Τις προάλλες, η κε του μπλοκ είχε γράψει πως η παράσταση του Κοτανίδη για τις τελευταίες ώρες του Ζαχαριάδη μπορεί να είναι τίμια κι ενδιαφέρουσα. Οφείλει συνεπώς να διορθώσει το λάθος της, για να μην παρασύρει κάποιον αναγνώστη -και το φέρει βαρέως- και για να αποτρέψει όσους τυχόν το σκέφτονται και βρίσκουν δελεαστική την υπόθεση του έργου.
Η καλή μέρα (βραδιά) φάνηκε εξ αρχής. Περιμένοντας στην ουρά για τα εισιτήρια, ακούμε δίπλα μας μια υπεύθυνο να τηλεφωνεί:
-Σύντροφε πώς σε προσφωνούμε; Δημοσιογράφο και ιστορικό;
Σκέφτηκα πως η πιο αντιπροσωπευτική προσφώνηση που τον χαρακτηρίζει θα ήταν το "εγώ". Αλλά δε μίλησα, δεν ήμουν Πετρόπουλος. Θα τον ακούγαμε όμως στη συζήτηση που θ' ακολουθούσε μετά την παράσταση. "Μαζί" με εμας και ο Σήφης, ο μικρός γιος του Ζαχαριάδη, με τον Αλέξη Πάρνη και μια παρέα που μιλούσε άπταιστα τα ρώσικα. Για δες μέρα που σημαδέψαμε!
Προφανώς όμως υπήρχαν αρκετοί αριστεροχωριανοί α. του εξωκοινοβουλίου που σημάδεψαν όντως αυτήν ακριβώς τη μέρα, εξαιτίας της συζήτησης που ακολούθησε και β. της "προόδου", που είχαν δει το τελευταίο διάστημα πολλές συνεντεύξεις του Κοτανίδη και αναφορές στην παράσταση, στα ΜΜΕ του χώρου τους (ΕφΣυν, Αυγή, Tvxs, Κόκκινο). Κι έτσι είπαμε δυο λόγια, με την πρώτη κατηγορία, στη διάλεκτό τους.
-Γεια σας. Πιστεύετε πως ο Ζαχαριάδης ήταν όντως εθνικός κομμουνιστής;
-Η εξωκοινοβουλευτική αριστερά αντλεί από τις καλύτερες παραδόσεις του Νίκου Ζαχαριάδη; Ή μήπως έχει κληρονομήσει τις χειρότερες;
Κι η απάντηση.
-Έχω κι εγώ ερώτηση. Το Ατέχνως γιατί διασπάστηκε;
Πληρωμένη ερώτηση...
Το πρόβλημα ξεκινούσε ήδη από τον τίτλο του έργου, και δεν εννοώ την πιθανότατα λανθασμένη -από τα λίγα ρώσικα που ξέρω- προφορά του Ομπίντα, που σημαίνει πικρία-κακοκάρδισμα. Αλλά το βασικό άξονα του κειμένου (και του τίτλου) του Κοτανίδη, που προσπαθώντας να μην κακοκαρδίσει κανέναν και να κρατήσει πολιτικές ισορροπίες -ή μάλλον ίσες αποστάσεις- με τον κάθε "πικραμένο" (πολιτικά μιλώντας), παρουσίασε έναν πολύ φτωχό κι αδύναμο χαρακτήρα, καρικατούρα του "αληθινού Ζαχαριάδη" (που έγραψε στη φυλακή τον "αληθινό Παλαμά"): αμετανόητου, αλλά με ανθρώπινες αμφιβολίες, λίγο πριν το τέλος, και λαθολογία εν είδει μετάνοιας. Αγριεμένου από τα χρόνια της εξορίας και πικραμένου από το κόμμα του (με το οποίο δεν είχε να χωρίσει τίποτα όμως). Που συνομιλεί με τα φαντάσματα του παρελθόντος που τον κατατρύχουν και δρα προφανώς (για το συγγραφέα) υπό συναισθηματική φόρτιση (πικρία, κακοκάρδισμα) κι όχι ως συνειδητός επαναστάτης που σκέφτεται κι ενεργεί πολιτικά ως το τέλος.
Στα παραπάνω μειονεκτήματα, έρχεται να προστεθεί η πολύ μέτρια ερμηνεία του ενός "κομπάρσου"-συμπρωταγωνιστή, που ερμηνεύει τους συμπληρωματικούς ρόλους, η εμφάνισης μιας καρικατούρας του Λουλέ, που (στην τελευταία του επίσκεψη στο Ζαχαριάδη) προσπαθεί να τον "δωροδοκήσει" και να τον δελεάσει με αξιώματα, εκ μέρους της νέας ηγεσίας, η αναφορά μόνο στο πρώτο γράμμα του 40' -χωρίς καμία νύξη για το δεύτερο και το τρίτο- κ.ά.
Για να είμαι δίκαιος, δεν αμφισβητώ την τιμιότητα, τις πιθανές καλές προθέσεις και την προσπάθεια του Κοτανίδη, που μελέτησε το "Αντικείμενό" του, συζήτησε με πολλούς και ταξίδεψε στο Σοργκούτ μαζί με την Αλέκα και το Σήφη Ζαχαριάδη, πριν από μερικά χρόνια. Η τιμιότητα αυτή έχει όμως ένα ταβάνι και συγκεκριμένους πολιτικούς περιορισμούς, για ένα άτομο που ξεκίνησε πολιτικά από το ΕΚΚΕ (αλλά δεν υπήρξε -λέει- ποτέ σταλινικός), κινούνταν πέριξ του εσ., έβαλε στο κείμενο -και τη συζήτηση που ακολούθησε- κάποιες αναφορές στην οδό Κροπότκιν (και τον αναρχικό πρίγκιπα) και τη διαρκή επανάσταση του Τρότσκι, αλλά τάχθηκε με τους φιλελέδες και την πλευρά του "ΝΑΙ" στο πρόσφατο δημοψήφισμα. Ένας "μπουλκουμέ" καλλιτέχνης της εποχής του.
Από όλα τα παραπάνω, διατηρεί βασικά την αναθεωρητική ιστορική σκοπιά. Κι όσο κι αν περιβάλλει με σεβασμό το Ζαχαριάδη -εξοργίζοντας παράλληλα και το συνασπισμένο κοινό του- τον ευνουχίζει ως πολιτική προσωπικότητα, βλέποντάς τον ως δραματική μορφή, "θύτη και θύμα" του συστήματος (όπως έγραφε ο Ανταίος, το 91') που παλεύει με τις αντιφάσεις του. Έναν "εθνικό κομμουνιστή", με τάσεις ανεξαρτητοποίησης από το Στάλιν και το σοβιετικό κέντρο (θεωρία των δύο πόλων). Σε αυτό πατάει άλλωστε ο Συριζαίος γιος του Φοίβου Τσέκερη, για να παρουσιάσει το Ζαχαριάδη σαν... τον πρώτο ευρωκομμουνιστή, σε ένα πρόσφατο βιβλίο του.
Αλήθεια, αυτό είναι που έμεινε στον Κοτανίδη από όσα διάβασε και μελέτησε για το Ζαχαριάδη, από τα συγκλονιστικά, τελευταία γραπτά του και το μήνυμα από την άλλη μεριά; Και δεν εννοώ μόνο από πολιτική σκοπιά, αλλά και γενικότερα, από το ύφος, το ήθος και το υψηλό φρόνημα του Ζαχαριάδη.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο Ζαχαριάδης δεν μπορεί να παρουσιαστεί ως συνειδητός επαναστάτης, ηγέτης με περήφανη στάση, πολιτική ακτινοβολία και θαυμαστή αναλυτική ικανότητα-κριτήριο, παρά μόνο ως καρικατούρα του εαυτού του. Είναι μια ρηχή σκιαγράφησή του από σχεδόν αστική σκοπιά, ένας Ζαχαριάδης (ιδωμένος) από την άλλη μεριά, όχι της ζωής, αλλά της ταξικής πάλης. Κι έτσι δυστυχώς ο Κοτανίδης, παρά τις καλές του προθέσεις -και την ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία για συζήτηση, μετά την παράσταση- εμφανίζεται, άθελά του, στον πιο κωμικό ρόλο της καριέρας του -από τους οποίους καθιερώθηκε εξάλλου στο ευρύ κοινό.
Μόνο που το πιο κωμικό μέρος, δεν το είχαμε δει ακόμα.
Θα ήμουν άδικος αν έλεγα πως στη συζήτηση δεν υπήρχαν ενδιαφέροντα σημεία, πχ το ζήτημα γιατί ο Ζαχαριάδης υποψιαζόταν βάσιμα τον Πλουμπίδη και πίστευε ως το τέλος, πως ήταν χαφιές (ποιες μαρτυρίες και ποια στοιχεία συνηγορούσαν σε αυτό το συμπέρασμα και πώς θόλωνε η ασφάλεια τα νερά, διασπείροντας την καχυποψία μεταξύ των παράνομων στελεχών) κι η περίπτωση Καραγιώργη (που κατηγορήθηκε βασικά από τους Ρουμάνους και όχι από το Ζαχαριάδη ως κατάσκοπος). Αλλού ήταν όμως το πρόβλημα και κάποια κωμικά (μεταξύ γραφικού και χυδαίου) χαρακτηριστικά.
Αναφέρω ενδεικτικά παραδείγματα:
-Πριν και πάνω απ' όλα, το συνασπισμένο, αντιζαχαριαδικό-αντισταλινικό κοινό και το πολιτικό του επίπεδο. Δε χρειάζονται περσότερα.
-Η παρέμβαση ενός κάπως ηλικιωμένου θεατή (πιθανότατα από την Ανασύνταξη 1918-1955), που ήταν φανερό από την πρώτη στιγμή πως υποστήριζε την εκδοχή της δολοφονίας του Ζαχαριάδη από τους σοβιετικούς και της πλαστογράφησης των γραπτών του από την KGB. Κι ενώ πλάτειαζε για τη "συνεργασία του Μητσοτάκη με τα δύο σοσιαλδημοκρατικά ΚΚ", για να πιάσει το ευρύ ναρίτικο κοινό, αγανάκτησε το υπόλοιπο κοινό και αναγκάστηκε να τον κόψει ο Κοτανίδης, που συντόνιζε την κουβέντα. Οπότε κι αυτός κατήγγειλε -όπως ήταν προβλέψιμο- την προσπάθεια φίμωσής του.
-Η ακόρεστη διάθεση αυτοπροβολής του Πετρόπουλου, που αναφέρθηκε ταπεινά στον εαυτό του, σε διάφορα σημεία, κυρίως με αφορμή κάποιους παλιούς αγωνιστές-κομμουνιστές που κατέφευγαν όλοι σε αυτόν, είτε για να του εξομολογηθούν κάτι, είτε για να του εμπιστευτούν τα γραπτά τους. (Το ίδιο έκανε και ο Κασιμάτης, που είχε γράψει το βιβλίο "οι παράνομοι" για τον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ, κι ήθελε -λέει- να διορθώσει την κριτική του στο Ζαχαριάδη, όταν έμαθε πως οι σοβιετικοί τον υποψιάζονταν ως πράκτορα. Δεν πρόλαβε όμως να εκδώσει κάτι πριν πεθάνει, και μετά δεν υπήρχε η συναίνεση της χήρας του Κασιμάτη, για κάτι τέτοιο).
Το καλύτερο όμως ήταν όταν μετέφερε μια γνώμη του Χαρίλαου για το Ζαχαριάδη ("αντιφατική προσωπικότητα"), για να σημειώσει σωστά πως αντιφατική ήταν η πραγματικότητα που καλούνταν να διαχειριστεί και να κάνει εντυπωσιακή έξοδο ως εξής: "το συζητήσαμε με το Χαρίλαο και τελικά συμφωνήσαμε".
Για όποιον δυσκολεύεται να διαβάσει πίσω από τη σεμνή διατύπωση, ο Πετρόπουλος δεν ήταν απλός συνεργάτης-συνομιλητής του Φλωράκη, αλλά τον μετέπεισε και τον έφερε τελικά στα λόγια του.
-Η αβανταδόρικη ερώτηση από το κοινό (πιο αυθόρμητη δε γίνεται) για το τι κόμμα παρέλαβε ο ΝΖ και σε ποια κατάσταση, και πώς το παρέδωσε -που θυμίζει λίγο το καφενειακό ερώτημα "τι ΠΑΟΚ παρέλαβε ο Αναστασιάδης", κτλ. Και το δεύτερο σκέλος του, αν το σημερινό ΚΚΕ τιμάει αυτήν την παράδοση ή αν...
Εκεί το έκοψε ο Κοτανίδης, που δεν ήθελε να επιτρέψει να πάει η συζήτηση στη σημερινή, πολιτική κατάσταση και έτσι χάσαμε τη συνέχεια. Αλλά ο Πετρόπουλος (που του πήραν την μπουκιά από το στόμα) πρόλαβε να πει πως έχει άποψη για το σήμερα (αλίμονο) και να προσθέσει το εξής, που έχει προφανώς διπλή ανάγνωση: Όταν το σημερινό ΚΚΕ περάσει στην ιστορία, μπορούμε να μιλήσουμε για αυτό.
Το πιάσατε το νόημα, έτσι; Πσσσς, μεγάλε...
-Σημειώνω επίσης μια αποστροφή του Κοτανίδη για το Στάλιν και τα λάθη του, όπως πχ τη δίκη των στρατηγών το 38' (που βασικά έγινε το 37', κρίμα που δεν το διόρθωσε ο ιστορικός επιμελητής της παράστασης). Και μια φράση, στο καπάκι, του ΓΠ, που -εάν δεν παρακούσαμε 3-4 άτομα στην ίδια σειρά- είπε κάτι σαν: "κι εγώ διαφωνώ".
Αλήθεια τώρα;
Εν κατακλείδι, χωρίς το κωμικό δεύτερο μέρος, μπορεί να μέναμε με μια δυσάρεστη γεύση (ομπίντα) από την παράσταση. Αλλά άξιζε τελικά μέχρι τέλους. Αυτό που δεν ξέρω είναι αν αξίζει να την δει κανείς, χωρίς αυτό. Εκτός κι αν θέλει να αποτίσει φόρο τιμής στο Ζαχαριάδη ή να επιβραβεύσει άτυπα τον Κοτανίδη, αν όχι για την προσπάθεια, πάντως για το πολύ ενδιαφέρον θέμα που διάλεξε.
Κλείνω σημειώνοντας πως κατά τη γνώμη μου (που μπορεί να είναι εντελώς εσφαλμένη), υπάρχει ένα βιβλιογραφικό κενό που πρέπει να καλυφθεί ως προς τη βιογραφία του Νίκου Ζαχαριάδη. Κι έχει μεγάλη σημασία πώς και με ποιον τρόπο θα το κάνει, συνεπώς δεν πρέπει να μένουν σε εκκρεμότητα τέτοια κενά, όχι γιατί η φύση τα απεχθάνεται, αλλά γιατί ποιος ξέρει ποιος (και με τι) θα τα γεμίσει...
Η καλή μέρα (βραδιά) φάνηκε εξ αρχής. Περιμένοντας στην ουρά για τα εισιτήρια, ακούμε δίπλα μας μια υπεύθυνο να τηλεφωνεί:
-Σύντροφε πώς σε προσφωνούμε; Δημοσιογράφο και ιστορικό;
Σκέφτηκα πως η πιο αντιπροσωπευτική προσφώνηση που τον χαρακτηρίζει θα ήταν το "εγώ". Αλλά δε μίλησα, δεν ήμουν Πετρόπουλος. Θα τον ακούγαμε όμως στη συζήτηση που θ' ακολουθούσε μετά την παράσταση. "Μαζί" με εμας και ο Σήφης, ο μικρός γιος του Ζαχαριάδη, με τον Αλέξη Πάρνη και μια παρέα που μιλούσε άπταιστα τα ρώσικα. Για δες μέρα που σημαδέψαμε!
Προφανώς όμως υπήρχαν αρκετοί αριστεροχωριανοί α. του εξωκοινοβουλίου που σημάδεψαν όντως αυτήν ακριβώς τη μέρα, εξαιτίας της συζήτησης που ακολούθησε και β. της "προόδου", που είχαν δει το τελευταίο διάστημα πολλές συνεντεύξεις του Κοτανίδη και αναφορές στην παράσταση, στα ΜΜΕ του χώρου τους (ΕφΣυν, Αυγή, Tvxs, Κόκκινο). Κι έτσι είπαμε δυο λόγια, με την πρώτη κατηγορία, στη διάλεκτό τους.
-Γεια σας. Πιστεύετε πως ο Ζαχαριάδης ήταν όντως εθνικός κομμουνιστής;
-Η εξωκοινοβουλευτική αριστερά αντλεί από τις καλύτερες παραδόσεις του Νίκου Ζαχαριάδη; Ή μήπως έχει κληρονομήσει τις χειρότερες;
Κι η απάντηση.
-Έχω κι εγώ ερώτηση. Το Ατέχνως γιατί διασπάστηκε;
Πληρωμένη ερώτηση...
Το πρόβλημα ξεκινούσε ήδη από τον τίτλο του έργου, και δεν εννοώ την πιθανότατα λανθασμένη -από τα λίγα ρώσικα που ξέρω- προφορά του Ομπίντα, που σημαίνει πικρία-κακοκάρδισμα. Αλλά το βασικό άξονα του κειμένου (και του τίτλου) του Κοτανίδη, που προσπαθώντας να μην κακοκαρδίσει κανέναν και να κρατήσει πολιτικές ισορροπίες -ή μάλλον ίσες αποστάσεις- με τον κάθε "πικραμένο" (πολιτικά μιλώντας), παρουσίασε έναν πολύ φτωχό κι αδύναμο χαρακτήρα, καρικατούρα του "αληθινού Ζαχαριάδη" (που έγραψε στη φυλακή τον "αληθινό Παλαμά"): αμετανόητου, αλλά με ανθρώπινες αμφιβολίες, λίγο πριν το τέλος, και λαθολογία εν είδει μετάνοιας. Αγριεμένου από τα χρόνια της εξορίας και πικραμένου από το κόμμα του (με το οποίο δεν είχε να χωρίσει τίποτα όμως). Που συνομιλεί με τα φαντάσματα του παρελθόντος που τον κατατρύχουν και δρα προφανώς (για το συγγραφέα) υπό συναισθηματική φόρτιση (πικρία, κακοκάρδισμα) κι όχι ως συνειδητός επαναστάτης που σκέφτεται κι ενεργεί πολιτικά ως το τέλος.
Στα παραπάνω μειονεκτήματα, έρχεται να προστεθεί η πολύ μέτρια ερμηνεία του ενός "κομπάρσου"-συμπρωταγωνιστή, που ερμηνεύει τους συμπληρωματικούς ρόλους, η εμφάνισης μιας καρικατούρας του Λουλέ, που (στην τελευταία του επίσκεψη στο Ζαχαριάδη) προσπαθεί να τον "δωροδοκήσει" και να τον δελεάσει με αξιώματα, εκ μέρους της νέας ηγεσίας, η αναφορά μόνο στο πρώτο γράμμα του 40' -χωρίς καμία νύξη για το δεύτερο και το τρίτο- κ.ά.
Για να είμαι δίκαιος, δεν αμφισβητώ την τιμιότητα, τις πιθανές καλές προθέσεις και την προσπάθεια του Κοτανίδη, που μελέτησε το "Αντικείμενό" του, συζήτησε με πολλούς και ταξίδεψε στο Σοργκούτ μαζί με την Αλέκα και το Σήφη Ζαχαριάδη, πριν από μερικά χρόνια. Η τιμιότητα αυτή έχει όμως ένα ταβάνι και συγκεκριμένους πολιτικούς περιορισμούς, για ένα άτομο που ξεκίνησε πολιτικά από το ΕΚΚΕ (αλλά δεν υπήρξε -λέει- ποτέ σταλινικός), κινούνταν πέριξ του εσ., έβαλε στο κείμενο -και τη συζήτηση που ακολούθησε- κάποιες αναφορές στην οδό Κροπότκιν (και τον αναρχικό πρίγκιπα) και τη διαρκή επανάσταση του Τρότσκι, αλλά τάχθηκε με τους φιλελέδες και την πλευρά του "ΝΑΙ" στο πρόσφατο δημοψήφισμα. Ένας "μπουλκουμέ" καλλιτέχνης της εποχής του.
Από όλα τα παραπάνω, διατηρεί βασικά την αναθεωρητική ιστορική σκοπιά. Κι όσο κι αν περιβάλλει με σεβασμό το Ζαχαριάδη -εξοργίζοντας παράλληλα και το συνασπισμένο κοινό του- τον ευνουχίζει ως πολιτική προσωπικότητα, βλέποντάς τον ως δραματική μορφή, "θύτη και θύμα" του συστήματος (όπως έγραφε ο Ανταίος, το 91') που παλεύει με τις αντιφάσεις του. Έναν "εθνικό κομμουνιστή", με τάσεις ανεξαρτητοποίησης από το Στάλιν και το σοβιετικό κέντρο (θεωρία των δύο πόλων). Σε αυτό πατάει άλλωστε ο Συριζαίος γιος του Φοίβου Τσέκερη, για να παρουσιάσει το Ζαχαριάδη σαν... τον πρώτο ευρωκομμουνιστή, σε ένα πρόσφατο βιβλίο του.
Αλήθεια, αυτό είναι που έμεινε στον Κοτανίδη από όσα διάβασε και μελέτησε για το Ζαχαριάδη, από τα συγκλονιστικά, τελευταία γραπτά του και το μήνυμα από την άλλη μεριά; Και δεν εννοώ μόνο από πολιτική σκοπιά, αλλά και γενικότερα, από το ύφος, το ήθος και το υψηλό φρόνημα του Ζαχαριάδη.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο Ζαχαριάδης δεν μπορεί να παρουσιαστεί ως συνειδητός επαναστάτης, ηγέτης με περήφανη στάση, πολιτική ακτινοβολία και θαυμαστή αναλυτική ικανότητα-κριτήριο, παρά μόνο ως καρικατούρα του εαυτού του. Είναι μια ρηχή σκιαγράφησή του από σχεδόν αστική σκοπιά, ένας Ζαχαριάδης (ιδωμένος) από την άλλη μεριά, όχι της ζωής, αλλά της ταξικής πάλης. Κι έτσι δυστυχώς ο Κοτανίδης, παρά τις καλές του προθέσεις -και την ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία για συζήτηση, μετά την παράσταση- εμφανίζεται, άθελά του, στον πιο κωμικό ρόλο της καριέρας του -από τους οποίους καθιερώθηκε εξάλλου στο ευρύ κοινό.
Μόνο που το πιο κωμικό μέρος, δεν το είχαμε δει ακόμα.
Θα ήμουν άδικος αν έλεγα πως στη συζήτηση δεν υπήρχαν ενδιαφέροντα σημεία, πχ το ζήτημα γιατί ο Ζαχαριάδης υποψιαζόταν βάσιμα τον Πλουμπίδη και πίστευε ως το τέλος, πως ήταν χαφιές (ποιες μαρτυρίες και ποια στοιχεία συνηγορούσαν σε αυτό το συμπέρασμα και πώς θόλωνε η ασφάλεια τα νερά, διασπείροντας την καχυποψία μεταξύ των παράνομων στελεχών) κι η περίπτωση Καραγιώργη (που κατηγορήθηκε βασικά από τους Ρουμάνους και όχι από το Ζαχαριάδη ως κατάσκοπος). Αλλού ήταν όμως το πρόβλημα και κάποια κωμικά (μεταξύ γραφικού και χυδαίου) χαρακτηριστικά.
Αναφέρω ενδεικτικά παραδείγματα:
-Πριν και πάνω απ' όλα, το συνασπισμένο, αντιζαχαριαδικό-αντισταλινικό κοινό και το πολιτικό του επίπεδο. Δε χρειάζονται περσότερα.
-Η παρέμβαση ενός κάπως ηλικιωμένου θεατή (πιθανότατα από την Ανασύνταξη 1918-1955), που ήταν φανερό από την πρώτη στιγμή πως υποστήριζε την εκδοχή της δολοφονίας του Ζαχαριάδη από τους σοβιετικούς και της πλαστογράφησης των γραπτών του από την KGB. Κι ενώ πλάτειαζε για τη "συνεργασία του Μητσοτάκη με τα δύο σοσιαλδημοκρατικά ΚΚ", για να πιάσει το ευρύ ναρίτικο κοινό, αγανάκτησε το υπόλοιπο κοινό και αναγκάστηκε να τον κόψει ο Κοτανίδης, που συντόνιζε την κουβέντα. Οπότε κι αυτός κατήγγειλε -όπως ήταν προβλέψιμο- την προσπάθεια φίμωσής του.
