
Ένας σίγουρος τρόπος να σε μισήσουν οι ταβάριτς της σοβιετίας ήταν να αγνοήσεις τη γιορτή της γυναίκας. Σα να τους πρόσβαλες νοοτροπία, ήθη κι έθιμα.
Ο κλασικός ο μπιπ ο δυτικός που θα 'λεγε κι ο γεωργίου.
Ακόμα και σήμερα αν ξεχάσεις ή ειρωνευτείες την ημέρα αυτή μπροστά σε γυναίκα που έχει ζήσει στη σοβιετία, αλίμονό σου. Θα σε καρυδώσει. Κι αν ήταν στο χέρι της, ίσως ξανάνοιγε τα γκούλαγκ για σένα και τους ομοίους σου.
Τέτοιες μέρες έχουν συνήθως την υποκρισία όλων των παγκόσμιων ημερών. Ένα κάρο ανακοινώσεις, πολλή φιγούρα και μπόλικο τίποτα. Άλλοθι για την κατάσταση τις υπόλοιπες 364 μέρες του χρόνου.
Στη σοβιετία όμως η μέρα της γυναίκας ήταν εθνική γιορτή και αργία. Όταν μια τέτοια μέρα είναι γιορτή για όλο το [σοβιετικό] λαό αποκτά άλλη αξία.
Γυναίκες σαν την κρούπσκαγια και τη βαλεντίνα τερένσκοβα έδειξαν στην πράξη πώς σπάνε οι φραγμοί του φύλου τους και κατακτάται η ισότητα.
Αλλά οι πιο πολλοί έχουν μάθει να βλέπουν ωραίες συσκευασίες αντί για γοητευτικούς ανθρώπους με προσωπικότητα. Κι όταν ακούν ρωσία φέρνουν στο μυαλό τους τα κορίτσια της νύχτας.
Στερεότυπο που πιο πολύ χαρακτηρίζει όσους το έχουν, όχι αυτές στις οποίες αναφέρεται.
Σε μια ταινία προ δεκαετίας με τον τίτλο πολαρόιντ μια κοπέλα με μια κάμερα ρωτάει τον κόσμο στο δρόμο να της πει τι είναι η συλλογικότητα και φτιάχνει ένα βιντεάκι με τις αντιδράσεις του (πχ ένας γιάπης που την κοιτάει σαν ουφο και τρέχει να της ξεφύγει).
Σε κάποια φάση συναντά δυο ρωσίδες ιερόδουλες. Στην αρχή σκαν στα γέλια με την ερώτηση.
Με τα πολλά η μία καταλαβαίνει τι τις ρώτησε κι αρχίζει γελώντας στα ρώσικα ένα τραγουδάκι που έμαθε μικρή στο σχολείο για τη σοβιετία και το λένιν.
Η ειρωνεία ήταν εμφανής, αλλά μέχρι το τέλος κανείς δεν έδωσε καλύτερη απάντηση από αυτήν την κοπέλα.
Δύο πράγματα θέλει να πει με αυτή τη σκηνή ο ποιητής.
Να απαξιώσει τη σοβιετία κι όποιο αίσθημα συλλογικότητας την έχει ως σημείο αναφοράς.
Και να δείξει πόσο φαιδρή μοιάζει η συλλογικότητα όταν φτάνεις σε τέτοια κατάντια.
Η ερώτηση των πενήντα εκατομμυρίων βέβαια είναι αν για αυτή την κατάντια φταίει η συλλογικότητα [σοβιετία] ή ότι σταμάτησε να υπάρχει.
Κι αυτό δένεται και με κάτι ακόμα. Κομμάτι της κατάντιας μας στον καπιταλισμό είναι να θεωρούμε τη συλλογικότητα αστεία, ντεμοντέ, χρεοκοπημένη. Και να γελάμε με αυτήν αντί να κλαίμε με την κατάντια μας. Με την οποία συμβιβαστήκαμε.
Αν η καθιέρωση της γιορτής της γυναίκας ως εθνική αργία λέει πολλά για τη σοβιετία το υπόλοιπο εορτολόγιο δεν είναι λιγότερο εντυπωσιακό.
Με το πάσχα και τα χριστούγεννα ασχολούνταν πρακτικά ελάχιστοι (αυτό θα πει ευτυχία).
Μπορεί η μητρόπολη να γέμιζε από ορθόδοξους, αλλά αυτό για τα δεδομένα του πληθυσμού της μόσχας δε σήμαινε τίποτα.
Η πρωτοχρονιά γιορταζόταν κανονικά.
Από το ανατολικό μέχρι το δυτικό άκρο της σοβιετικής επικράτειας είχαμε καμιά δεκαριά αλλαγές χρόνου. Οπότε κάθε περιοχή γιόρταζε μία φορά κανονικά κι άλλη μία μαζί με τη μόσχα που ήταν πρωτεύουσα κι έδινε τη γραμμή.
Ίσως κάποιοι βλέπουν σε αυτό μεγαλορωσικό αυταρχισμό. Στην ουσία είναι το διαλεκτικό δέσιμο της αποκέντρωσης με τον κεντρικό σχεδιασμό.
Η πρωτομαγιά δεν ήταν απλή αργία (ούτε απεργία) και γιορταζόταν επί διήμερο.
Μία εβδομάδα μετά ήταν η 9η μάη, η αντιφασιστική νίκη των λαών.
Ως εθνικές γιορτές τιμούνταν ακόμα η 23η φλεβάρη, μέρα του κόκκινου στρατού κι η μέρα της οκτωβριανής επανάστασης που με το καινούριο ημερολόγιο πέφτει 7 νοέμβρη.
Παρά την αντεπανάσταση, η σημασία των ημερών αυτών δεν έσβησε από τη μνήμη του σοβιετικού λαού.
Νωπή είναι η περίπτωση με τα 60χρονα της αντιφασιστικής νίκης, όπου οι μαζικές αντιδράσεις ματαίωσαν το σχέδιο του πούτιν να αντικαταστήσει τη σημαία του κόκκινου στρατού με την οποία προέλασαν οι σοβιετικοί κατά των ναζί.
Έτσι, η τακτική που ακολουθήθηκε στη μετασοβιετική ρωσία ήταν να αφήσουν άθικτες τις μέρες, αλλά να αλλάξουν την ονομασία και το περιεχόμενο.
Η 23η φλεβάρη πχ είναι μέρα του στρατού γενικά. Κάτι αντίστοιχο επινόησαν και για τις 7 νοέμβρη (χωρίς δέκα μπροστά).
Την ίδια τακτική ακολούθησαν με το σοβιετικό ύμνο. Τον οποίο τελικά επανέφεραν αλλάζοντας μόνο τα λόγια.
Για εμάς όμως που ούτως ή άλλως δεν ξέρουμε ρώσικα (και πιάναμε μόνο το όνομα του λένιν) οι συνειρμοί και το ρίγος στο άκουσμά του παραμένουν αναλλοίωτα. Ακόμα κι αν πρόκειται για ποδόσφαιρο (όπου συνήθως ακούγεται ο ύμνος στο ευρύ κοινό).
Ο ύμνος αυτός είχε τη δική του ιστορία, η οποία λίγο-πολύ είναι γνωστή σε όλους.
Το 77 με το σοβιετικό σύνταγμα του μπρέζνιεφ τα λόγια άλλαξαν, απαλείφθηκε η αναφορά στο σύντροφο με το μουστάκι κι έμεινε μόνο αυτή στο λένιν.
Αυτό που δεν είναι ευρύτερα γνωστό είναι ότι στα πρώτα χρόνια η σοβιετία αντί ύμνου είχε τη διεθνή.
Εδώ κάθε τροτσκιστής που σέβεται τον εαυτό του βρίσκει έναν ιδιαίτερο συμβολισμό. Όχι απλά μια στροφή που υπαγορευόταν από τις ανάγκες του μεγάλου πατριωτικού πολέμου (όπως βαφτίστηκε η αντίσταση στους ναζί κατά το δεύτερο παγκόσμιο) αλλά την τελική λογική συνέπεια της εγκατάλειψης του διεθνισμού από τη μουστακική ηγεσία.
Αυτό που είναι σίγουρο όμως είναι ο συμβολισμός στο σοβιετικό εορτολόγιο. Το οποίο λέει πολλά για το σοβιετικό λαό, τη συλλογική του μνήμη και την καλλιέργειά του.
Αλλά και για το αν άφησε κάτι πίσω της η σοβιετία, ή ήταν απλώς ένα σκουπίδι της ιστορίας που πετάχτηκε στον κάλαθο των αχρήστων αφήνοντας πίσω του μόνο μπόχα και δυσωδία.
Το τελευταίο το πιστεύουν αρκετοί. Τη μπόχα που ζουν τώρα τη συνήθισαν και δεν τους πειράζει τόσο.
Εμείς πάλι είμαστε οπαδοί της ανακύκλωσης.
Που στην ουσία της είναι διαλεκτική όσα λίγα προτσέσα στον κόσμο.