Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα δημοκρατία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα δημοκρατία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Πολωνία – τα αντικομμουνιστικά

Στην Πολωνία, ο πρόεδρος Αντρέι Ντούντα (καμία σχέση με τον μπασκετικό σοφό) αποφάσισε να απαγορεύσει κάθε δημόσια αναφορά στον κομμουνισμό, που στοιχειώνει την αστική τάξη ως έννοια και ως ιστορική μνήμη, και να δώσει προθεσμία ενός χρόνου στις τοπικές αρχές, για να γκρεμίσουν ή να μετονομάσουν μνημεία, οδούς κι ό,τι άλλο έχει μείνει να θυμίζει τη σοσιαλιστική εποχή και τον «ολοκληρωτισμό». Το οποίο μπαίνει για ξεκάρφωμα, αλλά μόνο ο κομμουνισμός αναφέρεται σαφώς, που είναι και το βασικό που τους ενδιαφέρει άλλωστε. Και όσοι τον πολέμησαν στο πλευρό των ναζί (τυχαίο παράδειγμα), μπορούν να βαφτιστούν «μαχητές της ελευθερίας», και να έχουν την υστεροφημία τους και τα μνημεία τους ήσυχα. Η μάχη ενάντια στον «κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό» δεν μπορεί να νοείται ολοκληρωτική για τους αστούς, με τον ίδιο τρόπο που για εμάς ο πραγματικός ουμανισμός προϋποθέτει την πάλη ενάντια στους εχθρούς της ανθρωπότητας.

Φαντάσου τώρα να ψηφιζόταν και εδώ ένας παρόμοιος νόμος. Εμάς θα μας έθεταν εκτός νόμου από την πρώτη μέρα (με ένα νόμο, σε ένα άρθρο), ενώ κάποιοι άλλοι ντούροι επαναστάτες ούτε το όνομά τους δε θα ήταν υποχρεωμένοι να αλλάξουν. Ενώ κάποιοι εξ αυτών θα έκαναν ευχαρίστως δημόσιες αποκηρύξεις του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε, γιατί δυσφήμησε τον πραγματικό κομμουνισμό και το ιδεώδες που περιέγραψε ο Μαρξ.

Φαντάσου επίσης, τελείως αντιδιαλεκτικά, να ήταν τελείως αντεστραμμένοι οι ιστορικοί ρόλοι στην Πολωνία, πχ με ένα ναζιστικό καθεστώς, πόσο διαφορετικά θα ήταν τα σταθμά και η αντιμετώπιση του παρελθόντος. Μπορεί να βρισκόταν πχ ένας Πολωνός Χατζηνικολάου να πει ότι δε φοβάται τη δημόσια αντιπαράθεση με τους ναζί και ότι δεν τους δίνει βήμα για να τους διαφημίσει, αλλά για να τους αποδομήσει και να τους απομυθοποιήσει, αφαιρώντας τους τη γοητεία του απαγορευμένου. Και να έβγαινε ένα πολωνικό φόρουμ ελεύθερης σκέψης, να οργανώσει έναν πρωτότυπο ιστορικό περίπατο στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, με το μενού που σερβιριζόταν στους κρατούμενους. Για το Βαλέσα πχ από την άλλη, δε θα γινόταν ποτέ κάτι αντίστοιχο, γιατί δε νομίζω να κακοπέρασε και να πείνασε ποτέ στη σοσιαλιστική Πολωνία.

Χώρια η προπαγάνδα των ΜΜΕ για τις απεργίες της αντίστοιχης Αλληλεγγύης που παραλύουν το κράτος και την οικονομία. Κι η πλάκα είναι πως στην περίπτωση μιας σοσιαλιστικής οικονομίας, με κοινωνική, λαϊκή ιδιοκτησία, αυτό έχει κυριολεκτική ισχύ. Δεν καταλαβαίνω όμως τι μπορεί να εννοεί ο ποιητής στο στίχο «οι απεργοί παραλύουν το κράτος», σε μια «ελεύθερη», ιδιωτική οικονομία.

