενος την υστεροφημία του. Όλους-όλους; Όχι. Γιατί ένα μικρό γαλατικό αριστεροχώρι εξακολουθεί να αντιστέκεται.
Όλους πλην Λακεδαιμονίων, ακόμα και των παλιών συντρόφων του της ανανέωσης -και ας έχουν αφομοιωθεί πλήρως στο πολιτικό σύστημα, ακολουθώντας παράλληλες πορείες. Αναφέρεται μάλλον απαξιωτικά ακόμα και στις σπάνιες (δύο για την ακρίβεια) εμφανίσεις του σε πολιτικά Φεστιβάλ (του Ρήγα) και συναυλίες (για τον Πόλε) και δεν αναγνωρίζει καν πως οι πιο δημιουργικές στιγμές του ήταν αυτές που τον συνέδεαν, με ένα κόκκινο νήμα, με αυτόν τον χώρο -είτε οργανικά (μπόλσε-), είτε πιο χαλαρά (μενσεβίκικα). Τον ίδιο χώρο δηλαδή που κατηγόρησε μετά πως οικειοποιήθηκε-καπηλεύτηκε τη μουσική του και δεν τον άφησε να γίνει νωρίτερα εθνικής εμβέλειας ήρωας -Καραγκιόζης. Διέγραψε έτσι οικειοθελώς το παρελθόν του, θεωρώντας το ίσως κάτι σαν μπανανόφλουδα -ό,τι πίστευε και ο χώρος της ανανέωσης για τον μήνα της γέννησής του, τον ηρωικό Δεκέμβρη.
Δεν καταλαβαίνει καν πως οι 50 αποχρώσεις του συστήματος που έμειναν στο τέλος να τον χειροκροτούν, το έκαναν για την πολιτική του στάση, όχι για τα τραγούδια του -που δεν τα ήξεραν ποτέ καλά. Το νέο του κοινό ήταν πάντα μαθημένο σε τραγούδια για σοκολατόπαιδα, που ποτέ δε λένε την αλήθεια...
Ευτυχώς από μια άποψη, παρέμεινε συνεπής σε αυτό, χωρίς να προσθέσει και άλλα ζιγκ-ζαγκ στη διαδρομή του. Δε θα άντεχαν πολλοί δικοί μας άλλον έναν συνθέτη που πριν το τέλος, βλέπει το φως το αληθινό και μας προσεγγίζει για να συγχωρεθούν τα πεθαμένα του -και βασικά όσα έκανε όσο ζούσε.
Το βιβλίο του πάντως («τα χρόνια περνούν χύμα») έχει φοβερό, ρέοντα λόγο και νιώθεις σα να ακούς τον Σαββόπουλο να (σου) διηγείται ιστορίες, για να καταλάβεις στην πορεία της ανάγνωσης πως αυτό ακριβώς έκανε, υπαγορεύοντας όσα είχε να πει σε μια βοηθό-γραμματέα, που ανέλαβε το καθήκον της γραπτής μεταφοράς τους. Θα το συνιστούσα σε όποιον αναζητά κάτι ευκολοδιάβαστο, με κάποια ανέκδοτα για την αναγνωστική τέρψη και μερικούς στοχασμούς περί ζωής και τέχνης ως πασπάλισμα.
Από τα (πολλά) άλλα που έχουν κυκλοφορήσει περί Σαββόπουλου, μπορεί να ξεκινήσει κανείς με το «Βρώμικο Ψωμί» του Κάσδαγλη, μια μελέτη-ελεγεία για τον ομώνυμο δίσκο και τον αντίκτυπό του σε μια γενιά διψασμένη για ηλεκτρικούς ήχους και νοήματα που θα φώτιζαν τις αιτίες που την άφηναν μισή. Δε μοιράζομαι το βίωμα και τον (σχεδόν θρησκευτικό) ενθουσιασμό αλλά το διάβασα ευχάριστα, ως μια καλή εισαγωγή στο Σαββοπουλικό σύμπαν, του ίδιου και των πιστών υπηκόων του -ακόμα κι όσων δέχονται τον δυισμό δημιουργού-φιγούρας και προσωπικότητας.