-Η ακόρεστη διάθεση αυτοπροβολής του Πετρόπουλου, που αναφέρθηκε ταπεινά στον εαυτό του, σε διάφορα σημεία, κυρίως με αφορμή κάποιους παλιούς αγωνιστές-κομμουνιστές που κατέφευγαν όλοι σε αυτόν, είτε για να του εξομολογηθούν κάτι, είτε για να του εμπιστευτούν τα γραπτά τους. (Το ίδιο έκανε και ο Κασιμάτης, που είχε γράψει το βιβλίο "οι παράνομοι" για τον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ, κι ήθελε -λέει- να διορθώσει την κριτική του στο Ζαχαριάδη, όταν έμαθε πως οι σοβιετικοί τον υποψιάζονταν ως πράκτορα. Δεν πρόλαβε όμως να εκδώσει κάτι πριν πεθάνει, και μετά δεν υπήρχε η συναίνεση της χήρας του Κασιμάτη, για κάτι τέτοιο).
Το καλύτερο όμως ήταν όταν μετέφερε μια γνώμη του Χαρίλαου για το Ζαχαριάδη ("αντιφατική προσωπικότητα"), για να σημειώσει σωστά πως αντιφατική ήταν η πραγματικότητα που καλούνταν να διαχειριστεί και να κάνει εντυπωσιακή έξοδο ως εξής: "το συζητήσαμε με το Χαρίλαο και τελικά συμφωνήσαμε".
Για όποιον δυσκολεύεται να διαβάσει πίσω από τη σεμνή διατύπωση, ο Πετρόπουλος δεν ήταν απλός συνεργάτης-συνομιλητής του Φλωράκη, αλλά τον μετέπεισε και τον έφερε τελικά στα λόγια του.
-Η αβανταδόρικη ερώτηση από το κοινό (πιο αυθόρμητη δε γίνεται) για το τι κόμμα παρέλαβε ο ΝΖ και σε ποια κατάσταση, και πώς το παρέδωσε -που θυμίζει λίγο το καφενειακό ερώτημα "τι ΠΑΟΚ παρέλαβε ο Αναστασιάδης", κτλ. Και το δεύτερο σκέλος του, αν το σημερινό ΚΚΕ τιμάει αυτήν την παράδοση ή αν...
Εκεί το έκοψε ο Κοτανίδης, που δεν ήθελε να επιτρέψει να πάει η συζήτηση στη σημερινή, πολιτική κατάσταση και έτσι χάσαμε τη συνέχεια. Αλλά ο Πετρόπουλος (που του πήραν την μπουκιά από το στόμα) πρόλαβε να πει πως έχει άποψη για το σήμερα (αλίμονο) και να προσθέσει το εξής, που έχει προφανώς διπλή ανάγνωση: Όταν το σημερινό ΚΚΕ περάσει στην ιστορία, μπορούμε να μιλήσουμε για αυτό.
Το πιάσατε το νόημα, έτσι; Πσσσς, μεγάλε...
-Σημειώνω επίσης μια αποστροφή του Κοτανίδη για το Στάλιν και τα λάθη του, όπως πχ τη δίκη των στρατηγών το 38' (που βασικά έγινε το 37', κρίμα που δεν το διόρθωσε ο ιστορικός επιμελητής της παράστασης). Και μια φράση, στο καπάκι, του ΓΠ, που -εάν δεν παρακούσαμε 3-4 άτομα στην ίδια σειρά- είπε κάτι σαν: "κι εγώ διαφωνώ".
Αλήθεια τώρα;
Εν κατακλείδι, χωρίς το κωμικό δεύτερο μέρος, μπορεί να μέναμε με μια δυσάρεστη γεύση (ομπίντα) από την παράσταση. Αλλά άξιζε τελικά μέχρι τέλους. Αυτό που δεν ξέρω είναι αν αξίζει να την δει κανείς, χωρίς αυτό. Εκτός κι αν θέλει να αποτίσει φόρο τιμής στο Ζαχαριάδη ή να επιβραβεύσει άτυπα τον Κοτανίδη, αν όχι για την προσπάθεια, πάντως για το πολύ ενδιαφέρον θέμα που διάλεξε.
Κλείνω σημειώνοντας πως κατά τη γνώμη μου (που μπορεί να είναι εντελώς εσφαλμένη), υπάρχει ένα βιβλιογραφικό κενό που πρέπει να καλυφθεί ως προς τη βιογραφία του Νίκου Ζαχαριάδη. Κι έχει μεγάλη σημασία πώς και με ποιον τρόπο θα το κάνει, συνεπώς δεν πρέπει να μένουν σε εκκρεμότητα τέτοια κενά, όχι γιατί η φύση τα απεχθάνεται, αλλά γιατί ποιος ξέρει ποιος (και με τι) θα τα γεμίσει...