Στην πραγματική ζωή πάλι, μπορεί να βρεθεί κάποιος να αναλύσει το ιστορικό υπόβαθρο και να μας εξηγήσει ότι οι Πολωνοί στην πραγματικότητα δε μισούν τον κομμουνισμό ή τους σοβιετικούς, αλλά διαχρονικά τους Ρώσους, γενικά και αόριστα, και θέλουν να καταστρέψουν οτιδήποτε τους θυμίζει το πέρασμά τους απ’ την πατρίδα τους. Μπορεί επίσης του χρόνου στην Ουκρανία, στο διαγωνισμό της Γιουροβίζιον, να ζήσουμε ένα θρίαμβο για τους Πολωνούς που δε νίκησαν το 14’, όταν παρουσίασαν κάτι στα όρια του σοφτ-πορνό, αλλά θα έχουν τη νίκη στο τσεπάκι, εάν στείλουν ένα μοιρολόι για το Κατίν και τη σφαγή των αξιωματικών τους, με την ιστορική εκδοχή του Γκέμπελς. Η Ρωσία θα έχει πραγματικές ελπίδες μόνο αν στείλει ένα αντίστοιχο μοιρολόι για το δράμα και το πισωγύρισμα του 17’, που την κράτησε τόσες δεκαετίες απομονωμένη από το πανηγύρι της καπιταλιστική προόδου.

Στην πραγματική ζωή επίσης, περιμένω από στιγμή σε στιγμή μια αυστηρή νότα διαμαρτυρίας από το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών. Δεν είναι μόνο ότι έχουμε μια αριστερή κυβέρνηση, η οποία δεν ανέχεται τον αντικομμουνισμό κι αντιδρά άμεσα σε οποιοδήποτε κρούσμα πέσει στην αντίληψή της. Είναι κι ο αριστερός ΥπΕξ που έχουμε, που είχε γράψει πριν από τρεισήμισι δεκαετίες κι ένα βιβλίο για τα πραγματικά γεγονότα στην Πολωνία, και χαρακτηρίζεται από συνέπεια κι αμετακίνητη στάση ως προς τις αρχές του.

Στην πραγματική ζωή πάντα, το επόμενο βήμα της δημοκρατικής ΕΕ που ολοκληρώνεται πολιτικά κι οικονομικά με θαυμαστό, αντιολοκληρωτικό τρόπο, μπορεί να είναι ο λιθοβολισμός κι η δημόσια καύση κομμουνιστών και λοιπών αντιφρονούντων, που παραμένουν προσκολλημένοι στο παρελθόν.
Ενώ σε ένα μέσο της ελεύθερης, πολυφωνικής ενημέρωσης (όχι όπως στον κομμουνισμό, όπου όλα τα έσκιαζε η φοβέρα της λογοκρισίας και της κρατικής προπαγάνδας), η Πολωνία αναφέρθηκε (για να το διορθώσουν εκ των υστέρων και να μη φαίνεται πια) ως μέλος της ΕΣΣΔ! Μιλάμε, γκαραντί κι εξακριβωμένο… Αντίο ζωή.

Ο Ρεντ-Φλάι λέει ότι δεν είναι μακριά η μέρα που θα ανακαλύψουμε ότι οι ειδησειογραφικές σελίδες του διαδικτύου δε λειτουργούν με συντάκτες, αρθρογράφους, λαντζιέρηδες έστω (με μισθό ή χωρίς, μικρή σημασία έχει), αλλά με λογισμικά «αντιγραφής-επικόλλησης» που αναπαράγουν οτιδήποτε και δεν έχουν κριτική ικανότητα να το ελέγξουν. Εγώ πάλι βλέπω ότι η πραγματικότητα ξεπερνάει κάθε επιστημονική φαντασία και αρχίζει να μοιάζει με δυστοπία, όπου τα ρομπότ αρχίζουν να φοβούνται ότι θα αντικατασταθούν σύντομα από ανθρώπους χωρίς κριτική ικανότητα, που θα τα καταστήσουν περιττά και αναχρονιστικά, ενώ θα εξυμνούν την ελεύθερη έκφραση κι ενημέρωση, τη δημοκρατική πολυφωνία των ΜΜΕ, και την εποχή της πληροφόρησης και της κοινωνίας της γνώσης.

