Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ελληνικός καπιταλισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ελληνικός καπιταλισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

Η ελληνική κρίση

Περνάμε σήμερα στο τρίτο και τελευταίο μέρος της παρουσίασης ενός (αρκετά διαδεδομένου στο ελληνικό αριστεροχώρι) ερμηνευτικού σχήματος της κρίσης από το βιβλίο του Σακελλαρόπουλου, για να συνεχίσουμε σε ένα άλλο μέρος με κάποιες κριτικές επισημάνσεις. Στο μέρος αυτό, ο συγγραφέας εξετάζει την ελληνική περίπτωση σε συνάρτηση με τα παγκόσμια χαρακτηριστικά της κρίσης που μας εξέθεσε στα προηγούμενα κεφάλαια. Υπόψη ότι εδώ παρουσιάζονται μόνο κάποια αποσπάσματα, με τα θεωρητικά συμπεράσματα, ενώ παραλείπονται για λόγους οικονομίας στοιχεία και στατιστικοί πίνακες, που τα τεκμηριώνουν (δε βρίσκεται εκεί άλλωστε η διαφωνία μας).

-.-.-

Στην παρούσα μελέτη θα προσεγγίσουμε την ελληνική οικονομική κρίση ως την κρίση ενός συγκεκριμένου μοντέλου συσσώρευσης που είχε επιλέξει η ελληνική αστική τάξη. Μία κρίση που ενεργοποιήθηκε τόσο από την ανάδυση εσωτερικών αντιφάσεων του ελληνικού καπιταλισμού όσο και από τις πιέσεις που εσωτερίκευσε ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός από την παγκόσμια και την ευρωπαϊκή κρίση (παράμετρος που λείπει εντελώς από την αφήγηση των κυριαρχικών στρωμάτων αφού θεωρούν πως η κρίση είναι αποκλειστικό ελληνικό φαινόμενο για το οποίο ευθύνονται οι Έλληνες πολίτες με τις υπέρμετρες απαιτήσεις τους και οι ελληνικές κυβερνήσεις για την υποχωρητικότητα που επέδειξαν).

Αφού λοιπόν ανασκευάζει με επιχειρήματα και στατιστικά στοιχεία την αστική αφήγηση περί υπερδιογκωμένου δημοσίου, υψηλών μισθών, κτλ, περνάει στο επόμενο υποκεφάλαιο.

3. Το πραγματικό πρόβλημα: η ελλιπώς ανταγωνιστικότητα του ελληνικού καπιταλισμού κι η όξυνση του φαινομένου αυτού σε περίοδο κρίσης

Αφού εξετάσαμε διάφορα επιχειρήματα των κυρίαρχων ελίτ, θα επικεντρώσουμε στη δική μας θέση για το βασικό, αλλά όχι μοναδικό, αίτιο της σημερινής κρίσης: Ο ελληνικός καπιταλισμός προσχώρησε το 1981 στην τότε ΕΟΚ έχοντας, με την εξαίρεση του εφοπλισμού και ορισμένων τομέων της ελληνικής οικονομίας (κατασκευές, τσιμεντοβιομηχανία, χαλυβουργία), σημαντικό πρόβλημα ανταγωνιστικότητας σε σχέση με τα ευρωπαϊκά κεφάλαια. Ωστόσο, η επιλογή έγινε από το ελληνικό αστικό κράτος το οποίο, λειτουργώντας με γνώμονα τη μακροπρόθεσμη αναπαραγωγή της κεφαλαιακής σχέσης, θεωρούσε πως ο ανταγωνισμός με τα πιο δυναμικά ευρωπαϊκά κεφάλαια θα συνέβαλε στην εσωτερική αναδιάρθρωση της ελληνικής παραγωγικής δομής με εκκαθάριση των μη ανταγωνιστικών κεφαλαίων. Από την άλλη, η Αριστερά, από την εποχή της δεκαετίας του 1960, ακόμη υποστήριζε πως η είσοδος της χώρας στην ΕΟΚ θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα για την ελληνική οικονομία.

Τελικά και το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας παρέμεινε, παρότι υπήρξε μερική εσωτερική αναδιάρθρωση, και η μέχρι το 2009 πορεία της ελληνικής οικονομίας δεν ανέδειξε καταστροφικά προβλήματα. Το παράδοξο αυτό οφείλεται σε μια σειρά παραγόντων που κατόρθωσαν να διατηρήσουν τον ελληνικό καπιταλισμό σε ένα πλαίσιο ευρωπαϊκής τροχιάς, μεταθέτοντας την ανάδυση των δομικών του προβλημάτων για αργότερα.

Συγκεκριμένα:
α) η ύπαρξη εθνικού νομίσματος μέχρι το 2001 επέτρεψε τη διακύμανση των συναλλαγματικών ισοτιμιών ανάλογα με τις προθέσεις της εκάστοτε κυβέρνησης για τόνωση των εξαγωγών.
β) οι σχετικά χαμηλοί μισθοί που δίνονταν στο πλαίσιο της ελληνικής οικονομίας διατήρησαν αυτό το πλεονέκτημα του ελληνικού καπιταλισμού.
γ) στον ανωτέρω παράγοντα (β) ήρθε να προστεθεί και το γεγονός της μαζικής εισόδου μεταναστών μετά την πτώση του ανατολικού συνασπισμού, με αποτέλεσμα την ύπαρξη ενός φτηνού κι ανασφάλιστου, σε μεγάλο βαθμό, εργατικού δυναμικού που περιόρισε το πραγματικό κόστος παραγωγής.
δ) Η συνέχιση της ανάπτυξης του εφοπλισμού, του τουρισμού και των κατασκευών ως βασικών συνιστωσών.
ε) η ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος κι η τόνωση της αγοράς μέσω των νέων χρηματοπιστωτικών παραγώγων
στ) η χρησιμοποίηση των διαφόρων κοινοτικών πλαισίων στήριξης τόσο ως μορφών ενίσχυσης παραγωγικών και εμπορικών δραστηριοτήτων όσο και ως υλικών στοιχείων δημιουργίας δεσμών κοινωνικής συναίνεσης.

Γιατί όμως υποστηρίζουμε πως το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας διατηρήθηκε; Πολύ απλά γιατί δεν υπήρχε σχεδιασμός και στρατηγική για μία ποιοτική μεταλλαγή των χαρακτηριστικών που προαναφέραμε σε αυτά ενός καπιταλισμού υψηλής τεχνολογίας και ανταγωνιστικότητας.

(...)

Όλη αυτή η τεχνολογική υστέρηση που περιγράφηκε θα δείξει μια δυσκαμψία στο να μπορέσει να υπάρξει ένας τεχνολογικός μετασχηματισμός του ελληνικού καπιταλισμού, εντελώς απαραίτητος για τον ανταγωνισμό εντός του πλαισίου της ΟΝΕ. Έτσι, ο δειλός προσανατολισμός προς την τεχνολογία είχε και τα αντίστοιχα αποτελέσματα τόσο στο χαρακτήρα της παραγωγής όσο και σε αυτόν των εξαγωγών, όπου η επιλογή σε επένδυση σε κλάδους μέσης και υψηλής τεχνολογίας πραγματοποιήθηκε με πολύ αργούς ρυθμούς.