Σε τελική ανάλυση, ο καλλιτέχνης (και το έργο του) ανήκει στον λαό του και αυτός θα πει την τελευταία λέξη -κι ας είναι μπερδεμένη, στη γλώσσα της Βαβέλ, με αντικρουόμενα μηνύματα. Άλλοι θρηνούν τα χρόνια που τρέχουν χύμα και παίρνουν μακριά τους (εθνικούς) ήρωες της νιότης τους. Άλλοι δεν έχουν ξεχάσει να κρίνουν κυρίως πολιτικά κάποιον, για αυτά που λέει ή κάνει, όχι για το ρητορικό ή το καλλιτεχνικό του ταλέντο ή αν του αρέσει να γίνεται αιρετικός -και είναι κατάκτηση αυτός ο τρόπος σκέψης για να τον απολέσει κανείς οικειοθελώς. Άλλοι ξέρουν να σκέφτονται πολιτικά, αλλά μιλάνε για αντιφάσεις, μεγαλοψυχία και συγχωρούν κάθε αδυναμία σε όσους τρέφουν αδυναμία οι ίδιοι, τείνοντας να θεωρητικοποιήσουν τον καλλιτεχνικό τους έρωτα, καθώς τον υπερασπίζονται απέναντι στους "βαριά κομμουνισμένους". Και τα ίδια άτομα επιστρέφουν στο ξεχασμένο πολιτικό τους κριτήριο, οξυμένο και οξύ προς κάθε τι απολίτικο, όταν δεν τους λέει πολλά ο καλλιτέχνης που φεύγει.
Άλλοι προσπαθούν να χωρέσουν τόσες αντιφάσεις σε δυο λόγια. Άλλοι δεν ξέρουν τι να πουν και δανείζονται τα (δυο) λόγια των άλλων -τα ’πες όλα. Και άλλοι επιχειρούν να χωρέσουν την αντιπάθειά τους σε μια εικόνα (με το γουρλό βλέμμα του Νιόνιου μπροστά στα οπίσθια μιας ημίγυμνης κοπέλας) ή σε ένα ολιγόλεπτο βιντεάκι -πχ την τηλεοπτική αντιπαράθεση με τον Ραφαηλίδη, που είναι προσωπική αδυναμία, υπέροχος γραφιάς, με συγκροτημένο λόγο, αλλά προσωπικά (μικρή θεατρική παύση, για να δηλώσει δισταγμό) δε θα τον προτιμούσα για ρήτορα σε μια γενική συνέλευση σε αμφιθέατρο ή σε ένα τηλεοπτικό καφενείο. Και αυτό δεν είναι πρόβλημα του Ραφαηλίδη, αλλά του κοινού που έχει εθιστεί σε ατάκες και προτιμά «ταπώματα» με δυο κουβέντες, αντί να πάρει ερεθίσματα για περαιτέρω σκέψη. Το ίδιο ακριβώς κάνει και με όσους θαυμάζει, που θαρρείς πως έζησαν για να κλείσουν όλη τη δράση τους σε ένα meme και μια ψαγμένη φράση -για να την βάλουμε εμείς στο προφίλ μας. Για αυτό έγινε ο κόσμος μάτια μου, για να σε ποστάρω...
Άλλοι λένε αποφθεγματικά πως αυτή είναι η σύγχρονη Ελλάδα και δεν έχει σωτηρία. Άλλοι γελάνε συγκαταβατικά με τη φυλή μας, που είναι ένα σύγχρονο «περιβόλι του τρελού», αλλά είναι υπέροχο να ζεις μαζί του, μόλις το συνηθίσεις -Εθνική Ελλάδος γεια σου. Ακόμα και αυτές οι θεωρήσεις μοιάζουν τυποποιημένες, επιτηδευμένες, από το πανέρι με τις έτοιμες απόψεις, που φοράς για να δείξεις κι εσύ πως υπάρχεις. Κι αν ζούσε ο Σαββόπουλος, θα το χαιρόταν με την ψυχή του όλο αυτό -κι ίσως ζηλεύει που δεν είναι εδώ για να το βιώσει.
Και ποια είναι η λύση σε όλα αυτά; Να μιλάς μόνο αν έχεις κάτι (ουσιαστικό) να πεις. Αλλά τι έφταιξε για να σηκώσει τέτοιο βάρος κάποιος που θέλει απλά να δείξει την αγάπη του και τη νοσταλγία του, για κάποιον που φεύγει; Στην τελική για τον Σαββόπουλου έγραψαν σχεδόν όλοι. Ακόμα και εγώ που δεν είχα να πω κάτι. Ή ο Μητσοτάκης, που τον αποχαιρέτησε με ένα τραγούδι της Αλίκης και ένα μήνυμα τεχνητής νοημοσύνης -που σε βοηθά μόνο αν έχεις δική σου, αλλιώς σε εκθέτει ανεπανόρθωτα. Κι είναι ζήτημα αν γνώριζε έστω το «Μητσοτάκ» από το «Κούρεμα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου