Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αριστοφάνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αριστοφάνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2025

Νεφελοκοκκυγία

Αν είναι η έλλειψη παιδείας και καλλιέργειας αμαρτία, τότε όλοι σχεδόν είμαστε το κατά δύναμιν αμαρτωλοί κι εγώ βουτηγμένος σε αυτή, σαν δάχυλο στο κουτί με τη Μερέντα. Αν μη τι άλλο οφείλουμε να το κρύβουμε, ακόμα και με την έννοια της (αυτο)περιφρούρησης, αλλά τα blog υπάρχουν για να λέμε ό,τι θέλουμε, αρκεί να μην το φωνάζουμε με λατρεία, κεφαλαιογράμματη γραφή (τα caps lock, μάνα) και χοντράδες.

Λοιπόν, θα το πω και αμαρτία ουκ έχω -απλώς έχω παραδοθεί σε αυτήν. Δε με αγγίζουν οι αρχαίες ελληνικές τραγωδίες. Δεν έχω το επίπεδο και τα εφόδια για να το καταφέρω -το λέω και ξαλαφρώνω. Μπορώ να καταλάβω ότι πιάνουν ενδιαφέροντα θέματα, στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης, και πόσο εντυπωσιακό είναι ότι τα έθεταν στην εποχή τους, πετυχαίνοντας μια θαυμαστή διαχρονικότητα. Αλλά είναι ελάχιστες οι φορές που ένιωσα να πλουτίζω εσωτερικά βλέποντας μια αρχαία τραγωδία, από αισθητική άποψη ή από τους προβληματισμούς που έμπαιναν. Μιλάω πάντα για τον κανόνα -κι οι λιγοστές εξαιρέσεις τον επιβεβαιώνουν.

Ίσως να ευθύνεται και ο τρόπος που ανεβαίνουν στη σκηνή -η σκηνοθετική προσέγγιση, ο φορμαλισμός, η τέχνη για την τέχνη χωρίς «διδακτισμό» και μηνύματα, η υπερβολική προσκόλληση στο πρωτότυπο ή το ακριβώς αντίθετο (κάθε νόμισμα έχει δυο όψεις), η αυτοαναφορικότητα και τα μικροαστικά σύνδρομα, το πομπώδες παίξιμο, οι λυρικοί διάλογοι που θυμίζουν τις σειρές του Φώσκολου:

-Ω Γιάγκο, βασιλέα των Θηβών και της Τζάιαντ, είναι αλήθεια αυτό που άκουσα ή με γελούν τα αυτιά μου; Ποια μοίρα σκοτεινή όρισε να λάβω τέτοιο μαντάτο; Ποιοι θεοί καταράστηκαν την πόλη μας να ζήσει μια τέτοια μέρα; Μίλα λοιπόν, βασιλέα, με λόγια θαρρετά, σε ξορκίζω να μου απαντήσεις, αλλιώς... κοκ.

Ίσως φταίνε τα φεγγάρια, ίσως πάλι φταίω εγώ -που είναι και το πιθανότερο-, πχ ότι είμαι μάλλον βιβλιοφίλ, αλλά ούτε εκεί τα εκτιμώ όλα -δεν κατάφερα ποτέ πχ να απολαύσω τη γραφή του Τομ Ρόμπινς. Μα πάνω από όλα βαραίνουν όσα σημείωσα αρχικά: έλλειψη παιδείας, καλλιέργειας, αντίστοιχων ερεθισμάτων από το σχολικό και το οικογενειακό περιβάλλον κι όποια συλλογική ευθύνη περιλαμβάνουν αυτά -χωρίς να ελαφραίνουν την ατομική.

Παρόλα όσα, μπορώ να απολαύσω πολύ πιο εύκολα τις κωμωδίες του Αριστοφάνη. Όχι γιατί είναι πιο εύπεπτες και ευχάριστες -ως κωμωδίες- αλλά ίσως γιατί τις βρίσκω πιο σημερινές και επίκαιρες. Η Λυσιστράτη -και όχι μόνο- είναι ένα φλογερό αντιπολεμικό μανιφέστο, διαχρονικής αξίας, σφραγισμένο από την αρχέγονη ανάμνηση της χαμένης μητριαρχίας. Το ίδιο ακριβώς μοτίβο εμφανίζεται και στις Εκκλησιάζοτσες, που μπορεί να είναι μια παρωδία με αναφορές στον πρωτόγονο κομμουνισμό, περιγράφει και ψηλαφίζει όμως προβλήματα της κοινωνίας του μέλλοντος, όπου ο καθένας θα αμείβεται ανάλογα με τις ανάγκες του. Και η Νεφελοκοκκυγία στις Όρνιθες είναι η ενσάρκωση μιας τέτοιας πολιτείας, μετά την έφοδο των πτηνών στον ουρανό.

Εξαρτάται και πώς θα τις ανεβάσεις, βέβαια. Μπορεί πχ να δώσει βάρος και απόλυτη προτεραιότητα στη μορφή, την άρτια χοροθεατρική κίνηση και από την ουσία του έργου να καταλάβεις πως ο Αριστοφάνης καταγγέλλει τους πολιτικούς και τα λαμόγια -όπως ο Μπινιάρης στους περσινούς του Όρνιθες, με Παπασπηλιόπουλο και Χρυσοστόμου.

Στον αντίποδα, ο Κακλέας μπορεί να μην έχει πάντα το πιο εύστοχο κριτήριο, φροντίζει όμως να φεύγει ο θεατής με αρκετή τροφή για σκέψη -κι αν είναι λίγο μασημένη, δεν πειράζει. Το απέδειξε και πέρσι στον Πλούτο του, όπου ο διάλογος με τις 4 εκδοχές της Πενίας πχ μπορεί να σε οδηγήσει σε προεκτάσεις για την ταξική συνείδηση -αν τη γεννά η φτώχεια, η πείνα και η κρίση ή αν είναι σύνθετη και πολυπαραγοντική έννοια. Κι αν η παράβαση - μπρεχτική αποστασιοποίηση που επιχείρησε στο τέλος άξιζε ίσως καλύτερης τύχης από την ιστορικό Ευθυμίου (την αδελφή του Πέτρου), μας αποζημίωνε μουσικά με τον (έναν) Χατζηφραγκέτα ή τους στίχους του Τελευταίου Καλεσμένου.

Γιατί ο σεβασμός στην ουσία απαιτεί πειραματισμούς στη μορφή και τη μεταφορά του περιεχομένου στην εποχή μας.

-.-


Αν οι κωμωδίες του Αριστοφάνη είναι ένας θησαυρός -έστω μερικώς σωσμένος- της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, η διασκευή - μεταφορά τους σε κόμικ από το δίδυμο Αποστολίδη-Ακοκαλίδη είναι σαν σταγονίδια από το αθάνατο κρασί της μεταπολίτευσης, χρονοκάψουλα ανεκτίμητης αξίας και αναπόσπαστο απόσπασμα της κλασικής παιδείας που πρέπει να έχει κάθε παιδί -και ας μη σκαμπάζει τίποτα από αρχαίες τραγωδίες.

Οι Ιππείς πχ είναι μια μεγαλοφυής διασκευή-σάτιρα του δικομματικού παροξυσμού της εποχής με τις βάτες και των πολιτικών προεκλογικών συγκεντρώσεων πανηγυριών με τα σημαιάκια, τον μεταφερόμενο όχλο με τα πούλμαν κτλ. Ό,τι πρέπει να ξέρει / διαβάσει κάποιος που δεν έζησε την παραφροσύνη της περιόδου ή έστω τον απόηχό της.

Η κεντρική ιδέα -ότι τον δημαγωγό, φιλοπόλεμο Κλέωνα μπορεί να τον νικήσει μόνο κάποιος χειρότερός του που να τον ξεπερνά στα κουσούρια και τις βρωμιές του- μεταφέρεται στον σύντομο εικοστό αιώνα και τη δεκαετία του ’80, για να σατιρίσει το τότε αναδυόμενο δίδυμο Ανδρέα-Μητσοτάκη. Κι αν πίσω από τις λεπτομέρειες κρύβεται ο διάβολος της επάρατου Δεξιάς και πιθανόν μια συμπάθεια στον «εθνάρχη» Κώτσο -που προετοίμασε τον θρίαμβο της Σφακτηρίας-ΕΟΚ αλλά τον καπηλεύτηκε ο Ανδρέας ως Κλέων- δεν πειράζει. Στην τελική, και ο Αρίστος με τη συμμορία των αρίστων ήταν (αριστοκρατικούς-ολιγαρχικούς) αλλά αυτό δε μείωσε την αξία του έργου του. Κι όλα αυτά δείχνουν καλύτερα το κλίμα της εποχής και του ριζοσπαστικού της πνεύματος, που κάποιοι το είπαν χρυσό αιώνα χρυσή δεκαετία με τις βάτες και άλλοι αριστερή ιδεολογική ηγεμονία, ενώ κάποιοι άλλοι Κεκράκτες το περιφέρουν σήμερα, άταφο νεκρό, σαν μπαμπούλα για τον όχλο των νοικοκυραίων που τους ψηφίζει.

-.-

Το βιβλίο του Anthony Doerr «Νεφελοκοκκυγία» έχει συγκεκριμένες αρετές -στην περιγραφή των τοπίων και του κλίματος μιας άλλης ιστορικής εποχής- χωρίς να κάνει εν τέλει τη διαφορά. Ένα από τα μηνύματα του βιβλίου -να εκτιμάμε αυτό που έχουμε, αφήνοντας τις χιμαιρικές αναζητήσεις- μοιάζει ενδιαφέρον αλλά έχει και αντιδραστική ανάγνωση -να πάψουμε να αναζητούμε την ουτοπία, την κοινωνία της αφθονίας κτλ. Η αφηγηματική ροή σπάει σε τρεις παράλληλες διηγήσεις: στο παρελθόν (η άλωση της Πόλης), το παρόν (το πρόσφατο παρελθόν που οδηγεί στο σήμερα) και ένα δυστοπικό μέλλον, όπου το είδος μας αναγκάζεται να αναζητήσει μακριά από την Γη έναν πλανήτη για να ζήσει. Κάποτε αυτό το στιλ μπορεί να ήταν πρωτότυπο, πλέον είναι τόσο κλισέ που πιθανότατα διδάσκεται στο εισαγωγικό μάθημα στα σεμινάρια «δημιουργικής γραφής». Κι αν δεν το ακολουθήσεις, ίσως να αποβάλλεσαι από τη συγγραφική κοινότητα, προς παραδειγματισμό.

Αλλά το κεντρικό μήνυμα του βιβλίου είναι κατά βάση οικολογικό, ενάντια στην καταστροφή των δασών και του φυσικού περιβάλλοντος, σχετικό με την κλιματική αλλαγή και τις προοπτικές βιωσιμότητας του πλανήτη μας και του ανθρώπινου είδους. Κάτι που μας συνδέει με την τελευταία θεματική και τον επίλογο.

-.-

Κάποτε ο Βλαδίμηρος έγραφε τις «Δύο Τακτικές στη Σοσιαλδημοκρατία», που είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες μπροσούρες του και ας έχουν αλλάξει πολλά έκτοτε -πχ το τι ορίζει η έννοια της σοσιαλδημοκρατίας. Σήμερα δεν υπάρχει ακριβώς συγκροτημένο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα -κι ο πόλος που πήγαινε να δημιουργηθεί, διαλύθηκε στη δίνη του πολέμου, όπως ακριβώς και 100 χρόνια πριν, με έναν άλλο παγκόσμιο πόλεμο. Θα μπορούσε όμως να διακρίνει κανείς χοντρικά δύο προσεγγίσεις ή δύο αποχρώσεις της ίδιας προσέγγισης στο ζήτημα τις κλιματικής αλλαγής. Ας τις ανιχνεύσουμε με τη βοήθεια δύο συνεντεύξεων από δύο υποψήφιους του ΚΚΕ με επιστημονική ιδιότητα -αλλά όχι κομματική, που σημαίνει ότι δεν εκφράζουν απαραίτητα μια επίσημη θέση.

Η πρώτη είναι του Βασίλη Μπέλλου (Πολιτικού Μηχανικού και καθηγητή Πανεπιστημίου) και ορισμένοι βασικοί άξονες της θέσης του είναι οι εξής.

Η κλιματική αλλαγή είναι μια ανοησία από επιστημονική άποψη. Δεν μπορεί να οριστεί εμπειρικά, στο σύντομο πλαίσιο του βίου μας -επειδή κάποιες χρονιές είχαμε πολύ ζεστά καλοκαίρια ή δεν είχαμε χειμώνα- ούτε από τα ελλιπή μετεωρολογικά στοιχεία που συλλέτγουμε εδώ και μερικές δεκαετίες, παρά μόνο σε πολύ μεγαλύτερη χρονική κλίμακα -αρκετών αιώνων. Ο πλανήτης μας έχει μια διαδρομή πολλών εκατομμυρίων χρόνων, με τεράστιες κλιματικές διακυμάνσεις, που δεν εμπόδισαν ωστόσο την εξέλιξή του. Ο παράγοντας της υπερθέρμανσης είναι ανησυχητικός αλλά δεν έχει αποδειχτεί η σχέση αιτίου-αιτιατού: αν δηλαδή η έκλυση διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα προκαλεί αύξηση της θερμοκρασίας ή αν η τελευταία προκαλείται από άλλα, φυσικά αίτια, προκαλώντας με τη σειρά της την αύξηση του CO2. Η στρατηγική της «πράσινης ανάπτυξης» είναι μονόδρομος για την ΕΕ, και δεν υπαγορεύεται από τις περιβαλλοντικές της ευαισθησίες αλλά από το συγκριτικό της μειονέκτημα σε ορυκτά και άλλους ενεργειακούς πόρους (συγκριτικά με την ΗΠΑ, την Κίνα και άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα) και από την ανάγκη να βρει μια διέξοδο το συσσωρευμένο κεφάλαιο που λιμνάζει αναξιοποίητο.

Αυτά με τηλεγραφικούς τίτλους και τον κίνδυνο να τα φτωχαίνω ή να τα διαστρεβλώνω ελαφρώς κάπου -οπότε καλύτερα να τα διαβάσετε από την παραπομπή. Η άλλη συνέντευξη είναι με τον Μάνο Σαριδάκη (αστροφυσικό διεθνούς εμβέλειας του Αστεροσκοπείου Αθηνών) αλλά η αντίστοιχη απάντηση δεν είναι το ίδιο εκτενής, συνεπώς την παραθέτω ολόκληρη.

Η υπερθέρμανση είναι χιλιοεπιβεβαιωμένη, όπως και το γεγονός ότι έχουμε μπροστά μας μια κλιματική κρίση. Και να τονίσω εδώ ότι η κλιματική κρίση χτυπάει μεν όλον τον πλανήτη, αλλά όχι με τον ίδιο βαθμό. Δυστυχώς, η ανατολική Μεσόγειος είναι από τα hot spots όπου η κλιματική αλλαγή είναι τρεις φορές εντονότερη από το μέσο όρο. Τώρα, όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι η κλιματική κρίση είναι ανθρωπογενής, δεν υπάρχει φυσική διαδικασία που να επιφέρει αλλαγές σε τόσο μικρές χρονικές κλίμακες. Αλλά αυτό που λέω συνήθως σε κόσμο που αμφισβητεί το ανθρωπογενές αίτιο, είναι το εξής: Έστω, ρε παιδιά, ότι δεν είναι ανθρωπογενής, πάλι δεν θα πρέπει να κάνουμε κάτι, πάλι δεν θα πρέπει να πάρουμε μέτρα; Δηλαδή όταν βρέχει, καθόμαστε στη βροχή να βρεχόμαστε επειδή η βροχή δεν είναι ανθρωπογενής; Άρα να συμφωνήσουμε καταρχήν ότι πρέπει να πάρουμε σοβαρά μέτρα, και τα υπόλοιπα τα συζητάμε.

Δε σκοπεύω να στριμώξω στον επίλογο τις δικές μου σκέψεις για ένα σύνθετο, πολυπαραγοντικό ζήτημα, οπότε θα περιοριστώ σε μερικά σύντομα υστερόγραφα.

Η πρώτη φορά που ήρθα σε ουσιαστική επαφή με αντίστοιχους προβληματισμούς και ανησυχίες για το μέλλον του πλανήτη ήταν διαβάζοντας την πολυδιαφημισμένη Κόμη της Βερενίκης του Γραμματικάκη. Ομολογώ ότι το τέλειωσα με αρκετά ερωτήματα και προβληματισμούς -κι ας μυρίζει ίσως Μαλθουσιανισμό το καμπανάκι που κρούει περί υπερπληθυσμού και αδυναμίας του πλανήτη μας να μας θρέψει όλους ή να καλύψει τις ενεργειακές μας ανάγκες, με τα υπάρχοντα τεχνολογικά δεδομένα τουλάχιστον. Όταν κατέβηκε υποψήφιος με το Ποτάμι του Θεοδωράκη έδειξε -πέραν κάθε αμφιβολίας- το ταξικό πρόσημο των προβληματισμών του -προσπάθησα, ωστόσο, να τους φιλτράρω και να κρατήσω τον λογικό τους πυρήνα.

-Το πολιτικό ταβάνι διαφημισμένων «κινηματικών» προσωπικοτήτων όπως η Ναόμι Κλάιν είναι τόσο χαμηλό που συναντά την Γκριν Πις και την Γκρέτα Τούμπεργκ, στην προσπάθειά της να «αλλάξει» τον κόσμο. Ακόμα και στο δικό της βιβλίο για το θέμα, πάντως, δε γίνεται να μην παραδεχτεί τις δραματικές, φυσικές κλιματικές αλλαγές του μακρινού παρελθόντος (εντοπίζοντας τη διαφορά στο ότι η τρέχουσα μεταβολή-κρίση είναι ανθρωπογενής) και τη συλλογή σχετικά αξιόπιστων δεδομένων μόλις από τον 19ο αιώνα και έπειτα. Ας σημειωθεί, παρεμπιπτόντως, ο ανεκδιήγητος ρεφορμισμός της, ακόμα και για τα αστικά δεδομένα, που καταλήγει σε ριζοσπαστικές προτάσεις του στιλ: να μην τρώμε κρέας -έστω δύο φορές τη βδομάδα- ή να μειώσουμε την αύξηση της υπερθέρμανσης κάτω από τον 1,5 βαθμό Κελσίου -αντί για 2 όπως προβλέπεται- μες στις επόμενες δεκαετίες, με στόχο όχι απαραίτητα να σταματήσουμε αλλά να καθυστερήσουμε έστω την αλλαγή...

-Το ΚΚΕ οφείλει -στον εαυτό του, όχι σε εμάς- να είναι και να φαίνεται τίμιο, σαν τη γυναίκα του Καίσαρα, για να σπάσει το εδραιωμένο σε ορισμένους κύκλους στερεότυπο ότι αδιαφορεί για το περιβάλλον ή ότι μια επανάληψη -με καλύτερους όρους- του σοβιετικού πειράματος θα βασιζόταν στον λιγνίτη μέχρι να σβήσει ο ήλιος, θα κατέστρεφε εκ νέου την Αράλη κοκ.

Κατά τη γνώμη μου, δε χρειάζεται αμηχανία αλλά επιθετικός επικοινωνιακός λόγος και πρωτοβουλίες. Να μην αφήσουμε την οικολογία σε αστικά χέρια και πράσινα άλογα. Να αναδείξουμε πως ο πλανήτης κινδυνεύει, ότι δεν τον καταστρέφει ο άνθρωπος -γενικά και αόριστα- αλλά το κέρδος, ότι η περιβαλλοντική καταστροφή δεν είναι ανθρωπογενής αλλά... «καπιταλογενής» κι ότι η επανάσταση δεν είναι απλά μονόδρομος αλλά επιτακτική ανάγκη, αν θέλουμε να έχουμε οποιοδήποτε μέλλον -ακόμα και αν δε μας αρέσει η περιγραφή των κομμουνιστών για την κοινωνία του μέλλοντος.

Ας μείνουν αυτά ως βάση συζήτησης και αν υπάρχει λόγος, συνεχίζουμε.

Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015

Ισονομία και πράσινα άλογα

Αναδημοσίευση από το περιοδικό Ατέχνως

Το ελληνικό πρωτάθλημα μοιάζει με κούρσα στον ιππόδρομο. Έχει γκανιάν, παρολί, ψοφάλογα που σέρνονται και δεν τερματίζουν, ένα φαβορί που νικάει σχεδόν πάντα, χωρίς καν να φορτσάρει, φαντεζί άσους που τους σκοτώνουν, όταν γεράσουν και πάψουν να προσφέρουν θέαμα. Και μία ομάδα με σήμα το (βισ’νις θύελλα, σούζα το) αλογάκι (ι-χα!), που έχει να πάρει τίτλο απ’ το 88’, στο λυκόφως της Αλλαγής· κι η σύγχρονη εκδοχή της Αλλαγής, που επαναλαμβάνεται σα φάρσα εν έτει 2015, τη βρίσκει να βολοδέρνει σε μικρότερες κατηγορίες. Που άλλαξαν κι αυτές όνομα και έγιναν Football League, I και II αντίστοιχα, εκ των οποίων η δεύτερη λογίζεται ως ερασιτεχνική, για να γλιτώνουν από τα χρέη τους διάφορες ΠΑΕ με έναν επώδυνο υποβιβασμό.



Ο Σύριζα εισέρχεται τώρα, εν είδει τοποτηρητή, στο βάλτο του πρωταθλήματος, όπου ετοιμάζονται να κονταροχτυπηθούν τα βουβάλια (ή μάλλον οι ιπποπόταμοι, για τις ιππικές ανάγκες του κειμένου), με έπαθλο την κυριαρχία στο ελληνικό ποδόσφαιρο και τη δική τους «Αλλαγή», στην οποία προσβλέπουν οι ανταγωνιστές του Ολυμπιακού και του Μαρινάκη. Δηλαδή η ΑΕΚ του Μελισσανίδη, ο ΠΑΟΚ του Ιβάν Σαββίδη κι ο ΠΑΟ του Αλαφούζου, που εμφανίζονται ως φλογεροί υπέρμαχοι της Κάθαρσης (που τη γράφουν πάντα με κεφαλαίο, για να δοθεί έμφαση) και της ισονομίας. Να φτάσει το μαχαίρι στο κόκαλο (που είναι επίσης ωραίο κλισέ και κολλάει παντού και πάντα).

Αυτό το σχεδόν Αριστοφανικό σκηνικό μας παραπέμπει συνειρμικά στην αντίστοιχη κωμωδία που συνδέεται άμεσα με τα άλογα και το θέμα της ανάρτησης. Στους Ιππείς, ο Νικίας και ο Δημοσθένης, στρατηγοί της Αρχαίας Αθήνας, σκέφτονται πώς μπορούν να ανατρέψουν το φιλοπόλεμο δημαγωγό Κλέωνα, που είχε πάρει την εξουσία, κλέβοντάς τους τη δόξα για την επιχείρηση της Πύλου. Καταλήγουν λοιπόν στο συμπέρασμα πως για να εκτοπίσουν ένα λαοπλάνο, αχρείο και αμοραλιστή πολιτικό ηγέτη, χρειάζεται να βρουν κάποιον που να συγκεντρώνει αυτά ακριβώς τα στοιχεία στο μέγιστο βαθμό, γιατί μόνο αυτός θα μπορούσε να επικρατήσει του Κλέωνα. Και επιλέγουν για επικεφαλής της προσπάθειας αυτής τον Αγοράκριτο, έναν πλανόδιο αλλαντοπώλη, που ως πολιτικός θα κληθεί βασικά να κάνει ό,τι ακριβώς έκανε και πριν με τα κρέατα και τα άντερά του: να τα ανακατεύει όλα μαζί, να βάζει μπόλικα μπαχαρικά για να σκεπάζει τις βρωμιές, να τα μαγειρεύει και να τα σερβίρει όμορφα στο λαό, που όχι μόνο θα τα τρώει, αλλά θα του λέει κι ευχαριστώ.

Το επιμύθιο για την κούρσα του πρωταθλήματος είναι απλό. Αν κάποιο βουβάλι ελέγχει απόλυτα το βάλτο, την ΕΠΟ και τη διαιτησία, ακόμα και άλλες ομάδες, που στελεχώνουν το ρόστερ τους με δανεικούς παίκτες, τότε για να γίνει κανείς χαλίφης στη θέση του και να αποκτήσει ευνοϊκή μεταχείριση, πρέπει να κάνει τα ίδια και χειρότερα. Να γίνει δηλ το μεγάλο ψάρι, που θα καταπιεί τα μικρότερα και θα πετύχει συμφέρουσες, ετεροβαρείς συμφωνίες με τα άλλα –που με τη σειρά τους θα φτιάξουν τις δικές τους λυκοσυμμαχίες, για να αλλάξουν τα κόζια, και πάει λέγοντας… Εκτός κι αν πιστεύει αφελώς κανείς, πως μπορείς να πάρεις τον τίτλο με το σταυρό στο χέρι, και να είσαι σαν τον καλό χαλίφη του Γκοσινί, τον Χαρούν Ελ Πατσάχ, που γλιτώνει πάντα απ’ τις ραδιουργίες του Ιζνογκούντ. Ή ότι οι Ιππείς της Αρχαίας Αθήνας μπορούσαν να τα βάλουν με την ανώτερη τάξη των πεντακοσιομέδιμνων και να επιβάλουν ελεύθερα τη δική τους αυτοτελή εξουσία, βάσει δημοκρατικών εκλογών πχ και ενός άγραφου ταξικού ευ αγωνίζεσθαι.

Το ερώτημα λοιπόν για όσους δεν είναι άλογα όντα, και δεν τρώνε σανό ή κουτόχορτο, για όλους εμάς τους φιλάθλους, που δεν είμαστε οι Μπλιαχ Χαχάτ του Προεδράρα και έμμισθοι μπράβοι του ιδιωτικού του στρατού, μπαίνει αμείλικτο. Ως πότε παλικάρια θα ζούμε στα στενά; Γιατί να χαλάμε τις Κυριακές μας για τον επιχειρηματικό ανταγωνισμό που, κατά κανόνα, δεν προσφέρει καν λίγο θέαμα, για να το καταπιεί κανείς πιο εύκολα, όπως τα αλλαντικά; Και πώς μπορεί να χαρεί κανείς μια νίκη, όταν δεν είναι απολύτως καθαρή (κι ας τρέχουν 22 καθαρόαιμα μες στο γήπεδο) και τη βρωμίζουν το παρασκήνιο και τα συμφέροντα;

Δεν έχει έρθει ο καιρός να ξυπνήσουμε κυρ-Μέντιο;

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

Βάτραχοι

Οι πιο τακτικοί αναγνώστες του μπλοκ θα θυμούνται ίσως μια ξώφαλτση αναφορά σε ένα παλιότερο κείμενο για τις αριστοφανικές θεσμοφοριάζουσες του κιμούλη, σε διασκευή του πιτσιρίκου, που ανήκει στο είδος του συριζαϊκού καλτ, με αρκετούς (πετυχημένους ή πιο χοντροκομμένους) αναχρονισμούς – παραλληλισμούς με τη σημερινή πολιτική συγκυρία. Οι τελευταίες παραστάσεις του έργου, που είχαν προγραμματιστεί για μες στο σεπτέμβρη, ακυρώθηκαν, επισήμως γιατί το έργο δεν είχε εισπρακτική επιτυχία (δικαιολογία που ελέγχεται ως ανακριβής) και στην ουσία επειδή ο παραγωγός, που είχε φήμη προοδευτικού (θεατρ)ανθρώπου –κάτι σαν «αριστερό αφεντικό» που λένε κι οι αναρχικοί- αδυνατούσε να πληρώσει τους συντελεστές κι έψαχνε αφορμή για ηρωική έξοδο. Το ωραίο της υπόθεσης είναι πως ο πιατάς, που προέρχεται πολιτικά από το πασόκ –κι αν θυμάστε στο αλαλούμ έπαιζε τον πασόκο άνδρα της γκόλφως, που θα του μιλούσε μετά ο κόκκινος τραμπάκουλας και για την οργάνωση, ως σύμμαχη δημοκρατική δύναμη- φέρεται να πήρε το μέρος του επιχειρηματία, αποδεικνύοντας με έναν ιδιαίτερα σημειολογικό τρόπο, τα όρια των πασοκογενών συμμάχων –όχι πως αυτά του κιμούλη δηλ είναι πολύ πιο μακριά, αλλά λέμε τώρα..

Ούτως ή άλλως βέβαια η κε του μπλοκ είχε σταμπάρει άλλο αριστοφανικό έργο, να δει: τους βατράχους του κακλέα, από το εθνικό, που είχε ανεβάσει πέρσι τις όρνιθες, αφήνοντάς μου πολύ καλές εντυπώσεις, με τους στίχος του λειβαδίτη στο τέλος (αν θες να λέγεσαι άνθρωπος...) και τη νεφελοκοκκυγία, μια μυθική πολιτεία των πουλιών στον ουρανό, που χτίζεται από την αρχή χωρίς τους θεούς, την αδικία και τα στραβά των ανθρώπινων (διάβαζε ταξικών) κοινωνιών. Οι βάτραχοι δεν προσφέρονται μάλλον για τόσο πολιτικούς κι επίκαιρους συνειρμούς με την εποχή μας, παρά μόνο ίσως στο σημείο όπου συγκρούονται το καινοτόμο, ριζοσπαστικό πνεύμα του ευριπίδη με την ευλαβική (κι ενίοτε πομπώδη) προσκόλληση του αισχύλου στο μεγαλείο των προγόνων και την παράδοση, ενώ καλούνται να δώσουν μια συμβουλή για τη σωτηρία της πόλης. Κι όταν ο ευριπίδης καλεί το λαό να πάψει να εμπιστεύεται αυτούς που τον έφεραν ως εδώ και να μη φοβηθεί να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό, το εναλλακτικό κοινό του αιγάλεω, στο υπαίθριο θεατράκι «αλέξης μινωτής» έπιασε στον αέρα το υπονοούμενο και ξέσπασε σε ζεστό χειροκρότημα.

Ο ευριπίδης δηλ ήταν συριζαίος, με τα δεδομένα της εποχής; Όσο ήταν αναρχικοί και οι ερμοκοπίδες.. Κι όσο αντιδραστικός ήταν ο αριστοφάνης, που ναι μεν συμπαθούσε πολιτικά τους ολιγαρχικούς, αλλά ήταν φλογερός κήρυκας της ειρήνης και ένα είδος πρώιμου φεμινιστή (που κόλλησε στον ευριπίδη τη ρετσινιά του μισογύνη), ενώ σε κάποια έργα του (όρνιθες, εκκλησιάζουσες) βλέπει τόσο μπροστά από την εποχή του, που χαϊδεύει σχεδόν τις παρυφές του κομμουνισμού –ή έστω του ουτοπικού σοσιαλισμού.

Ένα αντίστοιχα ιδιότυπο κράμα πεφωτισμένης «προοδευτικής δεξιάς» της μεταπολίτευσης πρέπει να ήταν και το δίδυμο αποστολίδη-ακοκαλίδη, που διασκεύασε τις κωμωδίες του αριστοφάνη σε κόμικ, με εξαιρετική πρωτοτυπία (όσο κι αν φαντάζει οξύμωρο αυτό για μια διασκευή). Και στους ιππείς σατιρίζει με εκπληκτικά καυστικό τρόπο το πολιτικό κλίμα της πόλωσης στη δεκαετία με τις βάτες και τον ηγέτη της αλλαγής στο πρόσωπο του στρατηγού κλέωνα, που μόνο ένας ακόμα πιο βρώμικος και αδίστακτος πολιτικάντης θα μπορούσε να τον «εκθρονίσει» και να το διαδεχτεί –όπως και έγινε δηλ, στο έργο με τον αλλαντοπώλη αγοράκριτο, και στη ζωή με το μητσοτάκη. Αλλά αυτό θα μας απασχολήσει σε μια άλλη ανάρτηση.

Από την ίδια σειρά κόμικ, θυμάμαι και το διασκευασμένο τραγούδι της χωρωδίας, δηλ των βατράχων της αχερουσίας λίμνης: μες στους βάλτους στα ποτάμια, κατοικεί λαός για γέλια, που έχει πράσινα σακάκια, καλαμένια ποδαράκια, βρεκεκέξ κουάξ κουάξ... Και παραπέμπει συνειρμικά κατευθείαν στον ελληνικό λαό, που παραμένει κατά βάθος βαθύ πασόκ, με πράσινα σακάκια, και φορά λεοντή, σαν το διόνυσο, για να φανεί αντρειωμένος ηρακλής, χωρίς να είναι όμως λεοντόκαρδος, αφού τρέμει τον ίσκιο του, τον αγώνα, την απόλυση, για το χάσιμο της βολής του, με δυο λόγια τρέμει για τη ζωούλα του, που μπορεί να σωθεί έτσι –αν και αυτό ακόμα είναι αμφίβολο τώρα πια- αλλά ποτέ δε θα γίνει κανονική ζωή, με δικαιώματα.

