Σάββατο 17 Αυγούστου 2024

Εδώ είναι Βαλκάνια, σου το 'πα - Νους υγιής, σε σώμα καμπυλωτό

Βελιγράδι, καλοκαίρι 2024. Σε κάθε γωνιά μια pekara σου σπάει τη μύτη, σα να ’σουν φασίστας που προκαλεί. Τα πλήθη συνωστίζονται (στην προκυμαία), αναμένουν τη μεγάλη στιγμή, σκαρφαλώνουν αλαφιασμένα σε κολόνες, πεζούλια, αγάλματα, σε πεκάρες, σε κάθε ραχούλα, κάθε ρεματιά, περιμένοντας να ακούσουν το όνομά Του.
-Και τώρα μαζί μας, ο εν ταμπλό αδεφός Νίκολααααα Γιόκιτς!
Ουρανομήκεις επιδοκιμασίες, θυελλώδικα χειροκροτήματα. (Γκουντ)ουραααααα...

Σαν σκηνή από το 19ο Συνέδριο. (Του ΚΚΣΕ, ντάξει;). Ή από τη ζωή του Μπράιαν, του κατά φαντασίαν Μεσσία, που τον βάφτισε «προφήτη» στον τίτλο η ελληνική μετάφραση.
Romanus eunt domus...

Ο Νίκολα θα μπορούσε να ξεπροβάλει στο παράθυρο, σαν ποδοβολητό Σελήνης -ή σαν τον Φραγκιόγλου που έκανε το ποδοβολητό Σελήνης, πριν πάει τουαλέτα και προτού γίνει Χλαπάτσας-, γυμνός και ανέμελος ή έστω με ακάλυπτη κοιλιά, σε κοινή θέα. Κι αντί να τρομάξει από το σμήνος των πιστών -ή το σμήνος από την κοιλιά του επαγγελματία αθλητή- που συρρέουν όπως οι μύγες στο φαγητό, για να πάρουν ψίχουλα από τη λάμψη του, να το σκεφτεί μια στιγμή αμήχανος και τελικά να δεχτεί τον τίτλο του:

-Δε γαμιέται. Είμαι ο Μεσσίας.
-He is, he is the Messiah...

Κι όταν ήταν μικρός, οι τρεις μάγοι με τα δώρα (Τζόρτζεβιτς, Ντίβατς, Ντανίλοβιτς) του έφεραν κεμπάπια, πλεσκάβιτσα και μια πορτοκαλί μπάλα με σπυράκια. Για να μάθει τα βασικά του μπάσκετ και της σέρβικης φυλής, που είναι σχεδόν ταυτόσημα, σαν ομοούσιος τριάδα.

Εν τω μεταξύ, δεν προλαβαίνεις να δεις ένα ωραίο στιγμιότυπο, όπως του Γουέμπι με τον Ιάπωνα ή του Γουέμπι με τον Κάρι κι αμέσως βγαίνουν καμιά δεκαριά πανομοιότυπα τουί γεμάτα έμπνευση: «ελαιογραφία σε καμβά», και ξαναδώστου «λάδι σε καμβά». Εντάξει, παιδιά, ψόφησε λίγο το αστείο. Κι αν θέλετε -που έλεγε η Αλέκα-, πραγματικό έργο τέχνης είναι οι αγώνες του λαού. Και η φωτό του Γιόκιτς να πίνει μπίρα.
Αν θες να γίνεις σαν τον Γκραντ Χιλ, προπονήσου σκληρά.
Αν θες να γίνεις Νίκολα Γιόκιτς, χαλάρωσε και πιες μια μπίρα.

Το βλέμμα του Μπόγκι είναι η λεπτομέρεια που απογειώνει τον πίνακα. Βασικά ο Μπογκντάνοβιτς θα μπορούσε να είναι ο μικρός Νικόλας ενήλικος, αν μεγάλωνε από το πενάκι του Σανπέ. Αλλά το πιο εκπληκτικό (επιβλητικό, μυστηριακό και πιο μεγάλο) είναι ο άλλος «μικρός Νικόλας», πώς ήταν δηλαδή μικρός ο Γιόκιτς. Και ότι βασικά έμοιαζε μάλλον με τον Αλσέστ, που δεν έχανε σουτγεύμα.

Σε μια άλλη σκοτεινή εποχή, ο (ντεφορμέ) βασιλιάς Βασίλιε, ο πρίγκιπας Μπόγκι και ο φίλος τους Joker, με στολή γελωτοποιού και ταλέντο που κάνει τον Ρίβερ Φοίνιξ (και τον Ντουράντ του Φοίνιξ) να νιώθει λίγος κι ατάλαντος, θα ήταν μια παρέα άσβερκων Σέρβων μισθοφόρων, λίγο άξεστων, κυριλλικά αναλφάβητων, που θα γίνονταν λιάρδα, μεθώντας στη μάχη, πίνοντας τόνους κρασί και ανέρωτο αίμα από τα κρανία των αντίπαλων στρατηγών αντί για κύπελλα.

Στον σύγχρονο (εργασιακό) μεσαίωνα, θα ήταν πάλι άσβερκοι -ο Νίκολα τουλάχιστον- αλλά με υπογάστριο και υπεργάστριο, όχι τίποτα ιμπεριαλιστικά γουρούνια. Θα ήταν πάλι επαγγελματίες μισθοφόροι, με χρυσά συμβόλαια στο ΝΒΑ. Και θα έπιναν το νέκταρ της επιτυχίας από το σκαλπ του Λεμπρόν, αν οι διαιτητές δεν προστάτευαν τον ντεμέκ GOAT. Για γέλια και για κλάματα. Τραγωδία -δηλαδή ωδή στον τράγο, μόνο που αυτός δεν είναι ο Λεμπρόν, αλλά ένας καμπυλόγραμμος Βαλκάνιος. Και διαφέρει από όλους τους άλλους γιατί δεν παίζει σαν μισθοφόρος.

Οι πιο πολλοί αστέρες είναι κολλημένοι με το άθλημα, θα έπαιζαν μπάσκετ έτσι κι αλλιώς, γιατί είναι αυτό που ξέρουν να κάνουν καλύτερα από οτιδήποτε άλλο. Υπάρχει όμως μια λεπτή διαχωριστική γραμμή: άλλο να ζεις για το μπάσκετ και άλλο να ζεις από αυτό. Ο Γιόκιτς είναι ο μόνος μισθοφόρος που δεν αλλάζει συνήθειες και θα ήτα πάντα στο ίδιο επίπεδο, καταβάλλοντας -έτσι ή αλλιώς- την ίδια ακριβώς -μίνιμουμ- προσπάθεια και ούτε μια παραπανίσια σταγόνα ιδρώτα που θα ξεχείλιζε το ποτήρι, στερώντας του τη χαρά του παιχνιδιού. Που είναι να κάνεις αυτό που αγαπάς, χωρίς να είσαι επαγγελματίας -η πορνεία σκοτώνει τον έρωτα.

Στην κοινωνία του μέλλοντος, θα θυμούνται τον Γιόκιτς σαν προφήτη -δε γαμιέται, είμαι προφήτης- και εικόνα από τα προσεχώς. Ένας ασύγκριτος παικταράς, που έπαιζε εκπληκτικό μπάσκετ, επειδή δεν τον ένοιαζε (μόνο/τόσο) το μπάσκετ. Το πρωί ήταν καλαθοσφαιριστής, το μεσημέρι ψαράς, το απόγευμα ποιητής-φιλόσοφος και στο τέλος της ημέρας όλα τα παραπάνω και τίποτα από όλα αυτά.
Ή περίπου έτσι. Τη μέρα έπαιζε μπάσκετ, ενδιάμεσα σκεφτόταν τα άλογα και τις ιπποδρομίες κι η μέρα έκλεινε με μπίρες, βαλκανικό γλέντι και αγριογούρουνα γύρω από τη φωτιά. Ή σαν ένα άλλο σύγχρονο γαλατικό χωριό, που ζει στον κλοιό του εμπάργκο, με τα ίδια χρώματα στη σημαία και ένα αστέρι, όπως η παλιά καλή (;) Γιουγκοσλαβία.

Που ίσως να μην ήταν ποτέ αδέσμευτη, όπως δήλωνε το «κίνημα» που ηγήθηκε, αλλά αν ψάχνουμε έναν καλό ορισμό της ανεξαρτησίας, θα μπορούσαμε να παραφράσουμε λίγο έναν ήδη γνωστό, του δικηγόρου με τη γενειάδα.
Ανεξαρτησία είναι να έχεις το κεφάλι σου στο στόμα του λύκου και να του λες προκλητικά «άντε γαμήσου».
Ή ακόμα καλύτερα: να πιστεύει ότι σου έχει φάει το κεφάλι και εσύ να τραγουδάς και να γλεντάς, σα να έχεις κερδίσει. Όπως οι τρελο-μπρατ στο πούλμαν της αποστολής τους.

Curry is on fire...
Σα να λέμε: Always look on the bright side of death!
Εδώ είναι Βαλκάνια, σου το 'πα. Παίξε, γέλασε και μη σιωπάς ποτέ...

Κάποιοι πιστεύουν ότι ο Γιόκιτς είναι τεράστιος παίκτης, μολονότι έχει τεράστια κοιλιά, δεν είναι αθλητικός ή πολύ γρήγορος και παίζει ως αδιάφορος. Φαντάσου λέει να είχε και φυσική κατάσταση! Δεν έχουν καταλάβει τίποτα από αθλητισμό. Ο Γιόκιτς είναι τεράστιος παίκτης, ακριβώς λόγω της μεγάλης κοιλιάς του και του τρόπου που παίζει. Είναι ο ομφαλός του μπασκετικού πλανήτη -ου μην και ο αφαλός του-, η γη της επαγγελίας, η υπόσχεση ενός άλλου καλύτερου κόσμου, χωρίς γραμμές (συνόρων και μυών) να χαράσσουν το σώμα του πλανήτη και την κοιλιά μας.

Γι’ αυτό το μπάσκετ είναι ο βασιλιάς των σπορ. Γιατί παίζεται πρωτίστως με το μυαλό και δευτερευόντως με τα μούσκουλα. Γιατί είναι άκρως δημοκρατικό (ούτε καν πεφωτισμένη δεσποτεία) όπου πρέπει να τα κάνεις όλα καλά (άμυνα, επίθεση, ατομικές και ομαδικές προσπάθειες) και μπορούν να παίξουν όλοι. Ψηλοί-κοντοί, φτερά στον άνεμο και μπουλουκάκια (σε σέρβικα μπουλούκια που σκορπούν τρόμο και θάνατο από το τρίποντο) ή απλώς εύσωμοι, με μυικό πάχος, αλλά ούτε ένα γραμμάριο λίπους στο παιχνίδι τους.

Ο Γιόκιτς είναι μια περίπτωση Αϊνστάιν. Όχι μόνο γιατί είναι μπασκετική ιδιοφυία. Αλλά γιατί δίνει ελπίδα σε όλα τα παιδιά ότι μπορούν να παίξουν μπάσκετ στο πιο υψηλό επίπεδο, όπως και να ’ναι ο κόσμος, όσα κι αν έχει στραβά το κορμί τους. Όπως ήταν και το δικό του, πριν βάλει σε μπόι τα κιλά του -ντάξει, όχι όλα. Κι όπως ο Αλβέρτος είχε κάποτε μέτρια βαθμολογία στην τάξη του -και παραλίγο να τον βγάλουν άχρηστο και να χαντακώσουν το ταλέντο του.

