Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα καζάκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα καζάκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

Δελτίο Κομινφόρμ 13

Δε νομίζω πως έχω να προσθέσω κάτι καινούριο στο "θέμα" των ημερών για τη δήλωση του Καζάκου, ούτε καν επιχειρώντας μια σύνοψη όσων έχουν ειπωθεί, ακόμα κι εδώ. Καταρχάς είναι τραγικό πως το θέμα έχει πάρει τόση έκταση και μας αναγκάζει να ασχολούμαστε ή να απαντάμε σε αυτό. Δείχνει τη διαχρονική αξία της μονταζιέρας, τη δύναμή της να επιβάλει την ατζέντα της, για μια δήλωση που έγινε μερικά χρόνια πριν και ξεθάφτηκε τώρα (και θα είχε ενδιαφέρον να ψάξει κανείς το νήμα και να βρει από πού και με ποιον τρόπο γιγαντώθηκε). Και προφανώς την ικανότητά της να απομονώνει μαεστρικά φράσεις, να διαστρεβλώνει την ουσία, ακόμα και στο γραπτό λόγο, που μένει πίσω και δεν πετάει στον αέρα, να προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις, επικοινωνιακό αντιπερισπασμό, εντυπώσεις. Κι είναι πολύ ενδιαφέρον πως σε μια βδομάδα που περνάνε στη ζούλα τα μνημονιακά προαπαιτούμενα, τα social media που είναι ένα είδος θερμόμετρου της κοινής γνώμης και των μέσων που την διαμορφώνουν, έχουν αναλωθεί σε μια Καζακιάδα, ενώ η θρασύτητα της ΔΦΑ περνάει στα ψιλά, ως κάτι γνωστό και δεδομένο.

Είναι κι αυτό το ιδιότυπο μάρκεντινγκ που έχει το κόμμα, που μπορεί να λέει κάτι σωστό, επίκαιρο, να μαλλιάζει η γλώσσα του σε ώτα μη ακουόντων (πχ όταν προειδοποιούσε πως "έρχεται θύελλα"), αλλά αν πει κάτι παρεξηγήσιμο (χωρίς να είναι απαραίτητα, αρκεί να μπορεί να περάσει ως τέτοιο και να καταχωρείται στη δημόσια σφαίρα ως παρεξηγήσιμο) θα γίνει viral, θα διαδοθεί από προφίλ σε προφίλ, από στόμα σε αυτί, κανονική δουλειά μυρμηγκιού, και στη διαδρομή θα αποκτά μυθικές διαστάσεις, πχ και τρεις αρκούδες, σταλμένες κατευθείαν από την εποχή της Σοβιετίας.

Ναι αλλά γιατί μιλάμε για το ΚΚΕ αφού το "θέμα" μας είναι μια δήλωση του Καζάκου, που δεν είναι καν οργανωμένο μέλος του; Μα για αυτό ακριβώς. Ήταν όμως βουλευτής του και συνδέθηκε με αυτό -συνεπώς, δε χρειάζονται περσότερα.

Αν ο Καζάκος είχε πει κάτι εύστοχο που θα γινόταν viral αυτό θα ανήκε στον εαυτό του, θα είχε συμβεί παρά κι ενάντια στην πολιτική του τοποθέτηση, τη συμπόρευσή του με το ΚΚΕ, θα ήταν καρπός του ξεχωριστού ήθους του, της ποιότητάς του -εξ ου κι ηθοποιός- του ευρύτατου πνεύματός του, που δεν το συναντάς σε σεχταριστές και γραφειοκράτες, μη σου πω πως κατά βάθος θα ήταν και με το 15ο Συνέδριο, κι είχε και τον Μπογιόπουλο σε μια πρόσφατη παράστασή του.
Τώρα είναι ο Καζάκος του ΚΚΕ, για τον οποίο πρέπει να απολογηθεί ο ΓΓ σε συνέντευξή του, ο οποίος έχει παίξει σε σαπουνόπερες, όπως το Βέρα στο Δεξί (ούτε καν στο αριστερό, σημειολογικά) κι η προδοσία που φόρτωσε στα παιδιά που φεύγουν έξω, αντανακλά στην πραγματικότητα το κακό προδοτικό Κουκουέ, που φταίει για όλα.

Και η ουσία σε ποιο ακριβώς γκεστάλτ αρχίζει να μας απασχολεί;
Εξαρτάται τι θεωρεί κανείς ουσία κι αυτή δεν είναι να πάρουμε αποστάσεις από τη διατύπωση του Καζάκου -αυτό είναι το πλέον εύκολο. Αν τον απασχολεί η θέση του ΚΚΕ, αυτή μπορεί να την βρει πολύ εύκολα, με ένα απλό γκουγκλάρισμα, ακόμα και από την τελευταία, πολύ καλή, δήλωση του Κουτσούμπα. Κι αν αυτή είναι -επιτέλους- το θέμα της μετανάστευσης στην οποία αναγκάζονται να καταφύγουν πολλοί απελπισμένοι της δικής μας γενιάς, αυτή μπορεί να τη βρει σε διάφορα αξιόλογα άρθρα -παραθέτω ενδεικτικά αυτό, και το βράδυ θα ενημερώσω την παραπομπή και με έναν ακόμα σύνδεσμο.

