Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα τζακ λόντον. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα τζακ λόντον. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Ο κύριος μπαμπάς

-Κι από εδώ ο μπαμπάς της φίλης μου, ο κύριος… τάδε.
-Χαίρετε.
Αυτός ήταν ο ουδέτερος χαιρετισμός στον οποίο είχε καταλήξει με τα χρόνια. Τον είχε διαλέξει ως λιγότερο κοινότυπο από το «γεια σας» κι ελαφρώς πιο ανώδυνο από οποιονδήποτε άλλο. Στην ηλικία του κυρίου μπαμπά βέβαια, μπορεί να ήταν πιο χρήσιμη η ευχή να υγιαίνει, αλλά δε βαριέσαι…

Την ίδια στιγμή έπαιζε στο μυαλό του τη σκηνή με τον τραμπάκουλα και τον ινστρούχτορα από το «αλαλούμ».
-Χαίρετε; Ποιος χαίρεται; Βλέπεις εσύ κανέναν εδώ να χαίρεται; Χαμένε, α χαμένε…
Η αλήθεια είναι πως δεν έβλεπε κάποιον χαρούμενο γύρω του και δεν ήταν επειδή (τους) έκρινε από τη δική του διάθεση.
Περίμενε λοιπόν να συνεχίσει η στιχομυθία, όπως ο διάλογος στη σκηνή.
-Τέλος πάντων, καλησπέρα σας…
-Α μπα; Τέλος πάντων κι εγώ καλησπέρα σας…
Αλλά ο συνομιλητής του χτύπησε με κάτι σαφώς χειρότερο.
-Γεια σου νεαρέ.
Νεαρέ…

Αυτή η κατάληξη σε -(α)ρός, παραήταν καθαρός υπαινιγμός για να μην τον προσέξει. Με μια δόση επιτίμησης, σα να παρέπεμπε σε κάτι μιαρό. Ή ακόμα χειρότερα σε μαλλιαρό, όπως μπορεί να τους έλεγαν ακόμα στην εποχή του κ. μπαμπά τους τεντιμπόηδες της δημοτικής. Βοηθούσε συνειρμικά κι η εμφάνισή του.
Πού πας έτσι με τα μούσια και την κοτσίδα, κόκκινο πανί για τα μέλη της καλής κοινωνίας; Άντε κουρέψου νεαρέ.
Δεν έχει τόση σημασία αν είσαι κόκκινος αλλά το περιτύλιγμα, που τους ερεθίζει. Γιατί οι νεοφιλελεύθεροι ταύροι του μάνου έχουν αχρωματοψία και περνούν για κόκκινο οτιδήποτε περιλαμβάνει τρίχες. Τις οποίες προτιμούν να τις λένε παρά να τις βλέπουν.

Πέρασαν στο καθιστικό με το βιτρό και τα κρύσταλλα, σαν υαλοπωλείο και προσποιούνταν πως είχαν κοινά ενδιαφέροντα να συζητήσουν. Μα ο δικός του νους έτρεχε αλλού. Ακούς εκεί νεαρέ… Και να σκεφτείς πως μόλις είχε πιάσει τα πρώτα -άντα. Ο χόνεκερ βέβαια ήταν γραμματέας της νεολαίας σχεδόν μέχρι τα πρώτα –ήντα, με άσπρα μαλλιά σαν του σοφιανού. Αλλά αυτό ήταν διαφορετικό.

Εξάλλου οι νέοι εκείνα τα χρόνια, του συντρόφου έριχ και του κυρίου μπαμπά, έμοιαζαν μεσήλικες από τα είκοσι. Πρόωρα γερασμένοι από τις δυσκολίες της ζωής, με σκληρά πρόσωπα, υποχρεωμένοι να φοράνε κοστούμι στο πανεπιστήμιο. Είχαν σχεδόν γεννηθεί μεγάλοι. Και μεγάλωναν ακόμα περισσότερο, για να φτάσουν και να χωρέσουν τα μεγάλα γεγονότα της εποχής τους. Ενώ τώρα…

Τώρα η εποχή μοιάζει μικρή για να χωρέσει σκέψεις κι ανάσες και τις συμπιέζει μέχρι να τις πνίξει, να μην έχουμε πια όνειρα και σφυγμό. Και ο παλιμπαιδισμός ανάγεται σε αυταξία για μια ανώριμη πλην γερασμένη κοινωνία, που πνέει τα λοίσθια και τρώει τις σάρκες της για να ζήσει, ρουφώντας τα νιάτα μας, σαν αμοιβάδα.

Και τι φταίει ο τριαντάρης, που δεν μπόρεσε να φύγει ακόμα από το σπίτι και μένει ακόμα με τους γονείς του; Πώς να μεγαλώσεις και να γίνεις γονιός, να μεγαλώσεις μια άλλη ψυχή, όταν δεν μπορείς να θρέψεις καν τον εαυτό σου; Παλιά, θα μου πεις, ήταν πιο εύκολα δηλ τα πράγματα για τους γονείς; Όχι, μάλλον. Αλλά είχαν σε κάτι να ελπίζουν τουλάχιστον. Πως θα σπάσουν το τείχος της μιζέριας και θα ‘ρθουν (ακόμα) καλύτερες μέρες. Τον κόσμο εμείς θα φέρουμε στα μέτρα μας πριν να μας φέρει εκείνος στα δικά του.

-Να σας κεράσω κάτι; Ρώτησε η οικοδέσποινα.
-Εε, ναι… μήπως σας βρίσκεται λίγο περγαμόντο;

Ναι αλλά δεν είναι αυτό το επίδικο, όπως έλεγε κι ένας φίλος του φοιτητής. Το θέμα είναι πως ο κ. μπαμπάς τον υποτιμούσε για την εμφάνισή του και όσα αυτή συμβόλιζε στο παλαιομοδίτικο μυαλό του, άλλο αν στην προκείμενη έπεφτε μέσα. Αυτό όμως δεν ήταν παρά μια σύμπτωση άνευ σημασίας.

Έπιασε στον αέρα τον αρνητισμό του κυρίου απέναντι και τον ανταπέδωσε ασυνείδητα με τη γλώσσα του σώματος, κοφτές τυπικές φράσεις και λοξές ματιές που απαξιούσαν να συναντήσουν το βλέμμα του συνομιλητή του και να τον επιβραβεύσουν με την προσοχή τους. Άρχισε να παρατηρεί το χρυσό ρολόι του κυρίου μπαμπά, τα ασημένια μανικετόκουμπα, την ακριβή γραβάτα και την καρφίτσα που ίσως κάτι συμβόλιζε –οτιδήποτε εκτός από το πρόσωπό του. Κι αναγνώρισε εύκολα τη νεοπλουτική επιτήδευση που πάσχιζε να κρύψει άτσαλα μια ούτως ή άλλως ξεχασμένη λαϊκότητα. Σκέφτηκε πως τα δικά μας γεροντάκια, τα ταξικά, θα ξεχωρίζουν πάντα, θαρρείς απ’ τη λάμψη στο βλέμμα, ακόμα κι αν έχουν μάθει να ντύνονται με τον ίδιο τρόπο (κοστουμιά-πουκαμισιά). Αν κι εκείνη την εποχή όλοι σχεδόν δικοί μας ήταν, λίγο-πολύ.

Μήπως έτσι όμως γινόταν σνομπ και μισάνθρωπος; Μήπως αδικούσε τους γύρω του και τους απομάκρυνε; Γιατί να μείνει οχυρωμένος στην πρώτη εντύπωση και να πέσει στο ίδιο λάθος που έκανε μαζί του ο κύριος μπαμπάς; Γιατί να αποφύγει μια ενδιαφέρουσα αναμέτρηση και –γιατί όχι;- μια πολιτική συζήτηση με αβέβαια κατάληξη; Δεν έπρεπε να φανεί υπεράνω, μαζικό στοιχείο, χωρίς γρύλλους και προκαταλήψεις; Στην ανάγκη, αν βρει αντίδραση, θα κληθεί να κάνει ένα φλογερό κήρυγμα και να αποστομώσει με επιχειρήματα τον αντίπαλό του, όπως ο ήρωας της σιδερένιας φτέρνας, ερνέστος έβερχαρντ. Δεν ήταν μια σπουδαία πρόκληση; Κι όταν περάσουν πολλά χρόνια από αυτή τη συζήτηση και βρεθεί στο χείλος της χρεοκοπίας η επιχείρηση του κυρίου μπαμπά, θα την ανακαλέσει στο νου του και θα αναφωνήσει μετανιωμένος πριν ανέβει στην πυρά: νεαρέ, νεαρέ, νεαρέ, πόσο δίκιο είχες…
Ναι καλά, σιγά μην έδινε και βιογραφικό να οργανωθεί. Αυτά μόνο στα βιβλία γίνονται. Εκεί καλά τα πάμε, στη ζωή χωλαίνουμε λίγο.

Κοίταξε για πρώτη φορά στα μάτια τον κύριο μπαμπά, πούχε μείνει από ώρα σιωπηλός. Αυτός σηκώθηκε απ’ τη θέση του, κατευθύνθηκε στο μπαρ του σύνθετου με αργό βήμα και τον ρώτησε.
-Να σου βάλω κάτι να πιεις; Τζόνι γουόκερ, τζακ ντάνιελς;
-Τζακ λόντον έχετε; Σκέφτηκε να πει, αλλά μετάνιωσε και το κατάπιε.
-Όχι, ευχαριστώ, δεν πίνω ουίσκι.


Ήταν ένα πρώτο δειλό βήμα προσέγγισης, μια κίνηση καλής θέλησης. Ο πάγος έσπασε, ο δρόμος χαράχτηκε. Κι ο κύριος μπαμπάς πήρε δυο θρυμματισμένα παγάκια και τα έβαλε στο ποτήρι του...

Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

Τα καθήκοντα της συγκυρίας

Σε μια μεζεδοσύναξη της αθήνας οι σύντροφοι έφτασαν στο συμπέρασμα ότι το κόμμα πάει τρένο. Ίσως όμως είναι σαν τον οσέ που τον ξεπούλησαν και τον χαντάκωσαν οι ηγεσίες του. Αν είσαι προβοκάτορας δηλ κάτι τέτοιο θα σκεφτείς. Αλλά δεν είσαι. Κι έτσι κάθεσαι και το αναλύεις.

Πάει τρένο πολιτικά; Υπερταχεία στις εκλογές και καρβουνιάρης στο κίνημα; Είναι αυτογκόλ να το παραδεχτείς. Οι συσχετισμοί αλλάζουν μαζί με το κίνημα και τους αγώνες του. Και αν αλλάζουν χωρίς αυτούς, ή είναι εντελώς σαθροί, ή κάπου βρωμάει η δουλειά.

Κι όμως. Ίσως να βρισκόμαστε σε αυτό ακριβώς το σημείο. Όπου οι από πάνω δε μπορούν (να κυβερνούν) όπως πριν κι οι από κάτω δε θέλουν (να κυβερνιούνται). Αλλά ούτε αυτοί μπορούν (δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δε θέλω). Κι όσο αυτοί ανημπορούν, οι από πάνω μπορούν ακόμα. Βρίσκουν και κάνουν δηλ και μετακυλίουν σε εμάς το κόστος της κρίσης τους.

Το κόμμα έχει προβλέψει προγραμματικά αυτό το ενδεχόμενο. Σε περίπτωση απότομης απαξίωσης των αστικών κομμάτων (…) μπορεί να προκύψει λαϊκή κυβέρνηση (…) που αργά ή γρήγορα (…) και θα την χωρίζει τυπική απόσταση...

Θυμάμαι σε μια οβα είχαμε φάει μισή συνέλευση για να λύσουμε αν αυτό το μπορεί σημαίνει δύναται ή ενδέχεται. Το δεύτερο σημαίνει ότι παίζει και να γίνει, μπορεί και να το κάνουμε, ανάλογα τη συγκυρία. Το άλλο σημαίνει ότι θα έχουμε την δυνατότητα (εξ ου και δύναται), οπότε μπορούμε (και μάλλον πρέπει) να το κάνουμε.

Άλλο να είναι ως ενδεχόμενο στη γκάμα των τακτικών σου επιλογών κι άλλο να μπει βασική κατεύθυνση στη λογική μιας «ομαλής» κυβερνητικής αλλαγής. Γιατί δε θα σε χωρίζει τυπική απόσταση από το σοσιαλισμό, αλλά ένα βήμα από το ρεφορμισμό του 21ου αιώνα και να γίνει η μετάβαση μετέωρο βήμα του πελαργού, που έμεινε μισό κι ανέσωτο.

Είμαστε σε μια αντιφατική περίοδο, όπου μπαίνει αντικειμενικά (βάση της συγκυρίας της κρίσης κι όχι βάση επιθυμιών) πολιτικό ζήτημα εξουσίας, ενώ ακόμα δεν είμαστε δυνατοί να αποκρούσουμε την επίθεση της αστικής τάξης με το μνημόνιο. Μια περίοδο όπου υπάρχει κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης και παίζει ακόμα και το σενάριο να καταφύγουν στον μεγάλο συνασπισμό (πασόκ-νδ) ως έσχατη λύση. Σε κοινωνικό επίπεδο όμως βγαίνουν στη φόρα οι δικές μας αδυναμίες που κάνουν τις κυβερνήσεις δυνατές ώστε να περνάνε όλα αυτά τα μέτρα για τα συμφέροντα της τάξης που υπηρετούν.

Είμαστε στην κατάσταση όπου χρειάζεται εμφανώς ένα πολιτικό σχέδιο που να υπερβαίνει τη ρουτίνα και τον πρακτικισμό, την καθημερινή δράση όπως διαμορφώθηκε σε «ομαλές», προ κρίσης συνθήκες. Αλλά αυτό που λείπει πρωτίστως είναι η πράξη και κόσμος που να πείθεται σε αυτό ακριβώς το πεδίο. Πόδια να τρέξουν και χέρια να μοιράσουν, όχι αμπελοφιλοσοφίες, σαν κι αυτές καλή ώρα.

Χρειάζεται όσο ποτέ άλλοτε μια πολιτική διέξοδος στους καθημερινούς αγώνες, σύνδεση του οικονομικού αγώνα με τον πολιτικό. Αλλά αυτό ισχύει κι αντίστροφα. Το πολιτικό χρειάζεται οικονομικούς αγώνες της τάξης για να αναδειχθεί. Υλικές νίκες στο σήμερα για να αυξήσουν την ταξική αυτοπεποίθηση των εργατών, την πεποίθησή τους για την τελική νίκη.

Θυμάμαι τι έλεγαν μερικοί το καλοκαίρι μετά τις 5 μάη. Από το φθινόπωρο θα γίνει ο κακός χαμός. Θα αρχίσουν τα πάγια έξοδα (σχολικά, θέρμανση) και θα σφίξουν οι πόλοι. Τότε να το περιμένουμε το μεγάλο μπαμ του κόσμου.

Κι έκτοτε μείναμε με τα δάχτυλα στα αυτιά κι αναρωτιόμαστε. Λες να ήταν τζούφιο το μπαμ και να μην το ακούσαμε; Και πώς να αφουγκραστείς τον κόσμο με βουλωμένα αυτιά; Μήπως συσσωρεύεται η οργή που θα σκάσει μια και καλή και θα τους πάρει όλους παραμάζωμα;

Μεγάλο μπαλόνι φουσκωμένο η οργή του λαού. Λες όμως να είναι απλή φούσκα; Λες να έχει διαρροή απόκάπου; Και να ακούγεται όπως όταν έχουμε αέρια; Ο εθνικισμός, λέει ένα σύνθημα, είναι η κλανιά του συστήματος. Το ανακουφίζει και βρωμάει.

Πολιτικά λοιπόν ανεβαίνουμε κι οι άλλοι χάνουν, φτιάχνουν κόμματα δεκανίκια για να στηριχτούν. Κινηματικά όμως; Κινηματικά δε μας βγαίνει όπως πέρσι δική μας απεργία και αναγκαζόμαστε να την πάμε δυο βδομάδες πίσω, μαζί με της γσεε. Την ίδια στιγμή μπορείς να ακούσεις τις πιο ετερόκλιτες κριτικές απ’ τον ίδιο χώρο –ενίοτε και από τα ίδια άτομα. Απ’ το ότι το παμε κηρύσσει απεργίες και υποκαθιστά τη γσεε, μέχρι το ότι δε σηκώνει απεργίες μόνο του κι είναι γραφειοκρατικό σαν τη γσεε.

Ωστόσο, η ιστορία απεχθάνεται τα κενά. Κι αν δημιουργηθεί κενό εξουσίας και δε μπορέσουμε να το αξιοποιήσουμε, θα σπεύσουν να το καλύψουν οι φασίστες.
Δηλ οι αστοί, αλλά με τις δημοκρατικές μάσκες τους πεσμένες.

Από πέρσι μου έχει γίνει έμμονη ιδέα ο συνειρμός με τη σιδερένια φτέρνα και τις εξαθλιωμένες λούμπεν μάζες που ξέσπασαν πρόωρα κι η απελπισία τους γύρισε μπούμερανγκ στην οργανωμένη εργατική τάξη που δε μπόρεσε να αποτρέψει εγκαίρως την προβοκάτσια.

Πάνω σε αυτό ήρθαν κι έδεσαν κάτι μαύρες σκέψεις για τη διάλυση του κοινωνικού ιστού. Ο παγκόσμιος ιστός αντικαθιστά τον κοινωνικό και μας εγκλωβίζει σαν αράχνη μπροστά στις οθόνες. Κι ο εργαζόμενος λάστιχο που τους μισούς μήνες είναι άνεργος, δεν προλαβαίνει να δικτυωθεί με κανέναν συνάδελφό του και νιώθει μόνος εναντίον όλων.

Το παράδοξο είναι πως όλα αυτά μου ήρθαν στο παρκάκι στα εξάρχεια που είναι ακριβώς το αντίθετο: μια μικρή όαση κοινωνικής συνεύρεσης σε έναν μίζερο όγκο από τσιμέντο που σκεπάζει την αποξένωση. Είδα όμως τους θαμώνες του να καίνε καφάσια για να ζεσταθούν κι αυτό μου θύμισε εικόνες από την καταστροφή μετά του αρκά.

Η εξαθλίωση οξύνει εκ των πραγμάτων τις αντιφάσεις, την ανισότητα και την δυσαρέσκεια. Αυτό όμως έχει κι άλλη όψη. Οι εξαθλιωμένες μάζες τείνουν στο λούμπεν και δεν έχουν καμία ταξική συνείδηση. Η βιοπάλη δεν τους αφήνει να σκεφτούν τη συλλογική πάλη και τον αγώνα.

Την ίδια στιγμή είχαμε υπαρξιακή κουβέντα με τον τρόμπα και τον κόκκινο μάη που θύμιζε χέμινγουαίη: τι γυρεύω εγώ εδώ; Τι ρόλο παίζω στο θαύμα της δημιουργίας; Και της ταξικής πάλης στην χώρα μου; Σε τι ακριβώς ελπίζω;

Εγώ περιμένω από το κόμμα να φτιάξει ένα δυνατό και πλατύ μέτωπο, ξεκινώντας από τους πρώην. Ο συμπαθής μουλάς της παρέας μας δεν έχω ιδέα τι ακριβώς περίμενε. Και ο τρόμπας έβλεπε μια προοπτική σε ό,τι γουστάρει ο καθένας και μπορεί να το κάνει με μεράκι. Το οποίο πολλές φορές αποδεικνύεται ασυμβίβαστο με την οργανωμένη δράση. Δεν θα έπρεπε, συνήθως όμως έτσι γίνεται.

Από αυτή την άποψη εγώ γουστάρω πολύ το μπλοκ, μακάρι να μου εξασφάλιζε και τα προς το ζην. Κι η πλάκα είναι ότι έτσι "παρεμβαίνω" σε πολύ περισσότερο κόσμο απ’ ό,τι κατάφερνα πριν με τις παραδοσιακές μεθόδους. Αλλά δεν το θεωρώ παρά λύση ανάγκης. Δε θεωρώ ότι βρήκα το φάρμακο και τρέξτε κόσμε να κάνετε όλοι από ένα, γιατί εν τούτω νίκα.

Ο τόνι ριγκατόνι πάντως εκεί κατέληξε κι έχει στα σκαριά περιοδική έκδοση που θα βγει στα κοντά. Δεν έχω έγκριση να πω περισσότερα. Αλλά όταν σκάσει μύτη θα το μάθετε από πρώτο χέρι. Μπορεί στις σελίδες του να βρείτε και μια κάποια λύση στα υπαρξιακά σας..