-Κι από εδώ ο μπαμπάς της φίλης μου, ο
κύριος… τάδε.
-Χαίρετε.
Αυτός
ήταν ο ουδέτερος χαιρετισμός στον οποίο είχε καταλήξει με τα χρόνια. Τον είχε
διαλέξει ως λιγότερο κοινότυπο από το «γεια σας» κι ελαφρώς πιο ανώδυνο από
οποιονδήποτε άλλο. Στην ηλικία του κυρίου μπαμπά βέβαια, μπορεί να ήταν πιο
χρήσιμη η ευχή να υγιαίνει, αλλά δε βαριέσαι…
Την
ίδια στιγμή έπαιζε στο μυαλό του τη σκηνή με τον τραμπάκουλα και τον
ινστρούχτορα από το «αλαλούμ».
-Χαίρετε; Ποιος χαίρεται; Βλέπεις εσύ κανέναν
εδώ να χαίρεται; Χαμένε, α χαμένε…
Η
αλήθεια είναι πως δεν έβλεπε κάποιον χαρούμενο γύρω του και δεν ήταν επειδή
(τους) έκρινε από τη δική του διάθεση.
Περίμενε
λοιπόν να συνεχίσει η στιχομυθία, όπως ο διάλογος στη σκηνή.
-Τέλος πάντων, καλησπέρα σας…
-Α μπα; Τέλος πάντων κι εγώ καλησπέρα
σας…
Αλλά
ο συνομιλητής του χτύπησε με κάτι σαφώς χειρότερο.
-Γεια σου νεαρέ.
Νεαρέ…
Αυτή
η κατάληξη σε -(α)ρός, παραήταν καθαρός
υπαινιγμός για να μην τον προσέξει. Με μια δόση επιτίμησης, σα να παρέπεμπε σε
κάτι μιαρό. Ή ακόμα χειρότερα σε μαλλιαρό, όπως μπορεί να τους έλεγαν ακόμα
στην εποχή του κ. μπαμπά τους τεντιμπόηδες της δημοτικής. Βοηθούσε συνειρμικά
κι η εμφάνισή του.
Πού πας έτσι με τα μούσια και την
κοτσίδα, κόκκινο πανί για τα μέλη της καλής κοινωνίας; Άντε κουρέψου νεαρέ.
Δεν
έχει τόση σημασία αν είσαι κόκκινος αλλά το περιτύλιγμα, που τους ερεθίζει.
Γιατί οι νεοφιλελεύθεροι ταύροι του μάνου έχουν αχρωματοψία και περνούν για
κόκκινο οτιδήποτε περιλαμβάνει τρίχες. Τις οποίες προτιμούν να τις λένε παρά να
τις βλέπουν.
Πέρασαν
στο καθιστικό με το βιτρό και τα κρύσταλλα, σαν υαλοπωλείο και προσποιούνταν
πως είχαν κοινά ενδιαφέροντα να συζητήσουν. Μα ο δικός του νους έτρεχε αλλού. Ακούς εκεί νεαρέ… Και να σκεφτείς πως
μόλις είχε πιάσει τα πρώτα -άντα. Ο χόνεκερ βέβαια ήταν γραμματέας της
νεολαίας σχεδόν μέχρι τα πρώτα –ήντα, με άσπρα μαλλιά σαν του σοφιανού. Αλλά
αυτό ήταν διαφορετικό.
Εξάλλου
οι νέοι εκείνα τα χρόνια, του συντρόφου έριχ και του κυρίου μπαμπά, έμοιαζαν
μεσήλικες από τα είκοσι. Πρόωρα γερασμένοι από τις δυσκολίες της ζωής, με
σκληρά πρόσωπα, υποχρεωμένοι να φοράνε κοστούμι στο πανεπιστήμιο. Είχαν σχεδόν
γεννηθεί μεγάλοι. Και μεγάλωναν ακόμα περισσότερο, για να φτάσουν και να
χωρέσουν τα μεγάλα γεγονότα της εποχής τους. Ενώ τώρα…
Τώρα
η εποχή μοιάζει μικρή για να χωρέσει σκέψεις κι ανάσες και τις συμπιέζει μέχρι
να τις πνίξει, να μην έχουμε πια όνειρα και σφυγμό. Και ο παλιμπαιδισμός
ανάγεται σε αυταξία για μια ανώριμη πλην γερασμένη κοινωνία, που πνέει τα
λοίσθια και τρώει τις σάρκες της για να ζήσει, ρουφώντας τα νιάτα μας, σαν
αμοιβάδα.
Και τι φταίει ο τριαντάρης, που δεν
μπόρεσε να φύγει ακόμα από το σπίτι και μένει ακόμα με τους γονείς του; Πώς να
μεγαλώσεις και να γίνεις γονιός, να μεγαλώσεις μια άλλη ψυχή, όταν δεν μπορείς
να θρέψεις καν τον εαυτό σου; Παλιά, θα μου πεις, ήταν πιο εύκολα δηλ τα
πράγματα για τους γονείς; Όχι, μάλλον. Αλλά είχαν σε κάτι να ελπίζουν
τουλάχιστον. Πως θα σπάσουν το τείχος της μιζέριας και θα ‘ρθουν (ακόμα)
καλύτερες μέρες. Τον κόσμο εμείς θα
φέρουμε στα μέτρα μας πριν να μας φέρει εκείνος στα δικά του.
-Να
σας κεράσω κάτι; Ρώτησε η οικοδέσποινα.
-Εε,
ναι… μήπως σας βρίσκεται λίγο περγαμόντο;
Ναι αλλά δεν είναι αυτό το επίδικο, όπως
έλεγε κι ένας φίλος του φοιτητής. Το θέμα είναι πως ο κ. μπαμπάς τον υποτιμούσε
για την εμφάνισή του και όσα αυτή συμβόλιζε στο παλαιομοδίτικο μυαλό του, άλλο
αν στην προκείμενη έπεφτε μέσα. Αυτό όμως δεν ήταν παρά μια σύμπτωση άνευ
σημασίας.
Έπιασε στον αέρα τον αρνητισμό του
κυρίου απέναντι και τον ανταπέδωσε ασυνείδητα με τη γλώσσα του σώματος, κοφτές
τυπικές φράσεις και λοξές ματιές που απαξιούσαν να συναντήσουν το βλέμμα του
συνομιλητή του και να τον επιβραβεύσουν με την προσοχή τους. Άρχισε να
παρατηρεί το χρυσό ρολόι του κυρίου μπαμπά, τα ασημένια μανικετόκουμπα, την
ακριβή γραβάτα και την καρφίτσα που ίσως κάτι συμβόλιζε –οτιδήποτε εκτός από το
πρόσωπό του. Κι αναγνώρισε εύκολα τη νεοπλουτική επιτήδευση που πάσχιζε να
κρύψει άτσαλα μια ούτως ή άλλως ξεχασμένη λαϊκότητα. Σκέφτηκε πως τα δικά μας
γεροντάκια, τα ταξικά, θα ξεχωρίζουν πάντα, θαρρείς απ’ τη λάμψη στο βλέμμα, ακόμα κι αν
έχουν μάθει να ντύνονται με τον ίδιο τρόπο (κοστουμιά-πουκαμισιά). Αν κι εκείνη
την εποχή όλοι σχεδόν δικοί μας ήταν, λίγο-πολύ.
Μήπως έτσι όμως γινόταν σνομπ και
μισάνθρωπος; Μήπως αδικούσε τους γύρω του και τους απομάκρυνε; Γιατί να μείνει
οχυρωμένος στην πρώτη εντύπωση και να πέσει στο ίδιο λάθος που έκανε μαζί του ο
κύριος μπαμπάς; Γιατί να αποφύγει μια ενδιαφέρουσα αναμέτρηση και –γιατί όχι;-
μια πολιτική συζήτηση με αβέβαια κατάληξη; Δεν έπρεπε να φανεί υπεράνω, μαζικό
στοιχείο, χωρίς γρύλλους και προκαταλήψεις; Στην ανάγκη, αν βρει αντίδραση, θα
κληθεί να κάνει ένα φλογερό κήρυγμα και να αποστομώσει με επιχειρήματα τον
αντίπαλό του, όπως ο ήρωας της σιδερένιας φτέρνας, ερνέστος έβερχαρντ. Δεν ήταν
μια σπουδαία πρόκληση; Κι όταν περάσουν πολλά χρόνια από αυτή τη συζήτηση και
βρεθεί στο χείλος της χρεοκοπίας η επιχείρηση του κυρίου μπαμπά, θα την
ανακαλέσει στο νου του και θα αναφωνήσει μετανιωμένος πριν ανέβει στην πυρά: νεαρέ, νεαρέ, νεαρέ, πόσο δίκιο είχες…
Ναι καλά, σιγά μην έδινε και βιογραφικό
να οργανωθεί. Αυτά μόνο στα βιβλία γίνονται. Εκεί καλά τα πάμε, στη ζωή
χωλαίνουμε λίγο.
Κοίταξε για πρώτη φορά στα μάτια τον
κύριο μπαμπά, πούχε μείνει από ώρα σιωπηλός. Αυτός σηκώθηκε απ’ τη θέση του,
κατευθύνθηκε στο μπαρ του σύνθετου με αργό βήμα και τον ρώτησε.
-Να
σου βάλω κάτι να πιεις; Τζόνι γουόκερ, τζακ ντάνιελς;
-Τζακ
λόντον έχετε; Σκέφτηκε να πει, αλλά μετάνιωσε και το κατάπιε.
-Όχι,
ευχαριστώ, δεν πίνω ουίσκι.
Ήταν ένα πρώτο δειλό βήμα προσέγγισης,
μια κίνηση καλής θέλησης. Ο πάγος έσπασε, ο δρόμος χαράχτηκε. Κι ο κύριος
μπαμπάς πήρε δυο θρυμματισμένα παγάκια και τα έβαλε στο ποτήρι του...