Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα γυναίκα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα γυναίκα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

Το άλλο μισό του ουρανού

Αν και η γυναίκα συνήθως ταυτίζεται με την καρπερή γη, στην οποία εισχωρεί ο ουρανός, για να τη γονιμοποιήσει και να δώσει ζωή.

Μερικές σκόρπιες σημειώσεις λοιπόν για τη χτεσινή ημέρα. Που αν την ξεχνούσε κανείς στη σοβιετία, κέρδιζε την κοινωνική κατακραυγή των υπολοίπων. Και που δεν είναι μία τυπική γιορτή, σαν το πανηγυράκι του αγίου Βαλεντίνου, κι ας προσπαθούν να το κάνουν τέτοιο, όπως λέει μια φίλη. Για να συμπληρώσω λοιπόν ένα χτεσινό τιτίβισμα:
Η μέρα της γυναίκας δεν είναι ladies night, ούτε πανηγυράκι σαν τη μέρα των ερωτευμένων, η Πρωτομαγιά δεν είναι για λουλούδια, στεφάνια, κτλ, και η 9η Μάη δεν είναι προφανώς η μέρα της Ενωμένης Ευρώπης.

Κατά τα άλλα:

Η ελευθερία είναι για εμάς μια ωραία γυναίκα. Ενώ για τα αστικά χοντρογούρουνα (που είναι χοντρόψυχα, ακόμα κι αν έχουν λεπτό, γυμνασμένο σώμα), μια ωραία γυναίκα δεν μπορεί να είναι ελεύθερη, αν θέλει να είναι ωραία. Είναι υποταγμένη στο σατράπη της, τη "θηλυκότητά της" και τα υπαγορευμένα πρότυπα ομορφιάς. Και πάντως δεν είναι ελεύθερη να φάει ό,τι θέλει, αν δε θέλει να την κοιτάζουν λες και είναι καμιά γουρούνα -ενώ ελάχιστοι τολμάνε να κοιτάξουν σαν γουρούνια τα αστικά χοντρογούρουνα, από τον παραπάνω στίχο, που μας στερούν την πραγματική ελευθερία.

Η γυναίκα έχει έναν προκαθορισμένο ρόλο να παίξει και την ελευθερία να τον ερμηνεύσει όπως θέλει, όσο παραμένει αυστηρά σε αυτά τα πλαίσια. Στήριγμα και συμπλήρωμα ενός μεγάλου άνδρα, το μυστικό που κρύβεται πίσω από τη δική του επιτυχία. Ενός άνδρα που την κατακτά, για να την έχει στο πλευρό του, από το οποίο δημιουργήθηκε εξάλλου -για να μην ξεχνάμε το προπατορικό, σεξιστικό αμάρτημα του θεού, με τους πρωτόπλαστους.
Αν θέλει να ξεφύγει από αυτή τη θέση και να πρωτοστατήσει, πρέπει να υιοθετήσει τις ίδιες ακριβώς αξίες-προδιαγραφές, που δεν είναι αντρικές και γενικώς έμφυλες, αλλά ταξικές και καταπιεστικές.

Το αστικό πρότυπο θέλει τον άντρα μάτσο και ματσωμένο, για να μπορεί να ρίξει θηλυκά στην απόχη του. Νοιάζεται μόνο για το αποτέλεσμα κι όχι για ρομαντικούς αναχρονισμούς, περιορίζοντας το θαυμασμό προς το ωραίο σε περίτεχνες φράσεις του τύπου "μουνάρα".
Φροντίζει όμως για όλα. Πχ για την πλήρη ισότητα, καταργώντας την προστασία της μητρότητας και τα "προνόμια" των γυναικών, που σήμερα συνταξιοδοτούνται μια πενταετία πριν από τους άντρες.

Προπαντός φροντίζει για την ίδια την (ψευτο)άρνησή του, με τη "ριζοσπαστική" άποψη πως τα φύλα δεν είναι αυθύπαρκτα, αλλά σύμβαση, κοινωνική κατασκευή και προσωπική επιλογή του καθενός. Όπως ακριβώς κι οι συντάξεις εξάλλου. Αν θες, μπορείς να δίνεις εισφορές και να καθορίσεις εσύ το ύψος της μελλοντικής σύνταξής σου. Κι υπάρχει πάντα κι η ιδιωτική ασφάλιση, που παρέχει μεγάλες ευκαιρίες (για κέρδος στην επιχείρηση).
Πληθώρα κι ελευθερία επιλογών.
Ακόμα και για να αυτοδιαθέσεις -sic- το σώμα σου και να γίνεις πχ ιερόδουλη. Δεν έχεις να ζήσεις, δεν έχεις να βιοποριστείς; Είσαι λεύτερη...

Ελευθερία-ισότητα-αδελφότητα.
Η ελευθερία για αυτούς είναι... είναι...
Μα δεν είναι πολύ σεξιστικό να λέμε ότι η ελευθερία είναι γυναίκα; Τη ρωτήσαμε να μας πει πώς αυτοπροσδιορίζεται;

Στις ιστορίες αστικής, καθημερινής τρέλας και παρακμής, μπορεί να δει κανείς να υπερασπίζονται πχ τη Σαράποβα (τενίστρια που βγήκε ντοπέ) γιατί είναι όμορφη κι ελκυστική, και να προσθέτουν πως αποκλείεται να μην ντοπάρεται και η Σερένα Ουίλιαμς, που έχει το μειονέκτημα να είναι μαύρη και εύσωμη. Και αυτό ανεξάρτητα από το αν ντοπάρεται ή όχι, που είναι σχεδόν απίθανο να μην... στο υψηλό, επαγγελματικό επίπεδο. Όσο απίθανο είναι να μη χέζουν οι αρκούδες στο δάσος.

Επίσης, είναι εκπληκτικό πόσες σεξιστικές εξυπνάδες και αήττητα επιχειρήματα μπορεί να διαβάσει κανείς για την υπόθεση της αθλητικογράφου που μαγνητοσκοπήθηκε (και διαπομπεύτηκε) γυμνή εν αγνοία της. Κι αυτό δεν αναιρείται από οποιοδήποτε δικό της φάλτσο-ατόπημα, κατά το χειρισμό της υπόθεσης (αν υποθέσουμε δηλ πως είναι φιλοχρήματη και αξιοποιεί το γεγονός, για να βγάλει πολλά λεφτά).

Ο καπιταλισμός απελευθερώνει υποτίθεται την ανθρώπινη προσωπικότητα και το άτομο, για να το εγκλωβίσει σε πανομοιότυπα, ομαδοποιημένα γούστα κι υπαγορευμένες μόδες, που θεωωρητικά ο καθένας μας διαμορφώνει κι επιλέγει αυθόρμητα.

Και πώς να πάει κανείς ή μάλλον καμιά ενάντια στη δικτατορία των προτύπων; Πρέπει να ξυρίσει τα πάντα, για να μην την πουν Κνίτισσα των 70'ς, με ταγάρι, άρβυλα κι αξύριστες μασχάλες. Να πάρει σέξι εσώρουχα κι άβολα κορδόνια, για να μην της πουν πως φοράει τη βράκα της γιαγιάς της. Και να βάψει απαραιτήτως τα νύχια της, για να μην είναι σαν πιτόγυρο χωρίς μουστάρδα (ή χωρίς τζατζίκι, δεν είναι αυτό το θέμα μας).

Κι αν το θέλει, έχει καλώς. Αν όχι όμως, πρέπει να το κάνει, γιατί το θέλουν οι άντρες. Που δεν είναι έτσι ακριβώς -όχι για όλους δηλ. Αλλά είναι αλήθεια ότι συνηθίζεις σε ό,τι βλέπεις πολλές φορές και το ψάχνεις ασυνείδητα.
Το χειρότερο μάλιστα είναι όταν πρέπει να λειτουργείς και να ντύνεσαι ψυχαναγκαστικά, ακόμα και ως εναλλακτικιά, που σνομπάρει υποτίθεται τα πρότυπα, τους κανόνες κι όλα τα παραπάνω, αλλά τα αντικαθιστά με "δικά μας, κινηματικά" φετίχ (μαύρα ρούχα, πίρσινγκ, σαλβάρια, αναλόγως το χώρο).

Κι εμείς σφοι, τι κάνουμε; Ό,τι μπορούμε γενικώς. Αλλά φτάνει αυτό;
Οι κομμουνιστές πρωτοστάτησαν στην καθιέρωση της παγκόσμιας μέρας της γυναίκας. Ανέδειξαν από τις γραμμές τους μεγάλες επαναστατικές μορφές, σαν τη Ρόζα Λούξεμπουργκ -που έχει γενέθλια την ίδια μέρα με την επέτειο θανάτου του Στάλιν. Έδωσαν πρώτοι δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες κι όπλο στο χέρι (αλλά και παντελόνι να φορέσουν, γιατί με το φουστάνι δεν μπορείς να περάσεις πολύ εύκολα ένα ποτάμι) Σφυρί-δρεπάνι και όπλο στο φουστάνι. Και το ΚΚΕ ανέδειξε την πρώτη γυναίκα πολιτική αρχηγό, την Αλέκα, που δίνει κάθε τόσο φοβερά στιγμιότυπα στους φωτογράφους. (Κι άσε τους άλλους να ασχολούνται με τη Ζωή και να ψαρώνουν με το υφάκι της).

Να είναι άραγε δικό της; Ή να της βγαίνει να το κάνει με όλα;
Και βασικά έχει γράψει ίσως το πιο ολοκληρωμένο έργο στην ελληνική βιβλιογραφία για το γυναικείο ζήτημα.
Δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως ο Αριστοφάνης συνέδεσε στην εποχή του τις γυναίκες με το αντιπολεμικό, φιλειρηνικό κίνημα (Λυσιστράτη) και μια μορφή κομμουνισμού (Εκκλησιάζουσες), η οποία θα μπορούσε να είναι και ένα αποτύπωμα της ανάμνησης της μητριαρχικής κοινότητας και του πρωτόγονου κομμουνισμού.

Από την άλλη όμως, κανείς δε ζει σε γυάλα, για να είναι τελείως απαλλαγμένος από κατάλοιπα και αστικές προλήψεις. Ας αναρωτηθεί ο κάθε σφος πχ για τα ποσοστά παρουσίας γυναικείων στελεχών στα ανώτερα όργανα και αν έχει υποτιμήσει ασυνείδητα κάποια σφισσα που ανέλαβε να μιλήσει πχ σε ένα γεμάτο κι άγριο αμφιθέατρο (όπου δεν αρκούν τα επιχειρήματα, για να επιβληθείς) ή σε μια σύσκεψη για ένα θέμα, που απαιτεί καλή συγκρότηση και θεωρητική κατάρτιση. Αν και προφανώς, δεν μπορούμε από κανέναν να έχουμε μεγάλες προσδοκίες, να έχει διαβάσει πχ το Κεφάλαιο, από τα 15 του, όπως έκανε η Παπαγγελή (κι είναι εκπληκτικό πώς σε αυτή την περίπτωση διάφοροι σεξιστές ανακάλυψαν σεξιστικά, ειρωνικά σχόλια, και όχι πολιτική σάτιρα ενάντια στις προκλητικές δηλώσεις της.

Σε κάθε περίπτωση, οι γυναίκες είναι το άλλο μισό του ουρανού. Και χωρίς αυτές είναι ουτοπικό και αστείο να νομίζει κανείς πως μπορεί να πετύχει η επουράνια έφοδος...

Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

Στο μάτι του ιπτάμενου ψαριού – Αργυρώ Μαντόγλου

Ένα διήγημα της Αργυρούς Μάντογλου, από τον καιρό των ολυμπιακών αγώνων, που κολλάει, μεταξύ άλλων, και με την παγκόσμια ημέρα της γυναίκας.

Χρυσές νεράιδες, ασημένιες αμαζόνες, χάλκινες νηρηίδες, πληγωμένες λέαινες, τολμηρές τίγρεις, όλα τα θηλαστικά του ζωικού βασιλείου και τα θηλυκά μυθολογικά τέρατα είχαν επιστρατευτεί από τον εκφωνητή για να περιγράψουν τις επιδόσεις και τις κατακτήσεις των γυναικών στα φετινά μετάλλια των Ολυμπιακών μας Αγώνων. Έκπληκτος ο εκφωνητής «δεν είχε λόγια να περιγράψει…» και μην έχοντας λόγια, έπαιρνε κι αυτός με τη σειρά το «χρυσό» στην υπερβολή.

Με το γιγάντιο ψάρι να επιπλέει στον ουρανό –ένα σιδερένιο ψάρι που ήξερε όλα όσα δε θα μάθαινε ποτέ για τη ζωή της, ούτε για τη ζωή της ζωής της, μιας κι αυτό την παρακολουθεί πανοραμικά, ενώ εκείνη μόνο στατικά ως δίπολο μπορεί να βλέπει-, η Αρετή πάλευε να ισορροπήσει όλα όσα άκουγε από το δέκτη της με αυτά που έπρεπε πλέον να αποδεχτεί ως καθεστώς: σήμερα έκλεινε τον τέταρτο χρόνο σ’ αυτή την άχαρη και επίπονη δουλειά, χωρίς ανάλογη ανταμοιβή, χωρίς έπαθλα και διακρίσεις, αλλά με την υποχρέωση να επαναλαμβάνει καθημερινά τις επιδόσεις της στο νοσοκομείο· ναι, βέβαια, υπήρχε και η ηθική ανταμοιβή, αυτή δεν είναι αμελητέα, ναι, το έλεγαν όλοι, ήταν «καλό κορίτσι, ικανό», «αγία», «Παναγία». Λέαινα όμως ποτέ, ούτε λέαινα ούτε τίγρης, κι ας σήκωνε βάρη περισσότερα κι απ’ τις αρσιβαρίστριες.

«Το πάλεψε σαν άντρας» ούρλιαζε ο προαγωγός των ταλέντων της αθλήτριας «…και το κέρδισε». Ναι, «σαν άντρας», «κι οι άντρες θα τη ζήλευαν». «Ναι, η Σοφία, η Φανή, η Αθανασία, η Πηγή, όλες πάλεψαν» -εξοικειωμένος με τα μικρά ονόματα των αθλητριών, απευθυνόταν σ’ αυτές σαν να ήταν κόρες ή ανιψιές του, που απροσδόκητα του χάριζαν ένα δώρο: το ξελάσπωμα της χώρς.

Στο δέκτη, μπροστά στα άοπλα μάτια της Αρετής, προβάλλουν εικόνες ξανθών κοριτσιών να λυσσομανούν, να πηδούν τα εμπόδια, να τρέχουν, κατακτώντας με τις επιδόσεις τους τα ύψη, τη δόξα, τα μετάλλια και τις καρδιές.

Η Αρετή έβγαλε τα παπούτσια της, έτριψε τα πονεμένα απ’ την ορθοστασία πόδια της και πήγε να βάλει ένα ποτήρι κρύο νερό. Σήμερα γύρισε απ’ τη δουλειά της στις έντεκα, όμως αύριο έχει βραδινή βάρδια κι έτσι μπορεί να κοιμηθεί μέχρι αργά. «Πάλεψε σαν άντρας…», αυτό ποτέ δεν το είπαν για εκείνη, κι ας σήκωνε οκτώ υπέρβαρους αρρώστους την ημέρα, κι ας πάλευε τον ίδιο το θάνατο, κι ας έκανε το σώμα της μοχλό να τους κρατήσει, ποτέ δεν της το είπαν, κι ας καθάριζε, ας έστρωνε κρεβάτια, ας ετοίμαζε νεκρούς, ας χορηγούσε φάρμακα απ’ όλες τις οδούς, κλύσματα, ενδοφλέβιες, παυσίπονα. Κάθε είδους βάρος, κάθε είδους αγγαρεία την έκανε, είχε πλέον τώρα αναπτύξει τεχνικές, τέσσερα χρόνια ήδη νοσηλεύτρια και τέσσερα χρόνια η σχολή, στο σύνολο οκτώ.

Ο δέκτης συνέχιζε να εκτοξεύει πικρά βέλη στο σύστημά της. Βολές. Επιδόσεις. Υπερβάσεις. Ξανθές γυναίκες στην οθόνη, πρώην μπάρμπι, τώρα ηρωίδες, στεφάνια αγριελιάς στα ξανθά κεφάλια, γαλανόλευκες φόρμες και σημαίες γύρω από τα αθλημένα κορμιά.
Η Αρετή καθημερινά ντοπάρει τους ασθενείς να παρατείνουν τη ζωή τους, προπονεί στην αντοχή του πόνου, τους ενθαρρύνει για το χρυσό στην επιβίωση.
Τι έχω πάθει; Σε λίγο θα αρχίσω όχι μόνο να σκέφτομαι, αλλά και να μιλάω με ολυμπιακή ορολογία.
«Άξιες, όλες χρυσές κι αξιαγάπητες».

Βγάζει τα ρούχα της αργά και παρατηρεί για λίγο το κορμί της. Οι μύες της σφιχτοί, προπονημένοι. Τη συντηρεί το οκτάωρο στο νοσοκομείο. Απόψε νιώθει πάνω της κάτι θανατικό. Μπαίνει στο μπάνιο και κάνει ένα γρήγορο ντους. Φοράει κάτι άνετο. Καλυμμένη. Να μην ξεχνιέται. Την παρακολουθεί το ιπτάμενο ψάρι. Πέφτει, σωριάζεται στον καναπέ. Το σώμα της πονάει. Τα πόδια της λυγίζουν. Και φέτος χωρίς διακοπές. Νοσοκομείο σπίτι. Σπίτι νοσοκομείο. Σπίτι της έγινε το νοσοκομείο και η ξένη αρρώστια δική της αρρώστια.

Παίρνει το τηλεκοντρόλ. Παρακολουθεί αφηρημένη. Θέλει να αδειάσει το μυαλό της από εικόνες γερόντων και γραιών που αγκιστρώνονται πάνω της, σαν να είναι δική της ευθύνη αν θα παραμείνουν στο στίβο των ζωντανών, αν θα προκριθούν στην προνομιούχο θέση του διασωθέντος, του επιβιώσαντος… Η εικόνα κυματιστή στον αμφιβληστροειδή της, παρακολουθεί αφηρημένα έναν παράξενο ποδοσφαιρικό αγώνα, έναν αγώνα που θυμίζει κάτι σαν χορογραφία.

«Πρέπει να ζήσω λίγο ακόμα» της είπε παρακαλεστικά ο κύριος στο τέσσερα, σαν να κρατούσε εκείνη τη σφυρίχτρα στον αγώνα της ζωής και θα υπέγραφε τον τερματισμό ή την παράτασή του. «Θα αγωνιστεί ο εγγονός μου στο Πεκίνο. Δεν πρέπει να πάω να τον δω;» τη ρώτησε. Δεν τον ρώτησε σε τι αγωνίζεται ο εγγονός, τον χτύπησε καθησυχαστικά στην πλάτη και πήγε δίπλα στη γυναίκα που μετρούσε κάθε βράδυ χίλια πρόβατα δυνατά για ν’ αποκοιμηθεί. Απευθείας πρόσβαση με το Χάρο είχε για όλους εκεί μέσα και την καλόπιαναν. «Απευθείας μετάδοση» ανακοίνωσε ο σπίκερ του ολυμπιακού τουρνουά ποδοσφαίρου γυναικών.

Στις κερκίδες επικροτούσαν κάθε καλή πάσα, κάθε καλό γύρισμα. Έχοντας πρόσφατες τις εικόνες του θριάμβου της Εθνικής μας στην Πορτογαλία –το μόνο ματς που παρακολούθησε-, εδώ δεν διέκρινε τίποτα το ποδοσφαιρικό.
Βλέπει τη μαύρη μπάλα να κυλάει, την κλοτσούν πόδια γυμνασμένα, σαν τα δικά της, και μαθαίνει πως το νούμερο τέσσερα είναι νοσοκόμα και το δέκα σπούδασε Ιστορία Τέχνης.
«Οι μόνες παγκόσμιες γλώσσες είναι ο αθλητισμός και η τέχνη» συνεχίζει απτόητος ο εκφωνητής, σε μια κρίση στοχαστικής διάθεσης· «και ο πόνος» συμπληρώνει άνευρα η Αρετή «και ο πόνος». Τα «αχ», τα «ωχ» δεν έχουν πατρίδα, είναι οικουμενικά.

Οι «ποδοσφαιρίστριες» τρέχουν, κλοτσούν την μπάλα, βάζουν γκολ, οι θεατές –γιατί πρόκειται για θεατές κι όχι για φιλάθλους- χειροκροτούν ευγενικά, κανένας δε φωνάζει, κι ο σπίκερ ενθουσιασμένος συνεχίζει αναλύοντας τα βιογραφικά τους, σχολιάζοντας την καθεμιά ξεχωριστά. Και μαθαίνουμε φυσικά την ηλικία τους, την ηλικία των παιδιών τους, τον αριθμό πτυχίων, διαζυγίων και εργασιών, που έχουν αλλάξει, γιατί καμία απ’ αυτές δεν είναι «επαγγελματίας ποδοσφαιρίστρια», όλες κάνουν άλλες δουλειές για να ζήσουν.

Σε όλα τα αθλήματα οι γυναίκες έχουν εισβάλει, όλα τα αθλήματα κινδυνεύουν να γίνουν γυναικοκρατούμενα, το ποδόσφαιρο όμως διατηρεί κάτι από την αρχική του αύρα: η μπάλα χρειάζεται πόδια αντρικά» είπε δυνατά τρίβοντας τις πολύπαθες πατούσες της. Η σχέση των γυναικών με την μπάλα δεν είναι καλή, άντε να αναδειχτούν στο πόλο ή στο σύνθετο ατομικό στη γυμναστική, και όχι στο ομαδικό άθλημα του ποδοσφαίρου, αλλά αν επιμείνουν, ας παίξουν κι αυτές, έμοιαζε να λέει η απαξιωτική και σχεδόν επικριτική φωνή του σπίκερ, που σαν να ήθελε να τις επιπλήξει κατέληγε πως «φταίει ο χαμηλός βαθμός συγκέντρωσης των γυναικών».

«Χαμηλός βαθμός συγκέντρωσης!»
Δηλ δικαιολογούμαι αν δώσω λάθος φάρμακο. Αν βάλω άλλον ορό, αν παραβλέψω το ωράριο, μπορώ να πω πως φταίει ο χαμηλός βαθμός συγκέντρωσής μου;
«Ο πλούσιος εσωτερικός κόσμος των γυναικών και η φαντασία δεν βοηθούν στη συγκέντρωση» συνεχίζει, επιδιδόμενος σε φτηνές διαγνώσεις. «Οι κοπέλες έχουν ανάγκη ένα γκολ» επιμένει ο αχρείος, και αυτή ήταν η χαριστική βολή για την Αρετή. Σηκώνεται και πάει προς το παράθυρο.

Τα στάδια, τα υπέροχα στάδια, που θα μείνουν άδεια μόλις οι ξένοι αναχωρήσουν, και τα άθλια, τα τριτοκοσμικά μας νοσοκομεία θα γεμίσουν από καρδιοπαθείς, καρκινοπαθείς και χρεοκοπημένους με κακοποιημένη υγεία. Θα γεμίσουν οι διάδρομοι, τα δωμάτια, τα κρεβάτια με ασθενείς και ξένους ασθενείς, μετανάστες, αυτούς που ελληνοποιούμε για να πάρουν τα μετάλλια. Αχ, να μην έφταναν ποτέ στα χέρια μου! διαμαρτύρεται η Αρετή. Δουλειά κι άλλη δουλειά, σκέφτεται με κακία. Γκολ!

«Τα κορίτσια πέτυχαν γκολ, τα κορίτσια βγάζουν τα απωθημένα τους» ουρλιάζει ο σπίκερ κι όλοι χειροκροτούν την επιτυχία, την άρτια διοργάνωση. Η Αρετή επισημαίνει τη δική της αποδιοργάνωση, το σύστημά της αρνείται να δει άλλο άθλημα και σβήνει το δέκτη.
Βάζει ουίσκι, «στην υγειά μου», για να αντέξει το χάος, τη χώρα, το χάσιμο.
Στην ολυμπιακή άπνοια, με τη νεοαποκτηθείσα ολυμπιακή συνείδηση, όλα αναβάλλονται για το Σεπτέμβριο, ακόμα κι οι διακοπές, και καθώς μόνο οι σκέψεις δεν μπορούν να αναβληθούν, το κατέβασε μεμιάς όλο.

Άνοιξε το παράθυρο και κοίταξε το ψάρι στον ουρανό, που πλάι στο φεγγάρι έμοιαζε να της κάνει σινιάλο: «Σε προσέχω». Κι εκείνη ένιωθε σαν ψάρι έξω απ’ το νερό στην Αθήνα του 2004. Όλα αλλάζουν, ακόμα κι ο τρόπος που βλέπω τα φαινόμενα. Αχ, να κατέβαινε, να σκαρφάλωνε στη ράχη του και σαν ιπτάμενη γοργόνα να την έπαιρνε μαζί του ψηλά!