(...)

Σε διάστημα μιας δωδεκαετίας (1994-2006) και όντας η χώρα στην ΟΝΕ, οι αλλαγές προς την κατεύθυνση της μέσης/υψηλής και υψηλής τεχνολογίας σε ορισμένους τομείς σημείωσαν οπισθοχώρηση και σε άλλους ελαφρά μόνο ανάπτυξη. Έτσι, στη δημιουργία προστιθέμενης αξίας και οι βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας και αυτές της μέσης προς υψηλή τεχνολογίας έχουν μείωση της συμμετοχής τους. Το ίδιο συμβαίνει και στον τομέα της διάρθρωσης των επενδύσεων. Περιορισμό της συμμετοχής τους έχουν και οι βιομηχανίες χαμηλής τεχνολογίας. Αντίθετα, ωφελημένες εμφανίζονται οι βιομηχανίες μέσης προς χαμηλή τεχνολογίας. Σε ό,τι αφορά τη διάρθρωση των απασχολούμενων και τη διάρθρωση του αριθμού των καταστημάτων, και εδώ οι βιομηχανίες μέσης προς χαμηλή τεχνολογίας εμφανίζουν άνοδο, ενώ μείωση παρουσιάζουν οι βιομηχανίες χαμηλής τεχνολογίας. Οι βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας και αυτές της μέσης προς υψηλή τεχνολογίας είτε εμφανίζουν στασιμότητα είτε πολύ περιορισμένη ανάπτυξη.

Συνολικά ιδωμένο το όλο πλαίσιο δείχνει μεν μία υποχώρηση των βιομηχανιών χαμηλής τεχνολογίας αλλά αυτό δεν είναι ικανοποιητικό γιατί τον πραγματικό δυναμισμό τον παρουσιάζουν οι βιομηχανίες μέσης προς χαμηλή τεχνολογίας.

Το 1995 η Ελλάδα είχε το χαμηλότερο ποσοστό εξαγωγών υψηλής τεχνολογίας από όλες τις χώρες που θα αποτελέσουν στη συνέχεια την ΟΝΕ και για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, ενώ το 2011 θα ξεπερνά μόνο την Πορτογαλία. Κάτι αντίστοιχο ισχύει για τις εξαγωγές υψηλής/μέσης τεχνολογίας, όπου και το 1995 αλλά και το 2011 η Ελλάδα παρουσίαζε το μικρότερο ποσοστό εξαγωγών σχετικά υψηλής τεχνολογίας απ' όλες τις χώρες της ΟΝΕ.

Αυτή η στάση εξηγεί και γιατί ο λόγος εμπορεύσιμων μη εμπορεύσιμων αγαθών στην καθαρή προστιθέμενη αξία περιοριζόταν συνέχεια στα χρόνια πριν από την κρίση. (...) Το συμπέρασμα που προκύπτει συγκεφαλαιώνεται πολύ εύστοχα στη φράση των Οικονομάκη, Ανδρουλάκη και Μαρκάκη: "για όλη την περίοδο μετά την είσοδο στη ζώνη του ευρώ η ελληνική οικονομία βάσισε, συγκριτικά περισσότερο έναντι του συνόλου της Ε.Ε.27, την ανάπτυξή της στην ανάπτυξη των παραγωγικών κλάδων που δεν εκτίθενται στο διεθνή ανταγωνισμό. Επομένως, ο τύπος ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας δεν προϋπέθετε και δεν οδηγούσε σε βελτίωση της ανταγωνιστικής της θέσης στο διεθνή καταμερισμό εργασίας.

Μέσα ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο ένα προϋπάρχον πρόβλημα που είχε διαμορφωθεί με την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ θα επιταθεί με την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ και θα οδηγήσει στην κρίση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Στα επόμενα υποκεφάλαια ο συγγραφέα εξετάζει τη διακύμανση αυτού του ισοζυγίου, όπου μεταξύ άλλων σημειώνει τα εξής:

Το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως και πριν από την είσοδο στην ΟΝΕ αλλά και μετά συντελέστηκε μία αναδιάρθρωση στη δομή των ελληνικών εξαγωγών εις βάρος των προϊόντων χαμηλής τεχνολογίας. Ωστόσο, αυτή η αναδιάρθρωση ήταν αργή, περιορισμένη και μερική και δεν μπόρεσε να λειτουργήσει ανασχετικά στα χρόνια προβλήματα ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού. Ως αντίδοτο, και σε συνδυασμό με την εσωτερική αναδιάρθρωση, υιοθετήθηκε ο μερικός γεωγραφικός αναπροσανατολισμός των ελληνικών εξαγωγών. Ωστόσο, και αυτό έγινε σε περιορισμένο βαθμό, μη βελτιώνοντας τους όρους του εμπορικού ισοζυγίου.

(...)

Το τελικό αποτέλεσμα ήταν το διαρκώς ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο. Αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός πως η Ελλάδα πραγματοποιούσε υπέρμετρες εισαγωγές. Οι ελληνικές εισαγωγές ήταν συγκριτικά πιο περιορισμένες. Το πρόβλημα είχε να κάνει με τη μεγάλη διαφορά μεταξύ ελληνικών εισαγωγών και ελληνικών εξαγωγών που επιβάρυνε συνεχώς το εμπορικό ισοζύγιο και κατ' επέκταση το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Για να συνεχίσει με το χρέος, το έλλειμμα και το τραπεζικό σύστημα.

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών καλύφτηκε σε σημαντικό βαθμό μέσω της έκδοσης ομολόγων. Δεδομένης της αύξησης του ελλείμματος του ισοζυγίου αυτού ως ποσοστού του ΑΕΠ αναγκαστικά αυτό οδηγούσε τόσο σε αύξηση των τόκων που πληρώνονταν. Σε αυτό διευκόλυνε και το γεγονός πως η ένταξη στην ΟΝΕ έδινε τη δυνατότητα στο ελληνικό κράτος να δανειστεί με χαμηλότερο επιτόκιο και ταυτόχρονα να επεκτείνει την αποπληρωμή των δανείων σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Κατά συνέπεια από τη μια είχαμε μία αυξανόμενη ανάγκη του ελληνικού κράτους για δανεισμό και από την άλλη πολύ ευνοϊκές συνθήκες για την πραγματοποίηση αυτού του δανεισμού.

(...)

Διαπιστώνουμε μια κατακόρυφη άνοδο του χρέους από τη στιγμή της εισόδου στην ΕΟΚ, μία σε γενικές γραμμές σταθεροποίηση μεταξύ 1995 και 2005, όπου οι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ ήταν αρκετά υψηλοί, μία σημαντική αύξηση μεταξύ 2005 και 2008 και μία ραγδαία αύξηση το 2009.
Συμπερασματικά, το βασικό δεν ήταν η αύξηση σε απόλυτους αριθμούς του χρέους αλλά η δυσανάλογη αύξησή του σε σχέση με την αύξηση του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα ένα υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ να πηγαίνει στην πληρωμή τόκων.

Κι έτσι φτάνουμε στο τελευταίο υποκεφάλαιο, που παρατίθεται σχεδόν ολόκληρο

8. Η έλευση της κρίσης

Όσα αναφέραμε για το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας που είχε η ελληνική καπιταλιστική οικονομία επιδεινώθηκαν με την ανάδυση της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής κρίσης.Συγκεκριμένα, ήδη από το 2005 και μετά, αρκετοί δείκτες άρχισαν να παρουσιάζουν πτωτικές τάσεις (τουρισμός, έσοδα από ναυτιλία, κοινοτικές επιχορηγήσεις), ενώ λίγο αργότερα θα αρχίσει και η πτώση της κερδοφορίας των τραπεζών που με τη σειρά της θα οδηγήσει στον περιορισμό των δανειακών χορηγήσεων. Σε αυτό το πλαίσιο και στη βάση όσων αναφέραμε για την προσπάθεια ανάκαμψης της χρηματοπιστωτικής κερδοφορίας μέσω της στροφής προς τα ασφάλιστρα κινδύνου (CDS), η Ελλάδα το φθινόπωρο του 2009 εμφανίστηκε ως η χώρα που παρουσίαζε το μεγαλύτερο κίνδυνο χρεοκοπίας. Αυτό συνέβη γιατί αυξήθηκε το δημόσιο έλλειμμα και το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ λόγω της μείωσης του τελευταίου, εξαιτίας του συνδυασμού εγχώριας κι εξωτερικής κρίσης.

Πιο συγκεκριμένα, το Νοέμβριο του 2009 η απόδοση των ελληνικών ομολόγων άρχισε να ανεβαίνει με ραγδαίους ρυθμούς. Αυτό συνέβη γιατί υπήρξε απροθυμία των επενδυτών να έχουν ελληνικά ομόλογα στα χαρτοφυλάκιά τους τα οποία θεωρήθηκε πως παρουσίαζαν υψηλούς κινδύνους αθέτησης. Σε αυτό συνέβαλε και η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τους οίκους αξιολόγησης μετά τον Οκτώβριο του 2009.

Το δικό μας συμπέρασμα είναι πως υπήρξε μια διαλεκτική σχέση μεταξύ ενός ελλιπούς ανταγωνιστικά μοντέλου συσσώρευσης του οποίου εντάθηκαν οι αντιφάσεις λόγω της συμμετοχής της χώρας στην ΟΝΕ και της εκμετάλλευσης της ανάγκης μερίδας του διεθνούς κεφαλαίου για γρήγορη κερδοφορία και ανάκαμψη από την κατάσταση της κρίσης. Κάτω από άλλες συνθήκες είναι πιθανό η ενεργοποίηση των αντιφάσεων να γινόταν με πιο αργούς ρυθμούς χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα μπορούσε να ανασταλεί επ' αόριστον - πλην της περίπτωσης να μεσολαβούσε κάποιο άλλο σημαντικό γεγονός (πχ η ανακάλυψη σημαντικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου σε κάποιο σημείο της χώρας).

Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα, μια δυτική καπιταλιστική χώρα, βρέθηκε στο χείλους της χρεοκοπίας και αυτό δεν ήταν κάτι που επιθυμούσαν οι ευρωπαϊκές ελίτ για τέσσερις λόγους: α) πολλά ελληνικά χρεόγραφα βρίσκονταν στην κατοχή των ευρωπαϊκών, κυρίως γαλλικών και γερμανικών, τραπεζών, β) οι ελληνικές τράπεζες ήλεγχαν σε μεγάλο βαθμό το τραπεζικό σύστημα δύο άλλων ευρωπαϊκών χωρών: της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας, γ) η χρεοκοπία μιας χώρας της ζώνης του ευρώ θα οδηγούσε σε μεγάλη αναστάτωση τις χρηματαγορές ρίχνοντας την αξία του κοινού νομίσματος, δ) προσφερόταν η ευκαιρία για πειραματισμό γύρω από ένα νέο μοντέλο κεφαλαιακής συσσώρευσης, η γενικευμένη εφαρμογή του οποίου θα συντελούσε στην ανόρθωση των συνολικών ποσοστών κερδοφορίας.

Με αυτήν την έννοια και πριν περάσουμε στην παρουσίαση του περιεχομένου των πακέτων των μνημονίων, αξίζει να σταθούμε στο στρατηγικό περιεχόμενο αυτών των επιλογών. Τα υιοθετούμενα "πακέτα" οικονομικών μέτρων θα επιτελέσουν ένα διπλό ρόλο: από τη μία, θα διασώσουν μερίδες του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και από την άλλη, θα χρησιμεύσουν ως πυξίδα για τη νέα μορφή που θα "πρέπει" να πάρει ο καπιταλισμός και ως προς αυτό ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός θα αποτελέσει ένα πεδίο κοινωνικού πειραματισμού.

Στόχος είναι η μείωση σε συντριπτικό βαθμό του βιοτικού επιπέδου της μεγάλης μάζας του πληθυσμού, η υποχώρηση των μη μονοπωλιακών μερίδων του κεφαλαίου, η μισθωτοποίηση των μέχρι πρότινος νέων μικροαστικών στρωμάτων και μία ακραία εκδοχή οξυμένου κρατικού αυταρχισμού που θα περιορίζει δραστικά τα όποια περιθώρια κοινωνικών αντιστάσεων. Τα κυριαρχούμενα στρώματα θα ζουν σε ατμόσφαιρα "χαμηλότατων προσδοκιών", ενώ το ζητούμενο δε θα είναι να έχει κάποιος μόνιμη δουλειά με αξιοπρεπείς αποδοχές, αλλά να έχει δουλειά άσχετα του πόσες ώρες θα δουλεύει και πόσο θα αμείβεται.

Σε επίπεδο συνασπισμού εξουσίας, η αλλαγή του προτύπου συσσώρευσης σημαίνει την εκδίωξη/υποβάθμιση μη μονοπωλιακών μερίδων ως αποτέλεσμα των εκκαθαριστικών λειτουργιών της κρίσης. Αντίστοιχα επιδιώκεται η ενδυνάμωση των μονοπωλιακών μερίδων που επιβιώνουν. Στο όλο πλαίσιο εμπλέκεται και το εξωγενές κεφάλαιο (αλλοδαπό αλλά και εφοπλιστικό) που θα έρθει να εγκατασταθεί στη χώρα. Δεδομένου πως μεγάλος όγκος ξένων κεφαλαίων αναμένεται να επενδυθούν  λόγω των "ευκαιριών" που θα δημιουργηθούν, είναι αναμενόμενο να ανατραπεί και ο συσχετισμός μεταξύ ενδογενούς και εξωγενούς κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, οι μικροαστικές τάξεις θα περιορίσουν την παρουσία τους ως τάξεις-στηρίγματα. Και αυτό γιατί η παραδοσιακή μικροαστική τάξη βρίσκεται σε συρρίκνωση λόγω της ενίσχυσης των μονοπωλίων. Η νέα μικροαστική τάξη πολώνεται προς την εργατική τάξη δεδομένου πως μισθωτοποιείται σε σημαντικό βαθμό, τα εισοδήματά της μειώνονται και ο ρόλος της σε μία μονοπωλιακή επιχείρηση γίνεται όλο και πιο εκτελεστικός. Για την ελληνική κοινωνία όλα αυτά έχουν ιδιαίτερη σημασία αφού παραδοσιακά χαρακτηριζόταν από μεγαλύτερη παρουσία μικροαστικών στρωμάτων σε σχέση με τις υπόλοιπες δυτικές κοινωνίες. Η ελληνική αυτή ιδιομορφία οφείλεται στην ύπαρξη πολυάριθμων αγροτικών στρωμάτων, στον μικροϊδιοκτησιακό/οικογενειακό χαρακτήρα πολλών βιοτεχνιών και εμπορικών επιχειρήσεων (αποτέλεσμα της ανάγκης βιοπορισμού των ηττημένων του εμφυλίου) καθώς και στην προσφυγή στην ιδιοκτησία ακινήτων ως μορφής ασφαλούς επένδυσης σε μια χώρα με ταραχώδη πολιτικό βίο.

Από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ η κοινή αγροτική πολιτική οδήγησε στη δραστική μείωση των αγροτικών στρωμάτων. Ωστόσο, έπρεπε να περιοριστούν και τα υπόλοιπα τμήματα της "μεσαίας" τάξης που είχαν διογκωθεί στη δεκαετία του 1980. Αυτό μόνο μερικώς επετεύχθη από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της τελευταίας εικοσαετίας. Χρειάζονταν πιο δραστικές πολιτικές και γι' αυτό υιοθετήθηκε η πολιτική των μνημονίων.

Τα παραπάνω οδήγησαν σε μια αναδιάταξη τόσο στη μορφή των κοινωνικών συμμαχιών όσο και στο περιεχόμενο της αστικής ηγεμονίας και της αποσπώμενης κοινωνικής συναίνεσης. Η νέα κοινωνική συμμαχία περιλαμβάνει κυρίως αστικά στρώματα και για να μπορέσει να ηγεμονεύσει, χρειάζεται ένα νέο πρόταγμα που δε θα έχει κατ' ανάγκη θετικό πρόσημο. Ένα βασικό, δομικό, στοιχείο που συγκρότησε την κοινωνική συναίνεση στον καπιταλισμό ήταν η πίστη στην αλλαγή προς το καλύτερο και η προσδοκία της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας. Αυτό πλέον αλλάζει και τίθεται στο επίπεδο των ελάχιστων προσδοκιών. Οι κυριαρχούμενες τάξεις δε θα ελπίζουν πλέον σε μια βελτίωση της ζωής του αλλά θα συναινούν σε όποιο σχέδιο υπόσχεται τη μη χειροτέρευση. Τα παραπάνω δεν πρέπει να μας οδηγήσουν σε απόψεις περί "συνωμοσίας" των ελίτ. Αναμφίβολα και σε ελλαδικό και σε διεθνές επίπεδο αρχικά υπήρξε ένας αιφνιδιασμός για τη δριμύτητα της κρίσης. Θα χρειαστεί να περάσει ένα διάστημα για να γίνει αντιληπτό πως η κατάσταση αποτελεί ταυτόχρονα κίνδυνο και ευκαιρία: κίνδυνος να μη μπορέσει να υπάρξει διαχείριση της κρίσης με ανεξέλεγκτες συνέπειες και απροσδιόριστο μέλλον. Ευκαιρία για απόσπαση μεγάλης μάζας πλούτου από τα λαϊκά στρώματα, συντηρητικής αναδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων και εκκαθάρισης των μη ανταγωνιστικών κεφαλαίων. Από την άλλη, το ξένο κεφάλαιο και τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, πέραν του βραχυπρόθεσμου κινδύνου απώλειας κεφαλαίων τους που είχαν επενδυθεί σε ελληνικά ομόλογα, είδαν τη δυνατότητα για πιο στρατηγικούς μετασχηματισμούς, δηλ τη χρησιμοποίηση ενός ανεπτυγμένου καπιταλιστικού σχηματισμού ως "πειραματόζωου" δομικής τροποποίησης του κοινωνικού συσχετισμού δύναμης με σκοπό τη διευρυμένη εφαρμογή ενός νέου μοντέλου.

Αντί επιλόγου, παραθέτω μία σημαντική υποσημείωση του τρίτου υποκεφαλαίου, που δεν είμαι όμως καθόλου σίγουρος ότι τηρείται τελικά στην πράξη.

Η αναφορά στα προβλήματα ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να εκληφθεί ως κάποιου είδους επιθυμία από μέρους μας για ύπαρξη ενός ιδιαίτερα ανταγωνιστικού ελληνικού καπιταλισμού. Ο σκοπός είναι η περιγραφή κι η ανάλυσης μιας οικονομικοκοινωνικής πραγματικότητας. Από εκεί και πέρα, από τη σκοπιά των συμφερόντων των κυριαρχούμενων τάξεων, το ζήτημα σε τακτικό επίπεδο είναι η μείωση του βαθμού εκμετάλλευσης της ζωντανής εργασίας από το κεφάλαιο, και σε στρατηγικό η κατάργηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.

Σάββατο 3 Μαΐου 2014

Το αστικό πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα από το 1950 ως το 1967

Η κε του μπλοκ αντιγράφει και δημοσιεύει σήμερα το μεγαλύτερο μέρος του προλόγου του εκδοτικού της σύγχρονης εποχής στο βιβλίο του μάκη μαΐλη που έχει τον τίτλο της ανάρτησης και έρχεται κατά κάποιον τρόπο ως επιστέγασμα του δεύτερου τόμου του δοκιμίου, με συμπληρωματικά στοιχεία. Ήδη από τον πρόλογο φαίνεται το πολιτικό στίγμα του βιβλίου κι έχουμε μια σημαντική κι ανοιχτή αυτοκριτική εξέταση πτυχών της πολιτικής και στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος στην ελλάδα αλλά και διεθνώς. Καλή ανάγνωση και κάθε γόνιμος προβληματισμός στα σχόλια ευπρόσδεκτος.