Η αλήθεια είναι πως στις μέρες μας ο αστικός, μεταμοντέρνος μεσαίωνας έχει απλώς μεγαλύτερες, υπερσύγχρονες δυνατότητες να επιβάλει το σκοταδισμό του. Κι αν πολλές φορές βάζει το μεσαίωνα στο στόχαστρο της κριτικής του (με μονόπλευρες και στρεβλωτικές προσεγγίσεις), είναι γιατί μόνο αυτή η σύγκριση του εξασφαλίζει τεκμήρια προοδευτικότητας. Στην πραγματικότητα όμως, έχει προ πολλού εξαντλήσει τον όποιο θετικό ρόλο μπορούσε να παίξει ιστορικά στο κοινωνικό προτσές και δεν έχει κανένα κώλυμα να υιοθετήσει τις πιο καθυστερημένες κι αναχρονιστικές μεθόδους επιβολής (όπως έκανε πχ με τον φονταμενταλισμό και τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν) που πηγαίνουν πίσω κι από τον αστικό διαφωτισμό του 18ου αιώνα.

Αντί επιλόγου, αξίζει να σταθούμε στην ετυμολογική προέλευση του γνωστού μας ρομπότ, από το ρώσικο ρήμα «εργάζομαι» (ραμπότατς), και την κοινή του ρίζα με διάφορους γνωστούς μας όρους από την ιστορία του ΣΔΕΚΡ και του ρώσικου επαναστατικού κινήματος (πχ Ραμπότσεγιε Ντιέλο, κοκ). Το πρόβλημα ασφαλώς δεν είναι ότι οι μηχανές αντικαθιστούν τον άνθρωπο, όπως νόμιζαν οι Λουδίτες, αλλά ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούνται στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, για να τον πετάξουν στον κάδο της ανεργίας και του «πλεονάζοντος» εργατικού δυναμικού. Σε αυτά τα πλαίσια, επίσης, η μηχανή δεν απαλλάσσει τον άνθρωπο απ’ τον καταναγκαστικό χαρακτήρα της εργασίας, και το απεχθές, κοπιαστικό κομμάτι της, αλλά τον υποτάσσει και τον καθιστά γρανάζι της, με τον πολύ γλαφυρό τρόπο που το έδειξε στους «μοντέρνους καιρούς» ο Τσάρλι Τσάπλιν.


Μόνο σε μια κοινωνία με κοινωνική ιδιοκτησία και κεντρικό σχεδιασμό, ο άνθρωπος θα υποτάξει τις μηχανές για να υπηρετούν τις ανάγκες του και να μειώνουν τον απαιτούμενο χρόνο παραγωγής των αγαθών, συνεπώς και το μέσο εργάσιμο χρόνο. Ως τότε, το πρόβλημα δε θα είναι οι μηχανές, αλλά οι ιδιοκτήτες τους. Δεν κινδυνεύουμε να αποκτήσουν τα ρομπότ  συνείδηση κι ανθρώπινη υπόσταση, αλλά να γίνουν οι άνθρωποι σαν ρομπότ, αλλοτριωμένοι, χωρίς καμία δημιουργική συμμετοχή στην παραγωγή, και υποταγμένοι στα αφεντικά που μεταχειρίζονται την εργατική τους δύναμη. Και δε θα πάψουν να το κάνουν, γιατί αυτή είναι η μόνη πηγή υπεραξίας και πλούτου.

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2015

Είναι το ΚΚΕ δημοκρατικό κόμμα;

Η κε του μπλοκ βρέθηκε πρόσφατα αντιμέτωπη, σε μια κουβέντα, με αυτό το ερώτημα και καταστρώνει ένα πρόχειρο προσχέδιο απάντησης για τέτοιες καθημερινές ή και βαθύτερες συζητήσεις.

Στην πραγματικότητα, το ερώτημα αυτό έχει δύο σκέλη: το πρώτο αφορά τις καταστατικές αρχές και τη λειτουργία του κόμματος, και το δεύτερο τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις των επαναστατικών εγχειρημάτων του εικοστού αιώνα και των σοσιαλιστικών κοινωνιών που γνωρίσαμε.

