Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα φώντας λάδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα φώντας λάδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

100 μέρες που συγκλόνισαν την Ελλάδα

Σήμερα είναι η επέτειος της δολοφονίας του Σωτήρη Πέτρουλα και η κε του μπλοκ βρίσκει αφορμή να καταπιαστεί με μια εκκρεμή της υπόσχεση και με το βιβλίο του Φώντα Λάδη για τα Ιουλιανά, που κυκλοφόρησε ως ένθετο το περασμένο Σάββατο με την ΕφΣυν, με τον τίτλο της ανάρτησης (που μπορεί να παραπέμπει συνειρμικά στο βιβλίο του Τζόνι Ριντ για την Οκτωβριανή Επανάσταση και τις 10 μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο, αλλά είναι πολύ πιο γειωμένο και σοβαρό από ό,τι μπορεί να φαίνεται από τον τίτλο του). Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί πως το βιβλίο αυτό είναι πιθανότατα από τα πρώτα (αν όχι το πρώτο και μοναδικό για πολλά χρόνια) πολιτικά κείμενα-βιβλία που γράφει ο Λάδης, μετά από την αποχώρησή του από το Κόμμα, κάπου στις αρχές της δεκαετίας με τις βάτες -αν δεν κάνω λάθος.

Η μικρή αυτή μπροσούρα περιλαμβάνει επίσης ενδιαφέρον φωτογραφικό κι αρχειακό υλικό (πρωτοσέλιδα εφημερίδων της εποχής, κτλ). Εδώ θα ασχοληθούμε με το πρώτο μέρος της, όπου εκθέτει σύντομα μερικά στοιχεία, συμπεράσματα, αλλά κι αποσπάσματα από έργα και κείμενα τρίτων, που αναφέρονται στο θέμα του. Παρακάτω παρατίθενται, χωρίς εκτεταμένο σχολιασμό, κάποια ενδιαφέροντα αποσπάσματα (του Λάδη και άλλων).

Μια σύνδεση που επιχειρεί ο Λάδης των Ιουλιανών με το ευρύτερο οικονομικό σκηνικό της εποχής, όπου όμως εξαρτά τις καταλήξεις από τη θέληση του ξένου μονοπωλιακού κεφαλαίου και όχι με την ελληνική αστική τάξη.

Μια και αναφερθήκαμε σε οικονομικούς παράγοντες, ας μην ξεχνάμε ότι η αρχή της δεκαετίας του 60' συμπίπτει με τη σύνδεση της χώρας με την ΕΟΚ και με ορισμένες πρώτες, σημαντικές επενδύσεις ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα. Σε κείνη ακριβώς την περίοδο, οι πολιτικές αντιθέσεις, οδηγημένες σε αδιέξοδο, ήταν σε συνεχή κι αυξανόμενη ασυμφωνία με τις διαγραφόμενες κοινωνικές εξελίξεις.

Κι η ίδια άλλωστε η δικτατορία ήρθε τελικά για να επιβάλει στην Ελλάδα τις θελήσεις του ξένου μονοπωλιακού κεφαλαίου, ανεξάρτητα αν αυτό το επιδίωξε με μια διπλά αντιφατική προσπάθεια που από τη μια έφερε το αναχρονιστικό προσωπείο της "Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών" και από την άλλη τη στρατηγική της βίαιης καταστολής των συσσωρευμένων αντιθέσεων του πολιτικού κόσμου.

Μια παρατήρηση, που μπορεί να συνδεθεί και με επόμενες σημειώσεις, για την επαναστατική (ή μη) δυναμική που είχαν τα Ιουλιανά.

Στις σημαντικές στιγμές, τα γεγονότα ξετυλίγονται συνήθως ταχύτατα, "συμπυκνωμένα". Στα "Ιουλιανά" αντίθετα, η ουσιαστική εξέλιξη ήταν αργή. Για δύο τουλάχιστον μήνες όλα έμοιαζαν ακίνητα, επαναλαμβανόμενα, σε μια αναπάντεχη, τυφλή προσωρινότητα. Ύστερα από το πρώτο λαϊκό ξέσπασμα και την κάθοδο, στις 19 Ιουλίου, ενός εκατομμυρίου ατόμων στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, η εικόνα έμεινε μετέωρη: διαδηλώσεις, διαβουλεύσεις, συναλλαγές, πιέσεις, αναβλητικότητα, φαινομενική αδιαλλαξία στις αρχικές θέσεις, διακωμώδηση και κατεξευτελισμός του Παλατιού και της Βουλής, και πάλι διαδηλώσεις, συναλλαγές, διαβουλεύσεις...

Ένα ενδιαφέρον ερμηνευτικό σχήμα για τη διακυβέρνηση της Ε.Κ. και την αξία χρήσης της ως προς τον εκσυγχρονισμό του πολιτικού συστήματος.

Υπάρχει όμως και μια άλλη άποψη. Εκείνη που υποστηρίζει πως η Ε.Κ. ακριβώς με το να υλοποιήσει ένα μέρος από το πρόγραμμά της, στην ουσία ικανοποιούσε τις ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου στην Ελλάδα, που όσο περνούσε ο καιρός εξυπηρετιόταν όλο και λιγότερο από την αντιδραστική, παρωχημένη πολιτική του Παλατιού και κυρίως της παραδοσιακής Δεξιάς.

Αυτήν την άποψη διατυπώνει αναλυτική ο Δ. Χαραλάμπης στο βιβλίο του "Στρατός και Πολιτική εξουσία - η δομή της εξουσίας στην μετεμφυλιακή Ελλάδα" (Εξάντας 1985):

Τα βασικά στοιχεία της φιλελευθεροποίησης επί κυβέρνησης Ε.Κ. ήταν ο περιορισμός του ιδεολογικού ρόλου του αντικομμουνισμού, η προσπάθεια απομάκρυνσης του συνδικαλισμού από τον έλεγχο της Δεξιάς και η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Και τα τρία στοιχεία όχι μόνο της προσπάθειας εκδημοκρατισμού της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και της ορθολογικής οργάνωσης της κοινωνίας σύμφωνα με τις ανάγκες της οικονομικής απογείωσης και της μακροχρόνιας σταθεροποίησης της αστικής εξουσίας.

Σημειώνεται επίσης η θετική, ευνοϊκή στάση που κράτησε αρχικά το Παλάτι στην αλλαγή φρουράς σε κυβερνητικό επίπεδο, μετά την αποπομπή (ουσιαστικά) του Καραμανλή, και η διάλυση του αρραβώνα τους (μια σύγκρουση που εκδηλώθηκε σχετικά με τον έλεγχο του στρατεύματος), πιθανότατα εξαιτίας του Κυπριακού και των αμερικανικών πιέσεων.

Η μετριοπαθής στάση της κυβέρνησης απέναντι στα αστικά συμφέροντα, τη μοναρχία και τα αμερικανικά συμφέροντα δοκιμάστηκε πολύ γρήγορα με την κυπριακή κρίση. Ο Γ. Παπανδρέου προσπάθησε να ακολουθήσει μια πολιτική που δε θα ερχόταν σε αντίθεση προς την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Μέσα στα πλαίσια αυτής της πολιτικής ήταν και η καταρχήν αποδοχή του σχεδίου Άτσεσον για την Κύπρο. Αποδοχή που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει ύστερα από πίεση της Λευκωσίας. Η κυβέρνηση της Ε.Κ. δεν μπορούσε να έρθει σε άμεση ρήξη με την κυβέρνηση της Λευκωσίας.

Ο Γ. Παπανδρέου είχε μεν αναγνωρίσει τις συνθήκες του Λονδίνου και της Ζυρίχης σαν εθνικά συμφέρουσες και τις είχε παλιότερα υπερψηφίσει στη Βουλή, αλλά η συγκεκριμένη συγκυρία, μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος από το Μακάριο, έθετε νέα προβλήματα. Δεν μπορούσε όμως η κυβέρνηση να δεχτεί ενάντια στη Λευκωσία τα σχέδια των αμερικανών για νατοποίηση, για διχοτόμηση του νησιού, αν δεν ήθελε να οδηγηθεί στην πολιτική αυτοκτονία (Χαραλάμπης)

Η αδιάλλακτη στάση του αρχιεπισκόπου Μακαρίου, που για να προστατεύσει την εδαφική ακεραιότητα της χώρας του, επέμεινε για μια λύση στα πλαίσια του ΟΗΕ και δε δίστασε να παίξει για το σκοπό αυτό το σοβιετικό και νασερικό χαρτί, υποστηρίχτηκε παρά κάποιους δισταγμούς και μερικές υποχωρήσεις από την κυβέρνηση Παπανδρέου, η οποία αντιστεκόταν στις ισχυρές πιέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και δειχνόταν λιγότερο πειθήνια από τις δεξιές κυβερνήσεις. Οι οπισθοδρομικές δυνάμεις του εσωτερικού και ορισμένη αμερικανική πολιτική αποφάσισαν την πτώση της (Σβορώνος).

Μια ερμηνευτική προσέγγιση της αποστασίας από το βιβλίο του Χαραλάμπη (που αναφέρεται αρκετές φορές κι είναι αρκετά διεισδυτικό, παρά τους περιορισμούς της πολιτικής του τοποθέτησης)

Η αποστασία δεν είναι όμως το αποτέλεσμα μοναρχικών υποσχέσεων και εφοπλιστικών χρημάτων, τα οποία και υπήρχαν και έπαιξαν ρόλο, αλλά η πραγματική της αιτία βρίσκεται στο γεγονός του χάσματος μεταξύ της πλειονότητας των βουλευτών της Ε.Κ. και του μέρους εκείνου του εκλογικού σώματος, το οποίο υποτίθεται ότι αντιπροσώπευαν. Είναι γεγονός ότι η πλειοψηφία των βουλευτών της Ε.Κ. δεν ήταν μόνο ταυτισμένη με το σύστημα πελατείας-πατρωνείας και το ρόλο του κοινοβουλευτισμού στη μετεμφυλιακή οργάνωση του ελληνικού κράτους, αλλά και αντιπροσώπευε αστικά συμφέροντα, τα οποία ήταν αντίθετα προς την πολιτική συγκυρία που είχε δημιουργηθεί. Έτσι δεν ήταν μόνο οι "διαβλητές συνειδήσεις" των βουλευτών του Κέντρου αλλά η πολιτική τους θέση και τα συμφέροντα που αντιπροσώπευαν, που τους μετέτρεψαν σε όργανα της πολιτικής των ανακτόρων (Χαραλάμπης).


Ο Φώντας Λάδης συμπληρώνει

Από την άλλη μεριά, πολλοί βουλευτές της Ε.Κ. συμπαρατάχθηκαν με τον Γ. Παπανδρέου, όχι επειδή δε φοβούνταν το "γενικό τάραγμα των νερών" που είχε αρχίσει, αλλά γιατί καταλάβαιναν πως, αν προσχωρούσαν στην "αποστασία", θα έρχονταν αντιμέτωποι με τα γενικότερα αισθήματα του λαού, άρα και της δικής τους εκλογικής πελατείας.

Παρεμβολή από ένα ευτράπελο, που επιβάλλεται να συνδυαστεί συνειρμικά με διάφορες σύγχρονες (και βασικά διαχρονικές) αντίστοιχες καταθέσεις.

Εκείνο το "ένα-ένα-τέσσερα", μερικοί πανικόβλητοι αστυφύλακες -όπως θα καταθέσουν στα δικαστήρια- το ακούν σαν "ένα-δύο-τρία", δηλαδή σαν σύνθημα εφόδου εναντίον τους!...

Μερικά συμπεράσματα για το χαρακτήρα, τη φύση και τις δυνατότητες των Ιουλιανών.

Υποστηρίζοντας όσο ποτέ μέχρι τότε την αστική νομιμότητα οι κυριαρχούμενες τάξεις -ενδεικτικό είναι το σύνθημα "114" που πολύ εκφραστικά ζητούσε την πραγματική τήρηση του Συντάγματος του 1952, και όχι την κατάργηση της μοναρχίας αλλά τον περιορισμό των εξουσιών της- δεν ήταν σε θέση να αποτρέψουν την ίδια τη λογική της αστικής εξουσίας, η οποία με κανένα τρόπο δεν περιορίζεται στη θεσμική νομιμότητα.

Η πολιτικά διορατική και συνεπής στάση της ΕΔΑ, που αρνήθηκε συνθήματα όπως "κάτω η μοναρχία" κλπ, αποτελεί αποτέλεσμα της επίγνωσης της ισορροπίας δυνάμεων μέσα στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό και όχι ρεβιζιονισμό ή προδοσία, όπως νομίζει ο Ψυρούκης. Βέβαια είναι γεγονός ότι οι βάσεις για το δημοψήφισμα του 1974 τέθηκαν στα Ιουλιανά και στις επιπτώσεις τους, αλλά η ιστορική στιγμή δεν επέτρεπε αντιπαράθεση με τη μοναρχία. (Χαραλάμπης)

Ο Λάδης φαίνεται να συμφωνεί με το πρώτο σκέλος, αλλά εξαρτά την επαναστατική κατάσταση, όχι τόσο από τις αντικειμενικές συνθήκες, όσο από την ετοιμότητα του υποκειμενικού παράγοντα να την αξιοποιήσει.

Κανείς βέβαια δεν υποστηρίζει στα σοβαρά πως η κατάσταση ήταν επαναστατική. Κι αυτό γιατί παρόλο που οι διαδηλωτές έκφραζαν την οργή τους εναντίον του Κωνσταντίνου και της Φρειδερίκης με βαρύτατους χαρακτηρισμούς, βασικά δεν έθεταν -όπως και τα κόμματα- καθεστωτικό. Δηλαδή δεν ζητούσαν αλλαγή του πολιτεύματος, αλλά αντίθετα την τήρηση του συντάγματος από το συγκεκριμένο βασιλιά. Από τη στιγμή όμως που εκείνος δεν το τηρούσε;

Όπως και να ερμηνεύσει κανείς τις διαθέσεις των μαζών, αναμφισβήτητο είναι πως δεν υπήρχε δυνατότητα εξαναγκασμού του Κωνσταντίνου σε σημαντική υποχώρηση, αφού ούτε η ΕΔΑ ούτε η Ε.Κ. είχαν άλλες δυνάμεις με το μέρος τους, εκτός από τους άοπλους και ουσιαστικά ανοργάνωτους διαδηλωτές. Και ενώ η Ε.Κ. μπορούσε ίσως να υπολογίζει, με βάση αυτά που είπαμε πρωτύτερα, στην υποστήριξη ορισμένων στρατιωτικών, η ΕΔΑ, με το χαμηλό ιδεολογικό-οργανωτικό της επίπεδο, δεν μπορούσε να έχει επιθετική στρατηγική, αφού δεν κατόρθωσε να έχει -όπως φάνηκε άλλωστε στη συνέχεια- ούτε καν αμυντική στρατηγική.

Επίσης, εκθέτει τις απόψεις του προδικτατορικού διευθυντή της Αυγής (Παρασκευόπουλος), που καταφέρνει να είναι πολιτικά πιο πίσω κι από το Μητσοτάκη, επισημαίνοντας την υπευθυνότητα των αποστατών και την ακραία στάση της ΕΔΑ (!) που απέκλειε ουτοπικά κάθε συμβιβασμό.

Το να υποστηρίζει ωστόσο κανείς ότι η ΕΔΑ και η Ε.Κ. έπρεπε να έρθουν σε συμβιβασμό με το Παλάτι και να δεχτούν -μετά την αποτυχία των πειραμάτων Νόβα και Τσιριμώκου- να χριστεί άλλος πρωθυπουργός, από τις γραμμές της Ε.Κ., για να βοηθηθεί ο βασιλιάς να βγει από το αδιέξοδο είναι πέρα για πέρα λαθεμένο. Την παράξενη αυτή θεωρία προβάλλει ο Πότης Παρασκευόπουλος -διευθυντής προδικτατορικά της "Αυγής" και ηγετικό στέλεχος της ΕΔΑ- στο βιβλίο του "Μαρτυρία 1963-1967 - Πώς φτάσαμε στη Δικτατορία" (Διάλογος 1967).

Το παλάτι όμως είχε ρίξει τον κύβο. Επομένως δεν μπορούσε να κάνει πίσω, όσες φορές κι αν ήταν σε βάρος του το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στη Βουλή (...) Φυσικά θα ήταν συμβιβασμός πιο δυσμενής για την ηγεσία της Ε.Κ. και με βαρύ πλήγμα για το γόητρο του Γ. Παπανδρέου. Θα 'ταν όμως οπωσδήποε συμβιβασμός ωφελείας για τις πολιτικές δυνάμεις της Ε.Κ. και της αριστεράς και για την υπόθεση της δημοκρατίας.
Είναι έκδηλη η επιθυμία του βασιλιά να περιβάλει τις ενέργειές του, έστω και εκ των υστέρων, με συνταγματική και κοινοβουλευτική κάλυψη.

Σε όλα αυτά (σ.σ.: στο ότι η νέα ηγεσία των ΗΠΑ ευνοούσε την επιβολή δικτατορίας σε πολλές χώρες) οι πολιτικές ηγεσίες της Ε.Κ. και της αριστεράς, έκλειναν τα μάτια και επέμεναν να αποκλείουν κάθε σκέψη συμβιβασμού. Για αυτό η κίνηση των "αποστατών" όσο βιασμένη και χωρίς σοβαρές επιτυχίες κι αν ήταν, εξέφραζε αυτές τις ανησυχίες και την απαίτηση της στιγμής για μια πολιτική συμβιβασμού. Αυτά τα στοιχεία δεν πρέπιε να τα παραγνωρίζουμε όταν πρόκειται να κρίνουμε την πολιτική ενέργεια των "αποστατών".

Και συμπληρώνει ο Λάδνς:
Σε κάθε περίπτωση, η παραπάνω θέση είναι πιο συντηρητική ακόμα και από τη θέση που υποστηρίζει ο Κ. Μητσοτάκης στη ραδιοφωνική του συνέντευξη με τη Μ. Ρεζάν. Εκείνος λέει πως ο Γ. Παπανδρέου έπρεπε να δεχτεί να αναλάβει κάποιος άλλος το υπουργείο της Εθνικής Άμυνας, ενώ ο Π. Παρασκευόπολους λέει πως έπρεπε να δεχτεί να μπει στη θέση του, κάποιος άλλος πρωθυπουργός.

Για το ταξικό υπόβαθρο των γεγονότων, ο Χαραλάμπης σημειώνει τα εξής.

Η διαδικασία η οποία ξεκίνησε με την πρωτοβουλία της μοναρχίας τον Ιούλιο του 1965 και κατέληξε στο κίνημα της 21ης Απριλίου δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα του βιασμού της κοινοβουλευτικής νομιμότηγτας από το βασιλιά. Πρόκειται για ένα πολύ πιο σύνθετο φαινόμενο, του οποίου ο τελικός λόγος βρίσκεται στη μορφή που είχε πάρει η ταξική πάλη στην Ελλάδα, στη μορφή της ισορροπίας των εξουσιαστικών σχέσεων μέσα στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Το φαινόμενο της αποστασίας, της κρίσης των κομμάτων και της μοναρχίας, αλλά και η μορφή που πήρε η αυταρχική διέξοδος από την κρίση της μετεμφυλιακής νομιμότητας, δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα της πολιτικής στρατηγικής των εκπροσώπων της αστικής τάξης, συμπεριλαμβανομένης και της μοναρχίας και της διοίκησης του στρατού. Ήταν αποτέλεσμα και των διεργασιών μέσα στις κυριαρχούμενες τάξεις, οι οποίες -και αυτό πρέπει να τονισθεί εδώ- άφησαν την πρωτοβουλία και τις πολιτικές επιλογές στα χέρια της αστικής τάξης και των εκπροσώπων της. Η αντιδραστικής διέξοδος από την κρίση εκπροσώπησης, αλλά και η αστική λύση της κρίσης της δικτατορίας αργότερα, ήταν αποτέλεσμα μιας ουσιαστικής και βασικής κατάστασης που χαρακτηρίζει τις κοινωνικές σχέσεις στην Ελλάδα. Αυτή η κατάσταση είναι η πλήρης ενσωμάτωση των μικροαστών, εργατών και αγροτών στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, συσσωρευσης και αξιοποίησης, όπως αυτός έχει συγκροτηθεί στην Ελλάδα".

Ο Λάδης σχολιάζει σχετικά ότι υποτιμάται οι θέσεις και η δράση της οργανωμένης Αριστεράς και πως η ενσωμάτωση εδώ θεωρείται κοινωνική και τελεσίδικη και όχι τόσο πολιτική και προσωρινή, ενώ επισημαίνει πόσο σύνθετο και δυσεπίλυτο παραμένει -όχι μόνο για την Ελλάδα- το πρόβλημα μιας ριζοσπαστικής κοινωνικής αλλαγής. Για να συνεχίζει με τα δικά του τελικά συμπεράσματα.

Κανείς δεν μπορεί να πει ότι τότε η πλειοψηφία του λαού, οι εργαζόμενοι, αγωνίστηκε ενάντια στην αστική νομιμότητα. Αντίθετα, υπερασπίστηκε με μαχητικό βέβαια τρόπο το αστικό Σύνταγμα και τη λειτουργία του αστικού Κοινοβουλίου από τις ωμές παραβιάσεις και τις παρεμβάσεις του Κωνσταντίνου.

Ωστόσο, η λαϊκή αγωνιστικότητα στην περίοδο των Ιουλιανών περιείχε, κατά τη γνώμη μας, και μια παράλληλη, πολύ πιο ριζοσπαστική προοπτική από αυτές που αναφέρθηκαν. Μια προοπτική που -κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις- ξεπερνούσε τα αστικά πλαίσια και τους στόχους των συγκεκριμένων πολιτικών δυνάμεων. Αυτό το επαναστατικό στοιχείο υπήρχε στη δυναμική των γεγονότων, των βασικών συγκρούσεων που οδήγησαν στα Ιουλιανά, στις διαθέσεις των μαζών, ανεξάρτητα από τη χαμηλή, γενικά, πολιτική συνειδητότητά τους. Από τη στιγμή που δε συνέτειναν όμως οι υποκειμενικοί παράγοντες, η κατάσταση σίγουρα δεν ήταν επαναστατική. Οι διαθέσεις όμως μιας σημαντικής μερίδας του κόσμου ήταν για μια περίοδο επαναστατικές.

Η Αριστερά, βέβαια, δεν μπορούσε απότομα να αλλάξει πρόσωπο. Ωστόσο η γενική κατάσταση -και τα Ιουλιανά- της έδειχνε αυτή την ανάγκη. Κάτω από μια σταδιακή αλλαγή πλεύσης, τα Ιουλιανά θα μπορούσα να γίνουν ένας σημαντικός ιστορικός κρίκος προς μια ριζική, κοινωνική αλλαγή στη χώρα μας και όχι μόνο προς μια ριζική πολιτική αλλαγή.

Ειπαμε όμως: η κριτική της ιστορίας δέχεται πολύ φειδωλά τα "αν" και τα "εφόσον". Γεγονός είναι ότι πολλοί παράγοντες έδρασαν, ώστε στα χρόνια που ακολούθησαν να μην υλοποιηθεί αυτή η πλευρά των Ιουλιανών. Πράγμα που σημαίνει πως η προοπτική στο βαθμό -μικρό ή μεγαλύτερο- που υπήρχε, ήταν σε αναντιστοιχία με το γενικό πολιτικό επίπεδο της εποχής. Αυτό αποδείχτηκε κι από το ότι χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να πραγματοποιηθούν απλώς οι βασικές πολιτικές θεσμικές αλλαγές που τα Ιουλιανά είχαν προαναγγείλει.

Οι εργαζόμενοι όμως δεν μπορούσαν να σταματήσουν τους αγώνες τους, μόνο και μόνο επειδή τότε δεν υπήρχαν όλοι οι όροι της τελειότερης έκβασής τους, προς όφελος των πολιτικών και των κοινωνικών-ταξικών συμφερόντων τους. Μια τέτοια αναστολή αγώνων δεν έγινε ποτέ στην ιστορία. Μέσα από τις κινητοποιήσεις, την πείρα, τα λάθη, τις ήττες και τις επιτυχίες, δημιουργούνται και οι όροι για την επίτευξη, κάθε φορά από διαφορετική αφετηρία, των άμεσων και των μαρκοπρόθεσμων κοινωνικών στόχων των εργαζομένων.

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

Εμείς και η Πορτογαλία

Μπορεί η λαϊκή παροιμία να συνδέει τους έλληνες με το λαό της γειτονικής ιταλίας και να λέει ούνα φάτσα ούνα ράτσα, αλλά αν υπάρχει ένας λαός στη γηραιά ήπειρο που να τακιμιάζει με το δικό μας σινάφι είναι ο πορτογαλικός, που δε βλέπει τη μεσόγειο, αλλά τα κύματα του ατλαντικού τον έχουνε ρίξει στην ίδια περίπου μοίρα με το δικό μας.

Μας ενώνουν κυρίως τα φτωχά οικονομικά μεγέθη του ευρωπαϊκού νότου, που μας κατέτασσαν σταθερά στις τελευταίες θέσεις της ενωμένης ευρώπης των 12 και των 15 (πόσα εισαγωγικά άραγε να χρειάζεται αυτή η διατύπωση;) Η ιστορική συγκυρία με τις λαϊκές κινητοποιήσεις και την πτώση της μακρόχρονης δικτατορίας στην πορτογαλία, την ίδια χρονιά με τη δική μας μεταπολίτευση· ενώ το μεσοδιάστημα της δικής μας «καχεκτικής δημοκρατίας» από τη δικτατορία του μεταξά και από την κατοχή ως την χούντα των συνταγματαρχών, δε διέφερε ουσιαστικά από το φασιστικό καθεστώς του σαλάζαρ. Μας ενώνουν κι οι αγώνες των τελευταίων χρόνων, ενάντια στο μνημόνιο και τα αντιλαϊκά μέτρα που παίρνονται κατά την περίοδο της κρίσης αλλά και νωρίτερα.

Μας ενώνει ακόμα και το ποδόσφαιρο, όπου έχουν αναπτυχθεί ισχυροί δεσμοί μετά το θρίαμβο της εθνικής στο γιούρο της πορτογαλίας, με δύο νίκες επί των διοργανωτών, και με το φερνάντο σάντος (ουέου ουέου) που ήρθε και κούμπωσε στην ελληνική νοοτροπία και μακροημερεύει στους πάγκους της εθνικής και διάφορων ελληνικών συλλόγων. Και είναι να απορείς πώς μια τόσο συμπαθής χώρα έχει βγάλει τις πιο μισητές ίσως ποδοσφαιρικές φυσιογνωμίες των τελευταίων χρόνων: τον ισκαριώτη φίγκο, το νάρκισσο ρονάλντο και το βοναπάρτη μουρίνιο.
Θα μου πεις πως αυτοί έβγαλαν ως εξαγώγιμο προϊόν στην ευρωπαϊκή ένωση και τον μπαρόσο. Ναι, ενώ αν είχε κάνει τελικά ευρωπαϊκή καριέρα ο δικός μας σημίτης, θα γινόταν κοσμαγάπητος σε όλη την ευρώπη.

Πέρα από τις άλλες ομοιότητες, οι δυο χώρες έχουν και ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα, από τα πιο αξιόλογα παγκοσμίως μετά το κκ κούβας κι από τα λίγα στην ευρώπη που άντεξαν στο σαρωτικό κύμα της αντεπανάστασης, χωρίς να μεταλλαχθούν σε σοσιαλδημοκρατικά, κερδίζοντας γι’ αυτό την χλεύη και τα αρνητικά σχόλια των αστών δημοσιολόγων, που μιλούσαν για τα τελευταία σταλινικά απολιθώματα στην ευρώπη. Είχαν μάλιστα και δύο εμβληματικές μορφές, σαν τον φλωράκη και τον αλβάρο κουνιάλ, με σχεδόν παράλληλους βίους, που γεννήθηκαν και πέθαναν, πλήρεις ημερών, σχεδόν ταυτόχρονα.
Κι είναι εντυπωσιακή η μεταστροφή των αστικών μέσων κι ο αναδρομικός τους ‘έρωτας’ για τον… χαρίλαο με τα κότερα και το… σταλινικό κκ πορτογαλίας, που βρέθηκε τώρα άδικα στο στόχαστρο της κριτικής του κουκουέ. Αλλά θα επανέλθουμε αργότερα σε αυτό το θέμα.

Το πιο εντυπωσιακό πάντως στην πολιτική σκηνή της πορτογαλίας, που κουβαλά το πολιτικό φορτίο και τις ιστορικές αναμνήσεις από την επανάσταση των γαριφάλων (όπως η δική μας οριζόταν κάποτε από το ιστορικό φορτίο του εαμ και του πολυτεχνείου) είναι ότι έχει αφήσει τέτοιο αριστερόστροφο στίγμα στο όνομα (αλλά όχι στην χάρη προφανώς) των πολιτικών κομμάτων, που η (ας την πούμε έτσι, για να βγάλουμε συνεννόηση) δεξιά τους είναι το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, ενώ το κόμμα που αντιστοιχεί στην παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία είναι το σοσιαλιστικό, που είχε αναγκαστεί εκ των πραγμάτων να παίρνει πιο ριζοσπαστικές θέσεις τα πρώτα χρόνια –όπως άλλωστε και το δικό μας πασόκ. Παράλληλα εμφανίστηκε ως προοδευτικό ανάχωμα το μπλόκο της αριστεράς, που είναι κάτι ανάλογο με το σύριζα, αλλά είχε ενθουσιάσει αρχικά κι ένα τμήμα του εξωκοινοβουλίου.

Στον αντίποδα ωστόσο βρίσκεται το επίπεδο της συνειδητοποίησης και του πολιτικού λόγου που δεν είναι απαραίτητα αντίστοιχα ανεβασμένο. Έτσι κάποια αιτήματα, όπως η έξοδος από την ευρωζώνη, που σε εμάς τα προβάλλουν δυνάμεις όπως το σχέδιο βήτα του ηγέτη αλαβάνου και ο πεντάστερος κατσανέβας, και μας φαίνονται εντελώς διαχειριστικά, στους πορτογάλους συντρόφους μπορεί να φαντάζουν μαξιμαλιστικά κι ένα βήμα πριν από την επανάσταση. Κι αυτό μπορεί να δηλώνει αφενός την ελληνική ιδιαιτερότητα της χώρας μας και του κινήματος στον ευρωπαϊκό χώρο κι αφετέρου ότι η παρουσία ενός στιβαρού κκ με συγκροτημένο πολιτικό λόγο στην ελλάδα, αναγκάζει τις παρδαλές δυνάμεις του ποικιλώνυμου οπορτουνιστικού χώρου να αναδιπλώνονται και να υιοθετούν κάποια πιο ριζοσπαστικά αιτήματα, για να παίξουν αποτελεσματικά το ρόλο του αναχώματος.

Ας μπούμε τώρα στην ουσία της υπόθεσης, που ήρθε στο προσκήνιο από το προχτεσινό δημοσίευμα της εφημερίδας των συντακτών. Ποια είναι η κατάσταση που επικρατεί στο κκ πορτογαλίας και ποια πορεία ακολουθεί στην περίοδο που εκδηλώθηκε η καπιταλιστική κρίση; Τι δουλειά έχει κάνει με τις μάζες, ποιοι παράγοντες καθορίζουν την τακτική του, σε ποιες θεωρητικές επεξεργασίες προχώρησε; Είναι προφανές πως η κε του μπλοκ δεν μπορεί να έχει συνολική εικόνα για αυτά τα ζητήματα και να βγάλει ασφαλή συμπεράσματα. Ο μόνος δείκτης που είμαι σε θέση να γνωρίζω είναι τα εκλογικά ποσοστά του κκ πορτογαλίας στις δύο τελευταίες αναμετρήσεις, που δείχνουν κάποιες διακυμάνσεις στην εκλογική του επιρροή (πτώση το 09’ με την εμφάνιση του μπλόκου, μεγαλύτερη αντοχή όμως στην επόμενη αναμέτρηση του 11’, που το μπλόκο έχασε περίπου τη μισή του δύναμη) αλλά φυσικά δεν μπορεί να αποτελέσουν βάση για μια συνολική εκτίμηση.

Νομίζω πάντως πως δεν είναι κρυφό μυστικό ότι στις γραμμές του κκ πορτογαλίας υπάρχει διαπάλη σχετικά με την κατεύθυνση που θα ακολουθήσει. Αυτό είχε γίνει φανερό και στους συντρόφους που είχαν βρεθεί την άνοιξη του 11’ στις εργασίες του συνεδρίου της πσο στην αθήνα, όπου τα μέλη της πορτογαλικής αποστολής (ενταγμένοι και φίλα προσκείμενοι στο κκπ) ήταν μάλλον μοιρασμένα και διαφορετικών αποχρώσεων. Αν θυμάμαι καλά (μπορεί και όχι) στις τελευταίες ευρωεκλογές το κκπ είχε στείλει δικό του εκπρόσωπο και στην κεντρική προεκλογική του σύριζα, για να κρατήσει επαφή με όλους, δίνοντας στους αναθεωρητές ένα λόγο για να πανηγυρίζουν. Ενώ ακόμα πιο θολά θυμάμαι νομίζω ένα δικό μας εκπρόσωπο σε τηλεοπτικό πάνελ, να προσπαθούν να τον στριμώξουν με βάση τη στάση του κκπ ή κάποια συνεργασία του με το μπλόκο κι αυτός να απαντά για τους πορτογάλους συντρόφους: θα πάθουν και θα μάθουν.

Ας έρθουμε τώρα και στην ουσία της επιστολής, που ήρθε στη δημοσιότητα. Τι καινούριο έρχεται να μας αποκαλύψουν οι αποκαλυπτικές αποκαλύψεις του κειμένου της εφημερίδας των συντακτών; Σχεδόν τίποτα, επί της ουσίας. Όποιος είχε παρακολουθήσει το ρεπορτάζ του ριζοσπάστη για την 15η διεθνή συνάντηση κομμουνιστικών κι εργατικών κομμάτων, που φιλοξενήθηκε το νοέμβρη στη λισσαβώνα, γνωρίζει πως στη συνάντηση αυτή αποφασίστηκαν μεν δεκατρείς κοινές δράσεις πάνω σε διάφορα ζητήματα, αλλά δεν έγινε δυνατόν να εκδοθεί κοινή ανακοίνωση, λόγω διαφορετικών προσεγγίσεων σε πολύ σοβαρά ζητήματα, όπως σημειώνει ο μαρίνος σε ένα άρθρο του στον κυριακάτικο ρίζο της 15ης δεκέμβρη. Και στη συνέχεια παραθέτει αναλυτικά κάποιες συγκεκριμένες παρατηρήσεις του κκε, που δεν πάρθηκαν υπόψη στο αρχικό κείμενο και το δεύτερο σχέδιο, κι αποτέλεσαν εν πολλοίς τα σημεία της επιστολής του κκε προς την ομάδα εργασίας του κειμένου και τα άλλα κκ που συμμετέχουν στην πρωτοβουλία.

Αν βασιστούμε βέβαια στο κείμενο της εφημερίδας των συντακτών, έχουμε ψωνίσει από σβέρκο. Ο συντάκτης προσπαθεί να βγάλει ξίγκι από τη μύγα. Συμπληρώνει δημιουργικά τα κενά με δικές του φράσεις από τις καλύτερες παραδόσεις των άρλεκιν (βαθύ ρήγμα στις σχέσεις του κκε με τα περισσότερα κκ, έντονη κριτική, κατηγορεί, αποδίδει ιδεολογική πενία [στο κκπ]) κι άλλα παρόμοια, κατευθείαν από την κοιλιά του, χωρίς να τα έχει διαβάσει στις επιστολές. Κατηγορεί το μαρίνο ότι στο άρθρο του απέφυγε να αναδείξει διαφωνίες του κκε σε βασικά ζητήματα (δηλ τις απέκρυψε σκόπιμα). Κι αφού βεβαιώσει το ριζοσπαστικό αναγνωστικό του κενό πως το κουκουέ είναι τόσο σεχταριστικό, που δεν τα βρίσκει ούτε με τους συμμάχους του στην ευρώπη, αφήνει τον αναγνώστη του να ηδονιστεί με την ιδέα πως η εφημερίδα έσπασε το τείχος του περισσού, κατάφερε να διεισδύσει στα άδυτά του και να αποσπάσει απόρρητα μυστικά, που φανερώνουν πολλά…
Η αστική δημοσιογραφία στα καλύτερά της.

Οι διαρροές φυσικά είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα. Αλλά η συγκεκριμένη έχει διεθνή διάσταση –συνεπώς μπορεί να έχει προέλθει από αλλού- δεν αφορά κάποιο εσωκομματικό ντοκουμέντο και δεν είναι της ίδιας τάξης με τις διαρροές στο βήμα και το σταυρόπουλο. Αν και η αλήθεια είναι πως αν οι αστοί είχαν κάποιο δόντι μες στον κομματικό μηχανισμό, η λογική λέει πως θα το προφύλασσαν και δε θα το έκαιγαν σε τέτοια δευτερεύοντα ζητήματα. Οι φοβερές αποκαλύψεις και το καλλιεργούμενο κλίμα «αποκάλυψη τώρα» δείχνουν μάλλον ένα χαρτί που κάηκε και δίνει τις τελευταίες του σταγόνες τώρα, πριν πεταχτεί σα στυμμένη λεμονόκουπα, παρά οτιδήποτε άλλο.

Τι μένει λοιπόν στο τέλος; Εκκρεμεί το μείζον ζήτημα της επαναστατικής ανασύνταξης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, που δεν είναι τόσο απλό κι αυτονόητο, όσο φανταζόμασταν ίσως. Όπως καταλήγει και το άρθρο του μαρίνου τα προβλήματα του κομμουνιστικού κινήματος δεν αντιμετωπίζονται με αφορισμούς, αλλά με ουσιαστική συζήτηση πάνω στα επίμαχα ζητήματα στρατηγικής σημασίας και με στόχο την επαναστατική ανασυγκρότηση.

Προσωπικά μου μένει κι αυτή η διαφήμιση με το σάββα από το γιούρο της πορτογαλίας, που ήθελε νόβα για να γυρίσει πίσω κι οι διάφοροι συνειρμοί με την πολιτική επικαιρότητα.


Μπορεί πχ κάποιοι παλιοί σφοι να πάνε έξω από τα γραφεία του πορτογαλικού κκ και να φωνάζουν εεε.. οοο… ζή-τω το δε-κα-το-πέ-μπτο συ-νέ-δρι-ο. Εε… Οο.. Και να μη γυρίζουν με τίποτα πίσω.
Άλλοι πάλι μπορεί να είναι γκασταρμπάιτερ επιστήμονες στο εξωτερικό και να θέλουν ανάπτυξη ή μια αριστερή κυβέρνηση για να γυρίσουν πίσω στην χώρα τους και το 2009.
Ενώ πέρσι στο γιούρο, πριν τις δεύτερες εκλογές του ιούνη, κάποιοι ήθελαν ακριβώς το αντίθετο και είχαν βγάλει μπλουζάκια που έγραφαν: τελευταίο ταξίδι, πριν τον τσίπρα…


Ενώ τώρα μπορεί να προλάβουν και ένα υπερατλαντικό ταξίδι για το μουντιάλ στη βραζιλία. Λεφτά υπάρχουν άλλωστε…