Η αναγνώστρια κι ο αναγνώστης που το βλέμμα τους θα πέσει στον τίτλο αυτού του βιβλίου, είναι πιθανόν να αναρωτηθούν ξεφυλλίζοντας τις σελίδες του: «ποιο ενδιαφέρον μπορεί να έχει το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα πριν μισό αιώνα, για όποιον δεν ασχολείται συστηματικά με τη μελέτη της ιστορίας;

Όμως η μελέτη αυτή δεν εκπονήθηκε για να ικανοποιήσει κυρίως τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα του ιστορικού πολιτικού μελετητή. Ο βασικός σκοπός της είναι να υπηρετήσει την εργατική πολιτική συνειδητοποίηση, την αποτελεσματικότητα της σημερινής ιδεολογικής-πολιτικής ταξικής πάλης. Με θεωρητικό και μεθοδολογικό εργαλείο ανάλυσης των ιστορικών γεγονότων τη διαλεκτική υλιστική αντίληψή τους, αυτή η μελέτη οδηγεί σε συσχετισμούς των γεγονότων της περιόδου 1950-1967 με τα σημερινά γεγονότα. Με άλλα λόγια: Η κατανόηση της σχέσης οικονομίας-πολιτικής στο παρελθόν, η κατανόηση του οικονομικού υπόβαθρου στη διαμόρφωση του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα μετά τη νίκη της αστικής τάξης στη σύγκρουσή της με το ΔΣΕ, βοηθά να κατανοηθούν και οι σημερινές εξελίξεις στο πολιτικό σύστημα της Ελλάδας στη σχέση τους με τις οικονομικές-κοινωνικές εξελίξεις.

Ποια είναι τα κοινά στοιχεία ανάμεσα στο παρελθόν και την τρέχουσα πολιτική κατάσταση; Είναι η κινητικότητα για τη διαμόρφωση νέων αστικών κομμάτων, οι μετακινήσεις αστών πολιτικών μεταξύ παλιών και νέων κομματικών σχηματισμών, η ρευστότητα στις μετακινήσεις τους αλλά και στη σύγκρουση των νέων πολιτικών σχημάτων που εμφανίζονται ως αντίπαλα μεταξύ τους. Είναι οι σχέσεις της ελληνικής αστικής τάξης, των εκάστοτε πιο ισχυρών σχημάτων της, με τους ξένους συμμάχους της, σχέσεις συμμαχίας καπιταλιστικών συμφερόντων ενάντια στα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα, που όμως διατρέχονται από την ανισομετρία της καπιταλιστικής ανάπτυξης και ισχύος. Διατρέχονται από αντιθέσεις μεταξύ των ιδιαιτέρων συμφερόντων των εθνοκρατικά συγκροτημένων αστικών τάξεων. Είναι αντιθέσεις που εκφράζουν και μεσοπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη κινητικότητα στη συγκρότηση των εξωτερικών συμμαχιών, που αποτυπώνουν επίσης τις αλλαγές στο συσχετισμό μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών διεθνώς, αλλά και ανάλογα με την πορεία έκβασης της ταξικής πάλης στο εσωτερικό κάθε χώρας.

Είναι ιδιαίτερης σημασίας αυτό το στοιχείο. Η συγκρότηση του «μετεμφυλιακού» αστικού πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα, θα λέγαμε συνολικότερα η ανασυγκρότηση των αστικών θεσμών, οικονομικών και στρατιωτικών, στηρίχτηκε στη νέα μεγάλη μεταπολεμική σύμμαχο, τις ΗΠΑ, που είχε αναδειχτεί σε ηγετική δύναμη του ιμπεριαλισμού, καθώς και σε ό,τι απέμενε ως υπόλειμμα από την παλιά μεγάλη σύμμαχο, το Ηνωμένο Βασίλειο.

Ωστόσο η επίδραση των ΗΠΑ αποτυπώνεται ακόμη και στο παλάτι, παρόλο που δεν υπήρχε άμεσο παρελθόν σε αυτή τη σχέση. Ήταν όμως επόμενο αυτό το αποτύπωμα των ΗΠΑ και στο θεσμό της βασιλείας στην Ελλάδα, σε αυτή την περίοδο. Η βασιλεία συνιστούσε όργανο της αστικής εξουσίας, με αρμοδιότητες ως επικεφαλής του στρατεύματος και ως ο εντολέας σε υποψήφιο πρωθυπουργό για τη συγκρότηση κυβέρνησης. Η διαπλοκή του θεσμού της βασιλείας στην Ελλάδα με τους κρατικούς μηχανισμούς των ΗΠΑ, είχε ως αφετηρία της το γεγονός ότι η βασιλεία άμεσα παρέμβαινε στο στρατό και τη διεύθυνση του υπουργείου Άμυνας. Από την άλλη, η μεταπολεμική ανασυγκρότηση των «Εθνικών Ενόπλων Δυνάμεων» στην Ελλάδα έγινε με την άμεση συμμετοχή των ΗΠΑ –οικονομική (Σχέδιο Μάρσαλ, Δόγμα Τρούμαν) –πολιτική-στρατιωτική- και στη συνέχεια με την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ.

Παράλληλα, όσο στην πορεία της δεκαετίας του 1950 το ελληνικό αστικό κράτος ξαναστεκόταν στα δικά του πόδια πιο στέρεα, δυνάμωνε ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός του, που εκφράστηκε με την πολιτική επιλογή σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ (1961).

Σε αυτό το σημείο, αξίζει να θυμίσουμε ότι και οι σχέσεις ΝΑΤΟ-ΕΟΚ αποτύπωναν μια σύνθετη αντιφατική σχέση μεταξύ των κρατών-μελών τους, που είχε αντανάκλαση και στη σχέση της Ελλάδας με το ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ, στις θέσεις των κυβερνητικών κομμάτων ή σε αστικές αντιθέσεις σχετικές με τις εκάστοτε κυβερνητικές επιλογές.

Αν και τα σημαντικότερα κράτη-μέλη της ΕΟΚ συμμετείχαν στο ΝΑΤΟ, αν και η ΕΟΚ ήταν οικονομικός-πολιτικός συνασπισμός, ενώ το ΝΑΤΟ στρατιωτικός-πολιτικός, αν και οι δύο συνασπισμοί είχαν ως καθαρό ταξικό αντίπαλό τους την ΕΣΣΔ και τα άλλα σοσιαλιστικά κράτη, ωστόσο οι μεταξύ τους αντιθέσεις ήταν βαθύτερες και εκδηλώθηκαν πιο καθαρά στον 21ο αιώνα. Πολύ συνοπτικά μπορούμε να κωδικοποιήσουμε αυτές τις αντιθέσεις ως εξής:

-Το Ηνωμένο Βασίλειο, σταθερή σύμμαχη δύναμη των ΗΠΑ και μέλος του ΝΑΤΟ, δε συμμετείχε στην ΕΟΚ.
-Η Γαλλία, τότε η ισχυρότερη καπιταλιστική δύναμη στην ηπειρωτική Ευρώπη, είχε περιόδους μη συμμετοχής στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, λόγω αντιθέσεών της με τις ΗΠΑ για τον έλεγχο των βάσεων στην Ευρώπη.
-Η Γερμανία, ταχύτατα οικονομικά ανασυγκροτημένη μετά τον πόλεμο με τη στήριξη των ΗΠΑ, βασική δύναμη της ΕΟΚ, αρχικά στερούνταν στρατιωτικής δύναμης, με βάση τη Συμφωνία του Πότσνταμ.
-Η Τουρκία, μέλος του ΝΑΤΟ, με σύμμαχο το Ην. Βασίλειο στις διεκδικήσεις της στην Κύπρο, είχε και την προτίμηση των ΗΠΑ, λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης στο υπογάστριο της ΕΣΣΔ, αλλά και της γειτνίασής της με τη Μέση Ανατολή. Ταυτόχρονα, οι αντιθέσεις Ελλάδας-Τουρκίας δεν περιορίζονταν μόνο στο Κυπριακό.

Σε αυτό το κουβάρι των αντιθέσεων, εκδηλώθηκε αστικό πολιτικό ρεύμα αμφισβήτησης της ένταξης στο ΝΑΤΟ ή τουλάχιστον τέθηκε ζήτημα ισχυρότερης διαπραγμάτευσης, αμφισβήτησης της Συμφωνίας εγκατάστασης βάσεων των ΗΠΑ στην Ελλάδα, καθώς και αντιρρήσεις για τη σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ.

Με αυτό το σύνολο των αντιθέσεων μπορούμε να εξηγήσουμε και εκείνες που εμφανίστηκαν μεταξύ κορυφαίων αστών πολιτικών (επικεφαλής κομμάτων, πρωθυπουργών ή υπουργών) και των βασιλέων, να ερμηνεύσουμε μεταβολές στην υποστήριξη του ενός ή άλλου αστού πολιτικού από τις ΗΠΑ, τη Βρετανία, το βασιλιά, να εξηγήσουμε εκείνες τις μεταβολές που αφορούν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, αστό πολιτικό που είχε εξέχοντα ρόλο τόσο στην περίοδο 1950-1967 όσο και στα πρώτα επτά χρόνια της μεταπολίτευσης (1974-1981) αλλά και στη συνέχεια ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Μπορούμε να κατανοήσουμε πως η αστική εξουσία διαμορφώνει και αναδιαμορφώνει τις εφεδρείες της, αλλά και πώς διαμορφώνεται εξελίσσεται ο προσανατολισμός των κομμάτων και των ηγετών τους προς το ένα ή το άλλο βασικό σύμμαχο κράτος, ανάλογα και με την κοινότητα των εξωτερικών συμφερόντων τους, από τα οποία απορρέει και η αντίστοιχη πολιτική τους.

Στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, τα συμφέροντα Βρετανίας-Τουρκίας στην Κύπρο είναι ενιαία κι αντίθετα με τα συμφέροντα της Ελλάδας, των δε ΗΠΑ έχουν μεγαλύτερη κοινότητα με εκείνα των Βρετανίας-Τουρκίας. Αυτή είναι σημαντική βάση για να αναπτυχθεί πιο ισχυρό αστικό ρεύμα ευρωπαϊκού προσανατολισμού, παρόλο που το εφοπλιστικό κεφάλαιο της Ελλάδας έχει στενούς δεσμούς με το βρετανικό-αμερικανικό. Διόλου τυχαία ο Κ. Καραμανλής μετά τη διένεξη με το παλάτι και την παραίτησή του από πρωθυπουργός (1963), εγκαταλείποντας την Ελλάδα εγκαταστάθηκε στη Γαλλία.

Με το σύνολο αυτών των αντιθέσεων μπορούμε να εξηγήσουμε πιο ουσιαστικά τις αντιθέσεις μεταξύ των αστών πολιτικών, να δούμε πίσω από επιφανειακά προσχήματα, όπως τα περί «διαπραγματευτικής ικανότητάς» τους, «οσφυοκαμψίας» και «εθνοδουλείας», όσο κι αν μπορεί να εκδηλώνονται και τέτοιες τάσεις, όμως ως δευτερεύουσες ή και τριτεύουσες σε αυτές που διαμορφώνονται από καθοριστικούς παράγοντες: τα κοινά συμφέροντα. Η ταξική προσέγγιση των γεγονότων μας βοηθά να μην παρασυρόμαστε από απλουστευτικές αντιλήψεις ότι οι αστοί πολιτικοί, τα αστικά κόμματα, «εκτελούν εντολές» ξένων κέντρων ή μεμονωμένων καπιταλιστών, ότι είναι όργανα χωρίς βούληση. Η πραγματικότητα είναι ότι υπάρχουν διαφορές τακτικής εντός των κομμάτων που πέρα από προσωπικές διαφορές –όταν πρόκειται για στελέχη- αστούς με προσωπικότητα, εμπειρία και ηγετικές ικανότητες- εκφράζουν και διαφορές τμημάτων της αστικής τάξης, ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις.

Είναι φανερό ότι στη συγκεκριμένη περίοδο οι διαμάχες αντανακλούν τις δυσκολίες στη διαμόρφωση του μεταπολεμικού-μετεμφυλιακού αστικού πολιτικού συστήματος, ακόμα και διαφορές προσανατολισμών, με σημαντικότερη αυτή για τη λεγόμενη «ατμομηχανή» της παραγωγικής ανάπτυξης: με αγροτική ανάπτυξη, τουρισμό και βιομηχανία μέσων κατανάλωσης ή με πιο εκτεταμένη εκβιομηχάνιση μέσω της βιομηχανίας εξόρυξης-επεξεργασίας υλών και μηχανημάτων παραγωγής. Σε αυτή την αντιπαράθεση περιπλέχτηκε και το αστικό δίλημμα «πρώτα νομισματική σταθεροποίηση και μετά κρατική στήριξη της εκβιομηχάνισης» ή αντίθετα.

Η ιστορία επιβεβαιώνει ότι αυτά τα αστικά διλήμματα δεν είναι σημερινά, ότι γίνονται οξύτερα μετά τις μεγάλες καταστροφές που επιφέρουν μια αλληλουχία παραγόντων –βαθιά οικονομική κρίση, ιμπεριαλιστικός πόλεμος, ένοπλη ταξική πάλη- ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη είναι που φέρνει την κρίση, αφού στοιχείο της είναι η αναρχία, η ανισομετρία. Επίσης, επιβεβαιώνει ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη σημαίνει την επέκταση του κεφαλαίου έξω από τα στενά εθνικά-κρατικά όρια, που εμπεριέχει τον ενδοκαπιταλιστικό μονοπωλιακό ανταγωνισμό, επομένως και τις ανισότιμες διακρατικές σχέσεις, την αναρχία και ανισομετρία σε μια ευρύτερη περιφερειακή και στη διεθνή καπιταλιστική αγορά. Η σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ και πιο καθαρά πολύ αργότερα η ένταξή της (1981, αλλά η Συνθήκη υπογράφτηκε το 1979), επέδρασε πολύ πιο έντονα στην ανισόμετρη ανάπτυξη των κλάδων της μεταποίησης, των διάφορων βιομηχανικών τομέων, στη διάρθρωση της αγροτικής παραγωγής.