Το πρώτο σκέλος διαπλέκεται ή συγχέεται πολύ συχνά με το ζήτημα της απευθείας εκλογής αρχηγού από τη βάση του κόμματος ή και από τους φίλους-ψηφοφόρους του, που δεν είναι οργανωμένα μέλη. Το τελευταίο αντίστοιχο παράδειγμα που έχουμε στην Ελλάδα ήταν η περιβόητη «συμμετοχική (αμεσο)δημοκρατία» του Γαπ και οι εκατοντάδες χιλιάδες ψήφοι με τη δίευρη ταρίφα (που ήταν περισσότερες απ’ όσες μάζεψαν αθροιστικά Πασοκ και Κιδησο μες στο 15’) χωρίς αντίπαλο –κάτι που τα δυτικά ΜΜΕ θα αντιμετώπιζαν ως παράτα για οποιαδήποτε σοσιαλιστική χώρα. Σε κάθε περίπτωση, η ουσία δε βρίσκεται στο διαβλητό πανηγυράκι που στήθηκε από το Γαπ ή στους πιο σοβαρούς όρους που θα μπορούσε ίσως να θεσπίσει κάποιος άλλος, αλλά στην εκλογή προέδρου από ένα σώμα, το οποίο δεν είναι ενιαίο, συναθροίζεται άπαξ στην κάλπη, και στο οποίο συνεπώς δε θα λογοδοτήσει ποτέ ο εκλεγμένος γγ, πρόεδρος, κτλ.
Αυτό παρεμπιπτόντως είναι και το βασικό μειονέκτημα, ακόμα και σε θεωρητικό επίπεδο (πέρα δηλαδή από το πεδίο της πράξης, που αποδεικνύεται πολύ χειρότερη) της αστικής, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και του αντιπροσωπευτικού της συστήματος, όπου ο λαός μπορεί να αποφαίνεται κάθε τρία, τέσσερα ή έξι χρόνια ποιος θα τον ποδοπατήσει ή ποιος θα εφαρμόσει καλύτερα το προαποφασισμένο μνημόνιο, για να επικαιροποιήσουμε μια γνωστή φράση των κλασικών.

Ακόμα κι αν υπήρχαν περισσότεροι υποψήφιοι σε ένα αστικό κόμμα, πάντως, όπως στην περίπτωση της Νδ, που είχαν συγκεντρώσει αρχικά καμιά εικοσαριά, για να καταλήξουν σε τρεις και να αποκλείσουν τον Άδωνι (this is a coup), δεν αλλάζουν πολλά επί της ουσίας. Που είναι η προσωποπαγής δομή κι η συγκρότηση διάφορων (πότε συνεργαζόμενων, πότε αντικρουόμενων) καπετανάτων και πολλών κομμάτων μες στο κόμμα.
Το Κκε αντιθέτως λειτουργεί συλλογικά κι όχι υπό την αρχή ενός ανδρός (ή μιας... σιδηράς κυρίας, για να θυμηθούμε τις μεγάλες δημοσιογραφικές στιγμές του Βήματος) και την κοινή συνισταμένη μιας φραξιονιστικής πάλης. Κι η όποια διαφοροποίηση-εμπλουτισμός-εξέλιξη της πολιτικής του γραμμής βασίζεται σε συλλογικές διαδικασίες-επεξεργασίες και όχι στην ανάδειξη του ενός ή του άλλου γγ. Η πολιτική του Κουκουέ δεν είναι διαφορετική τώρα επί Κουτσούμπα απ’ ό,τι στα χρόνια που ήταν επικεφαλής η Αλέκα. Κι αντιστρόφως: η ψήφιση του κομματικού προγράμματος στο 19ο Συνέδριο δε συνδεόταν, ούτε άμμεσα ούτε έμμεσα, με το ζήτημα της «διαδοχής».

Δεύτερο ζήτημα, η πολυφωνία κι η αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Η μεταξύ τους διαφορά ισοδυναμεί με το χάσμα ανάμεσα στον πύργο της Βαβέλ κι ένα οργανωμένο μπλοκ, που φωνάζει ρυθμικά, με ένα στόμα-μια φωνή, συνθήματα, χωρίς αυτόν να καθιστά κάποιον εξ αυτών φερέφωνο, χωρίς δική του βούληση. Με άλλα λόγια η διαφορά αυτή είναι η απόσταση που χωρίζει ένα μπουλούκι οργανοπαικτών, που παίζει ο καθένας το βιολί του (κυριολεκτικά και μεταφορικά), καταλήγοντας σε θορύβους ατάκτως ερριμμένους, από μία οργανωμένη ορχήστρα με καθορισμένους ρόλους και τη διεύθυνση ενός μαέστρου. Αυτό δεν καθιστά όμως το ένα μέλος πρώτο βιολί και το άλλο τελευταία τρύπα του ζουρνά, αφού όλοι συζητάνε για τη μουσική του μέλλοντος που θα παίξουν και ο ρόλος τους είναι το ίδιο σημαντικός για την εκτέλεση κάθε κομματιού.
Όσο για τα αστικά κόμματα, που βασίζουν την επιρροή τους στην κοινωνική δημαγωγία, για να τονώσουν το φιλολαϊκό τους πρόσωπο, έχουν σχεδόν ως καταστατική τους αρχή τη διπρόσωπη πολυγλωσσία, για να κρατάει κάθε ψηφοφόρος αυτό που θέλει να ακούσει και να εγκλωβίζονται αποτελεσματικά περισσότερες συνειδήσεις.

Μια συνήθης κατηγορία είναι πως ο ΔΣ του Κκε είναι κατ’ επίφαση δημοκρατικός και καταπνίγει κάθε διαφορετική άποψη. Στην πραγματικότητα οι κατήγοροι μπερδεύουν τους κομμουνιστές με τις συνηθισμένες πρακτικές των αστικών κομμάτων, που χρειάζονται τη διαφορετική γνώμη για αποπροσανατολισμό  και την ανέχονται όσο εκφράζεται απλώς και δε διεκδικεί την υλοποίησή της στην πράξη –όπως ακριβώς κι η αστική δημοκρατία. Αλλά εφαρμόζουν τον πιο αντιδημοκρατικό συγκεντρωτισμό, απαιτώντας πλήρη ευθυγράμμιση, πχ σε κάθε κρίσιμη μνημονιακή ψηφοφορία.

Αυτό που έχουν πολλοί κατά νου, είναι περιπτώσεις, όπως οι δίκες της Μόσχας ή –για να μείνουμε στα πλαίσια του Κκε- η καθαίρεση, διαγραφή και εξορία του Ζαχαριάδη ή άλλων στελεχών που είχαν διαφωνήσει νωρίτερα μαζί του (πχ ο Καραγιώργης) και άλλων που χαρακτηρίστηκαν χαφιέδες από το κόμμα (πχ Πλουμπίδης). Καθεμιά από τις περιπτώσεις αυτές είναι ξεχωριστή κι απαιτεί ειδική εξέταση, αλλά είναι αδύνατο να γίνει αφηρημένα, με κριτήριο τις σημερινές συνθήκες, και να μην κριθούν στην εποχή τους. Κι είναι σχεδόν κωμικό η όποια ανωμαλία να αποδίδεται σε κάποιο «ανώμαλο εσωκομματικό καθεστώς» και σε κάποια ηγετική φυσιογνωμία, αλλά όχι στη γενεσιουργό αιτία της, την παρανομία και τις πολύ δύσκολες συνθήκες υπό τις οποίες λειτουργούσε τότε το κόμμα.

Τρίτο και τελευταίο ζήτημα: το Κκε είναι πρόθυμο να ακολουθήσει το δημοκρατικό δρόμο, για να διεκδικήσει την εξουσία; Ναι, θα πει ο μέσος Κοντρίτης, θυμίζοντας το χαρτί που είχε υπογράψει το κόμμα  το 74’ –γιατί προφανώς το ζήτημα της επανάστασης κρίνεται από το αν υπογράφεις ή δεν υπογράφεις κάτι. Αλλά η δημοκρατική επανάσταση δε βγαίνει εντελώς από το τραπέζι, αν λάβει κανείς υπόψη τη γραμμή της Μαλεπ για λαϊκοδημοκρατική, σοσιαλιστική (τα πάντα-όλα) επανάσταση, στην οποία υποθέτω πως δε θα μείνει ούτε ένα τζάμι (που είναι το απόλυτο κριτήριο κι ο αληθινός στόχος κάθε εξέγερσης).

Πέρα από τις διακηρύξεις βέβαια, υπάρχει κι η αμείλικτη ιστορική πείρα. Ποτέ η αστική τάξη δεν άφησε να γλιστρήσει δημοκρατικά από τα χέρια της η εξουσία –και αυτή είναι η πικρή αλήθεια της unidad popular (του Αγιέντε και όχι του Παναγιώτη). Η βίαια κατάληψη της εξουσίας κι η επαναστατική βία εν γένει δεν επιβάλλεται από κάποιους αιμοσταγείς κομμουνιστές, αλλά από τη λυσσαλέα αντίδραση των κυρίαρχων και όλων των ένοπλων μηχανισμών της κρατικής εξουσίας τους. Και κάθε φορά που οι δικοί μας δίστασαν να χρησιμοποιήσουν επαναστατική βία εναντίον της, το πλήρωσαν με μεγαλύτερο λουτρό αίματος (με χαρακτηριστική περίπτωση την Ελλάδα του 44’-45’).