Περιοδικό το Δέντρο, τεύχος 135-6, Ιούλιος-Οκτώβριος 2004

Εμείς το βρήκαμε από τη συλλογή κειμένων «Αρχίζει το Ματς», επιμέλεια Γ. Παππά, το ποδόσφαιρο στη λογοτεχνία

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Φασισμός και γυναικείο ζήτημα

Στην προχτεσινή επικαιρότητα ξεχώριζαν δύο ειδήσεις, τελείως διαφορετικής βαρύτηας και φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους.

Η πρώτη αφορούσε την «ατυχή δήλωση» περί κασιδιάρη του απερχόμενου υφυπουργού παιδείας, στύλιου, που εξαναγκάστηκε σε παραίτηση –αφού πρώτα ελέγχθηκαν σχολαστικά τα πρακτικά της βουλής, για να δουν τι μπορεί να μαζευτεί και να σωθεί.
Όταν γίνεται λόγος βέβαια για «ατυχή δήλωση», εννούμε βασικά τυχαία [δήλωση], γιατί κι η ατυχία ένας τυχαίος παράγοντας είναι –ω με συγχωρείτε, είναι τυχαίο. Κι όλως τυχαία, η ατυχής αυτή δήλωση θύμιζε πάρα πολύ εκείνο το περίφημο «α ρε παπαδόπουλος που σας χρειάζεται», στο οποίο συμπυκνώνουν όλο το καταστάλαγμα της σοφίας τους πολλοί δημοκράτες συμπολίτες μας. Και που μπορεί να επεκταθεί με την ίδια επιτυχία πχ στους καταληψίες μαθητές (α ρε κορκονέας που σας χρειάζεται), στους εκπαιδευτικούς που αντιδρούν στην αξιολόγηση (α ρε καλαμπόκα που θέλετε) και στην ελλάδα συνολικά, που νοσεί από τις παθογένειες (ε ρε γύψος που της χρειάζεται).

Πόσο τυχαία όμως μπορεί να θεωρηθούν τα (ένα, δύο, χίλια) μεμονωμένα περιστατικά στις τάξεις του κυβερνητικού λόχου, με το σαμαρά να σπεύδει ως από μηχανής καλός μπάτσος να τιμωρήσει τις όποιες ακρότητες και να σώσει τα προσχήματα για την έξωθεν μαρτυρία της κυβέρνησης; Η γυναίκα του καίσαρα αντώνιου πρέπει απλώς να φαίνεται τίμια και να μην προκαλεί, για να μην την πατήσει σαν τη σοφία αντουανέτα. Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα όμως αν δρα σα μαρία αντουανέτα κι αφήνει τα παιδιά στο σχολείο να λιποθυμούν από την πείνα, πετώντας τους φιλανθρωπικά ένα φρούτο (με ένα μήλο την ημέρα, κάναμε την πείνα πέρα). Κι αν παρακολούθησε κανείς στο βραδινό δελτίο του μέγκα το στύλιο και διέκρινε κάποια σημάδια ουσιαστικής μεταμέλειας για όσα είπε, ας ενημερώσει και τους υπόλοιπους.

Η ουσία βρίσκεται κρυμμένη πίσω από τις γραμμές της επιμαχης φράσης. Ο στύλιος επικροτεί την ενέργεια του κασιδιάρη, συμφωνεί πως αυτό το είδος αντιμετώπισης ενδείκνυται για την κανέλλη (και τους κομμουνιστές γενικότερα ίσως) αλλά σέβεται τον εσωτερικό καταμερισμό εργασίας τους κι αφήνει τη βρώμικη δουλειά στον χρυσαυγίτικο εκτελεστικό βραχίονα του κεφαλαίου. Θέλετε κασιδιάρη, αλλά δε θα γίνω. Οι αστοί πολιτικοί δε θέλουν να γίνουν ανοιχτά φασίστες, αλλά επιδοκιμάζουν απλώς τα έργα των τελευταίων, καθιστώντας δυσδιάκριτες τις μεταξύ τους διαφορές και συνολικά τα όρια μεταξύ φασισμού κι αστικής δημοκρατίας.

Γιατί μπαίνει όμως κατ’ επανάληψη στο στόχαστρο η κανέλλη; Είναι μόνο λόγω της εκρηκτικής της ιδιοσυγκρασίας, που εκνευρίζει τους αντίπαλους και τους κάνει να ενεργούν εν θερμώ (και για αυτό με περισσότερη ειλικρίνεια) ή σηματοδοτεί κάτι παραπάνω; Για το μέσο αριστεριστή πχ η κανέλλη μπορεί να είναι κάτι σαν τη σύγχρονη ενσάρκωση του τρίπτυχου «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια». Από αστική σκοπιά όμως η κανέλλη είναι κόκκινο πανί, ιδίως για το μέσο φασίστα, γιατί συνδυάζει μια σειρά σατανικές ιδιότητες, που την καθιστούν υπ’ αριθμόν ένα στόχο: είναι γυναίκα, κομμουνίζουσα (αλλά για τα δικά τους κριτήρια είναι βαμμένα κομμουνίστρια και σε κάθε περίπτωση συνεπής συνοδοιπόρος εδώ και πολλά χρόνια), τσαμπουκαλεμένη και με το θάρρος της γνώμης της, με περίεργο ανδρικό ντύσιμο κι αμφίβολες σεξουαλικές προτιμήσεις. Και το πιο βασικό, αποστάτρια της τάξης της, που έκανε μια πολύ δύσκολη επιλογή, παραμένοντας πιστή σε αυτήν τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, κι αυτό δεν πρόκειται να της το συγχωρήσουν ποτέ.

Η κανέλλη καταφέρνει να έχει δικό της κοινό και να διεισδύει σε απρόσιτα (για εμάς) ακροατήρια, που κουβαλάνε ένα σωρό κατάλοιπα, όπως κι η ίδια άλλωστε. Ακόμα κι όταν πηγαίνει όμως ως καλεσμένη σε λάιφ-στάιλ τηλεοπτικές εκπομπές του κύκλου της, καταφέρνει να εκπλήσσει ευχάριστα, με αποκορύφωμα την κίνηση-ματ να δωρίσει στους οικοδεσπότες της στα «καρντάσιανς» το βιβλίο του πάλμε ντατ από τη σύγχρονη εποχή για το φασισμό και την κοινωνική επανάσταση –που η μπεκατώρου ειδικά το κοιτούσε σαν ατ(μ)ια, με βλέμμα ufo -oh bella donna...
Είναι απορίας άξιο λοιπόν πώς κάποιοι που ενθουσιάζονται με οποιοδήποτε θολό κίνημα κι οχυρώνονται πίσω από τον αντιφατικό του χαρακτήρα, που μπορεί να δικαιολογήσει τα πάντα, έχουν άλλα μέτρα και σταθμά και δε συγχωρούν καμία απολύτως αντίφαση σε περιπτώσεις σαν της κανέλλη, που έχει κάνει πάρα πολλά βήματα, ή και ευρύτερα, πχ στην αποτίμηση του υπαρκτού και της προσφοράς του.

Η δεύτερη είδηση ήταν το αφιέρωμα που έκανε η διαδικτυακή έκδοση του κοσμοπόλιταν στην αλέκα παπαρήγα με αφορμή τα γενέθλιά της –φαντάσου δηλ τι ετοιμάζουν για του χρόνου, που θα κλείσει τα εβδομήντα! Έχω την εντύπωση πως πολλά γυναικεία περιοδικά (ή μάλλον γυναικουλίστικα για την ακρίβεια) έκαναν πολιτική στροφή, για τα δεδομένα τους, στα χρόνια της κρίσης, φιλοξενώντας πχ σημειώματα της έκδοσης με κοινωνικές ευαισθησίες, αντιμνημονιακά μηνύματα, κτλ –κάθε περιοδικό μόδας που σέβεται τον εαυτό του εξάλλου, έπρεπε να προσαρμοστεί στη μόδα του αντιμνημονίου, την πιο ισχυρή τάση δηλ των τελευταίων χρόνων. Δε φανταζόμουν ποτέ όμως πως θα δημοσιευόταν ποτέ ένα τέτοιο αφιέρωμα –και μάλιστα για την αλέκα κι όχι για όποιον κι όποιον.

Το αφιέρωμα ανοίγει πάντως νέους ορίζοντες για τα κείμενα και τις στήλες που θα μπορούσε να έχει το κοσμοπόλιταν. Πχ cosmoθεωρία, με την παρουσίαση μιας ιδεολογικής μπροσούρας. Cosmoπολιτισμός, με προτάσεις για το πρόγραμμα εκδηλώσεων τηςαλκυονίδας κι επεξήγηση της διαφοράς μεταξύ του αστικού κοσμοπολιτισμού και του προλεταριακού διεθνισμού. Αφιέρωμα cosmoναύτης στη βαλεντίνα τερένσκοβα, την πρώτη γυναίκα που πέταξε στο διάστημα, που αν δε με απατά ασύστολα η μνήμη μου, σήμερα πρέπει να είναι βουλευτής του κκρο –ενώ στα σοβιετικά νιάτα της είχε κάνει ένα γάμο, νομίζω με κουμπάρο το χρουτσόφ, που απολύτως φυσιολογικά κατέρρευσε γρήγορα και δεν κράτησε πολύ, χάρη στη διαλυτική ευλογία του νικήτα.
Αφιέρωμα στα ταγάρια και τα αμπέχονα, που επιστρέφουν στη μόδα μαζί με τις αξύριστες μασχάλες. Cosmoσυμβουλές για το ριοπάν και το μαλόξ, που αντέχουν στα δακρυγόνα και προστατεύουν το μακιγιάζ μας στις πορείες. Και άλλα τινά παρόμοια, που θα αναγκάσουν το marie claire να απαντήσει με αντίστοιχο αφιέρωμα στην ντολόρες ιμπαρούρι, με διαφημιστικό σλόγκαν: μια γυναίκα με πάθος, εσείς κι η πασιονάρια.

Μπορεί αυτά βέβαια να τα γράφουμε μεταξύ μας για πλάκα, υπάρχει όμως και μια πολύ σοβαρή βάση. Τα γυναικεία πρότυπα δεν μπορεί να είναι οι χαζοχαρούμενες σταρλετίτσες και τα μηδενικά που γίνονται νούμερα στην τηλεόραση, ή ανορεξικά μοντέλα που κομπλάρουν τις καθημερινές γυναίκες του μόχθου για τις σωματικές τους ατέλειες –που κατά βάθος πάντως κρύβουν την τελειότητα. Αλλά οι πρωτοπόρες γυναίκες που αγωνίζονται να σπάσουν τους φραγμούς, οι οποίοι δεν είναι μόνο φυλετικοί αλλά πρωτίστως ταξικοί. Πρότυπο δε σημαίνει να είσαι σταρ, που θέλουν όλες να της μοιάσουν (κυρίως εμφανισιακά), ούτε μορφή για τη βιομηχανία του θέματος, που τα αλέθει όλα στο μύλο της κερδοφορίας της, και τα ενσωματώνει μεταμοντέρνα, για να πουλήσει στάμπες, κονκάρδες, μπλουζάκια, κοκ, όπως πχ με τον τσε. Αλλά να είσαι μαχήτρια της ζωής και ζωντανό, αυθεντικό παράδειγμα αγώνα σε κάθε σου πράξη.

Η βαθύτερη σύνδεση των δύο ειδήσεων είναι πως ο φασισμός και το λάιφ-στάιλ είναι υποπροϊόντα της ίδιας εκμεταλλευτικής κοινωνίας, που υποβιβάζει διαρκώς τη γυναίκα, είτε με το μαστίγιο της φασιστικής βίας του ψευτονταή που επιβεβαιώνει το μικροτσούτσουνο αντρισμό του, είτε με το καρότο και με τα θέλγητρα της γλάστρας γυναίκας, που έχει ως αποκλειστικό προορισμό στη ζωή της να στολιστεί και να γίνει ωραία (με βάση τα κυρίαρχα πρότυπα), για να αρέσει στο ισχυρό ανδρικό φύλο.

Και για να γίνει καθαρό και στον τελευταίο, που μπορεί να ρωτήσει: δηλ το γυναικείο πρότυπο πρέπει να είναι σαν την παπαρήγα και την κανέλλη;
Ας θυμηθούμε το πιο γνωστό ίσως φωτογραφικό ντοκουμέντο του δεκέμβρη (ένας είναι ο δεκέμβρης). Προσέξτε πχ πόσο όμορφη και γλυκιά είναι η συντρόφισσα στη μέση, που κρατάει το πανό. Ναι αλλά πόσο πιο όμορφη είναι σαν άνθρωπος, ακριβώς επειδή βρίσκεται στη διαδήλωση, γονατίζει ευλαβικά στη θυσία των συντρόφων της από την προηγούμενη μέρα και το βλέμμα της είναι καθαρό, γεμάτο οργή και αισιοδοξία. Όπως δηλ και όλων των άλλων γύρω της..