Υπάρχουν όμως άλλα σημεία που πιο προσφέρονται για πιο ενδιαφέροντες, προχωρημένους συνειρμούς. Στους βάτραχους, ο διόνυσος, απογοητευμένος από τους δραματικούς συγγραφείς του καιρού εκείνου, αποφασίζει να κατέβει στον άδη για να φέρει πίσω κάποιον από τους κλασικούς και στήνει ένα θεατρικό αγώνα μεταξύ του αισχύλου και του ευριπίδη, για να κρίνει το νικητή που θα επιστρέψε στους ζωντανούς. Τι θα γινόταν όμως αν δε μας ενδιέφεραν οι θεατρικοί συγγραφείς, αλλά οι μεγάλες ηγετικές μορφές του κομμουνιστικού κινήματος, που ακόμα προσπαθεί να συνέλθει από την αντεπανάσταση; Ποιον απ’ όλους θα επιλέγαμε για να γυρίζει στη ζωή και να δώσει πνοή στην επίπονη προσπάθεια ανασυγκρότησής του; Και αν ο θεός διόνυσος ήταν ο θεός του θεάτρου, ποιος θα ήταν ο πιο κατάλληλος κριτής, για να αποφασίσει αμερόληπτα στη δική μας περίπτωση; -Δυο χρόνια πριν, θα σου έλεγα ίσως τον αρβανίτη, αλλά τώρα πια έχει πουλήσει την ψυχή του στο διάβολο της επιβίωσης και της αριστερής κυβέρνησης.

Η προφανής απάντηση θα κινούνταν μάλλον μεταξύ της αγίας τριάδας: μαρξ-λένιν-τσε γκεβάρα, με τη δική μου ψήφο να πηγαίνει κατά πάσα πιθανότητα στο δεύτερο γιατί είναι το πιο εκπληκτικό παράδειγμα σύνδεσης θεωρία και πράξης, στην πιο εύστοχη και καίρια εκδοχή της. Ίσως νάταν όμως πιο ενδιαφέρον, να ‘μπαιναν πιο συγκεκριμένα διλήμματα, όπως στους βατράχους, που να συμπυκνώνουν κάποιες βασικές πολιτικές αντιθέσεις και να αναπτυσσόταν διαπάλη με επιχειρήματα, στα πρότυπα του αγώνα μεταξύ του αισχύλου και του ευριπίδη. Φαντάσου πχ τον τρότσκι να λογομαχεί με το σύντροφο με το μουστάκι για το σοσιαλισμό σε μια χώρα ή να κριτικάρουν ο ένας σημεία και αποσπάσματα από το γραπτό έργο του άλλου και ύστερα από τις τοποθετήσεις του στάλιν να έχουμε: ουρααα, θυελλώδικα χειροκροτήματα.. Ή κάτι παρόμοιο μεταξύ ζαχαριάδη και πουλιόπουλου, που είχε γίνει σχεδόν, κατά μία έννοια, με την δημόσια αντιπαράθεση μεταξύ του κκε και των τροτσκιστών του κδκε μπροστά σε επιλεγμένο εργατικό κοινό, που ψήφισε κιόλας στο τέλος, δίνοντας την πλειοψηφία στους εκπροσώπους-εισηγητές του κόμματος. Ή έναν αγώνα μεταξύ κάππου και φλωράκη, και άλλα αντίστοιχα ιντριγκαδόρικα ζευγάρια, με διαλόγους που θα έδιναν υλικό για πολλές αναρτήσεις. Κι ακόμα μεγαλύτερο ενδιααφέρον θα είχε η συμβουλή του καθενός για τη σωτηρία της πόλης/χώρας.


Η αστική τάξη δημιουργεί το νεκροθάφτη της, και ο στόχος των κομμουνιστών είναι να προετοιμάσουν πολιτικά το σύγχρονο προλεταριάτο να φέρει σε πέρας την κηδεία, θάβοντας τους εκμεταλλευτές μαζί με τις ταξικές κοινωνίες και τους δημοσιολόγους τύπου ζίζεκ, που μας λένε πως ξεχάσαμε να πεθάνουμε. Εμάς όμως δε μας αφορούν οι νεκρικοί διάλογοι –αυτά μπορεί να απασχολούν πιο πολύ την πολιτικά χρεοκοπημένη σοσιαλδημοκρατία, παλιάς και νέας κοπής, το ζίζεκ και το μίμη ανδρουλάκη, με εκείνους τους υποθετικούς νεκρικούς διαλόγους με μπερλίνγκουερ, μιτεράν και σία, στο προτελευταίο βιβλίο του, πριν τον κόκκινο κάβουρα. Γνωρίζουμε εξάλλου πολύ καλά πως κάθε προσωπικότητα είναι δημιούργημα της εποχής της. Και το ζητούμενο σήμερα είναι να δημιουργήσουμε –στο βαθμό που αυτό περνάει από το χέρι μας- ή να επισπεύσουμε τις (επαναστατικές) συνθήκες, όπου θα διαμορφωθούν ή θα αναδειχθούν οι ηγετικές φυσιογνωμίες της δικής μας εποχής.

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2014

Κανένα βιβλίο δεν είναι ντροπή

Υπάρχει μια κατηγορία βιβλίων, περιοδικών, άρθρων, γραπτών κειμένων γενικότερα, που ανήκουν αναμφίβολα στην κατηγορία των ελαφριών αναγνωσμάτων. Και αυτό δεν το λέω ως μομφή, γιατί έχουν μια συγκεκριμένη αξία χρήσης, που καλύπτει μια βασική ανάγκη: να σου κρατήσουν συντροφιά, για να περάσει η ώρα στην παραλία, σε κάποιο ταξίδι (τρένο ή πλοίο κατά προτίμηση), στην τουαλέτα, ακόμα και στη σκοπιά (αν έχεις αυτή τη δυνατότητα κι έχεις εξαντλήσει τα θέματα συζήτησης με το συφάνταρο), ή σε κάποια ουρά, για τον οαεδ πχ, όπου αρχικά νομίζεις πως θα γίνει ηλεκτρονικά η ανανέωση της κάρτας, βρίσκεις στο διαδίκτυο ένα σωρό πανηγυρικά άρθρα που (προ)αναγγέλλουν την χαρμόσυνη είδηση, κι αφού χαρείς κι εσύ με την χαρά τους, καταλαβαίνεις πως πρέπει τελικά να περάσεις αυτοπροσώπως από κάποιο υποκατάστημα του οργανισμού για την ανανέωση, για μια αποχαιρετιστήρια (;) ίσως φορά, και να περιμένεις παραπάνω απ’ ό,τι συνήθως, γιατί χρειάζεται να γίνει μια επιπλέον διαδικασία με τα εκκαθαριστικά σημειώματα της τελευταίας διετίας. Άνεργος είσαι, χρόνο έχεις λογικά, γιατί να γκρινιάζεις λοιπόν;

Ίσως βέβαια τα δικά μας ελαφρά αναγνώσματα να διαφέρουν κάπως από τα συνηθισμένα (άρλεκιν, μπεστ σέλερ, λένα μαντά, κτλ). Ας δούμε λοιπόν ένα μικρό δείγμα, για να γίνει καλύτερα αντιληπτό.

Ξεκίνημα από το τελευταίο (πριν τη θερινή ραστώνη και τη διακοπή του αυγούστου) φύλλο του πριν, της εφημερίδας της ανεξάρτητης της αριστεράς, κι ένα κείμενο του δ. γρηγορόπουλου για «μια νέα κομμουνιστική κίνηση», του εργατικού αγώνα, που «είναι καλοδεχούμενη στη ριζοσπαστική αριστερά» και «μπορεί να συμβάλει στο εγχείρημα της νέας κομμουνιστικής αριστεράς» (πολλές αριστερές ρε παιδί μου) αν υπερβεί το «σεχταριστικό, γραφειοκρατικό μοντέλο», που «εκπροσωπεί το κκε» και το οποίο «δεν είναι συνέχεια αλλά εκφυλισμός του λενινιστικού κκ. Η όποια διαφωνία όμως δε γονιμοποιείται θετικά όταν: 1. δεν εκφράζεται ανοιχτά λόγω κομματικού πατριωτισμού 2. οι διαφωνούντες φεύγουν από το κόμμα, αλλά ιδιωτεύουν και πάνε σπίτι τους 3. παρασύρονται από τις ρεφορμιστικές σειρήνες 4. παραμένουν στο κκε περιμένοντας να αλλάξει (το κκε δεν αλλάζει, άλλαξε εσύ) 5. επιδιώκουν την αποκατάσταση της φυσιογνωμίας του κκε, που αλλοιώθηκε θεωρητικά από την ηγεσία του, ενώ το κόμμα έχει διαβρωθεί συνολικά ως όλο από το σεχταρισμό και το γραφειοκρατισμό· με δυο λόγια, αν δεν κόψουν κάθε γέφυρα με το κομματικό παρελθόν τους και δε φτιάξουν μαζί με το ναρ το νέο-νέο αριστερό ρεύμα λενινιστικού τύπου, με στόχο τον αντικαπιταλισμό-αντιιμπεριαλισμό τον αντισεχταρισμό και αντιγραφειοκρατισμό –σε έπιασα! Ξέχασες να πεις αντιδογματισμό.

Κι εδώ αρχίζεις να αναρωτιέσαι διάφορα: αν αυτός ο αντισεχταριστής κύριος είναι στο ίδιο ρεύμα με τον άλλο συναγωνιστή, που γράφει για τη μόδα του αντισεχταρισμού–αλλά αυτά είναι ηλεκτρονικά αναγνώσματα και δε θα ασχοληθούμε αναλυτικά, αν και έχουν το δικό τους ενδιαφέρον*. Αν έχει πιο πολλή πλάκα η κριτική στο κκε για σεχταρισμό από μια ομάδα μερικών δεκάδων ή από ένα ρεύμα μερικών εκατοντάδων, που έχουν τουλάχιστον αυτογνωσία και καταλαβαίνουν πως δεν τους βγαίνουν τα κουκιά, για να γίνουν-ονομαστούν κόμμα. Αν είναι πιο τίμιο να απαξιώνεις μηδενιστικά το κόμμα, όπως ο γρηγορόπουλος, ή να συνεχίζεις αυτό τον ανιαρό διαχωρισμό της κακής ηγεσίας από την παραπλανημένη βάση –όπως κάνει η κίνηση ικεα: ιστοσελίδα κομμουνιστών εργατικού αγώνα. Και σε συνέχεια του προηγούμενου, αν είναι πιο τίμιο να έχεις βρεθεί εκτός κόμματος και να μην τρέφεις καμία ελπίδα για την εξέλιξή του, γιατί είναι χαμένη υπόθεση, κτλ, ή να το «υποστηρίζεις κριτικά», αλλά να παλεύεις ενάντια στην ηγεσία του και τη γραμμή του.

(*η αριστερά θέλει να συμβάλει σε κάτι τέτοιο –ιδεολογική ηγεμονία και κυβέρνηση- ή θέλει να πάει μόνο για την «ανόθευτη» επανάσταση αλά 1917; Πόσο πιο καθαρά να το πει κι αυτός πια..)

Δεύτερη στάση, το τεύχος ιουλίου του εναλλακτικού (ο θεός να το κάνει) unfollow, όπου ο άρης χατζηστεφάνου υπογράφει ένα αρκετά καλό κείμενο για την περίπτωση του μετανάστη μαμαντού μπα από τη γουινέα (που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την ελλάδα για να πάρει πολιτικό άσυλο στο βέλγιο), με κάποιες ενδιαφέρουσες κι ιντριγκαδόρικες συγκρίσεις της δημοκρατικής κι ανεπτυγμένης ελλάδας, που ανήκει στην ευρώπη και το δυτικό κόσμο, με την τριτοκοσμική κι υπανάπτυκτη γουινέα της αφρικής, ως προς τα δικαιώματα, την ελευθερία που απολαμβάνουν οι δημοσιογράφοι, κτλ. Και ως εκεί δηλ καλά τα λέει (αλλά δε γίνονται), για να φτάσουμε στην τρομερή διατύπωση: «αλλά και πάλι να ζητάς άσυλο; Άσυλο ζητάνε αυτοί που ζούνε σε δικτατορίες. Μπορεί φυσικά να μην κινδυνεύεις από το κράτος, αλλά από το παρακράτος κι από τα τάγματα εφόδου της ελληνικής αστικής (ο θεός να την κάνει) τάξης. Να έρχονται οπαδοί του Μελισσανίδη και να σε σπάνε στο ξύλο…»
Μία από αυτές τις στιγμές που, όπως περιέγραφε σε μια παλιά του ανάρτηση ο σφος φάντασμα- κατεβάζεις στωικά μια γουλιά κακάο (για τους αθηναίους μίλκο) με κίνδυνο να στραβοκαταπιείς και σκέφτεσαι πως αν αυτή είναι η φωνή της αριστερής (ο θεός να την κάνει) συνείδησης-αντιπολίτευσης στο σύριζα, δεν υπάρχει καμία σωτηρία..

Αλλάζουμε κατηγορία και περνάμε στην αστυνομική λογοτεχνία και το τελευταίο μυθιστόρημα του πέτρου μάρκαρη, από τη γνωστή κίνηση των 58 με τη σώτη και τα άλλα παιδιά, που κλείνει την τριλογία του για την κρίση. Πριν συνεχίσετε να διαβάζετε το κείμενο, αν τυχόν είστε αναγνώστης των περιπετειών του αστυνόμου χαρίτου (κανένα βιβλίο δεν είναι ντροπή, ιδίως αν πρόκειται για βιβλίο τρένου, σκοπιάς, τουαλέτας –για κάθε πιθανή χρήση- κτλ) και δε θέλετε να σας μαρτυρήσουν την πλοκή και να σας χαλάσουν το τέλος, καλύτερα να παρακάμψετε την επόμενη παράγραφο.

Μετά το υποθετικό σενάριο της εξόδου της χώρας από το ευρώ στο προηγούμενο μυθιστόρημα («ψωμί-παιδεία-ελευθερία»), ο μάρκαρης παρουσιάζει μια σειρά φόνων με δράστες μια συνειδητή ομάδα εργαζόμενων, που αναλαμβάνουν την ευθύνη υπογράφοντας ως «έλληνες του 50’» και εκδικούνται διάφορα λαμόγια μικρομεσαίου μάλλον βεληνεκούς, για τα γραφειοκρατικά εμπόδια και την αποτυχία μιας επένδυσης φωτοβολταϊκών του ελληνογερμανού εργοδότη τους, που οδηγήθηκε έτσι στην αυτοκτονία. Το ωραίο της υπόθεσης είναι η αλβανική εθνικότητα των δραστών, που μόνο λούμπεν δεν είναι, καθώς ξέρουν και δέχονται αγόγγυστα να κάνουν κάθε πιθανή δουλειά, όπως ακριβώς οι έλληνες του 50’ –και σε αντίθεση προφανώς με τους σύγχρονους νεοέλληνες. Όλα σχεδόν τα αστικά ιδεολογήματα για τις αιτίες της κρίσης σε συσκευασία ενός βιβλίου.
Αλλά η τούρτα δεν έχει μόνο ένα κερασάκι. Ο μάρκαρης είναι αριστερός (από τους «καλούς», γιατί από τους άλλους έχει βρωμίσει ο τόπος…) και μας δείχνει μια χρυσαυγίτικη επίθεση στην κόρη του αστυνόμου (που ήταν συνήγορος μεταναστών από την αφρική), τους φασιστικούς θύλακες μες στην ελας, και έναν παλαίμαχο κομμουνιστή σε ρόλο-καρικατούρα, που συμφωνεί κι επαυξάνει με τον τρόπο του στα κλισέ αποφθέγματα των υπολοίπων –και βασικά του μάρκαρη.

Προσπερνάμε ένα άρθρο του δελαστίκ για το 89’ στα επίκαιρα –που πάλιωσε αρκετά και δεν είναι επίκαιρο πλέον- για να περάσουμε φευγαλέα από το τελευταίο τεύχος της μαρξιστικής σκέψης (με εμφανείς συριζαϊκές και τροτσκιστικές αναφορές) που συνεχίζει το αφιέρωμά της στην ιστορία του κκε, από την ίδρυσή του ως την 7η ολομέλεια του 57’, που διέγραψε το ζαχαριάδη.

Στο κείμενο του διευθυντή σύνταξης του περιοδικού (στελέχους του σύριζα και σφόδρα αντισταλινικού), χ. κεφαλή, που παρουσιάζει συνοπτικά τα ιστορικά ντοκουμέντα του δεύτερου μέρους του αφιερώματος, συναντάμε και την εξής εκπληκτική εκτίμηση: «οι γραφειοκρατικές πρακτικές (θυσία της επανάστασης στο εξωτερικό, χειραγωγητική-βολονταριστική παραμόρφωση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ) καθορίζουν μακροχρόνια την αποτυχία του πρώτου σοσιαλιστικού πειράματος. Αν και η πορεία δεν είναι ευθύγραμμη, παρουσιάζοντας σημαντικές θετικές στιγμές όπως η αντιφασιστική νίκη, το 20ό Συνέδριο και η Περεστρόικα, οι καταστροφές που επιφέρει ο σταλινισμός, σε συνδυασμό με την οικονομική υπεροχή του αμερικάνικου και ευρωπαϊκού καπιταλισμού, δίνουν τη νίκη στην αντίδραση. Το 1991 η ΕΣΣΔ και το «σοσιαλιστικό στρατόπεδο» καταρρέουν και διαλύονται».
Ποιος δίνει άλλοθι πολυφωνίας στο τεύχος (που φιλοξενεί κι ένα άρθρο του γνωστού και μη εξαιρετέου αγτζίδη); Μα φυσικά ο πετρόπουλος της γνωστής ιστοσελίδας (ικεα) και ο καλτσώνης του συλλόγου ‘κορδάτος’. Σε επόμενη ανάρτηση θα δούμε πιο αναλυτικά κάποια πράγματα για την περίπτωση κεφαλή, για να γίνουν καλύτερα αντιληπτά το είδος και ο προκλητικός χαρακτήρας αυτής της παράξενης συνεργασίας.

Κλείνουμε την περιπλάνησή μας με δυο προτάσεις που ξεφεύγουν από την κατηγορία του αναγνώσματος, αλλά αξίζουν την προσοχή μας. Το πρώτο είναι ένα ολιγόλεπτο αλλά μεστό βιντεάκι του γκάρντιαν και του (τζινγκλ) χολογουέι για το σπάσιμο των καπιταλιστικών δομών και το νόημα του κομμουνισμού ως πρακτική στο σήμερα, στο πάρκο της ναυαρίνου, στο κέντρο της αθήνας και στην ακτιβιστική ομάδα εύρεσης ενός σκύλου που είχε χαθεί, κάπου στην αργεντινή! Το πραγματικά εντυπωσιακό στην όλη ιστορία είναι η θερμή υποδοχή κι αντιμετώπιση του χολογουέι –στην αγγλία αλλά και στην χώρα μας ως ένα βαθμό- και της ιδέας του κομμουνισμού σε ένα (μόνο) πάρκο, από φορείς κι άτομα που βγάζουν σπυριά με το στάλιν και τη θεωρία του σοσιαλισμού σε μία χώρα.


Η δεύτερη περίπτωση είναι το θεατρικό έργο «θεσμοφοριάζουσες» του αριστοφάνη, διασκευασμένο από τον πιτσιρίκο και σε σκηνοθεσία του γ. κιμούλη. Το νέο πασόκ είναι εδώ ενωμένο δυνατό, μαζί με τον πιατά από το παλιό πασόκ (που τον ήθελε κι ο τραμπάκουλας στο αλαλούμ να μιλήσουν μετά για την οργάνωση στο λέτσοβο). Η εκτίμηση για το χιούμορ του πιτσιρίκου και τα απαραίτητα δυστυχώς τηλεοπτικά αστειάκια είναι κάτι υποκειμενικό. Αυτό που είναι αντικειμενικό είναι η καλτ μεταφορά ενός «πρώιμα φεμινιστικού» έργου στις σημερινές συνθήκες: με τη σφισσα ραχήλα –sic- να ανεβαίνει στα κάγκελα και τη ζωή να εξηγεί σχολαστικά τι προβλέπει ο κάθε κανονισμός, το σκύθη φύλακα να μετατρέπεται σε χρυσαυγίτη μπάτσο-εγέρθουτου, και πάμπολλες (όχι ιδιαίτερα) έμμεσες αναφορές στην κυβέρνηση και το σαμαροβενιζελισμό. Τα οποία επιβεβαιώνουν πως η απόσταση μεταξύ της στρατευμένης τέχνης και της γκροτέσκας καρικατούρας της είναι μια λεπτή γραμμή, που εύκολα υπερβαίνει κανείς –παρά τις καλές, πιθανόν, προθέσεις του. Και ότι ο αντιμνημονιακός λόγος του σύριζα είναι η πιο απολιτίκ μορφή πολιτικοποίησης, που μόνο σε κωμωδίες μπορεί να σταθεί με κάποιες αξιώσεις. Ο σύριζα είναι το πολιτικό απολιτίκ της εποχής μας.


Σε κάθε περίπτωση, η παράσταση μπορεί να βγάλει γέλιο –δεν είναι απαραίτητο να γελάμε όλοι για τους ίδιους λόγους. Αλλά την ευθύνη για να τη δείτε την αναλαμβάνετε ακέραια εσείς προσωπικά. Η κε του μπλοκ θα πρότεινε εναλλακτικά τους βατράχους, που ανεβαίνουν επίσης αυτό το διάστημα και περιοδεύουν στην επαρχία. Κι αν μιλάμε για αστυνομική λογοτεχνία, τα μυθιστορήματα του σικελιανού καμιλιέρι (με τις περιπέτειες του αστυνόμου μονταλμπάνο), που κι αυτός σύριζα θα ήταν πιθανότατα με ελληνικά κριτήρια, αλλά είναι πολύ πιο αξιόλογη περίπτωση από την αβάσταχτη ελαφρότητα του μάρκαρη..

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Ο μαγικός υπόκοσμος του ποδοσφαίρου

Χτες αναλύσαμε το αξιακό τρίπτυχο της χούντας των συνταγματαρχών, αφήσαμε όμως απέξω το σύγχρονο όπιο του ποδοσφαίρου, που αντικατέστησε σταδιακά το θρησκευτικό, έχοντας πάντως και αυτό ιδιαίτερη θέση κατά τη διάρκεια της επταετίας. Τόση μπάλα (και μπάτσους) από την χούντα είχαμε να δούμε, λέει ένα σύνθημα των αναρχικών στους τοίχους, που αναφέρεται μεταξύ άλλων στη μυθική πορεία του παο στο χ-ου(ντ)έμπλεϊ και τον αστικό μύθο (;) για τη δωροδοκία των παικτών του ρεβιζιονιστικού ερυθρού αστέρα στον επαναληπτικό της λεωφόρου.

Στη σημερινή ελλάδα, που τη δονεί χωρίς να την ενώνει, η θέα της στρογγυλής θεάς, το πολιτικό σκηνικό εξελίσσεται κατ’ εικόνα κι ομοίωση της (ούνα φάτσα ούνα ράτσα) γειτονικής ιταλίας. Ο μαρινάκης είναι ο εκκολαπτόμενος έλληνας μπερλουσκόνι –εκεί δηλ που είχε αποτύχει ο βγενόπουλος με τον παο, ελέω μαρφίν· χάσαμε στο τσακ την υποψηφιότητα του λαζόπουλου με το σύριζα, δίκην νέου πέπε γκρίλο· και μένει να πειστεί τώρα η τζούλια αλεξανδράτου να κατέβει στον πολιτικό στίβο, για να καλύψει το κενό της τσιτσιολίνας αλά γκρέκα –κάτι που ‘χε προσπαθήσει κι η βάνα μπάρμπα με το λαος.

Προς το παρόν ευοδώθηκε μόνο το πρώτο σκέλος του σεναρίου, με την υποψηφιότητα μώραλη στο δήμο πειραιά να έχει όλα τα φόντα να διοικήσει την πόλη με μεθόδους ναπολιτάνικης μαφίας, για να παραμείνει ο παραλληλισμός μας σε ιταλικό έδαφος. Κι ο εκφρασμένος στόχος –δια στόματος του λαγού της χρυσής αυγής, σε ρόλο λαγού της κυβέρνησης, ερυθροπράσινοι λαγοί οε-οε-οε...- είναι να καθαρίσει η ζώνη, το λιμάνι, ο πειραιάς ευρύτερα από «τους λακέδες του παμε» και γενικώς κάθε εργατική αντίσταση. Όλα για τους ευεργέτες εφοπλιστές, που ο ύψιστος να μς κόβει ανάσες και να τους δίνει ούριο άνεμο για τα σαπάκια τους.

Βέβαια, αν αυτό το λέει ένας χρυσαυγίτης, πολύς κόσμος θα αντιδράσει και θα ξεσηκωθεί. Αν όμως το επιβάλλει στην πράξη –χωρίς να το λέει απαραίτητα και δημόσια- ο ιδιωτικός στρατός του προέδρου (ένας είναι ο πρόεδρος), μπορεί να γίνει χωρίς να ανοίξει ρουθούνι και προπαντός κανένα στόμα –παρά μόνο τα αγύριστα κεφάλια ορισμένων κομμουνιστών, που πάνε γυρεύοντας. Άσε που προωθούμε και τη σύμπραξη δημοσίου κι ιδιωτικού τομέα (σδιτ) ως πρότυπο αναπτυξιακό μοντέλο.

Το κατάπτυστο ‘no política’ των οργανωμένων συνδέσμων του ολυμπιακού για τη δολοφονία του παύλου φύσσα, είναι καθαρά πολιτική στάση, όπως και κάθε μορφή απολιτίκ άλλωστε, και αυτό δεν αλλάζει, ούτε μετριάζεται, αν το πούμε σε άλλη γλώσσα, για να φαίνεται πιο ψαγμένο. Το πόσο αντιδραστική είναι αυτή η στάση, θα έχουμε πιθανότατα την ευκαιρία να το δούμε από πρώτο χέρι το επόμενο διάστημα και στις εκλογές του μαΐου.

Αν πάντως ο μαρινάκης ήταν το ρόδι (το ρο με βήτα) που έπεσε κάτω από τη ροδιά του εφοπλιστή πατέρα του, που ήταν φίλος του (πρόσφατα εκλιπόντα και παλιού προέδρου του ολυμπιακού) νταϊφά, δεν μπορεί να πει κανείς (ακριβώς) το ίδιο για τη στήριξη του πέτρου κόκκαλη, που ντροπιάζει το όνομα του κομμουνιστή παππού του. Αυτοί είναι οι καλύτεροι όμως, από τη σκοπιά του συστήματος, γιατί όταν έχεις ξεπουλήσει ένα τέτοιο βαρύ ιστορικό φορτίο και όνομα, είσαι ο πλέον αδίστακτος κι ικανός για όλα –πόσο μάλλον αν κουβαλάς μαζί σου και την (πρωτοπόρα για την εποχή της) τεχνογνωσία της λδγ στις τηλεπικοινωνίες.

Το σκηνικό συμπληρώνεται: με το μικρό συνονόματο αδερφάκι του ολυμπιακού στο βόλο και την υποψηφιότητα του αγωνιστή της δημοκρατίας αχιλλέα μπέου –που το κατεστημένο τον είχε κλείσει προσωρινά και φυλακή. Με τον άρη (όχι θεσσαλονίκης, ούτε το βελουχιώτη) να ανακοινώνει τη μεταγραφή του κριστόφ βαζέχα στο ψηφοδέλτιό του, για να πάρει ψήφους από τον καμίνη και την καυτή πατάτα του γηπέδου της λεωφόρου. {Έχω την υποψία μάλιστα ότι ο κύριος λόγος που δεν τον είπαμε εξ αρχής βαρτζίχα, όπως είναι το κανονικό του όνομα δηλ, είναι για να παραπέμπει συνειρμικά στο «βαζέλα» και τον βαλέσα}. Με το ζαγοράκη στο ευρωψηφοδέλτιο της νδ να έχει μπροστά του μια προεκλογική περίοδο για να μάθει να μιλάει στρωτά ελληνικά –κι όπως γράφουν κάποιοι στο τουίτερ, μπορεί να πάρει συμβουλές και μαθήματα από το γιάννη ιωαννίδη και το γιώργο ανατολάκη.

Ο σύριζα δεν μπόρεσε να κάνει ρελάνς με τον πιστό στρατιώτη κωφίδη, αλλά έχει τη δούρου να ανασκευάζει τις δηλώσεις της για το γήπεδο της νέας φιλαδέλφειας, προκειμένου να μην έρθει σε σύγκρουση με το μελισσανίδη (που έχει και το πεσκέσι του οπαπ από το σαμαρά) και να μην χρεωθεί το εκλογικό κόστος στην περιφέρεια της αττικής. Ενώ μαζί μας κατεβαίνει στο ευρωψηφοδέλτιο ο παλιός διαιτητής νικάκης, που είναι μόνιμος υποψήφιός μας στην αιτωλοακαρνανία. Βέβαια τους διαιτητές κανείς δεν τους συμπαθεί συνήθως, αλλά κι εμείς ως κόμμα ποτέ δεν κάνουμε επιλογές με ιδιαίτερη επικοινωνιακή λογική.

Όπως είχαμε σημειώσει σε μια πρόσφατη ανάρτηση, ο καμί έλεγε πως το ποδόσφαιρο είναι αυτό που του έχει διδάξει ό,τι γνώριζε περί ηθικής. Εάν αναλογιστούμε όμως τη δήλωση του μαρινάκη «σήμερα διδάξαμε ήθος», μετά από ένα επεισοδιακό ντέρμπι αιωνίων και όσα έγιναν την περασμένη εβδομάδα στον όμορφο ηθικό κι αγγελικά πλασμένο κόσμο του ελληνικού πρωταθλήματος, θα δούμε πως το σύγχρονο επαγγελματικό ποδόσφαιρο μπορεί μόνο να μας διδάξει τα πάντα περί λαμογιάς κι ανηθικότητας.

Ο 2310 ανέλυε πρόσφατα σε ένα κείμενο την ειδοποιό διαφορά (ντεμέκ) των συνδεσμιτών του παοκ από του ολυμπιακού, αλλά ατύχησε να το γράψει λίγες ώρες πριν από τον πρόσφατο ημιτελικό της ντροπής. Και δεν το λέω τόσο για τις ψαροκασέλες, οι οποίες είχαν έως και πλάκα μπορεί να πει κανείς, όπως και το σύνθημα στον τοίχο του σχολείου απέναντι από την τούμπα, που λέει: έξω οι οικογένειες από τα γήπεδα.

Την περασμένη τετάρτη είχε κανείς την εντύπωση πως βλέπει δύο πανομοιότυπες ομάδες, δύο ολυμπιακούς μες στο γήπεδο. Παοκάρα είμαι χάλια, βλέπω έναν έφηβο με δυο κεφάλια. Ο παοκ επιχείρησε να νικήσει (και τα κατάφερε) με στρατηγική «πηδώ και δέρνω» και να αποδείξει ότι μπορεί να γίνει ο επόμενος ολυμπιακός ή πιο ολυμπιακός από την ομάδα του πειραιά. Κι αυτό επικροτήθηκε –στη βάση του τελικού αποτελέσματος- από παίκτες, προπονητή, τον τοπικό τύπο και τον πρόεδρο –που δίδαξε.. ηθική αυτουργία. Και δυστυχώς και από την κερκίδα που πανηγύριζε την πρόκριση.

Η βασική ιδέα είναι παρμένη από τους ιππείς του αριστοφάνη, όπου δύο στρατηγοί (δημοσθένης και νικίας) αποφαίνονται πως ο μόνος που θα μπορούσε να διώξει τον κεκράκτη κλέωνα από την ηγεσία της πόλης είναι ένας αντίπαλος ακόμα πιο βδελυρός, διεφθαρμένος και τιποτένιος. Και τον βρίσκουν στο πρόσωπο ενός αλλαντοπώλη, του αγοράκριτου. Στη διασκευή του έργου σε κόμικ, το δίδυμο αποστολίδη-ακοκαλίδη κάνει μια καυστική σάτιρα της δικομματικής πόλωσης της δεκαετίας με τις βάτες, που παραμένει επίκαιρη μέχρι σήμερα –αλλά αυτό απαιτεί ειδική ανάλυση σε ξεχωριστή ανάρτηση.

Σήμερα όλοι οι οπαδοί ψάχνουν το δικό τους αγοράκριτο, για να εκτοπίσουν με κάθε μέσο τον ολυμπιακό του μαρινάκη από την κορυφή και να πάρει τη θέση του η ομάδα τους. Το πρωτάθλημα γίνεται σκακιέρα συμφερόντων κι ανταγωνισμών, σα μια ουκρανία σε μικρογραφία. Αλλά ο μέσος οπαδός δεν έχει καν αισθητικό κριτήριο –πόσο μάλλον ταξικό και πολιτικό- για να προστατέψει την καψούρα του, αυτό που αγαπά και του δίνει διέξοδο, και να τα βάλει με όσους το εκφυλίζουν και το καταστρέφουν.

Ούτως ή άλλως αν ζεις στην τούμπα πχ και πέφτεις κάθε τόσο πάνω στα λεφούσια των εξαρτημένων οπαδών με τις φανέλες των βυζαντινών, το χαμένο, αδειανό βλέμμα και τη φασίζουσα νοοτροπία, δεν περιμένεις κάτι δραματικά καλύτερο από αυτό. Γιατί είναι φασίζουσα νοοτροπία το «η ομάδα πάνω απ’ όλα» και τα μυαλά στα κάγκελα του αόρατου εχθρού. Το εκπληκτικό είναι πως πολλοί είχαν σπεύσει να χαιρετίσουν από τη δική μας σκοπιά, ως ελπιδοφόρα την κόντρα ανακοινώσεων των οργανωμένων οπαδών του παοκ με την χρυσή αυγή. Δεν χρειάζεται όμως να είσαι χρυσαυγίτης για να είσαι και εσύ φασιστόμουτρο. Κι αυτό προφανώς δεν το λέω μόνο για τους παοκτζήδες –αυτούς απλά τους βλέπω στη γειτονιά μου, πιο συχνά από τους άλλους.

Είναι μεγάλη κουβέντα βέβαια τι παρέμβαση θα μπορούσαμε πιθανόν να έχουμε εμείς στο... «συνδεσμικό-οπαδικό κίνημα». Το πιο τραγικό πάντως δεν είναι ότι ο οπαδός παθιάζεται με το ποδοσφαιρικό όπιο, που είναι η καρδιά ενός άσπλαχνου κόσμου, για να θυμηθούμε ολόκληρο το τσιτάτο του μαρξ για τη θρησκεία, κι αποκούμπι για πολλούς στην κοιλάδα των δακρύων. Ούτε καν ότι παθιάζεται με ένα τόσο χάλια πρωτάθλημα σαν το ελληνικό. Το πιο τραγικό είναι ότι ψηφίζει κιόλας τους πρωταγωνιστές του, που κατεβαίνουν υποψήφιοι, αντί να τους μαυρίσει κι αυτούς, για να ‘ναι ασορτί με τη μαυρίλα του ποδοσφαιρικού σκηνικού ή έστω με τα χρώματα της ομάδας του –εφόσον μιλάμε για παοκτζήδες- και να τους κάνει να το σκεφτούν δυο και τρεις φορές πριν πάρουν την απόφαση να σκεπάσουν με τη λάμψη τους το μαύρο μπλοκ της κυβέρνηση.


Ή για να κοκκινίσει η κάλπη –εφόσον μιλάμε για ολυμπιακούς- όχι από το συνδυασμό του μώραλη, αλλά με κόκκινα ταξικά ψηφοδέλτια. Γιατί στον πειραιά η ελπίδα γράφεται με κόκκινο και τη λένε παντελάκη. Το άλλο κόκκινο, εκείνο με τους μπλε και πράσινους κόκκους, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια πολύχρωμη απόχρωση του μαύρου.

Σάββατο 4 Αυγούστου 2012

Αδέρφια μου, αλήτες, πουλιά

Οι κωμωδίες του αριστοφάνη είναι ίσως η καλύτερη απόδειξη ότι τα πιο σοβαρά πράγματα λέγονται πολλές φορές με αστείο τρόπο. Όπως άλλωστε η τέχνη αποδεικνύει γενικά πως τα πιο σοβαρά μηνύματα μπορούν να δοθούν με καλλιτεχνικό τρόπο, που δεν απευθύνεται αυστηρά στη λογική, αλλά στην αισθητική και το συναίσθημα.

 Ο αριστοφάνης είναι ένας sui generis ολιγαρχικών πεποιθήσεων ποιητής, που ταυτόχρονα ήταν:
-διαπρύσιος κήρυκας της ειρήνης και των αγαθών της και συνεπώς φανατικός πολέμιος του πολέμου, και προπαντός των πολεμοκάπηλων της εποχής του.
-θερμός υποστηρικτής του γυναικείου φύλου (σε αντίθεση πιθανόν με τον ευριπίδη, που ο ίδιος τον έλεγε μισογύνη), και διαφημιστής των αρετών του και των δυνατοτήτων του για συμμετοχή στα κοινά, σε μια κοινωνία που ο ρόλος του ήταν καθαρά διακοσμητικός και περιοριζόταν στα στενά όρια του γυναικωνίτη.
Στη λυσιστράτη ο αριστοφάνης βάζει τις γυναίκες να καταλάβουν την ακρόπολη και το δημόσιο ταμείο και να προβαίνουν σε αποχή από τα ερωτικά τους «καθήκοντα», μέχρι να τερματιστεί ο πόλεμος με τη σπάρτη. Ενώ στις εκκλησιάζουσες, η εκκλησία του δήμου αποφασίζει να παραδώσει την εξουσία στις γυναίκες, που με τη σειρά τους εγκαθιδρύουν ένα καθεστώς κοινοκτημοσύνης υλικών αγαθών κι ερωτικών συντρόφων. Κάτι που μας οδηγεί στο επόμενο σημείο.
-μακρινός πρόδρομος των ουτοπικών σοσιαλιστών, που περιέγραφαν αντίστοιχες εγκεφαλικές κατασκευές με το εγχείρημα στις εκκλησιάζουσες, έχοντας όμως επαναστατικές αξιώσεις, χωρίς το άλλοθι του κωμωδιογράφου.

Με άλλα λόγια ο αριστοφάνης φαίνεται να είναι κάτι σαν μακρινός πρόδρομος του φιλειρηνικού, του φεμινιστικού και του κομμουνιστικού κινήματος συγχρόνως. Είναι όμως δυνατόν ένα ολιγαρχικός να συγκεντρώνει όλες αυτές τις ιδιότητες; Μήπως ο αρίστος ήταν τελικά συνεπής ολιγαρχικός και δεν πρέσβευε, αλλά σατίριζε αυτές τις ιδέες; Μήπως η ανάδειξη των γυναικών του χρησίμευε μόνο για να σατιρίσει την ανικανότητα των πολιτικών ανδρών της εποχής του; Μήπως ήθελε απλώς να δείξει τις υπερβολές και τα αδιέξοδα της κοινοκτημοσύνης ή της κρατικής παρέμβασης;

Στις εκκλησιάζουσες για παράδειγμα, στην κομμούνα της πραξαγόρας, κάθε νεαρή κι όμορφη γυναίκα οφείλει να συνευρεθεί πρώτα με ένα άσχημο κι ηλικιωμένο, προτού το κάνει με το νεαρό της αρεσκείας της –κι αντιστρόφως για το άλλο φύλο. Κι αυτό γιατί σε μια «αταξική κοινωνία», χωρίς ανισότητες, οι γεροντότεροι κι ασχημότεροι δε θα μπορούν να χρησιμοποιούν ως ερωτικό δέλεαρ την οικονομική τους επιφάνεια. Έτσι θα έμεναν άγαμοι κι η σεξουαλική αδικία θα διαιωνιζόταν, χωρίς αυτόν το σοφό νόμο.

Δεν είναι λοιπόν αυτό μια καθαρή παρωδία της ιδέας της κοινοκτημοσύνης και των κομμουνιστικών εγχειρημάτων; Όχι, γιατί μιλάμε για μια κωμωδία. Όσο επίκαιρος κι αν παραμένει μέχρι τις μέρες μας ο αριστοφάνης, οι προεκτάσεις του δε μπορούν να φτάσουν να σατιρίζουν κάτι που δεν είχε τεθεί στο προσκήνιο της ιστορίας. Κι ο κομμουνισμός δεν είχε διαφανεί καν ως εναλλακτική προοπτική για την κοινωνική εξέλιξη εκείνη την εποχή, παρά τις δοξασίες των αναρχικών, που πιστεύουν ότι θα μπορούσαμε να φτάσουμε στην ακρατική κοινωνία, οποτεδήποτε είχαμε συνειδητοποιήσει υποκειμενικά την αναγκαιότητά της, ανεξαρτήτως χρονικής συγκυρίας κι αντικειμενικών συνθηκών.

Αυτό που περιγράφει ο αριστοφάνης αντανακλά μάλλον το κοινοτικό παρελθόν, το οποίο επιβιώνει ακόμα στην εποχή του, αλλά σιγά-σιγά χάνεται, κι αντιστοιχεί στον πρωτόγονο κομμουνισμό των προταξικών κοινωνιών. Παραμένει όμως σαν πυρήνας η ιδέα της διαφυγής από το παρόν και της αναζήτησης εναλλακτικών λύσεων.

Στις όρνιθες οι πρωταγωνιστές του έργου αναζητούν αυτήν τη διέξοδο μακριά απ’ τους ανθρώπους, στην πολιτεία των πουλιών, που χτίζεται στους αιθέρες: τη νεφελοκοκκυγία. Η οποία δεν έχει καμία σχέση με τη σύγχρονη συννεφούπολη* της αθήνας, είναι όμως μυθική και νεφελώδης, θολή σαν τη λαϊκή εξουσία, όπως θα έλεγε ο μπιτσάκης, πριν αρχίσει τους γεροντοέρωτες με το σύριζα.

Η νεφελοκοκκυγία είναι μια ουτοπία, κι όσοι την αναζητούν αιθεροβάμονες, που ευελπιστούν στη δευτέρα παρουσία και τη βασιλεία των ουρανών, μας λέει η κυρίαρχη ιδεολογία μιλώντας αυθαίρετα εξ ονόματος του ποιητή.
Στην πραγματικότητα όμως η συννεφούπολη είναι μια μεγαλοφυής προαπεικόνιση της εφόδου των προλετάριων στον ουρανό. Και το τείχος που χτίζουν τα πουλιά για την οχύρωσή της προκαλεί αναπόφευκτα συνειρμούς με το τείχος του βερολίνου που προστάτευε εν μέρει τη λδγ από τους ιμπεριαλιστές της δύσης. Ενώ οι διαπραγματεύσεις των πουλιών με τους θεούς, για την τσίκνα από τις θυσίες που θα αφήνουν να περνάει και να φτάνει στον όλυμπο, θυμίζει κάπως την επωφελή επαναδιαπραγμάτευση που έκανε ο τσάβες με τα μεγάλα πετρελαϊκά μονοπώλια, για να εξασφαλίσει μεγαλύτερο ποσοστό για το βενεζουελάνικο κράτος και κρίσιμους πόρους για το λαό του.

Η κορύφωση όμως έρχεται στη συνέχεια όπου ο προμηθέας συμβουλεύει και πείθει τον πρωταγωνιστή πεισθέταιρο να θέσει δυο αδιαπραγμάτευτους όρους στις συζητήσεις με τους θεούς:
Ι) να του παραδώσει ο δίας το σκήπτρο της εξουσίας, που ήταν ανέκαθεν κομβικό θέμα στρατηγικής σημασίας. Και ιι) να πάρει για γυναίκα του τη βοηθό του δία, τη βασιλεία. Η οποία για εμάς θα είναι το βασίλειο της ελευθερίας που θα αντικαταστήσει το βασίλειο της αναγκαιότητας, ενώ για τους συμμάχους μας –αν έχουμε τέτοιους- μπορεί να είναι κάτι άλλο, πχ η κόρη της συντρόφισσας γγ, που τη λένε κι αυτή βασιλεία.
Με άλλα λόγια κάτι σαν βασιλεία με λαϊκή εξουσία, αν μιλάμε με σύγχρονους πολιτικούς όρους. Όχι όμως σαν αυτή που είχαν στη λδ της ρουμανίας, όπου διατηρήθηκε σαν κατάλοιπο ο θρόνος του βασιλιά, κι αυτό βάρυνε ενάντια στην εκεί σοσιαλιστική οικοδόμηση. Αν και από μία άποψη κι εμείς τον θέλουμε παιδιά το βασιλιά. Να πηγαίνει στο παλάτι, να πουλάει ριζοσπάστη κι ό,τι άλλο τον διατάξει η εργατιά.

Εν πάση περιπτώσει το βασικό διαχρονικό μήνυμα που βγαίνει από τις όρνιθες για το θεατή είναι ότι πρέπει να πάψουμε να πάψουμε να είμαστε κουτορνίθια που νομίζουν ότι δε μπορούν να πετάξουν κι ότι περνούσαν ζωή και κότα μέχρι το 2009, διαλέγοντας μια φορά κάθε τέσσερα χρόνια τον κόκορα του κοτετσιού. Να πάψουμε να κάνουμε την πάπια και να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας, για να οργανώσουμε την αντίστασή μας ενάντια στα μαύρα κοράκια με τα γαμψά νύχια, που πέφτουν πάνω μας σαν αρπακτικά. Γιατί ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη. Ούτε το κουκουέ από μόνο του. Το κόμμα είναι ένα σαν το χελιδόνι, αλλά η άνοιξη ακριβή και για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή. Εκτός κι αν εννοούμε τον πράσινο ήλιο του πασόκ, που επιστρέφει αναβαπτισμένος με νέα ροζ ενδύματα και αντιμνημονιακές μάσκες.

Τα παραπάνω γράφτηκαν με αφορμή μια βροχερή παράσταση στο όμορφο θέατρο δάσους, η οποία αποδείχτηκε κατά πολύ ανώτερη των προσδοκιών κι έκλεισε με στίχους του λειβαδίτη από το αν θες να λέγεσαι άνθρωπος. Και θα τον αλλάξουμε τον κόσμο, γιατί είμαστε άνθρωποι...

Υποσημείωση
*έτσι μεταφράζεται η νεφελοκοκκυγία στα νέα ελληνικά στην αξεπέραστη διασκευή του αριστοφανικού έργου σε κόμικ απ’ το δίδυμο αποστολίδη-ακοκαλίδη (βλέπε φωτό). Μια σειρά διασκευών που συμπεριλαμβάνεται στη λίστα των έργων κλασικής παιδείας και διάπλασης των νέων, μαζί με τον αστερίξ, το μικρό νικόλα και τη νεοελληνική γραμματική του πρόσφατα εκλιπόντος τσολάκη.

Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

Αυτός ο άλλος

Κι εναλλακτικός τίτλος: οι ζωές των άλλων

Αυτός ο άλλος, είναι ευεργέτης μου μεγάλος. Γιατί όταν ξυπνάω, γίνομαι ο άλλος μου εαυτός, σαν τη διαφήμιση της ήβης με την αλέξια, ο ταξικά συνειδητοποιημένος, που δε λυγάει, δε φοβάται και ξέρει τι να κάνει την αγανάκτησή του.

Και βλέπω γύρω μου συνθήματα για μια άλλη αριστερά, κι όχι άλλη μια αριστερά. Και κατά βάση όχι μία, γιατί την ενότητα την εννοούν με όρους ψηφιδωτού που στην πρώτη τρικυμία σκορπίζει στα εξ ων συνετέθη. Η ψηφιακή αριστερά της νέας εποχής, που ζητά απλή αναλογική, για να χωρέσουν και τα μικρά δεκαδικά ψηφία στη βουλή και να πάψει να ορίζεται ως εξωκοινοβουλευτική. Γιατί οι περισσότεροι εξ αυτών δεν είναι τέτοιοι από άποψη αλλά από αδυναμία.

Κάπου στο χαριλάου υπάρχει και μια φοβερή καλτ πινακίδα που διαφημίζει ένα γυμναστήριο. Όχι άλλο ένα, αλλά ένα άλλο γυμναστήριο! Ήταν πολύ συγκινητικό. Σκέφτηκα προς στιγμήν να βρω τον ιδιοκτήτη και να τον ρωτήσω αν ψήφιζε παλιά ενάντια, αλλά αυτό θα ήταν ενάντια στις αντικοινωνικές μου αρχές και συγκρατήθηκα.

Μια άλλη αριστερά. Παιχνίδι με τις λέξεις που είναι εντελώς αδύνατο να μεταφερθεί στη γλώσσα των indignados. Γιατί οι ισπανοί καταλαβαίνουν ότι απ' τη στιγμή που υπάρχει άλλος δε μπορούμε να μιλάμε για έναν. Κι είναι λάθος να πουν στη γλώσσα τους για una otra izquierda.

Απ’ τα ισπανικά του μάνου τσάο όμως είναι εμπνευσμένο το άλλο σύνθημα που μιλάει για έναν άλλο κόσμο –σεκίτικο- που είναι εφικτός, σαν το σοσιαλισμό του μιτεράν. Στον άλλο κόσμο που θα πας...
Κι είναι λογικό να σε φοβίζει αυτός ο άλλος κόσμος, όπως κάθε τι άγνωστο εξάλλου. Γιατί ο τρότσκι μπορεί να τα ‘χε κάνει πολύ χειρότερα με τη διοικητική νοοτροπία του.

Ή μπορεί ακόμα αντί του νεοφιλελευθερισμού, να προέκυπτε η σοσιαλδημοκρατία, τύπου πασοκ ή μιτεράν, οπότε το ‘να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το σύστημα. Γιατί το άλλος παραπέμπει μεταξύ άλλων στην αλλαγή. Η οποία δεν έγινε χωρίς το κουκουέ, αλλά μπορεί να γίνει με τους κνίτες των 70’ς, όπως τους λέει ο σάββας, και μερικούς των 80’ς, μεταλλαγμένους κι αλλαξοπιστήσαντες γενίτσαρους -και νοσταλγούς του τσάρου αλαβάνου- ή και σκέτο μετ.αλλ.α από το μέτωπο που έφτιαξε με την κοε.

Αλλά αν είναι γνήσια άλλος αυτός ο κόσμος, θα λύσει τη βασική αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, με την κατάργηση του πρώτου. Και τι θα κάνουμε χωρίς κεφάλαιο και βασική αντίθεση; Θα μιλάμε για το φύλο των αγγέλων, των συντρόφων και για τον σεξισμό στους αγγέλους που καταπιέζουν την α-σεξουαλικότητά τους. Ίσως και για το φύλο του σοσιαλισμού, που είναι κοινωνία μεταβατική και αμφιφυλόφιλη, με κατάλοιπα από το παλιό που πεθαίνει αλλά νεκρανασταίνεται συνεχώς, όσο δεν κυριαρχεί το καινούριο.

Ο άλλος κόσμος ακούγεται σα μεταφυσική παρηγοριά, που διασκεδάζει τους φόβους μας στο σήμερα. Αλλά η διαλεκτική είναι στον αντίποδα της μεταφυσικής, και βρίσκεται σε αυτή τη ζωή, όπως κι η ελπίδα εξάλλου. Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός, αλλά βρίσκεται μέσα σε αυτόν που ζούμε, λέει η επιγραφή ενός θεάτρου στο κέντρο της αθήνας. Κι είναι ό,τι πιο διαλεκτικό διάβασα όσο έμεινα σε αυτή την πόλη. Τομή και συνέχεια. Διαλεκτική άρση της πραγματικότητας στη βάση της κυρίαρχης αντίθεσης και το φάσμα δυνατοτήτων που ορίζει. Έτσι ορίζεται η νομοτέλεια.

Άλλος κόσμος, αλλαγή (του 81 και γενικώς), να το κάνουμε να πάει αλλιώς. Και βασικά η αναζήτηση ενός άλλοθι για τη σημερινή κατάσταση. Κι ενός σωτήρα λυτρωτή που θα ‘ρθει να μας σώσει. Αυτός ο άλλος, ο ευεργέτης ο μεγάλος, έξω από εμάς, σαν το απ’ έξω του λένιν, που στην ουσία όμως είναι πολύ διαφορετικό.

Μπορείς να το δεις και μες στο κόμμα, με τις διάφορες χρεώσεις. Κατανοώ την αναγκαιότητα να γίνει αυτό, -άρα είμαι ελεύθερος, κλπ- αλλά όχι για μένα, περιμένω να τα κάνει κάποιος άλλος. Αυτό είναι όμως άλλο καπέλο –κομματικό-, κι άλλου παπά ευαγγέλιο, που θα αναλύσουμε σε άλλο εδάφιο.

Άλλος, αλλού, άλλοτε. Ως απάντηση της εποχής σε εκείνο το παιδικό πρόγραμμα στη δεκαετία με τις βάτες, το κάπου κάπως κάποτε. Που ήταν κι αυτό αόριστο, αλλά διαφύλασσε μέσα του ακέραια την αόριστη ελπίδα εκείνης της δεκαετίας, που τώρα δεν τη βρίσκεις ούτε στον πάτο του κουτιού της πανδώρας. Ίσως γιατί είμαστε ακόμα πιο κάτω απ' τον πάτο και συνεχίζουμε την κάθοδο των μυρίων προς τον μεσαίωνα. Ακόμα κι ετυμολογικά να το πάρεις δηλ, η πρόταση –άλλος, αλλού, άλλοτε κτλ- παραπέμπει σε αλλοτρίωση.

Μπορούμε να το δούμε και χωροχρονικά. Το άλλοτε παραπέμπει στα περασμένα μεγαλεία –και διηγώντας τα να κλαις- και το ένδοξο σοβιετικό παρελθόν. Ενώ το αλλού, που θα έρθει εδώ και τώρα μεταφυσικά, δηλ ποτέ και πουθενά, σε έναν τόπο που δεν υπάρχει, μια ουτοπία, που μας πάει πίσω στον ουτοπικό σοσιαλισμό του 19ου αιώνα κι από εκεί πίσω σε αυτόν του 21ου που μας πλασάρεται ως καινούριος. Μόνο στον εικοστό όμως οι ιδέες κατέκτησαν τις μάζες κι έγιναν υλική δύναμη.

Αλλού, αλλιώς, άλλοτε. Όλα έχουν κάτι το ακαθόριστο που συσκοτίζει και γοητεύει, γιατί στο σκοτάδι όλα είναι πιο γοητευτικά και κρύβουν τις ατέλειές τους. Το θέμα όμως είναι να τα βρεις όμορφα και το πρωί με το φως της μέρας. Όχι επειδή δε θα 'χουν ατέλειες, ο σοσιαλισμός εξάλλου είναι ατελής κομμουνισμός, μια ατελής κοινωνία κατά μία έννοια, αν και όχι με αυτή που το εννοούσε ο τζίλας.

Και μπορεί προς το τέλος ο σοσιαλισμός να αλληθώρισε προς τις αξίες της δύσης και το νόμο της αξίας (που είναι η καρδιά της εμπορευματικής παραγωγής) κι αυτό να ήταν η αρχή του τέλους του. Αλλά αν ήταν άλλος, κάποιος άλλος δε θα ήμουν μαζί του εγώ. Κι όλες οι οργανώσεις του χώρου, από την πιο μικρή σέχτα ως την πιο σοβαρή διάσπαση, εκεί είχαν σημείο αναφοράς. Με εξαίρεση ίσως αυτήν του 89, που έμεινε ρεύμα ανάδελφο, σαν τη μητρική της οργάνωση.

Είναι λοιπόν αυτό το ακαθόριστο που έχουν κι άλλες κλισέ φράσεις: πχ εκεί που σε παίρνει. Κι άλλες δύο που μοιάζουν πολύ και πάνε ζευγάρι. Εκεί που ξέρεις, και αυτά να τα πεις εκεί που πρέπει. Όλοι ξέρουν πού αλλά δεν το λένε, η ανατροφή τους δεν τους το επιτρέπει. Βασικά κι οι δυο σε όργανα αναφέρονται, άλλου τύπου όμως η καθεμία.

Κι αν ηττηθήκαμε στον εικοστό αιώνα, την άλλη φορά θα τα κάνουμε καλύτερα. Δε βοηθά η φυγή από την πραγματικότητα, στον κόσμο του παραμυθιού. Μπορεί να βοηθήσει όμως μια αλληγορία, με τις όρνιθες του αριστοφάνη, που έφτιαξαν μια ενδιάμεση κοινωνία, ανάμεσα σε ανθρώπους και θεούς και μια φωλιά με χίλιες θυσίες. Αλλά λύγισαν μπροστά στα αρπακτικά του ιμπεριαλισμού, μαύρα κοράκια που έπεσαν πάνω μας να μας φάνε. Και δεν πεθάναμε καν ηρωικά, στον αέρα. Η φωλιά μας αποδήμησε εις κύριον σαν αποδημητικό πουλί και μείναμε εμείς πίσω, ορφανά σπουργίτια μες στο κρύο και τον πάγο που ξανακόλλησε να ψάχνουμε ποιος έκανε πρώτος την κουτσουλιά και φέρει τη βασική ευθύνη.

Κάποτε ήμουνα πουλί κι εφόδευα στον έβδομο ουρανό. Οι κομμουνιστές είναι σαν την κόκκινη ρόζα. Αητοί που έπεσαν χαμηλά και βρέθηκαν στο ίδιο ύψος με τα πτηνά του κοτετσιού. Αυτά όμως δε θα μπορέσουν ποτέ να ανοίξουν τα φτερά τους και να πετάξουν, ενώ οι αετοί θα αναρρώσουν και θα ξανασηκωθούν. Μην κλαις πουλί μου.

Τη δεύτερη φορά που θα 'ρθω για να ζήσω, δε θα ξαναγλιστρήσω, στον ολισθηρό δρόμο του εικοστού συνεδρίου και των μεταρρυθμίσεων κοσύγκιν. Που ήρθαν να αντιμετωπίσουν ίσως υπαρκτά προβλήματα, αλλά διάλεξαν τον εύκολο δρόμο της κακίας και του νόμου της αξίας. Κι ως γνωστόν ο πιο εύκολος δρόμος είναι ο κατήφορος.

Εμείς λοιπόν μιλάμε για άλλο δρόμο ανάπτυξης, για λαϊκή εξουσία, που για εμάς είναι ο σοσιαλισμός –ή την χωρίζει τυπική απόσταση. Άλλα όμως τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας και του συμμάχου, που μπορεί να βλέπουν σε αυτήν κάτι άλλο. Το βασικό είναι να μην δώσουμε απλώς στο σοσιαλισμό ένα καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, αλλά να τον περιγράψουμε και να εμπνεύσουμε τον κόσμο να παλέψει γι’ αυτόν.

Πάμε για ανατροπή και κοινωνία άλλη-νε. Που συμπληρώνει διαλεκτικά τον πρώτο στίχο από το τραγούδι -να σου δώσω μια να σπάσεις αχ βρε κόσμε γυάλινε. Κι ίσως έτσι να το εννοούσε κι η αλέκα στην περίφημη ατάκα για τα τζάμια, που δε θα τα σπάσουμε, αλλά θα τα κοινωνικοποιήσουμε. Κι αν είναι να zerbrechen κάτι, αυτό θα είναι η καρδιά του αστικού κράτους, όχι η βιτρίνα του.

Ίσως κάποια σημεία να έμειναν ακάλυπτα. Αλλά θα τα πιάσουμε μια άλλη φορά, σ’ άλλο κείμενο.

Υγ: τραγούδια για την κατανόηση του κειμένου
http://www.youtube.com/watch?v=otzUjyVfC10
http://www.youtube.com/watch?v=1Pp5aOQK8ZM&feature=related
http://www.youtube.com/watch?v=wlgDTNsouoE

Δευτέρα 11 Απριλίου 2011

Σχολείο του λαού

Η θεατρικότητα του βαρναλικού έργου και ο άτταλος ο γ’

(Η κε του μπλοκ αντιγράφει κι αναδημοσιεύει ένα κείμενο της αριστούλας ελληνούδη από το αφιέρωμα του ριζοσπάστη του 84' στα 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή).

Ο βάρναλης δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι ήταν και θεατρικός δημιουργός. Όλο κι όλο ένα θεατρικό έργο έγραψε. Τον άτταλο τον γ’. Κι όμως δεν είναι μόνο για τον άτταλο γ’ που τον ζήλεψαν πολλοί θεατρικοί συγγραφείς. Γιατί ο βαρναλικός λόγος σχεδόν στο σύνολό του έχει μια άφταστη θεατρικότητα. Και με αυτή την έννοια επιχειρείται η αναφορά μας στον «θεατρικό» βάρναλη.

Στη δεκαετία του 1910 ο βάρναλης, αρχίζει να μεταφράζει τους αρχαίους τραγικούς, ευριπίδη και σοφοκλή. Κατοπινά καταπιάνεται με τον αριστροφάνη. Κι είναι για τον βάρναλη ο αριστοφάνης ακονιστήρι του δικού του σατιρικού πλούτου και γλέντι με τα όλα τους. Λεύτερο κι οργιαστικό. Βακχικός χορός του αστραφτερού πνεύματός του.

Αυτή είναι η πρώτη δημιουργική σχέση του βάρναλη με το θέατρο. Το μέγιστο θέατρο. Κι οι αρχαίοι δάσκαλοί του ακριβοί στη μαστοριά του λόγου και στο κατάματο αντίκρισμα της αλήθειας. Χωρίς τη βαθιά επιρροή των αρχαίων, ίσως δε θα υπήρχε ο χορός των ωκεανίδων και των σεραφείμ στο φως που καίει και την αληθινή απολογία του σωκράτη.

Το πόσο θαυμάσιο θεατρικό κείμενο αποδείχτηκε η αληθινή απολογία του σωκράτη θα ήταν περιττό να αναλυθεί. Μάρτυρας η επιτυχία που είχε όταν το παρουσίασε η λαϊκή σκηνή του θεάτρου τέχνης πριν λίγα χρόνια (σσ: υπενθυμίζω ότι το κείμενο γράφτηκε στα 1984) με σωκράτη τον γιώργο λαζάνη.

Η αληθινή απολογία του σωκράτη είναι μεγάλος πειρασμός για τον σκηνοθέτη. Και περισσότερο για τον ερμηνευτή που θα θελήσει να δώσει σάρκα κι οστά στο βαρναλικό σωκράτη, που από την καβαλίνα του δρόμου μπορεί να υψωθεί στην κορυφή της διπλανής ροδακινιάς.

Αδελφοποιός ο σωκράτης με τον πλάστη του, γιατί, όπως έλεγε ο παλαμάς για τον βάρναλη, δεν τον ταράζουν τα ακάθαρτα του δρόμου, γιατί λυτρώνεται στην κορυφή της ροδακινιάς. Αλλά κακοσυνηθισμένος, καθώς είναι, από την κορυφή ξαναγυρίζει στη λάσπη. Και με αυτά που σκέφτεται και λέει, δυο κλίκες ζεσταίνει, εκείνους που θέλουν να τον αφορίσουν κι εκείνους που θάθελαν να τον φιλήσουν.
Εκείνος που θέλει να τον φιλήσει βέβαια είναι ο λαός. Γιατί γι’ αυτόν ξαναγυρίζει στη λάσπη, για να τον βγάλει από αυτή.

Ο παλαμάς παινεύοντας την αληθινή απολογία –από το μη θεατρικό κι όμως εκπληκτικά θεατρικό έργο- παρατηρούσε ότι στο βάρναλη η αρχαιογνωσία μαζί με την κοροϊδία, χορεύουν καρσιλαμά. Εννοούσε βέβαια ότι ο βάρναλης ήξερε και την ιστορία, αλλά και την τέχνη να αντλεί από τη ζωντάνια της, τη γνώση για το σήμερα.

Ο βάρναλης γράφει στα αισθητικά του: η ποσότητα δεν είναι ποτές η αιτία ή μία από τις αιτίες της ομορφιάς. Η φράση του αυτή δίνει το μέτρο για να κριθεί κι ο ίδιος σα θεατρικός δημιουργός. Ο άτταλος έχει τόση θεατρική αξία που μπορεί να αντιπαρατεθεί σε πολλά θεατρικά έργα.

Αλλά κι ο άτταλος να μην ήταν θα μπορούσαν να γραφτούν πολλά για τα θεατρικά στοιχεία που υπάρχουν στο ποιητικό και πεζογραφικό έργο του βάρναλη.
Το φως που καίει και οι σκλάβοι πολιορκημένοι ακόμη και στη μορφή είναι θεατρόμορφα. Έχουν εξελισσόμενο μύθο, διαλογικά μέρη και θεατρικού χαρακτήρα παρενθετικές σημειώσεις για τον χώρο, τον χρόνο, τις καταστάσεις και τα συναισθήματα των προσώπων. Στο φως που καίει (το πρώτο θεατρικό του ανέβασμα με επαγγελματίες καλλιτέχνες έγινε για τα 60χρονα του κκε, στο σπόρτιγκ) τα πρόσωπα είναι ο προμηθέας, ο μώμος, ο ιησούς, η μάνα γης, η αριστέα, η μαϊμού, ο άρχοντας, ο οδηγητής κ.ά. Δεν πρόκειται βέβαια για ανθρώπινους χαρακτήρες, αλλά εξανθρωπισμένα σύμβολα εννοιών κι ιδεών.

Στο φως που καίει μεταξύ πρώτου και τρίτου μέρους –σα να λέμε ανάμεσα πρώτης και τρίτης πράξης- μεσολαβεί το δεύτερο μέρος, που ο βάρναλης το ονομάζει ιντερμέδιο. Στο ιντερμέδιο –όπως και στα ιντερμέδια που μας παράδωσε η ιταλική θεατρική αναγέννηση και το κρητικό θέατρο- ο μύθος και τα πρόσωπα μοιάζουν (δεν είναι) ασύνδετα με το κυρίως έργο. Ο χορός των ωκεανίδων, ο χορός των σεραφείμ, η μάνα του χριστού, η μαγδαληνή, η μάνα γης καθώς ζωντανεύουν από το βαρναλικό ποιητικό πνεύμα, πλησιάζουν το λυρισμό και την τραγικότητα των αρχαίων.

Ο θρήνος της μάνας γης (της μάνας του προμηθέα) ηχεί σαν της εκάβης για τα θυσιασμένα παιδιά της: σε κοιτάζω και κλαίω δίχως μάτια! Χωρίς/ ακοή, σου αγροικούνε τους βόηγγους τα σπλάχνα μου./ Σ’ αγκαλιάζω σφιχτά δίχως χέρια! Χωρίς/ γλώσσα, χίλιες φορές, σε φωνάζω γλυκονόμα!
Κι η μάνα του χριστού βογγά: Αχ! Γιατί να σταθείς να σε πιάσουν!/ σα ρωτήσανε: Ποιος ο χριστός;/ τι πες: να ‘μαι!

Στους σκλάβους πολιορκημένους συναντάμε τα ίδια θεατρόμορφα γνωρίσματα. Διαλογικά μέρη, έμμετρα και πεζά. Σκηνικές υποδείξεις. Πρόσωπα που παίρνουν μέρος στο ποιητικό δράμα: ο ιησούς, η ψυχή, το κορμί, ο άνομος, ο κ»καλός» λαός, ο πόλεμος, ο τρελός κ.ά.

Ο βάρναλης και στα μεγάλα θεατρόμορφα ποιήματά του και στα μικρά που συχνά διαρθρώνονται σε διαλογικά μέρη, όχι μόνο εξανθρωπίζει τα πρόσωπα-σύμβολα. Αλλά και τα ψυχογραφεί με ρεαλιστική, λεπτομερή, μερικές φορές, ακρίβεια. Είτε με αυτοεξομολογήσεις τους, είτε με αποκαλύψεις των άλλων, όπως συνήθως ψυχογραφούνται οι ήρωες των θεατρικών έργων. Τα πρόσωπά του, με τις γήινες και οικείες διαστάσεις τους αποκαλύπτουν με διαύγεια τι εκπροσωπούν και τι μηνύουν.

Η θεατρικότητα του βαρναλικού έργου προκύπτει κι από τις μεγάλες και μικρές συγκρούσεις στους μύθους τους. Μύθοι που κινούνται βέβαια στο πεδίο των ιδεών κι όχι στο πεδίο της νατουραλιστικής καθημερινότητας. Μήπως στο πεδίο των ιδεών δεν είναι που κινούνται τα μεγάλα έργα του παγκόσμιου θεάτρου;

Η θεατρικότητα της γλώσσας

Η γλώσσα του βάρναλη και στα ποιητικά και στα πεζά του, είναι ο κύριος φορέας της μοναδικής παραστατικότητας της θεατρικότητας σε επέκταση στο έργο του. Διαβάζοντας ή ακούγοντάς την, πλήθος εικόνες, χαρακτήρες, γεγονότα, συναισθήματα ζωντανεύουν. Γλώσσα απλή, χωρίς να επαίρεται για τον πλούτο της. Πυκνή, υπονοηματική. Με θεατρικό νεύρο, τσουχτερό, σατιρικό χιούμορ, οξύ, κριτικό πνεύμα.

Γλώσσα που δεν αξιώθηκαν να έχουν ανάλογή τους πολλά έργα που διεκδικούν τον τίτλο του θεατρικού. Γλώσσα που δίνει σάρκα κι οστά στις ιδέες, σα νά 'ναι πλάσματα μιας σκηνής θεάτρου. Ενός θεάτρου της γνώσης και της αφύπνισης. Γλώσσα ελεύθερη από τυφλές στιχουργικές τυποποιήσεις. Αμόλυντη στην ωμότητά της. Λυρική χωρίς φιοριτούρες. Γλεντοκόπα, χορευταρού στης «αλήθειας το ρυθμό», το μόνο ρυθμό που χόρευε ο βάρναλης.
Αλήθεια και ρυθμός. Ιδού τα δύο κυρίαρχα συστατικά και της θεατρικής τέχνης.

Το «ωραίο» που έλεγε ο βάρναλης είναι η πετυχημένη έκφραση της ζωντανής ουσία του έργου τέχνης, με ζωντανά μέσα και ουσίες. Οι ουσίες είναι το περιεχόμενο κι ο σκοπός. Τα μέσα είναι η τεχνική. Κι όλα αυτά που δημιουργεί η ζωντανή ζωή που προχωρεί ασταμάτητα.
Αυτή τη ζωντανή ζωή υπηρετούσε κι αυτή έδινε με τα έργα του. Η τέχνη του ήθελε να ευχαριστεί. Να διδάσκει. Να γίνεται κίνητρο επαναστατικής πράξης για την αρετή και την προκοπή του τόπου μας.

Εξαίσιο δημιούργημα

Ο άτταλος γ’ είναι εξαίσιο θεατρικό δημιούργημα του εύθυμου πνεύματός του. Δημιούργημα που αγνοήθηκε μέχρι σήμερα από το επίσημο κρατικό κι ελεύθερο θέατρο. Πράγμα που δεν παίρνει συγχώρεση. Κι έπρεπε να βρεθούν το 1976, οι φοιτητές του πανεπιστημίου αθήνας για να το ανεβάσουν στην ίριδα, χωρίς υλική κι ηθική βοήθεια από την πολιτεία.

Πέντε χρόνια αργότερα το κρατικό θέατρο του τραυματισμένου κυπριακού λαού, ο ΘΟΚ, έδωσε ένα ακόμη ράπισμα στο ελληνικό θέατρο με την παράσταση του άτταλου στο λυκαβηττό. Και μόλις πέρσι ένα δημοτικό θέατρο –της καλαμάτας- εξαιτίας και πάλι του κύπριου σκηνοθέτη που το ανέβασε στην κύπρο, το παρουσίασε για μια μόνο βραδιά (!) στο λυκαβηττό.

Οι ατταλίδες

Ας σταθούμε όμως στον άτταλο γ’. Στην ουσία του και στα μέσα του, όπως θα ‘λεγε κι ο βάρναλης. Ο βάρναλης ξαναδουλεύει το 1968 την πρώτη μορφή του έργου (γραμμένη το 1950 –προϊόν σα να λέμε των εμφυλιοπολεμικών χρόνων). Το 1968 είναι άλλη μια εύγλωττη χρονολογία. Τη σκυτάλη του σκοταδισμού την πήραν νέοι ξεπουλημένοι εθνοσωτήρες. Το 1972 εκδίδεται ο άτταλος γ’ και η φασιστική χούντα τον αποσύρει από την κυκλοφορία. Η ελλάδα είχε και πάλι παραδοθεί στους αμερικανόπνευστους άτταλους δ’.

Μια αναγωγή του σύγχρονου ιστορικού χρόνου, του τόπου και των ονομάτων των κατεχόντων και κατεχομένων στο παρελθόν, είχε κάνει ο βάρναλης. Η αλληγορία του ήταν φανερή. Η σάτιρά του για τους σύγχρονους εθνοπροδότες είναι αδυσώπητη. Οι ήρωες του έργου σύμβολα των κάθε λογής σύγχρονων εθνοσωτήρων που τους γελοιοποιεί με την καυστική του γλώσσα. Με τα αποστασιοποιητικού χαρακτήρα (μπρεχτική επίδραση0 εμβόλιμα τραγούδια ανάμεσα στις εικόνες του έργου. Ο βάρναλης μέσα από το ιστορικό πρόσωπο του άτταλου γ’ μιλούσε για το παρόν του ελλαδικού χώρου. Οι ατταλίδες δυναστεία της περγάμου κατάγονταν από την ηπειρωτική ελλάδα. Η πέργαμος αφού γνώρισε μεγάλη ακμή περιέπεσε στη συνέχεια σε ξένους δυνάστες. Ρωμαίους, οθωμανούς, φράγκους, τούρκους κι ιταλούς οι οποίοι την προστατεύουν μέχρι σήμερα.

Ο άτταλος γ’ ανίκανος μα την κυβερνήσει, την παρέδωσε με διαθήκη του στους ρωμαίους το 133 πΧ. Του ήταν πιο βολικό του ανθρώπου να την ξεπουλήσει παρά να την υπερασπίσει από το ρωμαϊκό ιμπερλιασμό. Νέος σωτήρας της περγάμου χρήστηκε ο ρωμαίος ύπατος μάρκος περπέρνας, ο ασιατικός. Για να μην προκαλεί το λαϊκό αίσθημα η ξενική του προέλευση και για να διαιωνιστεί η καταδυνάστευση του λαού, επονομάστηκε άτταλος δ’.

Με την πέργαμο, τον άτταλο γ’ και τον άτταλο δ’, ο βάρναλης αποκρυπτογράφησε τη μακραίωνη εξάρτηση του τόπου μας, κατήγγειλε τον ιμπεριαλισμό, την «ιδεολογία» και τους φορείς που τον απαρτίζουν. Εξευτέλισε τα σκιάχτρα και τους μύθους που διαιωνίζουν την αντιλαϊκή εξουσία και κρατούν ναρκωμένο το λαό. Το λαό που μόνο αυτός πρέπει και μπορεί, αρκεί να ξυπνήσει, αν γίνει αφέντης του τόπου του.

Ο άτταλος του βάρναλη είναι η προσωποποίηση της διεφθαρμένης, ανερμάτιστης αντιλαϊκής εξουσίας, της εθνικής υποτέλειας. Την εξουσία που υπηρετούν σα σερπετά κι άνθρωποι της τέχνης, της επιστήμης, της διανόησης. Η εκκλησία και οι κρατικοί μηχανισμοί καταπίεσης του λαού.

Ανάμεσα στα πρόσωπα του έργου είναι κι ένας τρελο-φιλόσοφος (πρόσωπο που εκφράζει το βάρναλη). Τούτος ο τρελός, σαν τους τρελούς τους σαίξπηρ, ξεστομίζει τις πιο επικίνδυνες αλήθειες κι ας ξέρει ότι βάζει το κεφάλι του στην κόψη του σπαθιού. Ο βάρναλης δεν έχει αυταπάτες... Ο φιλόσοφος δεν είναι αυτός που θα κάνει την επανάσταση. Ξέρει όμως ποιος πρέπει να την κάνει. Ποιος θα έχει κέρδος από αυτή. Η επανάσταση είναι έργο του λαού και για το λαό.

Στον πρόλογο του έργου αυτοί που εκπροσωπούν το σκλάβο λαό (ο γραμματιζούμενος, ο φοβιτσιάρης, ο χωρατατζής) με το τραγούδι τους αναρωτιούνται: Ποιος θα μας σώσει; Ανατολή για Δύση;/ Ποιος έλληνας ή βάρβαρος θεός;/ Μπροστά καινούριος κόσμος θα βαδίσει/ για πίσου θα γυρίζει ο παλαιός;

Στο φινάλε του έργου, αφού ο νέος δυνάστης παίρνει την εξουσία, ακούγεται και πάλι το παραπάνω τραγούδι των σκλάβων. Ο τρελο-φιλόσοφος το ακούει κι ύστερα το παραλλάσσει: δε θα μας σώσει ανατολή για δύση/ μηδ’ έλληνες ή βάρβαροι θεοί./ Μπροστά καινούριος κόσμος θα βαδίσει/ άμα ξυπνήσουν κάποτε οι λαοί.

Το μήνυμα και του θεατρικού έργου του βάρναλη δε ζητά ανάλυση για να δικαιωθεί. Ζητά την πράξη που θα επιβάλει της αλήθειας το ρυθμό.

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

Αφιέρωμα στον Βάρναλη I

Η κε του μπλοκ συντονίζει το βήμα της με το ρίζο με μια σειρά αναρτήσεων εν είδει αφιερώματος στον κώστα βάρναλη, εν όψει του διημέρου που θα γίνει στην έδρα της κανονικής κε, στον περισσό, τον επόμενο μήνα. Το πρώτο κείμενο είναι εισαγωγικό και περιέχει κάποια βιογραφικά στοιχεία, όπως τα κατέγραψε ο θηλυκός μου γονιός στα πλαίσια της δουλειάς της (φιλόλογος).


Ο βάρναλης γεννήθηκε το 1883 (ή 1884) στον πύργο της βουλγαρίας. [σσ: ο χτεσινός ρίζος αναφέρει ως χρονολογία γέννησης το 1883, αλλά το αφιέρωμα για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του βάρναλη έγινε το 1984]. Το 1902 ήρθε με υποτροφία στην αθήνα και σπούδασε φιλολογία στη φιλοσοφική σχολή των αθηνών από όπου αποφοίτησε το 1908. Παράλληλα με τις σπουδές του ασχολείται και με τη λογοτεχνία. Το 1904 δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα στο περιοδικό νουμάς και το 1907 μαζί με άλλους λογοτέχνες (τους καρβούνη, ρώμο φιλύρα, ναπολέοντα λαπαθιώτη, λέανδρο παλαμά κ.ά.) ιδρύει το περιοδικό ηγησώ.

Από το 1908 υπηρέτησε ως καθηγητής της μέσης εκπαίδευσης σε πολλές περιοχές της ελλάδας. Το 1919 με κρατική υποτροφία σπουδάζει στο παρίσι νεοελληνική φιλολογία. Εκεί γνώρισε το διαλεκτικό υλισμό και τη μαρξιστική ιδεολογία στην οποία έμεινε σταθερά πιστός ως το τέλος της ζωής του. Το 1924 διορίστηκε καθηγητής στην παιδαγωγική ακαδημία που διηύθυνε ο δημήτρης γληνός, αλλά την επόμενη χρονιά απολύθηκε από τη δικτατορία του πάγκαλου (έκλεισε η ακαδημία και διώχτηκαν βάρναλης, γληνός, ρόζα ιμβριώτη με συκοφαντίες).

Πηγαίνει στο παρίσι όπου εργάζεται ως ανταποκριτής εφημερίδας κι όταν επιστρέφει στην ελλάδα εργάζεται ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες και περιοδικά.

Σε όλη του τη ζωή και με το έργο του υπήρξε ο κοινωνικός επαναστάτης που προσπάθησε «να ξεριζώσει τις νεκρές άγονες και ψεύτικες αξίες (θρησκευτικές, κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές, πολιτισμικές) που αποχαυνώνουν τις μάζες, εκμεταλλεύονται ταξικά το λαό και κατασκευάζουν πολέμους με σκοπό την αρπαγή, τη λεία και την υποδούλωση σε ξένους λαούς». Αυτό έγραφε ο ίδιος στα φιλολογικά του απομνημονεύματα που αποτέλεσαν το ιδεολογικό και πνευματικό δημιουργικό του πιστεύω.

Παίρνει μέρος στους αγώνες για την καθιέρωση της δημοτικής με το γληνό, δελμούζο, παλαμά και άλλους. Ο ίδιος γράφει σε γλώσσα που την αντλεί απευθείας από το λαό, είναι από τους πιο συνεπείς δημοτικιστές κι ακολουθεί κατά γράμμα τους κανόνες της δημοτικής, ενώ για αυτούς που κάνουν υποχωρήσεις στην καθαρεύουσα γράφει: έτσι προετοιμάζεται όχι η νίκη του δημοτικισμού παρά η νίκη της μισοκαθαρεύουσας… Και τότες δεν πρέπει να λέμε πως είμαστε αγωνιστές της μητρικής μας γλώσσας, μα αγωνιστές της «μισής γλώσσας».

Πέθανε το 1974 ακολουθώντας σταθερά την πορεία ζωής που ο ίδιος χάραξε. Το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο λένιν για την ειρήνη. Η αλήθεια, η δικαιοσύνη, η ειρήνη είναι αξίες για τις οποίες αγωνίστηκε με τη ζωή και το έργο του κι οι τελευταίες του λέξεις πριν πεθάνει ήταν «ειρήνη, ειρήνη». [Είχα την εντύπωση ότι τα τελευταία του λόγια ήταν για την πτώση του βασιλιά (πχ κάτι σαν: τώρα μπορώ να κλείσω τα μάτια μου ήσυχος). Αλλά αυτά μπορεί να τα λένε οι κομμουνιστές και κάποιος μη αστικός μύθος).

Το έργο του

Στο έργο του ο βάρναλης επηρεάστηκε άμεσα από την πολιτική του ιδεολογία. Πάνω από όλα όμως είναι ο λογοτέχνης, ο ποιητής. Δεν ασχολήθηκε μόνο με την ποίηση, αλλά θα λέγαμε ότι είναι «μισός ποιητής» και «μισός κριτικός πεζογράφος». Έγραψε ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, μελέτες, μεταφράσεις, φιλολογικά και κριτικά άρθρα).

Η πρώτη περίοδος της δημιουργίας του (πριν το 1922) έχει ως χαρακτηριστικά της τον έντονο αισθησιασμό. Ο ποιητής εκφράζει το αρχαίο διονυσιακό πνεύμα της χαράς, της απόλαυσης της ζωής, που τα συμβολίζει ο διόνυσος, ο θεός του γλεντιού, του κρασιού και του ερωτισμού.

Στη δεύτερη περίοδο της δημιουργίας του (μετά το 1922) ο διονυσιασμός παραμένει ως ένα ουσιαστικό στοιχείο του έργου του, αλλά τα έργα του έχουν ως χαρακτηριστικά τη σάτιρα και το σαρκασμό, κι η ιδεολογική κοινωνική-πολιτική ταυτότητα του βάρναλη αποτυπώνεται έντονα σε αυτά, χωρίς να αδυνατίζουν ωστόσο την πλούσια ποιητική φαντασία και τη λυρική ένταση.

Η στροφή αυτή εκδηλώνεται με το κλασικό επαναστατικό έργο του «το φως που καίει» (1922). Ακολουθούν «ο λαός των μουνούχων» (1923), ένας τόμος με τρία μεγάλα διηγήματα.
Ο σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925), μια κριτική μελέτη πάνω στο έργο του σολωμού.
Σκλάβοι πολιορκημένοι (1927), το δεύτερο μεγάλο ποιητικό του έργο ύστερα από το φως που καίει.
Η αληθινή απολογία του σωκράτη (1931). Μεγάλο σατιρικό πεζογράφημα.
Ζωντανοί άνθρωποι (1938). Φιλολογικά πορτραίτα συγγραφέων και λόγιων του 20ου αιώνα.
Το ημερολόγιο της πηνελόπης (1946). Σατιρικό πεζογράφημα που σατιρίζει τα πολιτικά γεγονότα της ελλάδας στην περίοδο της κατοχής και την ελληνική μεταπολεμική κοινωνία.
Οι δικτάτορες (1956), παρουσιάζει πορτραίτα ιστορικών προσώπων της ρώμης με τα οποία δείχνει την αληθινή εικόνα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Αισθητικά-κριτικά. Τόμος που περιλαμβάνει άρθρα του βάρναλη γύρω από ζητήματα αισθητικής.
Αληθινοί άνθρωποι (1968) Πορτραίτα ζωντανών ανθρώπων από τον κόσμο των ψυχοπαθών.
Άτταλος ο γ’ (1972) Το μοναδικό θεατρικό του έργο.

Έγραψε και πολλά ξεχωριστά ποιήματα που δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς σε περιοδικά κι εφημερίδες. Μετέφρασε ακόμα στα νέα ελληνικά κωμωδίες του αριστοφάνη (ιππείς, νεφέλες, ειρήνη, βάτραχοι, λυσιστράτη, εκκλησιάζουσες, πλούτος).

Ο ποιητής στο έργο του επηρεάστηκε από τα ευρωπαϊκά ρεύματα, αλλά κυρίως από τον παλαμά. Το ανοιχτό και προοδευτικό μυαλό του, η ανάγκη αισθητικής ανανέωσης της ποίησης, τον οδήγησε να απεικονίσει με ειρωνικό αλλά και ρεαλιστικό τρόπο τους σύγχρονους προβληματισμούς της κοινωνίας (φύση, γυναίκα, θάνατος, δικαιοσύνη, αδικίες, φτώχεια, καταπίεση).

Κατηγόρησαν τον βάρναλη όπως και τον αριστοφάνη για την αθυροστομία του. Πρώτα-πρώτα η αθυροστομία είναι στοιχείο διονυσιακό και δε μπορεί χωρίς αυτό να γίνει σάτιρα. Η αθυροστομία του βάρναλη είναι φυσική, αβίαστη. Δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο για να διδάξει την αρετή, να κάνει τον άνθρωπο καλύτερο, να ξεσκεπάσει τη φύση και την ουσία μιας ανήθικης κοινωνίας, ενός ανήθικου κοινωνικού καθεστώτος. Αν τηρηθούν οι χρονικές κι οι κοινωνικές αναλογίες μπορεί να βρει κανείς ομοιότητες ανάμεσα στον βάρναλη και τον αριστοφάνη όχι μόνο στον τρόπο έκφρασης αλλά και στον σκοπό που επιδιώκουν: τους πολίτες βελτίους ποιείν.

Ο ίδιος ο βάρναλης γράφει για τον αριστοφάνη.
Ο αριστοφάνης με όλα του τα έργα δίνει μάχη εναντίον των δημαγωγών, των πολεμοκάπηλων και των χαμένων κορμιών… είναι ο εχθρός του πολέμου που καταστρέφει την ελλάδα, εχθρός των ξένων κι εχθρός των πολιτικάντηδων, που ζούνε από το εμφύλιο μίσος… Και πάνου απ’ όλα χτυπά το χειρότερο δεινό όλων των πατρίδων, τον πόλεμο-επιχείρηση.

Κρίνοντας το δικό του έργο, ο ίδιος ο ποιητής, λέει: πενήντα χρόνια δύο πράγματα με κυνηγούσαν σε όλη μου τη ζωή. Το πρώτο ότι ζητούσα να βρίσκω την αλήθεια. Το δεύτερο ότι αυτή την αλήθεια την έλεγα στα πλήθη.

(Συνεχίζεται...)

Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

Σαν γυναίκα κι εγώ

Η ιδέα της ταύτισης του κομμουνισμού με το γυναικείο φύλο δεν είναι καινούρια. Κρατάει από την εποχή του αριστοφάνη. Από το ειρηνικό φεμινιστικό κίνημα με την λυσιστράτη και την κορύφωσή του στις εκκλησιάζουσες με την πραξαγόρα. Οι γυναίκες παίρνουν την εξουσία στα χέρια τους κι εφαρμόζουν ένα καθεστώς κοινοκτημοσύνης που βασίζεται στη δουλεία. Όσο μπροστά από την εποχή του κι αν ήταν ο αρίστος, δεν έπαυε να δεσμεύεται από τα όριά της και τις ολιγαρχικές του πεποιθήσεις. Εξάλλου και στο σοσιαλισμό ακόμα θα έχουμε ταξικά κατάλοιπα.


Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι η κοινοκτημοσύνη δε μένει μόνο στα υλικά αγαθά, αλλά επιβάλλεται και στον ερωτικό τομέα. Θα ‘ρθουν οι κομμουνιστές και θα μας πάρουν τις γυναίκες. Πολλούς αιώνες μπροστά από τον χρυσό δικό του ο αρίστος.
Αν κι η δική του ουτοπία στόχευε στο αντίθετο βασικά: να μην αφήσει κανέναν ακτήμονα κι ανέραστο. Κάθε νέα γυναίκα έπρεπε πρώτα να πάει με έναν γέρο κι άσχημο άντρα, προτού χαρεί τον έρωτα με έναν νέο της αρεσκείας της κι αντιστρόφως. Κι αυτό γιατί το χρήμα θα έχανε κάθε αξία κι οι γέροι δε θα είχαν κανέναν τρόπο να προσελκύσουν το άλλο φύλο.

Το μικρό απολίθωμα γνώρισε τις κωμωδίες του αρίστου διασκευασμένες σε κόμικς από το δίδυμο ακοκαλίδη-αποστολίδη και κρατά για αυτές μια ξεχωριστή θέση στο σεντούκι με τις παιδικές του αναμνήσεις. Καλαίσθητες διασκευές, με σεβασμό στο πρωτότυπο κι έξυπνους αναχρονισμούς που έδεναν τον χρυσό αιώνα με το παρόν της χρυσής δεκαετίας με τις βάτες.
Στις εκκλησιάζουσες πχ, το νέο σύστημα ονομάζεται πραξισμός, από το όνομα της πραξαγόρας (κι ας μην ξεχνάμε ότι ο γκράμσι ανέφερε το μαρξισμό στα τετράδια της φυλακής ως φιλοσοφία της πράξης). Το προτσές των κοινωνικοποιήσεων προχωρά με γνήσια πασοκικό στιλ και ρυθμούς δημοσίου. Και μία από τις βουλευτίνες σκοτώνεται στη δουλειά και τραγουδάει τη μαίρη παναγιωταρά του κηλαηδόνη.

Ο «πρωτόγονος κομμουνισμός» ήταν η ουτοπία της επιστροφής σε ένα ωραιοποιημένο κοινοτικό παρελθόν, χωρίς ταξικές διακρίσεις, η ανάμνηση του οποίου παρέμενε ακόμα ζωντανή στα χρόνια του αριστοφάνη και καταγράφεται –μεταξύ άλλων και- στο μύθο του απολεσθέντα παραδείσου. Η ιδέα του κομμουνισμού άρχισε να παίρνει σάρκα κι οστά κατά το σύντομο –χρυσό- εικοστό αιώνα των επαναστάσεων, κατ’ εικόνα κι ομοίωση των σπουδαίων μορφών του γυναικείου κινήματος.

Ο σοσιαλισμός που γνωρίσαμε είχε την όψη της ρόζας, με το στραβό περπάτημα, σαν τα ζιγκ-ζαγκ της ιστορίας και την πλακουτσωτή μύτη. Το άρωμα της νάντιας κρούπσκαγια και την παιδαγωγική της φροντίδα για το λένιν και το σοβιετικό λαό. Την τόλμη της βαλεντίνας τερένσκοβα –κι ας μη στέριωσε ο γάμος της με την κουμπαριά του γκαντέμη του νικήτα. Τον ηρωισμό της απασιονάρια που πέθανε ευτυχισμένη, νοέμβρη του 89’, ένα μήνα πριν διαλυθεί το σύμπαν. Τα μπράτσα της νταρντάνας κολχόζνικας από την ύπαιθρο. Τη δύναμη της κοζάκας. Τα όμορφα, λεπτά χαρακτηριστικά κοριτσιών σαν τα κρύα τα νερά από την ουκρανία, που τα μαγάρισαν έλληνες νταβάδες.

Αν δε μπορείς να έχεις αυτό που αγαπάς (μικρό κομμουνισμό έτοιμο για άμεση απονέκρωση), αγάπα τουλάχιστον αυτό που έχεις (τον υπαρκτό). Κι αν σε προδώσει στην πορεία, μην κάνεις σαν απατημένος εραστής κι αρχίσεις να λες ότι όλες οι σοβιετίες τέτοιες είναι και πάντα στο τέλος μας προδίδουν. Κάνε την αυτοκριτική σου και κράτα την μέσα σου με νοσταλγία. Από το ολότελα καλή και η ανάμνηση. Σα δεσμώτες προλετάριοι στο πλατωνικό σπήλαιο, θα σπάσουμε τις αλυσίδες και θα κάνουμε την ιδέα πράξη. Μην ακούς τους ζηλόφθονους που λένε ότι η δομή της αγάπης μας έμοιαζε με την πολιτεία του πλάτωνα.

Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο. Κι όσο ζουν ακόμα, στον επίγειο παράδεισο, δηλ στον κομμουνισμό, όπου δεν υπάρχουν αντιθέσεις κι η βασική αντίφαση θα είναι η συζήτηση για το φύλο των αγγέλων. Κι επειδή δεν υπάρχουν άγγελοι σου λέω, θα συζητάμε για το φύλο του σοσιαλισμού και τη διπλή κοινωνική φύση της σοβιετίας. Θηλυκός σοσιαλισμός με ανδρικά κατάλοιπα που πεθαίνουν σταδιακά.

Οι κομμουνιστές κατοχύρωσαν πρώτοι στην πράξη το δικαίωμα ψήφου για τις γυναίκες στις εκλογές για την κυβέρνηση του βουνού. Έβγαλαν την πρώτη γυναίκα αρχηγό κόμματος (και το μαράκι-δαμανάκι που περίσσευε το δάνεισαν στον συνασπισμό). Άλλο αν το αστικό λάιφ στάιλ λύσσαξε να τη βγάλει σιδηρά κυρία χωρίς θηλυκότητα. Τα πρότυπά τους προωθούν τις χαζογκόμενες κάθε φύλου. Όσες δε μπορούν να ακολουθήσουν καταλήγουν καταθλιπτικές με σύνδρομα κατωτερότητας. Οτιδήποτε διαφορετικό πέφτει στον καιάδα της αισθητικής. Η μόνη αποδεκτή παρέκκλιση είναι το πρότυπο της δυναμικής σκύλλας, σαν τη διαμαντοπούλου, που απ’ το πολύ λίφτινγκ και τράβηγμα, έχει γίνει σα νεκροκεφαλή με περούκα.

Στην χρυσή δεκαετία, η αλέκα είχε γράψει και μια μαρξιστική μελέτη για το γυναικείο ζήτημα. Την η εποχή που ήταν –ακόμα- στα πάνω του εκείνος ο φεμινισμός που έβλεπε τους άνδρες ως εχθρούς του γυναικείου κινήματος. Σήμερα τα μέλη του πολίτ μπιρό δε γράφουν πλέον βιβλία –σημείο των καιρών. Κι ο ρηχός φεμινισμός βαδίζει χέρι-χέρι με την αντίληψη του ακηδεμόνευτου για το κίνημα και την πρωτοπορία.
Κίνημα χωρίς κόμμα, ψάρι χωρίς ποδήλατο.

Οι κομμουνιστές αναγνωρίζουν τη διπλή καταπίεση της γυναίκας. Ξέρουν ότι οι ταξικές κοινωνίες είναι πατριαρχικές κι ότι η πρωτόγονη μητριαρχία δεν ήταν απλά μια αντεστραμμένη πατριαρχία με διακρίσεις και προνόμια. Παλεύουν για την ισότητα των δύο φύλων που ολοκληρώνεται στον κομμουνισμό με την κατάργηση κάθε είδους ανισότητας. Και προσπαθούν να την εφαρμόσουν στο σήμερα, ξεκινώντας μέσα στο σπίτι τους και το κόμμα.

Θα ξέρουμε ότι έχουμε πλησιάσει το στόχο τη μέρα που τα μισά μέλη της κεντρικής επιτροπής θα είναι γυναίκες (επειδή το αξίζουν, όχι με ποσόστωση) κι ο θηλυκός μου γονιός δε θα μείνει σπίτι να κάνει δουλειές τη μέρα της απεργίας, για να μπορέσουν να πορευτούν οι δυο μαντράχαλοι της οικογένειας.