Η βία είναι η μαμή της ιστορίας. Δεν είναι η μητέρα της, για να γεννήσει από μόνη της γεγονότα που δεν έχουν κυοφορηθεί ακόμα από την ανάγκη που γίνεται ιστορία. Και ο καθένας μπορεί να καταλάβει πόσο πιο δύσκολη και περίπλοκη θα είναι η γέννα, χωρίς αυτή τη μαία.
Κι ενώ ένα πραξικόπημα μπορεί να επικρατήσει με μια χούφτα επιτελικών και την ισχύ των όπλων, καμία επανάσταση δε θα μπορούσε να σταθεί ούτε μια μέρα, χωρίς την υποστήριξη της μεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας, την ενεργό υπεράσπισή της και την πλατιά νομιμοποίησή της.


Δηλαδή όλα είναι άριστα κι άμεμπτα; Δεν υπάρχει κανένα σημείο για να γίνει (αυτο)κριτική; Προφανώς και υπάρχει. Αλλά είναι προϋπόθεση να ξεκαθαρίσουμε πρώτα σε ποια ζητήματα πρέπει να εστιάσουμε το φακό της κριτικής, μακριά από τα εύκολα στερεότυπα και τα έτοιμα σχήματα της αστικής προπαγάνδας. Ένα απ’ αυτά τα σημεία είναι η διάκριση μεταξύ του τυπικού δικαιώματος και της ουσιαστικής εφαρμογής του, που δεν μπορεί να αφεθεί στην τύχη, αλλά πρέπει να υπάρξει σχετική μέριμνα (κι εκεί είναι που κρίνεται η καλή λειτουργία των κομματιών οργανώσεων). Δεν αρκεί πχ η τυπική θέσπιση του δικαιώματος της κριτικής, αλλά και η ουσιαστική εξασφάλισή του στην πράξη. Αυτό όμως μπορούμε να το πιάσουμε αναλυτικά στο δεύτερο μέρος, για το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε. Ας πούμε απλώς προκαταβολικά πως η πιο σωστή κι υπεύθυνη κριτική ή συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων περνάει υποχρεωτικά κι από τη συμμετοχή στην εκτέλεσή τους.

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Δυο σταγόνες νερό

Αυτή τη βδομάδα υπήρχαν διάφορες μικρές ειδήσεις, μαζί με την πορεία του πολυτεχνείου, που έδιναν τροφή φια σκέψη και κάποιους ενδιαφέροντες συνειρμούς.

Οι δικτατορίες καταργούν το δικαίωμα της ψήφου, χτυπούν το εργατικό κίνημα, απαγορεύουν τη νόμιμη έκφρασή του και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, μοιράζουν πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, χωρίς τα οποία κανείς δεν μπορεί να εργαστεί σε δημόσιο οργανισμό, τσακίζουν τους φοιτητές και όλους όσους ξεσηκώνονται.

Στη σύγχρονη ελληνική δημοκρατία, την καλύτερη που είχαμε ποτέ, όπως συχνά διαφημίζεται, ο κυρίαρχος λαός απολαμβάνει ελευθερίες και δικαιώματα, που δεν έχουν καμία σχέση με την παραπάνω ζοφερή εικόνα.

Ο πρύτανης των ματ, φορτσάκης, συνεχίζει να πρωτοστατεί στον αγώνα για να πρυτανεύσει το δόγμα «νόμος και τάξη». Αυτή τη φορά στο στόχαστρο δεν μπαίνουν οι καταλήψεις –που θα δικαιολογούνταν, λέει, ως μέσο, μόνο εναντίον μιας δικτατορίας- αλλά οι γενικές συνελεύσεις κι οι μαζικές διαδικασίες των φοιτητικών συλλόγων, με το σκεπτικό ότι δεν είναι αρκετά μαζικές κι επιβάλλεται να αντικατασταθούν από ηλεκτρονικά δημοψηφίσματα με ευρύτερη συμμετοχή κι άλλους αντίστοιχα πρωτοποριακούς θεσμούς συμμετοχικής δικτατορίας, με κατάλληλα διαμορφωμένα ερωτήματα: προτιμάτε ιδιωτικά ή μη κρατικά πανεπιστήμια; Παιδεία-εμπόρευμα για λίγους και εκλεκτούς ή δωρεάν παιδεία μόνο για όσους (εξαθλιωμένους) την έχουν πραγματικά ανάγκη; Το σημερινό χάλι στις εστίες ή να μειωθεί δραστικά ο αριθμός των φοιτητών, για να χωράνε όλοι;

