Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2025

Μάγος είσαι;

Τα δάχτυλα χτυπάνε τον πάγκο ρυθμικά. Και ύστερα μεταξύ τους. Το ασυνείδητο δε θυμάται σε ποιο συρτάρι έχει παραχώσει την πληροφορία πώς λέγεται αυτός ο δαχτυλικός ήχος. Αλλά έχει προσλάβει καλό δισκοβόλο (του Μύρωνα), που βάζει αυτομάτως το κομμάτι των Queen κι ας το βρήκε από το Greatest Hits, χωρίς πολλές γνώσεις για το σύνολο της δισκογραφίας τους.

One dream, one soul/One prize, one goal/
Μία πόλη, μια ομάδα/μια τζατζίκι, μια πατάτες.

Αλλά υπάρχει αρκετός χώρος και για τους Clippers, αρκεί να μην προκαλούν (με τίτλους και διακρίσεις)

Αν είχε αναλάβει ο «EJ the DJ» μάλλον θα έβαζε κάτι άλλο. Πιο funky, πιο disco, πιο groovy, πιο pop, σταλμένο πάντα από την Αμερική, μα κατά βάθος απ’ τη μαύρη ήπειρο και τους ρυθμούς της φυλής του, πλην λειασμένο και καλοσιδερωμένο, συμπεριληπτικό για την καλή κοινωνία των χλωμών προσώπων. Που -ως τέτοια- τείνουμε να ξεχνάμε πως το ροκ είναι η μουσική των ασπρουλιάρηδων και ας έχει κατακλέψει -ή αντιγράψει δημιουργικά- τη μαύρη μουσική.

Ίσως αυτό να εξηγεί εν μέρει γιατί υπάρχουν τόσοι φασιστοροκάδες, ρατσιστές και τραμπικά (και όχι μόνο) μέταλλα, στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. MAKE ROCK GREAT AGAIN. Ενώ στα καθ’ ημάς ήταν σχεδόν κρυφό σημάδι αναγνώρισης σε αφιλόξενα σκυλάδικα περιβάλλοντα, μυστικό γνώρισμα σφων και συνοδοιπόρων, και η μουσική υπόκρουση της επανάστασης. Ιδίως αν είχες USA προφορά στο ρ-ρ-ροκ, σαν του Τσίπρα ή σαν γνήσιος απόγονος του Δημοσθένους (Λέξις), με χαλίκια στο στόμα.

Αλλά και ο «EJ the DJ», κατά κόσμον Earvin Johnson, ίσως είχε αρκετά να μοιραστεί με τον Φάροκ Μπουλσάρα, που μεγάλωσε στη Ζανζιβάρη και την Ινδία, και μόνο το φανατικό του κοινό αναγνωρίζει το αρχικό του όνομα, πολύ πριν γίνει Φρέντι Μέρκιουρι.
Θα μπορούσαν να πουν για τον ρατσισμό και τις φυλετικές διακρίσεις -που τις έζησαν με το πρώτο τους το γάλα, στο πετσί τους ή στο περιβάλλον τους-, για τη διπλή μάχη όσων νοσούν από AIDS -απέναντι στον ιό και το τείχος της καχυποψίας- ή για την εποχή που σημάδεψαν και τα χρόνια που μεσουράνησαν, μέχρι το ’91 -όπως η «Αυτοκρατορία του Κακού» κατά τον σύντομο 20ό αιώνα. Και κυρίως για το είδος της μαγείας που έφεραν στην τέχνη τους και στον κόσμο.

Αρκεί να ήταν πριβέ η συνάντηση, χωρίς κάμερες και δημοσιογράφους, που θα έβγαζαν τη βρώμα (ιστορία ότι ξοφλήσαμε και) πως ο Μάτζικ είναι ομοφυλόφιλος και πάσχει από τη «νόσο των gay». Κι εσύ θα πάλευες να πνίξεις μέσα σου τον Νίκο Παππά, που βλέπει Αρδάκια -καλός μαλάκας και αυτός. Κάνω την αυτοκριτική μου στα όργανα, μαζί με όσους πίστεψαν πως ήταν κάτι άλλο -και μάλιστα κοντά μας.

Αλλά αν με πιάσει η φλυαρία του Σκουντή, θα πιάσουμε το όριο λέξεων πριν τελειώσει καν ο πρόλογος και μπούμε στην ουσία. (Μάγος είσαι;)

Τέχνη; Είπες τέχνη; Έχει καμία σχέση ο αθλητισμός με την τέχνη; Είμαστε με τα καλά μας;
-Όχι. Δεν είμαστε καλά (η ομάδα περνάει κρίση), δεν έχουμε μυαλό (και ταξική συνείδηση), είμαστε άρρωστοι με το ροκ εν ρολ (και τη μαύρη μουσική). Γιοκαρίνης.
Σε μια κοινωνία που τρελαίνει τους ανθρώπους είμαστε το κατά δύναμιν ψυχασθενείς (Λάκης Παπαδόπουλος). Και από τρελό μπορείς να μάθεις την αλήθεια ή έστω μια παραμορφωμένη εκδοχή της, σαν αυτή που μας δίνει ο μεγεθυντικός φακός της τέχνης.

Ο αθλητισμός είναι το σημαντικότερο δευτερεύον πράγμα του κόσμου, ξεκινά εκεί που σταματά η ανάγκη (δηλαδή η καταναγκαστική εργασία) και αρχίζει το τερπνό, το «περιττό», που είναι όμως αναγκαίο για να ζήσουμε -και όχι απλά να επιβιώσουμε.
Είναι τα «θεάματα» δίπλα στον άρτο, ένα σύγχρονο όπιο, δηλαδή παυσίπονο για ταλαίπωρους προλετάριους που δεν έχουν άλλη πατρίδα από την ομάδα τους και ελπίδα πως μπορούν να βιώσουν άλλου είδους συλλογικές νίκες και θριάμβους (των ξεχασμένων ιδανικών τους) στον στίβο της πραγματικής ζωής.

Ο αθλητισμός έχει αντιθέσεις, ρυθμό και επανάληψη, δηλαδή στοιχεία αρμονίας και καλλιτεχνικού ταλέντου, τεχνικές, προπονήσεις-πρόβες, έμπνευση και μπόλικο αυτοσχεδιασμό. Έχει χορευτικές κινήσεις και γκολ ποιήματα ή ζωγραφιές, που αφήνουν άγαλμα τον τερματοφύλακα. Κινηματογραφική ταχύτητα και εναλλαγή σκηνών-συναισθημάτων. Και την εργατική τάξη που αναζητά το μπαλέτο της και κάνει τη δική της χορογραφία στην κερκίδα.
Αλλά έχουν κατσικωθεί πάνω του πλούσιοι χορηγοί, που σκοτώνουν τη χαρά του αθλήματος, φέρνοντάς το στα μέτρα τους για να κερδίζουν (χρήμα ή ισχύ ως μέσο πίεσης) αλλά κάποιοι τους αντιμετωπίζουν ως ευεργέτες -ακριβώς όπως στην τέχνη.

Έχει διάφορες μικρές μαγικές στιγμές, αλητείας ή απελευθέρωσης (που κατά μία έννοια ταυτίζονται), έξω από τις νόρμες, τις μονότονες μηχανικές κινήσεις και τη δικτατορία της σκοπιμότητας (νίκη, τίτλος ή απλώς κέρδος, ακόμα και χωρίς τα δύο πρώτα). Μπορεί να σου θυμίσει όμως, με τον πιο σκληρό τρόπο, πως κάποιες φορές η προσπάθεια από μόνη της δεν αρκεί και πως το χειροκρότημα στο τέλος (της ιστορίας) δεν είναι εγγυημένο. Ο δικός μας θίασος (του Τεό) πρέπει να γράψει μόνος του το νικηφόρο σενάριο, κυρίως με τις πράξεις του, αν δε θέλει στο φινάλε να εισπράττει από την εξέδρα του βροχή δεκάρικα. Και το πιο δύσκολο, σε τελική ανάλυση, είναι να σπάσεις τον τοίχο με το κοινό, το απόστημα της ανάθεσης, να βάλεις τους θεατές στο παιχνίδι, για να πάψουν να είναι θεατές, σε ένα είδος μπρεχτικής αποστασιοποίησης αλά αθλητικά.

Αλλά οι εξωτερικές ομοιότητες δεν έχουν σχέση με την ουσία, όσο σατανικά και αν περιγράψουμε κάποιες συμπτώσεις. Ο αθλητισμός συγγενεύει ίσως -εξ αγχιστείας- με κάποια είδη τέχνης, αλλά δεν είναι τέτοιο. Ο πίθηκος είναι ξαδελφάκι του ανθρώπου, με κοινό γενετικό υλικό (κατά 99%), αλλά δεν έχει συνείδηση και δεν μπορεί να εργαστεί (κανένα ζώο δεν έχει ΙΚΑ, όπως έλεγε και ο Ψάλτης -πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος). Η δημοσιογραφία είναι διεπιστημονικό αντικείμενο (επικοινωνιολογία κτλ) αλλά όχι ακριβώς επιστημονικό. Οι βιογραφίες δεν είναι ακριβώς ιστορία -αλλά αυτό θα το δούμε και στη συνέχεια. Και όσοι αγαπάμε ή ψηφίζουμε απλώς τα σφυροδρέπανα (ή στην χειρότερη γράφουμε σε αυτό), είμαστε ίσως κομμουνίζοντες (στην καλύτερη) αλλά όχι απαραίτητα πραγματικοί κομμουνιστές.

Οι αποτυχημένοι αθλητές γίνονται προπονητές ή σχολιαστές (ταξικών) αγώνων. Οι αποτυχημένοι καλλιτέχνες γίνονται κριτικοί τέχνης και βγάζουν το απωθημένο τους. Οι αποτυχημένοι δημοσιογράφοι συνεχίζουν να κάνουν τους δημοσιογράφους χωρίς πρόβλημα -άντε να βγάλουν και κάποιο βιβλίο, για να δείξουν πνευματικό έργο και ανησυχίες. Οι αποτυχημένοι κομμουνιστές πάνε παντού και μπορούν να ανοίξουν όλες τις πόρτες, με την ιδιότητα του πρώην, εκτός και αν ανοίξουν blog συλλογικής ψυχοθεραπείας. Κι οι αποτυχημένοι πίθηκοι σηκώνουν φασιστικά το χέρι τους και καμαρώνουν για το αίμα της φυλής τους, που προήλθε -το πάλαι ποτέ- από την Αφρική, αλλά νιώθει ανώτερη από αυτούς τους μαύρους. Εκτός και αν παίζει μπάσκετ, οπότε τρώει 30 στο κεφάλι και ησυχάζει...

Ο αθλητισμός παραμένει η καλύτερη εισαγωγή στην ισότητα, που τη βρίσκουμε μες στη διαφορά. Ή στους δρόμους της διαλεκτικής, για τη συγκεκριμένη κατάσταση και το ιστορικό πλαίσιο μιας εποχής. Αν κάποιος δεν καταλαβαίνει πως είναι αντιδιαλεκτικό να συγκρίνεις παίκτες και ομάδες άλλων εποχών -δεκαετιών, για να βρεις τον GOAT, γιατί ο καθένας έδρασε σε πολύ διαφορετικές συνθήκες, δεν έχει πολλές ελπίδες να αφομοιώσει τον διαλεκτικό υλισμό, τις αντιθέσεις ή γιατί ο Μέσι είναι ταυτόχρονα καλύτερος παίκτης και μικρότερο μέγεθος/θεολογικό φαινόμενο από τον Μαραντόνα και τους εκατομμύρια πιστούς του.

Κι αν δεν αντιλαμβάνεται πως ο Γκάλης δεν μπορεί να συγκριθεί με τον Αντετοκούνμπο, ακριβώς γιατί είναι τέκνο της εποχής του (όπου δε σφύριζαν φάουλ το προτεταμένο χέρι του επιτιθέμενου) και μιας συγκυρίας που βρήκε κατάλληλες συνθήκες και ανθρώπους, παντρεύοντας δηλαδή αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες, για να εκτοξεύσει το άθλημα στην ατμόσφαιρα όπου πετούσε ο Γκάλης, δε θα συλλάβει ποτέ τι σημαίνει επιστημονική κατάσταση -που προκύπτει ανεξάρτητα από τη θέλησή μας, σαν το διαιτητικό σφύριγμα, που είναι πάντα αμερόληπτος όσο το κράτος στις ταξικές διαφορές.


Παλιός συνάδελφος. Κολλημένος με την μπάλα, στατιστικά και αθλητικές επετείους. Είπε να βγούμε μετά από καιρό, στον Σπανό στα Πατήσια. Για να θυμηθεί το κλίμα της Μεταπολίτευσης (κάτω οι δύο υπερδυνάμεις). Και για να μας πει τα νέα για την κατάμαυρη επαγγελματική προοπτική, που ανοιγόταν μπροστά του. Συμβασιούχος τραυματιοφορέας στα επείγοντα ή κοράκι στο Γ’ Νεκροταφείο (χωρίς νύχια γαμψά) και τελικά διάλεξε καθαριστής στις σκουπιδιάρες του Δήμου. Με το πρόγραμμα «55 άνω», που σου δίνει μια ευκαιρία να αποδημήσεις πιο γρήγορα, στο χώμα, στους ουρανούς ή στη Ριτσώνα -Earth, Wind and Fire- αλλά όχι από πείνα και χρέη.

Μας έλεγε για τους συναδέλφους του και για τα θρυλικά παρανόμια τους: Σβούρας, Σαΐτας, Σταλόνε. Βγαλμένα από τη ζωή -και σκετσάκι του ΑΜΑΝ, με τον Μπάμπη τον Σουγιά και αθηναϊκές πινακίδες. Ο καθένας μια ιστορία μόνος του. Σε έναν πιο δίκαιο κόσμο θα είχαμε ρομπότ και τα επιτεύγματα της ΤΝ για τέτοιες σκατοδουλειές. Και θα γράφαμε τις βιογραφίες ηρώων της βιοπάλης αντί για παχυλά αμειβόμενους επαγγελματίες αθλητές.

Σε έναν διαφορετικό κόσμο, το αναγνωστικό κοινό μπορεί να μην το συγκινούσαν οι βιογραφίες και οι προσωπικές διαδρομές του καθενός. Δε θα έψαχνε για ήρωες και λοιπούς αγίους για το εικονοστάσι του (Τραμπάκουλα, που άναβε κεράκι στους κλασικούς), παρά μόνο την ιστορία της τάξης του και συνολικές, κοινωνικές αναλύσεις. Θα ήταν και αυτό ένα μικρό βήμα στη μακρά διαδρομή της απομάγευσης του κοινωνικού προτσές, για να δούμε τι κρύβει το (και αυτό) μαύρο κουτί της ιστορίας.

Αλλά οι προσωπικές ιστορίες έχουν πάντα μια γοητεία, ένα ιδιαίτερο αλατοπίπερο, πιπεράτα ανέκδοτα ή ακόμα και ιστορικό «κουτσομπολιό» για πατατάκι -όλα χρειάζονται στη ζωή, και ακόμα περισσότερο στην ανάγνωση ενός βιβλίου. Οι προσωπικές ιστορίες έχουν πάντα κάτι να πουν, αρκεί να μην μπερδεύεις τις ιστορίες με την Ιστορία και τις τάξεις με τις παρέες (που τάχα «γράφουν ιστορία» στο αφήγημα του Νιόνιου).

Και πώς βγαίνουν τα παρανόμια; Από την ίδια τη ζωή. Από μια εσωτερική ανάγκη να πεις τα πράγματα -και τα πρόσωπα- με το όνομα που θα τους δώσεις (που μπορεί να τους πάει πιο πολύ). Από την ανάγκη να βρεις ένα ψευδώνυμο, για να μη σε πιάσουν. Από φιλική - χιουμοριστική διάθεση ή απλώς για καζούρα, αν βρεις ένα βασικό γνώρισμα του στόχου σου και το εκτείνεις στην υπερβολή του, για να τον ακολουθεί για πάντα. Ενίοτε απλώς ψυχαναγκαστικά, γιατί όλοι πρέπει να έχουν ένα -όπως στις ΗΠΑ. Και ποτέ δεν ξέρεις ποιο θα επικρατήσει στην πορεία και γιατί. Άγνωστη η τροπή της ιστορίας, ως κοινής συνισταμένης πολλών βουλήσεων, που δε συμπίπτει με καμία από τις αρχικές ατομικές βουλήσεις - συνιστώσες, αλλά έχει πάντα μια βασική ταξική κατεύθυνση.

Σε κάθε περίπτωση, τα παρατσούκλια είναι μια μορφή (λαϊκής) τέχνης. Ακόμα και ο Βαγγέλης Ιωάννου είναι καλλιτέχνης στο σπάσιμο νεύρων, με τα Σλούκι Λουκ, τις Κόμπρες, τους Τριποντίνους και τους Πιστολιόπουλους. Το κάνει αβίαστα, αυθόρμητα, αλλά με περισσό μεράκι. Και ευτυχώς που δεν τον έφερε το καπρίτσιο της ανάγκης (που έγινε ιστορία) στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, να αλλάξει τα φώτα σε ό,τι παρατσούκλι ξέραμε, όπως αυτό του Μάτζικ.

Και τι θα βρούμε πίσω από τη μαγεία του Μάτζικ, αν ξύσουμε λίγο την επιφάνειά της; Αυτό είναι το κυρίως θέμα της ανάρτησης. Που δεν χώρεσε στο κύριο μέρος της φλύαρης ανάρτησης. Ίσως σε κάποια επόμενη (ζωή), όμως...

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2025

Εδώ δε θα περάσει ο (κοινωνικός) αυτοματισμός

Εισαγωγή: η κινητοποίηση της Τρίτης είχε καλή μαζικότητα σε αντίθεση με τις πρωινές -η Ρόζα να τις κάνει- απεργιακές συγκεντρώσεις (ενός χώρου που ξοδεύει περισσότερη ενέργεια για κριτική στο ΠΑΜΕ παρά για να τις οργανώσει) και μια σειρά ενδιαφέρουσες στιγμές-ομιλίες. Από τον Ρίζο Μαρούδα που ευγνωμονούσε τον κόσμο για την αλληλεγγύη του, δίνοντας όρκο πως δε θα υποχωρήσουν, και τη συγκινητική αναφορά του Βαλσάμου Συρίγου στους αγώνες στο εργοτάξιο του Ελληνικού, όπου η τάξη μας θρηνεί ήδη τα πρώτα θύματα της «ανάπτυξης». Μέχρι την θαρραλέα παρουσία του στρατευμένου νέου που είναι στις Ειδικές Δυνάμεις αλλά δε μάσησε τις απειλές και το περιρρέον κλίμα εκβιασμών, και τον εν αποστρατεία αξιωματικό που ανέλυσε τι φέρει το νομοσχέδιο του Δένδια για τους Ένοπλους (εκτός από φέρετρα με σημαίες της ΕΕ), κλείνοντας με το σύνθημα.

Κουλτούρα πολέμου δεν είχαμε ποτέ
Στο μέτωπο να στείλετε Χασάπη και Φραπέ

Κρίμα που ήταν ανέτοιμο το κοινό από κάτω και δεν το ξαναφώναξε...


Κυρίως μέρος

Λέγαμε λοιπόν πως... «και μένα οι παππούδες μου ήταν αγρότες», όπως και όλης σχεδόν της Ελλάδας, οπότε δεν είναι λογικό να βλέπεις αφ’ υψηλού τις ρίζες σου όταν πεθαίνουν -πόσο μάλλον όταν τις κόβουν και τις αφανίζουν. Ενεργοποιείται συχνά όμως ένας μηχανισμός που αποτυπώνεται και σε αυτό που βλέπουμε γραμμένο στους τοίχους: ο παππούς σου μετανάστης και εσύ φασίστας; Με τον ίδιο τρόπο άλλοι διαπράττουν πχ γενοκτονία ενώ είχαν παππούδες θύματα του Ολοκαυτώματος. Ενώ στα καθ’ ημάς, κάποιοι έχουν παππού αγρότη και είναι εσωτερικοί μετανάστες δεύτερης γενιάς (με δυάρι στον Μπύθουλα) αλλά την έχουν δει αστοί.

Αυτός ο μηχανισμός, πάντως, δε φαίνεται να λειτουργεί πολύ καλά αυτή τη φορά. Και αυτή είναι η μεγάλη διαφορά σε σχέση με προηγούμενες χρονιές και τις αντίστοιχες αγροτικές κινητοποιήσεις. Η τακτική των αγροτών (που ανοίγουν διόδια, μοιράζουν τρόφιμα, διευκολύνουν τους ταξιδιώτες πολλές φορές κτλ) έβαλε μπλόκο πρωτίστως στον κοινωνικό αυτοματισμό, τον διαχρονικό σύμμαχο κάθε αστικής κυβέρνησης και των συστημικών ΜΜΕ που φροντίζουν να τον καλλιεργούν -όπως κάνουν και τώρα αλλά σε πιο ήπιους τόνους, μιλώντας για τους ξενοδόχους και τις «επαγγελματικές ομάδες» που ζημιώνονται ή για την επικείμενη άνοδο των τιμών, λες κι είχαν πέσει ποτέ στο ενδιάμεσο. Κι αυτή είναι η μεγάλη ήττα τους. Ξέρεις τι είναι να στέλνεις κάμερες και μαρκούτσια για το κλασικό στημένο ρεπορτάζ με τους «αγανακτισμένους» πολίτες-οδηγούς και αυτοί να σου απαντάνε «χαλάλι η ταλαιπωρία, οι αγρότες έχουν δίκιο, καλά κάνουν»;

Το δεύτερο στοιχείο που κάνει τη διαφορά είναι η (σχεδόν πρωτοφανής) μαζικότητα των μπλόκων και η αποφασιστικότητά τους να συνεχίσουν μέχρι την (κάποιου είδους) δικαίωση. Δεκάδες μπλόκα, χιλιάδες τρακτέρ και αγρότες αποφασισμένοι να κάνουν Χριστούγεννα στον δρόμο. Να μην τσιμπήσουν το δόλωμα, να μην υποχωρήσουν, να μη σπάσουν την ενιαία στάση τους και τον αγώνα τους. Η εξαίρεση των λίγων Κρητικών που (αγνόησαν βέβαια το μαχητικό μπλόκο των Χανίων και) πήγαν σε πριβέ συνάντηση με τον Χατζηδάκη, αλλά ούτε καν αυτοί δεν πήραν ό,τι ζητούσαν, επιβεβαιώνει τον γενικό κανόνα.

Και αν η κυβέρνηση φαίνεται σε αυτό το στάδιο κάπως «διαλλακτική» και ψάχνει παραθυράκια διαλόγου, δεν το κάνει επειδή αγάπησε ξαφνικά την αγροτιά ή επειδή φοβάται για τις ψήφους που θα χάσει στην επαρχία. Ούτε ξέχασε τα άλλα της μέσα: το μαστίγιο της καταστολής, τη στρατιά τρολ (που δεν έχουν πρόβλημα να λένε όλα μαζί κάτι τη μια μέρα, για να τα αδειάσει ο εργοδότης τους την επόμενη, όπως με το αφορολόγητο πετρέλαιο -έτσι λειτουργεί το παιχνίδι) ή την υστερία για τους κλεισμένους δρόμους και την ταλαιπωρία. Απλά δεν της βγαίνουν όλα αυτά και αναγκάζεται να ψάξει άλλες λύσεις, γιατί πιέζεται πολιτικά από τη μαζικότητα (και τη μαζική θετική απήχηση) των κινητοποιήσεων.

Πώς εξηγείται αυτή η τελευταία;

Παίζει ασφαλώς έναν ρόλο η «επικαιρότητα»: το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ και οι προκλητικοί μάρτυρες στην Εξεταστική της Βουλής, που τροφοδοτούν τη λαϊκή οργή (και τις εκπομπές σάτιρας), καθώς και τη βεβαιότητα πως λεφτά (Τζόκερ, Φεράρι) υπάρχουν για τους ημέτερους, που σιωπούν με τον νόμο της ομερτά, για να πέσουν στα μαλακά. Κανείς αγρότης, όμως, δεν έχει το δικαίωμα της σιωπής, όταν τον πνίγουν τα χρέη και δεν έχει μέλλον. Και τέτοια ώρα μιλάνε μόνο οι πράξεις.

Ασφαλώς παίζει ρόλο και η απόγνωση. Όποιος έχει κουράγιο και γερό στομάχι, μπορεί να μαζέψει μια σειρά συγκλονιστικά -χωρίς υπερβολή- στιγμιότυπα των τελευταίων ημερών: σκληροτράχηλους αγρότες που θρηνούν για τη σοδειά τους, «τραχείς» κτηνοτρόφους που κλαίνε σαν μικρά παιδιά για τον χαμό των ζωντανών τους και δεν ξέρουν πώς θα ζήσουν χωρίς αυτά, άλλους που βραβεύονται και δε γίνονται ψώνια-εντερπρενέρ, αλλά απευθύνουν από το μικρόφωνο αγωνιώδη έκκληση για σωτηρία και ουσιαστική βοήθεια στην τάξη τους. Ακόμα και πιο «ψυχρές» εκτιμήσεις, από ανθρώπους που «καίγονται» επειδή βουλιάζουν στα χρέη και μπορεί μέχρι χθες να ψήφιζαν κόμματα εξουσίας, αλλά ξέρουν πως δεν αρκεί ένα συμβατικό ξεροκόμματο - πακέτο «στήριξης»-αποζημιώσεων, για να χρυσώσει το χάπι και να βρουν λύση στο πρόβλημα της επιβίωσης. Οι ασπιρίνες ποτέ δεν μπορούσαν να θεραπεύσουν την επάρατη ΚΑΠ ή τις «παράπλευρες συνέπειες» του μονοπωλιακού κέρδους.

Η οργή και η απόγνωση από μόνες τους, όμως, δεν είναι ικανές συνθήκες -αν και απαραίτητες. Μπορεί να μείνουν τυφλές, να μη βρουν ποτέ διέξοδο. Σχεδόν όλη η χώρα βράζει, λίγοι όμως το εκφράζουν με πράξεις, δε μένουν να βράζουν στο ζουμί τους και να βουλιάζουν στα χρέη και τη μιζέρια -και αυτή είναι η μόνη πραγματική «συμμορία της μιζέριας».

Σε αυτό λοιπόν παίζει ρόλο μια μικρή κόκκινη πρωτοπορία, που είναι η ψυχή του αγώνα, δίνοντας τον τόνο και την κατεύθυνση σε όλο σχεδόν το αγροτικό κίνημα. Όπως είπε και μια σφισσα της κετουκε (απαντώντας σε σχετική ερώτηση, σε μια προσυνεδριακή μάζωξη), οι δυνάμεις μας στους αγρότες είναι μια μικρή οργανωμένη μειοψηφία που καταφέρνει να λειτουργεί με όρους πλειοψηφίας -δηλ σα να είχε τους συσχετισμούς με το μέρος της. Όπως ακριβώς έκαναν άλλοι σφοι σε μια σειρά σωματεία, με κορυφαίο παράδειγμα την περίπτωση της ΛΑΡΚΟ.

Οι δικοί μας ξέρουν/έμαθαν να συσπειρώνουν μάζες, να βάζουν σωστά αιτήματα που ανεβάζουν τη μέση συνείδηση, να διασφαλίζουν κοινή στάση-δράση με το σωστό πλαίσιο και ένα σχετικά αρραγές μέτωπο. Αν είσαι μαθημένος στα αμφιθέατρα και τη Σπουδάζουσα, περιμένεις μια «οικεία έκπληξη», κάτι εκτός σεναρίου. Έναν αριστεριστή να μπαχαλεύει τη διαδικασία, να μας εγκαλεί γιατί τα «διπλώνουμε» και «ξεπουλάμε τον αγώνα», κάποιον «γκρινιάρη» (όχι το Στρουμφάκι) να δυσφορεί με τα «κοινά πλαίσια» με τους «Δεξιούς» ή να προτείνει εναλλαγή πολλών μέσων, για να μη φετιχοποιήσουμε τη μορφή των μπλόκων και των καταλήψεων. Αλλά ο κάμπος και τα μπλόκα είναι άλλο σχολείο, εντελώς διαφορετικό για να το προσεγγίσεις με τέτοιους όρους, που βάζει τα γυαλιά στους μπαρουτοκαπνισμένους αιώνιους μεταφοιτητές, ακόμα και στο τρολάρισμα ή στα «ξύλα» που οργανώνει.

Όσο ξύλινο και αν ακούγεται, όλα αυτά προσφέρουν τροφή για σκέψη και υλικό για συμπεράσματα. Για εμάς μπορεί να είναι κοινός τόπος, αυτονόητα, αλλά έχει μια αξία να καταλαβαίνει κι ο χύμα κόσμος πως σε αντίθεση με τον κλασικό αφορισμό (δεν υπάρχει κράτος), αυτό είναι υπαρκτό, ταξικό και με συγκεκριμένες προτεραιότητες. Και ότι ίδιες αρχές που βγάζουν λάδι Φραπέδες, Τζιτζήδες και ΣΙΑ, απειλούν τους αγρότες με διώξεις για τον αγώνα τους, ως... «εγκληματική συμμορία».

Ότι σε όλη την Ευρώπη (που έχει περάσει... ανάπτυξη και Διαφωτισμό) οι αγρότες είναι στον δρόμο: με εξίσου δυναμικές κινητοποιήσεις (και την ίδια άγρια καταστολή), αντιμετωπίζοντας το ίδιο οξύ πρόβλημα επιβίωσης. Σε πλήρη αντίθεση με το κλασικό κλισέ «αυτά μόνο στην Ελλάδα γίνονται», τα πράγματα δείχνουν πως «επιτέλους, γίναμε Ευρώπη». Και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα -έτσι όπως εννοούν αυτή την Ευρώπη, ταυτίζοντάς την με την ΕΕ και την ΚΑΠ.

Και τέλος, ότι -όπως σε όλη την Ευρώπη και σε όλες τις ταξικές κοινωνίες- το ξύλο και η γκλίτσα έχουν δύο άκρες. Και οι αγρότες, που σκληραγωγούνται στον καθημερινό μόχθο πολύ περισσότερο από κάθε τεχνοκράτη-χαρτογιακά και κάθε ένστολο Μπαλούρδο, που κρύβει τη μαγκιά του πίσω από μάσκες, κλομπ και χημικά, είναι η καλύτερη... «επαγγελματική ομάδα» (μαζί με οικοδόμους, λιμενεργάτες και κάνα δυο κλάδους ακόμα) που έχει το μαγικό φίλτρο, για να τους κάνει να τρέχουν να σωθούν και να μετανιώσουν την ώρα και τη στιγμή που μπήκαν στο Σώμα (καταταγείτε μας έλεγαν).

Και προπαντός, είναι η καλύτερη περίπτωση για να μας δείξουν τι σημαίνει στην πράξη «αν ξυπνήσεις μονομιάς, θα ’ρθει ανάποδα ο ντουνιάς». Και δεν είναι ιστορικά τόσο πίσω οι εποχές που καταλάμβαναν δημόσια κτίρια (νομαρχίες κτλ) ή ξεκινούσαν εξεγέρσεις -για όσους φετιχοποιούν τη βία, σαν γνήσια τέκνα της κοινωνίας του θεάματος. Αρκεί να μην ξεχνάνε -και εμείς μαζί τους- πως αυτό που κάνει τη διαφορά είναι τα άλλα δύο στοιχεία: η μαζικότητα και η αποφασιστικότητα, που ακυρώνουν κάθε κρατικό σχεδιασμό (μαστίγιο και καρότο, δολώματα, καταστολή και κοινωνικό αυτοματισμό).

Τα καλύτερα συμπεράσματα βγαίνουν μες στη φλόγα του αγώνα. Αλλά δεν είναι η ώρα του απολογισμού και της αποτίμησης. Και ίσως (μακάρι) να αργήσει αρκετά αυτή η στιγμή. Ίσως να έχει να μας δώσει πολύ αισιόδοξα μηνύματα, όταν γίνει. Γιατί αυτή τη φορά υπάρχουν οι προϋποθέσεις να μη μείνουμε στο ίδιο έργο θεατές, να αποφύγουμε την πεπατημένη της κυκλικής εναλλαγής (με ένα ισχυρό κίνημα που δυναμώνει και ξεφουσκώνει σαν την παλίρροια), να μη φύγουν οι αγρότες με κατεβασμένο κεφάλι, να κερδίσουν κάτι ουσιαστικό και -κυρίως- να το επιβάλουν με τον αγώνα τους.

Και αυτή η νίκη θα είναι δική τους και δική μας.
Και μπορούν να μας την πάρουν πίσω -γιατί κάθε κατάκτηση είναι επισφαλής σε αυτό το σύστημα-, μόνο αν σταματήσουμε τον αγώνα.

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2025

Και που λες Ευτύχη...

Τις προάλλες στο Πάντειο η ΚΝΕ διοργάνωσε μια εκδήλωση με την Μπέλλου για τις έμφυλες σχέσεις, με τίτλο: «Είναι το φύλο πηγή ανισοτιμίας, βίας, εκμετάλλευσης; Υπάρχει φάσμα ή αναταραχή φύλου;». Οπότε μια ομάδα αυτόνομων, αναρχικών ή όπως αυτοπροσδιορίζονται θεώρησε σκόπιμο να φωνάζει με σεκίτικο ζήλο συνθήματα για το πρωκτικό (σεξ) και τον σταλινισμό, κρίνοντας πως δίνει έτσι κατάλληλη απάντηση στην ανακοίνωση της ΚΝΕ για τον καθηγητή που χρησιμοποίησε συνειδητά τον όρο «φοιτητά». Στην ανακοίνωση απάντησε και η νεολαία του ΜεΡΑ25 -η ποια;- εξηγώντας μας πόσο παρωχημένη ιδέα είναι η θεωρία ότι υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα. Αλλά... «αυτοί είναι», αν υπάρχουν δηλαδή -ως νεολαία, εννοώ, όχι αντικειμενικά ως οντότητες. Υπάρχω λες και ύστερα δεν υπάρχεις.


Από την πλευρά της, η κε του μπλοκ:

-πιστεύει πως θα ήταν καλή απάντηση, απλώς για τον χαβαλέ, το σύνθημα: το πάθος για τα ελληνικά είναι δυνατότερο από τα «φοιτητά».
-δεν αυτοπροσδιορίζεται ως ουδέτερο και θα ήθελε συμπεριληπτικούς όρους που να το σέβονται.
-Θεωρεί πως άλλοι σφοι μπορούν να πιάσουν καλύτερα το θέμα (από μένα και νομίζω και από την εισηγήτρια). Και πως κανείς δε θα έβρισκε εύκολα πάτημα να εκδηλώσει σύνδρομα και φροϊδικά στάδια αν τα λέγαμε γενικώς καλύτερα, όπως πχ η επιστολή ενός σφου στον προσυνεδριακό για την αντιμετώπισης του ιδεαλισμού, που είναι από τις πιο αξιόλογες του φετινού διαλόγου.

Η κε του μπλοκ, τέλος, βρέθηκε στο Πάντειο με λίγες μέρες καθυστέρηση, όχι για ρεπορτάζ αλλά για ένα από τα «τραπέζια» μιας ημερίδας για τον Μπιτσάκη, από το ΝΑΡ (κατά κόσμον «Κομμουνιστική Απελευθέρωση», που θυμίζει την ΚΑΠ, και ολίγη από πραξικόπημα, δις ιζ ε Καπ-Κουπ). Και καταθέτει σχετικά κάποιες κωδικοποιημένες σημειώσεις, με την ελπίδα (που είναι πάντα πιο δυνατή από τη γνώση) να καλύπτει την άγνοιά της για μαγνητικά και γνωστικά πεδία που μου είναι σχετικά άγνωστα και δε νιώθω ιδιαίτερη αυτοπεποίθηση για να τα αναλύσω -ακόμα λιγότερη και από τα έμφυλα.

Ξεκινάμε και όποιον πάρει η άγνοιά μου.

-Καμία επανάσταση δε θα ξεκινήσει Κυριακή πρωί, εκτός και αν είναι για να προκαλέσουμε αιφνιδιασμό στον αντίπαλο. Και καμία κυριακάτικη ημερίδα δε θα ξεκινήσει στην ώρα της, -πχ πριν τελειώσει το πρόγραμμα της εκκλησίας. Ο μόνος που φταίει για την αναμονή, βέβαια, είμαι εγώ που τους πίστεψα και η άγνοιά μου για το πολιτικό φαινόμενο της ακραίας καμπύλωσης του κινηματικού χωροχρόνου, τα πρωινά που ακολουθούν μια δύσκολη νύχτα με πυρετό και φωτιά στον Γοργοπόταμο στα Σαββατόβραδα. Δε θέλω να πιέζεσαι, το Σάββατο τα βράδια, το πρωινό της Κυριακής, τα έδρανα μείναν (σχετικά) άδεια, αλλά γέμισαν στην πορεία, προς το μεσημέρι.


Όταν θες πάντως να τραβήξεις κόσμο σε μια ώρα/μέρα (χωροχρονική συγκυρία τέλος πάντων) δύσκολη, βάζεις ένα όνομα-κράχτη, πχ τον Βασίλη την πρώτη μέρα του Φεστιβάλ ή τον Παυλίδη το πρωί της Κυριακής, κρατώντας ωστόσο την ώρα την καλή (prime-time) για τα δικά σου αστέρια (Μποφίλιου, Μηνακάκης, guest ο Πι Σωτήρης κτλ).

-Ο Δημήτρης Καρύδας δεν είπε λέξη για την τριγωνική επίθεση του Κ. Τζιαντζή (κόμμα-μέτωπο-κίνημα) και τη θεωρητική συμβολή του ρεύματος (που κάποτε άλλαζε θέσεις, όπως ο Ρόντμαν τα μαλλιά του) στη φιλοσοφία του Φιλ Τζάκσον. Και αν, σφε αναγνώστη, σου φαίνεται χαμηλό το επίπεδο αυτού του σχολίου, φαντάσου πως δεν είπα λέξη για Πίπεν. Ή για το «I’ m back» του κομμουνισμού στον τίτλο του ρεύματος, που ήταν όμως λόγια του Air. Ο οποίος επέστρεψε μια φορά σαν τραγωδία (για τους εχθρούς του) κι άλλη μια σαν φάρσα (για τα πεσμένα κέρδη του ΝΒΑ). Ενώ ο Ευτύχης -που στα νιάτα του έβοσκε κατσίκια στην Κρήτη- είναι κάτι σαν GOAT του ρεύματος, υπεράνω κριτικής, και κανείς δε θυμάται ότι κόλλησε τα τελευταία του ένσημα, αβαντάροντας τους (μαθητευόμενους) Μάγους του ΣΥΡΙΖΑ/της Ουάσιγκτον. Ή τέλος πάντων κλείνοντάς τους το μάτι, όπως στην περίφημη βολή εναντίον του Ντένβερ του Μουτόμπο.

Ο Καρύδας κατέφευγε συχνά στην ασφάλεια του γραπτού κειμένου, που το διάβαζε πολύ γρήγορα από το άγχος του και σε έβγαζε νοκ-άουτ πιο γρήγορα και από Ουαλό ή Σκωτσέζο σε άσκηση listening. Αν δεν είχα διαβάσει εισαγωγικά κάτι αντίστοιχο, όσο περίμενα, για την ύλη που είναι φιλοσοφική έννοια κι όχι φυσικό μέγεθος όπως η μάζα και η ενέργεια ή για την τοπικότητα, την ταχύτητα του φωτός και την αιτιότητα, είναι ζήτημα αν θα έπιανα στο περίπου το γενικό νόημα της εισήγησης ή πώς ένας αυτοδίδακτος με το ψευδώνυμο Κοσμάς Πολίτης μπορεί να συνδυάσει τις εθνικές ιδιαιτερότητες με τις αιτιώδεις νομοτέλειες του σοσιαλισμού, χωρίς να χάνει τίποτα από την οπτική του).

Τελικά μείναμε απλώς με την απορία για κάποια θέματα που τέθηκαν μεν ως ερωτήματα, προβληματισμοί και τροφή για σκέψη, αλλά ήταν τελικά μια συζήτηση που δεν έγινε. Πχ για την προβληματική σχέση της επαναστατικής αριστεράς με την πολιτική ή για τις πιθανές ομοιότητες του Μπιτσάκη με τον Ιλιένκοβ...

-Ο Μαγκλάρος, αν και μεταπτυχιακός φοιτητής -ή ίσως ακριβώς για αυτό- μίλησε κατανοητά και ουσιαστικά. Έκανε μια εκλαϊκευτικό, απλουστευτικό πείραμα-παρομοίωση (με μια αόρατη χείρα, που δεν ήταν μαγική ούτε της αγοράς) για τη διαφωνία Πλανκ-Αϊνστάιν και την καχυποψία του τελευταίου απέναντι στην κβαντομηχανική, που καταρρίφθηκε με αποδείξεις. Ενώ έπιασε ήρεμα και απλά, θέματα όπως: ο ιδεαλισμός του βαθιά θρησκευόμενου, αν και πρωτοπόρου, Νεύτωνα. Ο θετικισμός της Σχολής της Κοπεγχάγης, που δεν κάνει λόγο για φυσικές ιδιότητες αλλά για... «παρατηρήσιμα μεγέθη» -γιατί όλα είναι αισθητηριακά δεδομένα, αλλά όχι απαραίτητα αυθύπαρκτα. Η πολεμική του Λένιν στον Μαχ και τους οπαδούς του. Η φυσιοκρατία του Πόπερ, που δεν τάσσεται με τον θετικισμό αλλά θεωρεί μεταφυσική την αιτιοκρατία! Το δίπολο πλάνης και σχετικής γνώσης-αλήθειας. Και η συμβολή του Μπιτσάκη, είτε πχ με έννοιες όπως ο κβαντικός στατιστικός καθορισμός, είτε γιατί ανέδειξε πως η διαλεκτική σκέψη θα δικαιωθεί από τη σύνδεσή της με τα κινήματα και πρέπει να είναι όργανο για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας, που θα ήταν αδύνατος αν δεν υπήρχε αιτιότητα, αντικειμενική πραγματικότητα, τάξεις κτλ.

Ο Παυλίδης (πάλαι ποτέ σοβιετικός κυριούλης) μπορεί εσχάτως (;) να ειδικεύεται στις ΔΣ (που δεν έχουν -δημοσίως- σχέση με τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό) αλλά αυτό δεν αναιρεί τη σοβιετική του μόρφωση -ειδικά για τη φιλοσοφία, τη ρητορική δεινότητα και την ικανότητα να κάνει μια σχεδόν συναρπαστική διάλεξη, λέγοντας τα πιο ουσιαστικά πράγματα που ακούσαμε στην αίθουσα. Ακολουθεί μια απλή αναφορά σε κάποια από αυτά, χωρίς πολλή ανάλυση.

-Η επιστήμη είναι η αναζήτηση και η γνώση των αιτιών ενός φαινομένου, των νόμων κίνησής του. Οτιδήποτε υπαρκτό, υπάρχει γιατί έρχεται σε αλληλεπίδραση με το περιβάλλον του, κάτι που μας οδηγεί στην αιτιότητα και συνεπώς στην εξέλιξη. Αντιθέτως, το απόλυτο δεν ορίζεται-δεν έχει όρια, βρίσκεται εκτός εξέλιξης και, συνεπώς, της ιστορίας.

Εκτός από τον γνωστικό της ρόλο, η επιστήμη μας επιτρέπει να προβλέπουμε εν μέρει το μέλλον. Χωρίς το στοιχείο της πρόβλεψης, θα ήταν αδύνατο να έχουμε αποτελεσματική (κοινωνική και γενικότερα) δράση. Ο άνθρωπος επιβίωσε (και επικράτησε) στη φύση ακριβώς επειδή μπορούσε να διαγνώσει τους νόμους κίνησής της. Δε θα μπορούσε όμως να το καταφέρει, σε έναν κόσμο όπου θα ήταν έρμαιο του τυχαίου και του συμπτωματικού (ή όπου θα ίσχυε ο ισχυρισμός του Πόπερ πως η επιστήμη αποτελείται από θεωρίες που προορίζονται να διαψευστούν).

Είμαστε ελεύθεροι, ακριβώς επειδή υπάρχει νομοτέλεια, η οποία μας ασφαλίζει από το τυχαίο και από την τυφλή ανάγκη. Δε θα υπήρχε ελευθερία χωρίς τον αντικειμενικό καθορισμό, που επιτρέπει τον συνειδητό μετασχηματισμό του φυσικού και του κοινωνικού περιβάλλοντος.

-Ο Μπιτσάκης απέρριψε την αλτουσεριανή τομή, δηλαδή τον διαχωρισμό του ιδεολόγου από τον επιστήμονα Μαρξ. Δεν είχε όμως το προνόμιο να γνωρίσει τα δημιουργικά επιτεύγματα της σοβιετικής φιλοσοφίας.

-Το ερώτημα γύρω από το αντικείμενο κάθε επιστήμης είναι ένα προκλητικό ζήτημα (που τέθηκε απλώς χωρίς ωστόσο να μας απασχολήσει αργότερα, στην πορεία της συζήτησης).

-Ο θετικισμός ρέπει στον εμπειρισμό, τον συμβατισμό, τον υποκειμενισμό και απορρίπτει την κοινωνιολογία.
Η επιστήμη χρειάζεται τη δέσμευση της απόδειξης και την επαλήθευση, για να μη μοιάζει με θεολογία. Αλλά ο εμπειρικός έλεγχος δεν είναι εξωιστορικός. Και η πειραματική-εμπειρική επαλήθευση ανήκει μάλλον σε ένα πρώιμο στάδιο της επιστημονικής σκέψης. Η πρόταση «όλα τα κοράκια είναι μαύρα» πχ μπορεί να μην επιβεβαιώνεται εμπειρικά παντού και πάντα, δεν αναιρεί όμως τη γνώση μας για τον μηχανισμό δημιουργίας των διαφόρων χρωμάτων στους ζωντανούς οργανισμούς.

-Αυτό που επικράτησε σήμερα δεν είναι γενικά και αόριστα το ανθρώπινο είδος μας, αλλά η καπιταλιστική δίψα για κέρδος και οι καταστροφικές συνέπειες στο περιβάλλον -που συνδέονταν με το θέμα του δεύτερου τραπεζιού. Μπορεί ο Μαρξ να χρησιμοποίησε την έννοια της αφθονίας αγαθών για τον κομμουνισμό, αλλά αυτή ενδέχεται να μην είναι συμβατή με την κοινωνία του μέλλοντος, που θα έχει ως βασική της πρόκληση-ζητούμενο να βρούμε ένα καινούριο νόημα ζωής για να μας γεμίζει.

-Ο Μπιτσάκης κατάλαβε την ανάγκη να αξιοποιήσουμε την ιστορική πείρα, να επανεξετάσουμε κριτικά το παρελθόν, να αποδείξουμε ότι ο σοσιαλισμός παραμένει αναγκαίος και επίκαιρος. Συνειδητοποίησε τη σημασία της επιστήμης για τα ΚΚ, για περιγραφή της μελλοντικής προοπτικής, ενάντια στη λογική του «βλέποντας και κάνοντας» ή στον δογματισμό κάποιων κλειστών ηγετικών ομάδων. Οι πιο δημιουργικοί μαρξιστές έδρασαν εντός, εκτός και επί ταυτά, με σεβασμό στα κομμουνιστικά κόμματα αλλά κατά βάση έξω από κομματικούς μηχανισμούς, γιατί η μαρξιστική σκέψη οφείλει πάντα να αμφισβητεί τον εαυτό της -σε αντίθεση με την ανάγκη των κομμάτων να διαμορφώνουν μια πολιτική γραμμή και να την υπερασπίζονται σθεναρά. Ενώ πρόσθεσε την ανάγκη να εξετάσουμε ιστορικά-κριτικά το σύνολο του μαρξικού κεκτημένου.

Όποιος έχει παρακολουθήσει τον Παυλίδη, γνωρίζει πως εκφράζει παραδοσιακά τη σχετική αυτονομία της θεωρίας και των ερευνητών από την κομματική γραμμή. Στις διευκρινίσεις που κλήθηκε να δώσει σχετικά, τόνισε ότι η κομματικότητα είναι προϋπόθεση για κάθε μαρξιστή ερευνητή, αλλά η βάση της επιστήμης είναι η αμφιβολία -που δε βρίσκει εύκολα χώρο σε μια κομματική επεξεργασία ή σε μια δύσκολη συγκυρία που πιέζει για απαντήσεις.

Ο δικός μου αντίλογος είναι πως οι (κομματικές) βεβαιότητες, όπως και η γνώση, δεν είναι απόλυτες αλλά ιστορικές. Σε κάθε περίπτωση, χρειάζονται τεκμηρίωση και σίγουρα δεν αναιρούν την ανάγκη περαιτέρω έρευνας -αντιθέτως. Κάθε νέα «βεβαιότητα», φέρνει άλλωστε νέα ερωτήματα. Κι η εκάστοτε συγκυρία δεν απαιτεί τυφλές συσπειρώσεις πίσω από μια γραμμή, αλλά προσανατολίζει συγχρόνως την έρευνα και καθορίζει ποια ζητήματα αναζητούν απαντήσεις. Επίσης, ένας μεμονωμένος ερευνητής, όσο εύστοχο και διεισδυτικό έργο και αν έχει, δεν θα μπορούσε ποτέ να φτάσει τη συλλογική θεωρητική δουλειά ενός κόμματος (ή ενός κομματικού κέντρου μελέτης), τον οργανωτικό συντονισμό ενός φορέα που οργανώνει το δυναμικό του (μέλη και συνεργαζόμενους), τους ανθρώπινους πόρους του, τις δυνατότητές του να εκπονήσει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα μελέτης και να το φέρει εις πέρας.

Ο Παυλίδης ουσιαστικά περιγράφει -ως απάντηση- το μοντέλο των Ομίλων Επαναστατικής Θεωρίας, που έδειξαν όμως τους δικούς τους περιορισμούς, ιδίως κατά τη μετατροπή του Ομίλου των Χανίων (αυτούσιου) σε πυρήνα του ΕΠΑΜ του φυρερίσκου Καζάκη -που βρήκε ακροατήριο σε διάφορες οργανώσεις του εξωκοινοβουλίου. Και ο κάθε εύλογος προβληματισμός (για την αυτονομία του ερευνητικού προβληματισμού από μια κομματική επεξεργασία) χάνει μεγάλο μέρος της ισχύς του, αν βλέπει μονόπλευρα κάποιες καταστάσεις ή αγνοεί το οξυγόνο της αυτοκριτικής.


Από τις υπόλοιπες ερωτήσεις ξεχώρισα μια «ολικής άγνοιας» -και δεν το λέω με την έννοια πως απαιτούσε καταφατική ή αρνητική απάντηση (ναι ή όχι). Ο συναγωνιστής ρωτούσε τι είναι η διαλεκτική, αν μας είναι απαραίτητη για να καταλάβουμε το «Κεφάλαιο» και τι πρέπει να διαβάσουμε για να την κατακτήσουμε. Η (αναγκαστικά) σύντομη απάντηση του Παυλίδη ήταν πως δε γίνεται να πιάσουμε ξιπόλυτοι, χωρίς εφόδια και προεργασία, τη Διαλεκτική του Χέγκελ και πως η καλύτερη εισαγωγή είναι ίσως διάφορα σοβιετικά εγχειρίδια για τον Δια-Ματ.

Από τις υπόλοιπες ερωτο-απαντήσεις, ξεχώρισε η πολεμική στον Αλτουσέρ, που δεν κατάλαβε τίποτα από τη Γερμανική Ιδεολογία ή τη σημασία που απέδιδε ο Μαρξ στο συναίσθημα και την τέχνη. Η εκτίμηση πως στον Χέγκελ βρίσκουμε αρκετό υλισμό (και διαλεκτική προφανώς). Και η εκτίμηση που τρέφει ο Παυλίδης στον Ιταλό Losurdo, που ασχολείται με το συγκεκριμένο ζήτημα.

Αν ήμασταν στον Οδηγητή (με σφυροδρέπανο ή το δαγκωμένο μήλο της Apple και του προπατορικού αμαρτήματος της αστικής κυβέρνησης), θα έπρεπε να συμπληρώσουμε κάτι για την ενότητα «Ψαξ’ το παραπάνω». Αυτό το παραπάνω θα μπορούσε να είναι ένα πρόσφατο βιβλίο για τον Μπιτσάκη, σε επιμέλεια Β. Μπρούμα -που βοηθά πχ να καταλάβουμε καλύτερα τη συνεισφορά του Ε.Μ. στη Φυσική και τη σχέση της με τη φιλοσοφία. Αλλά είναι πάντα καλύτερο να καταφεύγουμε στο πρωτότυπο. Δηλαδή στα έργα του ίδιου του Μπιτσάκη ή τα βίντεο της εκδήλωσης -όταν με το καλό ανέβουν στο κανάλι του ρεύματος, που έγινε ΚΑΠ.

Τα υπόλοιπα τραπέζια δεν είχα χρόνο να τα παρακολουθήσω. Αν έκανα μια επιλογή, μπορεί να έβλεπα το τέταρτο -και τελευταίο- για τον πολιτικό Μπιτσάκη. Με αποθάρρυνε όμως ότι στο Ρεύμα σχεδόν κανείς δεν τον αντιμετωπίζει κριτικά, δηλαδή επιστημονικά, δηλαδή διαλεκτικά -βλέποντας τις αντιφάσεις του, χωρίς να τις προσπερνάει. Πχ κανείς από τους παραπάνω δε θα επικρίνει δημόσια τα στερνά του Ευτύχη, που έκλεινε το μάτι στην αριστερή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ -ή και παλιότερα, τον πρόλογο που έγραψε στο «Φαινόμενο της Προσωπολατρίας», σε πλήρη αντίθεση με το περιεχόμενο του βιβλίου. Κι ελάχιστοι καταλαβαίνουν πως αυτή η αποσιώπηση δε δείχνει σεβασμό, αλλά ένα είδος προσωπολατρίας που αναπαράγει μερικές από τις χειρότερες παραδόσεις του παρελθόντος, αλλά κυρίως δεν έχει να προσφέρει τίποτα, για να προχωρήσουμε στους «δρόμους της διαλεκτικής» και να ποτίσουμε το «αειθαλές δέντρο της γνώσης».

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025

Η μαντάμ-Σουσού πάει στα μπλόκα

Κανονικά αυτό το κείμενο έπρεπε να ανέβει πριν μια βδομάδα, αλλά έχασε το τρένο (και το τρακτέρ) της ΕΤΕ, βρήκε άλλοθι στα αγροτικά μπλόκα και φτάνει στις οθόνες με σημαντική καθυστέρηση και τον κίνδυνο να φανεί κάπως ανεπίκαιρο, ενώ αν είχε βγει εγκαίρως μπορεί να φαινόταν διορατικό. Εκ των υστέρων δεν ξέρω αν έχει να πει κάτι αλλά θα φανεί στο χειροκρότημα.

Εν αρχή ην η αντίθεση πόλης-υπαίθρου. Το σύνδρομο της μαντάμ-Σουσού(ς), σε «κινηματική» έκδοση. Και το κλασικό άσμα του Μπακαλάκου «και εμέ οι παππούδες μου ήταν αγρότες».


Και μένα ήταν. Όπως όλων μας δηλαδή, πάνω-κάτω. Για όσες Σουσούδες και Σουσούδους (Sus-su-sudio) έχουν κοντή μνήμη αλλά μεγάλη ιδέα (για τον εαυτό τους, τη χώρα τους και γενικώς), ο τόπος αυτός ήταν αγροτικός μέχρι πολύ πρόσφατα. Σε βαθμό που διατυπώθηκε ακόμα και η άποψη πως η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε στη δεκαετία του ’40 ήταν στη βάση της αγροτική. Σιγά μην ήταν, δηλαδή, και εξέγερση της υπαίθρου-επαρχίας ενάντια στα αστικά κέντρα -που είναι κέντρα αποφάσεων, γεμάτα αστούς.

Ε, όχι. Μπορεί σήμερα η λαοκρατία να φαίνεται λίγο θολός όρος (γιατί και σε αυτήν πιστεύομεν, όπως και στον σοσιαλισμό, για τον οποίο αγωνιζόμαστε όλοι, άλλωστε) αλλά δεν ήταν ακριβώς αγροτικό αίτημα. Όσο για τη λαοκρατική εξέγερση στα χρόνια του '40, το πολύ να πεις καθ’ υπερβολήν και ως σχήμα λόγου πως τα χαρακτηριστικά της ήταν ιδιαίτερα, κατεξοχήν ελληνικά, δηλαδή «χωριάτικα», όπως και η διάσημη σαλάτα μας -και ας τα κάναμε σαλάτα τον Δεκέμβρη ή μάλλον λίγους μήνες πριν, που κρίθηκαν όλα. Ο Ραφαηλίδης, εξάλλου, λέει πως η Αθήνα δεν είναι παρά μια συνομοσπονδία ελληνικών χωριών -σε μεγάλο βαθμό παραμένει τέτοια. Κι αν διαβάσεις περιγραφές για τη διαδήλωση της 3ης Δεκέμβρη του ’44, θα δεις πολύ έντονη την αντίθεση ανάμεσα στις συνοικίες -που έμοιαζαν αρκετά με χωριά- και το περικυκλωμένο κέντρο, με τον κόσμο να κατεβαίνει αποφασισμένος για να καταλάβει, θαρρείς, τη Σκωμπία. Μόνο που ήταν άοπλος...

Από τότε έχουν αλλάξει προφανώς πολλά -ή και όχι. Τα παιδιά της πόλης (όχι όλα) βλέπουν λίγο αμήχανα και αφ’ υψηλού τα παιδιά κάτω στον κάμπο να κυνηγάνε τους αστούς. Μεγαλοπιάνονται, νιώθουν ίσως και οι ίδιοι λιγάκι αστοί (απέναντι στον «ξάδερφο ποντικό απ’ τους αγρούς») και το γλυκό δηλητήριο της -ντεμέκ- κοινωνικής ανωτερότητας να κυλάει στις φλέβες τους. Ξεχνάν ότι διαμένουν στον ταπεινό Μπύθουλα, ότι είναι εσωτερικοί μετανάστες δεύτερης-τρίτης γενιάς, πολύ νωποί για να ξεχνάνε τους αγρότες και τη μητρική τους γλώσσα, σαν κάτι αντιδραστικούς λαζογερμανούς ή τους ομογενείς ψηφοφόρους του Τραμπ, με βλαχο-αμερικάνικη προφορά. Και πολύ μορφωμένοι (σχεδόν ταξικά παραμορφωμένοι) για να λησμονούν πως μένουν στο νοίκι, σε μικρά ανήλιαγα δυάρια, σε πόλεις χωρίς πράσινο και ουρανό, που βουλιάζουν σαν Ατλαντίδες, όταν ανοίγουν οι ουρανοί και πέφτουν στο κεφάλι τους (δηλαδή όταν απλά βρέχει) ή για να ξεχνούν τα σκατά που τρώνε καθημερινά, αντί για φρέσκα, φτηνά προϊόντα απ’ το χωράφι, όπως θα έπρεπε (και μπορούμε).

Και μένα οι παππούδες μου ήταν αγρότες και κτηνοτρόφοι, στον σερραϊκό και θεσσαλικό κάμπο -τους δύο μεγαλύτερους στη χώρα. Διατηρώ ελάχιστες σχέσεις με τα χωριά της καταγωγής μου και εντελώς επιπόλαιες, περιστασιακές σχέσεις με τη φύση γενικώς -το ανόργανο σώμα του ανθρώπου, όπως έλεγαν οι κλασικοί. Δε νομίζω να αναγνωρίζω καν τα περισσότερα δέντρα που βλέπω στην πόλη, εκτός από τα πολύ κλασικά, όπως τις λεμονιές που παράγουν κάτι χρήσιμο, άντε και τις νεραντζιές, για κινηματικούς λόγους -όταν δε βλέπει η περιφρούρηση. Φτάνω μέχρι την κουτσουπιά, γιατί έχει ωραίο όνομα στα αγγλικά: Judas tree, το δέντρο του Ιούδα. Εκεί που θα κρεμαστούν όσοι πρόδωσαν την τάξη τους και τη χωριάτικη, λαϊκή καταγωγή τους, αλλά πιπιλίζουν ακούραστα, σαν παπαγάλοι, την καραμέλα για τα 30 αργύρια των επιδοτήσεων και τις Καγιέν -που βγήκαν εκτός μόδας, τώρα με τις Φεράρι.

Μπορώ σχετικά εύκολα να μιλήσω γενικά και αφηρημένα. Για τα ανταρτοχώρια του Κισσάβου, με την πλούσια παράδοση, άντε και για την αποθήκη όπλων που χτύπησε η 17Ν και έκανε διάσημο το χωριό (αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι τόσο κοντά στο Συκούρι, όπως δεν ήταν πολύ κοντά η δράση της 17Ν στο αντάρτικο). Για τους Έλληνες Σερραίους που υποδέχονταν «φιλόξενα» τους «τουρκόσπορους» το ’23, ενώ οι πρόγονοί τους είναι ζήτημα αν ήξεραν ελληνικά ή αν ένιωθαν την παραμικρή ανάγκη να (αυτο)προσδιοριστούν εθνικά. Για την Αμμουδιά (Κουμλί) που είναι η πρωτεύουσα των 50 αποχρώσεων του φιστικιού, και για τα άπειρα μικρά προσφυγικά χωριουδάκια που είναι κατάσπαρτα στον κάμπο αλλά μαραζώνουν, σε μια γρήγορη πορεία προς τον αργό θάνατο. Ίσως γιατί δεν ακολούθησαν τη ρουμάνικη συνταγή (του Τσαουσέσκου) να ενωθούν για να φτιάξουν πόλεις (που όταν την πρωτάκουσα, μου είχε φανεί πολύ καλή ιδέα, άντε ίσως λίγο βουλησιαρχική) ή άλλες σοσιαλιστικές μεθόδους επίλυσης της αντίθεσης χωριού-πόλης.

Στην ίδια κατηγορία, μπορώ να μιλήσω ακόμα και για την κολεκτιβοποίηση, τους κουλάκους, τους μηχανοτρακτερικούς σταθμούς και τον Νικήτα ή την υποτίμηση της αγροτιάς απ’ τον Λέοντα, που ουδέποτε την παραδέχτηκε αλλά δεν έπαυε να βλέπει τους αγρότες ως υποψήφιο «θύμα» για το σοσιαλιστικό αντίστοιχο της (καπιταλιστικής) πρωταρχικής συσσώρευσης, που περιλάμβανε σελίδες βαρβαρότητας εις βάρος του τότε «Νέου Κόσμου» (αιώνες πριν το σοσιαλιστικό μπλοκ και το μπλόκο στο Δουργούτι).

Στον αντίποδα, νιώθω μάλλον αμηχανία, αν πρέπει να μιλήσω συγκεκριμένα. Για συγκεκριμένες πτυχές και μέτρα της ΚΑΠ, συγκεκριμένα αγροτικά αιτήματα (πχ για το monitoring) ή τις συγκεκριμένες αντιφάσεις - αποχρώσεις στο εσωτερικό του αγωνιστικού μετώπου των κινητοποιήσεων στα μπλόκα. Για τις συγκεκριμένες άμεσες προοπτικές της αγροτικής τάξης (που μπορεί να παλέψει απλώς για έναν αργό, μάλλον επώδυνο θάνατο, αν δε θέλει να παλέψει για τη «δευτέρα παρουσία» του σοσιαλισμού). Ή για τους συγκεκριμένους λόγους που χρεοκόπησαν (ή τα οδήγησαν εκεί) κάποια συνεταιριστικά -παραγωγικά ή καταναλωτικά- εγχειρήματα στην Ελλάδα. Και να φανταστείς πως ο συνεταιρισμός δεν είναι καν, στην ουσία του, κάποιο σοσιαλιστικό μέτρο...

Αλλά αυτός δεν είναι λόγος να ξεχάσω-ουμε τα βασικά, και να μη μάθουμε να τα επισημαίνουμε ως τέτοια σε μια κουβέντα, για να μη χαθεί η μπάλα.

Ότι δηλαδή ο αγώνας των αγροτών είναι (και) δικός μας: αφορά τι (και αν θα έχουμε να) τρώμε, πόσο φτηνό και ποιοτικό θα είναι. Ότι το μεγαλύτερο κέρδος από τη διαδρομή των προϊόντων, από το χωράφι στο ράφι, το τσεπώνουν μεσάζοντες και παράσιτα. Ότι είναι παράλογο να μην παίρνουν φτηνό ρεύμα και αφορολόγητο πετρέλαιο οι παραγωγοί, ενώ δίνεται αφειδώς σε φτωχούς βιομήχανους που -συν τοις άλλοις- αντιμετωπίζονται ως «ευεργέτες». Ότι λεφτά υπάρχουν και το αποδεικνύει η περίπτωση του αμαρτωλού ΟΠΕΚΕΠΕ, μπαίνει όμως πάντα το ερώτημα «για ποιον». Ότι για το σύστημα, οι φραπέδες, οι χασάπηδες και οι Φεράρι δεν είναι (οπορτουνιστική) παρέκκλιση αλλά ο κανόνας. Ότι η ΕΕ επιδοτούσε για χρόνια τους αγρότες για να εγκαταλείψουν τις παραδοσιακές καλλιέργειες -δηλαδή τις βασικές πλουτοπαραγωγικές δυνατότητες της χώρας. Και τώρα (που η ζημιά έχει γίνει) τις κόβει για να εξοικονομήσει κονδύλια για την πολεμική οικονομία.

Τι τα θέλουμε τα όπλα, τι τα θέμε τα σπαθιά,
θα τα κάνουμε αλέτρια, να δουλεύει η αγροτιά

Ότι ο μόνος τρόπος να μπει φρένο στην ερήμωση των χωριών και της επαρχίας είναι ένα άλλο σύστημα. Που δε θα αφήνει ολόκληρους τόπους και πληθυσμούς να ρημάζουν χωρίς ζωή, αλλά θα μπορεί να σχεδιάζει κεντρικά κάποιους άξονες, να βρίσκει τρόπους, πόρους και δυναμικό να τους υλοποιεί.

Και το πιο βασικό. Μπορεί να έχουμε ξεχάσει να ζούμε στη φύση, να την επισκεπτόμαστε αραιά και πού σαν τουρίστες, με πανηγυρτζίδικη, καταστροφική διάθεση βάνδαλου-γκρούβαλου στην Ικαρία, σαν καλοί φασαίοι, (μικρο)αστοί... αλλά η μεγαλύτερη ντροπή είναι να χάνουμε τα ταξικά γυαλιά μας για τα στοιχειώδη. Ότι οι πιο αντιφατικές συνειδήσεις, πολύχρωμες ή κατάμαυρες, αλλάζουν πρωτίστως μες στον αγώνα, συλλέγουν πείρα και υλικό να το επεξεργαστούν και να καταλήξουν σε κάποιο συμπέρασμα (το πόσο βαθιά φτάνουν, είναι και δική μας δουλειά).

Εκεί που δεν αλλάζει καμία συνείδηση είναι στο πληκτρολόγιο και τον μαγικό κόσμο του διαδικτύου. Εκεί όπου μπορείς να θαυμάσεις διάφορες μανταμ-Σουσούδες να επικρίνουν αφ' υψηλού τους αγρότες για αυτό που (ενδεχομένως) ψήφισαν και όχι για αυτά που κάνουν στον δρόμο. Κι είναι πιθανό (έως νομοτελειακά βέβαιο) να δεις τα ίδια ακριβώς προφίλ που τους κουνάν το δάχτυλο και τους θεωρούν δυνάμει φασίστες, να γκαβλώνουν με τα επεισόδια στα μπλόκα και να καταναλώνουν σκηνές αντιβίας (riot porn), σαν καλοί (μικρο)αστοί. Χωρίς αυτό να αναιρεί ότι προσπερνούν περιφρονητικά τα μπλόκα, συναντώντας από τον παράδρομο τη μεγάλη αγκαλιά της κυβέρνησης, της ΕΕ και της κυρίαρχης ΚΑΠ. Που δεν ξεκληρίζει μόνο τους αγρότες αλλά και το δικό μας εισόδημα.

Κι όταν οι αγρότες εκτονώνονταν και φεύγαν
Έπαιζα τα σόλα, που για αυτά με αποφεύγαν

Έλεγε ο Γιοκαρίνης, την εποχή που μεσουρανούσε ο ήρωας του Τραμπάκουλα. Σήμερα βέβαια τον Τραμπάκουλα τον μιμείται ο Φραπές, που κανείς δεν ξέρει αν ήταν με το γαλάζιο ή το πράσινο Λέτσοβο, λες και έχει καμία ουσιαστική διαφορά. Αλλά εμείς θα την φτιάξουμε την οργάνωση (και το συντονιστικό), χαμένε! Α, χαμένε...

Καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα δούμε το πώς στο επόμενο μέρος. Αρκεί να μην πέσουμε στον γκρεμό και καλά κρασιά και μείνει πάλι η πάλη των τάξεων αδικαίωτη...

Υγ: κι όσοι επιμένουν στο ψωμί-ελιά-Κώτσο βασιλιά (Κούλη, Τσίπρα κοκ), είναι καιρός να αλλάξουν την οπτική τους.

Ελιά-καπνός-Παναιτωλικός...


Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2025

Η ΑΔΕΔΥ βάφτηκε κόκκινη

Σαν το χώμα. Που είναι δικό μας και δικό μας. Δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει. Σαν την ΑΔΕΔΥ. Αν και σήμερα δε χρειάζονται πολλά λόγια και λογοτεχνικές ασκήσεις επί χάρτου και οθόνης -αυτά στα οποία ειδικεύεται δηλ η κε του μπλοκ. Γιατί είναι μια ιδιαίτερη μέρα, μιας μεταβατικής εποχής. Και μπορεί να μη φαίνεται πάντα πως η μετάβαση είναι από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό, αλλά είναι φορές που καθαρίζει ο ορίζοντας και μπορείς να δεις το βάθος του ουρανού, που είναι πάντα κόκκινο, ή και την κατακόκκινη Ιθάκη, χωρίς ροζ μνηστήρες και ανιαρά πολιτικά άρλεκιν.