Οι αναλύσεις του Κόμματος, όπως αναδεικνύει ιδιαίτερα το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1949-1968, Β’ τόμος, συχνά υπέφεραν από την έλλειψη αντικειμενικής αντίληψης και εξήγησης τέτοιων φαινομένων, με αποτέλεσμα οι σχέσεις εξάρτησης, στη βάση της ανισομετρίας, να ερμηνεύονται «με το κεφάλι κάτω», να θεωρούνται ως «στρέβλωση», «ιδιομορφία» στην ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού λόγω «μη πατριωτικής» στάσης των αστών πολιτικών, των αστικών κομμάτων που διακυβέρνησαν.

Στη βάση αυτού του ερμηνευτικού σχήματος, το Κόμμα μας, στις πολιτικές στοχεύσεις και στις συμμαχίες του, υπέταξε το ταξικό κριτήριο, στο «πατριωτικό-αντιβασιλικό-αστικοδημοκρατικό», γραμμή που διατρέχει τη στάση του σε όλη την αναφερόμενη περίοδο. Σε αυτή τη λαθεμένη πολιτική γραμμή έπαιξε ρόλο και η γενικότερη αντίστοιχη γραμμή του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, που θεωρούσε ότι είχε καταλυθεί η εθνική ανεξαρτησία όλων των καπιταλιστικών κρατών της Ευρώπης, ακόμα και της Βρετανίας, από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.

Η προβληματικότητα αυτής της γραμμής φαίνεται και από την ιστορία των «δημοκρατικών» αστικών πολιτικών δυνάμεων, που ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να μελετήσει στην παρούσα εργασία. Έχει την ευκαιρία να αντιληφθεί ότι αυτές οι δυνάμεις δεν υπήρξαν συνεπείς ούτε καν στο ζήτημα της αντίθεσής του με τη βασιλεία.

Η παρούσα εργασία είναι πολύ χρήσιμη για να γίνει αντιληπτό ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των αστικών κομμάτων, των κομμάτων τελικά της αστικής διακυβέρνησης, είναι τόσο αβαθές ποτάμι που εύκολα διασχίζεται από τη μία όχθη του στην άλλη: οι φιλελεύθεροι γίνονται υπερασπιστές της διευρυμένης κρατικής οικονομικής παρέμβασης και αντιστρόφως, οι αντιβασιλικοί γίνονται συνεργαζόμενοι με τη βασιλεία κι αντιστρόφως, οι «δημοκρατικοί» αφήνουν ανοιχτό το δρόμο στους «δικτάτορες», οι οποίοι εκ νέου παραδίδουν τη σκυτάλη στους δημοκρατικούς, ενώ καλά κρατούν κι αναπαράγονται οι μεταξύ τους αντιπαραθέσεις.

Επίσης αποδεικνύεται ότι η πολιτική ουράς που με ευθύνη και του ΚΚΕ ακολούθησε η ΕΔΑ απέναντι σ’ ένα αστικό κόμμα, την Ένωση Κέντρου, στο όνομα της υπεράσπισης της «δημοκρατικής ομαλότητας», τελικά δεν ανέκοψε ούτε την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας.

Η ιστορία στην Ελλάδα και σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο αποδεικνύει ότι κι ένα κόμμα ιστορικά διαμορφωμένο ως εργατικό, από τη στιγμή που γίνεται κόμμα αστικής διακυβέρνησης, είτε γρήγορα υφίσταται απροετοίμαστο την πιο βίαιη επίθεση του κεφαλαίου είτε εξελίσσεται σε κόμμα προδοσίας του εργατικού κινήματος, όπως έγινε ιδιαίτερα στην Ευρώπη, ακόμα και των επαναστατημένων εργατικών και εξεγερμένων λαϊκών μαζών.

Το δίδαγμα της ιστορίας της ταξικής πάλης είναι ότι το ΚΚ, το εργατικό κίνημα, δεν πρέπει να εγκλωβίζονται στις ενδοαστικές αντιθέσεις, στον αστικό κυβερνητισμό, στην επιδίωξη να γίνει ρυθμιστής του «δημοκρατικού αστικού πολιτεύματος», να το «διασώσει» από τη φασιστική ή άλλη εκτροπή του, θεωρώντας ότι έτσι θα οδηγήσει στην υπηρέτηση των γενικότερων εργατικών-λαϊκών στόχων, ενώ πρόκειται για επιλογές της ίδιας της καπιταλιστικής εξουσίας.

Αυτή η πολιτική αντίληψη είναι βαθιά λαθεμένη, δοκιμάστηκε είτε καλοπροαίρετα λόγω πολιτικής ανωριμότητας είτε λόγω βαθιάς οπορτουνιστικής διάβρωσης (πχ από το Ιταλικό ΚΚ) και τελικά ζημίωσε το εργατικό κίνημα. Το παραπάνω συμπέρασμα είναι ιδιαίτερα χρήσιμο στις σημερινές συνθήκες της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, με την άνοδο του φασιστικού-ναζιστικού αστικού ρεύματος, αλλά και του ρεφορμιστικού οπορτουνιστικού, αναμορφωμένου μέσα από νέα κομματικά σχήματα.

Είναι και σήμερα επώδυνη η πείρα από την αδυναμία Κομμουνιστικών Κομμάτων να διαχωριστούν από τη μία ή άλλη μορφή της αστικής διακυβέρνησης, που τελικά οδήγησε να υποστούν όλες τις αρνητικές συνέπειές της, πχ η αντικομμουνιστική επίθεση κι επιδίωξη να τεθεί σε παρανομία το ΚΚ Ουκρανίας με αφορμή τη σύγκρουση εγχώριων αστικών δυνάμεων, που υποστηρίζονται από διαφορετικά ιμπεριαλιστικά κέντρα.

Ακόμα κι όταν υπάρχει άλυτο ζήτημα κατοχής, όπως σε ένα τμήμα της Κύπρου, και τότε δεν μπορεί η συμμετοχή του ΚΚ στη διακυβέρνηση να εξασφαλίσει την επίλυσή του, αφού ουσιαστικά η εξουσία του κεφαλαίου κι οι ιμπεριαλιστικές ενώσεις καθορίζουν τις συμμαχίες, τις αντιπαλότητες με άλλα καπιταλιστικά κράτη με όλες τους τις αντιφάσεις.

Όπως έδειξε η ζωή, η συμμετοχή της Κύπρου στην ΕΕ και στην ευρωζώνη δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει την ακεραιότητά της ως ενιαίου κράτους, αλλά κι η συμμετοχή του ΚΚ στη διακυβέρνηση δεν μπορούσε να γίνει και δεν έγινε παράγοντας άμβλυνσης της οικονομικής κρίσης, προστασίας όχι μόνο των εργατικών-λαϊκών συμφερόντων, αλλά και σχετικά πιο υψηλά τοποθετημένων μεσαίων στρωμάτων.