Παράλληλα μπορεί να καθιερωθεί ο εξίσου αμεσοδημοκρατικός θεσμός του εξοστρακισμού, από τις καλύτερες παραδόσεις της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας με τα ομιλούντα εργαλεία (δούλοι), για να εκτοπίζονται πάραυτα οι ανεπιθύμητοι, ενοχλητικοί συνδικαλιστές, που σπάνε την εκκωφαντική σιωπή στα πανεπιστήμια και χαλάνε την πιάτσα, εμποδίζοντας τον ύπνο των διπλανών τους και το αναφαίρετο δικαίωμά τους στη νιρβάνα.

Ο φορτσάκης βέβαια δε λειτουργεί παρά σα λαγός της κυβέρνησης, που έχει βάλει στο στόχαστρο τις συνελεύσεις σε σωματεία κι ομοσπονδίες, εφόσον δεν πιάνουν δυσθεώρητα ύψη απαρτίας, για να βγουν εξ αρχής παράνομες οι απεργιακές τους αποφάσεις –απλοποιούνται έτσι οι διαδικασίες και γλιτώνουμε τις γραφειοκρατικές διαδικασίες με τη δικαιοσύνη, που κηρύσσει ούτως ή άλλως εννιά στις δέκα απεργίες παράνομες και καταχρηστικές.

Στη σύγχρονη δημοκρατία, ο δημοκρατικά εκλεγμένος μπέης του βόλου αποφάσισε να διώξει δικαστικά μια υπάλληλο του δήμου, επειδή τόλμησε να κάνει χρήση του δικαιώματός της, βάση του ισχύοντα συνδικαλιστικού νόμου, για δίωρη άδεια, προκειμένου να προπαγανδίσει τη γενική απεργία της πέμπτης. Πιθανότατα όμως δε θα υπήρχε κανένα απολύτως πρόβλημα, αν η υπάλληλος δεν ήταν μέλος του κκε ή αν είχε πάρει την άδεια για κάποιο άλλο λόγο.

Στη σύγχρονη δημοκρατία, όπου δεν χρειάζονται πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, για να εργαστεί κανείς, ζητείται από όσους θέτουν υποψηφιότητα στο πανεπιστήμιο για το αξίωμα του πρύτανη ή του κοσμήτορα, να υπογράψουν μια υπεύθυνη δήλωση, όπου δεσμεύονται πως θα τηρήσουν κατά γράμμα τους νόμους, όπως ο πρόθυμος φορτσάκης πχ, και θα δεχτούν υπάκουα, χωρίς αντίδραση, τις αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις για το πανεπιστήμιο της αγοράς.

Κι αν μιλάμε για τον ιδιωτικό τομέα, στη σύγχρονη δημοκρατία, όπου ως γνωστόν δεν υπάρχουν πια πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων και δεν έχουμε το μεγάλο αδελφό από το οργουελικό 1984 να παρακολουθεί και να φακελώνει κάθε μας κίνηση, οι υπάλληλοι μπορεί να απολυθούν για κάποιο σχόλιο ή κάποια δραστηριότητά τους στον τοίχο τους, στο φβ. Αλλά οι κομμουνιστές έχουν σαφώς λιγότερες πιθανότητες να φτάσουν σε αυτό το σημείο, όχι φυσικά γιατί έχουν ασυλία και δεν απολύονται (ίσα-ίσα) ή επειδή πολλοί εξ αυτών δεν έχουν προσωπικό λογαριασμό σε αυτή τη σελίδα (κι όσοι έχουν, παίρνουν τα μέτρα τους και προσέχουν)· αλλά επειδή είναι τυλιγμένοι σε μια κόλλα χαρτί κι αν γκουγκλάρει κανείς το όνομά τους, θα πέσει πάνω σε διάφορα διαδικτυακά χνάρια της δράσης και της πολιτικής τους ένταξης –κάποιο ψηφοδέλτιο της εσακ, της πανεπιστημονικής, της λασυ, του κκε, η λίστα με τις υπογραφές για την κατάργηση του μνημονίου και ό,τι άλλο μπορεί να περιέχει το όνομά τους. Που θα το δει πιθανότατα κι ο υποψήφιος εργοδότης τους και λογικά δε θα τους προσλάβει ή δε θα τους καλέσει καν σε συνέντευξη, για να έχει το κεφάλι του ήσυχο.