Πώς έγινε με τούτον τον αιώνα και γύρισε καπάκι η ζωή

Και τι δε ζήσαμε σε αυτόν τον αιώνα -τον σύντομο εικοστό και γενικώς! Πολέμους, δικτατορίες, παρανομία, φυλακές και ξερονήσια. Επαναστατική κατάσταση, γενικές απεργίες, ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, ΟΠΛΑ, ΔΣΕ -και το ΕΑΜ Αστυνομικών με τα χιλιάδες μέλη. Τον ΕΡΓΑΣ, την κόκκινη ΓΣΕΕ, την ΕΣΑΚ (που έχει ακόμα τον όρο «αντιδικτατορικός» στο όνομά της), τη συγκρότηση του ΠΑΜΕ. Τα ύστερα του κόσμου, το τέλος της ιστορίας, την ταξική πάλη που δε σταματά ποτέ και συνεχίζει να γράφει ιστορία στον δρόμο. Τον δύσκολο δρόμο της ανασυγκρότησης, που τραβά την ανηφόρα, με την πείρα ως όπλο, για να μη μας ξανακυλήσει ο βράχος.

Τα έχουμε ζήσει σχεδόν όλα. ΣΧΕΔΟΝ (σαν τον Ιούλιο Καίσαρα, που είχε κατακτήσει σχεδόν όλη τη Γαλατία, αλλά μια μικρή ΑΔΕΔΥ εξακολουθούσε να «αντιστέκεται», με τη δύναμη της αδράνειας, της απάθειας, της ανάθεσης και των επτά κακών της μοίρας των μοιραίων που περιγράφει ο Βάρναλης). Αυτό που δεν είχαμε ζήσει όμως είναι την ΑΔΕΔΥ κόκκινη και τους κομμουνιστές πρώτη δύναμη. Μέχρι σήμερα, που βγήκε άλλος ήλιος...

Βλέπεις το βίντεο με την ιστορική στιγμή, τη σφισσα στο μικρόφωνο, την ανακοίνωση του αποτελέσματος, και περιμένεις να εξαγγείλει μαζί το πρώτο διάταγμα: για τη γη, την ειρήνη, την επαναφορά 13ου και 14ου μισθού, κάτι γκράντε τέλος πάντων, αντίστοιχο της περίστασης. 50+50 χρόνια περιμέναμε για αυτήν τη στιγμή! Βλέπεις βίντεο με τους σφους να πανηγυρίζουν και να χορεύουν αντάρτικα: τα οχυρά της Νάουσας δεν υπάρχουν πια κι όλοι οι Μπουραντάδες πέσαν πτώματα! (Ε-ε-ε-ε, πέσαν πτώματα). Και ρωτάς τον διπλανό σου αν έχουν μείνει άλλα οχυρά και που βρίσκονται τα πιο κοντινά, να πάμε και να τα καταλάβουμε με έφοδο. Α, ναι. Στο κτίριο της ΓΣΕΕ. Παναγόπουλε ετοιμάσου, έρχεται η σειρά σου...

Είναι τρομερό πάντως, αν το σκεφτείς. Ακόμα και στο Δημόσιο, που είναι βαθύ κράτος και έμοιαζε βούρκος, γεμάτος βύσματα, δήθεν βολεμένους (που είναι χειρότεροι από τους αυθεντικούς, γιατί μεγαλο-πιάνονται χωρίς καν δόλωμα και εξαγοράζονται χωρίς αντάλλαγμα), δειλά φοβισμένα ανθρωπάκια, στρατιές διορισμένων από ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, εργοδοτικούς «συνδικαλιστές», υπόδικες διοικήσεις δεμένες με ομερτά στην καρέκλα τους και τον εκάστοτε υπουργό (τον, την, παπάκι, Μητσοτάκη), χώρους ποτισμένους με μια μίζερη νοοτροπία (μάλλον του ραγιά, παρά δημοσιο-υπαλληλική και ρουτινιέρικη), ακόμα και στον δημόσιο τομέα που περιλαμβάνει το (πιο) βαθύ κράτος... κάτι κινείται, κάτι γίνεται! Γίνεται μαζικό, συγκροτημένο ρεύμα αμφισβήτησης, γίνεται δύναμη που αλλάζει σιγά-σιγά τους συσχετισμούς.

Κι είναι ακόμα πιο τρομερό πως πιο εύκολα τους αλλάζεις εκεί, παρά στο παραμάγαζο του Παναγόπουλου με τα σωματεία-σφραγίδες, τις ΔΕΚΟ (από το βάθος του βαθέος κράτους) και τον ισόβιο εργατοπατέρα, με την υψηλή στήριξη του ΣΕΒ και τις πλάτες της κυβέρνησης. Που αν τον ρωτήσεις να περιγράψει μια απεργία που οργάνωσε τώρα τελευταία, θα επικαλεστεί το δικαίωμα στη σιωπή ή στην αποσύνθεση του πτώματος. Και ως κοντράστ να βλέπεις τη σφισσα να λέει στη ρύμη του ενθουσιασμού της πως η νέα διοίκηση της ΑΔΕΔΥ θα συγκροτηθεί στα μπλόκα της αγροτιάς. First we take Καρδίτσα (Νάουσα κτλ), then we take ΑΔΕΔΥ...

Δηλαδή τι άλλο αντίστοιχο έχουμε ζήσει, στη ζωή μας τη σκυφτή, που μας έκανε να σηκώσουμε κεφάλι και να νιώσουμε ένα μπόι ψηλότεροι -χωρίς να φτάνουμε ακόμα στο μπόι των ονείρων μας; Κάποια Εργατικά Κέντρα, κάποιους κόκκινους δήμους, την ΟΕΝΓΕ, την ΕΙΝΑΠ. Και την Πανσπουδαστική πρώτη δύναμη στα Πανεπιστήμια μετά από 35 χρόνια. Αλλά εκεί δεν υπάρχει ΕΦΕΕ -και δεν είναι το ίδιο. Και βασικά το είχαν ξαναζήσει οι παλιοί σφοι και είχαν ζωντανές μνήμες από αντίστοιχες καταστάσεις. Δεν ήταν απάτητη κορυφή, αλλά ανακατάληψη οχυρού (όχι της Νάουσας, που δεν υπάρχουν πια) σε έναν ιδιότυπο πόλεμο, που ο Γκράμσι θα τον έλεγε θέσεων και οι σοσιαλδημοκράτες που τον αγάπησαν πίστεψαν πως εννοεί καρέκλες και αξιώματα (που τα αγάπησαν ακόμα περισσότερο). Πάμε για το επόμενο...


Για δες καιρό που διάλεξε να κοκκινίσει η ΑΔΕΔΥ. Τώρα που στενεύουν τα περάσματα, οι υπάλληλοι γίνονται γρανάζια του συστήματος, των ιδεολογικών μηχανισμών του, καλούνται να εφαρμόσουν κάθε αντιδραστικό μέτρο, και να απολογηθούν αν δεν το προχωρήσουν. Αλλά αυτό έχει και αντίστροφη ανάγνωση.

Τώρα που ξεχαρβαλώνονται μια σειρά υπηρεσίες και οργανισμοί, από το προσωπικό τους και από τον δημόσιο χαρακτήρα τους. Που βγαίνουν όλα στο σφυρί, σε τιμή ευκαιρίας (για τους «επενδυτές»). Που έρχεται νέο πειθαρχικό για υπαλλήλους-στρατιωτάκια. Που η αξιολόγηση ρίχνει στους εργαζόμενους το βάρος για τα χάλια των οργανισμών. Που οι «βολεμένοι» υπάλληλοι παίρνουν ονομαστικά λιγότερα χρήματα από ό,τι 15 χρόνια πριν, ενώ η ακρίβεια θερίζει. Και μια σειρά προβλήματα, που περιγράφουν άψογα οι εκπρόσωποι της ΔΑΣ στις απολαυστικές τοποθετήσεις τους, για ζαχαροπλάστες, φραπέδες, παράγοντες και νικητές του Τζόκερ, που σε κάνουν να θέλεις δέκα σακουλίτσες (για τον εμετό από τη σαπίλα τους).

Και τώρα που έσπασε ο πάγος στην ΑΔΕΔΥ; Τώρα που έπεσε ένα κάστρο, ανέκαθεν προχωρημένο φυλάκιο του εργοδοτικού εχθρού, που περίμενες να πέσει τελευταίο; Τώρα που έχασαν ακόμα και την ΠΟΣΔΕΠ στη Θεσσαλονίκη, όπου υπήρχαν παραδοσιακοί δεσμοί του κατεστημένου με την εξουσία, ενώ η ΔΗΠΑΚ εξέλεξε δεύτερη έδρα χωρίς να έχει καν δεύτερο υποψήφιο στα ΤΕΙ; Το λες μήπως και (προ)επαναστατική κατάσταση; Όχι, σφοι, δεν μπορούμε να το πούμε αυτό.

Ο δρόμος χαράχτηκε, αλλά ο πάγος καλά κρατεί. Και λογικά η νέα διοίκηση της ΑΔΕΔΥ δε θα είναι κόκκινη, γιατί είναι περίπου βέβαιο πως θα έχουμε κομπρεμί ΔΑΚΕ-ΠΑΣΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ -το ίδιο «πολύχρωμο» μαύρο μέτωπο που είχε κοινή στάση ενάντια στην απεργία της Τρίτης.

Η πίεση θα αυξηθεί, ο εχθρός θα λυσσάξει, τα πιο δύσκολα είναι μπροστά μας. Αλλά τον περιμένουμε από νέες, καλύτερες θέσεις. Και αυτές καρέκλες και αξιώματα, αλλά χαρακώματα για τον πόλεμο της τάξης μας. Και δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να φανεί στην πράξη τι σημαίνουν οι νέοι συσχετισμοί, από την απεργία της Τρίτης. Για τις προσλήψεις προσωπικού, για τις διαγραφές φοιτητών, για συμπαράσταση στους αγρότες και για όλους τους λόγους του κόσμου (της δουλειάς και αυτού που θέλουμε να φτιάξουμε).

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2025

Θ.Ν. Αρκεί να Κ.Κ.

(Συνέχεια από το προηγούμενο...)

Κι ήταν όλοι τους εκεί, η Καιτούλα και ο Σταμάτης, ο Ιζνογκούντ, ο χαλίφης της Βαγδάτης, ο πρέσβης του Ιράν, της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας της Βενεζουέλας -και πάλι καλά να λες που έλειπε του ξανθού γένους-, ο Σαραφιανός της ΑΡΑΣ -χωρίς το μπαλέτο της-, ο Στέφανος Τζουμάκας -χωρίς την περιβόητη ομπρέλα του.
Όμως δεν ήσουν εσύ, το σφυροδρέπανό σου,
λείπει η μισή οργανωτική και ό,τι είναι δικό σου
.
Τούτα τα παιδιά του Φλεβάρη είναι δικά τους και δικά μας. Δεν μπορεί κανείς να μας τα πάρει. Σαν τον Φλωράκη...

Τι λέγαμε όμως; Α, ναι. Η αγάπη και η (λαϊκή) ενότητα θα μας διαλύσει. Ξανά. Και αν οι Joy Division τραγουδούσαν τελικά για την Αριστερά, πριν μεταλλαχτούν σε New Order (πραγμάτων) για να μας πουν για μια Blue Monday, σαν το δευτερόβραδο της παρουσίασης; Που ήταν κατά βάθος κόκκινη, με μια σειρά ξεθωριασμένες αποχρώσεις και παρεκκλίσεις του, και ελάχιστες πινελιές γαλάζιας μελαγχολίας για τη ζωή που κυλά χωρίς να κοιτά την εφήμερη νιότη του κόσμου μας και μας επιφύλασσε ήδη μερικές μοβ πένθιμες κορδέλες για τους απόντες (του Γραμματικού και γενικώς).
Κι αν τα μάτια σου βουρκώνουν, έχουν τρόπο και δηλώνουν αγωνιστικά αισιόδοξα, με τον αστερίσκο του Γκράμσι έστω, και ας παραμένει η πάλη των τάξεων ιστορικά αδικαίωτη, και ας άλλαξαν -λέει- τα ανεμολόγια και οι ορίζοντες. Ακόμα και οι δικοί μας ίσως...

Γιατί όπως είπε ο Σκαμνάκης, πέρα από τα δεινά και τις διαψεύσεις της γενιάς του, πίσω από τα τραύματα και τους εφιάλτες που μπορεί να τους κυνηγούσαν ακόμα και την ώρα της ιερής ερωτικής πράξης, για να την διακόψουν βέβηλα, υπήρχε το βίωμα μιας γνήσιας, ακατανίκητης χαράς. Του σκοπού που τους γέμιζε, του οράματος και της προοπτικής που τους οιστρηλατούσε.
Ενώ τώρα τίποτα. Νιώθω χαρά, τόσο βαθιά...

Κι ενώ ο Σκαμνάκης εξέφραζε, όπως είδαμε, την ευγνωμοσύνη του στο ΚΚΕ της εποχής, τον (Κώστα) Τζιαντζή που τον στρατολόγησε (αλλά και στη Μαργαρίτα Γιαραλή από το Εσ. που εμψύχωνε όλους τους κρατούμενους), η Βαλαβάνη «ευγνωμονούσε» τον... αστυνομικό της φάκελο, για την ακρίβειά του και τη βοήθεια που της έδωσε για ημερομηνίες, συγκεκριμένα στοιχεία κτλ. Ο δικός της ήταν άλλωστε ένας από τους ελάχιστους που γλίτωσε από την υψικάμινο της Χαλυβουργικής, αποτελώντας πολύτιμη ιστορική πηγή. 

Στο κάψιμο των φακέλων αναφέρθηκε (επι)κριτικά, ως ιστορικός, και ο Μαργαρίτης, γιατί... άλλο συμφιλίωση και άλλο παραγραφή εγκλημάτων -της ασφάλειας, του αστικού κράτους και όσων υποτιθεται έκαψαν το μαύρο παρελθόν τους, για να το αναγεννήσουν από την τέφρα του, αλλά χωρίς ενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία.
Οι ιστορικές πηγές είναι γενικά πονεμένο ζήτημα άλλωστε, ιδίως για την Ασφάλεια της Μεσογείων, σε βαθμό που μπορούμε να τις μετρήσουμε στα δάχτυλα των χεριών -χωρίς υπερβολή.

Και αυτή είναι μια καλή πάσα για να δούμε (επιτέλους) τι είπαν και οι υπόλοιποι στην παρουσίαση.

Ο Πι-Πι, που έχει σπουδαία γραφή και λέγειν (δύσκολα όμως θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο για το πολιτικό του κριτήριο τα πολλά τελευταία χρόνια), είπε μεταξύ άλλων ότι ως επαγγελματίας γραφιάς «ζηλεύει» την πένα του Μαργαρίτη, ότι το βιβλίο του θύμισε αρκετά τους «ανθρωποφύλακες» του Κοροβέση αλλά χωρίς το ίδιο ψυχοπλάκωμα (χάρη και στα ευτράπελα που αναφέραμε), και πως το δικό του «Θ.Ν.» ήταν ο Θανάσης (Σκαμνάκης) και η Νάντια (Βαλαβάνη), που ήταν δίπλα του στο πάνελ. Στο ενδιάμεσο μνημόνευσε την περίφημη φράση του αλύγιστου Πλουμπίδη πως την τιμή και την αξιοπρέπεια δεν μπορεί κανείς να στην πάρει, αν δεν την αφαιρέσεις εσύ μονάχος σου. Μια σοφή κουβέντα που έχει γενική διαχρονική ισχύ για όλους μας: για τις πιο ηρωικές μορφές, τις πιο ηρωικές γενιές και τα πιο ηρωικά κόμματα. Πόσο μάλλον για τους υπόλοιπους κοινούς θνητούς, που δε θα κερδίσουμε την αθανασία με τις πράξεις μας.

Όπως είπε άλλωστε ο Σκαμνάκης, αυτή η γενιά δεν προοριζόταν να παίξει τον ρόλο του ήρωα -που είναι έτσι και αλλιώς ζήτημα πώς ακριβώς ορίζεται-, γιατί είχε -υποτίθεται- μπροστά της την προοπτική μιας σχετικής ευημερίας-καλοπέρασης. Ενώ συνέχισε με διάφορες ποιητικές σκέψεις και αναμνήσεις, όπως στα γραπτά του στην «τελευταία λέξη» του Πριν, που θύμιζαν Αρανίτ(σ)η και δεν ήταν για πολλούς. Για την μπάλα των παιδικών του χρόνων, που έριχνε τον ασβέστη, αποκαλύπτοντας απαγορευμένα, ξεχασμένα συνθήματα (σε αντίθεση με τον γύψο που έδενε καλύτερα με το τόπι). Και για τα δύσκολα βιώματα και τις αμήχανες σιωπές (πχ με έναν σφο που δεν κράτησε στην ανάκριση) που δεν πρόλαβαν ποτέ να σπάσουν -σαν τον πάγο που χαράζει τον δρόμο.

