Δευτέρα 17 Μαρτίου 2025

Μα αυτά τα λένε οι οπορτουνισταί...

Πρόσωπο με πρόσωπο έλα να τα πούμε, δηλαδή να τα πεις, έστω στο απρόσωπο γυαλί της τιβί, με τη διαμεσολάβηση του παρουσιαστή που θέλει να σε διακόψει, γιατί ήσουν σαφής και να σηκώσει άλλο παιδάκι στον πίνακα, σα να λύνουμε ασκήσεις, λες και αν είχες το χάρισμα και τη διακριτική γοητεία της δημιουργικής ασάφειας, θα σε άφηνε να μιλάς ελεύθερα με ξέπλεκες κοτσίδες, όπως τότε που έμενες με τον υπεραστικό Κακοφωνίξ. Αλλά ο παρουσιαστής είναι παλιός ρουφ στο κουρμπέτι, ρωτάει αν πρέπει να φύγουν οι Ιταλοί, -για να ’ρθουν πχ οι Γερμανοί;- του απαντάς. Λες για τις υποδομές του ΟΣΕ που είναι κρατικές και σε μαύρο χάλι και πετιέται ο Μπάμπης, σαν σύντροφος έτοιμος από καιρό, σαν προβοκάτορας: δηλαδή ο Χατζηνίκος είναι πιο κομμουνιστής από εσάς, κ. Σοφιανέ;

Επανακρατικοποίηση, ΔΕΚΟ, δημόσιοι οργανισμοί, βασικοί παραγωγικοί κλάδοι. Μα αυτά τα λένε οι οπορτουνιστές. Όλος ο κόσμος τα λέει, κ. Σοφιανέ. Λες να έγιναν δηλαδή όλοι κομμουνιστές; Να ήταν κρυφοί σύντροφοι που βγήκαν από την ντουλάπα τους; Κι αν εμείς λέγαμε ό,τι και οι άλλοι, δε θα ήταν σημάδι πως ίσως δεν τα λέμε τόσο καλά;


Κοιτάξτε, εμείς παλεύουμε ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, για έναν ενιαίο δημόσιο φορέα στις συγκοινωνίες και όχι μόνο, αλλά δε θεωρούμε λύση το κρατικό μονοπώλιο σε αυτό το σύστημα.
-Ούτε κρατικά, ούτε ιδιωτικά; Μήπως είστε αναρχικός; Αυτόνομος; Αντιεξουσιαστής;
-Προφανώς και όχι.
Οργή, θυμός, το κράτος ο εχθρός!
Δεν είναι αυτό που νομίζετε.

Και όντως δεν είναι.

Λοιπόν, η σύντομη εκδοχή είναι η εξής. Όλο και περισσότεροι συνειδητοποιούν πως αυτό το κράτος είναι δολοφόνος, που βάζει τα κέρδη πάνω από τη ζωή. Πώς θα του εμπιστευτούμε τις δικές μας, να μας φτιάξει έναν δημόσιο και ασφαλή σιδηρόδρομο; Ή μήπως θέλουμε έναν δολοφόνο με κοινωνικό-εργατικό έλεγχο;

Ανάλυση της σύντομης εκδοχής.

Ο βασικός μας στόχος δεν είναι απλώς ένας κρατικός ΟΣΕ, αλλά η υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα του. Να είναι ασφαλής, φτηνός, σχεδιασμένος για τις ανάγκες μας και όχι εμπόρευμα, με σκοπό το κέρδος. Και αυτό αφορά κάτι πολύ ευρύτερο από το τυπικό ιδιοκτησιακό του καθεστώς.

Στον αντίποδα, η βασική στρατηγική της αστικής τάξης δεν περνά μόνο μέσα από τις ιδιωτικοποιήσεις. Είναι η «απελευθέρωση» -στην προσφιλή τους, οργουελική, διπλή γλώσσα-, η εμπορευματοποίηση, οι εργολαβίες, οι συμπράξεις ιδιωτών με το κράτος (ΣΔΙΤ), ο κατατεμαχισμός των οργανισμών, το ξεπούλημα των φιλέτων, ο μαρασμός και η απαξίωση των υπόλοιπων κομματιών.

Αυτή τη στιγμή, ο παλιός ενιαίος ΟΣΕ δεν είναι αποκλειστικά ιδιωτικός. Το κομμάτι των υποδομών και της συντήρησης παραμένει στο κράτος, με τα γνωστά δολοφονικά αποτελέσματα. Χωρίς πόρους, προσωπικό, με απαρχαιωμένο δίκτυο και όρους ασφαλείας του περασμένου αιώνα. Ακόμα κι αν απαλλοτριώναμε την Hellenic Train χωρίς αποζημίωση, η υπηρεσία θα επέστρεφε σε ένα κράτος-εγκληματία, που λειτουργεί με ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια και με τη λογική κόστους-οφέλους, για τη μεγιστοποίηση των κερδών.

Οι ιδιωτικοποιήσεις είναι μόνο ένας από τους άξονες αυτής της στρατηγικής. Η ακύρωσή τους είναι κρίσιμο πεδίο, αλλά από μόνη της δε δίνει συνολική λύση στο πρόβλημα.

Μήπως τότε τα παραπέμπετε όλα στον σοσιαλισμό; Μήπως αρνείστε τα μικρά βήματα που μπορούν να βελτιώσουν εδώ και τώρα -και όχι σε ένα σοσιαλιστικό επέκεινα- τη ζωή του εργαζόμενου λαού, του οποίου τα συμφέροντα θεωρητικά υπερασπίζεστε;

Αυτό είναι ψέμα -συνειδητό και βρώμικο κατά κανόνα. Οι κομμουνιστές δίνουν όλες τις δυνάμεις τους για μικρές κατακτήσεις που ανακουφίζουν τον λαό και δείχνουν τον δρόμο της διεκδίκησης, τονίζοντας βέβαια τον επισφαλή, προσωρινό χαρακτήρα τους στο κυρίαρχο πλαίσιο, όσο δεν αλλάζει ο συσχετισμός και το γενικό πλαίσιο.
Βρίσκονται πίσω από κάθε μικρό ή μεγαλύτερο αγώνα -για αυξήσεις μισθών, συλλογικές συμβάσεις, ακυρώσεις πλειστηριασμών και απολύσεων κτλ. Οργανώνουν απεργίες και τις συλλογικές αντιστάσεις της τάξης μας, όσο κανείς άλλος πολιτικός χώρος-και αυτό ουδείς μπορεί να το αμφισβητήσει σοβαρά.

Η βασική διαπάλη δεν αφορά το ζήτημα αν οι δυνάμεις του ΚΚΕ παλεύουν και καταφέρνουν μικρές βελτιώσεις στο σήμερα, αλλά γιατί δεν υιοθετούν ενδιάμεσους στόχους και συνθήματα, όπως η πτώση της κυβέρνησης, η (επανα)κρατικοποίηση του ΟΣΕ και άλλων βασικών παραγωγικών κλάδων. Ότι δηλαδή δεν υιοθετεί μεταβατικά αιτήματα, πολιτικούς στόχους, για να ξεφύγει από τις οικονομικές διεκδικήσεις και τα στενά όρια του οικονομισμού ή για να ανεβάσει το επίπεδο της μέσης πολιτικής συνείδησης ή για να συσπειρώσει ευρύτερες μάζες γύρω από αυτούς τους τακτικούς στόχους ή για να υλοποιήσει τα πρώτα βήματα ενός τέτοιου προγράμματος που θα προσεγγίσει τον στρατηγικό στόχο του σοσιαλισμού.

Αν η συζήτηση αυτή σας θυμίζει κάτι, είναι γιατί έχει προϊστορία, τουλάχιστον από την εποχή των μνημονίων, των συνθημάτων περί ρήξης ευρωζώνη και ΕΕ, διαγραφής του χρέους κτλ. Κι αν υπενθυμίζω εδώ κάποιες βασικές πτυχές της, ελπίζω να μην πέσω στην παγίδα της αβάσταχτης επανάληψης των αυτονόητων -για τους παλιούς τακτικούς αναγνώστες, τουλάχιστον.

Το σκεπτικό δεν είναι πάντα/ακριβώς ενιαίο στα σημεία της παραπάνω κριτικής και για τα πολιτικά ρεύματα που εκφράζει. Μια πρώτη βασική διαφοροποίηση είναι μεταξύ όσων μιλάνε για στόχους ζύμωσης και συγκέντρωσης δυνάμεων που θα συγκλίνουν στην πάλη για τον στρατηγικό στόχο και σε όσους θεωρούν την υλοποίησή τους εφικτή (εδώ και τώρα) και αναγκαία για να μας φέρει πιο κοντά στον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, βλέποντας ίσως την «παραγωγική ανασυγκρότηση» με «κρατική ιδιοκτησία» και «κοινωνικό-εργατικό έλεγχο» ως ένα πρόπλασμα της αυριανής σοσιαλιστικής οικονομίας, ένα σκαλοπατάκι που προετοιμάζει μια τέτοια μετάβαση, βοηθώντας τις συνθήκες να ωριμάσουν.

Τέτοιοι ή αντίστοιχοι στόχοι πάλης διατυπώνονται από μια σειρά δυνάμεων, συχνά με αντικρουόμενες αντιλήψεις και σχέδια περί μετώπων, ενδιάμεσων σταδίων, μεταβατικού προγράμματος (ένας όρος με τροτσκιστικές ρίζες) και ιδεολογικών αφετηριών, και αντιθέσεις που ξεπερνούν μάλλον εύκολα, συγκλίνοντας επί του πρακτέου στη σημερινή συγκυρία. Κι αυτό ερμηνεύει και κάποιες φαινομενικά ετερόκλιτες συμμαχίες κατά καιρούς.

Μια δεύτερη διαφοροποίηση και αντινομία αυτής της λογικής αφορά το ζήτημα για το (πολιτικό-ταξικό) υποκείμενο που καλείται να υλοποιήσει τους επιμέρους στόχους ή το σύνολο του προγράμματος. Ουσιαστικά επεκτείνει το ερώτημα «να πέσει η κυβέρνηση για να έρθεις ποιος-τι», που μπαίνει σήμερα στο δημόσιο λόγο. Κάποιες δυνάμεις απαντούν «μια προοδευτική κυβέρνηση», άλλες με το σύνθημα μιας κυβέρνησης στην παλιά λογική του ΑΑΔΜ και άλλες λένε πως την υλοποίηση θα την επιβάλει το κίνημα, με μαζικό λαϊκό εκβιασμό σε μια αδύναμη κυβέρνηση -που ουσιαστικά φτάνει από άλλο δρόμο, στο ίδιο συμπέρασμα.

Το σύνθημα των «αδύναμων κυβερνήσεων» βασίζεται στη λογική πως πρέπει πάντα να υπάρχουν ανίσχυρες κυβερνήσεις που να μην μπορούν να προχωρήσουν τον σχεδιασμό τους -κάτι σωστό γενικά, που αν ειπωθεί όμως από το ΚΚΕ, τότε «διακατέχεται από εκλογικές αυταπάτες» ή «δε θέλει να κυβερνήσει» -τα πάντα και τα αντίθετά τους, συγχρόνως. Αλλά ο βασικός πολιτικός στόχος μας δεν μπορεί να είναι μια ανισορροπία διαρκείας, μια ενδιάμεση κατάσταση -που κάποιοι τη βαφτίζουν «προεπαναστατική» στο μυαλό τους, για να τα έχουν καλά με την ιδεολογία τους. Τηρουμένων των αθλητικών αναλογιών, είναι σα να κατεβαίνεις σε έναν νοκ-άουτ αγώνα με στόχο να μη χάσεις. Ή σα να κατεβαίνεις στο μπάσκετ με στόχο την παράταση! Κι αν το τελευταίο λεπτό ενός αγώνα μπάσκετ είναι ό,τι πιο κοντινό στον συμπυκνωμένο ιστορικό χρόνο, αυτός κυλάει εναντίον μας, μετρώντας χαμένες ευκαιρίες που δε θα ξανάρθουν.

Προκύπτει επίσης το εξής εύλογο ερώτημα: αν το κίνημα έχει τόση δύναμη να επιβάλει τους κρίκους ενός προγράμματος ή -πολύ περισσότερο- τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης με πανίσχυρο λαϊκό έρεισμα, που δεν κάμπτεται από εκβιασμούς-, γιατί δεν πάμε μέχρι τέλους ή απλώς στο επόμενο βήμα και το αφήνουμε μετέωρο;
Αν μη τι άλλο, ένας άλλος τύπος εξουσίας, ως πολιτική έκφραση μιας επαναστατημένης τάξης -κι όχι μιας πρόσκαιρης εκλογικής πλειοψηφίας- έχει πολύ περισσότερα εργαλεία για να αντιμετωπίσει τα άμεσα καθήκοντα και τα προβλήματα που θα προκύψουν από ό,τι μια κυβέρνηση που -όσο καλοπροαίρετη και αν είναι- δεν παύει να παίζει σε εχθρικό έδαφος-γήπεδο.

Ας δούμε συνοπτικά μερικά ακόμα προβληματικά σημεία αυτής της λογικής.

-Η επαναστατική μετάβαση είναι μια πλούσια διαδικασία δυναμικής σύγκρουσης, που οδηγεί σε ένα κρίσιμο, αποφασιστικό άλμα και δεν μπορεί να υποκατασταθεί από οδικούς χάρτες και σκαλοπατάκια ή να χωριστεί σε επιμέρους βήματα, που καταλήγουν στο κενό. Με άλλα λόγια, mind the gap. Προσοχή στο κενό μεταξύ αστικής και σοσιαλιστικής εξουσίας/οικονομίας.

-Η αντίληψη της κρατικής ιδιοκτησίας σε μια καπιταλιστική χώρα ως εν γένει θετικού μέτρου, που προετοιμάζει τους όρους μιας σοσιαλιστικής επανάστασης, κρύβει διάφορες συγχύσεις και προβληματικές επεξεργασίες.

Αγνοεί πχ το ιστορικό των κρατικοποιήσεων σε μια σειρά καπιταλιστικές οικονομίες, το ταξικό τους περιεχόμενο, τους λόγους που τις υπαγόρευσαν -κρίση, συγκεκριμένη φάση καπιταλιστικής ανάπτυξης, χτίσιμο υποδομών κ.ά. Στην τελική της συνέπεια, η αντίληψη αυτή καταλήγει πχ να πάρει τοις μετρητοίς τον όρο «σοσιαλμανία» για τη διακυβέρνηση Καραμανλή, να επικροτήσει τις κρατικοποιήσεις των προβληματικών επί ΠΑΣΟΚ -για να παραδοθούν καθαρές από χρέη στην αγορά- ή να θεωρεί σοσιαλισμό τα κεϊνσιανά μέτρα του Ρούσβελτ την περίοδο του New Deal.

-Η αυτονόμηση και στρατηγική προβολή του αιτήματος της (επανα)κρατικοποίησης συσκοτίζει το ερώτημα «τι δημόσιο τομέα θέλουμε». Ότι δηλ δεν υπερασπιζόμαστε τον σημερινό μίζερο, απαξιωμένο, υποστελεχωμένο δημόσιο τομέα, υπό τον ασφυκτικό έλεγχο της κυβέρνησης, με τις γνωστές παθογένειες (βύσματα, διαφθορά, εργατοπατέρες κτλ), και προπαντός το κερδοσκοπικό κριτήριο της λειτουργίας του με όρους ιδιωτικής επιχείρησης, εις βάρος των δικών μας αναγκών.

Αυτή η τακτική τείνει να προβάλλει ως στόχο μια -ούτως ή άλλως ανέφικτη- επιστροφή στο πρόσφατο -και εξιδανικευμένο σε μεγάλο βαθμό- παρελθόν και αντιστρέφει την πραγματικότητα. Ενισχύει τη ρετσινιά-στερεότυπο περί «κρατισμού» -αγαπημένη καραμέλα διάφορων φιλελέ θιασωτών μιας κατεξοχήν κρατικοδίαιτης ιδιωτικής οικονομίας- και δίνει μια αίσθηση συντηρητικής αναπόλησης του παρελθόντος, μιας ρετροσπεκτίβας, αντί για μια προοπτική διεξόδου από τη σκοπιά των σύγχρονων αναγκών και των δυνατοτήτων του μέλλοντος.

-Η εποχή μας απαιτεί συνολικές λύσεις και μια ολοκληρωμένη πολιτική πρόταση: πώς μπορεί να λειτουργήσει μια κοινωνία μακριά από τη δολοφονική λογική του κέρδους. Γιατί λοιπόν να αρνούμαστε τη δυνατότητα να προβάλλουμε αυτή την πρόταση, μια συνολική πρόταση εξουσίας, μια εναλλακτική για το πώς θα μπορούσε να είναι τα πράγματα, ακριβώς τη στιγμή που αυτή είναι πιο επίκαιρη από ποτέ;

Όσοι νοσταλγούν τον καιρό που κάποιοι επιμέρους στόχοι είχαν μια σχετική αυτονομία και φαίνονταν εφικτοί (πχ η αποδέσμευση από την ΕΟΚ) τείνουν να ξεχνάν πως τότε υπήρχε μια ριζικά διαφορετική συνθήκη και ένα άλλο διεθνές πλαίσιο, με τη σφραγίδα της σοσιαλιστικής κοινότητας, που έδινε εχέγγυα στήριξης σε οποιαδήποτε χώρα επέλεγε έναν διαφορετικό δρόμο -ή έστω τα πρώτα βήματα μιας άλλης πορείας. Αυτή η συνθήκη σήμερα έχει εκλείψει -όσο και αν κάποιοι επιμένουν να βλέπουν τις χώρες των BRICs ως αντίπαλο «σοσιαλιστικό» δέος. Και δεν είναι τυχαίο ότι η επίθεση στις κατακτήσεις του «χρυσού εικοστού αιώνα» στον δυτικό κόσμο κορυφώθηκε την εποχή της εκδήλωσης της αντεπανάστασης και της ανατροπής του σοσιαλισμού.

Το αξιοπερίεργο (;) είναι ότι αρκετές από τις δυνάμεις που θεωρούν την κρατική ιδιοκτησία ως περίπου προπαρασκευαστικό όρο του σοσιαλισμού, είχαν εκ διαμέτρου αντίθετα κριτήρια και σταθμά για την κρατική ιδιοκτησία στις σοσιαλιστικές χώρες. Έκαναν λόγο για «κρατικό καπιταλισμό», «εκμεταλλευτικές κοινωνίες», ασκούσαν κριτική με το σύνθημα της «κοινωνικοποίησης» ή της «αυτοδιαχείρισης». Για αυτές δεν υπάρχει τίποτα πιο ελπιδοφόρο από την κρατική ιδιοκτησία -αυτή αρκεί να αφορά το σημερινό καπιταλιστικό σύστημα και να μην επεκτείνεται στον σοσιαλισμό...

-Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι μια αντίστοιχη κατάσταση σχετικής ισορροπίας είναι εφικτή σήμερα, αυτό προϋποθέτει μια μεγάλη αποφασιστική ενίσχυση του εργατικού, κομμουνιστικού κινήματος διεθνώς, να γίνει ξανά απειλητικό για τη διεθνή άρχουσα τάξη, ώστε να έχει τη δύναμη να αποσπά και επιμέρους κατακτήσεις. Να μπορεί να τα διεκδικεί όλα, ώστε να κερδίζει στην πορεία τα λίγα, ως προσωρινό επωφελή συμβιβασμό. Τους όρους σου μπορείς να τους επιβάλλεις, όταν μιλάς από τη θέση του ισχυρού, με κάποια καλά χαρτιά. Κι αυτό είναι στοιχειώδης γνώση ακόμα και για χαρτοπαίκτες -κι ας αγνοούν τη θεωρία των παιγνίων...

-Τελευταία παράμετρος.

Οι δυνάμεις του ποικιλώνυμου οπορτουνισμού τείνουν να προβάλλουν ένα μεταβατικό πρόγραμμα-τυφλοσούρτη, που παραμένει αμετάβλητο στον χρόνο, έτοιμο για χρήση ανά πάσα στιγμή, δηλαδή χωρίς συγκεκριμένη ανάλυση της συγκυρίας, για να δουν πχ ποια αιτήματα δεν μπορεί να ενσωματώσει η κυρίαρχη τάξη σε μια δεδομένη συγκυρία. Αν είναι πχ μη διαχειρίσιμος στόχος μια έξοδος από την ΕΕ ή η κρατικοποίηση του σιδηρόδρομου και τι μας λέει σχετικά το παράδειγμα της Βρετανίας...

Συμπερασματικά, ο Σοφιανός θα είχε κάθε δικαίωμα να απαντήσει στον Μπάμπη πως κάτι μπερδεύει -ή διαστρεβλώνει- από τα νιάτα του. Και ότι αυτά τα λένε οι οπορτουνιστές. Τι λένε οι κομμουνιστές, είναι το ζήτημα, αλλά μπορούμε να το πιάσουμε στην επόμενη ανάρτηση...

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Τα είπες όλα
Το πρόβλημα είναι ότι ο ρεφορμισμός θα επανακάμψει στη επόμενη πενταετία ειδικά όσο η πίεση της αστικής τάξης θα αυξάνεται

Άναυδος