Υστερόγραφο
Ψάξ’ το παραπάνω: Γυναίκες – Από την Αντίσταση στο Δεκέμβρη (Φιλιώ Τόλια)
Στο συλλογικό «Δεκέμβρης του 44’ – Κρίσιμη ταξική σύγκρουση», Σύγχρονη Εποχή

Κυριακή 10 Μαρτίου 2013

Γυναικείο ζήτημα κι εξάρτηση

Το γυναικείο ζήτημα κι η εξάρτηση είναι δυο ζητήματα που παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες. Ίσως είναι επικίνδυνο και λανθασμένο από μεθοδολογική άποψη να εξετάζονται από κοινού, με τον ίδιο τρόπο, αλλά κάποιοι συνειρμοί παραείναι δυνατοί για να τους αγνοήσει κανείς, χωρίς περεταίρω εξέταση.

Αφετηρία μας είναι η αρχέγονη σύνδεση της γυναίκας με την καρπερή «μητέρα γη», που στις ταξικές κοινωνίες συνδέθηκε με αρσενικά χαρακτηριστικά κι έγινε πατρίδα. Τηρουμένων των αναλογιών λοιπόν, η γυναίκα είναι μια χώρα που χάνεσαι στις εκτάσεις της και σε καταπίνει, επεκτείνοντας συνεχώς τα όριά της, μέχρι να καταλάβει όλο σου το είναι. Στην πράξη όμως είναι μια χώρα μέσου επιπέδου, με ισχυρές εξαρτήσεις από το κυρίαρχο ανδρικό φύλο.

Παλιότερα ήταν κτήμα του άνδρα, που την είχε τσιφλίκι και δορυφόρο του και την εκμεταλλευόταν ιμπεριαλιστικά, σαν αποικία. Η γυναίκα δεν είχε δικαιώματα, ούτε δική της (κρατική) οντότητα. Σήμερα το γυναικείο φύλο έχει κατακτήσει τυπικά την ισότητα με τους άνδρες, αλλά υφίσταται τις συνέπειες μιας διαφορετικής (αλλά και τόσο ίδιας) εκμετάλλευσης.

Η γυναίκα απαλλάσσεται από τα νομικά της δεσμά, αλλά παραμένει δέσμια των κοινωνικών προκαταλήψεων και της δύναμης της συνήθειας, της πραγματικής της θέσης στην κοινωνία. Με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, η είσοδός της στην παραγωγή χτυπάει τον τύπο της ανισότητας, αλλά αφήνει άθικτη την ουσία της. Εξάλλου καμία άλλη ισότητα, πέραν της τυπικής, δε μπορεί να νοηθεί σε ένα σύστημα γενικευμένης αδικίας κι ανισότητας, που βασίζεται στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Και το πιο τυπικό παράδειγμα, προς επίρρωση των παραπάνω, είναι η προς τα πάνω εξίσωση των συνταξιοδοτικών ορίων για τους άνδρες και τις γυναίκες, στο όνομα της ισότητας και της δικαιοσύνης, που χτυπάει ευθέως τη μητρότητα, χωρίς να καταπολεμά στο παραμικρό τους πολύ χειρότερους όρους εκμίσθωσης της εργατικής δύναμης των γυναικών στην αγορά εργασίας.

Με άλλα λόγια το γυναικείο φύλο υπόκειται σε ένα είδος «νεο-αποικιοκρατικού καθεστώτος», που διατηρεί με άλλες μορφές την ανισότητα και τα προνόμια των μητροπόλεων. Οι οποίες μπορεί να έχουν την ίδια ετυμολογική ρίζα με τη μητριαρχία, αλλά σε αυτή την περίπτωση υποδηλώνουν την ακριβώς αντίθετη κατάσταση της απόλυτης κυριαρχίας του ανδρικού φύλου.

Επειδή όμως η εκμετάλλευση δεν αφορά πρωτίστως έθνη-κράτη και φύλα αλλά κοινωνικές τάξεις, πρέπει να προσαρμόσουμε ανάλογα και τον παραλληλισμό μας.
Ο μέσος άνδρας δεν είναι ένας ιμπεριαλιστής που εκμεταλλεύεται τη γυναίκα του, ούτε ο εχθρός που πρέπει να στοχοποιηθεί, όπως διακήρυσσε στην εποχή της ακμής του το φεμινιστικό κίνημα. Υφίσταται κι αυτός την ταξική, κοινωνική εκμετάλλευση αλλά λόγω της «ιδιαίτερης θέσης» του έχει τη δυνατότητα να μετριάσει τις συνέπειές της, ξεσπώντας ίσως πάνω στη γυναίκα του για να νιώσει κάπου «ανώτερος», ή παίρνοντας ένα σχετικά μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα των αφεντικών (που εξακολουθούν να παίρνουν σε κάθε περίπτωση τη μερίδα του λέοντος)· όπως ακριβώς η ενσωματωμένη εργατική αριστοκρατία των προηγμένων χωρών του δυτικού κόσμου.
Η γυναίκα αντιθέτως λόγω της δικής της μειονεκτικής θέσης υφίσταται διπλή εκμετάλλευση στα πλαίσια της εργασίας της και του νοικοκυριού. Όπως ακριβώς τη βιώνουν τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα κι η εργατική τάξη των χωρών της δεύτερης και τρίτης ταχύτητας.

Ποια είναι λοιπόν η προοπτική που έχουν μπροστά τους; Η λύση δεν είναι να περιορίσουν τη διπλή εκμετάλλευση που υφίστανται σε ένα ενιαίο είδος, αλλά να παλέψουν για την κατάργησή της συνολικά. Η λύση για τις γυναίκες συγκεκριμένα δεν είναι να φορτώσουν τα βάρη του νοικοκυριού στο φυλετικό τους εχθρό (δηλ τον άνδρα) ή να αδιαφορήσουν πλήρως για αυτά, αλλά να οργανώσουν συλλογικά την οικογενειακή ζωή, από κοινού με τους άνδρες, ώστε να υπερνικήσουν τον υποδουλωτικό χαρακτήρα των αγγαρειών του ατομικού νοικοκυριού. Και στη συνέχεια να «νοικοκυρέψουν» με τον ίδιο τρόπο και την παραγωγή σε πανεθνική και –αργότερα- παγκόσμια κλίμακα. Ο στρατηγικός στόχος δε μπορεί να είναι η απαλλαγή και η (εθνική) «ανεξαρτησία» από τον «καταπιεστή άνδρα», αλλά μια ριζική αλλαγή στις έμφυλες σχέσεις, η ισότιμη (κι ειρηνική) συνύπαρξη των δύο φύλων σε μια άλλη κοινωνική βάση, χωρίς εκμετάλλευση και πρόσθετα βάρη για την οικογένεια.

Η προοπτική αυτή αναδεικνύεται και μέσα από τη μελέτη της εξέλιξης και της ιστορικής πορείας των φαινομένων που εξετάζουμε. Η εμφάνιση κι η ανάπτυξή τους είναι συνυφασμένη με την εμφάνιση των ταξικών κοινωνιών ή του καπιταλισμού ειδικότερα, εφόσον μιλάμε για τον ιμπεριαλισμό, που δεν ταυτίζεται με την έννοια του επεκτατισμού, όπως μαθαίναμε (στην καλύτερη περίπτωση) στο σχολείο αλλά είναι δεμένος με το μονοπώλιο και το χρηματιστικό κεφάλαιο (δηλ τις τράπεζες).

Συνεπώς η προοπτική που περιγράφουμε είναι συνδεμένη με την υπέρβαση του καπιταλισμού και της ταξικής προϊστορίας των ανθρώπινων κοινωνιών εν γένει. Και δεν είναι μια επιστροφή στο παρελθόν του πρωτόγονου κομμουνισμού και της μητριαρχίας, όπου δεν υπήρχαν έθνη, ιμπεριαλισμός, ταξικές ή φυλετικές διακρίσεις. Αλλά η επιστροφή στο μέλλον της ανθρωπότητας, στο ίδιο σημείο της σπειροειδούς εξέλιξης, αλλά σε ποιοτικά ανώτερη σπείρα και με διαφορετική βάση.

Υπάρχουν ωστόσο κάποιοι σύντροφοι που λυγίζουν το κλαδί από την ανάποδη. Ναι μεν δηλ καταλαβαίνουν πολύ καλά πως το ταξικό κριτήριο υπερισχύει του εθνικού και του φυλετικού και ότι οι διακρίσεις θα εξαλειφθούν οριστικά μόνο μετά την τελική επικράτηση της επανάστασης. Ταυτόχρονα όμως υποτιμούν τη σημασία και τη σχετική αυτοτέλεια του γυναικείου κινήματος και της αντι-ιμπεριαλιστικής πάλης, θεωρώντας αναχρονιστική την ύπαρξη της εεδυε και της ογε, ως διακριτά ρυάκια του μετώπου –ή της λαϊκής συμμαχίας πλέον.

Κανείς κομμουνιστής όμως δεν επιτρέπεται να σνομπάρει αυτά τα μέτωπα, να μην τα παλεύει και να μην τα αναδεικνύει. Κανείς σύντροφος δεν πρέπει να υποστείλει τη σημαία αυτών των αγώνων για να σηκώσει αποκλειστικά και μόνο την κόκκινη σημαία του σοσιαλισμού και της επανάστασης. Οι αγώνες αυτοί θα δικαιωθούν μόνο στην κοινωνία του μέλλοντος, αλλά ξεκινάνε από σήμερα, φέρνοντας στο προσκήνιο την αναγκαιότητά της.

Είναι άλλης τάξης ζήτημα ότι πρέπει να καθαρίσουμε τη σκουριά του αστικού κατ’ ουσίαν φεμινιστικού κινήματος, που έμεινε σήμερα χωρίς στόχους και περιεχόμενο, και τις αυταπάτες για ένα αυτόνομο αντι-ιμπεριαλιστικό στάδιο, που θα προετοιμάζει την επανάσταση.
Αν η αντικαπιταλιστική συνείδηση δε στηρίζεται σήμερα στην πάλη ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και τις εξαρτήσεις και το κίνημα για τη γυναικεία χειραφέτηση, θα παραμένει κουτσή, πατώντας σε σαθρά θεμέλια. Όπως πατούσε άλλωστε και μια ορισμένη ερμηνεία του ααδμ, που το έφερνε σε αντιπαράθεση με τον όρο αντικαπιταλιστικό, αντί να αναδεικνύει πως ήταν σε τελική ανάλυση τέτοιο.


Εμπρός στο δρόμο που χάραξε η Λυσιστράτη...

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012

Το ΚΚΕ και το γυναικείο ζήτημα

Σήμερα η κε του μπλοκ, για να τιμήσει την παγκόσμια ημέρα της γυναίκας, αναδημοσιεύει αποσπάσματα από τη μπροσούρα της χρύσας χατζηβασιλείου «το κουκουέ και το γυναικείο ζήτημα». Η μπροσούρα γράφτηκε το 1946, και τα αποσπάσματα προέρχονται από το πρώτο μέρος, με τίτλο: γενικές παρατηρήσεις και συμπεράσματα. Στο κείμενο διατηρείται η ορθογραφία του πρωτότυπου.

Η κοινωνική ουσία του γυναικείου ζητήματος είνε η κατώτερη ή μειονεκτική θέση υποτέλειας που κατέχει η γυναίκα στην κοινωνία σαν άνθρωπος και σαν πολίτης. Είνε το καθεστώς της υποδούλωσης και καταπίεσης, που επιβλήθηκε στη γυναίκα, την υποβίβασε σε κατάσταση υποτακτικού φορτωμένου με υποχρεώσεις, χωρίς δικαιώματα.