Κι αν ο Αϊνστάιν έλεγε κάποτε ότι ο σοσιαλισμός και ο κεντρικός σχεδιασμός είναι το μέλλον και η διέξοδος της ανθρωπότητας από τα προβλήματά της, ο Γιόκιτς και οι όρτοντοξ μπρατ μάς θύμισαν με τον δικό τους τρόπο κάτι άλλο: ανίκητος δεν είναι ο ιμπεριαλισμός. Ακόμα και όταν νικάει με το στανιό...

Ο Γιόκιτς είναι νους υγιής σε ένα σώμα ανθρώπινο, καμπυλόγραμμο, όχι χτιστό και φουσκωμένο. Είναι τετραπέρατος και κατακτά τα πέρατα της γης. Είναι εγκεφαλικός σαν γυναικείος οργασμός, χυμώδης και απολαυστικός, σαν τις καμπύλες του Παρθενώνα, τις γραμμές του που αρνούνται τη γράμμωση και την ευθυγράμμιση, ξεγελώντας γλυκά το ανθρώπινο μάτι και τον αντίπαλο. Έχει κάτι από την μπιροκοιλιά του χτίστη στο γιαπί, από την ομορφιά της τάξης μας, από τη γοητεία των Βαλκανίων, από τον γείτονα που ρεμβάζει στο μπαλκόνι με το σώβρακο, που κατεβάζει τα σκουπίδια με το φανελάκι Μινέρβα, κρατώντας στο χέρι μια φέτα καρπούζι με τυρί (πες μου τώρα ότι κάτω από τα Τέμπη νογάνε κασέρι. Και τι εννοούν με τη «φέτα» καρπούζι άραγε; Γιόκιτς, αγάπη μου, έλα πάρε με από εδώ. Έτσι κι αλλιώς κι εμείς Σλάβοι ήμασταν μέχρι πρόσφατα...).

Ο τύπος είναι ένα κινούμενο meme -με την καλύτερη των εννοιών. Φαίνεται σαν ανέκδοτο, αλλά έχει ανατροπή και κάνει τους άλλους να γελοιοποιούνται. Σαν εκείνες τις κρύες τις αμερικανιές με το hold my beer -ή απλώς χλιαρές, αν είναι βρετανικές- αλλά στην κυριολεξία. Κράτα λίγο την μπίρα μου να φέρω ένα μετάλλιο.

Μέχρι πρότινος, το μεγαλύτερο αντιαδιαλεκτικό ερώτημα της μπασκετικής ιστορίας ήταν τι θα γινόταν αν η χρυσή γενιά της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας -που έπεσε πάνω στις ανατροπές και τη διάλυση- είχε προλάβει να αντιμετωπίσει τους επαγγελματίες του ΝΒΑ. Αν όχι το ’92, ενάντια στην πρώτη -και μοναδική- «ομάδα όνειρο», τότε ίσως το ’94 με το Μουντομπάσκετ που ήταν προγραμματισμένο να γίνει στο Βελιγράδι, πριν καταλήξει -λόγω του εμπάργκο- στον Καναδά του Νας. Πολλοί μεταφέρουν το ίδιο ερώτημα στο σήμερα, φτιάχνοντας μια βαλκανική ομάδα-όνειρο με τις φυλές της παλιάς Γιουγκοσλαβίας.

Πλέον όμως το βασικό ερώτημα είναι άλλο: αν οι ΗΠΑ έπρεπε να φέρουν ότι καλύτερο έχουν και 3 παίκτες από το πάνω ράφι του hall of fame για να νικήσουν οριακά τη Σερβία, τι θα κάνουν χωρίς αυτούς στις επόμενες διοργανώσεις;
Και αν τελικά χρειάστηκαν έναν «νατουραλιζέ» σαν τον Εμπίντ -που τον γιούχαραν οι Γάλλοι για την «προδομένη υπόσχεσή του» και τώρα λέει πως θέλει να επιστρέψει με τη φανέλα του Καμερούν!- τι θα γινόταν αν ασκούσαν το ίδιο δικαίωμα και οι Σέρβοι; Όχι με κάποιον Αμερικάνο, αλλά με δικό τους αίμα, πχ τον Λούκα Ντόνσιτς, που είναι κατά το ήμισυ Σέρβος. Κι όποιος αμφιβάλλει, δεν έχει παρά να δει το σώμα του «ζυμαρούλη», πώς προκαλεί τους αντιπάλους του, το μπασκετικό του IQ και τις κραυγαλέες ομοιότητες με τον Νίκολα Γιόκιτς.
Βρήκε ο Σέρβος τη γενιά του...

Λέγε, μπρατ! Θα γίνεις Σέρβος;

Imagine all the Γιούγκους living life in peace...

Β’ Μέρος

-Είναι τεράστιος αθλητής ο Λεμπρόν; Αθλητής σίγουρα ναι. Καλαθοσφαιριστής όχι απαραίτητα -το «τεράστιος» τουλάχιστον.
Είναι μεγάλη προσωπικότητα, που βγήκε μπροστά με το θάρρος της γνώμης του, για το Black Lives Matter; Ναι, όπως και για την εκλογή της Χίλαρι επίσης. Μα πάνω απ’ όλα είναι μια περσόνα με υπερτροφικό εγώ. Θεωρεί τον εαυτό του μεγαλύτερο από το άθλημα και ότι όλοι χειροκροτούν -παντού και πάντα-μόνο αυτόν.
Είναι GOAT; Δεν ήταν καν ο MVP της ομάδας του. Και αν δεν ήταν ο Κάρι (και ο Ντουράντ), θα είχε πάει αυτός από νωρίς για νάνι...

-Μερικά ακόμα αναπάντητα ρητορικά ερωτήματα.
Πότε έγινε τόσο μαλάκας ο Κάρι και πανηγυρίζει σαν σπαστικό; Πότε έγιναν τόσο αμερικανάκια τα γαλλάκια που φώναζαν Λεμπγόν (ούτε καν USA), αντί να στηρίξουν αυθόρμητα τους Σέρβους ως θεωρητικό αουτσάιντερ (άγραφος νόμος) ή έστω τις ρεαλιστικές πιθανότητες της Γαλλίας για το χρυσό σε έναν πιο βατό τελικό; Πότε είχαν τέτοια ασυλία οι ΗΠΑ; Α, ναι. Πάντα. Είτε μιλάμε για κοράκια (με σφυρίχτρες γαμψές) είτε για το ντόπινγκ και τη WADA.

Και πότε έγινε τόσο τραγική η ειρωνεία της ιστορίας, που σε κάνει να δυσανασχετείς με τους ποζεράδες απόγονους των σκλάβων από την Αφρική και να υποστηρίζεις αυθόρμητα άριες φυλές (πέρσι στο Μουντομπάσκετ), ξανθά γένη και όρτοντοξ μπρατηδες, ως θύματα του ιμπεριαλισμού;

-Από την επαγγελματική παρθενιά, που είναι πάντα γλυκό να στην παίρνει αργεντίνος εραστής, ως την ακόμα πιο γλυκιά εκδίκηση των Σέρβων, μες στο σπιτάκι του μπάσκετ (Ιντιανάπολις), ένα χρόνο μετά τους δίδυμους πύργους, εν είδει αναπαράστασης.
Από τα χαστούκια στους Ολυμπιακούς της Αθήνας -ακόμα και από προτεκτοράτα-άτυπες Πολιτείες, σαν το Πουέρτο Ρίκο- στο έπος της Σαϊτάμα, που θα το έχουμε πάντα -σαν το Παρίσι-, ακόμα και αν είχαμε χάσει με 50 στον τελικό από τη φαμίλια.
Κι από το Μουντομπάσκετ του ’19 -που έμειναν εκτός εξάδας- μέχρι το περσινό, όπου έμειναν εκτός μεταλλίων. 

Ποτέ και πουθενά ίσες αποστάσεις. Κάθε ήττα της Team USA είναι μια μικρή νίκη της ανθρωπότητας. Αρκεί να μην μπερδεύεις το αυθόρμητο αθλητικό συναίσθημα με πολιτικό κριτήριο -και αυτό είναι δύσκολος στόχος για όσους έχουν μάθει να σκέφτονται πρωτίστως οπαδικά.

-Όλα αυτά έχουν προφανώς συμβολική αξία και τίποτα άλλο πέραν αυτής. Αλλά τι δυνατοί συμβολισμοί, ε; Δεν υπάρχουν πολλά πεδία που να γεννάν τέτοιους, πια, πλην του αθλητισμού.

Στον αντίποδα, η αθλητική ισχύς μια χώρας δεν είναι ακριβώς συμβολική. Κατά κανόνα είναι καθρέφτης της γενικής δύναμης ενός κράτους -οικονομικής, στρατιωτικής κτλ- που αποτυπώνεται και στην «αθλητική της παραγωγή». Οι πρώτες θέσεις της κατάταξης των μεταλλίων είναι σχεδόν σα να διαβάζεις τη λίστα με τα κράτη-μέλη του G8, του G20 κοκ. Οι λιγοστές εξαιρέσεις αφορούν βασικά χώρες με ειδικό βάρος (βλέπε και τον επίλογο), όταν δεν επιβεβαιώνουν απλώς τον γενικό κανόνα.

Οι ΗΠΑ είχαν τα περισσότερα μετάλλια, αλλά πήραν την πρωτιά πάνω στο νήμα, ισοφαρίζοντας μόλις την τελευταία μέρα τα χρυσά της Κίνας. Αν μη τι άλλο θα ’χε πλάκα να έμενε δεύτερη μια χώρα, με τόσα μετάλλια και βασικό σύνθημα «ο πρώτος είναι το παν, ο δεύτερος δεν είναι τίποτα». Και η οποία βλέπει αργά αλλά σταθερά τα πρωτεία να γλιστράνε από τα χέρια της -και στον αθλητισμό. Τα κράτησε οριακά στο Παρίσι, θα τα διατηρήσει λογικά και στο Λος Άντζελες, παίζοντας εντός έδρας -όπως τα είχε χάσει το ’08 στο Πεκίνο από τους οικοδεσπότες Κινέζους- αλλά το ’32 μπορεί να επισημοποιηθεί η αλλαγή φρουράς και σε αθλητικό επίπεδο.

Κι έχουμε οκτώ χρόνια μπροστά μας για να δούμε πόσοι θα δουν σε αυτό μια νίκη-επιβεβαίωση του κεντρικού σχεδιασμού και όχι ένα ακόμα γκεστάλτ ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.

-Και η Κούβα, κύριε;

Το νησί της επανάστασης έχει ειδικό βάρος, που του έδινε πάντα μια θέση κοντά στην κορυφή, και του δίνει την πρώτη θέση στα μετάλλια ανάμεσα στις χώρες της Λατινικής Αμερικής -μακράν της δεύτερης Βραζιλίας. Η σχετική πτώση των τελευταίων ετών δε δείχνει τόσο κάποια υποχώρηση στο προτσές της οικοδόμησης, αλλά τις δυσκολίες της Κούβας και του λαού της, που ψάχνει πια -όλο και περισσότερο- μια διέξοδο μακριά από αυτό. Ιδίως αν μιλάμε για τους αθλητές, που έχουν αρκετές πιθανότητες διάκρισης στο εξωτερικό.

Δύσκολα θα βρει κανείς πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από τον τελικό του τριπλούν των ανδρών στο Παρίσι, όπου οι αθλητές του βάθρου γεννήθηκαν στην Κούβα, αλλά ο «μόνος Κουβανός» τερμάτισε όγδοος και τα μετάλλια πήγαν στον ευρωπαϊκό νότο (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία). Πάντα υπάρχει όμως μια εξαίρεση, σαν τον Μιχαΐν Λόπες στην πάλη, που έγραψε ιστορία με το πέμπτο χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο (αν δεν το μάθατε, είναι ίσως γιατί δεν το πέτυχε κάποιος αθλητής των ΗΠΑ), αλλά κυρίως με τις δηλώσεις του για τον Φιντέλ και τη δύναμη που του δίνει η επανάσταση. (Ίσως επίσης να μη μάθατε πως ο αντίπαλός του στον τελικό ήταν κι αυτός Κουβανός, που κατέφυγε στη Χιλή, γιατί στο νησί, θα έμενε αναπόφευκτα στη σκιά του Λόπες και όχι για ιδεολογικούς λόγους).

Εξαίρεση στον κανόνα κι αυτός. Αλλά τι εξαίρεση και τι συμβολισμός! Μόνο ο αθλητισμός μπορεί -στις μέρες μας- να δώσει τέτοιους...


Υγ: Ευχές σε εσάς Νικόλα και μπρατ -τώρα που πλησιάζει και η επέτειος...

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2024

Μήλο μου κόκκινη...

Σαν βγεις στον πηγαιμό για τη Μήλο, νιώθεις ένα νεφρό ελαφρύτερος για τα ακτοπλοϊκά, είτε πάρεις το γρήγορο του Ηλιόπουλου που δείχνει μόνο «Ε» και όχι Ολυμπιακούς Αγώνες -ίσως γιατί έχουν ολυμπιακούς κύκλους και πινακίδες- είτε είναι μακρύς ο δρόμος, με το άλλο που κάνει στάση στις μισές Κυκλάδες.
Κι όπως αγναντεύεις το πέλαγος, σου παίρνει τα μαλλιά ο αέρας -πριν σου πέσουν τελείως- και τα μυαλά ο Μήλος της αντίδρασης και της πλουτοκρατίας, ένα σωρό χαζά λογοπαίγνια, χωρίς λόγο και χιούμορ, το ένα πίσω από το άλλο, σαν τις ασίστ του Μήλος Τεόντοσιτς.
Κι όταν πια φτάσεις στα Πολλόνια, ψάχνεις να βρεις τον παρουσιαστή που θα σου πει «χαμογέλα, είσαι στο ΗΓΔΕΚΚ» (Η γεωγραφία δεν είναι καθόλου κουλ) και τη λωρίδα του Γκντανσκ στον ορίζοντα. Και ο Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος θα ξεκινήσει για καθαρά υλικούς λόγους και ένα ανέμελο άρθρο που θα εξηγεί ότι η λαδένια και η καρπουζόπιτα είναι ανώτερες από την μπουγάτσα -λες και ξέρουν να τρώνε ή τι είναι οι μπουγάτσες. Αλλά σαν την μπουγάτσα -την κανονική, την ορθόδοξη, όχι σαν τις μίζερες τις δικές τους- δεν έχει.

Φεύγοντας από τη Μήλο, το αλάτι κάνει μπούκλες τα μαλλιά, το μυαλό μένει πίσω δεσμώτης των αναμνήσεων κι έχει μια σειρά καλούς λόγους για αυτό, με τους οποίους δύσκολα διαφωνεί κανείς, ακόμα κι αν είναι πνεύμα αντιλογίας από την Αντίμηλο. Μη μου (αντι)μηλάς για καλοκαίρια...


Το βασικό ατού - προϊόν της Μήλου είναι οι παραλίες. Είναι δεκάδες και δεν είναι σχεδόν καμία μέτρια. Ή πρέπει να προσπαθήσεις για να βρεις μια μέτρια -να πας στην τύχη και αυτή να σε έχει μουντζώσει, να πας συστημένος και να μη σε συμπαθεί αυτός που σε έστειλε. Ή να μην προσπαθήσεις καθόλου -να πας δίπλα στο λιμάνι γιατί βαριέσαι ή να βαρύνεις μετά το φαΐ στον Εμπουριό, όπου τρως πάνω στο κύμα, συνήθως κυριολεκτικά, παρά τον μουσαμά του μαγαζιού και να το μετρήσεις για μέτριο μπάνιο.

Λίγα νησιά έχουν τόσο δαντελωτή ακτογραμμή και βάλλονται πανταχόθεν από «θάλασσες μας ζώνουν, κύματα μας κλειουν», σε βαθμό που να μη βοηθούν πολύ στον αυτόματο προσανατολισμό, γιατί είναι παντού και προς όλες τις πιθανές κατευθύνσεις. Η Μήλος έχει τόσες παραλίες που θα μπορούσε να τις εξάγει σε άλλα νησιά ή σε άλλες χώρες -πχ της Σύρου. Προς το παρόν εισάγει μαζικά τουρίστες -κυρίως Ιταλούς, Ισπανούς και Γάλλους- χωρίς συστάσεις στους ντόπιους να αποφεύγουν τις μετακινήσεις και την άσκοπη κατανάλωση αέρα. Στο κοντινό μέλλον βέβαια οι ντόπιοι τουρίστες θα είναι είδος προς εξαφάνιση, κλεισμένοι σε πόλεις-κλουβιά, για να μην ενοχλούν την ανάπτυξη. Και το ερώτημα «σε ποιον ακριβώς απευθύνονται» για τις τιμές (δωματίων, ακτοπλοϊκών κτλ) θα γίνει ρητορικό. Τα έχουμε για τους ξένους, σαν τα σοκολατάκια -που λένε και στο Τουίτερ. Εκτός και αν σκάσει η φούσκα στο ενδιάμεσο και γλιτώσουμε από τόση ανάπτυξη.

Παρένθεση: είναι ακριβό νησί η Μήλος; Σίγουρα δεν είναι φτηνό -ποτέ δεν ήταν (και δεν το λέω στην σκουληκιάρικη, επίσημη γλώσσα, πχ των δημάρχων Μυκόνου και Σαντορίνης, για να φτιασιδώσουν την αλήθεια). Για την ακρίβεια -που μας βαράει αλύπητα- χρειάζεται ένα γενναίο κονδύλι (και ακόμα πιο γενναίους χρηματοδότες) για να την γυρίσεις όλη και να την χαρείς. Έχει όμως σχετικά μικρές αποστάσεις -για τη βενζίνη- και σχεδόν αθηναϊκές τιμές στην εστίαση. Αλλά πουθενά δεν είναι φτηνό να τρως κάθε μέρα έξω.

Το «φτηνά» είναι πολύ σχετική έννοια πια. Τα πάντα ακριβαίνουν ταχύτατα, κανένα νησί δεν κάνει εκπτώσεις Ιούλιο και Αύγουστο και η Μήλος πλέον μπορεί να είναι απλώς «λίγο τσιμπημένη», συγκριτικά με τον μέσο όρο στην ισοτιμία του νεφρού. Αν πχ μια διανυκτέρευση στα 60 ευρώ για δύο άτομα θεωρείται πια κελεπούρι, το πρόβλημα δεν είναι οι τιμές της Μήλου αλλά ο γενικός τιμάριθμος και η... «ελεγκτική αρχή» που λέει πως δεν μπορεί να βάλει χέρι στο αόρατο χέρι της ελεύθερης ζούγκλας της αγοράς, που βάζει χέρι στα οπίσθιά μας. Κι αν βλέπεις τους πιο πολλούς σφους (συντρόφους και συναδέλφους) γύρω σου να μην έχουν χρήματα ούτε για λίγες μέρες διακοπές, δεν είναι ότι έχεις ανέβει κοινωνική τάξη. Ούτε χρειάζεται όμως να κάνεις σαν Αντουανέτα, λέγοντας: αν δεν μπορούν να φύγουν σε νησί, ας κάνουν staycation για ξεκούραση.

Κι όταν φτάσεις με τη σχεδία σου, Οδυσσέα -για οικονομία στα ακτοπλοϊκά με τις τριήρεις- στο Κιρκονήσι -όχι την Κρήτη του Λεωνίδα- θα δεις όλους τους συντρόφους σου να μεταμορφώνονται σε γουρούνες, που είναι πηγή ηχορρύπανσης και ατυχημάτων, μία από τις 107 ανοιχτές πληγές του τουρισμού με τις φαραωνικές εγκαταστάσεις και τους σύγχρονους σκλάβους της κοινωνικής πυραμίδας -η τελευταία λέξη του σύγχρονου εργασιακού μεσαίωνα, που δουλεύει 7 στα 7, ήλιο με ήλιο, και θα θεωρούσε κατάκτηση το 6ήμερο-13ωρο του νόμου Γεωργιάδη, με την 78ωρη εργάσιμη εβδομάδα.

Λέγαμε όμως για τις παραλίες, που είναι όλες μία προς μία, εκλεκτές και για κάθε γούστο -εκλεκτικό και μη. Οργανωμένες και μη (απλές επιρροές), μαζικές με λαϊκό προσκύνημα ή σκέτα γκρουπούσκουλα με δυο-τρεις παρέες που μοιράζονται τις φυσικές καβάτζες για σκιά, με εύκολη πρόσβαση ή μόνο με καραβάκι ή με ζόρικες καταβάσεις, έτσι για την περιπέτεια, στην πρωτοπορία του τρεντισμού ή του φασεϊσμού, και σχεδόν όλες κορυφαίες, στη λίστα των υποψήφιων για την καλύτερη παραλία της Ελλάδας.

Κατά την ακραία υποκειμενική μου γνώμη, το ξακουστό Σαρακήνικο δεν είναι μία από αυτές. Είναι ένα τρομερό σεληνιακό τοπίο, κατάλληλο για τα στούντιο της NASA, από το ’69 μέχρι σήμερα, αρκεί να βρει τρόπο να διώξει τα μυριάδες ερασιτεχνικά συνεργεία των ινσταγκραματζούδων -wannabe influencer- με τον επαγγελματικό ζήλο που έχουν καταλάβει τον χώρο για γύρισμα και δε θα το διέκοπταν ούτε αν κατέβαιναν εξωγήινοι (και εξωσελήνιοι), απορροφημένες στο πάθος τους. Περνάς μπροστά από δεκάδες κάμερες που ψάχνουν τη σωστή γωνία λήψης για τα φίλτρα που θα μπουν αργότερα, εστιάζεις στα γατιά -τα μόνα συμπαθή ψώνια-μοντέλα της περιοχής που αξίζουν την προσοχή σου-, χαλάς την πιάτσα με απλές λήψεις από το κινητό και στην επιστροφή πετυχαίνεις τις πρωταγωνίστριες στο ίδιο σημείο που τις άφησες -άντε να πήγαν ένα βήμα παραπέρα. Ένα μικρό βήμα για τις influencer, δύο τεράστια βήματα πίσω για το ανθρώπινο είδος μας -που του πήρε εκατομμύρια χρόνια να μάθει να βαδίζει στα δυο του πόδια και να ποζάρει στον ευρυγώνιο φακό αλλά σπανίως στέκεται πραγματικά όρθιο. Μπορεί το Σαρακήνικο να είναι προστατευόμενη περιοχή Natura και ευτυχώς αλλά (είναι κόλπο για να κάνει γυρίσματα η NASA και) δεν έχει επαρκή προστασία από την ανθρώπινη βλακεία που είναι αήττητη και -κατά τη γνώμη της- απείρως φωτογενής.


Τα άλλα δύο σημεία του νησιού που δεν έχουν λόγο να ζηλέψουν τις δόξες του Σαρακήνικου είναι το κάστρο της Χώρας, από όπου έχεις πιάτο το μισό Αιγαίο, και τα σύρματα στο Κλίμα -και αλλού- (παλιά και πολύχρωμα ψαράδικα σπίτια) που ήταν υπέροχο μέρος μέχρι να γίνει πασίγνωστο λόγω ίνσταγκραμ. Σήμερα είναι πανάκριβες ενοικιαζόμενες κατοικίες για πελάτες που θέλουν να βιώσουν «αυθεντικές εμπειρίες» και πώς είναι να μένεις δίπλα στο κύμα («ο βίος αβίωτος» είναι η σωστή απάντηση, αν ρωτήσουμε τους ψαράδες που το έκαναν αναγκαστικά όλο τον χρόνο), ενώ στην πράξη βλέπουν τους μισούς τουρίστες του νησιού να περνάνε από μπροστά τους -μια στενή λωρίδα γης, όταν δεν την καλύπτει το κύμα- ιδίως πριν το ηλιοβασίλεμα. Μοναδική εμπειρία...


Αντιθέτως, αν πας με καραβάκι στο Κλέφτικο -που ήταν κάποτε άντρο πειρατών και δε χρειάζεται να ρωτήσεις καν το γιατί, μόλις το δεις- είναι μια στάση που νιώθεται να πεις ότι έχεις κλείσει σαν κολυμβητής και πως όλα τα άλλα σου φαίνονται συμβατικά ή μέτρια. Μέχρι να πας στη Γαλάζια της Πολύαιγου, όπου είναι μια στάση που νιώθεται να βγάλεις -πάνω στον ενθουσιασμό σου- το Κλέφτικο μια μέτρα, συμβατική εμπειρία.


Αξίζει επίσης τον κόπο -και τον χωματόδρομο- να δοκιμάσεις τα Θειωρυχεία, με τις εγκαταλειμμένες εγκαταστάσεις να σου θυμίζουν πόλη-φάντασμα, και το δυτικό κερατάκι του νησιού: Άγιο Ιωάννη, Τριάδες, Αρχονταρίκι ή τη Συκιά αν μπορείς να πάρεις - νοικιάσεις κάποιο είδος σκάφους. Εμείς δεν είχαμε και μείναμε με την όρεξη. Αλλά από ένα σημείο και έπειτα παθαίνεις Κίμωλο-κορεσμό και δε σου κάνει τίποτα αίσθηση από το επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Φυσική ομορφιά, πεντακάθαρα νερά, παραλίες με σπήλαια, ανάγλυφα έργα τέχνης στα βράχια, τα μισά από το χέρι της φύσης (το κύμα) και τα άλλα από τον άνθρωπο, σεληνιακά τοπία. Όλο τα ίδια και τα ίδια, φτάνει πια...


Στο πολύ ιδιαίτερο Τσιγκράδο, δίπλα στη Φιριπλάκα, η κατάβαση -όπως και η ανάβαση- γίνεται από μια πρόχειρη (ανεμο)σκαλα. Η μισή απόλαυση είναι το ανθρώπινο μποτιλιάρισμα (Ελλαδάρα, παντού ουρές) κι οι γνωριμίες στην αναμονή. Αλλά το κέφι απογειώνεται όταν φυσήξει ένα ελαφρύ αεράκι, σημαίνοντας την έναρξη της αμμοβολής και του ομαδικού σιχτιρίσματος -ευλαβικού σαν προσευχή- λίγο πριν έρθει η ανταμοιβή μετά την κάθοδο. Και δεν παλιώνει ποτέ το αστείο-καμάρι των παλιών, που κοιτάν υποτιμητικά τους «φλώρους» της νέας γενιάς, γιατί στα χρόνια τους δεν υπήρχε σκάλα και κατέβαιναν μόνο με ένα σχοινί, με ένα πόδι, (περ)πατώντας μόνο στα χέρια ή και απευθείας με βουτιά, όπως ο Μπαρδέμ στο «η θάλασσα μέσα μου».

Σαν τους γερο-θαλασσόλυκους καπετάνιους της Κιμώλου που σε περνάνε απέναντι στην -κάθε άλλο παρά πολύβουη- Πόλυβο και κάνουν χάζι τον κύκλο της ζωής και του ηθικού των επιβατών. Στην αρχή ο αέρας σου χαϊδεύει τα μαλλιά απέξω και το στομάχι εσωτερικά, που διαμαρτύρεται. Τσιμπάς μια σπιτική λαδένια, που σου φαίνεται το καλύτερο έδεσμα του κόσμου -πλην της μπουγάτσας. Σκέφτεσαι πως η θάλασσα σου πάει πολύ καλύτερα από τα κατσάβραχα, ότι δεν είσαι κατσίκι και ότι αν ξανακάνουμε αντάρτικο στα κοντά, θα ζητήσεις να καταταγείς στον ΕΛΑΝ, με το ψευδώνυμο «Μπουρλότο(ς)».