Κατά τα άλλα, σε τηλεγραφικό ρυθμό, γιατί δυστυχώς η κε του μπλοκ δεν έχει χρόνο για κάτι πιο αναλυτικό.

-Η ΔΦΑ που αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερή θυμίζει τις χειρότερες στιγμές του δεξιού παρακράτους, διασκευάζοντας δημιουργικά στη συγκυρία το παλιό σύνθημα "κανένα σπίτι στα χέρια ασφαλίτη" που καπηλεύτηκε, και μετατρέποντάς του σε "κανένα σπίτι, δίχως ασφαλίτη".
Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

-Το ΚΚΕ επιμένει στον "ξύλινο" λόγο, που καλεί τους οπαδούς να βγάλουν συμπεράσματα και να μην ταυτίζουν την αγάπη τους για την ομάδα με τα συμφέροντα του κάθε επιχειρηματία, σε αντίθεση με κάποιες εξωκοινοβουλευτικές ανακοινώσεις για τον Ηρακλή που έγιναν και πρωτοσέλιδο χτύπημα στον αθλητικό Τύπο της Θεσσαλονίκης και παίρνουν θέση υπέρ των δίκαιων αιτημάτων της ομάδας -που υποβιβάστηκε στα χαρτιά- μαζί με μια γενική αντιμνημονιακή καταγγελία.

-Το ΚΚ Βενεζουέλας στενοχωρεί τους όψιμους φίλους του -που το στηρίζουν αποκλειστικά στο βαθμό που μπορούν να το χρησιμοποιήσουν εναντίον του ΚΚΕ- και δεν μπαίνει στα καλούπια τους, κρατώντας κριτικά τις αποστάσεις του από τους χειρισμούς της 'μπολιβαριανής κυβέρνησης'.

-Η ΔΦΑ εντελώς αποθρασυμένη φέρνει σαν τον κλέφτη τα υπόλοιπα προαπαιτούμενα της δεύτερης αξιολόγησης και του μνημονίου, με ένα (άσχετο) νόμο -για τα ψάρια- σε μία (ν)τροπολογία. Αυτή η πρόκληση δεν μπορεί να μείνει χωρίς απάντηση. Όλοι αύριο στο συλλαλητήριο του ΠΑΜΕ έξω από τη Βουλή, στις 3.30. Ο εργαζόμενος λαός δεν πρέπει να ψαρώσει και να μείνει στη στάση του ροφού. Μόνο στο δρόμο θα καταλάβει τη δύναμή του και θα βρει το δίκιο του. Να μην τηρήσουμε "σιγήν ιχθύος", όπως λέει κι η ανακοίνωση του ΠΑΜΕ.

Την ίδια στιγμή, το Κόμμα αποχωρεί -μετά από αρκετό καιρό από όσο μπορώ να θυμηθώ- από τη συζήτηση στη Βουλή, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις φαστ-τρακ διαδικασίες που ακολουθούνται.
Ες αύριον τα σπουδαία...

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Είναι κι αυτή μια ελληνική γωνιά

Θυμήθηκα το στίχο που λέει: και φέτος η πρωτοχρονιά στη φυλακή με βρίσκει. Και τον συνέδεσα με το απομνημονευτικό αφήγημα του Γιώργη Καζάκου για τον Άη Στράτη, που διάβασα αυτές τις μέρες. Ένα συγκλονιστικό χρονικό του μεγάλου αγώνα των εξόριστων ενάντια στην πείνα και την απόφαση των κατοχικών αρχών, να τους περιορίσουν σε ένα θάλαμο, και να τους αφήσουν εκεί να πεθάνουν, ένας-ένας, εκτός κι αν υπογράψουν δήλωση.

Παρακάτω ακολουθούν τρία χαρακτηριστικά αποσπάσματα. Το πρώτο είναι γενικό και δε χρειάζεται εισαγωγικές διευκρινίσεις. Το δεύτερο περιγράφει μια συγκλονιστική σκηνή από την πρώτη έξοδο των "ζωντανών νεκρών" του κεντρικού θαλάμου, για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν λίγα ξύλα, και να μαγειρεύουν το κουρκούτι τους (δεν περίσσευαν καν για θέρμανση). Ενώ το τρίτο είναι από τα πρώτα "αθώα" χρόνια στο νησί της εξορίας.

Η επιλογή ήταν δύσκολη κι έτσι άφησα έξω κάποια άλλα ενδιαφέροντα αποσπάσματα, πχ τα σχόλια του Καζάκου για τους αρχειομαρξιστές, το διπλό μέτωπο της Ομάδας ενάντια στους πολιτικούς της αντιπάλους και τις κρατικές αρχές, και μια απόδραση (;) των πρώτων (ο Καζάκος θεωρεί πως ήταν ενέργεια των αρχών, που γλίτωσαν τους δικούς τους ανθρώπους) που χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα για τη χειροτέρευση των συνθηκών διαβίωσης των εξόριστων που παρέμεναν στο νησί.

Καθώς κι ένα άλλο περιστατικό, με τον αυθόρμητο φόβο που είχαν αναπτύξει τα μικρά παιδιά για τους παπάδες, αφού τους είχαν συνδέσει με το θανατικό και τη δίψα τους να πάρουν τα χρήματα για την ταφή -οπότε πάντα για κακό έρχονταν.

Μπορείτε επίσης να διαβάσετε εδώ μια ανάρτηση της ofisofi, για τον Άη Στράτη και το αποτύπωμά του στη συγγραφή βιβλίων, μαρτυριών, κτλ.


Χωροφύλακες των κουίσλιγκς, καθάρματα του χωριού, καλόγεροι του Αγίου Όρους, Γερμανοί του Γ' Ράιχ -όλοι- είχαν πέσει πάνω μας σαν τα όρνια για να μας φάνε. Για να πούμε όμως και του στραβού το δίκιο, οι φρίτσιδες "δε νοιάζονταν" δα και τόσο για μας. Αφού έφαγαν και ήπιαν εκείνη τη μέρα στο νησί μας (και έδωσαν τη... συγκατάθεσή τους να πεθάνουμε κλεισμένοι σε τούτο το θάλαμο), περίμεναν τώρα οι άνθρωποι να πιούνε τον καφέ τους στη... Μόσχα. Στη Μόσχα βέβαια. Εμάς θα κοιτάνε; Εκεί κρινόταν η τύχη τους. Σάμπως όχι και η δική μας; Και είναι ψέματα ότι όσο κρατούσε η Μόσχα κρατούσαμε κι εμείς; Είναι αλήθεια ότι δεν μπόρεσαν όλοι να αντέξουν σε τούτο το φοβερό πάλεμα με το χάρο. Δώδεκα σύντροφοι πέθαναν ως τότε από την πείνα και πολύ περισσότεροι ήταν εκείνοι που εγκατέλειψαν το χαράκωμα του αγώνα και έφυγαν για τα σπίτια τους. Μα η Ομάδα δεν παραδινόταν, όπως ανέμεναν οι βασανιστές της! Η Μόσχα βλέπεις, κρατούσε! Οπότε κρατούσε και ο θάλαμος!

Κανείς πια δεν περνούσε το κατώφλι της αστυνομίας. Οι θάνατοι αραίωσαν και πήγαιναν κι αυτοί να σταματήσουν. Γιατί δεν κυβερνούσε το σώμα την ψυχή, μα αντίστροφα, η ψυχή το σώμα. Μπορεί τούτο να αντίκειται στον υλισμό. Μπορεί... Μα έτσι ήταν τότε στον Άη Στράτη: Η ιδέα "καθόριζε" την ύλη! Κι αν τούτο δεν μπορούν να το καταλάβουν οι καθηγητές της φιλοσοφίας μας μια φορά, ο Βουδικλάρης δεν μπορούσε να το καταλάβει ένα εκατομμύριο φορές. Γι' αυτό κι ανησυχούσε.

* * *

Ύστερα από μερικές μέρες, επαναλήφθηκαν οι "εξορμήσεις" για χόρτα, με μικρότερες ομάδες από τους πιο γερούς συντρόφους και με καλύτερα αποτελέσματα. Η χαράδρα του μοναστηριού αποδείχτηκε ευφορότερη.

Χρειάστηκε να γίνει μία ακόμα έξοδος για τα ξύλα. Επικεφαλής της ομάδας των ξυλάδων εκείνη τη μέρα τοποθέτησαν εμένα. Πήραμε λοιπόν σχοινιά, τσεκούρια και πριόνια και ξεκινήσαμε για τα καλύβια. Κάπου εκεί, κείτονταν κάτι δικές μας βαλανιδιές που τις είχαμε κόψει από παλιά. Ο δρόμος ήταν μακρύς και λασπωμένος. Είχε εκείνες τις μέρες χτυπήσει ο νοτιάς και έλιωναν τα χιόνια. Η πορεία γινόταν δύσκολη και βασανιστική. Συχνά είχαμε ανάγκη από στάσεις για ξεκούραση, πράγμα που ο Κουτλάκης, ο φύλακάς μας, απαγόρευε αυστηρά. Ούτε και κάποιο χορταράκι άφηνε ο παλιάνθρωπος να κόψουμε και να μασήσουμε. Σταματήσαμε μόλις στο τέρμα της πορείας μας, στην κομμένη βαλανιδιά. Καθίσαμε να ξαποστάσουμε λίγο. Λίγο, γιατί τόσο είπε ο Κουτλάκης, ο οποίος, στο διάστημα που εμείς ετοιμάζαμε τα ξύλα, έπινε το γάλα του στα καλύβια. Μακριά από τα μάτια του φύλακα, μπορέσαμε να βάλουμε στο στόμα και κανένα χορταράκι που βρήκαμε κάτω από τη βαλανιδιά.

Κατατεμαχίσαμε το δέντρο πήρε ο καθένας από ένα ξύλο και ξεκινήσαμε πίσω για... το σπίτι. Στο δρόμο άρχισαν να λυγάνε τα πόδια μας από την εξάντληση και το φορτίο. Ζήτησα από το φύλακα να επιτρέψει μια μικρή στάση. Ο Κουτλάκης, που την είχε πατώσει γερά στα καλύβια των χωρικών και πέρα από το όπλο του δεν έφερε κανένα άλλο βάρος, απαγόρευε αυστηρά κάθε τέτοια "πολυτέλεια". Ούρλιαζε μάλιστα συνεχώς, γιατί βαδίζαμε αργά και καθυστερούσαμε. Είπαμε: Ο καθένας έβλεπε τις εξόδους αυτές από τη δική του σκοπιά. Εμείς σα μέσο για να κρατηθούμε στη ζωή. Η Αντίδραση σα μέσο για την επίσπευση της εξόντωσής μας.

Ώσπου δύο, μην αντέχοντας άλλο, σωριάστηκαν κατάκοποι στη γη. Τότε καθίσαμε όλοι, παρά τα ουρλιαχτά του βασανιστή. Μερικοί μάλιστα σύρθηκαν έξω από τη "γραμμή" και επιχείρησαν να βοσκήσουν κανένα χορταράκι. Ο φύλακας όρμησε σα λυσσασμένο σκυλί καταπάνω τους. Οι άλλοι συμμορφώνονταν στις φωνές του και επανέρχονταν στις θέσεις. Πρόλαβε όμως τον Αδάμο και τον πάτησε δυνατά στο κεφάλι, καθώς τούτος ήταν ξαπλωμένος και προσπαθούσε να κόψει ένα χοντρό γαϊδουράγκαθο. Το αίμα κύλησε από τη μύτη του.

Και τότε έγινε εκείνο το απρόσμενο, κάτι που εξέπληξε όλους τους παρόντες. Ο καταματωμένος εξόριστος, λες και φύλαγε τις δυνάμεις του για μια τέτοια στιγμή, σηκώθηκε απότομα στα πόδια, τράβηξε αστραπιαία το τσεκούρι του από τη μέση και χίμηξε κατά του βασανιστή να τον καταξεσκίσει. Τα μάτια του έβγαζαν σπίθες. Τίποτα δεν μπορούσε να τον συγκρατήσει. Θεέ μου! Πού την βρήκε αυτήν τη δύναμη; Και καθώς το τσεκούρι του βρήκε στο κενό, σωριάστηκε στη γη με όλη τη φόρα που είχε πάρει. Κανείς δεν πίστευε πως τούτος ο σκελετωμένος άνθρωπος θα σηκωνόταν ξανά, ύστερα από τούτο το δυνατό πέσιμο. Ένας ασυγκράτητος λυγμός έκανε να τρεμοπαίζει όλο του το κορμί. Ο αγωνιστής δεν μπορούσε να δεχτεί τέτοιες προσβολές. Και τώρα κατεχόταν ολόκληρος από τους λυγμούς, γιατί δεν τον άκουγαν πια οι δυνάμεις του να συγυρίσει τούτο το αισχρό υποκείμενο.

Ο άνθρωπος του Βουδικλάρη, που παρά τρίχα να έχανε το κεφάλι του, σήκωσε το όπλο να πυροβολήσει. Βρέθηκα εκείνη τη στιγμή στο πλάι και άρπαξα το χέρι του.
-Σταμάτα δολοφόνε!
Έτρεξαν και μερικοί άλλοι και αφοπλίσαμε το φύλακά μας, ενώ άλλοι βοηθούσαν τον Αδάμο να σηκωθεί.

Ο φόνος και η παραπέρα επιπλοκή της κατάστασης αποφεύχθηκαν. Μόνο ο Κουτλάκης έβαλε τώρα τις κλάψες. Καλά γλίτωσε το κεφάλι του από την τσεκουριά του εξόριστου. Θα γλίτωνε όμως το ψωμί του από τη μανία του προϊσταμένου του;
Ήταν αξιοθρήνητος. Του δώσαμε το όπλο πίσω και του είπαμε να πάει στο σπίτι του και να κάτσει στ' "αβγά" του. Έφυγε ευχαριστημένος.
Κι εμείς, ανήμποροι, μα περήφανοι, πήραμε τα ξύλα και με αργό, πιο σταθερό τώρα βήμα ξεκινήσαμε για το δικό μας σπίτι.

Κατά το βραδάκι, φτάσαμε στο κεντρικό μας θάλαμο νικητές. Νικητές όχι μόνο στη "μάχη των ξύλων", αλλά και στη μάχη με τον εχθρό, στη δυναμική σύγκρουση μαζί του. Διηγηθήκαμε το επεισόδιο και μια ευδιαθεσία κυριάρχησε απ' άκρη σ' άκρη στην αίθουσα. Και έπιασε τόπο τούτη η ευδιαθεσία όσο για κάμποσα καζάνια κουρκούτι με χόρτα.

* * *

Να και μια συγκεκριμένη περίπτωση τέτοιας προσπάθειας των χαφιέδων, αλλά και αντιμετώπισής της από την πλευρά της Οργάνωσής μας, έτσι περίπου όπως μα τη διηγήθηκε τότε ακόμα ο σύντροφος που πήρε μέρος στο "παιχνίδι" για το ξεσκέπασμα του πράκτορα της Ασφάλειας. Μια μέρα λοιπόν και μια ορισμένη ώρα, το Γραφείο της Ομάδας βάζει ένα σύντροφο να κάνει το δυσαρεστημένο, και, βρίζοντας Χριστούς και Παναγίες, να κατευθυνθεί προς την αστυνομία του χωριού.
-Ακούς εκεί, κομμουνιστές, στελέχη, σκατά...

Και, χωρίς καθόλου να σταθεί, συνέχισε το δρόμο του στον ίδιο τόνο. Και να σου ο "φιλαράκος", ένας από τους "τρεις", έπεσε στην γκάφα. Ξεκόβει από τους άλλους και παίρνει την ακρογιαλιά. Αντικρίζει το "δυσαρεστημένο" εκεί προς τη Γωνιά του Λένιν. Τον πλησίασε. Και ο δικός μας άρχισε να "καταφέρεται" και πάλι ενάντια στα στελέχη της Ομάδας.
-Τους άτιμους! Αυτοί τρώνε και πίνουν κι εμείς τυραννιόμαστε στα χωράφια τους! Θα πάω στην αστυνομία να κάνω δήλωση.

Ο πράκτορας της Ασφάλειας, που ήταν ένας νεολαίος από την Καλαμάτα, στέλεχος της φασιστικής οργάνωσης ΕΟΝ, τα άκουγε όλα αυτά και έτριβε τα χέρια του.
-Φτάνει! Μη χαλάς την καρδιά σου. Πάμε μια βόλτα προς τα κάτω... Και βέβαια τρώνε και πίνουν, συνέχισε τώρα ο πράκτορας.

Και απ' ό,τι έχω ακούσει, ενισχύονται και με χρήματα. Πολλά ακόμα δεν ξέρεις. Αλλά τι περιμένεις από δαύτους, όταν οι τρανοί από την Κέρκυρα μας καταπρόδωσαν; Γι' αυτό αγαπητέ μου, ο καθένας πρέπει να δέσει και λίγο το γάιδαρό του, που λένε στο χωριό μου. Και να σου πω, πατριώτη, όσοι έφυγαν έξω ζούνε μπέικα. Και μην τους ακούς, τι τσουπανάνε αυτοί εδώ. Όσο για την αστυνομία που θέλεις να πας, δεν είναι και τόσο εύκολο. Θα σε δούνε. Το βλέπεις εκείνο το ψηλό σπίτι απέναντι; Το νοίκιασαν τελευταία ακριβώς για να παρακολουθούν τις κινήσεις της αστυνομίας και τις δικές μας. Αλλά... το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι (και βγάζει από την τσέπη του ένα έντυπο χαρτί, μαζί και ένα στιλό). Να, βάλε εδώ την υπογραφή σου και αμέσως έγινε η δουλειά, χωρίς να παρουσιαστείς στην αστυνομία και χωρίς να σε αντιληφθεί κανείς. Έχω εγώ τον τρόπο μου να το στείλω. Μόλις φτάσει το χαρτί εκεί, θα σε καλέσει η αστυνομία να παρουσιαστείς μαζί με το Γραμματέα για να σου ανακοινώσει ότι, ύστερα από ενέργειες των δικών σου, το υπουργείο Εσωτερικών σε αφήνει ελεύθερο. Με τον τρόπο αυτό που είναι ο ασφαλέστερος, έχουν φύγει πολλοί, όπως ο Χορσούλης, ο Παπανικολάου, ο γεωπόνος, ο ταχυδρομικός από τη Θεσσαλονίκη κ.ά.