Η κατάσταση αυτή για τη γυναίκα δημιουργήθηκε μαζί με τον ταξικό χωρισμό της κοινωνίας στα πλαίσια της πρωτόγονης μορφής και οργάνωσής της μέσα στο γένος. Από τότε η υποδούλωση και η καταπίεση των γυναικών μπορεί να πέρασε διαφορετικές μορφές και στάδια, ανάλογα με την οικονομική εξέλιξη και τις μορφές που έπαιρνε κάθε φορά η ταξική κοινωνία, στην ουσία όμως δεν άλλαξε γιατί δεν άλλαξαν και τα γενεσιουργά αίτιά της, δηλ η οργάνωση της κοινωνίας με βάση το δίκιο του δυνατού και την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Οι θιασώτες της γυναικείας σκλαβιάς δικαιολογούν την ανατροπή του μητριαρχικού δικαίου με αιτίες εξωοικονομικές κι αντιιστορικές, με τη θεωρία της σωματικής και «βιολογικής κατωτερότητας των γυναικών», με τη θεωρία της «διανοητικής των κατωτερότητας κι αναπηρίας». Με αυτόν τον τρόπο βγάζουν το κοινωνικό αυτό πρόβλημα από τον τομέα της κοινωνιολογίας και το τοποθετούν στον τομέα της βιολογίας. Το παίρνουν σαν δοσμένα μια για πάντα κι ανάλλαχτο, κάτω από οποιεσδήποτε οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες.

Με το πέρασμα του χρόνου και με την πρόοδο της κοινωνίας η γυναικεία υποδούλωση άλλαξε μορφή. Από τη θηλυκοκτονία και το μεσαιωνικό γυναικωνίτη, από την ανοιχτή και χωρίς προσχήματα θέση του υποτακτικού και υποζυγίου στα χωριά, περνάει στη σκεπασμένη και ραφιναρισμένη υποδούλωση του αστικού σπιτιού. Μέσα σε αυτό η ταπεινωτική της θέση χρυσώνεται με μια επίφαση ισοτιμίας μέσα στην οικογένεια. Μόλις όμως για την άλφα ή βήτα αιτία οι οικογενειακές σχέσεις ταραχθούν, τότε η θέση της γυναίκας απέναντι στο νόμο και την κοινωνία παίρνει την πραγματική της όψη.

Μα όπως οι οικονομικές αιτίες ήταν εκείνες που καθόρισαν την υποδούλωση της γυναίκας, αυτές είναι πάλι που μαλακώνουν σήμερα τις εκδηλώσεις της σκλαβιάς. Αυτές άλλαξαν ουσιαστικά τη θέση της γυναίκας στην παραγωγή και το σπίτι, έστω κι αν ο νόμος και το δίκιο της ταξικής κοινωνίας συνεχίζει να κρατάει βασικά τη μεροληπτική θέση απέναντί της, ακόμα κι εκεί που της αναγνωρίζει την πολιτική ισοτιμία.

Εφόσον στα πρώτα βήματα της ανθρώπινης κοινωνίας το κοινοβιακό σπίτι ήταν βασική μορφή της τοτινής κοινωνικής παραγωγής, η γυναίκα που το διεύθυνε ήταν βασικός μοχλός της κοινωνικής παραγωγής με ανάλογα δικαιώματα εξουσίας. Όταν άλλαξε ο κοινωνικός καταμερισμός της δουλειάς, στη βάση της εξέλιξης της τεχνικής, κι οι άνθρωποι άρχισαν να ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, το σπίτι έχασε τον κοινωνικό του χαρακτήρα κι έγινε ολότελα βοηθητικό εξάρτημα του κοινωνικού παραγωγικού μηχανισμού. Η γυναίκα έπαψε να παίζει βασικό ρόλο στην κοινωνική παραγωγή κι έγινε υποτακτική στον άντρα που κατείχε τα παραγωγικά σκήπτρα. Με την παραπέρα ανάπτυξη όμως της τεχνικής και την οικονομική εξέλιξη, η γυναικεία δουλειά έγινε πάλι απαραίτητη στον παραγωγικό μηχανισμό. Η γυναίκα σαν παραγωγική δύναμη έπρεπε να πέσει στην αγορά εργασίας. Η προσέλευση της γυναίκας στην οικονομική ζωή δημιουργεί τη βάση για να βρει τη λευτεριά κι ανεξαρτησία της. Η οικονομική ανεξαρτησία φέρνει και την πολιτική και κοινωνική χειραφέτηση

Για αυτό κι η συστηματική κι οργανωμένη κίνηση για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων της γυναίκας παρουσιάστηκε ύστερα από την εμφάνιση της γυναικείας εργασίας ως αποφασιστικού παράγοντα της οικονομικής ζωής. Οι σκοποί κι οι επιδιώξεις του κινήματος του φεμινισμού, παρά τις υπερβολές και τα παράλογα συνθήματα εναντίον των ανδρών, παρά τη συνθηκολόγηση και την απόσπαση του γυναικείου ζητήματος από το σύνολο των κοινωνικών προβλημάτων σαν αυθύπαρκτο ζήτημα, το τοποθετούν στα πλαίσια της δημοκρατικής κίνησης, της ισότητας κι ελευθερίας για το μισό της ανθρωπότητας. Επειδή όμως δεν είδε σωστά το γυναικείο ζήτημα στη γένεση, την εξέλιξη κι εξαφάνισή του, το πήρε σαν αποτέλεσμα και προϊόν μιας αδικίας που δε μπορεί να την εξηγήσει. Έβλεπε τη λύση του μόνο στην παροχή του δικαιώματος της ψήφου, δηλ σε ορισμένες πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, που ήταν κι ο τελικός σκοπός του, χωρίς να πειραχτεί η ρίζα του κακού.

Ο φεμινισμός λοιπόν ήταν κι είνε ένα μεταρρυθμιστικό κίνημα στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού καθεστώτος. Χωρίς να μειώσουμε τον προοδευτικό του ρόλο, που έθεσε το ζήτημα επίμονα μπροστά στην κοινή γνώμη, δεν πρέπει να αποσιωπήσουμε και την αντινομία που περικλείνει. Την αντίθεση ανάμεσα στις φιλελεύθερες επαγγελίες του και τα αντιδραστικά ταξικά συμφέροντα που εξυπηρετεί. Τη γυναικεία χειραφέτηση την περιόριζε ως το σημείο, που δεν έβλαφτε τα συμφέροντα της κεφαλαιοκρατικής ολιγαρχίας.

Σωστή και ξεκάθαρη αντίληψη για το γυναικείο ζήτημα είχε ευθύς εξ αρχής το σοσιαλιστικό κίνημα, που δημιουργούνταν ταυτόχρονα με το φεμινιστικό. Το είδε στην κίνηση, τη γένεση και την εξαφάνισή του και καθόρισε τη θέση του στα πλαίσια του γενικού αναμορφωτικού κοινωνικού κινήματος. Χωρίς να παύσει να οργανώνει και να κινητοποιεί τις εργαζόμενες γυναίκες γύρω από τις άμεσες οικονομικές και πολιτικές τους διεκδικήσεις και τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που πρέπει να αποσπάσουν μες στο κεφαλαιοκρατικό καθεστώς, διέλυε με το φως της επιστημονικής ανάλυσης όλες τις αυταπάτες που έσπερνε ο φεμινισμός.

Το γυναικείο ζήτημα δε μπορούσε να αποσπαστεί από το γενικό αγώνα για την κατάργηση κάθε εκμετάλλευσης. Η ορθή αυτή θέση αποδείχνεται καθαρά από την κατάσταση που δημιουργήθηκε για τη γυναίκα στις αστικές χώρες και στη σοβιετική ένωση στο διάστημα του μεσοπολέμου. Είχαμε ευρωπαϊκές χώρες όπου οι μεταρρυθμιστικοί σκοποί του φεμινισμού είχαν επιτευχθεί από καιρό. Μόλις όμως ήρθε στην εξουσία η αντιδραστική μερίδα της κεφαλαιοκρατίας και διακυβέρνησε με τη μορφή του φασισμού, φάνηκε πόσο σαθρές κι ασταθείς ήταν οι κερδισμένες με αγώνα μεταρρυθμίσεις. Πίσω στην κουζίνα, ήταν το σύνθημα του φασισμού για τις γυναίκες, και το πραγματοποίησε. Όχι ουσιαστικά βέβαια, γιατί χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ τη δράση της γυναίκας εκτός κουζίνας, για την προετοιμασία του πολέμου. Τυπικά όμως κατάργησε όλα τα οικονομικά, νομικά κι πολιτικά της δικαιώματα.

Ταυτόχρονα στη σοβιετική ένωση το ζήτημα αυτό λύθηκε χωρίς επιφύλαξη από την πρώτη μέρα που εγκαθιδρύθηκε η εξουσία των εργαζομένων. Όλοι οι νόμοι κι οι ταπεινωτικές διατάξεις που υπήρχαν στο δημόσιο κι ιδιωτικό δίκαιο και των πιο προοδευτικών δημοκρατιών, γκρεμίστηκαν κι άρχισε η συστηματική προσπάθεια κράτους και κοινωνίας να εξυψωθεί η γυναίκα πολιτικά, επαγγελματικά και πνευματικά και να σταθεί με ίσους όρους πλάι στον άνδρα σε όλους τους τομείς και τις εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής.

Σε ένα λόγο του σε μια διάσκεψη γυναικών στα 1919, ο λένιν έλεγε.
Από τους νόμους που κρατούσαν τη γυναίκα σε υποδεέστερη θέση, δεν έμεινε στη σοβιετική δημοκρατία ούτε μία πέτρα πάνω στην άλλη. Η θέση της γυναίκας από άποψη νομικών, πολιτικών δικαιωμάτων στη σοβιετική ρωσία πρέπει να φαίνεται ιδεώδης ακόμα και στα πιο προοδευμένα κράτη. Κι όμως ξαίρουμε καλά ότι αυτό είναι φυσικά μόνο η αρχή.

Το συμπέρασμα είνε ότι τα δικαιώματα κι οι κατακτήσεις, οι μεταρρυθμίσεις που θα αποσπάσουν οι γυναίκες με τον αγώνα τους στο κεφαλαιοκρατικό καθεστώς, για να κατοχυρωθούν και να μπει το κοινωνικό πρόβλημα της γυναικείας μειονεξίας στο δρόμο της ριζικής λύσης του, πρέπει αναπόφευκτα να συνδυαστεί με τον αγώνα για ριζικές μετατροπές μέσα στην κοινωνία.

Στα επόμενα μέρη η χατζηβασιλείου κάνει μια αναδρομή στην πορεία του γυναικείου ζητήματος στην ελλάδα, (όπου η γυναίκα κρατούσε βάση του ισχύοντος ρωμαϊκού δικαίου τη θέση του προσώπου με μειωμένη προσωπική κατάσταση), στις σχέσεις του με το εργατικό κίνημα και ειδικότερα το κουκουέ, μέσα από αποφάσεις και συνεδριακά ντοκουμέντα του τελευταίου, και κλείνει με την τοποθέτηση του ζητήματος στα δεδομένα της εποχής της και με κάποια συμπεράσματα.

Ξεχωρίζει όμως μια παράγραφος για τις εκλογές του 1920.
Το νεαρό τότε κόμμα του εργαζόμενου λαού έβαλε στην πρώτη γραμμή και τα πολιτικά δικαιώματα της ελληνίδας κι η ανεξάρτητη προεκλογική εξόρμηση των εργατών γινόταν εκείνο τον καιρό μαζί με άλλα και με το σύνθημα: σφυρί δρεπάνι και ψήφο στο φουστάνι.

Ό,τι πρέπει και για τις επικείμενες εκλογές.

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011

Για τη μέρα της γυναίκας (ξανά)

Εναλλακτικό κείμενο, με αφορμή μια τοπική εκδήλωση.

Πήγαμε να μπούμε με αριστερισμό κατευθείαν από την κύρια είσοδο που ήταν κλειδωμένη. Τελικά επιλέξαμε το ζιγκ-ζαγκ που το προτιμά η ιστορία και την κερκόπορτα στα πλάγια, που τη φυλούσε ένας προδότης.


Μπήκαμε στην αίθουσα και μας τύλιξε η μυρωδιά της γιαγιάς. Ελπίδες μέσα στη φορμόλη. Σαν τις ιδέες ενός απολιθώματος. Smells like teen spirit, είπα στον κάσπερ. Και μου είπε για τη συνωμοσία των 27 ετών, ηλικία στην οποία πέθαναν ο κομπέιν, ο τζιμ μόρισιν, ο χέντριξ και η τζόπλιν, οι πιο πολλοί καταπίνοντας τον εμετό τους. Έτσι με κέφι το πήγαμε μέχρι τέλους.

Από νεολαία είχαμε μόνο ένα κοριτσάκι με τη γιαγιά του, ντυμένο στα μωβ (πρώτο σύμπτωμα της γνωστής παιδικής αρρώστιας). Βρήκε κάτι προκηρύξεις δίπλα της, έτοιμη να φωνάξει: "συνάδελφοι!" και να αρχίσει το μοίρασμα.
Τελικά όμως άρχισε να μασουλάει επιδεικτικά ποπ-κορν κι έφυγε στη μέση της εκδήλωσης, παίρνοντας μαζί τη σκληρή ανεμελιά της σημερινής νεολαίας.

Πήραμε από ένα λουλούδι (το δικό μου στραπατσαρισμένο, σαν το ηθικό μας) και καθίσαμε για να ακούσουμε τα κορίτσια της χορωδίας. Χιονισμένα κεφάλια, άλλα με στρώσεις βαφών, ομοιόμορφο ντύσιμο κατηχητικού, ψιλές φωνές και συνοδεία πιάνου.

Είπαν τη μαργαρίτα-μαργαρώ (κι όλοι μαζί, το η μάνα σου είναι τρελή), κι άλλα τραγούδια για την αννούλα, την ειρήνη και διάφορα γυναικεία ονόματα. Περίμενα να πούνε και τη ρίνα-κατερίνα του μπίγαλη, αλλά δεν έκατσε.

Πού είναι τα νιάτα; Πού είναι η ομορφιά; Πού είναι η τόλμη και γοητεία; Μα η ομορφιά των σίριαλ δεν έχει θέση εδώ. Εξαργυρώνει τα κάλλη της και λύνει αλλιώς το πρόβλημά της. Εξαρτά την ευτυχία της από το φαίνεσθαι. Θέλει να μείνει απ’ έξω για πάντα νέα, ενώ το μέσα της σαπίζει.

Η ομορφιά είναι εσωτερική ιδιότητα σύντροφε. Οδηγεί στο άλλο ρεύμα από το απ’ έξω του λένιν, πηγάζει από μέσα κι αντανακλά στο εποικοδόμημα. Σαν τις γυναίκες στις ταινίες της αλίντας δημητρίου. Τη λάμψη στα μάτια δε μπορεί να στη δώσει κανένα καλλυντικό. Ούτε στη λάμψη του φώσκολου μπορείς να τη βρεις.

Και γιατί δε λέμε πιο ντούρα, αγωνιστικά τραγούδια; Γιατί η εκδήλωση ήταν πιο πλατειά, σε συνεργασία με τη δημοτική κοινότητα τριανδρίας κι έγινε εν τέλει πλαδαρή μ’ ένα σωρό επίσημους και τιμώμενα πρόσωπα από το παρελθόν. Κι είχαν και κάτι πρωτιές που δεν τις ακούγαμε κι έτσι η φαντασία συμπλήρωνε τα κενά. Η πρώτη δημοτική σύμβουλος που πέταξε στο διάστημα, ο πρώτος δήμαρχος που τον πέταξαν στη θάλασσα κοκ.

Κι ήταν και μια δεξιά δημαρχίνα κι αγριεύτηκα.
-Τι δουλειά έχει αυτή εδώ; Είναι κι αυτή στην ογε;
-Όχι. Αλλά πρέπει να είναι στον τοπικό σύλλογο.
-Και τι είναι ο σύλλογος; Αυτόνομο σχήμα εαακ;

Μάλλον κάτι είχαμε καταλάβει λάθος. Αλλά τι;

Σε αυτό το σημείο να ευχαριστήσουμε και τους χορηγούς μας...
-Καλά, έχουμε και χορηγούς;
-Σταμάτα, ρε. Τους χορωδούς είπε.
-Α, είπα κι εγώ.
Με όσα γίνονται σήμερα, ποτέ δεν ξέρεις.

Ο μόνος που διασώθηκε από το διαταξικό ναυάγιο ήταν ο θηλυκός γονιός του κάσπερ που μας είπε κάποια πράγματα για την ιστορία της επετείου και τη θέση των γυναικών στην σύγχρονη κοινωνία. Καλά τα είπε αλλά θα μπορούσε να πει κι άλλα (αν δεν ήταν τόσο πλατειά η εκδήλωση).

Να πει για την ώρα της εκδήλωσης που ήταν προσεκτικά διαλεγμένη για να μη συμπέσει με κάνα σίριαλ και χαλάσει την καθημερινή εξάρτηση. Το ίδιο συμβαίνει και με τους άντρες όταν έχει κάνα ποδοσφαιρικό αγώνα. Και με τους κομμουνιστές όταν έχει επιτροπή αγώνα, ή συλλαλητήριο.

Να πει για το σύστημα που δημιουργεί χαζογκόμενες παντός φύλου, αλλά στήνει περισσότερες παγίδες στο γυναικείο, που είναι πιο αδύνατο, όχι απ’ τη φύση του, αλλά εξαιτίας της θέσης του στην κοινωνία. Να πει και για την πορνογραφία που λειτουργεί σα σχολείο για τους άντρες, γιατί δεν υπάρχουν πολλοί άλλοι τρόποι για να μάθεις λεπτομέρειες για τη σεξουαλική πράξη.
Κι εκεί γεννιούνται τα πρώτα σπέρματα του μισογυνισμού. Μαθαίνεις να βλέπεις τη γυναίκα ως σκεύος ηδονής, η οποία αυξάνει ευθέως ανάλογα με την ταπείνωση της συντρόφου σου.

Να πιάσει το σφυγμό όσων ήταν εκεί, να τους μιλήσει απλά, με παραδείγματα από τη ζωή τους και τη μιζέρια που όλοι λουζόμαστε.
Να τους πει... να σου πω την αλήθεια ούτε εγώ ξέρω τι παραπάνω θα μπορούσε να τους πει. Δώσε μου λίγο χρόνο να το σκεφτώ κι ίσως τα γράψω ολοκληρωμένα του χρόνου, στην επόμενη επέτειο. Ή και πιο νωρίς. Μια επέτειος είναι απλά η αφορμή, όχι ευκαιρία για καμπανιακή δράση.

Μετά από όλα αυτά ήμασταν έτοιμοι για την χτεσινή πορεία. Αυτή τη φορά συνδιοργανωτές ήταν το παμε και το μας. Δεν αναμένονταν εκπλήξεις (δυσάρεστες και γενικώς).

Φωνάξαμε ότι οι μόνες θυσίες που έχουνε αξία είναι στον αγώνα για την άλλη εξουσία (ναι, αλλά τι αξία; Ανταλλακτική ή αξία χρήσης); Προς το παρόν όμως, ο κόσμος ζει στον κομπέιν του, αντιστρέφει διαλεκτικά το σύνθημα και θυσιάζει σαν αβραάμ τις αξίες του για να επιβιώσει.

Φωνάξαμε, στον καπιταλισμό ποτέ συγχωροχάρτι (νόμος είναι το δίκιο του εργάτη). Και σκέφτηκα ότι έτσι κι αλλιώς δεν είμαστε ιερά εξέταση για να δίνουμε συχωροχάρτια κι ίσως να ταίριαζε πιο πολύ αν φωνάζαμε το σύνθημα για τους οπορτούνες. Στον οπορτουνισμό ποτέ συχωροχάρτι!
Ακόμα κι αυτό όμως δεν είναι τελείως σωστό, γιατί τακτικά και με το διάβολο μπορεί να συμμαχήσεις. Κι η τακτική συμμαχία (όχι για το μέτωπο, αλλά για τα επιμέρους) δεν πάει να πει ότι δίνεις συχωροχάρτι σε κάποιον. Ούτε σε μας τους ίδιους δεν πρέπει να δίνουμε. Το φάρμακο για τα λάθη είναι η αυτοκριτική. Η συγχώρεση έρχεται στην πορεία.

Σταματήσαμε μπροστά στα public όπου η εργοδοσία απέλυσε μια συντρόφισσα (με αριστερίστικο παρελθόν) κι όταν μας είδε να πλησιάζουμε πήγε να κατεβάσει το στόρι για να μην ενοχλήσουμε την πελατεία της. Αλλά οι σύντροφοι πρόλαβαν, το σταμάτησαν κι αυτό δεν άντεξε στην πίεση του κινήματος και λύγισε κάνοντας μια καμπύλη που από μακριά έμοιαζε με αψίδα του ταξικού μας θριάμβου. Κάναμε ένα τέταρτο παρέμβαση και διαλυθήκαμε συντονισμένα λίγο αργότερα.

Εμείς εν τω μεταξύ ήμασταν τελευταίο μπλοκ, ουρά του κινήματος κι όπως κοιτούσαμε προς τα πάνω για να δούμε από πού βολεύει καλύτερα για την έφοδο στον ουρανό, στάμπαρε ένας δικός μας μια ταράτσα και μια πινακίδα που έγραφε: κέρδος. Τίποτα άλλο, απλά κέρδος. Θα μπορούσε να είναι η εφημερίδα, αλλά δεν είχε ούτε λογότυπο, ούτε κάτι άλλο.

Κι όπως στεκόμασταν οκτώ πατώματα πιο κάτω και το κοιτούσαμε με δέος, είπαμε πως είναι το ιδανικό σκηνικό για ένα σεκίτικο δρώμενο. Να ανέβει πάνω ένας ακτιβιστής με ξυλοπόδαρα, ή ένα κίνημα με ξύλινη γλώσσα και πήλινα πόδια και το κοινό από κάτω να δει το όνειρό του να γίνεται πραγματικότητα: ο άνθρωπος πάνω από το κέρδος.

Περάσαμε από το μαγαζί ταμτάκος στην ερμού, καταλήξαμε στο βρετανικό προξενείο κι ανανεώσαμε το αγωνιστικό ραντεβού για μια άλλη φορά που ο καιρός πιο μενετός. Πολύ κρύο εφέτος...

Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

Σαν γυναίκα κι εγώ

Η ιδέα της ταύτισης του κομμουνισμού με το γυναικείο φύλο δεν είναι καινούρια. Κρατάει από την εποχή του αριστοφάνη. Από το ειρηνικό φεμινιστικό κίνημα με την λυσιστράτη και την κορύφωσή του στις εκκλησιάζουσες με την πραξαγόρα. Οι γυναίκες παίρνουν την εξουσία στα χέρια τους κι εφαρμόζουν ένα καθεστώς κοινοκτημοσύνης που βασίζεται στη δουλεία. Όσο μπροστά από την εποχή του κι αν ήταν ο αρίστος, δεν έπαυε να δεσμεύεται από τα όριά της και τις ολιγαρχικές του πεποιθήσεις. Εξάλλου και στο σοσιαλισμό ακόμα θα έχουμε ταξικά κατάλοιπα.


Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι η κοινοκτημοσύνη δε μένει μόνο στα υλικά αγαθά, αλλά επιβάλλεται και στον ερωτικό τομέα. Θα ‘ρθουν οι κομμουνιστές και θα μας πάρουν τις γυναίκες. Πολλούς αιώνες μπροστά από τον χρυσό δικό του ο αρίστος.
Αν κι η δική του ουτοπία στόχευε στο αντίθετο βασικά: να μην αφήσει κανέναν ακτήμονα κι ανέραστο. Κάθε νέα γυναίκα έπρεπε πρώτα να πάει με έναν γέρο κι άσχημο άντρα, προτού χαρεί τον έρωτα με έναν νέο της αρεσκείας της κι αντιστρόφως. Κι αυτό γιατί το χρήμα θα έχανε κάθε αξία κι οι γέροι δε θα είχαν κανέναν τρόπο να προσελκύσουν το άλλο φύλο.

Το μικρό απολίθωμα γνώρισε τις κωμωδίες του αρίστου διασκευασμένες σε κόμικς από το δίδυμο ακοκαλίδη-αποστολίδη και κρατά για αυτές μια ξεχωριστή θέση στο σεντούκι με τις παιδικές του αναμνήσεις. Καλαίσθητες διασκευές, με σεβασμό στο πρωτότυπο κι έξυπνους αναχρονισμούς που έδεναν τον χρυσό αιώνα με το παρόν της χρυσής δεκαετίας με τις βάτες.
Στις εκκλησιάζουσες πχ, το νέο σύστημα ονομάζεται πραξισμός, από το όνομα της πραξαγόρας (κι ας μην ξεχνάμε ότι ο γκράμσι ανέφερε το μαρξισμό στα τετράδια της φυλακής ως φιλοσοφία της πράξης). Το προτσές των κοινωνικοποιήσεων προχωρά με γνήσια πασοκικό στιλ και ρυθμούς δημοσίου. Και μία από τις βουλευτίνες σκοτώνεται στη δουλειά και τραγουδάει τη μαίρη παναγιωταρά του κηλαηδόνη.

Ο «πρωτόγονος κομμουνισμός» ήταν η ουτοπία της επιστροφής σε ένα ωραιοποιημένο κοινοτικό παρελθόν, χωρίς ταξικές διακρίσεις, η ανάμνηση του οποίου παρέμενε ακόμα ζωντανή στα χρόνια του αριστοφάνη και καταγράφεται –μεταξύ άλλων και- στο μύθο του απολεσθέντα παραδείσου. Η ιδέα του κομμουνισμού άρχισε να παίρνει σάρκα κι οστά κατά το σύντομο –χρυσό- εικοστό αιώνα των επαναστάσεων, κατ’ εικόνα κι ομοίωση των σπουδαίων μορφών του γυναικείου κινήματος.

Ο σοσιαλισμός που γνωρίσαμε είχε την όψη της ρόζας, με το στραβό περπάτημα, σαν τα ζιγκ-ζαγκ της ιστορίας και την πλακουτσωτή μύτη. Το άρωμα της νάντιας κρούπσκαγια και την παιδαγωγική της φροντίδα για το λένιν και το σοβιετικό λαό. Την τόλμη της βαλεντίνας τερένσκοβα –κι ας μη στέριωσε ο γάμος της με την κουμπαριά του γκαντέμη του νικήτα. Τον ηρωισμό της απασιονάρια που πέθανε ευτυχισμένη, νοέμβρη του 89’, ένα μήνα πριν διαλυθεί το σύμπαν. Τα μπράτσα της νταρντάνας κολχόζνικας από την ύπαιθρο. Τη δύναμη της κοζάκας. Τα όμορφα, λεπτά χαρακτηριστικά κοριτσιών σαν τα κρύα τα νερά από την ουκρανία, που τα μαγάρισαν έλληνες νταβάδες.

Αν δε μπορείς να έχεις αυτό που αγαπάς (μικρό κομμουνισμό έτοιμο για άμεση απονέκρωση), αγάπα τουλάχιστον αυτό που έχεις (τον υπαρκτό). Κι αν σε προδώσει στην πορεία, μην κάνεις σαν απατημένος εραστής κι αρχίσεις να λες ότι όλες οι σοβιετίες τέτοιες είναι και πάντα στο τέλος μας προδίδουν. Κάνε την αυτοκριτική σου και κράτα την μέσα σου με νοσταλγία. Από το ολότελα καλή και η ανάμνηση. Σα δεσμώτες προλετάριοι στο πλατωνικό σπήλαιο, θα σπάσουμε τις αλυσίδες και θα κάνουμε την ιδέα πράξη. Μην ακούς τους ζηλόφθονους που λένε ότι η δομή της αγάπης μας έμοιαζε με την πολιτεία του πλάτωνα.

Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο. Κι όσο ζουν ακόμα, στον επίγειο παράδεισο, δηλ στον κομμουνισμό, όπου δεν υπάρχουν αντιθέσεις κι η βασική αντίφαση θα είναι η συζήτηση για το φύλο των αγγέλων. Κι επειδή δεν υπάρχουν άγγελοι σου λέω, θα συζητάμε για το φύλο του σοσιαλισμού και τη διπλή κοινωνική φύση της σοβιετίας. Θηλυκός σοσιαλισμός με ανδρικά κατάλοιπα που πεθαίνουν σταδιακά.

Οι κομμουνιστές κατοχύρωσαν πρώτοι στην πράξη το δικαίωμα ψήφου για τις γυναίκες στις εκλογές για την κυβέρνηση του βουνού. Έβγαλαν την πρώτη γυναίκα αρχηγό κόμματος (και το μαράκι-δαμανάκι που περίσσευε το δάνεισαν στον συνασπισμό). Άλλο αν το αστικό λάιφ στάιλ λύσσαξε να τη βγάλει σιδηρά κυρία χωρίς θηλυκότητα. Τα πρότυπά τους προωθούν τις χαζογκόμενες κάθε φύλου. Όσες δε μπορούν να ακολουθήσουν καταλήγουν καταθλιπτικές με σύνδρομα κατωτερότητας. Οτιδήποτε διαφορετικό πέφτει στον καιάδα της αισθητικής. Η μόνη αποδεκτή παρέκκλιση είναι το πρότυπο της δυναμικής σκύλλας, σαν τη διαμαντοπούλου, που απ’ το πολύ λίφτινγκ και τράβηγμα, έχει γίνει σα νεκροκεφαλή με περούκα.

Στην χρυσή δεκαετία, η αλέκα είχε γράψει και μια μαρξιστική μελέτη για το γυναικείο ζήτημα. Την η εποχή που ήταν –ακόμα- στα πάνω του εκείνος ο φεμινισμός που έβλεπε τους άνδρες ως εχθρούς του γυναικείου κινήματος. Σήμερα τα μέλη του πολίτ μπιρό δε γράφουν πλέον βιβλία –σημείο των καιρών. Κι ο ρηχός φεμινισμός βαδίζει χέρι-χέρι με την αντίληψη του ακηδεμόνευτου για το κίνημα και την πρωτοπορία.
Κίνημα χωρίς κόμμα, ψάρι χωρίς ποδήλατο.

Οι κομμουνιστές αναγνωρίζουν τη διπλή καταπίεση της γυναίκας. Ξέρουν ότι οι ταξικές κοινωνίες είναι πατριαρχικές κι ότι η πρωτόγονη μητριαρχία δεν ήταν απλά μια αντεστραμμένη πατριαρχία με διακρίσεις και προνόμια. Παλεύουν για την ισότητα των δύο φύλων που ολοκληρώνεται στον κομμουνισμό με την κατάργηση κάθε είδους ανισότητας. Και προσπαθούν να την εφαρμόσουν στο σήμερα, ξεκινώντας μέσα στο σπίτι τους και το κόμμα.

Θα ξέρουμε ότι έχουμε πλησιάσει το στόχο τη μέρα που τα μισά μέλη της κεντρικής επιτροπής θα είναι γυναίκες (επειδή το αξίζουν, όχι με ποσόστωση) κι ο θηλυκός μου γονιός δε θα μείνει σπίτι να κάνει δουλειές τη μέρα της απεργίας, για να μπορέσουν να πορευτούν οι δυο μαντράχαλοι της οικογένειας.

Σάββατο 13 Μαρτίου 2010

Είναι μικρό το γήπεδο

Αλλά είναι δίπλα από το σπίτι του λαού και βόλεψε για την εκδήλωση για τη μέρα της γυναίκας. Από τα παλιά ωραία κλειστά σοβιετικής τεχνοτροπίας, όπου έφαγαν τα γόνατά τους ο γκάλης κι ο τσατσένκο.

Αυθόρμητη προσυγκέντρωση στον ηλεκτρικό, μπαίνουν μπροστά αυτοί που ξέρουν. Σύντροφοι που έδωσαν ραντεβού στις επτά για να ‘ναι εκεί απ’ τις έξι, όχι αντίστροφα. Στη διαδρομή βρίσκουμε λαϊκά σπίτια, τη στάση της κολούμπια και τη μυρωδιά του παλιού, καλού καιρού όπου όλα ήταν πιο απλά κι οι εργάτες άκουγαν βινύλια και ψήφιζαν κουκουέ. Οι μουσικές ταξιαρχίες είχαν τον πανούση κι η ελαφρά τη ριζούπολη που ήταν απλώς ένα γήπεδο όπου δε σταύρωνε νίκη ο παοκ, χωρίς επιστήμονες και φυσούνες.

Στους τοίχους συνθήματα για τον πανιώνιο και τον αο μάνης. Και μια αφίσα συριζα που δεν κατεβάσαμε γιατί κατά βάθος είμαστε φίλαθλοι με κουλτούρα. Άλλο αν ένας σεξιστής εργάτης δίπλα έλεγε αστεία για τους γκέι κι ότι όλα αυτά περί χειραφέτησης γυναικών θα τα πληρώσουμε μια μέρα (εμείς οι άντρες).
Τυπικός σταλινικός εργάτης που δίνει κανονικά τη συνδρομή του στο κόμμα, αλλά όταν γυρίζει σπίτι χτυπάει την γυναίκα του (άλλο αν αυτή ήταν δίπλα του και γελούσε).

Ο στίβος της ταξικής παλαίστρας ήταν μικρός για να μας χωρέσει και μείναμε απ’ έξω, ευμενώς ουδέτεροι. Οι σύντροφοι μέσα άπλωσαν τα λάβαρα και τα πανό κι έπιασαν τα πέταλα, οι φανατικοί στην τρία λόγω της τρίτης διεθνούς του λένιν-στάλιν, που είναι ένα πρόσωπο, ενιαίο κι αδιαίρετο μες στην πολλαπλότητά του.

Κι άρχισαν να ανταλλάζουν συνθήματα. «Κου-κου-έ…» το ένα πέταλο, «Ι-σχυ-ρό» απαντούσε το απέναντι. «Δύ-να-μη…», «…στο-λα-ό». Ώσπου μπήκε στο γήπεδο η γγ και… χαμός. Φωνές, χαρτάκια, συνθήματα, τύμπανα, βουβουζέλες αλά ντιναμό κιέβου, φωτοβολίδες. Σύντροφοι, προστατέψτε την ομάδα μας…
Κι η αλέκα ξεκίνησε το λόγο δυνατά από την αρχή –πραγματικός μονόλογος στα γκολπόστ του ταξικού αντιπάλου. Η καλύτερη άμυνα είναι η λαϊκή αντεπίθεση.

Για αρχή τα ‘χωσε στον γιωργάκη. Πού περπατά και βρίσκει κόσμο που θέλει να του πάρουν το μισθό;
Μετά σύγκρινε τα δυο συστήματα. Ο σοσιαλισμός κάνει λάθη, αλλά ο καπιταλισμός εγκλήματα. Μια αντίθεση που ξεπέρασαν διαλεκτικά πολλά κκ με τα εγκληματικά τους λάθη.
Είπε και δυο φράσεις στο κλίμα της ημέρας. Συντρόφισσες και φίλοι… κανείς-καμία να μην…

Τόνισε την ανάγκη να διαβάζουν οι σύντροφοι και να μη μένουν στην τυπική γνώση. Το οποίο διαβάζεται κι αντίστροφα. Είναι ανάγκη να αρχίσουν και τα στελέχη να γράφουν θεωρητικά βιβλία και να μη μένουν μόνο στα πρακτικά. Όπως αυτό που έγραψε η αλέκα για το γυναικείο ζήτημα. Στη δεκαετία με τις βάτες.

Έβαλε στις σωστές ράγες το γυναικείο ζήτημα που δεν άρχισε με τη γυναικεία ψήφο αλλά με το κεφάλαιο του μαρξ και τη θεωρία της υπεραξίας.
Οι μικροαστές φεμινίστριες βλέπουν τον εχθρό τους στους άνδρες και για να δείξουν πως δεν τους χρειάζονται έβγαλαν σύνθημα: γυναίκα δίχως άνδρα, ψάρι χωρίς ποδήλατο. Οι σύντροφοί τους στο εργατικό κίνημα λένε ακριβώς το ίδιο για το κόμμα και τους εργάτες. Εργάτες χωρίς κόμμα, ψάρι χωρίς ποδήλατο, ένα βήμα πριν τα σοβιέτ χωρίς μπολσεβίκους.

Ο λένιν θεωρούσε το νοικοκυριό αντιπαραγωγική εργασία.
Μέχρι που ήρθε το τρένο της ετε να κάνει την εργασία χαρά και τις σοβιετικές σπεσιαλιτέ παιχνίδι. Αλλά το τρίτο λεμόνι (εκ του λομονόσοφ) της τρόικας των βαζιουλινίστας μας είπε ότι οι σοβιετικές ταβάριτσες δεν είχαν σερβιέτες κι έβαζαν χαρτί. Κι όσες κνίτισσες υπότροφες δεν είχαν προνοήσει να φέρουν μαζί τους, υπέφεραν.
Μια φορά το βινύλιο έχει πιο ζεστό ήχο από τον ψηφιακό κι είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο.

Αλλά αυτή η ελευθερία είναι κίβδηλη, ψευδαίσθηση τύπου περπατάω και πετάω.
Είναι αλήθεια ότι οι συντρόφισσες σήμερα έχουν μεγαλύτερη ελευθερία στις σχέσεις τους. Αλλά είναι πραγματική αυτή η ελευθερία; αναρωτιόταν η γγ.
Ελευθερία από ποιον; ρωτούσε κι ο λένιν. Από τη μητρότητα; Απ’ τις σοβαρές συνέπειες του έρωτα; Ελευθερία μοιχείας; Από τις προκαταλήψεις και τη στενότητα ενός περιβάλλοντος; Από τους υλικούς περιορισμούς στον έρωτα;

Την ίδια στιγμή έξω απ’ το κλειστό οι σύντροφοι έγδυναν με τα μάτια κάποιες κοπέλες απ’ τα δεσμά της συστημικής μόδας και των τάσεών της, που απαγορεύτηκαν μαζί με όλες τις τάσεις στο δέκατο συνέδριο των μπολσεβίκων. Κι έκαναν πάνω τους κοντινά πλάνα με το βλέμμα τους και ζουμ στα όμορφα μάγουλά τους που ήταν κόκκινα και ταξικά.
Μάγουλα ρόσα τριουνφερά.

Αλλά η πραγματική ομορφιά είναι αλλού. Σε ένα χαμόγελο, στα καθάρια βλέμματα, στην έκφραση του προσώπου, στη στάση της ζωής. Στις γιαγιάδες που έζησαν εξορίες και βασανιστήρια, αλλά αντέχουν ακόμα. Στη ρόζα λούξεμπουργκ με το αστείο σουλούπι και την πλακουτσωτή μύτη που σαγήνευε τα πλήθη. Στη βαλεντίνα τερένσκοβα που πέταξε στο διάστημα κι ας μην ήταν θεά του έρωτα από εμφάνιση. Στις σοβιετικές νταρντάνες που έπιαναν στα χέρια τους τη ρώσικη γη και την έστυβαν.

Στοιχεία που αυτονομούνται και φτιάχνουν δικά τους πρότυπα ομορφιάς, με ταγάρια, αμπέχωνα, κόβες κι αρβυλάκια. Θυμάμαι στη συνοικιακή οβα μια συντρόφισσα με ρετρό χαρακτηριστικά. Πρόσωπο μαύρο, καπνισμένο τσουκάλι, πεταχτά δόντια, μεγάλα φρύδια, σαν καρτποστάλ απ’ τα χρόνια του σαράντα με μαχήτριες του δσε. Ώσπου πήγε κι έβαψε τα μαλλιά της κι έπαθα σοκ μεταμοντέρνο, όπως σε μια αρχαία τραγωδία που κατάλαβα ότι η αντιγόνη φορούσε στρινγκ. Αναχρονισμοί του κερατά.

Στη σοβιετία επί μπρέζνιεφ η μέρα της γυναίκας έγινε εθνική γιορτή κι αργία που υπάρχει ακόμα και σήμερα. Το σοσιαλισμό τον ανέτρεψαν, αλλά οι συμβολισμοί του μέσα στον κόσμο μένουν ζωντανοί.
Οι κομμουνιστές επιβάλλουν με την πάλη τους παγκόσμιες μέρες μνήμης κι οι αστοί φροντίζουν να τους αλλάξουν περιεχόμενο και να τις κάνουν ακίνδυνες.

Ο λόγος τελείωσε μες σε συγκίνηση κι αποθέωση. Σηκώστε κεφάλι, σοσιαλισμός και πάλι. Εννιά δεκαετίες… Στα εκατό να βγάλουμε κι επετειακή φανέλα.
Οι πιο βιαστικοί έφυγαν να γλιτώσουν το μποτιλιάρισμα. Κι εγώ μαζί τους γιατί με περίμενε η μπρέζνιεβα.
Που ξεπατώθηκε αυτές τις μέρες με την απεργία και σήμερα το πρωί που την ξύπνησα μου τραγουδούσε είμαι η μαίρη παναγιωταρά..! γιατί είχε ρώσικα κι έπρεπε να καθαρίσει και το μπάνιο.
Και μας κόβω να μένουμε χωρίς συζυγικό καθήκον σήμερα.

Αλλά τι περίμενες από έναν σταλινικό άνεργο που γεμίζει ένα κείμενο για τη μέρα της γυναίκας με μπάλες και ποδόσφαιρα…

Υστερόγραφ0: http://www.youtube.com/watch?v=Lmuu_m5nI5I

Κυριακή 8 Μαρτίου 2009

Καν' το κι εσύ


Ένας σίγουρος τρόπος να σε μισήσουν οι ταβάριτς της σοβιετίας ήταν να αγνοήσεις τη γιορτή της γυναίκας. Σα να τους πρόσβαλες νοοτροπία, ήθη κι έθιμα.
Ο κλασικός ο μπιπ ο δυτικός που θα 'λεγε κι ο γεωργίου.

Ακόμα και σήμερα αν ξεχάσεις ή ειρωνευτείες την ημέρα αυτή μπροστά σε γυναίκα που έχει ζήσει στη σοβιετία, αλίμονό σου. Θα σε καρυδώσει. Κι αν ήταν στο χέρι της, ίσως ξανάνοιγε τα γκούλαγκ για σένα και τους ομοίους σου.

Τέτοιες μέρες έχουν συνήθως την υποκρισία όλων των παγκόσμιων ημερών. Ένα κάρο ανακοινώσεις, πολλή φιγούρα και μπόλικο τίποτα. Άλλοθι για την κατάσταση τις υπόλοιπες 364 μέρες του χρόνου.

Στη σοβιετία όμως η μέρα της γυναίκας ήταν εθνική γιορτή και αργία. Όταν μια τέτοια μέρα είναι γιορτή για όλο το [σοβιετικό] λαό αποκτά άλλη αξία.

Γυναίκες σαν την κρούπσκαγια και τη βαλεντίνα τερένσκοβα έδειξαν στην πράξη πώς σπάνε οι φραγμοί του φύλου τους και κατακτάται η ισότητα.
Αλλά οι πιο πολλοί έχουν μάθει να βλέπουν ωραίες συσκευασίες αντί για γοητευτικούς ανθρώπους με προσωπικότητα. Κι όταν ακούν ρωσία φέρνουν στο μυαλό τους τα κορίτσια της νύχτας.
Στερεότυπο που πιο πολύ χαρακτηρίζει όσους το έχουν, όχι αυτές στις οποίες αναφέρεται.

Σε μια ταινία προ δεκαετίας με τον τίτλο πολαρόιντ μια κοπέλα με μια κάμερα ρωτάει τον κόσμο στο δρόμο να της πει τι είναι η συλλογικότητα και φτιάχνει ένα βιντεάκι με τις αντιδράσεις του (πχ ένας γιάπης που την κοιτάει σαν ουφο και τρέχει να της ξεφύγει).

Σε κάποια φάση συναντά δυο ρωσίδες ιερόδουλες. Στην αρχή σκαν στα γέλια με την ερώτηση.
Με τα πολλά η μία καταλαβαίνει τι τις ρώτησε κι αρχίζει γελώντας στα ρώσικα ένα τραγουδάκι που έμαθε μικρή στο σχολείο για τη σοβιετία και το λένιν.
Η ειρωνεία ήταν εμφανής, αλλά μέχρι το τέλος κανείς δεν έδωσε καλύτερη απάντηση από αυτήν την κοπέλα.

Δύο πράγματα θέλει να πει με αυτή τη σκηνή ο ποιητής.
Να απαξιώσει τη σοβιετία κι όποιο αίσθημα συλλογικότητας την έχει ως σημείο αναφοράς.
Και να δείξει πόσο φαιδρή μοιάζει η συλλογικότητα όταν φτάνεις σε τέτοια κατάντια.

Η ερώτηση των πενήντα εκατομμυρίων βέβαια είναι αν για αυτή την κατάντια φταίει η συλλογικότητα [σοβιετία] ή ότι σταμάτησε να υπάρχει.
Κι αυτό δένεται και με κάτι ακόμα. Κομμάτι της κατάντιας μας στον καπιταλισμό είναι να θεωρούμε τη συλλογικότητα αστεία, ντεμοντέ, χρεοκοπημένη. Και να γελάμε με αυτήν αντί να κλαίμε με την κατάντια μας. Με την οποία συμβιβαστήκαμε.

Αν η καθιέρωση της γιορτής της γυναίκας ως εθνική αργία λέει πολλά για τη σοβιετία το υπόλοιπο εορτολόγιο δεν είναι λιγότερο εντυπωσιακό.
Με το πάσχα και τα χριστούγεννα ασχολούνταν πρακτικά ελάχιστοι (αυτό θα πει ευτυχία).
Μπορεί η μητρόπολη να γέμιζε από ορθόδοξους, αλλά αυτό για τα δεδομένα του πληθυσμού της μόσχας δε σήμαινε τίποτα.

Η πρωτοχρονιά γιορταζόταν κανονικά.
Από το ανατολικό μέχρι το δυτικό άκρο της σοβιετικής επικράτειας είχαμε καμιά δεκαριά αλλαγές χρόνου. Οπότε κάθε περιοχή γιόρταζε μία φορά κανονικά κι άλλη μία μαζί με τη μόσχα που ήταν πρωτεύουσα κι έδινε τη γραμμή.
Ίσως κάποιοι βλέπουν σε αυτό μεγαλορωσικό αυταρχισμό. Στην ουσία είναι το διαλεκτικό δέσιμο της αποκέντρωσης με τον κεντρικό σχεδιασμό.

Η πρωτομαγιά δεν ήταν απλή αργία (ούτε απεργία) και γιορταζόταν επί διήμερο.
Μία εβδομάδα μετά ήταν η 9η μάη, η αντιφασιστική νίκη των λαών.
Ως εθνικές γιορτές τιμούνταν ακόμα η 23η φλεβάρη, μέρα του κόκκινου στρατού κι η μέρα της οκτωβριανής επανάστασης που με το καινούριο ημερολόγιο πέφτει 7 νοέμβρη.

Παρά την αντεπανάσταση, η σημασία των ημερών αυτών δεν έσβησε από τη μνήμη του σοβιετικού λαού.
Νωπή είναι η περίπτωση με τα 60χρονα της αντιφασιστικής νίκης, όπου οι μαζικές αντιδράσεις ματαίωσαν το σχέδιο του πούτιν να αντικαταστήσει τη σημαία του κόκκινου στρατού με την οποία προέλασαν οι σοβιετικοί κατά των ναζί.

Έτσι, η τακτική που ακολουθήθηκε στη μετασοβιετική ρωσία ήταν να αφήσουν άθικτες τις μέρες, αλλά να αλλάξουν την ονομασία και το περιεχόμενο.
Η 23η φλεβάρη πχ είναι μέρα του στρατού γενικά. Κάτι αντίστοιχο επινόησαν και για τις 7 νοέμβρη (χωρίς δέκα μπροστά).

Την ίδια τακτική ακολούθησαν με το σοβιετικό ύμνο. Τον οποίο τελικά επανέφεραν αλλάζοντας μόνο τα λόγια.
Για εμάς όμως που ούτως ή άλλως δεν ξέρουμε ρώσικα (και πιάναμε μόνο το όνομα του λένιν) οι συνειρμοί και το ρίγος στο άκουσμά του παραμένουν αναλλοίωτα. Ακόμα κι αν πρόκειται για ποδόσφαιρο (όπου συνήθως ακούγεται ο ύμνος στο ευρύ κοινό).

Ο ύμνος αυτός είχε τη δική του ιστορία, η οποία λίγο-πολύ είναι γνωστή σε όλους.
Το 77 με το σοβιετικό σύνταγμα του μπρέζνιεφ τα λόγια άλλαξαν, απαλείφθηκε η αναφορά στο σύντροφο με το μουστάκι κι έμεινε μόνο αυτή στο λένιν.
Αυτό που δεν είναι ευρύτερα γνωστό είναι ότι στα πρώτα χρόνια η σοβιετία αντί ύμνου είχε τη διεθνή.

Εδώ κάθε τροτσκιστής που σέβεται τον εαυτό του βρίσκει έναν ιδιαίτερο συμβολισμό. Όχι απλά μια στροφή που υπαγορευόταν από τις ανάγκες του μεγάλου πατριωτικού πολέμου (όπως βαφτίστηκε η αντίσταση στους ναζί κατά το δεύτερο παγκόσμιο) αλλά την τελική λογική συνέπεια της εγκατάλειψης του διεθνισμού από τη μουστακική ηγεσία.

Αυτό που είναι σίγουρο όμως είναι ο συμβολισμός στο σοβιετικό εορτολόγιο. Το οποίο λέει πολλά για το σοβιετικό λαό, τη συλλογική του μνήμη και την καλλιέργειά του.
Αλλά και για το αν άφησε κάτι πίσω της η σοβιετία, ή ήταν απλώς ένα σκουπίδι της ιστορίας που πετάχτηκε στον κάλαθο των αχρήστων αφήνοντας πίσω του μόνο μπόχα και δυσωδία.

Το τελευταίο το πιστεύουν αρκετοί. Τη μπόχα που ζουν τώρα τη συνήθισαν και δεν τους πειράζει τόσο.
Εμείς πάλι είμαστε οπαδοί της ανακύκλωσης.
Που στην ουσία της είναι διαλεκτική όσα λίγα προτσέσα στον κόσμο.