Η επιλογή της Μάνιας Παπαδημητρίου για για την απαγγελία των αποσπασμάτων ήταν ιδανική, και όχι μόνο για το μπάσο στη φωνή της, που θα το ζήλευαν πολλοί καλλιτέχνες (όχι μόνο ηθοποιοί). Ενώ η (συγκρατούμενη) Ιωάννα Μακρή, που της έλαχε να μιλήσει αμέσως μετά την πρώτη απαγγελία, δεν είχε χρόνο να συνέλθει και διάβαζε εμφανώς βουρκωμένη την ομιλία της, από την οποία ξεχώρισε στο τέλος η αναφορά στον Νίκο Ρωμανό, γιατί τα μπουντρούμια της Ασφάλειας δε μένουν ποτέ κενά από αγωνιστές.
Στα ξεχωριστά στιγμιότυπα και η αυθόρμητη διακοπή της απαγγελίας, όταν αναφέρθηκε το όνομα του Δ. Τσακνιά, με την αφηγήτρια να κάνει αυτό που η νέα γενιά σήμερα θα έλεγε mic-drop, σε άπταιστα ελληνικά.


Ο Μαργαρίτης ξεκίνησε με μια δική του... απαγγελία αποσπασμάτων, από το Big-Bang του Στάθη Καλύβα, για την πνευματική και καλλιτεχνική άνοιξη στα χέρια της χούντας και ειδικότερα την τριετία 1970-73. Σε βαθμό που να πιστέψεις πως ήταν όλα ρόδινα και ελεύθερα, σε αντίθεση με κάτι... περιθωριακούς-αντικοινωνικούς τύπους (σαν τη Βαλαβάνη και τους συντρόφους της) που είχαν τόσο σκοτεινές αναμνήσεις από την εποχή -τα «καλύτερά μας χρόνια», που έλεγε και μια σειρά, με μεγαλύτερη ιστορική ακρίβεια από τα βιβλία του Καλύβα.
Δυο φτερά και αποτύχαμε όλοι...

Στάθηκε στο στρατηγικό αδιέξοδο της χούντας, που αναιρώντας το πολυκομματικό προσωπείο της αστικής εξουσίας, μεγάλωνε τον κίνδυνο να αναδειχτεί το ΚΚΕ μοναδική-βασική πολιτική εναλλακτική, όπως είχε συμβεί στη δικτατορία του Μεταξά. Ενώ έπιασε μια εισαγωγική παρατήρηση του βιβλίου της Βαλαβάνη, για να συμφωνήσει πως η συγγραφή της ιστορίας του ΚΚΕ δεν είναι αποκλειστικά κομματικό καθήκον, γιατί η ιστορία του ΚΚΕ είναι η ιστορία όλων μας, είτε το εχθρευόμαστε, είτε μας εχθρεύεται αυτό, είτε συμπορευόμαστε μαζί του. Είναι σημείο αναφοράς, ακόμα και στα πιο ουτοπικά, αφελή μας εγχειρήματα (και αυτό ήταν το μόνο σύγχρονο πολιτικό υπονοούμενο του Μαργαρίτη για την ΠΦΑ).

Και έχει δίκιο. Μόνο που η Ν.Β. στην εισαγωγή της λέει κάτι ελαφρώς διαφορετικό.

Πώς μπορεί να γραφτεί η ιστορία αυτών των χρόνων; Σίγουρα όχι κυρίως μέσα από το Ιστορικό Τμήμα του ίδιου του ΚΚΕ, όσο χρήσιμη κι αν είναι η λειτουργία του ως Τμήματος κι όσο αξιόλογοι ιστορικοί κι αν είναι όσοι το απαρτίζουν. Ένα κόμμα ή μια οργάνωση δεν μπορούν ποτέ να γράψουν οι ίδιοι τη δική τους ιστορία μέσα από τους δικούς τους μηχανισμούς. Αυτό είναι θέμα ατομικής και συλλογικής έρευνας και δουλειάς πριν απ’ όλα επαγγελματιών ιστορικών, ξεκινώντας απ’ αυτούς που σήμερα βρίσκονται στις γραμμές του. Αλλά και, πολύ ευρύτερα, ιστορικών που έχουν τέτοιες ανησυχίες, προβληματισμούς και προσανατολισμούς.

Το παραθέτω χωρίς σχολιασμό και χωρίς να συμφωνώ. Συμφωνώ απόλυτα όμως με όσα λέει στη συνέχεια για την ανάγκη να καταγραφούν εγκαίρως οι προσωπικές μαρτυρίες βιωμάτων δημόσιου ενδιαφέροντος, από όσους είναι ακόμα εν ζωή και θυμούνται. Κι αναρωτιέμαι, αν σε ένα τέτοιο πλαίσιο θα είχε θέση το βιβλίο της Βαλαβάνη από το εκδοτικό της «Σύγχρονης Εποχής». Ασφαλώς όχι, θα ήταν μια πρόχειρη απάντηση. Γιατί όχι όμως; Γιατί να μην αξιοποιήσει το εκδοτικό μια δουλειά που ξεκίνησε με πρωτοβουλία της συντρόφισσας Α. Σωτήρη, στο πλαίσιο του ΣΦΕΑ -η δική της μαρτυρία, άλλωστε, και η λιτή δωρική έκδοση από τη «ΣΕ» έδωσε το τελικό έναυσμα στη Βαλαβάνη για να καταγράψει τη δική της μαρτυρία. Γιατί να μπαίνει πολιτικό ζήτημα, αν πρέπει να μιλήσει για κάτι που είναι η ιστορία του κόμματος -και μείνει στη μαρτυρία, γιατί ξέρει και μόνη της πως πρέπει να αποφύγει τον σκόπελο να κρίνει το παρελθόν, με μια μεταγενέστερη πολιτική ματιά; Κι αν κάποιος θεωρεί ότι υπάρχει ζήτημα (πολιτικό) και είναι αξεπέραστο, μήπως διαφωνεί με την επιλογή της ΣΕ να εκδώσει γελοιογραφίες του «Στάθη» -που είναι εξόχως πολιτικές, για να προλάβω όποιον πιστεύει πως δεν έχουν κάτι πολιτικό;

Το βιβλίο τελικά εκδόθηκε από τον «Τόπο», που έχει επικρατήσει στον ευρύτερο χώρο και είναι εκδοτική επιλογή ακόμα και για αρκετούς σ/φους -γιατί ασφαλώς δεν μπορεί να εκδίδονται όλα από τη «ΣΕ», πρακτικά μιλώντας. Κι αν μη τι άλλο, η συγκυρία σου δίνει τροφή για συγκρίσεις, πχ τι εκδίδει ο «Τόπος» (καλές ή κακές, πάντως ενδιαφέρουσες, και εύστοχες για τον σκοπό που υπηρετούν) και σε τι δίνη-κρίση μπαίνει παράλληλα το «ΚΨΜ», που κινούνταν σε παραπλήσιο χώρο, αλλά οδηγείται στο κλείσιμο του καταστήματός του στο κέντρο -ακριβώς απέναντι από τη «ΣΕ»- και δεν ξέρω αν αυτό προαναγγέλλει, σε δεύτερο χρόνο, το κλείσιμο του εκδοτικού. Το μόνο βέβαιο, προς το παρόν, είναι πως την πληρώνουν οι εργαζόμενοι.

Εκ των πραγμάτων, η πιο ιδιαίτερη τοποθέτηση ήταν ασφαλώς ενός... ασφαλίτη ή τέλος πάντων απόστρατου αξιωματικού της ΕΛΑΣ (Μπάμπης Νίκας), που δεν εκπροσωπούσε τη γενιά των ανθρωποφυλάκων της χούντας, αλλά πρόλαβε τα σταγονίδιά της (που ήταν ποταμός ολόκληρος) στο Σώμα και τον (ουδέποτε αποκαθαρμένο) κρατικό μηχανισμό, μέχρι να δούμε κάποια... «διαφορετικά φεγγάρια μετά το ’81», ενώ «μας βοηθούσε σε αυτό και το Κόμμα», όπως μας είπε, μιλώντας -άτυπα- εκ μέρους της «άλλης πλευράς». Που ήταν βασικά μαζί μας -και εμείς είμαστε «οι άλλοι», μες στις ζωές των άλλων, που παρακολουθούνται συνεχώς- αλλά άφησε ανάμικτα συναισθήματα στο κοινό.

Ξεκίνησε δυνατά με λαϊκή φωνή σαν του Χατζηχρήστου (του 16ου) και ωραία «ανέκδοτα» για τη σύλληψη του βοσκού πατέρα του, που πήγαινε να φυλάξει σκοπιά στο τμήμα -όπως του έλεγε η μητέρα του, για να μη στενοχωριέται. Και έκλεισε με την πρόταση να μοιράζεται το βιβλίο στις σχολές Αστυνομικών, για να μαθαίνουν ιστορία, -που ακούστηκε σαν ανέκδοτο σε πολλούς, ενώ ο Πι-Πι είπε πως μάλλον ο Δένδιας έχει άλλες προτεραιότητες, πχ τα φέρετρα με τη σημαία της ΕΕ.

Στο ενδιάμεσο, ο Νίκας είπε ότι δε σκοπεύει να μας κάνει μάθημα περί δημοκρατίας και τι ρόλο παίζουν τα όργανα καταστολής. Αναφέρθηκε στα 2,5 χιλιάδες μέλη του ΕΑΜ Αστυνομικών και την ηρωική οκταήμερη απεργία τους, στα χρόνια της Κατοχής. Και έδωσε ένα ιστορικό στοιχείο για το (χαμηλό) μισθό που είχαν τότε: 3.600 δραχμές -που υποψιάζομαι πως ήταν κι η βάση για το σύνθημα «τρεις και εξήντα παίρνετε...».
Είναι ζήτημα πάντως αν όλα αυτά δικαιολογούν την εκτίμηση πως «είμαστε εργάτες με στολή» και «παιδιά του ελληνικού λαού». Που πρέπει να ενόχλησε μια μερίδα του κοινού -και πάντως δεν την έπεισε να κλείσει φωνάζοντας πχ ρυθμικά: μπάτσοι-κομμούνια-μπολσεβίκοι.
Άλλο Ε.Λ.Α.Σ. και άλλο ΕΛ.ΑΣ.

Σε κάθε περίπτωση, η παρουσία του στο πάνελ της εκδήλωσης δεν ήταν τυχαία επιλογή. Ούτε προφανώς η τελική αναφορά της Βαλαβάνη στην παρουσία κάποιων αστυνομικών στο κοινό, με τους οποίους είχε άριστη συνεργασία στη Βουλή -και οι οποίοι περίμεναν στο τέλος να υπογράψει αφιέρωση στα βιβλία τους! Ήταν σχεδόν η τελευταία ειδική μνεία που έκανε -και ξάφνιασε ακόμα και μένα, που περίμενα πως θα κλείσει με το «ΙΕΚ Ψυρρή»...

Η Βαλαβάνη είχε αυτοδικαίως την τελευταία λέξη, που ήταν γεμάτη συγκίνηση και ευχαριστίες, σαν τις τελευταίες σελίδες ενός βιβλίου. Μεταξύ πολλών άλλων, μίλησε για τη σαγήνη της ιστορικής έρευνας, που έχει σχεδόν «αστυνομική» χροιά, και στέκει εμπόδιο στη μεγάλη απόφαση να ξεκινήσεις να γράφεις (για να μην τελειώσει ποτέ). Και έκανε ειδική αναφορά στους νέους, που τόλμησαν να έρθουν, να μπλέξουν με «γριές και γέρους», και με τέτοιο δύσκολο ζήτημα. Αν και λίγα πράγματα συγκρίνονται με τη σαγήνη της ιστορίας των παιδιών του Φλεβάρη και το θάρρος τους να αλλάξουν τον κόσμο -άλλο αν αυτός τα έφερε στα μέτρα τους (μερικά, όχι όλα). Και έτσι τώρα έχουμε να καθαρίσουμε εμείς γι’ αυτούς -και ας μην έχουμε κάνει ούτε ένα κλάσμα συγκριτικά.

Τουλάχιστον μας θεωρούν ακόμα νέους
Και αυτό έχει σημασία...

Να Διαβαστεί από τους νέους, ακουγόταν από όλους στο τέλος (που είναι ζήτημα πόσο διαβάζουν, αλλά αυτό είναι θέμα εποχής, όχι γενιών). Δε θα μπορούσαμε όμως να κλείσουμε με αυτά τα αρχικά (ΝΔ - Να Διαβαστεί).

Θ.Ν. - Θα νικήσουμε. (Hasta La Victoria Siempre, που έλεγε μια ψυχή).
Δ.Χ.Π. - Δε Χάσαμε Ποτέ. Είμαστε Ν.Α. (Νικητές σε Αναστολή).
Και Θ.Ν. οπωσδήποτε. Αρκεί να ΚΚ. Και να μην κκ (κάτσουμε καλά).
Γιατί είναι απ’ τα παιδιά που δεν κκ -ως μέλη του ΚΚ. Τα παιδιά του Φλεβάρη.

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2025

Θ.Ν. - Τα παιδιά του "74-'75"

Θ.Ν. Ένα χρονικό για «τα παιδιά του Φλεβάρη» μισό αιώνα αργότερα. Η βιβλιοπαρουσίαση.

Τι μουσική παίζει στα ηχεία του ασυνείδητου, καθώς πας σε μια εκδήλωση όπου όλα είναι συνειδητά;
Του Φλεβάρη τα παιδιά έδιωξαν τον βασιλιά. Ή έστω τη χούντα. Όχι, δεν κολλάει. Άσε που ήρθαν μετά τα παιδιά του Βενιζέλου, χωρίς Αλλαγή και Ιδιώνυμο, αλλά με τον ίδιο αντικομμουνισμό. Σήμερα και αύριο, ούτε που αλλάζουν...

-Θ.Ν. Κάπως σαν τον Θήτα Μι (που έλεγε για τον εαυτό του ο μεγάλος Μικρούτσικος). Που πάει να πει, σε αυτή τη γλώσσα τη βουβή, με τα «σήματα Μορς», πως «ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ». Κι εκ των υστέρων ακούγεται ίσως σαν ειρωνεία της ιστορίας, σαν το Venceremos του Άσιμου. Και όμως δεν είναι. Στο μαγκανοπήγαδο της μνήμης μου περνώ, 50 χρόνια πριν.

-The Connels: ’74-75.

Πρώτο πλάνο, φωτό από εκείνο τον Φλεβάρη, σαν την mugshot της 19χρονης Βαλαβάνη, τόσο εγκληματική κοψιά, που την κάνεις για μαθήτρια (μέλος της ΜΟΔΝΕ). Κι αυτοί είναι οι πιο επικίνδυνοι, γιατί αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα, ενίοτε κι αυταπάτες (πχ ότι θα την γλιτώσεις φτηνά από τα χέρια της Ασφάλειας). Αυτές κι αν είναι επικίνδυνες...


Στο επόμενο πλάνο μια φωτογραφία από το κοινό της εκδήλωσης -όλους μαζί και τον καθένα ξεχωριστά. Με τη χαρμολύπη στα μάτια και ένα δακρυσμένο χαμόγελο στα χείλη, σαν διαλεκτική αντίθεση. Πού είσαι νιότη του κόσμου που έδειχνες πως δε θα γεράσουν ποτέ. Ήτανε νέοι, ήταν παιδιά (του Φλεβάρη) και πίστευαν πως θα μείνουν πάντα έτσι, στην ηλικία και όχι μόνο. Κι ήταν καλή σοδειά, που δεν άνθισε ματαίως, και ας ήταν άχαρα τα χρόνια που χρεώθηκε να ζήσει.

I was the one who let you know
I was your «sorry ever after».
’74-’75

Σήμερα θα τα ’καναν όλα αλλιώς, αλλά δε μετανιώνουν για τίποτα. Ούτε καν ο Μαργαρίτης -ο μόνος από το πάνελ που είναι κοντά στο ΚΚΕ. Τα μαύρα τα μαλλιά τους και αν ασπρίσαν, πέσαν ή βάφτηκαν, δεν τους τρομάζει η βαρυχειμωνιά. Και όσοι ήταν στην ψυχή μπολσεβίκοι, επιστρέφουν σιγά-σιγά. Ο λύκος και αν εγέρασε και έβαψε το μαλλί του...

It’s not easy
Nothin’ to say ’cause it’s already said
It’s never easy

Ποτέ δεν είναι εύκολο να μιλήσεις, αλλά δε γίνεται να κουβαλάς για πάντα μέσα σου ένα νεκροταφείο από λέξεις. Όχι άλλες σιωπές, πριν κλείσουν οι τάφοι και πάρουν μαζί τους ένα κομμάτι ιστορίας, πολύτιμο και αναντικατάστατο. Όταν καβαλάς τα 70, αρχίζεις να το καταλαβαίνεις, τρέχεις να προλάβεις να το διορθώσεις.

-Εναλλακτικά μπορεί να παίζει το βιντεο-κλίπ του Βασίλη με τον Νταλάρα. Όπου τα ορφανά του Μάλλιου και του Μπάμπαλη βάζουν τον πρωταγωνιστή να δει καρέ από το παρελθόν του, όταν δεν είχε χάσει ακόμα το καρέ, μακρύ μαλλί του και τη διάθεσή του να αλλάξει τον κόσμο, που τελικά τα διέγραψε μόνος του, οικειοθελώς και χωρίς ξύλο. Στο ίδιο έργο θεατές... Με ροζ και πράσινους κόκκους. Αλλά εμείς θα τον αλλάξουμε τον κόσμο, να το δεις. Θ.Ν.

-Κι άμα θες να τρολάρεις, τι ακούς;
Όπως παλιά, το κόμμα στα δύο. Εγώ στην ΚΝΕ, εσύ μες στο Χημείο.
Και η Νάντια τι να λέει σήμερα για την ΑΡΑΣ;
Δεν ξέρω. Μπορεί να τα θεωρεί υπερβολές του κίτρινου τύπου και της ομόχρωμης (2ης) Διεθνούς, όπως τα παλιά ανέκδοτα για τα «ΚΝΑΤ».

Και ποια παιδιά είναι αυτά;
Του Φλεβάρη. Που τα έπιασαν παραμονές Βαλεντίνου, ίσως γιατί η επανάσταση είναι σαν τον έρωτα και κάθε μέρα μετράει σαν μήνας, έστω και κουτσοφλέβαρος.

Τα παιδιά της βαρυχειμωνιάς (που δεν τους τρομάζει), της χούντας του Ιωαννίδη, μετά την άνοιξη του Πολυτεχνείου, που την ακολούθησε το σύντομο καλοκαίρι της Μεταπολίτευσης, πριν φτάσουμε σε άλλη μια μακρά περίοδο παγετώνων, όπου κυνηγάμε μάταια βελανίδια -σαν το σκιουράκι από το Ice Age-, ενώ δρυός σοβιετικής πεσούσης, πας αστός ξυλεύεται και κάποιοι τους περνάνε για διαδόχους, ενώ εμείς κινδυνεύουμε να μας πουν απολιθώματα. Αλλά ο δρόμος είναι χαραγμένος στη μνήμη μας και την ιστορία, γιατί ο πάγος έσπασε και δεν ξανακολλάει...

Είναι τα παιδιά της ΚΝΕ, που λένε στη ζωή το μέγα ναι. Ακόμα και ένα μεγάλο «ΟΧΙ» στον καιρό τους -και δεν εννοώ στο δημοψήφισμα. Δυσκολεύεσαι να πιστέψεις πως τελικά δέχτηκαν αυτό ακριβώς που απέρριψαν -έναν Συνασπισμό που δεν έπαιρνε θέση ενάντια στην ΕΟΚ και τα κυβερνητικά αξιώματα. Και ότι κάποια εξ αυτών έγιναν «παιδιά του Τσώρτσιλ», καθώς μεγάλωναν, πηγαίνοντας όλο και πιο δεξιά, με το ρεύμα της εποχής τους. Ό,τι δεν μπορείς να πολεμήσεις, αγάπησέ το -ακόμα και αν είναι το σύστημα.

-Love, love will tear us apart. Again...

Όχι για τα ψεύτικα ενωτικά καλέσματα, που θυμίζουν «Αγάπη Μόνο» και τις έτοιμες ερωτικές κάρτες του εμπορίου. Αλλά για τη σιωπή τόσων χρόνων, που πριν το τέλος μοιάζει με αγάπη μεγάλη, ακόμα και όταν σπάει. Και για τον έρωτα, που η Βαλαβάνη θα τον γνώριζε ως κρατούμενη της χούντας. Τον γνώριζε και πριν -χωρίς να τον ξέρει- από το φυλλάδιο της ΚΝΕ «τι να κάνετε, όταν σας συλλάβουν». Και θα έμενε μαζί του 40 χρόνια, μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος, που δεν είναι παρά μια απλή μεταβολή της ύλης, δυστυχώς ασήμαντη μπροστά στην ιστορία (που προχωρά χωρίς να υπολογίζει τους ζευγάδες που φεύγουν) ή τις πολιτικές μεταβολές που βιώσαμε.

Πριν τον γνωρίσει, η Νάντια παρίστανε το «ζευγαράκι» με έναν άλλο σ/φο, για να παραπλανήσει την Ασφάλεια. Τελικά τον άφησαν ελεύθερο τον σ/φο, γιατί η μπολσεβίκα καταχράστηκε τη φιλοξενία του και έκανε γιάφκα το σπίτι εν αγνοία του (με 5 προκηρύξεις και άλλα αντίστοιχα δολοφονικά όπλα).

Ένας άλλος ρόλος -πριν καταλάβουν οι ανθρωποφύλακες τι «ψάρι» είχαν πιάσει- ήταν να παίξει την «αλαφροΐσκιωτη» και ολίγον σοσιαλδημοκράτισσα. Και όταν την ρώτησε σχετικά ο Μάλλιος, του απάντησε ως αιχμάλωτος (της ασφάλειας και) της γεωγραφίας: Σουηδία.
-Ε και λίγο αριστερά, πρόσθεσε αμέσως, γιατί σκέτο της φάνηκε πολύ νερόβραστο.

Είναι άτιμο πράγμα η ιστορική ειρωνεία, όταν κοιτάς αφ’ υψηλού και με χρονική απόσταση τα γεγονότα. Τότε η Βαλαβάνη δε φανταζόταν πως θα έμπλεκε με την (ακόμα πιο νερόβραστη) σοσιαλδημοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ και του Βαρουφάκη. Τότε οι μόνες αυταπάτες ήταν πως μπορεί τελικά να γλιτώσουν από τη Μεσογείων, χωρίς πολλές επιπλοκές (άντε και η θεωρία των σταδίων). Γιατί η ελπίδα είναι πιο δυνατή από τη λογική, όπως γράφει αυτοκριτικά και η ίδια (Νάντια-Ναντιέζντα = ελπίδα). Και τότε δεν είχε τη στερνή γνώση για την «ελπίδα» που ερχόταν μασκαρεμένη -αν και είχε τα πολιτικά εφόδια να είναι υποψιασμένη για το (ίδιο) έργο και να μη μείνει θεατής. Τότε δεν μπορούσε να ξέρει ότι θα μαζευόμασταν μια μέρα στο Τριανόν, λίγο αριστερά από την 3η Σεπτεμβρίου (και τη διακήρυξή της). Και ότι κάπου εκεί, κεντροαριστερά, θα κατέληγαν πολλά από τα παιδιά του Φλεβάρη.

Γενικώς η Βαλαβάνη δε μιλούσε καθόλου στην Ασφάλεια, για να μην της πάρουν λέξη -ούτε καν το όνομά της. Μια φορά μόνο, όταν αποκαλύφθηκε ότι ήταν παράνομο στέλεχος, τους είπε «είμαι μέλος της Αντι-ΕΦΕΕ και δεν έχω τίποτα άλλο να πω». Και αυτή ήταν σχεδόν μόνιμη επωδός στις ανακρίσεις της τους επόμενους μήνες στη Μεσογείων. Και αυτό έκανε τους ανθρωποφύλακες να την περάσουν στις αναφορές τους για «λιγομίλητη» -που σίγουρα δεν ανήκει στα μειονεκτήματά της. Κι αυτή είχε πάρα πολλά να πει, για να τα κρατήσει μέσα της. Κι είναι πολύ λίγες οι σχετικές πηγές, για να περισσεύει η δική της μαρτυρία.

Εξάλλου η σιωπή της ομοφωνίας έχει θέση μόνο στα πολιτικά νεκροταφεία. Κι όταν τελικά την σπάμε, δεν είναι απαραίτητο να συμφωνήσουμε, ούτε πως θα βρούμε κάτι να μας ενώνει -εκτός και αν μιλάμε με πράξεις, στον αγώνα. Μπορούμε όμως να καταλάβουμε καλύτερα τι μας χωρίζει και τι είναι αυτό που κράτησαν από το Κόμμα τα παιδιά του Φλεβάρη. Να σε σκεφτώ και να σε νοσταλγήσω, και αν υπάρχει λόγος, να γυρίσω -όπως και έγινε δηλαδή σε κάποιες περιπτώσεις, χωρίς κανείς να τους ζητήσει τον λόγο (να γυρίσουν) ή να πουν το δίδαγμα της παραβολής του άσωτου σ/φου, για να δείξουν πως όντως το κατάλαβαν.

Σε τελική ανάλυση, δε χρειάζεται να γυρίσουν όλοι. Ούτε να το κάνουν λίγο πριν το τέλος, για να πεθάνουν ως κομμουνιστές -και με τη βούλα. Κατά βάθος μπορεί όλοι ΚΚΕ να είμαστε -και να μην το ξέρουμε ή να μην το ξέρει το κόμμα. Πάνω-κάτω όπως τότε, που όλοι αυτοί ήταν/δήλωναν κομμουνιστές. Και ίσως αυτό να ήταν (το) πρόβλημα. Αυτό που έκανε κάποτε τον Ραφαηλίδη να πει πως στο ΚΚΕ μπορείς να συναντήσεις τα πάντα, ακόμα και κομμουνιστές. Κατ’ αντιστοιχία σήμερα, στην «Αριστερά» μπορείς να βρεις τα πάντα, ακόμα και άτομα που δεν είχαν ποτέ καμία σχέση μαζί του -αν και είναι μειοψηφία. Κι όσοι ήταν μια φορά Κνίτες, δε μένουν τέτοια για πάντα. Ή μήπως όχι;

Τι θα απαντούσε σε αυτό ο Σκαμνάκης; Που έχει φύγει εδώ και χρόνια, είναι σε αντιπαράθεση διαρκείας, αλλά χτες ένιωσε την ανάγκη να εκφράσει βαθιά ευγνωμοσύνη για το ΚΚΕ της εποχής του (και τον Τζιαντζή που τον στρατολόγησε).

Η αγάπη θα μας διαλύσει ξανά. Μέχρι δακρύων. Και ο μόνος λόγος να δακρύσεις, είναι όταν δεν μπορείς να χωρέσεις κάτι μέσα σου. Τον πόνο μιας απώλειας, την θλίψη. Την αδικία και τα νεύρα. Ακόμα και τη χαρά ή τη συγκίνηση, όταν σε γεμίζει ένας σκοπός και η συσσωρευμένη μαγεία μιας συλλογικής στιγμής, σαν τη χτεσινή, που ήταν όλοι τους εκεί. Πώς να σωπάσεις μέσα σου την ομορφιά του κόσμου...

Και δεν υπάρχει γάμος χωρίς κλάμα (πολιτικός ιδίως -και δεν εννοώ στο δημαρχείο) ή κηδεία χωρίς γέλιο. Ακόμα και βασανιστήρια χωρίς ευτράπελα. Μπορείς να το καταλάβεις, διαβάζοντας τα «ανέκδοτα» του Φαρσακίδη από τη Μακρόνησο και τις εξορίες. Ή επίσης το Θ.Ν. της Βαλαβάνη, που είναι γεμάτο μικρές, αστείες στιγμές, για να σπάει η ένταση.

Πχ ο ανθρωποφύλακας που τραγουδά εν αγνοία του τον ύμνο της ΕΠΟΝ. Ο συνάδελφός του που πίστεψε πως έπιασε λαβράκι και το «μεγάλο κεφάλι», βρίσκοντας μια σημείωση για αυτό που μας καθοδηγεί κρεμασμένο από έναν φανοστάτη στα Τρίκαλα. Ή για τον ανακριτή που ζητούσε από τους κρατούμενους ομολογίες, ακολουθώντας την οδηγία του Λένιν: ένα βήμα μπροστά και δύο πίσω. Ή για τον πανικό που προκαλούσε μια έρευνα στα κελιά και την αγωνία για να κρύψουν οι σφοι ένα υπερπολύτιμο στιλό. Κι όποιος έχει διαβάσει φέτος το James του (κάτι παραπάνω από απλώς αξιόλογου) Έβερετ, μπορεί να κάνει τη σύνδεση με την εποχή της δουλείας και να καταλάβει πόσο παράνομη κι επικίνδυνη πράξη είναι η απαλλοτρίωση ενός μολυβιού, όταν προσπαθούν να σε φιμώσουν.

Αλλά όσοι νομίζουν πως η χούντα ήταν «ανέκδοτο» και έριξε «απλώς μερικά χαστούκια» σε αριστερούς και μη, ας το πουν αυτό στα παιδιά του Φλεβάρη που υπέστησαν τον ευτελισμό-βασανιστήριο της «έρευνας» κάθε οπής του σώματός τους -για να μην περάσουν στα κελιά κάτι επικίνδυνο, όπως πχ ένα στιλό. Ας το πουν στον Γόντικα, που από τη φάλαγγα τρύπησαν τα πέλματά του ή ας το έλεγαν στον Κάππο, που είχε σαν στάμπα το κορμί του σημαδέψει ο φασισμός και η ανάγκη να τον ρίξουμε.

Αλλά επειδή ούτε εγώ έχω το «μειονέκτημα» να λακωνίζω όταν γράφω, παρά μόνο πολιτικά (για να θυμηθούμε και το πλην Λακεδαιμονίων του Λεωνίδα), και δεν έχω γράψει ακόμα ούτε λέξη για (πευκοβελόνες και) τις τοποθετήσεις των ομιλητών, ας βάλουμε εδώ ένα κόμμα (το ΚΚΕ κατά προτίμηση) και μια άνω τελεία (καμία σχέση με του Γκλέτσου) και τα υπόλοιπα τα βλέπουμε στην επόμενη ανάρτηση.

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2025

Παπανδρέου παπατζή, Χίτης ήσουνα κι εσύ

(*Σύνθημα από τις μεγάλες διαδηλώσεις πριν την έναρξη των Δεκεμβριανών)

Σ.Σ.: επετειακό κείμενο, που δημοσιεύεται με καθυστέρηση, λόγω τεχνικού προβλήματος


Υπάρχει κάτι άραγε που δεν έχει γραφτεί-ειπωθεί για τον μεγάλο Δεκέμβρη (ένας είναι, όπως και το κόμμα); Πιθανότατα όχι. Αλλά τίποτα δεν είναι αυτονόητο, όχι για όλους τουλάχιστον. Και η μεγάλη δυσκολία για να πει κανείς την αλήθεια, όπως θα διέβλεπε και ο Μπρεχτ, είναι ο κίνδυνος να ξεχάσουμε τα αυτονόητα. Να τα αφήσουμε να θαφτούν κάτω από ανούσιες λεπτομέρειες και τόνους αντιδραστικών, μεταμοντέρνων αφηγήσεων.

Ακολουθεί μια σειρά σημειώσεων, αυτονόητων και μη, για τον Δεκέμβρη ή μάλλον για τις μέρες πριν την κλιμάκωση της μεγάλης μάχης, δηλαδή το διήμερο 3-4 Δεκεμβρίου 1944. Αρκετές από αυτές τις κράτησα, διαβάζοντας παράλληλα το σχετικό βιβλίο του Χαραλαμπίδη, που δεν έχει την προβολή των δικών του «Δωσίλογων» αλλά είναι αρκετά αξιόλογο και από γενικά έντιμη σκοπιά. Η οποία θεωρείται γενικά αριστερή, αλλά τόσο ώστε να κάνει λόγο πχ για τις σφαίρες επιρροής που καθορίστηκαν στη συνάντηση Στάλιν-Τσώρτσιλ στη Μόσχα (χωρίς να αναφέρει πάντως το περιβόητο ραβασάκι με τα ποσοστά). Ή τόσο ώστε να μας λέει πως μες στις επόμενες δεκαετίες είχαμε ιδεολογικά φορτισμένες ερμηνείες των γεγονότων και πολιτικά στοχευμένα αφηγήματα (ηρωικός Δεκέμβρης ή δεύτερος γύρος της ανταρσίας), που χαρακτηρίζονται από επιλεκτική χρήση του παρελθόντος, την αποσιώπηση ή διαστρέβλωση των γεγονότων και τη συγκάλυψη των πολιτικών ευθυνών. Κι αυτό μας δείχνει ότι η ευρύτερη βάση μας πρέπει να κρατά κριτικές αποστάσεις πριν πέσει με τα μούτρα σε ένα πολυδιαφημισμένο βιβλίο –κάτι που ισχύει γενικώς και δεν περιμέναμε αυτό ή την Ιθάκη του Αλέξη, για να το μάθουμε.

Η πρώτη προσυγκέντρωση που έφτασε στην πλατεία Συντάγματος στις 3 Δεκέμβρη ήταν των Νοτίων Συνοικιών, που ανέβηκαν από Συγγρού και Αμαλίας –γι’ αυτό και πολλά θύματα ήταν από την Καλλιθέα, που ήταν το πρώτο μπλοκ. Για να αδειάσει η πλατεία χρειάστηκαν επαναλαμβανόμενες ρίψεις από την Αστυνομία Πόλεως του Έβερτ –μια τακτική «εκκένωσης» που πιθανόν να ζηλεύουν κάποια σύγχρονα όργανα καταστολής-, αλλά η προσέλευση των υπόλοιπων συγκεντρώσεων συνεχίστηκε και μετά τους πυροβολισμούς. Μια βρετανική πηγή κάνει μια μετριοπαθή εκτίμηση για 60 χιλιάδες κόσμου και πιθανότατα απέχει κατά πολύ από την πραγματικότητα (αφενός όμως μιλάμε για μια πόλη με τελείως διαφορετικά μεγέθη, που θα γιγαντώνονταν τις επόμενες δεκαετίες, αφετέρου είναι μάλλον διαχρονικό το ζήτημα της ακρίβειας πολλών εκτιμήσεων -συχνά υπερβολικών- ως προς το πλήθος μεγάλων διαδηλώσεων). Σε κάθε περίπτωση, ο Χαραλαμπίδης λέει πως αξιοποιήθηκε η ΕΑΜική πείρα της Κατοχής για τη σημασία των μαζικών κινητοποιήσεων (που εν πολλοίς τότε καθιερώθηκαν ως μέσο). Το ΕΑΜ προχώρησε σε μια επίδειξη δύναμης, με σκοπό να ασκήσει πίεση για να βρεθεί πολιτική λύση στο διαφαινόμενο αδιέξοδο για το στρατιωτικό ζήτημα.

Αυτό απαντά στο κλασικό «αφήγημα» πως τα Δεκεμβριανά δεν ήταν παρά μια απόπειρα των κομμουνιστών να καταλάβουν δια της βίας την εξουσία. Μακάρι να ίσχυε κάτι τέτοιο, γιατί θα είχε γίνει πολύ καλύτερη προεργασία, ώστε να την διεκδικήσει με αξιώσεις, υπό διαφορετικές συνθήκες και πολύ πιο ευνοϊκούς όρους. Ακόμα και οι Βρετανοί, ωστόσο, αναγνωρίζουν πως αν το ΕΑΜ είχε εξ αρχής τέτοια στόχευση, μπορούσε να την υλοποιήσει σχετικά εύκολα τις μέρες της Απελευθέρωσης, χωρίς να βρει ουσιαστική αντίσταση.

Αυτό δεν εμποδίζει τους Δεξιούς να αναμασάν ακούραστα το αφήγημά τους. Πλέον πρόσφατο παράδειγμα ο (συνομιλητής του Πιτζιπιτζίδη) Σπυράδωνης, που φαίνεται παρόλα αυτά κάπως μπερδεμένος για το τελικό αποτέλεσμα. Αφενός λέει πως πιθανή νίκη του ΕΑΜ θα παρέδιδε την Ελλάδα στο έλεος της ΕΣΣΔ, φτωχοποιώντας την και αφαιρώντας μέρος της επικράτειάς της. Αφετέρου μας λέει πως σε αυτή την περίπτωση δε θα υπήρχε κομμουνιστικό κόμμα στην Ελλάδα –όπως και σε καμία πρώην σοσιαλιστική χώρα(;!)- κάτι που φαίνεται να τον αφήνει μάλλον με το παράπονο. Και αν ωριμάσει η σκέψη μέσα του, ίσως πρέπει να καταλήξει σε ένα ακόμα βιβλίο με τίτλο: δυστυχώς νικήσαμε, συναγωνιστές. Έχει έτοιμο και υλικό για να αντιγράψει…

Τα επιβεβαιωμένα θύματα της 3ης Δεκέμβρη ήταν δέκα διαδηλωτές (επίσης μετριοπαθής εκτίμηση σε σχέση με άλλες πηγές), ενώ αναφέρεται και ένας αστυνομικός που λιντσαρίστηκε σε δεύτερο χρόνο από το οργισμένο πλήθος. Σε αυτά έρχονται να προστεθούν και τα τραγικά θύματα μετά την κηδεία των θυμάτων της διαδήλωσης, από τους συνεργάτες των Γερμανών που κρύβονται υπό υψηλή προστασία (μένοντας βασικά σε εφεδρεία) σε κτίρια της Πανεπιστημίου, παραμένουν σε αυτά ανενόχλητοι για 50 μέρες και προκαλούν αντί να λουφάξουν, βλέποντας την ατιμωρησία τους μετά από το αντίστοιχο δολοφονικό τους χτύπημα τις πρώτες μέρες της Απελευθέρωσης. Διάφοροι Άγγλοι ανταποκριτές απορούν για ποιον λόγο οι βρετανικές δυνάμεις ανέχονται –αν δεν εποπτεύουν- τέτοιες φασιστικές ενέργειες, ενώ απορούν με την ψυχραιμία που επιδεικνύει η Εαμική πλευρά. Το δικό μου ρητορικό ερώτημα είναι κατά πόσο αυτά τα θύματα είναι ευρύτερα γνωστά στους ιστορικούς κύκλους (ερευνητές, ερασιτέχνες ιστοριοδίφες και το ευρύ κοινό) και αν θα ήταν σκόπιμο να αρχίσουμε τιμητικές εκδηλώσεις στη μνήμη τους, κάθε 3η Δεκέμβρη, στο Σύνταγμα, ενάντια στην οργανωμένη λήθη, που είναι ο πρόδρομος (και δίδυμο αδελφάκι) της αναθεώρησης.

Η εκδοχή ενός μέρους του Τύπου της Δεξιάς (που αναπαράχθηκε και τα επόμενα χρόνια) ήταν πως οι άοπλοι διαδηλωτές πυροβόλησαν πρώτοι, για να προκαλέσουν την αιματοχυσία –και να την αξιοποιήσουν πολιτικά, θυσιάζοντας μερικούς συντρόφους τους. Και θα ήταν καταγέλαστη, αν δεν αφορούσε μια πολύνεκρη δολοφονική επίθεση.

Είναι πολύ γνωστή στον Ελληνικόν Λαόν η τακτική του Κομμουνιστικού Κόμματος. Τοποθετούν στις πρώτες σειρές γυναικόπαιδα. Πίσω από τα αθώα αυτά προχώματα τα μαχητικά στελέχη επιτίθενται ή και πυροβολούν κατά των αστυνομικών για να τους φέρουν στην ανάγκη να αντιπυροβολήσουν και έτσι να υπάρξουν λίγα θύματα. Γιατί είναι απαραίτητο στο Κομμουνιστικό Κόμμα να υπάρξουν μερικά θύματα ώστε να διαλαλήσουν την άλλη μέρα πως η Αστυνομία δολοφονεί τον Λαόν!!! Αυτό έγινε και τώρα. […] Είναι αλήθεια πως τα θύματα στην πραγματικότητα ήταν λίγα. Μόνον 10 νεκροί.

(Ελλάς, 6 Δεκεμβρίου 1944, όπως παρατίθεται στο βιβλίο του Μεν. Χαραλαμπίδη «Δεκεμβριανά 1944 – Η μάχη της Αθήνας», εκδόσεις Αλεξάνδρεια).

Προσπερνώντας την κυνική αναφορά για «μόνο» δέκα νεκρούς (ίσως γιατί γνώριζαν από πρώτο χέρι το λουτρό αίματος που θα ακολουθούσε), μπορεί να διακρίνει κανείς έναν παλιό πρόγονο του αφηγήματος του κράτους-δολοφόνου του Ισραήλ (που τότε δεν υπήρχε) για τις δολοφονίες των άμαχων Παλαιστίνιων που προστατεύουν σαν ασπίδα τους τρομοκράτες της Χαμάς.

Όσο για την κηδεία της επόμενης μέρας, η Δεξιά μιλούσε για σκηνοθετημένη τελετή με κλεμμένα πτώματα εθνικοφρόνων ή άδεια φέρετρα γεμάτα πέτρες…

Ο πολιτικός απόηχος της διαδήλωσης και της δολοφονικής της αντιμετώπισης ήταν τέτοιος που οδήγησε τον Παπανδρέου σε παραίτηση, η οποία όμως δεν έγινε δεκτή. Όχι από το υπουργικό του συμβούλιο, αλλά από τους Βρετανούς, που του είχαν αναθέσει μια συγκεκριμένη δουλειά και δε θα τον αποδέσμευαν πριν να δρομολογηθεί η εκτέλεσή της, ασχέτως αν ήταν δυσαρεστημένοι από κάποιες πρωτοβουλίες του και τη σχετική έλλειψη αποφασιστικότητας.

Λίγες μέρες πριν, υπήρχε η αίσθηση πως είχε βρεθεί κοινός τόπος για συμβιβασμό και συμφωνία ως προς το επίμαχο στρατιωτικό ζήτημα (τους ακριβείς όρους αφοπλισμού των αντιστασιακών οργανώσεων και τη συγκρότηση εθνικού στρατού). Αυτό προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια των Φιλελεύθερων του Σοφούλη αλλά και του Τσώρτσιλ, ο οποίος έγραφε στον Ήντεν για τον Παπανδρέου: «Όταν σκέφτεσαι τι έχουμε κάνει γι’ αυτούς σε στρατεύματα, σε επιχειρήσεις, σε τρόφιμα και μετρητά, αρχίζεις κι αναρωτιέσαι τι κερδίζουμε μ’ αυτόν τον γερο-τρελό».

Τελικά, μετά το νέο αδιέξοδο, την εντολή για τον αφοπλισμό την έδωσε ο Βρετανός Σκόμπι σε μια μονομερή απόφαση που παραβίαζε κατάφωρα την πρόσφατη Χάρτα του Ατλαντικού και τις διεθνείς συμφωνίες που δεν επέτρεπαν την εξωτερική επέμβαση στα εσωτερικά ζητήματα άλλης χώρας, θέτοντας (τουλάχιστον από τότε) το ερώτημα: ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο;

Ο Μαργαρίτης σημειώνει σωστά στη δική του ιστορία του εμφυλίου (μεταφέρω την ουσία από μνήμης και όχι με ακριβείς διατυπώσεις) πως δεν ήταν μια ένοπλη σύγκρουση με έναν εξωτερικό εχθρό (δηλαδή μια μεγάλη δύναμη) αλλά με το σύνολο του αστικού κόσμου που πολέμησε λυσσαλέα για την επιβίωση της εξουσίας του και των προνομίων του, και ο οποίος –σε αντίθεση με μια κοινή, γενική αντίληψη- είχε ευάριθμες, υπολογίσιμες δυνάμεις. Γι’ αυτό εξάλλου ήταν πρωτίστως εμφύλιος –παρά οτιδήποτε άλλο. 

Είναι σαφές, ωστόσο, ότι χωρίς την ωμή βρετανική επέμβαση ο αστικός κόσμος θα είχε καταρρεύσει πολιτικά από τις πρώτες μέρες των Δεκεμβριανών και δε θα ήταν σε θέση να νικήσει στρατιωτικά στη μάχη της Αθήνας (πόσο μάλλον σε μεγαλύτερη κλίμακα, ενάντια στον κύριο όγκο των δυνάμεων του ΕΛΑΣ. Κι είναι επίσης σαφές πως το κέντρο των βασικών αποφάσεων δεν ήταν η κυβέρνηση Παπανδρέου, αλλά είχε μετατεθεί στο Λονδίνο.

Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να διακρίνουμε μια σειρά αντιθέσεις στο εσωτερικό του αστικού στρατοπέδου.

Οι Φιλελεύθεροι του Σοφούλη ήθελαν να ρίξουν τον Παπανδρέου πριν και μετά την έναρξη των Δεκεμβριανών, με τον ηγέτη τους να λέει χαρακτηριστικά στον στρατηγό Σκόμπι: «αν στηρίξω τον πρωθυπουργό Παπανδρέου, θα στηρίξω μια δικτατορία, κάτι που βρίσκω αδύνατο να κάνω».

Η απάντηση αυτή δόθηκε μετά την άρνηση των Βρετανών να συναινέσουν στην παραίτηση του Παπανδρέου και την αντικατάστασή του από τον Σοφούλη, κάτι που προκάλεσε τριγμούς στο βρετανικό στρατόπεδο και σχολιάστηκε στο κοινοβούλιο από τον εισηγητή των Εργατικών με τον πιο οξύ τρόπο: Έχει ο [Βρετανός] πρωθυπουργός το δικαίωμα να διορίζει πρωθυπουργούς συμμαχικών κρατών όπως διορίζει μερικές κοινοβουλευτικές ιδιαιτέρες γραμματείς ή όπως ο Χίτλερ διόριζε γκάουλαϊτερ στις διάφορες χώρες που έθετε υπό την εξουσία του;

Η αποδοκιμασία προς τους χειρισμούς της βρετανικής κυβέρνησης ερχόταν ακόμα και από τους Αμερικανούς συμμάχους της. Ο υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ Στετίνιους έκανε μια ξεκάθαρα αρνητική δήλωση για τις βρετανικές δυνάμεις, ο αμερικανικός στόλος στη Μεσόγειο έλαβε εντολή να μη χρησιμοποιηθούν αμερικάνικα πλοία για τον ανεφοδιασμό των Βρετανών στην Ελλάδα, ενώ ακόμα και ο Ρούζβελτ εξανίστατο: 

«Πώς είναι δυνατόν οι Βρετανοί να αποτολμήσουν ένα τέτοιο πράγμα! Σε ποιο σημείο μπορούν να φτάσουν για να διατηρήσουν το παρελθόν! Δε θα εκπλησσόμουν καθόλου αν ο Ουίνστον είχε απλώς δηλώσει ότι υποστήριζε τους Έλληνες βασιλόφρονες! Αυτό θα ταίριαζε στον χαρακτήρα του! Αλλά να σκοτώνει Έλληνες αντάρτες!»

Ή αλλιώς «σύμμαχος να σκοτώνει σύμμαχο», όπως θα λέγανε και σε μια ταινία…

Δεν ξέρω αν έχει νόημα να σχολιάσουμε εκτενώς αυτές τις αντιθέσεις. Είναι συχνό φαινόμενο στον αστικό κόσμο το μερικό (ή το ατομικό) συμφέρον να διαπλέκεται και ενίοτε να επισκιάζει το ταξικό. Είναι επίσης χαρακτηριστικό πόσο εύθραυστα ήταν τα κυβερνητικά σχήματα καθ’ όλη τη διάρκεια των επόμενων χρόνων –και στα χρόνια του εμφυλίου- ή πόσο εύκολα πανικοβαλλόταν το άκαπνο πολιτικό προσωπικό της αστικής τάξης με την παραμικρή επιτυχία του ΔΣΕ στο πεδίο των μαχών.

Ο Κάππος έλεγε ότι η αστική ιδεολογία είναι ανύπαρκτη χωρίς οικονομική στήριξη. Η μόνη τους ιδεολογία, για την ακρίβεια, είναι το χρήμα και το συμφέρον, και κάθε «αγώνας» τους στοχεύει αποκλειστικά στην υπεράσπιση των παραπάνω. Παρόλα αυτά οι αστοί διαθέτουν ισχυρό ταξικό ένστικτο, ιστορική πείρα και αρκετά μέσα (εξουσία και χρήμα) για να πετύχουν συμμαχίες και να υπερασπίσουν το συμφέρον της τάξης τους. Ενώ είναι αρκετά ευέλικτοι, ακριβώς γιατί δεν έχουν άλλη αρχή πέρα από τη διατήρηση της δικής τους αρχής –και δεν πρόκειται να την παραδώσουν οικειοθελώς και ειρηνικά. Αλίμονο λοιπόν σε όποιον απολυτοποιεί τις μεταξύ τους διαφορές και ξεχνά πόσο εύκολα μπορούν να τις παραμερίσουν, για να υπηρετήσουν τον στρατηγικό σκοπό τους.

Ο Σοφούλης συνεργάστηκε άψογα όλα τα επόμενα χρόνια, σε διάφορα κυβερνητικά σχήματα –είτε ως επικεφαλής, είτε όχι. Οι Εργατικοί ήταν κυβερνητικοί συνέταιροι του Τσώρτσιλ κι έπαιξαν βρώμικο ρόλο στη συνέχεια, πχ με το «πόρισμα Σιτρίν». Ενώ για τον ρόλο των ΗΠΑ στη συνέχεια των γεγονότων, μάλλον δε χρειάζεται να προσθέσει κανείς κάτι ιδιαίτερο.

Και όπως αναφέρεται σε μια βρετανική έκθεση κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών: τα κυβερνητικά (σ.σ.: αστικά) κόμματα επέδειξαν ενότητα μόνο στην εναντίωσή τους στον ΕΛΑΣ, ενώ δεν μπόρεσαν να παραμερίσουν έστω και για λίγο τον μεταξύ τους ανταγωνισμό, εμφανίζοντας ένα συμπαγές μέτωπο κατά του ΕΑΜ.

Το τελευταίο που αξίζει να κρατήσουμε είναι πως η Ελλάδα δεν αποτελούσε κάποια ιδιαίτερη περίπτωση στο πλαίσιο της μεταπολεμικής Ευρώπης. Η βασική αντίθεση για αρκετές χώρες, το πρώτο διάστημα αμέσως μετά την απελευθέρωση, ήταν ανάμεσα στα αντιστασιακά κινήματα που σήκωσαν το βάρος του αγώνα ενάντια στον φασισμό και τις εξόριστες κυβερνήσεις που επιδίωκαν να αποκαταστήσουν την προηγούμενη τάξη πραγμάτων, σα να μην είχε μεσολαβήσει τίποτα –ούτε η δική τους χρεοκοπία, ούτε η ανάδειξη του λαϊκού παράγοντα στο προσκήνιο.

Η περίπτωση της Ελλάδας, λοιπόν, δεν ήταν μοναδική. Αντίστοιχες αντιθέσεις –σχετικά με τα κυβερνητικά σχήματα, την τιμωρία των δωσίλογων κτλ- υπήρχαν πχ στο Βέλγιο και στην Ιταλία. Η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα όπου δεν επιτεύχθηκε πολιτική λύση κι οδηγήθηκε στην ένοπλη σύγκρουση μεταξύ πρώην συμμαχικών δυνάμεων. Το πώς και το γιατί είναι μια πολύ μεγάλη συζήτηση, που οφείλει να εξετάσει μεταξύ άλλων την αλλοπρόσαλλη τακτική της Εαμικής ηγεσίας (που σίγουρα δε δικαιολογεί αλλά ως ένα βαθμό ερμηνεύει την καχυποψία και τις μεταγενέστερες κατηγορίες εναντίον του Σιάντου).

Αν μη τι άλλο, όμως, καμία απάντηση δεν μπορεί να παραγνωρίσει τη βασική «ελληνική ιδιαιτερότητα», που δεν ήταν άλλη από την ύπαρξη ενός τόσο ισχυρού μαζικού αντιστασιακού κινήματος, όπως το ΕΑΜ. Ο Δεκέμβρης ήταν η άρνησή του να υποταχθεί, θέτοντας οικειοθελώς το κεφάλι του στην γκιλοτίνα. Και όσοι θέλουν να τιμήσουν αυτόν τον ηρωικό αγώνα, οφείλουν να σταθούν κριτικά στα λάθη του. Δεν έχουν όμως κανένα δικαίωμα να τον αποκηρύξουν με τη λαθολογία και το ερμηνευτικό σχήμα της «μπανανόφλουδας».