Η παρούσα εργασία προσφέρει κι άλλο ένα διαχρονικής σημασίας συμπέρασμα: την ανάγκη οι εργατικές και λαϊκές μάζες να μην παρασύρονται από τη δημαγωγία των αστικών κι οπορτουνιστικών κομμάτων, από τις υποσχέσεις τους, ή να στοιχίζονται με τον έναν ανταγωνιστή εναντίον του άλλου με βάση τεχνητές διαχωριστικές γραμμές. Είναι αποκαλυπτική πχ η προσαρμογή της Ένωσης Κέντρου, όταν έγινε κυβερνητικό κόμμα, σε σχέση με προηγούμενες θέσεις της, τις οποίες δεν υλοποίησε, αν και δεν ήταν τίποτα περισσότερο από θέσεις αστικού εκσυγχρονισμού. Είναι επίσης αποκαλυπτικός ο ισχυρισμός της για ισχυρότερη διαπραγμάτευση της θέσης της Ελλάδας στην ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ.

Ανάλογα και σήμερα ακούγονται φωνές για ισχυρότερη διαπραγμάτευση της όποιας Δανειακής Συμφωνίας της Ελλάδας με την ΕΕ. Πρόκειται για υποσχέσεις που θα αποδειχτούν κούφια λόγια, αλλά θα έχουν –και ήδη έχουν- επιδράσει αρνητικά στην πορεία του εργατικού κινήματος, της λαϊκής συμμαχίας.

Η ιστορία των ενδοαστικών και ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων είναι πολύ χρήσιμη σήμερα που οξύνονται οι αντιθέσεις στον επίγονο της ΕΟΚ, την ΕΕ και κυρίως την ευρωζώνη, που ταυτόχρονα δυναμώνουν οι αστικές φωνές για πολιτική ευρωπαϊκή ομοσπονδιοποίηση, στο σημερινό ή πιο περιορισμένο εύρος της Ένωσης, αλλά επίσης δυναμώνουν και οι αστικές φωνές για πιο χαλαρή νομισματική σύνδεση ανεξάρτητων κρατών. Σήμερα μάλιστα γίνεται πιο έντονη προσπάθεια σε παγκόσμια κλίμακα να οργανωθούν κι οι λαϊκές μάζες στο πλευρό των αντιμαχόμενων αστικών μερίδων, να διευθετούνται οι ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις και με το ρόλο των μαζών από τα κάτω και όχι μόνο με την κάλπη.

Από τη στάση αστών πολιτικών, εφημερίδων, κλπ απέναντι σε επιλογές των ΗΠΑ, κυρίως όταν αποφάσισαν (1950) να περιορίσουν τα κονδύλια της «αμερικανικής βοήθειας», φαίνεται πώς εκδηλώσεις αντι-γερμανισμού, αντι-Μερκελισμού, όπως οι σημερινές, απλώς επαναλαμβάνουν, προσαρμοσμένες στις νέες συνθήκες, φαινόμενα των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, που παρασύρουν το εργατικό και λαϊκό κίνημα σε ξένες προς τα δικά του συμφέροντα αντιθέσεις.

Από τη μελέτη του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα πριν μισό αιώνα προκύπτει και το εξής χρήσιμο συμπέρασμα: το αστικό κράτος στην εξέλιξή του χρειάζεται προσαρμογές, εκσυγχρονισμούς στους θεσμούς και τη λειτουργία του. Είναι εκσυγχρονισμοί γιατί αποτελούν αναγκαίες τεχνικές προσαρμογές, αλλά είναι αντιδραστικοί, γιατί γίνονται με κατεύθυνση την εξυπηρέτηση της οικονομικής κυριαρχίας και πολιτικής εξουσίας του κεφαλαίου. Τέτοιοι εκσυγχρονισμοί αφορούσαν πχ το εκπαιδευτικό σύστημα, τη «δημοκρατικότερη» λειτουργία του κοινοβουλευτικού συστήματος, την κατάργηση του θεσμού της βασιλείας, αν και επιτεύχθηκε αργότερα, κάτω από διαφορετικές συνθήκες, δηλαδή ουσιαστικά αδρανοποιήθηκε υπό το καθεστώς της στρατιωτικής χουντικής διακυβέρνησης.

Το συμπέρασμα είναι ότι απέναντι στους αστικούς εκσυγχρονισμούς πρέπει να προβάλλονται οι ριζοσπαστικοί στόχοι και η αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής οργάνωσης της κοινωνίας.

Κι άλλα συμπεράσματα, χρήσιμα για την ερμηνεία σημερινών φαινομένων, προκύπτουν από την παρούσα ιστορική μελέτη του αστικού πολιτικού συστήματος της περιόδου 194-1967. Δίνει τη δυνατότητα να κατανοηθεί ταξικά ο χαρακτήρας φαινομένων, όπως τα οικονομικά σκάνδαλα κυβερνώντων προσώπων, ως αποτέλεσμα της στενής διαπλοκής των φυσικών προσώπων του κεφαλαίου με τους πολιτικούς εκπροσώπους του, ως βαθύτερης σχέσης οικονομίας-πολιτικής από την οποία προκύπτει τόσο ο «νόμιμος», φανερός όσο και ο «παράνομος», υπόγειος πλουτισμός προσώπων. Σε τελευταία ανάλυση δεν είναι η ηθική των προσώπων ή των «καθαρών» κομμάτων ή των «διαυγών» θεσμών που αποκαλύπτει και τιμωρεί τους εμπλεκόμενους στα οικονομικά σκάνδαλα. Είναι η ηθική του καπιταλιστικού ανταγωνισμού που φέρνει τις ανακατατάξεις μεταξύ νέων και παλιών τζακιών, που οδηγεί στις αποκαλύψεις, γιατί αυτές είναι στοιχείο του ανταγωνισμού.

Έχει επίσης αξία να επισημάνουμε τη διαχρονικότητα των αντικομμουνιστικών θεωριών. Πρόκειται για ιδεολογήματα και συκοφαντίες που αναπαράγονται σήμερα από τα Αντικομμουνιστικά Μανιφέστα της ΕΕ και αστών πολιτικών, δείχνοντας το βάθος της ταξικής αντίθεσης κεφαλίου-μισθωτής εργασίας.

Εν κατακλείδι, η διαλεκτική υλιστική αντίληψη του παρελθόντος, δηλαδή η ιστορική αντίληψη της ταξικής πάλης, συμβάλλει στη διαλεκτική υλιστική αντίληψη των τρεχουσών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων, στην ικανότητα της πρόβλεψης, ώστε ο σχεδιασμός της εργατικής-λαϊκής παρέμβασης να υπολογίζει τους νόμους της ταξικής πάλης, να αξιοποιεί κάθε χαραμάδα στην ενότητα της αντίπαλης τάξης με στόχο την αποδυνάμωση και την ανατροπή της.


Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή