Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πλατείες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πλατείες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 6 Μαΐου 2017

Το κόκκινο φεγγάρι

...και η σκοτεινή του πλευρά.
Όπου ως φεγγάρι νοείται ο κόκκινος Μάης και το ιστορικό του φορτίο, με την επαναστατική παράδοση και διάφορες επετείους-σταθμούς για το κίνημα. Και σκοτεινή πλευρά κάποια μαγιάτικα γεγονότα της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας, που καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τις κατοπινές εξελίξεις και τους σημερινούς συσχετισμούς.

5 Μάη 2010: ημέρα ψήφισης του πρώτου μνημονίου.
Ο κόσμος κατεβαίνει πιο μαζικά από ποτέ τα τελευταία χρόνια στους δρόμους και πρακτικά οι απεργιακές συγκεντρώσεις ενώνονται σε ένα μεγάλο ποτάμι λαού από το Πεδίο του Άρεως ως το Σύνταγμα και τους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Το οποίο όμως θα τρομάξει και θα οδηγηθεί εξίσου μαζικά σπίτι του, μετά από την προβοκάτσια της Μαρφίν και τους τρεις εργαζόμενους που δολοφονήθηκαν από τους παρακρατικούς μηχανισμούς, με εγκληματική συν-ευθύνη της εργοδοσίας.

Κρατάμε στα αξιοσημείωτα της περιόδου: την καταγγελία της επίθεσης στη Μαρφίν κι από αναρχικές ομάδες, που ομνύουν στη λαϊκή αντιβία και τα μπάχαλα. Τη θλιβερή αντισυγκέντρωση της επομένης έξω από την τράπεζα, με τους πενθούντες και τα κεριά, που έτυχε δυσανάλογης προβολής -με βάση τον όγκο της- από τα καθεστωτικά ΜΜΕ, ως προπομπός διάφορων "κινητοποιήσεων" τηλεοπτικού τύπου και χαρακτήρα το επόμενο διάστημα. Την αξιοποίηση της υπόθεσης, για να μπει τέλος στις επιθετικές φιλοδοξίες του Βγενόπουλου.

Το ογκώδες πανελλαδικό συλλαλητήριο του κόμματος, που γέμισε το κέντρο της Αθήνας, δέκα μέρες αργότερα, αλλά έμοιαζε ως υστερόγραφο στο μαζικό κινηματικό ρεύμα εκείνης της περιόδου, που ανακόπηκε -μετά από διψήφιο αριθμό απεργιακών κινητοποιήσεων σε ένα τρίμηνο, αν θυμάμαι καλά. Την πρώτη εκλογική ρωγμή που αποτυπώθηκε στις αυτοδιοικητικές του επόμενου φθινοπώρου -όταν ο Σύριζα ακόμα ψαχνόταν, κατεβάζοντας πασόκους υποψήφιους τύπου Μητρόπουλου, και ο Αλαβάνος ερχόταν τελευταίος και καταϊδρωμένος πίσω από το Χάγιο, στην περιφέρεια Αττικής.

Επίσης, τις απολύσεις πολλών συντρόφων και τις απώλειες σοβαρών στηριγμάτων σε χώρους δουλειάς, χωρίς τις απαραίτητες εφεδρείες που θα αναπλήρωναν το κενό, όχι επειδή απεργούσαν χωρίς απόφαση-κάλυψη σωματείου, όπως ισχυρίζονταν κάποιοι, αλλά βασικά επειδή απεργούσαν και χαλούσαν την πιάτσα.

Αυτά αλλάζουν σταδιακά την επόμενη άνοιξη (Μάης 2011) με κλειδί-μοχλό το ακίνητο κίνημα των πλατειών. Οι απεργιακές κινητοποιήσεις συνεχίζονται με αμείωτη ένταση, αλλά το (σοσιαλ)μιντιακό τόνο τον δίνουν οι αγανακτισμένοι των πλατειών, όπου δε χρειάζεται να απεργείς κι απαγορεύεται να κουβαλάς κομματική ή συνδικαλιστική ιδιότητα. Δεν απαγορεύονται όμως διάφοροι οικονομολόγοι και περσόνες-δημοσιολόγοι (Βαρουφάκης, Τσακαλώτος, Κατρούγκαλος, Λαπαβίτσας, κ.ά.) που θα γίνουν οι επόμενοι βουλευτές και υπουργοί. Στις πλατείες κάποιοι είδαν(;) να υλοποιείται το ιδανικό της αμεσοδημοκρατίας κι άλλοι τα σοβιέτ της νέας εποχής και την ευκαιρία να παρέμβουν στις μάζες -που δεν τις έβρισκαν πουθενά αλλού- και το αυθόρμητο. Σήμερα απολαμβάνουν τους καρπούς των αυταπατών τους.

Στα αξιοσημείωτα, το "γειωμένο" ψήφισμα για την κατάργηση των κομμάτων και του χρήματος. Το κυνηγητό των μ-λ που πήγαν να παρέμβουν "αριστερά στην πλατεία". Οι Ελληνοσούπερμαν με τις γαλανόλευκες μπέρτες. Ο διαχωρισμός άνω και κάτω πλατείας, που έκαναν αμφότερες πολιτική δουλειά κι ανέδειξαν νέες δυνάμεις από το μηδέν -η λίγο παραπάνω (Σύριζα, ΑνΕλ, Χρυσή Αυγή).

Το έδαφος για τον επόμενο εκλογικό γύρο (τρίτος και τελικός) έχει στηθεί. Η 19η Οκτωβρίου του 11' πλησιάζει σε όγκο και παλμό την 5η Μάη, για να ακολουθήσουν -στα πλαίσια της 48ωρης απεργίας- τα γνωστά γεγονότα της 20ής Οκτώβρη και η δολοφονία του Κοτζαρίδη. Μετά τις 12 Φλεβάρη (στην επέτειο της Βάρκιζας), όπου ο Παπαδήμος ορκιζόταν πρωθυπουργός με φόντο στα τηλεοπτικά πλάνα τα φλεγόμενα κτίρια του κέντρου, δεν κουνήθηκε κινηματικό φύλλο επί ένα τρίμηνο και εν αναμονή της κάλπης, που ήταν γκαστρωμένη κι έβγαλε το "καινούριο" (που ήταν φτυστό το παλιό).

6 Μάη 2012: Ο δικομματισμός πιάνει ιστορικό χαμηλό. Το ΠαΣοΚ καταρρέει και βάζει ταφόπλακα στον κύκλο της Μεταπολίτευσης. Η διασπορά θυμίζει τις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές του 1950, βγάζοντας πρώτο κόμμα -αθροιστικά- τα λοιπά που μένουν εκτός βουλής. Η πολύχρωμη βεντάλια άνοιξε ένα μήνα μετά και στήνει τον καινούριο δικομματισμό, αναβαπτισμένο στο δίπολο μνημόνιο-αντιμνημόνιο.

O Σύριζα εκτινάσσεται στη δεύτερη θέση, εξαπλασιάζοντας τα ποσοστά του σε δύο κάλπες, δεν καταφέρνει να βγει πρώτο κόμμα, αλλά λεηλατεί σαν παλιό κακό ΠαΣοΚ αριστερές ψήφους κι έχει αρκετό χρόνο να προσαρμοστεί στο νέο του ρόλο.
Πέντε χρόνια (κι ένα δημοψήφισμα) μετά, η αντιμνημονιακή συγκυβέρνηση Σ-Ανελ φέρνει προς ψήφιση κάτι σαν 4ο μνημόνιο για την επόμενη τριετία, ενώ πέρυσι τέτοιο καιρό κατεδάφιζε ό,τι είχε μείνει όρθιο στην κοινωνική ασφάλιση.

Εκείνοι οι Μάηδες φαντάζουν ήδη πολύ μακρινοί. Ο κόσμος που βγήκε μαζικά στους δρόμους τη διετία 2010-12 (ένας στους τέσσερις κατοίκους της Ελλάδας, σύμφωνα με παλιότερη δημοσκοπική έρευνα) είτε αντιστέκεται σπασμωδικά, είτε περνάει τα στάδια του κινηματικού πένθους-κατάθλιψης. Όπως έχει γράψει η κε του μπλοκ σε παλιότερο κείμενο, θυμίζει πολύ την πορεία του πρωταγωνιστή-ασθενή στην ταινία "Ξυπνήματα", που ήταν χρόνια ακινητοποιημένος και ξύπνησε προσωρινά με το φάρμακο Ελ-Ντόπα (όπως λέμε εκλογική ντόπα), για να επιστρέψουν σύντομα στην προηγούμενή τους κατάσταση.

Και το κόμμα, κύριε; Βλέπει απλώς τους Μάηδες να περνούν, ώσπου να ωριμάσουν οι συνθήκες (ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι).
Αυτή η κουβέντα έχει γίνει επανειλημμένα στο μπλοκ. Κάποιοι θεωρούν πως ήταν χρυσή ευκαιρία για... πιο ενδιαφέρουσες διαδικασίες (που τις συνδέουν και τις περιγράφουν ωστόσο με εκλογικούς κυρίως όρους), με τον κλονισμό του κυρίαρχου δικομματισμού και των απεγκλωβισμό (;) χιλιάδων συνειδήσεων. Πολλοί σφοι πιστεύουν πως το κόμμα δεν ήταν προγραμματικά θωρακισμένο για να αντιμετωπίσει την κατάσταση και τη χιονοστιβάδα των εκλογικών αυταπατών, που εμφιλοχωρούσαν και στις γραμμές της δικής μας βάσης.

Ναι αλλά δεν είναι τόσο απλό. Το βασικό ζητούμενο σε κάθε μεγάλη μάχη δεν είναι πάντα η τελική νίκη -εφόσον αντικειμενικά λείπουν οι προϋποθέσεις για αυτήν- αλλά η ενίσχυση των θέσεών μας για τις επόμενες μάχες, ακόμα κι αν δεν υπάρχουν οι συνθήκες για ένα πιο αποφασιστικό άλμα -και είναι σαφές πιστεύω πως δεν υπήρξε ποτέ η επαναστατική κατάσταση που ονειρεύονταν κάποιοι.
Αυτό είναι το κριτήριο για ένα κόμμα παντός καιρού, να μην αντέχει απλώς στην κακοκαιρία, αλλά να μπορεί να αναπτύσσεται, να δυναμώνει, να ετοιμάζεται για τη μεγάλη στιγμή, αλλά να την φέρνει και πιο κοντά με τη δράση του.

Κι ας θυμόμαστε επίσης πως το φεγγάρι είναι ετερόφωτο σώμα και παίρνει λάμψη από τη δική μας δράση. Δε θα μας φωτίσει από μόνο του, με την αύρα της επετείου, αν δε φροντίσουμε εμείς γι' αυτό.

Παρασκευή 20 Μαΐου 2016

Είμαστε ενωμένοι και... αποφασισμένοι

Ένα από τα παραλειπόμενα του πρόσφατου απεργιακού τριημέρου, είναι ότι ακούγοντας κάποια στιγμή στην πορεία παράλληλα ραδιόφωνο, για να δούμε τι γινόταν στη βουλή, μετέφερα στους διπλανούς τα σχόλια των δημοσιογράφων του Real, που εκθείαζαν εκείνη την ώρα το ΠΑΜΕ για τη μαζική του παρουσία και την καλή του οργάνωση. Για να πάρω πληρωμένη απάντηση από ένα σφο που σχολίασε λέγοντας πως το ΠΑΜΕ είναι βασικά σαν μια καλή έκθεση: έχει αρχή, μέση και τέλος.
Ένα το κρατούμενο προς αξιοποίηση και συνεχίζουμε παρακάτω.

Την ίδια ώρα, λίγο παραδίπλα μας ήταν μερικές δεκάδες ΕΠΑΜίτες κι ένα γραφικό πλακάτ τους που σύγκρινε το παρελθόν των πλατειών με το σήμερα, πέντε χρόνια μετά.

2011 - τότε ήμασταν αγανακτισμένοι
2016 - τώρα είμαστε αποφασισμένοι

Αυτό που έκανε ακόμα πιο αστείο το πλακάτ είναι ότι το τελευταίο ψηφίο από το 2016, το έξι από το 16' δηλ, είχε προστεθεί εκ των υστέρων σαν μπάλωμα, για να καλύψει το πρωτότυπο, δηλ το 5 απ' το 2015, αν δεν πήγαινε δηλ και πιο πίσω το πάτημα. Ήμασταν λοιπόν αποφασισμένοι και το 15' (τουλάχιστον) και το 16'. Και κάτι μου λέει πως είμαστε τόσο αποφασισμένοι, που θα μπει από πάνω και το 7 και το 8 (μη σου πω να αλλάξουν και τα πρώτα ψηφία). Κι αυτό συμπυκνώνει κατά τη γνώμη μου όλη την ιστορία των πλατειών και την εξέλιξή τους στο χρόνο, ως τις μέρες μας, που επιχείρησαν να μεταμφιεστούν σε ολονυχτίες (νουί ντεμπού).

Αν όμως το 11' κάποιοι αγανακτισμένοι πολίτες ήταν ανυποψίαστοι, το 16' κανείς δεν μπορεί να επικαλεστεί άγνοια για τα αγανακτισμένα κινήματα, τις πολύχρωμες επαναστάσεις και τα στοιχεία που πιστοποιούν το ρόλο τους. Αντιγράφω από ένα πρόσφατο σχετικό σχόλιο του

Ο αντίλογος λέει πως δεν πρέπει να περιμένουμε ένα κίνημα κατά παραγγελία των επιθυμιών μας, με καθαρά και ώριμα χαρακτηριστικά, αλλά να παρεμβαίνουμε στο λαό και τις μαζικές του εκδηλώσεις, προσπαθώντας να αποδεχτούμε και να αλλάξουμε-μετασχηματίσουμε τις αντιφάσεις του. Εξάλλου, όπως είπε ο Βλαδίμηρος, όποιος περιμένει να δει μια επανάσταση σε καθαρή μορφή, δε θα ζήσει ποτέ μία. Ενώ αν τη φαντασιώνεσαι σε διάφορα επεισόδια, παίρνοντας πχ τις πλατείες ως κάποιου είδους πρόπλασμα των σοβιέτ, ζεις μία κάθε δυο-τρία χρόνια, κατά μέσο όρο.

Υπάρχει βέβαια μια ασήμαντη λεπτομέρεια. Για να πει κανείς ότι παρεμβαίνει στις αντιφάσεις ενός ζωντανού κινήματος, πρέπει:
α) να υπάρχει όντως κίνημα, κάτι που να κινείται και διεκδικεί, κι όχι μια απογευματινή μάζωξη-εκτόνωση, όπου κάποιοι ποζάρουν στις κάμερες, για να επιβεβαιώσουν την ύπαρξή τους. Αλλιώς, δε βλέπω με ποια κριτήρια θα μπορούσαμε να αποκλείσουμε και το "μένουμε Ευρώπη" από τον ορισμό του κινήματος. Κι έτσι μιλάμε για ένα βήμα πίσω κι απ' την αδιέξοδη λογική "το κίνημα είναι το παν, ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτα.
β) να υπάρχει σχέδιο οργανωμένης παρέμβασης σε αυτό το κίνημα, με συγκεκριμένους στόχους, που να υπάγεται σε έλεγχο από όσους το εφαρμόζουν, για να αναπροσαρμόζεται: εκεί πετύχαμε, σε αυτό πάσχουμε. Γιατί αν πιάνεσαι από το "αυθόρμητο", σαν την ουρά του χαρταετού, για να πετάξεις και να γκρεμιστείς μαζί του, απλώς βαυκαλίζεσαι ότι το επηρεάζεις και το (καθ)οδηγείς.
γ) να παρεμβαίνεις αυτοτελώς, ως κόμμα, πολιτική οργάνωση, συσπείρωση, συλλογικός φορέας, ως αυτό που είσαι τέλος πάντων κι όχι ως άθροισμα μεμονωμένων ατόμων που πήγαν σε ψυχοθεραπεία (καλή ώρα όπως εδώ) ή στους ανώνυμους αλκοολικούς: γεια σας, είμαι ο Άγγελος, και είμαι είκοσι χρόνια καθαρός από ΚΚΕ. Διαφορετικά, αντί να παρεμβαίνεις στις αντιφάσεις, καταλήγεις μάλλον να τις αποθεώνεις και να υποκλίνεσαι-προσαρμόζεσαι σε αυτές.

Το πρόβλημα δεν είναι (ότι απαξιώνουμε) το αυθόρμητο κι οτιδήποτε δεν ελέγχουμε εξ αρχής. Αλλά (να αποφύγουμε) ό,τι ελέγχει πλήρως ο ταξικός αντίπαλος και μας το πλασάρει σα δόλωμα, για να τσιμπήσουμε. Οι πλατείες ήταν η ελεγχόμενη αντίδραση-εκτόνωση ενός ανήσυχου λαϊκού παράγοντα, που ούτως ή άλλως θα ξεσπούσε με κάποιον τρόπο, αλλά το διακύβευμα ήταν με ποιον και πόσο βαθιά χαρακτηριστικά θα έπαιρνε.
Η συστηματική προβολή του "κινήματος" από τα ΜΜΕ (κι όχι μόνο τα απαξιωμένα ειδησεογραφικά δελτία, αλλά από κάθε χαζοχαρούμενη εκπομπή, χωρίς βαθύτερο λόγο ύπαρξης, που βαφτίζεται "ψυχαγωγική", η γιγάντωση της κυβερνητικής αριστεράς, ως επιστέγασμα της ρηχής, αντιμνημονιακής λογικής που καλλιεργούταν, ο εξαγνισμός και η "αντισυστημική, κινηματική" νομιμοποίηση των ελληνοσούπερμαν με τις μπέρτες και των φασιστών, η άλλη όψη του νομίσματος με την "αυθόρμητη κι αμεσοδημοκρατική" κάτω πλατεία που έβγαλε ως και διατάγματα για την κατάργηση των κομμάτων και του χρήματος... όλα μαζί τα παραπάνω, δεν ήταν τυχαία επεισόδια, που ανέκυψαν παρεμπιπτόντως, αλλά λογικά (αν όχι αναγκαία) αποτελέσματα του χαρακτήρα των πλατειών.
Κι από αυτήν την άποψη, μικρή σημασία έχουν οι υποκειμενικές προθέσεις κάποιων λίγων που δεν έδιναν τον τόνο κι οι ψευδαισθήσεις τους. αν όλα αυτά είχαν εξαρχής προβλεφτεί κι υποκινηθεί ή αν αξιοποιήθηκαν στην πορεία.

Πέντε χρόνια μετά, αυτό που άφησαν πίσω τους οι πλατείες, είναι η νοσταλγία μιας αυταπάτης, η εδραίωση της απογοήτευσης και μια θλιβερή εικόνα, σαν κι αυτή του Επαμίτη με το πλακάτ.

Όσο για το αρχικό κρατούμενο, οι πλατείες ήταν στην καλύτερη μια κακότεχνη μουτζούρα, που κάποιοι φαντάστηκαν κι είδαν με τα μάτια της ψυχής τους ως ζωγραφιά. Μια έκθεση χωρίς ειρμό, αρχή, μέση και τέλος (δηλ σκοπό), που ωστόσο συγκίνησε τις αρχές, το μέσο νοικοκυραίο κι είχε μάλλον προδιαγεγραμμένο τέλος.

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

Ο άγνωστος πόλεμος

Το βασικό συγκριτικό πλεονέκτημα της κυβερνώσας ελπίδας είναι το μέτρο σύγκρισης με τους προηγούμενους και ο χαμηλός πήχης που καλείται να υπερβεί, περίπου στο ύψος μιας εφημερίδας, λεπτής και κίτρινης σαν την αυριανή. Όπως μου ‘λεγε κι ένας σφος, ακόμα και ο τρίχρονος ανιψιός μου να έμπαινε υπουργός, θα ήταν καλύτερος από τον προκάτοχό του. αφενός γιατί δε θα έλεγε τίποτα (όπως ότι δε θέλει να του κλέβει τη δόξα για τις απολύσεις ο τόμπσεν) κι αφετέρου γιατί του αρέσει πολύ το διάβασμα, να ξεφυλλίζει αλλά και να του διαβάζουν παραμύθια, οπότε τουλάχιστον δε θα πήγαινε αδιάβαστος στην ψηφοφορία για το μνημόνιο, σαν το χρυσοχοΐδη. Άσε που ενώ το ξεφύλλιζε, μπορεί και να το έσκιζε κιόλας κατά λάθος, συνεπώς κερδίζει στη σύγκριση και με τους υπουργούς του σύριζα· ή με αυτές τις νηπιακές πολιτικές συνειδήσεις, που διαδηλώνουν φιλοκυβερνητικά για την κατάργηση του τοξικού μέρους του μνημονίου. Καλή ώρα σαν τη μητέρα του, από το εξωκοινοβούλιο:

-Γιατί δεν έρχεται και το κουκουέ στο σύνταγμα να μιλήσει με τον κόσμο και να ζυμώσει συνειδήσεις; Γιατί αποπαίρνει τόσο άγαρμπα και τσουβαλιάζει τον κόσμο που ελπίζει κι έχει στρέψει το βλέμμα του για πρώτη φορά στην αριστερά και την κυβέρνησή της;
Ενώ η σωστή τακτική προφανώς θα ήταν να πας με το (αριστερό) ρεύμα, βαυκαλιζόμενος πως ελέγχεις την πορεία του και τις (αριστερές) στροφές του, και με τα νερά του. Κι αν σου πούνε «πετάει ο γάιδαρος», να το συζητήσεις ψύχραιμα: «έλα μωρέ τώρα πετάει, δύο μέτρα σηκώνεται κι ύστερα ξαναπέφτει». Κι αν τολμήσεις να σηκώσεις δάχτυλο, για να του δείξεις την μπανανόφλουδα μην την πατήσει, όπως στο ποντιακό ανέκδοτο, γίνεσαι λέει ρατσιστής με τους πόντιους. Εσύ δηλ του έδειχνες την μπανανόφλουδα κι αυτός κοιτούσε το δάχτυλο, υψώνοντας το δικό του στη νοημοσύνη μας.

Το βασικό βέβαια δεν είναι πώς θα απευθυνθείς στον κόσμο, για να βγει ανώδυνα και μια ώρα αρχύτερα απ’ την πλάνη του, αλλά οι αυταπάτες που κουβαλάς εσύ ο ίδιος και κρύβεις πίσω από το πλήθος. Άρα πρέπει πρώτα να πείσεις τον εαυτό σου, σε τι στοχεύεις και πού θέλεις να πας. Αστερίξ να μου πεις κι εμένα μετά τι κάνουμε, γιατί μου αρέσει να ξέρω γιατί παλεύουμε.

Η πάλη αυτή λοιπόν (ελληνορωμαϊκή, χωρίς άλλο ταξικό πρόσημο), είναι ένας παράξενος, άγνωστος πόλεμος της πατρίδας μας μπροστά στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη, απ’ όπου πήραν τα κάγκελα μαζί με τα μυαλά μας και τα ‘βαλαν στο μίξερ, για ένα διαφορετικό μίγμα πολιτικής και μνημονίου, με κεϊνσιανή συνταγή και φιλολαϊκές σάλτσες. Στον οποίο κάποιοι είναι διατεθειμένοι να φτάσουν θεωρητικά στα επαναστατικά οδοφράγματα (a las barricadas revolucionarias) αλλά κανείς σχεδόν δεν ξέρει ποιον ακριβώς πολεμά, τι ζητάει και προς τα πού να μουτζώσει (αφού τον εαυτό μας τον αποκλείσαμε). Ας πούμε προς τις βρυξέλες που είναι η κομισιόν και μουτζώνει κι ο μαυρογιαλούρος μαζί, που έχει ετοιμάσει κι ενωτικό λόγο: φίλοι και σύντροφοι του κουκουέ, θα σας εξαφανίσομεν...

Ο κόσμος διεκδικεί μικρές ανάσες αξιοπρέπειας, παρακολουθώντας με κομμένη την ανάσα (και την αξιοπρέπειά του) το πολιτικό θρίλερ στο γιούρογκρουπ. Και έχουνε έρθει πολλοί, αλλά η εικόνα δε θυμίζει σε τίποτα τα κυριακάτικα απογεύματα της πλατείας, ούτε βασικά αγανακτισμένους, που τώρα μένουν βουβοί κι αμήχανοι, πνιγμένοι στην ελπίδα τους, σε μια άχρωμη και άνευρη κινητοποίηση, χωρίς παλμό. Μια σιωπή που έρχεται ως εκκωφαντικό συμπλήρωμα της αγωνιστικής φλυαρίας των social media, κι ως συνέχεια του καρναβαλιού (και του κράτους) και της αγωνιστικής έκστασης διάφορων πολιτικών μασκαράδων.
Αλλά αν έχεις τέτοια ελπίδα, τι (τη) θες την απελπισιά;

Από τη μικροφωνική αναγγέλλουν συγκέντρωση στο συντριβάνι, όπου κάποιος κρατέι ένα πλακάτ με το σύνθημα: ψωμί, σουβλάκι και γιάνη βαρουφάκη. Ποτέ άλλοτε ένα τόσο τίποτα ως νόημα δεν χώρεσε τόσο πολύ κόσμο. Στη συνέλευση μπορούμε να συζητήσουμε και τις λεπτομέρειες, αν θα είναι πίτα ή ψωμάκι, αν θα έχει κρεμμύδι, τζατζίκι και κώτσο βασιλιά. Ή έστω πρόεδρο της δημοκρατίας, τώρα που κάηκε το άλλο τίποτα, ο αβραμόπουλος.

Φεύγοντας από το σύνταγμα, βλέπουμε μια αναρχική αφίσα για την τελευταία λέξη του φασισμού και τους πολίτες που προσκυνούν το κράτος τους. Έχουμε επιμέρους διαφωνίες στη διατύπωση (πχ πολίτες), είναι όμως από τις λίγες φωνές που μπορούν να στοιχηθούν στο μέτωπο της αξιοπρέπειας και δεν εννοούν να την απολέσουν σε φιλοκυβερνητικές συγκεντρώσεις ή κάτι άλλο ισοδύναμο (που είναι της μόδας, στην τρέχουσα ορολογία).

Ας αφήσουμε λοιπόν τους λακεδαιμόνιους. Τι έχουν καταφέρει οι υπόλοιπες οργανωμένες δυνάμεις που παρεμβαίνουν στις μάζες και ζυμώνουν ριζοσπαστικά αιτήματα; Ποια βήματα έχουν μετρήσει και καταγράφουν στον απολογισμό τους για τις πλατείες; Έχουν φτιάξει τα σοβιέτ της εποχής μας, όπου αυτοί κάνουν πως ζυμώνουν (κοσκινίζοντας) ενώ ο λαός κάνει πως ριζοσπαστικοποιείται κι αγκαλιάζει μαζικά μεταβατικά μέτρα και συνθήματα (ΟΥΣΤ); Έγινε ποτέ αυτοκριτική για τα χαρακτηριστικά που πήραν οι πλατείες και για τις δυνάμεις που επωφελήθηκαν από την αγανακτισμένη μόδα; Έγινε μάθημα το πάθημα των πλατειών ή συνεχίζουν να παίζουν πρόθυμα το παιχνίδι άλλων;

Η (αστική) δημοκρατία δεν εκβιάζεται. Κι αυτό αφορά κυρίως όσους πόνταραν στο μαζικό, λαϊκό εκβιασμό του κινήματος σε μια αριστερή κυβέρνηση που θα εφάρμοζε ριζοσπαστικά μέτρα.
Μα αφού.. να, η πίεση φέρνει αποτέλεσμα και η κυβέρνηση είναι έτοιμη να πάρει πίσω την υποψηφιότητα αβραμόπουλου για τον πτδ, για να χρυσώσει το χάπι για τη συμφωνία που... έκλεισε αύριο και θα το καταπιούν αμάσητο. Κι αν ο αλέξης είχε χιούμορ, έπρεπε κανονικά να προτείνει για πτδ το γίγαντα, το σαρτζετάκη. Αλλά όσο παρεμείνει το κίνημα γτπ και δε βάζει ως στόχους του ζήτημα εξουσίας και δτπ, θα ξεγελιέται με χάντρες και καθρεφτάκια για τον πτδ.

Ο λεκάτης έχει απόλυτο δίκιο όταν λέει πως ο φλεβάρης του 2015 δεν είναι ο γενάρης του 1905, για να πηγαίνουμε «αυθόρμητα» με επικεφαλής τον παπα-γκαπόν και τα εικονίσματα του τσάρου, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένοντας για κάποιο θάμα. Η απαγκίστρωση απ’ τις αυταπάτες είναι βασική προϋπόθεση για την απαγκίστρωση από το όποιο μνημόνιο –και πολύ πιο δύσκολη στην πράξη. Κι η ανασύνταξη πρέπει να ξεκινήσει χτες (κατά το «η συμφωνία θα κλείσει χτες»), χωρίς να δίνει άλλη περίοδο χάριτος στον τσάρο (βαρουφάκη) της οικονομίας και την κυβέρνησή του. Ίσως αυτό το χτες να ήταν η πανελλαδική σύσκεψη του παμε στο αλκυονίς και τα όσα θα δρομολογήσει το προσεχές διάστημα.

Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

Περιπλανήσεις στην Μπογκοτά

Και γιατί δηλ να την πούμε μπογκοτά; Λόγω χρώματος κι εγκληματικότητας; Δεν είναι λίγο ρατσιστικό αυτό; Και γιατί να μην την πούμε καράκας;

Μα δεν έχω ιδέα πώς είναι η μπογκοτά και το καράκας, συμβατικά τη λέμε έτσι. Και πιο πολύ αναφέρομαι στην πρώτη εντύπωση που αποκομίζει ένας ανυποψίαστος που έρχεται, ας πούμε από την επαρχία. Μια σφισσα πχ με είχε πάρει τηλέφωνο και μου ‘χε πει αυθόρμητα, έλα είμαι κοντά στα λημέρια σου, στην μπογκοτά· κι έτσι καθιερώθηκε. Κι ένας άλλος φίλος ερχόταν με το κτελ και συνεννοηθήκαμε να πάω να τον πάρω από εκεί που θα τον αφήσει το λεωφορείο, στάση ομόνοια, πριν φτάσει στο πεδίο του άρεως. Και τον βρίσκω σε μια γωνιά· απέναντι κάτι αφρικανούλες που έκαναν πεζοδρόμιο, λίγο πιο πάνω τα άδεια βλέμματα που συγκεντρώνει ο οκανα, κι αυτός στη μέση, κολλημένος σε έναν τοίχο, να μην κάνει ούτε βήμα, ώσπου να πάω να τον πιάσω από το χεράκι και να φύγουμε. Δε σου λέω πως ήταν τα τρία χειρότερα λεπτά της ζωής του. Ήταν όμως οι πρώτες εντυπώσεις από την πόλη και θα του μείνουν αξέχαστες.

Πρέπει να ζήσεις λίγο καιρό στην όμορφη μπογκοτά, όχι για να συνηθίσεις στην εικόνα και να αναισθητοποιηθείς –γιατί συμβαίνει κι αυτό- αλλά για να καταλάβεις πως δεν υπάρχουν πολλά πράγματα να φοβηθείς στην πραγματικότητα, όσο κι αν η ανάγκη σπρώχνει καμιά φορά τους φτωχοδιαβόλους σε πράξεις απελπισίας και παίρνουν κι εσένα τα σκάγια. Προσωπικά έχω αγριευτεί πολύ περισσότερο με το χαφιεδότσουρμο που κάθε 17 νοέμβρη πολιορκεί το πολυτεχνείο και τους γύρω δρόμους και δε σε αφήνει να το πλησιάσεις εύκολα. Κι έτσι σε βάζουν στο κλίμα, όχι μόνο της επετείου, αλλά κι εκείνων των ημερών του 73’. Θέλω να πω δηλ πως συνήθως οι περιοχές που αστυνομοκρατούνται είναι αυτές που έχουν ούτως ή άλλως πολύ χαμηλά ποσοστά εγκληματικότητας, κλοπών, διαρρήξεων, κτλ. Κι η παρουσία της αστυνομίας εκεί δεν έχει το νόημα να νιώσεις ασφαλής να κυκλοφορείς, αλλά να τρομοκρατήσουν τον κόσμο και να τον κλείσουν στα σπίτια του. Αυτό το λέω για όσους συνδέουν την ασφάλεια με τον μπάτσο της γειτονιάς, λες και μπορεί ποτέ να νιώσει πραγματικά ασφαλής ένας ανασφάλιστος ή όσοι ζουν καθημερινά με τις ανασφάλειες που προκαλεί η ανεργία, ο βασικός μισθός των πεντακοσίων ευρώ, κτλ.

Αυτό που φοβούνται οι περισσότεροι είναι μάλλον η φτώχια, η εξαθλίωση κι οι βρώμικες τρώγλες ως εικόνα από τα προσεχώς, από το δικό τους μέλλον, και προσπαθούν να την απωθήσουν, λες και μεταδίδεται δια της επαφής, σαν κολλητική ασθένεια. Μαζί με το φόβο όμως φωλιάζει μέσα τους ως συμπλήρωμα κι η αδιαφορία, πιο πολύ σαν άμυνα του οργανισμού για να αντέξει όσα βλέπει γύρω του, τις εκρηκτικές αντιθέσεις και την ακραία δυστυχία, περίπου όπως συνηθίζει και τις φρικτές εικόνες στα δελτία ειδήσεων, παύοντας να αντιδρά στο επαναλαμβανόμενο ερέθισμα, οπότε του μένει κουσούρι η απάθεια για τους γύρω του και γενικώς.

Η κρίση επέτεινε κάποιες ήδη υπαρκτές κι αντικειμενικές τάσεις και διεργασίες, προλεταριοποίησης και ραγδαίας φτωχοποίησης για τους ξεπεσμένους μικροαστούς της περιοχής (όσοι είχαν περισσότερα λεφτά την κοπάνησαν εγκαίρως μακριά από το κέντρο), ταχείας λουμπενοποίησης για της αττικής γης τους κολασμένους, που συγκεντρώνονται γύρω από την ομόνοια και στοιβάζονται κατά δεκάδες σε υπόγεια και σκοτεινά δωμάτια. Αλλά ο μέσος μικροαστός αρνείται να αντικρίσει κατάματα την πραγματικότητα και βρίσκει βολικό άλλοθι κι εξιλαστήριο θύμα στους μετανάστες και το παραεμπόριο για την κατάντια του κι όχι στα μεγάλα μονοπώλια και τους αντικειμενικούς νόμους κίνησης της καπιταλιστικής οικονομίας, που επιταχύνει τη συγκέντρωση κεφαλαίου σε λίγα χέρια. Τα καταστήματα στο κέντρο της αθήνας δεν κλείνουν από τους πλανόδιους μικροπωλητές, ούτε από τις διαδηλώσεις και τις πορείες. Και προφανώς δεν πρόκειται να παραμείνουν ανοιχτά, αν καταργηθεί η κυριακάτικη αργία και βγει ο κόσμος να κοιτάει βιτρίνες, σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα.

Κι οι μετανάστες που αποτελούν τα νέα τμήματα της εργατικής τάξης; Αυτοί είναι μια παράξενη λιγάκι ιστορία. Ένα μικρό κομμάτι τους μπορεί να οργανώνεται στα σωματεία ή να μας έχει μάθει από τις εξορμήσεις και να αναφωνούσε παλιά χαρούμενο «μαουρίκος, μαουρίκος» (που έχει μεγάλη αναγνωρισιμότητα στις τάξεις τους), όταν έβλεπε το σήμα του παμε. Αλλά αυτοί είναι μειοψηφία, κι η επαφή με το σύνολό τους καθίσταται πολύ δύσκολη υπόθεση, είτε λόγω κουλτούρας και γλώσσας, που δυσκολεύει αντικειμενικά την επικοινωνία, είτε και λόγω νοοτροπίας, γιατί κάποιοι πχ θεωρούν τους εαυτούς τους «προνομιούχους», εφόσον εργάζονται, σε σχέση και με τις συνθήκες που είχαν στην χώρα τους ή γιατί αντιμετωπίζουν την παραμονή τους εδώ σα μεταβατική κατάσταση και συγκεντρώνουν χρήματα για να φύγουν από την ελλάδα, οπότε δεν ενδιαφέρονται να αναπτύξουν πιο μόνιμους δεσμούς με τους δικούς μας.

Η τραγική ειρωνεία με αυτή την περιοχή του κέντρου είναι πως ένας παλιός προπολεμικός σχεδιασμός έφτιαξε όμορφη την αχαρνών, με δέντρα, πάρκα και φαρδιά πεζοδρόμια, για να μείνουν κατά μήκος της τα ευκατάστατα μεσοαστικά στρώματα, και άφησε στη μορία της τη λιοσίων, που είναι πιο κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό και προοριζόταν για τις φτωχές λαϊκές οικογένειες. Αλλά η ζωή είχε άλλα σχέδια και στην πορεία του χρόνου έφερε τα πράγματα τελείως διαφορετικά, ομογενοποιώντας βίαια τον πληθυσμό, το βιοτικό του επίπεδο και κάποιες ταξικές διαφοροποιήσεις. Σήμερα ο σχεδιασμός που φαίνεται να υπάρχει είναι η συνειδητή υποβάθμιση κάποιων περιοχών-φιλέτων του κέντρου, για να περιέλθουν συγκεκριμένοι χώροι, με φτηνό σχετικά αντίτιμο, στο υποπολλαπλάσιο της αξίας τους, στα χέρια αετονύχηδων και μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων, ό,τι περίπου γίνεται δηλ με παιδεία, υγεία και το αλάνθαστο σύστημα: υποβάθμιση-ιδιωτικοποίηση.

Επί δημαρχίας τρίτση (χρατς-χρουτς) υπήρχε ένα σχέδιο πεζοδρόμησης κάποιων κάθετων σε κεντρικές οδικές αρτηρίες, αλλά έμεινε μισό κι ανέσωτο, γιατί σκόνταφτε στο ζήτημα του παρκαρίσματος και των περιορισμένων θέσεων για τους κατοίκους. Σήμερα έχει ανοίξει η συζήτηση για την πεζοδρόμηση της πανεπιστημίου, που δεν αφορά στενά το δήμο. Αλλά το (σχηματικό) δίλημμα «οικολογία ή αυτοκίνητο» είναι αρκετά φτωχό για να χωρέσει όλες τις παραμέτρους του, εφόσον δεν υπάρχει ένα συνολικό σχέδιο και μελέτη για υπόγειους, δωρεάν χώρους στάθμευσης, τα μέσα μαζικής μεταφοράς, κτλ.

Μιλήσαμε και παραπάνω για τις κοινωνικές αντιθέσεις που συσσωρεύονται και σιγοβράζουν. Και μπορεί να μη φτάνουν τις εικόνες του ρίο πχ με τις φαβέλες δίπλα στους πρόποδες ενός ουρανοξύστη, αλλά είναι εμφανείς και διαρκώς οξυνόμενες, με τους άστεγους να βρίσκουν καταφύγιο δίπλα σε κυριλέ, πρωτοκλασάτα στέκια και την εξαθλίωση να συνυπάρχει (ειρηνικά προς το παρόν, αλλά όχι για πολύ ακόμα) με την πιο προκλητική χλιδή, στο κολωνάκι και τα πέριξ της πάλαι ποτέ σκωμπίας.

Μιας και το αναφέραμε, η αντίθεση (ή μήπως ψευτοδίλημμα) εξαρχείων-κολωνακίου, αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο που απαιτεί ειδική εξέταση των δύο πλατειών, οι οποίες δεν απέχουν μεταξύ τους περισσότερο από ένα τέταρτο περπάτημα, πρακτικά στο ύψος από την αρχή ως το τέλος της σόλωνος, που ‘ναι γεμάτη βιβλιοπωλεία. Σε κανένα από αυτά όμως δε θα βρεις τις θρυλικές εκδόσεις «οπορτούνα», που συναντήσαμε με μια παρέα σε ένα ουζερί-κολεκτίβα κάπου κοντά στο κλειστό του σπόρτινγκ. Κι αυτή είναι μια καινούρια μόδα που έχει κατακλύσει το κέντρο και τις γύρω συνοικίες με διάφορα καφενεία-κολεκτίβες κι εναλλακτικά στέκια, φτιαγμένα από κόσμο που βρίσκει κάποια «πολιτική» κι οικονομική διέξοδο από τις δυσκολίες της κρίσης. Κι είναι από τα λίγα ωραία πράγματα που ξεφυτρώνουν αυτό τον καιρό στην πόλη, μαζί με κάποια πολλά ωραία φαγάδικα μεταναστών (τούρκικα, βουλγάρικα, αφρικανικά) που δίνουν στην πόλη ένα πολυεθνικό χρώμα. Και δεν ξέρω εάν θες να προσθέσεις στα παραπάνω ότι μπορείς να κουρευτείς φτηνά ό,τι ώρα θελήσεις και να βρεις ανοιχτό κουρείο κάθε στιγμή της μέρας. Ούτε η νέα υόρκη τέτοια μεγαλεία..




Τα εξάρχεια βέβαια παραμένουν ένα διαρκές φεστιβάλ πολιτικής αφίσας (κυρίως των αναρχικών και δευτερευόντως όλων των άλλων) και καλλιτεχνικών γεγονότων-δραστηριοτήτων, αλλά έχουν χάσει μάλλον την παλιά τους αίγλη. Η εμβληματική τους πλατεία περιστοιχίζεται από αρκετά ακριβά και τρέντι μαγαζιά –πλην του ιστορικού φλοράλ και μερικών ακόμα- ενώ κουμάντο φαίνεται να κάνουν η πρέζα (που τώρα πάντως έχει πάει παρακάτω) κι άνθρωποι της νύχτας, που πουλάνε.. «κινηματική προστασία».

Απέναντι σε αυτό έχει ξεκινήσει με υγιή αντανακλαστικά μια πρωτοβουλία αντίδρασης, που θέλει να κρατήσει την πλατεία καθαρή από πρέζα κι εμπόρους ναρκωτικών. Η οριοθέτηση μιας καθαρής ζώνης ωστόσο καθορίζει και τα πολιτικά όρια της κίνησης, που δεν αντιμετωπίζει συνολικά το πρόβλημα, αλλά προσπαθεί κατά μία έννοια να το κρατήσει μακριά της. Και από αυτή την άποψη, στο δικό μου μυαλό τουλάχιστον, το σκεπτικό της προσεγγίζει ίσως, σε κάποιο επίπεδο αφαίρεσης, μερικές άλλες πρωτοβουλίες κατοίκων, σε κάποιες άλλες πλατείες, που θέλουν να τις κρατήσουν καθαρές από ό,τι θεωρούν αυτές πως μολύνει την ελληνική τους ψυχή και τα ιδανικά της καθαρής, λευκής φυλής. Δεν τους ταυτίζω προφανώς, γιατί πολλές φορές παρεξηγούνται και τα αυτονόητα, επισημαίνω ωστόσο τον παραλληλισμό και τις αναλογίες σε τελική ανάλυση.

Κι εφόσον πιάσαμε τις πλατείες που ορίζουν το κέντρο της αθήνας, ας σημειωθεί παρενθετικά το ζήτημα της ανάπλασής τους, που έχει καταντήσει ανέκδοτο, καθώς πολλές φορές καταλήγει να επιδεινώνει αντί να βελτιώνει την όψη και τη λειτουργικότητά τους. Το πλέον χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα είναι η ομόνοια. Ενώ στη βικτώρια (πλατεία κυριακού) έχουν καταστρέψει την παιδική χαρά (σπουδαία παιδική ανάμνηση όσων είναι στη δική μου γενιά, κάπου κοντά στα τριάντα), για να μην πηγαίνουν τα μικρά μεταναστόπουλα με τους γονείς τους και το μόνο που έχει μείνει όρθιο είναι κάποιο άγαλμα που με είδε από το πουλιοπουλικό άσμα και το στίχο του λευτέρη παπαδόπουλου, που έμενε στην περιοχή.




Στις δημοτικές εκλογές τώρα (σε ένα δήμο που πρακτικά ταυτίζεται με την α’ αθήνας) το σκηνικό είναι αρκετά ρευστό, αν κι οι κατευθυνόμενες δημοσκοπήσεις δίνουν σαφές αβάντζο στον καμίνη κι αφήνουν ανοιχτό ποιος θα είναι ο αντίπαλός του στο δεύτερο γύρο –κάποιες εξ αυτών μάλιστα φαίνεται να σπρώχνουν τον κασιδιάρη, ίσως γιατί τον θεωρούν ευκολότερο αντίπαλο για τον καμίνη, στα πλαίσια του δημοκρατικού τόξου.

Αν εξαιρέσεις πάντως το σοφιανό, που χτες έκανε έναν άκρως «αυτοδιοικητικό» λόγο, με πολλές αναφορές στα «τοπικά» ζητήματα (άντε και τον κωνσταντίνου) από τους υπόλοιπους συνδυασμούς την πιο.. σκληρή αντιπολίτευση στη δημοτική αρχή την κάνει το παναθηναϊκό κίνημα. Το οποίο είναι αυτό ακριβώς που λέει το όνομά του, τόσο καλτ όσο φαίνεται, έχει ως βασικό ζήτημα που το απασχολεί το γήπεδο της λεωφόρου (αν και λέει πως έχει και συνολικές προτάσεις για το δήμο) και βασικό εκλογικό του κέντρο το οινομαγειρείο απέναντι απ’ τη θύρα 13, που έχει πολύ ωραίο κρασί και κεφτεδάκια –αν έχεις λίγη υπομονή, γιατί οι βιαστικοί σερβίρονται αύριο. Κι ο ιδιοκτήτης του είναι υποψήφιος του συνδυασμού μαζί με γνωστούς παναθηναϊκούς, όπως ο διονυσίου κι η παλιά αθλήτρια ρούξι ντουμιτρέσκου. Τους διέφυγε όμως ο προδότης κριστόφ βαζέχα (που δεν τον λέμε βαρτζίχα, όπως είναι το κανονικό, για να κάνει παρήχηση με το ‘βαζέλα), που πήρε μεταγραφή στον άρη και κατεβαίνει υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος με το σπηλιωτόπουλο.

Αυτή είναι όμως απλά η γραφική και σχετικά ακίνδυνη πλευρά των εκλογών. Καμία σχέση δηλ με το ψηφοδέλτιο του μώραλη και του μαρινάκη στον πειραιά που πλασάρεται ως πολυσυλλεκτικό, όχι από πολιτική άποψη, αλλά γιατί έχει στις γραμμές του –εκτός από ολυμπιακούς- μερικούς βάζελους, έναν αεκτζή και κάποιους οπαδούς του εθνικού.

Αλλά αυτό θα ήταν το θέμα μιας διαφορετικής ανάρτησης.

Πέμπτη 15 Μαΐου 2014

Του Αιγαίου τα Blues

Όχι, δεν πρόκειται για έμμεση διαφήμιση της καλτ υποψηφιότητας του μπίγαλη ως δημοτικού σύμβουλου στη νέα φιλαδέλφεια. Αλλά για προεκλογική ανάρτηση στη σειρά αυτοδιοικητικές ιστορίες, που αυτή τη φορά ταξιδεύει στη ρόδο και την περιφέρεια του νότιου αιγαίου (κυκλάδες και δωδεκάνησα), προσαρμοσμένη κάπως στα λάιφ-στάιλ πρότυπα κάποιων τουριστικών νησιών.
Μην χάσετε λοιπόν τον προεκλογικό οδηγό με τα δέκα πράγματα που πρέπει να γνωρίζετε για το νησί των ιπποτών και την ευρύτερη περιφέρεια.

1. Η ρόδος είναι ένα (πολιτικά κυρίως) πράσινο, σμαραγδένιο νησί, με πολύ τουρισμό και έντονο μικροαστικό στοιχείο. Κάτι σα μικρογραφία της κρήτης δηλ, αλλά χωρίς τους αντιστασιακούς της αγώνες.
Τα δωδεκάνησα προσαρτήθηκαν στο ελληνικό κράτος μόλις το 48’. Που σημαίνει ότι είναι ίσως η μοναδική γωνιά της πατρίδας μας, όπου δεν κουνήθηκε φύλλο σχεδόν στη δεκαετία του 40’ αλλά και νωρίτερα, στους βαλκανικούς και το μεσοπόλεμο. Ούτε εαμ, ούτε δσε... και γενικά καμία αγωνιστική διεργασία, καμία σοβαρή αντίσταση στην ιταλική κατοχή (να ‘χαν δηλ τρεις νεκρούς το πολύ κι από αυτούς ο ένας στην πίνδο), κάτι που να άφησε το χνάρι του στην ιστορία και το σύγχρονο κοινωνικό γίγνεσθαι, παρά μόνο το αποτύπωμα του (αντίστοιχου) κατακτητή κορέλι και το νοσταλγικό σημάδι του έρωτα για αυτόν και τα έργα του: εγγειοβελτιωτικά, σχολεία, εργοστάσια, μονάδα παραγωγής και παροχής ηλεκτρισμού, πρότυπα αγροτικά χωριά, κτλ.
Όπως λέει κι ένας φίλος, στους ροδίτες αρέσουν ενδόμυχα οι κατακτητές, γι’ αυτό και το παίζουν τέτοιοι οι ίδιοι, μερικές φορές. Λες για αυτό να επέλεξε ο γαπ το καστελόριζο στα δωδεκάνησα για να κάνει το διάγγελμά του για την ένταξη στο δντ και το μνημόνιο;

2. Τα καλοκαίρια η ρόδος θυμίζει ένα μικρό λένινγκραντ (μεν, αλλά) της δεκαετίας του 80’, χωρίς πολλά ένδοξα σοβιετικά στοιχεία και με έντονα συμπτώματα κιτς παρακμής κι αλλοτρίωσης. Παρδαλά μαγιό και ρούχα για τους άνδρες, που μοιάζουν με τερματοφύλακες των αρχών του 90’ (ρίνο ντασάεφ, οε-οε-οε) και για τις γυναίκες... ολόσωμα μαγιό και χρυσά τούβλα στα αυτιά, εάν έχουν προλάβει τη σοβιετία κι έχουν κάποιες αναμνήσεις, ή εμφανίσεις στα όρια του γυμνισμού για τις μικρότερες ηλικίες. Κι επίσης ρώσοι ολιγάρχες (που λένε και στα κανάλια), φραγκάτοι γιοτ-άδες και πολλά μαγαζιά με γούνες (;!) που έχουν αντικαταστήσει σα μόδα τα ομπρελάδικα. Γιατί αν δεν πάρεις στη ρόδο καλοκαιριάτικα μια γούνα, πότε περιμένεις δηλ να το κάνεις;
Ραντεβού στα γουναράδικα, σύντροφε.

3. Τι αφήνει πίσω της αυτή η χλιδή και η κακόγουστη νεοπλουτική επίδειξη, στους εργαζόμενους του κλάδου; Πέρυσι πχ πέρασαν από τα νησί κοντά ενάμισι εκατομμύριο τουρίστες· αυτή η άυξηση όμως συνδυάστηκε με 10% μείωση στο μισθό των ξενοδοχοϋπαλλήλων, που δουλεύουν με όρους είλωτα έξι μήνες σερί, χωρίς ρεπό και με δεκάωρα ωράρια σε καθημερινή βάση. Για τους σπουδαστές της αστερ κι άλλων αντίστοιχων τουριστικών σχολών, ο πήχης πέφτει ακόμα πιο κάτω, 350 ευρώ για… πρακτική κι αυτά επιδοτούμενα –κι ακόμα πιο κάτω για νέους της αλλοδαπής, που δικαιούνται μόνο γεύμα, ένα κρεβάτι κι ένα χαρτζιλίκι εξόδου για να.. χαρούν τις εξάμηνες «διακοπές» τους.

4. Η βαριά βιομηχανία της ελλάδας δε μασά από οικολογικές ευαισθησίες κι αξιοπρέπειες. Κατέστρεψε την περιοχή στα αφάντου για να φτιάξει γήπεδο γκολφ. Ενώ το 10’ υποδέχτηκε το κρουαζιερόπλοιο ζενίθ στο λιμάνι της ρόδου με βάγια, λουλούδια και μελεκούνια (τοπικό παστέλι), παραδοσιακές στολές και χορευτικά συγκροτήματα, επισήμους και δημοτικές αρχές, στο πνεύμα της γνωστής ατάκας του σινεμά: καλώς τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα. Και με λιμενικό και μπάτσους να περιφρουρούν το καλωσόρισμα από τους κομμουνιστές, γιατί είχε δημιουργηθεί κλίμαπαρά τις δικές μας διαψεύσεις- από τοπικούς φορείς κι ιστοσελίδες, ότι θα ‘ρθουν από τον πειραιά δύο πλοία με ναυτεργάτες του παμε να το μπλοκάρουν!

5. Η ρόδος είναι το νησί όπου τρεις διαφορετικοί πολιτισμοί και θρησκείες (εβραίοι, μουσουλμάνοι και χριστιανοί) συνυπήρξαν ειρηνικά για αιώνες, χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. Και μπορείς να βρεις στο ίδιο τετράγωνο να στεγάζονται μια συναγωγή, ένα τζαμί και μια εκκλησία.
Είναι η έδρα του μοναδικού (παγκοσμίως ίσως) επικούρειου περιοδικού, για να βρουν μια φιλοσοφική στέγη κι οι (νεο-επικούρειοι) οπαδοί του.
Και το νησί όπου οι μασόνοι δεν είναι μια απλή φήμη ή ένας θρύλος, αλλά υπαρκτή οντότητα και –ας την πούμε- συλλογικότητα, που λειτουργεί κανονικά και πραγματοποιεί τις τελετές της στο παλάτι του μεγάλου μαγίστρου.

6. Απέναντι από τα δικαστήρια της ρόδου θα βρει κανείς το άγαλμα του αλέξανδρου διάκου, του ήρωα της πίνδου που λέγαμε, σε στάση ρίψης, με την χειροβομβίδα απασφαλισμένη. Κι αν ακούσει ποτέ τους συντρόφους που τον προτρέπουν (ρίξ’ την τη ρουφιάνα, ρίξ’ την) θα πετύχει μάλλον το κεντρικό παράθυρο στο απέναντι κτίριο.



Η ρόδος έχει επίσης δύο πλατείες με τα αγάλματα του καραμανλή και του ανδρέα παπανδρέου, για να κρατάει τις ισορροπίες. Μάταια θα αναζητήσει κανείς βέβαια και ένα άγαλμα του χαρίλαου, για λόγους πολυφωνίας, οπότε βολευόμαστε με μια οδό άρη βελουχιώτη στην ιαλυσό –αν και η τοπική ομάδα έχει στην κερκίδα ένα διακριτό φασιστικό πυρήνα που αντί για γκολ φωνάζει «αίμα-τιμή».

7. Ο παραπάνω συνδυασμός (πλατείες και φασίστες) μας φέρνει στο κίνημα των αγανακτισμένων της ρόδου (εξ αρχής χωρίς 'αγνούς διαχωρισμούς' πάνω και κάτω πλατείας), την τεράστια ελληνική παντιέρα με το σύνθημα «έσεται ήμαρ» και τη μυριόστομη ιαχή «δεν πουλάμε τίποτα». Αν και κανείς φωνακλάς δε θα πήγαινε δέκα χιλιόμετρα παρακάτω, που λαμβάνει χώρα το πραγματικό ξεπούλημα, γιατί σου λέει πως διαφωνεί με το ξεπούλημα, αλλά όχι με τις… επενδύσεις.


Έξω από την πόλη υπάρχει και ένα χωριό (κοσκινού), όπου κάθε χρόνο κρεμάνε οι χρυσαυγίτες πανό κι αφίσες για την εθνοσωτήριο 21η απριλίου. Και στις πρώτες εκλογές του 12’ είχαν πέσει κάτι ψιλές με το δικό μας αντιπρόσωπο, που πήγε να κατεβάσει μια αφίσα τους έξω ακριβώς από το εκλογικό κέντρο.

Να κι ένα τυπικό δείγμα ίσως οπαδού των νεοναζί, σκέτη απόλαυση.


8. Ποια είναι τα δικά μας προπύργια-κάστρα στο νησί των ιπποτών;
Υπάρχει ένα, ακριβώς απέναντι από το εργοστάσιο της δεη, να καλημερίζει κάθε πρωί τους εργάτες. Το οποίο μένει όρθιο εδώ και τριάντα χρόνια περίπου, καρφί στο μάτι του ροδίτικου μικροαστισμού


Πολλοί προσπάθησαν κατά καιρούς να το σβήσουν και να γράψουν κάτι άλλο από πάνω του –η τελευταία ‘βεβήλωση’ έγινε από φασισταριά- αλλά ο ιδιοκτήτης του οικοπέδου είναι δικός μας. Και ο μη αστικός μύθος λέει πως έστησε κάποτε καρτέρι με δίκαννο στους καταπατητές, τους περίμενε να τελειώσουν και τους υποχρέωσε στο καπάκι να ξαναφτιάξουν από την αρχή το σήμα του κουκουέ –σκηνικό βγαλμένο κατευθείαν από τη ζωή του μπράιαν με τους ρωμαίους.

9. Η λασυ στην περιφέρεια κατεβάζει υποψήφια το λιλάκι (καφαντάρη), που έχει οργώσει το αιγαίο τα τελευταία χρόνια ως υποψήφια, και στο δήμο της ρόδου τον καλετό πότσο (για τους φίλους τάκη), με όλους τους λογικούς συνειρμούς που προκαλεί το όνομα.

Η λογική λέει πως η λασυ θα τα πάει καλά για τα δεδομένα του νησιού και θα κινηθεί ανοδικά, αν και στη δική μας περίπτωση αντιστρέφεται πλήρως το περιβόητο τοπικό-προσωπικό κριτήριο της αυτοδιοικητικής ψήφου· όχι μόνο γιατί η λασυ είναι υπεράνω προσώπων, αλλά γιατί κι οι μικροαστοί ξεθάβουν το ξεχασμένο πολιτικό τους κριτήριο, όταν έχουν να κάνουν με κομμουνιστές.
- Με ποιον κατεβάινεις;
- Με τον Τακη τον Πότσο, Λαική Συσπείρωση.
- Καλό παιδί ο Τακής, αγωνιστής...
- Ε ψήφισε ΛΑΣΥ αφού ειναι και καλό παιδί...
-...Μπα, είναι κουκουέ...

Εδώ μπορείτε να επισκεφτείτε και την τοπική μας ιστοσελίδα στη ρόδο.

10. Επίλογος στην ανάρτηση με κάτι πιο δροσερό και γραφικό: το μόνιμο δήμαρχο των λειψών και υποψήφιο αντιπεριφερειάρχη φέτος με το.. αντιμνημονιακό μπλοκ (πλην λακεδαιμονίων), που ορίζει ως κυρίαρχη πολιτική αντίθεση (κρατηθείτε) το δίπολο «αθηναϊσμός/αθηναϊκό κράτος-ελληνική περιφέρεια». Γίγαντας...

Κι ύστερα λένε εμάς μακεδονομάχους..

Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Ο νεκροθάφτης της αστικής τάξης

Σήμερα θα συνεχίσουμε από εκεί που είχαμε μείνει στην τελευταία ανάρτηση, αναλύοντας παραπάνω κάποια σημεία που είχαν τεθεί στον πρόλογο και τα σχόλια.

Η αρνητική διαφήμιση στο πολυσυζητημένο βιβλίο του κουφοντίνα (που δεν παύει να αποτελεί την καλύτερη καμπάνια για τις πωλήσεις του) και γενικότερα η φιλολογία γύρω από την 17ν, έχουν σαφή στόχευση, που αποτυπώνεται και στο κολάζ που ντύνει το εξώφυλλο της έκδοσης, με την πύλη του πολυτεχνείου, τους αντάρτες στο βουνό και το σύνθημα της λαϊκής εξουσίας στον τοίχο. Να φανεί δηλ πως υπάρχει ιστορική συνέχεια, όχι μόνο μεταξύ των μεγάλων σταθμών του λαϊκού κινήματος (εαμ, δσε, πολυτεχνείο) αλλά όλων των ένοπλων μορφών πάλης κι επαναστατικής βίας (εντός κι εκτός εισαγωγικών). Και ότι υπάρχει σύνδεση των λαϊκών εξεγέρσεων και των αντάρτικων κινημάτων με το σύγχρονο «αντάρτικο πόλης».

Ο στόχος αυτός έχει δύο σκέλη. Από τη μια να φανεί η 17ν ως η ιστορική συνέχεια των κορυφαίων επαναστατικών δράσεων στην χώρα, το αντίπαλο δέος κι η μόνη εναλλακτική πρόταση στο κυρίαρχο σύστημα. Κι αντιστρόφως πως ο αγώνας του εαμ και το δσε για λαϊκή εξουσία δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ο πρόγονος κι η ιστορική μήτρα της δράσης της 17ν αλλά σε μεγαλύτερη κλίμακα και με πολύ περισσότερα θύματα. Με άλλα λόγια η αριστερά συλλήβδην χρεώνεται την πολιτική ευθύνη για την 17ν κι η τελευταία προβάλλεται ως η αριστερά της εποχής μας, η μοναδική δύναμη που αμφισβητεί πραγματικά κι έμπρακτα τις δομές του συστήματος και δεν έχει συμβιβαστεί.

Η τραγική ειρωνεία της υπόθεσης είναι πως ο κουφοντίνας βρίσκει πάτημα και «νομιμοποίηση» στα στρατηγικά γλιστρήματα και τις αντιφάσεις του κκε, «ιδίως μετά τα μέσα της δεκαετίας του 50’» και τη θεωρία της ειρηνικής συνύπαρξης, για να δέσει αυτόν τον ισχυρισμό στο βιβλίο του. Και η δική του ανάλυση όμως εξακολουθεί να στηρίζεται στη θεωρία της εξάρτησης και των ξένων κέντρων που αποφασίζουν, ως βασικό ερμηνευτικό σχήμα της περιόδου.
Ο λόγος του κουφοντίνα είναι σαφώς πιο πολιτικός από το πρόσφατο διάγγελμα του ξηρού, αλλά δεν ξεφεύγει από αντινομίες κι από κάποια εύκολα δημοφιλή συνθήματα των πλατειών, φτάνοντας τελικά να αναπαράγει και μερικά αστικά σχεδόν κλισέ (για την πολυδιάσπαση της αριστεράς, την ιστορική αποτυχία και τα όρια του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού ή τον όρο «άκρα αριστερά»).

Τα περισσότερα μέσα προτίμησαν αυτές τις μέρες να αναπαράγουν αποσπάσματα και σημεία του βιβλίου, όπου κορυφώνεται η δράση και η πλοκή θυμίζει αστυνομικό μυθιστόρημα. Λειτούργησαν δηλ με καθαρά εμπορικά κριτήρια και με υποκρισία φαρισαίου που καταγγέλλει εξοργισμένος τον κυνισμό και τα ματοβαμμένα κέρδη του λιβάνη –θα επανέλθουμε παρακάτω σε αυτό το σημείο.

Προσωπικά θεώρησα πολύ πιο ενδιαφέρουσα την οπτική του κουφοντίνα για το σκηνικό των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης και την πολιτική γεωγραφία της εποχής. Μέσα από αυτήν αλλά και από την ίδια την αντιφατική πορεία διαμόρφωσης του δκ (από το πασόκ στον χώρο της αυτονομίας και από εκεί στις οργανώσεις του ένοπλου χώρου) μας δίνεται ένα συνεκτικό νήμα που δε διαπερνά όλη την αριστερά (που ο κουφοντίνας θεωρεί σπίτι του) ή το σύνολο των παραδόσεων και των ιδεών της, όπως σημειώνει ο κυρίαρχος δημόσιος λόγος, αλλά μια σειρά φαινομενικά ετερόκλιτων χώρων, που συγκλίνουν σε μια βασική κοινή συνισταμένη: την άρνηση και την απαξίωση του παραδοσιακού κκ, που είναι «ρεφορμιστικό και συμβιβασμένο», αλλά προβάλλεται στο εξώφυλλο για τη δημιουργία των απαραίτητων συνειρμών.

Κάτι που έρχεται ως απαραίτητο συμπλήρωμα σε όσα αναφέραμε παραπάνω για τη λογική των πλατειών και τα κλασικά ιδεολογήματα εκείνου του «κινήματος» που παρέμεινε στάσιμο, για να γράφει καλύτερα στο τηλεοπτικό γυαλί. Κι ήταν έτοιμο από καιρό να θεωρήσει το κκε ξεπερασμένο, αναχρονιστικό, κομμάτι του συστήματος, για να καταλήξει σε πιο λειασμένες γωνίες και «σύγχρονες, ριζοσπαστικές» επιλογές, όπως η αντιμνημονιακή ρητορεία του σύριζα, ο «ακτιβισμός» της χρυσής αυγής ή ακόμα κι η παθητική συμπάθεια σε ενέργειες της 17ν, πάντα με τη νοοτροπία της ανάθεσης να θριαμβεύει. Όψεις του ίδιου φαινομένου που εκφράζουν διάφορες εκδοχές και τεκμηριώνουν τον εκφυλισμό της μεταπολίτευσης και της ενσωμάτωσης του ριζοσπαστικού κύματος που ακολούθησε το πολυτεχνείο και την πτώση της χούντας.

Ο μιντιακός πόλεμος και η αρνητική διαφήμιση στο βιβλίο του κουφοντίνα αποσκοπούν ακριβώς στο σπάσιμο αυτής της ενότητας (μες στη διαφορά) που σημειώνουμε, την κατασκευή ενός «εχθρού της δημοκρατίας» κι ενός φτιαχτού δίπολου που, όπως κάθε ψευδοδίλημμα, τσιμεντάρει κι ενισχύει και τους δύο πόλους του.

Κι η στόχευση αυτή εντάσσεται πλέον σε ένα ευρύτερο στρατηγικό πλαίσιο της αστικής τάξης, που δεν παράγει μόνο το νεκροθάφτη της, το διαλεκτικό της αντίποδα στην παραγωγή που θα τη νικήσει και θα την υπερβεί, όπως σημείωνε ο μαρξ, αλλά και μια σειρά υποκατάστατα, φανταστικές απειλές, που θα αποκοιμίσουν τον προλετάριο-νεκροθάφτη και θα τον εκτοπίσουν από το προσκήνιο. Και η σειρά αυτή περιέχει μια ευρεία γκάμα, «πολυφωνική» και «δημοκρατική» για όλα τα γούστα.

Υπάρχουν διάφορα πολιτικά προϊόντα (πολλά από τα οποία είναι μιας χρήσης, αλλά ανακυκλώσιμα) με διάφορα προφίλ. Ριζοσπαστικό, ένοπλο, λενινιστικό, ενωτικό και σε κάθε περίπτωση επαναστατικό –πιο επαναστατικό πάντως από το «συμβιβασμένο κκε». Το οποίο όμως δε θέλει λέει να κυβερνήσει, οπότε πάρε και μια κυβερνητική αριστερά με προοπτική κι ευαισθησίες.

Ή και ευρύτερα. Γουστάρεις αμφισβήτηση του σάπιου και διεφθαρμένου συστήματος; Τσεκ. Έχεις βαρεθεί τα λόγια και τις θεωρίες και θέλεις άμεση δράση; Το ‘χουμε σε διάφορες αποχρώσεις και σε νέο-ναζί μοντελάκι με φανερή στήριξη της άμεσης δράσης και των σωμάτων ασφαλείας. Νιώθεις πως έχεις αγανακτήσει με όσα συμβαίνουν και ψάχνεις τρόπο να αντιδράσεις και να εκτονωθείς ομαδικά; Έχουμε τις πλατείες και τους αγανακτισμένους. Έχεις βαρεθεί τους πολιτικούς και ψάχνεις για κάτι καινούριο κι άφθαρτο να σε εκφράζει; Έχουμε ένα καινούριο επαναστατικό προϊόν-ποτάμι με μπλε και πράσινους κόκκους, για να σκεπάσει τη βρωμιά ενός συστήματος που δε φτάνει ούτε ο νιαγάρας να το ξεπλύνει.

Αυτός είναι ο πιο πρόσφατος κι επικίνδυνος κρίκος στην αλυσίδα, μια σοβαρή ποιοτική τομή, καθώς δεν είναι ένας ακόμα φορέας που προσφέρεται για ποικίλη αξιοποίηση, αλλά ένα προέκυψε εξ αρχής κι εξ ολοκλήρου στο δοκιμαστικό σωλήνα του κοινωνικού εργαστηρίου των αστικών media, καθαρά με τηλεοπτικούς όρους, χωρίς καμία απολύτως γείωση στην κοινωνία. Η αστική τάξη δεν είναι τόσο αφελής για να αφήσει στην τύχη, μια τόσο σοβαρή υπόθεση σαν την κηδεία και το νεκροθάφτη, που θα «γκρεμίσει το σάπιο σύστημα». Φροντίζει για εμάς πριν, από εμάς, για τους ενδεδειγμένους τρόπους αντίδρασης, που θα καναλιζάρουν τον χείμαρρο της λαϊκής οργής σε σιγανά ποταμάκια κι ακίνδυνα για το σύστημα κανάλια (μέγκα, σκάι, αντένα, δυο-του, κτλ).


Γίνεται λοιπόν φανερή μια ακόμα πτυχή της αστικής υποκρισίας, που επιχειρεί να αποκρύψει πίσω από τον ντόρο για τις πωλήσεις του λιβάνη, τα δικά της καπιταλιστική κέρδη συνολικά, που στάζουν εργατικό αίμα, ιδρώτα και ποτάμια εκμετάλλευσης και δυστυχίας. Στο χέρι μας είναι να τελειώνουμε με αυτόν τον κόσμο και όλες τις όψεις του νομίσματος που το στηρίζουν.

Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

Το καλύτερο πράγμα του κόσμου

Τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή δεν είναι πράγματα, μας λέει ένα τηλεοπτικό μήνυμα (σλόγκαν) ιδιωτικού σταθμού. Ναι αλλά ποιο είναι το ωραιότερο πράγμα στη ζωή; Ο ύπνος! Το φαΐ! Η μπάλα! Το σεξ! Θα ήταν μάλλον οι δημοφιλέστερες απαντήσεις. Αλλά αν περιορίζαμε μεταξύ μας την έρευνα, θα συμφωνούσαμε πως το καλύτερο πράγμα του κόσμου είναι η παγκόσμια επανάσταση και ο κομμουνισμός, έστω και στην ανώριμη σοσιαλιστική βαθμίδα του, όπως τη ζήσαμε στην περίπτωση της σοβιετίας –αν και υπάρχουν αρκετοί πολιτικά ανώριμοι επίδοξοι ή αυτοπροσδιοριζόμενοι κομμουνιστές που θα έσπευδαν να μας βεβαιώσουν πως δεν ήταν ποτέ σοσιαλιστική.

Μιλάμε για μια κοινωνία όπου δε θα υπάρχουν χαρμάνια οπαδοί, παρά μόνο φίλαθλοι και αθλούμενοι. Δε θα υπάρχουν άυπνοι, που δε μπορούν να κλείσουν μάτι από το άγχος του αγώνα για επιβίωση, ούτε νηστικοί, που δεν έχουν να βάλουν μια μπουκιά στο στόμα τους και πεθαίνουν της πείνας. Αλλά ούτε και μπακούρια, παρά μόνο ως εξαίρεση και ταξικό κατάλοιπο, οπότε και θα εφαρμόσουμε τη λύση που προκρίνει ο αριστοφάνης για την ουτοπία του στις εκκλησιάζουσες: κάθε όμορφος νέος θα πρέπει να πηγαίνει με μια «άσχημη γριά», προτού ζευγαρώσει με τη νέα της επιθυμίας του και το αντίστροφο θα ισχύει και για την τελευταία. Αν και τότε ο καθένας μας θα καλλιεργεί την προσωπικότητά του ως σύνολο, αναδεικνύοντας την εσωτερική του ομορφιά· ενώ η εξωτερική του μορφή θα συνοδεύει το περιεχόμενο, χωρίς να το επισκιάζει φορμαλιστικά.
Γιατί ο κομμουνισμός καλύπτει τις βασικές ανάγκες, αλλά δεν είναι απλώς σεξ, φαΐ και μπάλα για όλους. Στην πραγματικότητα είναι κάτι πολύ ευρύτερο, (mes que un sistema economic όπως θα συμπλήρωναν οι καταλανοί), που αναπτύσσει ολόπλευρα την ανθρώπινη προσωπικότητα, αξιοποιώντας τις ιδιαίτερες κλίσεις και τα ταλέντα του καθενός..

Αυτά όμως ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας, που οργιάζει, όσο παραμένουμε μπακούρια από επαναστατικής απόψεως. Ενώ το θέμα είναι να είμαστε ρεαλιστές, επιδιώκοντας το άμεσο και το εφικτό –κι όχι το αδύνατο όπως λένε κάποιοι ρομαντικοί μαξιμαλιστές. Να μην κάνουμε όνειρα τρελά, αλλά να μπαζώσουμε πρώτα για να χτίσουμε, όπως λέει μια γνωστή σεξιστική ρήση. Ή με άλλα λόγια να βάλουμε τη στρατηγική στο τιμόνι και την τακτική στις ταχύτητες –αν και τώρα τελευταία μόνο η όπισθεν δουλεύει. Κι αφού τα κάνουμε όλα αυτά να σκεφτούμε σοβαρά και να απαντήσουμε: ποιο είναι το δεύτερο καλύτερο πράγμα του κόσμου;

Μα φυσικά η μετάβαση προς το πρώτο. Ο δρόμος που οδηγεί στην ιθάκη –που ίσως να είναι πιο φτωχική απ΄ όσο τη φανταστήκαμε. Και ένα μεταβατικό πρόγραμμα που μας οδηγεί σαν οδικός χάρτης από μυστικά μονοπάτια στην κοινωνία του μέλλοντος: παύση πληρωμών, έξοδος από το ευρώ, ρήξη με την εε, κρατικοποίηση τραπεζών… και τέλος πάντων το έχουμε ακούσει όλοι τόσες φορές που δεν χρειάζεται να το επαναλάβουμε μέχρι τέλους, εκτός και αν διακατεχόμαστε από κάποιον ιδιαίτερο μαζοχισμό.
Μια άλλη εκδοχή της παραπάνω λογικής, κάπως διαφοροποιημένη και ελαφρώς ελαφρύτερη, για να είναι πιο εύπεπτη από το ευρύ κοινό, εστιάζει σε άλλα σημεία-αιχμές: πραγματική δημοκρατία (μπέσα όμως, όχι στα ψέματα), να πέσει η κυβέρνηση (ουστ!) και πέφτοντας, πάρτε το μνημόνιο και φύγετε από εδώ (αλλιώς ονειρευόμαστε τον ολυμπιακό).

Αυτό είναι μέσες άκρες το πολιτικό(;) σκεπτικό που επικράτησε στις πλατείες και έδωσε τον τόνο στη διπλή εκλογική μάχη της χρονιάς που ακολούθησε. Που δεν ήταν η άρνηση και η συνέπεια του ξεφουσκώματος των πλατειών, αλλά η φυσική συνέχεια και το επισφράγισμα της λογικής τους, σε αντίθεση με όσους είδαν σε αυτές, με τα μάτια της ψυχής τους, μια αυθόρμητη λαογέννητη μορφή και το προπαρασκευαστικό υλικό για μια ελληνική εκδοχή των σοβιέτ.
Ένα κίνημα χωρίς ουσιαστική πολιτική στόχευση, μόνο τέτοιο πολιτικό περιεχόμενο μπορούσε να πάρει, γιατί ακόμα και το απολιτίκ ακομμάτιστο έχει βαθιά πολιτικό (κι αντιδραστικό) χαρακτήρα και βρίσκει την κατάλληλη πολιτική έκφραση που του ταιριάζει. Και δε θα ψάξει για μεσοβέζικες μεταβατικές λύσεις, αλλά θα στραφεί νομοτελειακά προς τους πιο αυθεντικούς εκφραστές αυτής της λογικής.
Είναι ζήτημα λοιπόν αν οι παραπάνω κρίκοι μπορεί να σταθούν αυτοτελώς και πού ακριβώς μεταβαίνουν σε τελική ανάλυση.

Συνεπώς δικαιούμαστε να θέσουμε κι εμείς από την πλευρά μας ένα ερώτημα αντιστρέφοντας το αρχικό σκεπτικό. Ποιο θα ήταν το καλύτερο σενάριο από τη σκοπιά της αστικής τάξης; Ένας λαός υπνωτισμένος, ζαλισμένος από τη νίκη της αντεπανάστασης, πειθήνιος και αδρανής στο ξήλωμα των κατακτήσεών του και τις προωθούμενες καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις. Και ως ένα βαθμό πράγματι το πέτυχαν τα πρώτα χρόνια μετά τις ανατροπές, με τα κίβδηλα οράματα της ένταξης στην ονε και των ολυμπιακών. Αλλά η καπιταλιστική κρίση οξύνει τις αντιφάσεις και δημιουργεί αντικειμενικά το εκρηκτικό έδαφος για λαϊκά ξεσπάσματα και κοινωνικές διεργασίες. Συνεπώς δε μπορούσαν να αποφύγουν το ξέσπασμα της λαϊκής οργής. Μπορούσαν όμως να επιχειρήσουν να ελέγξουν το βάθος και τον χαρακτήρα αυτού του ξεσπάσματος.

Ποιο είναι λοιπόν σε αυτές τις συνθήκες το (δεύτερο) καλύτερο σενάριο για τους αστούς; Ένα χύμα κίνημα εκτόνωσης με τηλεοπτικούς όρους και θολή στόχευση, χωρίς βαθύτερα ταξικά και πολιτικά χαρακτηριστικά που θα το καθιστούσαν επικίνδυνο. Κι αυτή ακριβώς ήταν εν ολίγοις η περίπτωση των ελληνικών πλατειών. Το δεύτερο καλύτερο σενάριο για το ανώδυνο καναλιζάρισμα των λαϊκών αντιδράσεων και το εναλλακτικό σχέδιο βήτα για την κινηματική ενσωμάτωση της διογκούμενης δυσαρέσκειας και τους εγκλωβισμού της σε μια κίνηση που διακηρύσσει πως είναι το παν, για να μη γίνει ποτέ τίποτα.

Αν τώρα κάποιος διαβάζοντας τα παραπάνω καταλαβαίνει ως βασική θέση του κειμένου πως οι πλατείες ήταν εξ αρχής μια κατασκευή των αστικών επιτελείων, είτε έχει πρόβλημα κατανόησης είτε δικά του κατασκευασμένα συμπεράσματα, που τα φοράει σαν έτοιμο καλούπι στον αντίλογο και τα γεγονότα –που αν δε συμφωνούν μαζί του, τόσο το χειρότερο για αυτά. Η κριτική μου όμως δεν αφορά το πώς και το γιατί, αλλά κυρίως τους όρους και τον χαρακτήρα αυτού του κινήματος που καθόρισαν εν τέλει και το ταβάνι του. Κι οι αιχμές μου δεν κατευθύνονται φυσικά στον κόσμο που αντέδρασε και κατέβηκε στο δρόμο εκείνες τις μέρες, αλλά τις οργανωμένες δυνάμεις που τις μετρούσαν σαν μήνες –γιατί όταν έχουμε επαναστατική κατάσταση τα γεγονότα και ο πολιτικός χρόνος συμπυκνώνονται δραματικά και κάθε μέρα μετράει σα μήνας στο ρου της ιστορίας.
Θα μου πεις πως όταν μιλάμε για κίνηση, τα πάντα είναι ανοιχτά. Και το ζητούμενο δεν είναι να μείνουμε στην απέξω και να δικαιωθούμε, βλέποντας τη μπάλα να βγαίνει κι αυτή έξω. Αλλά να δούμε τι πορεία μπορούμε να της δώσουμε για να καταλήξει στα δίχτυα. Να αξιοποιήσουμε δηλ τις δυνατότητες που έχουμε και να δούμε πώς θα τις αυξήσουμε.

Ναι αλλά είναι ζήτημα αν σε παίρνει η μπάλα παραμάζωμα και εσύ φαντασιώνεσαι πως της αλλάζεις πορεία. Αν υποτάσσεσαι άνευ όρων στο «αυθόρμητο» και πιστεύεις πως το διαπαιδαγωγείς και του διαμορφώνεις συνείδηση. Ή αν η ομάδα είναι καλώς τα παιδιά τα τρία μηδέν κι εσύ μιλάς για τετ α τετ και μεγάλες ιστορικές ευκαιρίες. Ενώ η βασική σου τακτική –που την έχεις βαγγέλιο, την κλίνεις σε όλες τις πτώσεις και την έχεις βάλει στις ταχύτητες, δίπλα στο τιμόνι- είναι «πάμε γερά, με τσαμπουκά» σαν μπουλούκι, χωρίς την παραμικρή οργάνωση.
Ο χειρότερος τρόπος να καταδικάσεις μια αυθόρμητη έκρηξη και να σκάσει στα μούτρα σου σαν τα δώρα που κάνει ο χαχανούλης από τα στρουμφάκια, είναι να καλοπιάνεις τις μάζες (παικταρά μου εσύ, τους έχεις όλους, κτλ) χωρίς να τις εξοπλίζεις ιδεολογικά για να δώσουν πιο σκληρές μάχες.

Δικαιούμαστε λοιπόν να θέσουμε το ερώτημα «τι έκανες στον (ταξικό) πόλεμο θανάση»; Και να κάνουμε ένα μικρό απολογισμό δράσης για αυτού που «δε δίστασαν να λερώσουν τα χέρια τους με το επίπεδο συνειδητοποίησης του κόσμου και να επιχειρήσουν να το ανυψώσουν». Πώς ακριβώς το πάλεψαν όμως αυτό το τελευταίο; Με τι σχέδιο δράσης κινήθηκαν; Πού σκόνταψε και πώς το τροποποίησαν για να πετύχει; Τι συγκεκριμένα βήματα μέτρησαν σε αυτή την κατεύθυνση; Και πώς συμβάδιζαν όλοι αυτοί οι τακτικοί ελιγμοί, που έγιναν στο όνομα της παρέμβασης στην αντιφατική συνείδηση των μαζών, όχι μόνο με τον υφέρποντα φασισμό της πάνω πλατείας αλλά και με την απογειωμένη αμεσοδημοκρατία της κάτω βουλής που ψήφισε μεταξύ άλλων την κατάργηση του χρήματος και των πολιτικών κομμάτων;
Αυτό κι αν είναι ώριμος κομμουνισμός, ε; Όχι σαν τους σοβιετικούς που είχαν το κόμμα στην εξουσία κι είχαν διατηρήσει σα μορφή το χρήμα για να γεμίζουν με ρούβλια τους έλληνες συντρόφους τους και να αγοράζουν κότερα στον χαρίλαο.

Όσα εγκώμια ή επετειακά κείμενα κι αν διαβάσει κανείς όμως, δε θα βρει καμία σοβαρή απόπειρα να απαντηθούν τα παραπάνω ερωτήματα. Μονάχα μια ρηχή κι αυτάρεσκη αυτοκριτική του τύπου, δε μπορέσαμε να μπολιάσουμε το κίνημα με πολιτικά χαρακτηριστικά, προφανώς από καθαρή ατυχία –σα να λέμε δοκάρι, για να συνεχίσουμε τον ποδοσφαιρικό μας παραλληλισμό. Και έτσι επισημαίνουμε «αυτοκριτικά» και τις δικές μας ανεπάρκειες, έχοντας ήσυχη την πρωτοπόρα μας συνείδηση και συνεχίζουμε τον ύπνο του δικαίου με το ίδιο πλευρό.

Για το κόμμα αντιθέτως ο συλλογικός μύθος μας λέει πως σνόμπαραν το κίνημα των πλατειών, όπου βρέθηκαν όλοι πλην λακεδαιμονίων, και συμμετείχαν στον μαζικό εξεγερσιακό διονυσιασμό. Οι κομμουνιστές όμως δεν απαρνήθηκαν την πολιτική τους ταυτότητα πριν αλέκτωρ λαλήσαι τρις. Και προσπάθησαν να προσεγγίσουν το πλήθος των αγανακτισμένων με τους δικούς τους όρους. Με οργανωμένα μπλοκ σωματείων κι εργαζομένων. Την κατάληψη του παρακείμενου υπουργείου οικονομικών. Ευέλικτες απεργιακές συγκεντρώσεις που πέρασαν ή και έμειναν στην πλατεία αλλά αποδοκιμάστηκαν ενίοτε από κάποιους όχι και τόσο… αυθόρμητους αγανακτισμένους πολίτες. Τι από τα παραπάνω έχουν να επιδείξουν άραγε στο ενεργητικό τους οι φλογεροί υμνητές πλαταιείς, που δεν έμειναν να φυλάττουν θερμοπύλες δίπλα στους λακεδαιμόνιους;

Τα παραπάνω πάντως δεν γράφονται από μια σκοπιά αυτάρεσκης επιβεβαίωσης, αλλά ως διμέτωπες κριτικές παρατηρήσεις: ενάντια στον ταξικό εχθρό που μπορεί να πάρει πολλά προσωπεία και να εμφανιστεί ως πέμπτη φάλαγγα μες στις γραμμές του κινήματος. Και κατά συνέπεια ενάντια στον οπορτουνισμό, που πρέπει να τσακιστεί. Και αυτό δε σημαίνει να στοχοποιήσουμε τον απλό κόσμο με τις αυταπάτες και τις αντιφάσεις του, ούτε μόνο τους πολιτικούς χώρους που τον εκφράζουν, αλλά να τον χτυπήσουμε συνολικά ως λογική, με την έννοια της επιρροής της αστικής τάξης στο ταξικό κίνημα –που μπορεί να εμφιλοχωρεί ακόμα και στις δικές μας γραμμές ή τον περίγυρό μας.

Το πιο σημαντικό όμως είναι τι κάνουμε εμείς στη δική μας δράση. Κι αυτό το κομμάτι δεν το έχω συμπεριλάβει –κι είναι ζήτημα κατά πόσο μπορεί να λυθεί εκτός δράσης σ’ ένα θεωρητικό κείμενο. Κάθε πολεμική-κριτική δε μπορεί να λειτουργεί ως καθαρτήρια αυτοεπιβεβαίωση (μπράβο μας, δίκιο έχουμε, καλά του τα ‘παμε) και να αφήνει έξω από την οπτική της το δισάκι με τις δικές μας αδυναμίες, παρά να αποτελεί αφορμή για γόνιμο προβληματισμό ως προς τα δικά μας.

Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Νίκη στην Απερ-τρία

Μικρά παραλειπόμενα των τελευταίων ημερών

Ο άνθρωπος διαφέρει από τα ζώα γιατί εργάζεται κι έχει συνείδηση. Κι όπως συμπληρώνει ο ψάλτης σε μια ταινία του διαλιανίδη από την χρυσή δεκαετία, ο άνθρωπος εργάζεται κι ασφαλίζεται στο ίκα. Κανένα ζώο δε θα δεχόταν να ασφαλιστεί στο ικα. Το θέμα είναι βέβαια πως τα ζώα μπορεί να μην αναπτύσσουν (ταξική) συνείδηση, αλλά έχουνε τουλάχιστον το ένστικτο της επιβίωσης και παλεύουν για να υπερασπιστούν τη ζωή τους. Ενώ ο αποχαυνωμένος τηλεθεατής έχει απολέσει προ πολλού το πρώτο και (μολονότι βρίσκεται στο όριο της επιβίωσης) δε διαθέτει ούτε το δεύτερο, παραμένοντας απαθής στον καναπέ του.

Πρώτα ήρθαν οι καπιταλιστές και μου έριξαν στο μισό το μισθό μου, για να βγούμε από την κρίση. Δεν αντέδρασα γιατί είχα τηλεόραση, που μου το επιβεβαίωσε. Ύστερα ήρθε η κυβέρνηση, που με ξεζούμισε με φόρους και χαράτσια, για να δούμε φως στο τούνελ. Δεν αντέδρασα γιατί είχα ακόμα τηλεόραση και μπορούσα να δω τη νικολούλη. Μετά ήρθαν οι τράπεζες να μου πάρουν το σπίτι –πριν τις προλάβει η ευδαπ- και τα σώβρακα. Μία από τα ίδια. Και όταν τελικά έπεσε μαύρο στην οθόνη, κατάλαβα πως δεν είχε μείνει τίποτα άλλο πια να μου πάρουν. Αλλά δε βαριέσαι, υπάρχει και το διαδίκτυο.

Το ευχάριστο είναι ότι υπάρχει κι ένα κομμάτι που προβληματίζεται κι αντιδρά, με διαδηλώσεις και ανοιχτές συνελεύσεις που τις πραγματοποιούν άνθρωποι ελεύθεροι κι ονειρευόμενοι –ενίοτε ίσως και ονειροπαρμένοι. Το πιο σημαντικό είναι πως δεν υπάρχει καμία αναφορά σε εργατική τάξη και άλλες τέτοιες κοινωνικές κατασκευές που χωρίζουν τεχνητά τους (ελεύθερους, ονειρευόμενους) ανθρώπους. Ενώ παράλληλα πληροφορούμαστε πως δε συμμετείχαν οι φίλοι μας τα ζώα, που έχουν τουλάχιστον ένστικτο επιβίωσης, μακριά από τον πολιτισμό και τις κοινωνικές κατασκευές που καταπολεμάνε και καταστρέφουν τα φυσικά μας ένστικτα. Πλάσματα του θεού είμαστε όλοι, είτε τον ονομάζουμε απλά θεό είτε το βαφτίζουμε μητέρα φύση –που τα πάντα εν σοφία εποίησε- κι επιδιώκουμε την επιστροφή μας σε αυτήν και τις βασικές αρχές Της.

Μια πρώτη γενική εκτίμηση για το κίνημα αλληλεγγύης στην ερτ είναι πως θυμίζει πολύ τις πλατείες, με τη διαφορά πως βασίζεται σε έναν εργατικό αγώνα (όχι όμως του χαρκοβίτη), που δεν είναι φοβικός απέναντι στα σωματεία και τα πολιτικά κόμματα. Με άλλα λόγια θυμίζει πολύ τις πλατείες, με τη διαφορά πως δεν έχει καμία απολύτως σχέση με αυτές. Η όποια σύνδεση γίνεται βάση με το κοινό στοιχείο της παρδαλής ποικιλώνυμης σύνθεσης του συγκεντρωμένου πλήθους και σταματά εκεί. Αλλά παραμένει εν μέρει στο μυαλό του χύμα κόσμου, που έχει (διαπαιδαγωγηθεί και) συνηθίσει να είναι χύμα και να μην οργανώνει την πάλη του.

Ο κόσμος που συγκεντρώνεται έχει ανάγκη να ξεσπάσει, να γιορτάσει, να ξεμιζεριάσει· έχει ανάγκη να κάνει χαβαλέ, να αμπελοφιλοσοφήσει, ή να ψάξει στο κτίριο της ετ3 την εμμανουέλα αγγουράκη, που έφτασε να εμπνεύσει και θεατρικό με τίτλο γιατί τον έκανα τάρανδο. Είναι πρόθυμος να κατέβει στην ερτ, στις πλατείες, ακόμα και να ψηφίσει κάτι για να τα αλλάξει όλα. Αλλά δεν είναι έτοιμος να απεργήσει και να χαλάσει την ζαχαρένια του. Μεταφέρει στον αγώνα τα κουσούρια του καναπέ του, όπως όλοι μας σε ένα βαθμό, και τείνει στις εύκολες πολιτικές λύσεις που υπόσχονται επιστροφή στη χαμένη ζαχαρένια του πρόσφατου παρελθόντος. Κι η βασική ευθύνη γι’ αυτό δε βαραίνει φυσικά τον κόσμο, αλλά τις «χύμα οργανώσεις» που τον διαπαιδαγωγούν βαυκαλιζόμενες πως συνδέονται με το αυθόρμητο.

Εν τω μεταξύ πολλοί αναρωτιούνται αθώα γιατί να απεργούν τώρα οι δημοσιογράφοι. Και λένε πως όταν υπάρχει ένα τόσο σημαντικό ζήτημα, πρέπει να μπορούν να ενημερώσουν τον κόσμο, να είναι ελεύθεροι να φωνάξουν, αντί να φιμώνονται. Ενώ οι πιο… αθώοι προσθέτουν πως έτσι εξυπηρετούν το παιχνίδι και τους σκοπούς της κυβέρνησης.

Αλλά αν κάποιος εκδότης ή καναλάρχης καίγεται να ενημερώσει τον κόσμο για τον αγώνα της ερτ, έχει λαμπρό πεδίο δόξας μπροστά του. Μπορεί να πάρει σχετική άδεια απ’ την εσηεα ή όποια άλλη ένωση και να βγάλει απεργιακό πρόγραμμα ή ειδικό φύλλο. Που θα είναι όντως απεργιακό και όχι απεργοσπαστικό, σαν των αστικών φυλλάδων που κυκλοφόρησαν χτες προβάλλοντας τη προπαγάνδα της κυβέρνησης.

Αλλιώς είναι χίλιες φορές καλύτερο να συνεχίσει η απεργία των δημοσιογράφων –και μόνο για τα παράπλευρα οφέλη της. Δεν είναι μόνο η ερτ που διανύει τις καλύτερες μέρες της από την ίδρυσή της, με τους δημοσιογράφους να νιώθουν για πρώτη φορά ελεύθεροι να πουν αυτό που σκέφτονται –με ό,τι αντιφάσεις κι αν έχει αυτό- και την ετ3 να προβάλλει πραγματικά απεργιακό πρόγραμμα με τους εργατικούς αγώνες της περιοχής. Είναι ότι ακόμα κι αυτά τα ιδιωτικά κανάλια γίνονται σχετικά πιο συμπαθή όταν δεν έχουν δελτία ειδήσεων για να χύσουν δηλητήριο στις συνειδήσεις του κόσμου και χολή εναντίον όσων αγωνίζονται.

Κάποτε το κρατικό μονοπώλιο της είδησης φίμωνε κάθε αντίθετη φωνή στην κυβερνητική προπαγάνδα, που δεν έπειθε κανένα αλλά ήταν η μόνη που μπορούσε να ακουστεί. Σήμερα το ιδιωτικό μονοπώλιο των πλουραλιστικών μμε είναι πιο εκλεπτυσμένο -και γι’ αυτό πιο αποτελεσματικό- αλλά απείρως πιο χυδαία κυβερνητικό και συστημικό· καθιστώντας τον απόγονο της υενεδ το μόνο ραδιοτηλεοπτικό μέσο σχετικά μεγάλης απήχησης όπου μπορείς να δεις και να ακούσεις κάτι διαφορετικό.

Ο σαμαράς πάντως εξαργύρωσε το δωράκι που έκανε στον αλαφούζο –τον τρίτο τελικό πακέτο με το κύπελλο συνομοσπονδιών- με ένα γραπτό διάγγελμα στην καθημερινή, για να μας πει πως η ερτ βρισκόταν συνεχώς σε απεργία. Αυτός αντιθέτως προτίμησε το έντυπο ενός δημοκρατικού ομίλου, όπου οκτώ παχυλά αμειβόμενα στελέχη του διαγράφτηκαν από την εσηεα για απεργοσπασία. Κι αφού είναι πιασμένο από άλλους στο διαδίκτυο το όνομα της νεριτ, μπορεί να δανειστεί προσωρινά και την ιστοσελίδα του σκάι. Κρίμα όμως που δε σκέφτηκαν να κυκλοφορήσουν μαζί με το άρθρο κι ένα αυτόγραφο του πρωθυπουργού, για να γίνει το φύλλο ανάρπαστο από το φιλελεύθερο αναγνωστικό κοινό της εφημερίδας. Μα τι σόι δεξιοί είναι αυτοί, χωρίς επιχειρηματικό μνημ… εε δαιμόνιο;
Σε κάθε περίπτωση ο λαός πρέπει να διδάσκεται από τον εχθρό του και να δει πως δεν υπάρχει διέξοδος, χωρίς σύγκρουση. Ή όπως λέει κι ο σαμαράς, αν δε σπάσεις αυγά δεν κάνεις ομελέτα. Καλ-ομελέτα κι έρχεται αντώνη.

Τις επόμενες μέρες θα συναντηθούν κι οι κυβερνητικές εταίρες, οπότε θα αρχίσει να ξεκαθαρίζει λίγο το πολιτικό τοπίο. Μέχρι τότε πολλοί σκέφτονται τα πιθανά σενάρια και προσπαθούν να καταλάβουν τι βρίσκεται πίσω από την επιφάνεια των γεγονότων. Προσπαθεί ο σαμαράς να ρεφάρει από το θέμα της δέπα; Κάνει επίδειξη ισχύος δίνοντας εξετάσεις στους καπιταλιστές; Ετοιμάζει συμπληρωματικό ρόλο για τους ναζί της χρυσής αυγής στην κυβέρνηση; Ή μήπως προωθείται νέο κυβερνητικό σχήμα με πυρήνα το σύριζα; Και πώς εξηγείται η στάση της ebu και άλλων αξιωματούχων ανά την ευρώπη; Τι σχεδιασμοί συγκρούονται σε αυτό το πεδίο;

Ο λαός όμως πρέπει να κάψει τα σενάρια που του πλασάρουν και να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Έχοντας καθαρό σε κάθε περίπτωση αυτό που μας λέει ο στίχος του ποιητή, πως ο πόλεμος και η ειρήνη τους μοιάζουν σα δυο σταγόνες νερό. Και το ίδιο ακριβώς ισχύει και για το δίπολο (αστική) δημοκρατία-δικτατορία (του κεφαλαίου), με την πρώτη να αποτελεί μόνο το πολιτικό περίβλημα της δεύτερης. Η δημοκρατία κι η δικτατορία τους είναι αδελφάκια –όχι δίδυμα, αλλά- σιαμαία, τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται.

Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013

Εγώ Χριστό κι εσύ Αλλάχ

(*πρόλαβε τον τίτλο –ελαφρώς παραλλαγμένο- ο μπογιό βέβαια, αλλά τι να γίνει)

Αλλά κι οι δυο μας αχ και βαχ. Που βασικά ούτε εγώ, ούτε κι εσύ μάλλον πιστεύουμε σε κάποια ανώτερη δύναμη. Σαν εκείνο το βουλευτή του ενιαίου συνασπισμού σε ένα νομό της δυτικής θράκης –άραγε αν μιλήσουμε για θράκη σκέτη, χωρίς γεωγραφικό προσδιορισμό, αυτό υποδηλώνει κάποιας μορφής αλυτρωτισμό, όπως στην περίπτωση της μακεδονίας-σκοπίων, ή εκεί αλλάζουνε τα σταθμά;- που διαφωνούσε με τον χαρακτηρισμό «μουσουλμανική μειονότητα» κι έλεγε στους έλληνες συντρόφους του: αφού εγώ είμαι κομμουνιστής κι άθεος, γιατί να προσδιοριστώ με βάση το θρήσκευμα;

Βασικά λοιπόν, ούτε εγώ, ούτε κι εσύ μάλλον πιστεύουμε σε κάποιο θεό, αλλά το αχ και βαχ παραμένει σταθερά ως κοινή συνισταμένη, επειδή οι κρατούντες δεν έχουν το θεό τους, ή μάλλον γιατί δεν έχουν άλλο θεό πέρα απ’ αυτόν του χρήματος και του μέγιστου κέρδους. Το οποίο μεγιστοποιείται όσο περισσότερο χρησιμοποιούν το θρησκευτικό όπιο για να φανατίζουν τους λαούς και να ναρκώνουν την ταξική συνείδηση.

Βέβαια η περίπτωση της τουρκίας προσφέρεται για διάφορους ιντριγκαδόρικους συνειρμούς και συμπεράσματα. Εμένα πχ τα βάθη της ανατολίας μου θυμίζουν σε μικρογραφία τις ασιατικές σοβιετικές δημοκρατίες, όπου επικρατούσε πλήρης καθυστέρηση και τα παλιρροϊκά κύματα του σοσιαλισμού αργούσαν να φτάσουν και να αλλάξουν το απαρχαιωμένο εποικοδόμημα. Αλλά αυτό ισχύει σήμερα και από την ανάποδη, καθώς στη μέση της βαϊκάλης, υπάρχει ένα νησάκι με σοβιετική σημαία, που επικοινωνεί με τη στεριά όταν παγώνει η επιφάνεια του νερού κατά τους χειμερινούς μήνες κι αποτελεί τον ορισμό της σοσιαλιστικής νησίδας, όπου δεν έχουν φτάσει ακόμα τα νέα της αντεπανάστασης.

Για άλλους τα γεγονότα στην τουρκία είναι κάτι μεταξύ δεκέμβρη και πλατειών: το πρώτο ως προς την (κατασταλτική) αφορμή και την ένταση των γεγονότων, το δεύτερο ως προς τη μαζικότητα, τη μορφή και το επίκεντρό τους, στην πλατεία ταξίμ. Κυρίως όμως αποτελούν μια ακλόνητη απόδειξη για τη φοβική στάση του κκε απέναντι σε ό,τι δεν ελέγχει, σε αντίθεση ακόμα και με αδελφά κόμματα, όπως το τούρκικο κκ –που στην πραγματικότητα δημιουργήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με πρωτοβουλία του κόμματος- και δε δίστασε να αναμειχθεί με τις μάζες στο δρόμο.

Θα μπορούσα να ανταποδώσω το χτύπημα με την αντιπαραβολή αυτής της εντυπωσιακής ανθρωπογέφυρας


με τα μεταβατικά γεφύρια της άρτας που χτίζουν οι επικριτές μας κι απαιτούν να θυσιαστεί το ταξικό κριτήριο για να στεριώσουν. Αντ’ αυτού θα περιοριστώ να σημειώσω επιγραμματικά ότι:
α. το κκε δεν ήταν ακριβώς απόν από το δεκέμβρη, ούτε και είχε χειρότερη στάση από τους θαυμαστές της εξέγερσης, που τον υπερτίμησαν. Και β. συγκρίνουμε τελείως ανόμοια πράγματα και καταστάσεις αν πάρουμε ως σημείο αναφοράς την προσπάθεια ενός κόμματος να βρει χαραμάδες στο τείχος της απομόνωσης και το καθεστώς παρανομίας υπό το οποίο καλείται να δράσει. Ή αν παραλληλίσουμε το ξέσπασμα της λαϊκής οργής στην τουρκία με τις υπερπροβεβλημένες πλατείες που αγκαλιάστηκαν από το σύνολο σχεδόν των αστικών μέσων. Κι αποφεύγω να αναλύσω περαιτέρω τα παραπάνω για να μην εξοκείλουμε εντελώς από το θέμα μας.

Που είναι ότι εγώ χριστό κι εσύ αλλάχ, αλλά… Εγώ σύνταγμα κι εσύ ταξίμ, αλλά το ζητούμενο είναι η ταξι(μι)κή συνειδητοποίηση όσων κατεβαίνουν οργισμένοι στους δρόμους. Εγώ μνημόνια και δντ, ενώ εσύ μόλις ξεχρέωσες. Αλλά κι οι δυο λαοί γονατίζουν υπό το βάρος της κρίσης που τους καλούν να πληρώσουν τα σπασμένα, για να συνεχίσουν να ευημερούν οι αριθμοί της αστικής ανάπτυξης. Εγώ κουκουέ και εσύ τεκαπέ (ΤΚΡ), που μόλις πιάνει κάτι δεκαδικά στις εκλογές, αλλά η καταστολή το χτυπά αλύπητα, ακριβώς για να το κρατήσει στην υποδιαστολή κι επειδή οι τούρκοι σύντροφοι δεν έχουν περισσότερες δυνάμεις να την αποκρούσουν. Κι αυτό είναι που ονειρεύονται κάποιοι εν ελλάδι και για το κόμμα.

Εσύ ερντογάν, κι εγώ κυβερνητική τρόικα, με σαμάρ-αγά, δημάρ-αγά και γομάρ-αγά. Αλλά εμείς έχουμε δημοκρατία και την καλύτερη σοσιαλ-δημοκρατία που είχαμε ποτέ, με πληθώρα αντικειμενικής ενημέρωσης, για να χάνεται η ουσία μες σε έναν ωκεανό ασημαντότητας. Έχουμε κανάλια που αγαπάνε τις πλατείες και τις κινητοποιήσεις που δεν πλήττουν τον ελληνικό τουρισμό. Που μεταδίδουν αντικειμενικά τα γεγονότα της τουρκίας, σα λαϊκό γλέντι ή ένα μεγάλο πάρτι, όπου οι μπάτσοι πλακώνουν προφανώς γιατί είχε φασαρία από τη μουσική κι ενοχλούνταν οι γείτονες σε ώρες κοινής ησυχίας. Έχουμε κανάλια που αναγνωρίζουν μετριοπαθώς και χωρίς ακρότητες, πως ο άτυχος διαδηλωτής βρέθηκε απλώς στην αύρα των αστυνομικών, αφού τους προκάλεσε.

Φαντάσου πχ πώς θα περιέγραφαν επί χούντας το μαρτύριο της σταγόνας, με τους ταραξίες-τεντιμπόηδες, που προκαλούσαν το καθεστώς και αυτό απλώς τους δρόσιζε, χωρίς εκδικητική διάθεση. Απλή παράθεση γεγονότων, χωρίς διασταλτικές ερμηνείες.
Μέχρι να έρθει η λαϊκή αύρα (παρτσαλίδου) να τους δια(ολο)στείλει όλους μαζί. Και τότε δε θα τους ξεπλένει ούτε η αύρα της αστυνομίας στο μαξιμου(μ).

Παρεμπιπτόντως, ενώ ο πόλεμος πλησιάζει στη γειτονιά μας και οι φλόγες του φουντώνουν, απειλώντας να ξεσπάσουν σε ανεξέλεγκτη πυρκαγιά, προσπαθώ να καταλάβω τι στάση ακριβώς θα κρατούσαμε σε έναν πιθανό μελλοντικό πόλεμο με τη γείτονα, όπου θα εμπλακεί η ελληνική αστική τάξη για τα συμφέροντά της και τη μοιρασιά της λείας. Υπάρχει φυσικά ως μπούσουλας το σύντομο, εύληπτο και κατανοητό σύνθημα για τον πόλεμο που έριξαν στις μάζες οι θέσεις για το 19ο συνέδριο: ο λαός θα δώσει την ελευθερία και τη διέξοδο από το καπιταλιστικό σύστημα που, όσο κυριαρχεί, φέρνει τον πόλεμο και την «ειρήνη» με το πιστόλι στον κρόταφο.

Το οποίο προσφέρεται για εύκολη αποστήθιση κι αναπαραγωγή στα αντιπολεμικά συλλαλητήρια. Μία η ντουντούκα κι –απνευστί- τέσσερις εμείς. Σε διάκριση με κάποιους χώρους, όπου αυτό το τέσσερα υποδηλώνει τον αριθμό των διαδηλωτών στο μπλοκ που φωνάζει το σύνθημα και καλούνται να απαντήσουν στο έναυσμα της ντουντούκας.

Εάν έχω καταλάβει καλά λοιπόν αρνούμαστε να πολεμήσουμε υπό τις οδηγίες και τη διεύθυνση της αστικής τάξης και δίνουμε την απάντηση με το όπλο στο χέρι. Δίνουμε δηλ τον πόλεμο συγκροτώντας δικό μας στρατό κι όχι μέσα από τις γραμμές του εθνικού στρατού; Παίρνουμε τα όπλα και τα στρέφουμε κατά της δικής μας αστικής τάξης, καλώντας τον τουρκικό λαό να κάνει το ίδιο; Πηγαίνουμε στο μέτωπο και συμφιλιωνόμαστε με τα ταξικά μας αδέλφια; Επιδιώκουμε την ήττα της δικής μας άρχουσας τάξης και τη μετατροπή του πολέμου σε επαναστατική κατάσταση κι εμφύλιο ταξικό πόλεμο; Παίρνουμε το σύνθημα του συνεδρίου να το τυπώσουμε με στάμπες σε χιλιάδες μπλουζάκια και τα μοιράζουμε; Που για να χωρέσει ολόκληρο δηλ πρέπει να φοράει κανείς από XL και πάνω και να ‘χει τα κυβικά του λαϊκού στρώματος ή έστω τα δικά μου.

Κι αυτή ήταν η βασική απορία που μου έμεινε φεύγοντας από την εκδήλωση στο παμακ με την μπέλλου –για να ικανοποιήσω και το αίτημα ενός ανώνυμου σχολιαστή, αφού του υπενθυμίσω ταυτόχρονα ότι δε δημοσιεύονται ανώνυμα σχόλια. {Απ’ την οποία κράτησα επίσης παρενθετικά μια αναφορά της στο «ισχυρό πασιφιστικό κίνημα» που υπήρχε πιο παλιά, κατά τη δεκαετία του 80’!}

Αλλά θα μου πεις, σφε πασιφιστή, πως αυτό πρέπει να το δούμε συγκεκριμένα. Και όπως λέει εξάλλου και το –εμφανώς αδυνατισμένο- λαϊκό σ(τρ)ώμα: προφανώς έχουμε καμιά δεκαριά επιλογές να διαλέξουμε, και όλες συμφέρουσες. Συνεπώς θα το δούμε ευέλικτα εκείνη την ώρα..

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

Ο τρίτος Μαϊούνης θα είναι ο τελικός

Ο φοιτητικός μαϊούνης είδε το ίχνος του να χάνεται στο χιόνι της λήθης και να σβήνει, μαζί με την παροδική νίκη στο άρθρο 16 και τη σταδιακή παρακμή των εξάρσεων του κινήματος. Ενώ ο φετινός μαϊούνης με το αρνητικό εκλογικό αποτέλεσμα, είχε εν μέρει προεικονιστεί στον περσινό μαϊούνη των πλατειών. Ο οποίος –με εξαίρεση ίσως τις εκλογές- έμεινε χωρίς συνέχεια, και άφησε πίσω του ένα εντυπωσιακό κενό, όπως ακριβώς κι ο δεκέμβρης. Κι όσοι πίστευαν τότε ότι ζούνε κάτι μεγάλο και ξεχωριστό, μια επαναστατική κατάσταση, όπου «κάθε μέρα μετράει σαν μήνας», σήμερα –που κλείνει ακριβώς ένας χρόνος απ’ την κορύφωση με το απεργιακό διήμερο στις 28-29 ιούνη- νιώθουν σα να ‘χουν περάσει μια ντουζίνα χρόνια –κι όχι δώδεκα μήνες- από τότε.

Σ’ αυτή την περίεργη κινηματική συναστρία του μαϊούνη με τους διδύμους, εμφανίστηκαν διάφορα δίδυμα, που λειτούργησαν σα διαλεκτικά δίπολα: η πάνω και η κάτω πλατεία, η αμεσοδημοκρατία των κάτω Πλαταιών, με την αρχαιοπληξία των τριακοσίων της πάνω πλατείας, οι νοικοκυραίοι και οι αναρχικοί με κοινό παρονομαστή το μικροαστικό στοιχείο, ο «απολίτικος αντι-συστημισμός» της χρυσής αυγής με τον αντίστοιχο του σύριζα, κ.ά.

Όσοι ονειρεύονταν πλατιά λαϊκά μέτωπα, τα είδαν στον ξύπνιο τους στις πλατείες, με τις πλατειές συγκεντρώσεις και τους δημαγωγούς ρήτορες που πλατειάζανε, την πλατιά σύνθεση και το εξίσου πλατύ περιεχόμενο. Πιάστηκαν από έτοιμα εγκεφαλικά σχήματα για να τα βολέψουν με την πραγματικότητα κι από τσιτάτα του βλαδίμηρου –για να ανακαλύψουν εκ νέου την αμερική και να τη βαφτίσουν «ινδίες». Τσιτάτα για τους μικροαστούς που –για δες!- θα είναι κι αυτοί κομμάτι του επαναστατικού προτσές. Και για την επανάσταση που δε θα έρθει σε καθαρή μορφή εργαστηρίου, αλλά μεταμφιεσμένη με διάφορες μορφές του εποικοδομήματος.

Κι έτσι ο καθένας μεταμφιέστηκε για τις ανάγκες του ρόλου του. Διάφοροι τηλε-αστέρες ντύθηκαν αγανακτισμένοι γιατί ήταν τρέντι, οι εξεγερμένοι μικροαστοί ντύθηκαν επαναστατικό υποκείμενο και οι συνειδητές πρωτοπορίες έβαλαν τα μικρά τους ονόματα και ντύθηκαν απλοί πολίτες, χωρίς πολιτική ταυτότητα –κάτι που είναι αντίφαση εν τοις όροις, αν σκεφτούμε την ετυμολογία των δύο λέξεων. Σαν να πήγαινε δηλ η γγ στην συνέλευση του συντάγματος και να έλεγε, γεια σας με λένε αλέκα και είμαι φιλόλογος. Ή αντιστοίχως η κανέλλη: είμαι η λιάνα και είμαι δημοσιογράφος.

Όλοι μαζί μεταμφιεσμένοι λοιπόν συμμετείχαν σε αυτόν το μαζικό διονυσιασμό, ένα πολιτικό καρναβάλι συλλογικής εκτόνωσης και διαφυγής από την καθημερινότητα. Όταν όμως σχόλασε ο γάμος, οι μικροί καρναβαλιστές από τις λιλιπούτειες οργανώσεις θέλησαν να κρατήσουν το πάρτι ζωντανό και το συνέχισαν μόνοι τους, εκτός του κλίματος, σαν χριστουγεννιάτικα δέντρα μες στον φλεβάρη, που έχασαν το παρθένο δάσος της επανάστασης. Έκαναν γραφικές άμαζες συνελεύσεις (όπου η βασική γραφικότητα ήταν η γενική πεποίθηση ότι εκπροσωπούσαν τις μάζες και έπονταν τα υπόλοιπα) που αποφάσιζαν την κατάργηση του χρήματος, των κομμάτων κι ίσως και την έναρξη της επανάστασης – η οποία ως γνωστόν, εάν βρέχει, θα ξεκινήσει σε κλειστό χώρο και απογευματινές ώρες κατά προτίμηση για να έρθουν οι φοιτητές κι οι εργαζόμενοι.

Κι ύστερα οι πλατείες, ακριβώς όπως ο δεκέμβρης, πήγαν για διακοπές και δεν ξαναγύρισαν ποτέ – ενώ ακόμα και οι μαθητικές καταλήψεις είχαν τη στοιχειώδη ωριμότητα και οργάνωση για να ξεπεράσουν αυτό το σκόπελο. Οι πλατείες μας άφησαν προίκα τον ιφικράτη αμυρά και τους έλληνες youtubers, τα ελικόπτερα της κοε και το μαγικό σύνθημα για την αργεντινή: ουστ! Estamos despiertos ya! Και μετά οι πλαταιείς κοιμήθηκαν τον ύπνο του δικαίου και της ωραίας κοιμωμένης, που περιμένει τον πρίγκιπα αλέξη να τη φιλήσει για να την ξυπνήσει από την παραζάλη του καρναβαλιού – hangover επί το ελληνικότερον.

Η πιο εντυπωσιακή ομοιότητα μεταξύ των πλατειών και του αλέξη ήταν η κοινή διαπίστωση ενός «κόσμου του κινήματος» ότι τους χτυπάει το σύστημα. Κι εδώ κανείς δε σκέφτηκε «λενινιστικά», πονηρά σαν το βλαδίμηρο, ότι πρέπει να ανησυχείς όταν σε παινεύει ο εχθρός σου. Κι ότι αυτή η προβολή τους δε θα ερχόταν μόνο με επαίνους και ευθεία στήριξη από τα δελτία ειδήσεων αλλά εμμέσως με ζωντανές συνδέσεις και χαριτωμένα σχόλια σε εκπομπές που φέτος βρήκαν γλυκούλη ακόμα και τον καιάδα της χρυσής αυγής.

Δηλαδή πιστεύεις απολίθωμα ότι το σύστημα πριμοδότησε τις πλατείες; Σε ένα βαθμό ναι. Η ανοιχτομάτικη μερίδα του, που θα έλεγε κι η κετουκε. Γιατί το ζητούμενο στην ελλάδα της κρίσης, του μνημονίου και της αγωνιστικής παράδοσης στις κινητοποιήσεις δεν ήταν μόνο ένα ξέσπασμα, που είναι οπωσδήποτε θετικό σε σχέση με την πλήρη ακινησία. Δεν ήταν το αν και πότε, αλλά το πώς και με ποιους όρους (τηλεοπτικής και διαδικτυακής εκτόνωσης ή αυθεντικά κινηματικούς). Ενώ μια σειρά χώροι είδαν τα πράγματα με μία απλοϊκή και ουδόλως διαλεκτική αντίληψη που θύμιζε τη λογική του μικρότερου κακού, που βαφτιζόταν βέλτιστο: η παναγιώταινα από το ολότελα, ο συριζα από τη δεξιά και πάει λέγοντας.

Αυτή ήταν η σοφή προειδοποίηση του τζακ λόντον στη σιδερένια φτέρνα. Όπου το συνειδητοποιημένο προλεταριάτο περίμενε την κατάλληλη στιγμή κι απέφευγε να πυροδοτήσει το φυτίλι της μπαρουταποθήκης, γιατί δεν ήταν ακόμα έτοιμο. Τελικά το φυτίλι άναψε τεχνηέντως από λούμπεν στοιχεία που κάηκαν μαζί του κι ήταν εύκολη λεία για τη δύναμη κρούσης των αστών. Κι εδώ προφανώς οι αναλογίες είναι υπαρκτές, αν και δεν πρέπει να παίρνονται τοις μετρητοίς.

Όλα αυτά δε λέγονται από θέση χαιρέκακης επιβεβαίωσης, ότι εμείς τα λέγαμε και δικαιωθήκαμε – στο περιθώριο των εξελίξεων. Αλλά ως μπούσουλας και στόχευση για το τι πρέπει να είναι και να επιδιώκει ένα κίνημα (εντός ή εκτός εισαγωγικών), ποια χαρακτηριστικά πρέπει να πάρει και να εμβαθύνει. Κι αυτά μπορούν να συνοψιστούν στο εξής τρίπτυχο: οργάνωση – για να μην είναι άμορφος χυλός, ταξική συνείδηση και (σε αυτή τη βάση) πολιτικοποίηση των αγώνων. Τα οποία θα κάνουν τον επόμενο μαιούνη νικηφόρο οκτώβρη.