Ο δικός μας πήρε το χαρτί, αλλά αρνήθηκε να το ξαναδώσει στο χαφιέ. Είπε πως θα το υπογράψει και θα το πάει ο ίδιος στην αστυνομία και πως δε φοβάται κανένα κερατά. Και χώρισαν. Το "παιχνίδι" είχε τελειώσει. Λίγο αργότερα, ένας άλλος εξόριστος είδε το χαφιέ της Ασφάλειας να συναντιέται με τον Αυγουστίνο, άνθρωπο του Μουστάκα.

Το βράδυ της ίδιας μέρας, συγκλήθηκε στον κεντρικό θάλαμο του στρατοπέδου έκτακτη γενική συγκέντρωση της Ομάδας για "σοβαρές ανακοινώσεις". Ο Γραμματέας ανέβηκε στο βήμα, μίλησε για την περίπτωση του χαφιέ και έβγαλε το έντυπο χαρτί από την τσέπη του. Στη συνέχεια, ανέβηκε στο βήμα ο "δυσαρεστημένος" και διηγήθηκε με λεπτομέρειες ό,τι συνέβηκε αυτήν τη μέρα ανάμεσα σε αυτόν και το χαφιέ. Έπειτα, ο Γραμματέας κάλεσε και το χαφιέ, που βρέθηκε στην αίθουσα χωρίς να υποψιαστεί το θέμα της συγκέντρωσης, να απολογηθεί. Αυτός όχι μόνο αρνήθηκε, αλλά ουρλιάζοντας επιχείρησε να πηδήσει έξω από το παράθυρο. Κάμποσα κοκαλιάρικα, αλλά στιβαρά χέρια τον κάθισαν στο "σκαμνί". Στην τσέπη του βρέθηκε ένα ολόκληρο μάτσο από έντυπες δηλώσεις. Στην αίθουσα δημιουργήθηκε πανδαιμόνιο. Οι εξόριστοι είχαν ξεσηκωθεί να λιντσάρουν το χαφιέ. Οι υπεύθυνοι της Ομάδας ιδροκόπησαν να αποκαταστήσουν την τάξη.

Έτσι, ένας χαφιές της Ασφάλειας ξεκαθαρίστηκε από τις γραμμές μας και πέρασε ανοιχτά στην υπηρεσία της αστυνομίας.

Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

Η ανάκριση

Κάλλιο αργά παρά ποτέ λέει ο θυμόσοφος λαός. Όταν λοιπόν είδαμε πως ο θίασος του καζάκου έρχεται στα χανιά για να ανεβάσει την ανάκριση του πίτερ βάις, δεν χρειάστηκε δεύτερη κουβέντα για την απόφαση. Στην πορεία μάλιστα νικήθηκαν κι οι όποιοι ενδοιασμοί περί πιθανής… «απεργοσπασίας» (λευκής από την πλευρά μας ως θεατές κι από τη δική τους ως ηθοποιοί), καθώς η παράσταση έδενε άριστα με το απεργιακό κλίμα της χτεσινής ημέρας κι αναδείκνυε μια σημαντική διάσταση για το εργατικό κίνημα και την πάλη του ενάντια στο φασιστικό κίνδυνο.


Η ανάκριση είναι στην ουσία μια ντοκιμαντερίστικη αφήγηση των «ανδραγαθημάτων» των ναζί στο κολαστήριο του άουσβιτς. Και για εμάς τους αμύητους αποτελεί μια καλή εισαγωγή στην κατανόηση της έννοιας της μπρεχτικής αποστασιοποίησης –που με έχει μπερδέψει περισσότερο και από τη διαλεκτική.
Ο βάις καταγγέλλει τη ναζιστική φρίκη και βάζει το θεατή σε μια σκληρή ψυχική δοκιμασία. Δε στοχεύει όμως στο συναίσθημά του, παρά τα πολύ έντονα συναισθήματα που προκαλεί στο κοινό κατά τη διάρκεια του έργου, αλλά στην ενεργοποίηση της συνείδησης και του προβληματισμού του. Δε στοχεύει στα κλαμένα πρόσωπα –και είναι αρκετοί αυτοί που δακρύζουν στην παράσταση- ή στο σφίξιμο της καρδιάς, αλλά στις σφιγμένες γροθιές, που παλεύουν και διεκδικούν. Δεν ενδιαφέρεται για τις καλλιτεχνικές φόρμες, αλλά για την ανάλυση του θέματός του. Δε στέκεται στο προσωπικό δράμα των θυμάτων, αλλά το χρησιμοποιεί ως όχημα για να αναδείξει την ουσία του φασισμού, τα αίτια που τον γεννάνε.

Η ανάκριση δεν αποσκοπεί σε μια προσωρινή ταύτιση του θεατή με τους ήρωες του έργου, που σχεδόν δεν αναφέρονται ονομαστικά. Αλλά στο ταρακούνημά του, δίνοντάς του υλικό να σκεφτεί μετά το τέλος της παράστασης. Με αυτή την έννοια, ο ιστορικός-δημοσιογραφικός (επι)λογος του μπογιόπουλου στο κλείσιμο της παράστασης, δεν έρχεται ως κάτι παράταιρο, αλλά ως επιστέγασμα όσων έχουμε παρακολουθήσει πριν κι επιπλέον τροφή για σκέψη κι επεξεργασία. Το έργο δε θέλει να υποδείξει κάποιο έτοιμο συμπέρασμα στο θεατή, ούτε καταλήγει σε εύκολο από σκηνής διδακτισμό. Αντιθέτως, αποφεύγει το σύνηθες αίσιο τέλος και την πολυπόθητη κάθαρση για το κοινό. Ο θεατής καλείται να αναζητήσει τη λύτρωση έξω από την αίθουσα και το «μύθο», στην πραγματική ζωή με τις πράξεις του και τον αγώνα του.

Ίσως λοιπόν το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της τεχνικής αυτής, ακόμα και αν δεν αποδιδόταν στο υψηλότερο επίπεδο ή δεν απευθυνόταν σε κοινό με θεατρική παιδεία και καλλιέργεια, να ήταν σε κάποια θέατρα της σοβιετικής επαρχίας, όπου όσοι ενσάρκωναν το ρόλο πχ του καπιταλιστή ή του κουλάκου, μόλις και μετά βίας γλίτωναν τις επιθέσεις και το λιντσάρισμα από τους εξαγριωμένους θεατές, που έπαιρναν πολύ στα σοβαρά αυτό που έβλεπαν και σχεδόν κυριολεκτικά τη φράση «πάρε την υπόθεση (του έργου) στα χέρια σου».

Οι μόνοι που αναφέρονται ονομαστικά στο έργο είναι οι βασανιστές κι εκτελεστές του στρατοπέδου. Στις οθόνες της σκηνής εμφανίζεται μάλιστα μια φωτογραφία τους με τις χρονολογίες γέννησης και θανάτου τους και τις ποινές που τους επιβλήθηκαν. Και εκεί διαπιστώνεις δύο πράγματα: αφενός πως πολλά καθάρματα έζησαν αρκετά για να προλάβουν την πτώση του τείχους και την «ενοποίηση» της γερμανίας, για να νιώσουν «ιστορικά δικαιωμένοι» -αν και είχαν ήδη «δικαιωθεί» κι «αποκατασταθεί» από τις αρχές της δυτικής γερμανίας, στελεχώνοντας σε μεγάλο βαθμό τον κρατικό της μηχανισμό*. Κι αφετέρου πως τελικά τους επιβλήθηκαν αστείες ποινές κάθειρξης, ενώ οι πραγματικοί ένοχοι (τα γερμανικά –κι όχι μόνο- μονοπώλια της κρουπ, της μπάγερ, κτλ) απουσίαζαν από το εδώλιο.

(*κι εκεί αναπόφευκτα κάνεις ορισμένες συγκρίσεις με… την πάλη των τάξεων που έμεινε ιστορικά αδικαίωτη και τους δικούς μας ήρωες. Πχ το μολότοφ που έφυγε πλήρης ημερών το 86’ και σχετικά μακάριος, πριν από την τελική εκδήλωση της αντεπανάστασης. Ή τη θρυλική πασιονάρια που έφυγε επίσης πλήρης ημερών, τρεις μέρες μετά την πτώση του τείχους. Και δε γίνεται να μην αναλογιστείς την τρομερή σημειολογία και την επίδραση της είδησης στον οργανισμό της –και βασικά στα ψυχικά της αποθέματα. Και προπαντός τους βετεράνους του κόκκινου στρατού, οι οποίοι έχουν μπει στο στόχαστρο των ναζί και των επίσημων αρχών, που παίρνουν εκδίκηση αντιστρέφοντας τους ρόλους της Ανάκρισης).

Οι βασανιστές του στρατοπέδου είναι εκ των τελευταίων τροχών της αμάξης, εκτελεστικά όργανα μιας μηχανής, που σκοτώνει όχι μόνο από μίσος ή ιδεολογία αλλά κυρίως γιατί απέτυχε να πείσει τον κόσμο ότι έχει κάποιο όραμα. Αμετανόητοι ιδεολόγοι χωρίς όμως ιδιαίτερη ιδεολογική κατάρτιση, καθώς δέχονταν διαταγές, υπακούοντας απλώς το νόμο –και δεν είναι δικό τους λάθος που ο νόμος άλλαξε. Με καρικατουρίστικα στοιχεία και κουσούρια που θυμίζουν σε πολλά σημεία τις σύγχρονες φιγούρες του αντικομμουνιστικού εσμού, οι οποίες πάσχουν από επιλεκτική αμνησία, διαπνέονται από θρασύδειλο κυνισμό και τσαμπουκαλεύονται εκ του ασφαλούς και με άνωθεν προστασία.

Η ανάκριση έρχεται να καλύψει ένα μεγάλο κενό που ξεκινά ήδη από το σχολείο και τη μισή ιστορία που μαθαίνουμε. Πόσοι γνωρίζουν άραγε τις φρικιαστικές λεπτομέρειες για τους θαλάμους αερίων και τις απεγνωσμένες κραυγές των θυμάτων που συνεχίζονταν κάποιες φορές για αρκετά λεπτά; Ή για τη στενή διασύνδεση του άουσβιτς με τις βιομηχανίες της περιοχής; Για την αδρή χρηματοδότηση των ναζί από τα μεγαλύτερα γερμανικά –και όχι μόνο- μονοπώλια, που επένδυσαν πολιτικά στην επικράτηση του φασισμού; Για τη μεταχείριση των εβραίων και των σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου; Για τα γενετικά πειράματα στις γυναίκες κρατούμενες του στρατοπέδου; Ή κι ευρύτερα για τα ολοκαυτώματα δεκάδων χωριών στη σοβιετική επικράτεια από τους ναζί (βασικό θέμα της ταινίας του κλίμοφ «έλα να δεις»); Και για την πολλαπλάσια ένταση και κλίμακα των πολεμικών επιχειρήσεων στο ανατολικό μέτωπο του β’ παγκόσμιου, με τους σοβιετικούς να σηκώνουν σχεδόν μόνοι τους από τις συμμαχικές δυνάμεις το βάρος της απόκρουσης του ναζισμού;

Αξίζει να συγκρίνουμε αυτό το κενό με τις «γνώσεις» μας, τον καταιγισμό πληροφοριών και έγκυρων ρεπορτάζ για τη σοβιετική ένωση: τα γκουλάγκ, την εξίσωση με το φασισμό, το διαδεδομένο μύθο για τις σφαίρες που περίμεναν όσους πολεμιστές υποχωρούσαν ή επέστρεφαν από την αιχμαλωσία. Και γενικώς με την αστική ευαισθησία για τα «εκατομμύρια θύματα του σταλινισμού» και του «κόκκινου ολοκληρωτισμού», τον χυδαίο συμψηφισμό και τη ντροπαλή αποσιώπηση των ναζιστικών εγκλημάτων.

Ίσως στο μέσο θεατή φανεί το έργο πολύ.. στρατευμένο, γραμμένο από κομμουνιστές για κομμουνιστές. Ο συγγραφέας του ήταν μαθητής του μπρεχτ, οι πρωταγωνιστές-κρατούμενοι του στρατοπέδου μέλη του κκ γερμανίας, ο φασισμός καταγγέλλεται ως η πιο επιθετική κι απροκάλυπτη εκδοχή του καπιταλισμού. Κομμουνιστές είναι εξάλλου κι οι περισσότεροι θεατές κάθε παράστασης, αλλά κι αρκετοί από τους συντελεστές της: ο καζάκος, ο μπογιόπουλος, ο ορκόπουλος ως γιατρός σε προηγούμενες παραστάσεις –που είναι και στο ευρωψηφοδέλτιο του κόμματος που ανακοινώθηκε σήμερα. Ίσως πάλι ένας κόσμος να ψάχνει στις εξόδους του κάτι ανάλαφρο και διασκεδαστικό, ως καταφύγιο από τα προβλήματά του και να αποφεύγει ένα έργο που θεωρεί ότι θα τον ψυχοπλακώσει.

Στην πραγματική ζωή όμως δεν υπάρχουν τέτοιες νησίδες και καταφύγια. Και η φασιστική απειλή ξαναθεριεύει όσο ποτέ άλλοτε τα τελευταία χρόνια. Εφόσον λοιπόν αναγνωρίζουμε την αξία και την επικαιρότητα του έργου, ας αναλογιστούμε τα εξής: ποιος άλλος –αν όχι ο θίασος του κομμουνιστή καζάκου- θα ανέβαζε στις μέρες μας ένα τέτοιο δύσκολο και «αντιεμπορικό» έργο; Ποιος άλλος –αν όχι οι φίλοι του κόμματος- θα γέμιζε τις θεατρικές αίθουσες, με ομαδικά εισιτήρια για συντρόφους και ραντεβού που θυμίζουν προσυγκεντρώσεις; Ποιος άλλος –αν όχι οι κομμουνιστές- θα έδινε μια τέτοια διαλεκτική κι αμφίδρομη σχέση μεταξύ της τέχνης για το λαό και του λαού που στηρίζει από το υστέρημά του αυτούς τους καλλιτέχνες;

Και σε τελική ανάλυση, τι θα ήταν το αντιφασιστικό κίνημα σήμερα, χωρίς τους κομμουνιστές και τη δράση τους, καρφί στο μάτι των αφεντικών και των σκυλιών που τα φυλάνε;