Δέκα λεπτά αργότερα, το αεράκι έχει δυναμώσει, εσύ έχεις μετανιώσει για τη λαδένια και ό,τι έχεις φάει το τελευταίο δίμηνο, αναρωτιέσαι γιατί κουνάει τόσο το καράβι και πώς δεν πέφτει με βάση τους νόμους της Φυσικής. Βλέπεις στο τραπέζι το πιάτο με τα σταφύλια και ότι δεν έχει πέσει ούτε ρώγα, σκέφτεσαι μήπως τσιμπήσεις μια, αλλά μετανιώνεις στο επόμενο κύμα. Στο τέλος βγαίνεις με γαλόνια επιζώντα ναυμαχίας και τη βεβαιότητα πως έχεις ζήσει το θαλάσσιο αντίστοιχο από το τρενάκι του τρόμου. Μέχρι να σου ξηλώσει γαλόνια ο κάπτεν λέγοντας ότι είχαμε μπουνάτσα... (Λες να μην ξέρουν ούτε την μπουγάτσα ούτε την μπουνάτσα;). Και ότι χρειάζεται και λίγο survivor στη ζωή μας. Αρκεί στο τέλος να επιζήσεις, για να τα διηγηθείς...

Το πιο ενδιαφέρον με την Πόλυβο, το μεγαλύτερο ακατοίκητο νησί της χώρας, είναι πως είχε κατοίκους περίπου ως το ’85, που τα παιδιά τους πήγαιναν σχολείο στην Κίμωλο (!) -όταν μπορούσαν- και εγκατέλειψαν το νησί όταν είδαν τον πολιτισμό/ηλεκτρισμό να φτάνει απέναντι και να σταματά εκεί, χωρίς να περνά απέναντι. Και εσύ δεν ξέρεις αν πρέπει να κλάψεις ή να γελάσεις. Αν είναι τραγωδία που ένα νησί εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του, γιατί τους εγκατέλειψε το κράτος. Ή αν είναι κατά λάθος ευλογία γιατί άφησε το νησί σχεδόν παρθένο, αμόλυντο από την άγρια τουριστική ανάπτυξη και το κυνήγι του κέρδους -που μας έμαθαν να το λέμε «ανθρωπογενή παράγοντα», για να μην το λέμε με το όνομά του: καπιταλισμός.

Στο νησί δεν υπάρχουν κάτοικοι αλλά υπάρχουν ακόμα κτήσεις και ιδιοκτήτες, δηλαδή καμιά 15αριά οικογένειες που αρνούνται πεισματικά να πουλήσουν τα εδάφη τους στους εργολάβους για τα χτίσουν-μαγαρίσουν. Αλλά ίσως είναι ζήτημα χρόνου -και μιας γενιάς- να λυγίσουν. Μέχρι τότε η Πόλυβος παραμένει πανέμορφη, σαν γαλατικό χωριό υπό πολιορκία, και υπενθύμιση του πώς θα ήταν τα νησιά μας -στο Αιγαίο, το Ιόνιο, το Μυρτώο, το Ικάριο και στο Λιβυκό μη σου πω- αν δεν είχε μεσολαβήσει ο παράγοντας «άνθρωπος» -δηλαδή ο καπιταλισμός.

Αν πρέπει -εάν λέμε- οπωσδήποτε να βρεις κάτι αρνητικό στο νησί, είναι ίσως ότι δεν έχει την πιο εντυπωσιακή Χώρα -αν και το Κάστρο από μόνο του σε αποζημιώνει- και δεν έχει τόσο έντονη νυχτερινή ζωή -που για την κε του μπλοκ δεν είναι καν μειονέκτημα, χώρια που αντισταθμίζεται από διάφορα μαζικά πανηγύρια, με έντονο ντόπιο στοιχείο. Τη λύση και στα δύο αυτά ζητήματα την προσφέρει η μικρή γειτόνισσα, η Κίμωλος, που είναι ένα ήσυχο κρυφό διαμάντι, με πολύ ιδιαίτερη Χώρα και το κερασάκι με τις παρεμβάσεις των «Κιμωλίστας» -καμία σχέση πιστεύω με τους Ατενίστας που ξεκολλούσαν τσίχλες από τα παγκάκια- όπως οι ανοιχτές δανειστικές βιβλιοθήκες, χωρίς έλεγχο και δερβέναγες.


Και θα χωρούσαν πολλά ακόμα.

Για το «Μεταλλευτικό Μουσείο» που θα γίνει στην κοινωνία του μέλλοντος Εκ-μεταλλευτικό Μουσείο, για να εκθέτει όσους βάλουμε στο χρονοντούλαπο της (προ)ιστορίας, σαν παλιοπράγματα - απόβλητα της κοινωνικής εξέλιξης.
Για το «Νι» στα αυτοκίνητα των Μηλίων που δεν υποδηλώνει τους νέους οδηγούς αλλά τους νησιώτες - ντόπιους που έχουν πάντα προτεραιότητα στον δρόμο.

Και για τα νησιά, που είναι σαν τους ερωτικούς συντρόφους. Δεν υπάρχει ακριβώς το ιδανικό αλλά ψάχνεις να βρεις αυτό που σου ταιριάζει πιο πολύ, ως φάρμακο στα προβλήματα, την αφραγκιά και όσα σκοτώνουν τον έρωτα, σε μια εξόχως μουντή εποχή, όπου κάθε χρόνο μας λείπουν περισσότερο τα καλοκαίρια μας (μισά), οι διακοπές, ο έρωτας και η επανάσταση. Με αυτή τη σειρά -κορύφωσης- και ας είναι σχεδόν συνώνυμα...