Παλιότερα οι κομμουνιστές  που διώκονταν, είχαν κάποιο αποκούμπι, για να βγάλουν τα προς το ζην, πχ στην οικοδομή ή στα καράβια, που εξηγεί άλλωστε και την αυξημένη επιρροή των ταξικών δυνάμεων στα αντίστοιχα σωματεία. Τώρα η οικοδομή έχει πεθάνει κι αυτή η ασφαλιστική δικλείδα αποτελεί παρελθόν. Στις πρόσφατες εκλογές του συνδικάτου εν τω μεταξύ, η παράταξή μας κατέβαινε εντελώς μόνη της, για πρώτη φορά στα χρονικά, (χωρίς δηλ πασόκους και εξωκοινοβούλιο), καταφέρνοντας να διατηρήσει στα ίδια περίπου επίπεδα τις ψήφους της, με μια μικρή πτώση της συμμετοχής. Κάτι που συνιστά ασφαλώς επιτυχία, αν συνυπολογίσει κανείς την κατάσταση που επικρατεί στον χώρο και την επιστροφή αρκετών αλβανών εργατών στην πατρίδα τους, λόγω της οικονομικής κρίσης. Κι είναι κοινός τόπος πως η μεγάλη πτώση των εγγεγραμμένων μελών του σωματείου (και συνεπώς των ψήφων στις εκλογές) των οικοδόμων, που βγάζουν πια λιγότερους αντιπροσώπους για το συνέδριο της γσεε, λειτούργησε αποτρεπτικά για την αποφασιστική ενίσχυση της εσακ στο τριτοβάθμιο επίπεδο (της γσεε).

Σε τι κόσμο θα φέρουμε λοιπόν τα παιδιά μας, σφε αναγνώστη; Δεν είναι ανεύθυνο για μια νέα κοπέλα να μένει έγυος και να υποκύπτει στα πρωτόγονα μητρικά της ένστικτα αντί να σκεφτεί το θέμα ψύχραιμα και σφαιρικά; Δε θα έχει κάθε δίκιο ένας νουνεχής και νηφάλιος εργοδότης να νουθετήσει μια υπάλληλό του να αφήσει αυτές τις εξαλλοσύνες και τις αμετροέπειες –που θα έλεγε και μια ψυχή του εργατικού δικαίου- και να ρίξει το παιδί, όσο είναι καιρός; Γιατί εντάξει, περνάνε δύσκολες μέρες οι εργαζόμενοι –συνεπώς, ένας λόγος παραπάνω να μην αναπαράγονται. Αλλά μη νομίζετε, για τις επιχειρήσεις τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα.

Κι ας μην ξεχνάμε πως η σύγχρονη δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα. Έχει όμως κάθε δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό της από τους εχθρούς της και να συλλάβει καταληψίες μαθητές, να τσακίσει στο ξύλο άοπλους κι ειρηνικούς φοιτητές, να διώκει και να απολύει κομμουνιστές υπαλλήλους για τις απόψεις τους και τη δράση τους, να τρομοκρατεί κάθε εργάτη με την ανεργία που φτάνει στα ύψη –αλλά έπεσε, λέει, δύο μονάδες μες στο καλοκαίρι κάι ο ουρανός έγινε πιο γαλανός, με την τουριστική ανάπτυξη που έρχεται.

Η σύγχρονη δημοκρατία τους δεν παύει να είναι σε τελική ανάλυση δικτατορία της αστικής τάξης και να μοιάζει, όπως δυο σταγόνες νερό, με τις ανοιχτές δικτατορίες –που χρησιμοποιούσαν όμως το μαρτύριο της σταγόνας, ενώ τώρα αυτά έχουν καταργηθεί. Όπως μοιάζουν δηλ, σα δυο σταγόνες νερό, ο πόλεμος και η ειρήνη τους, που φέρνει νομοτελειακά πολλές σταγόνες αιματηρών πολέμων, όπως το σύννεφο τη βροχή. Κι όπως μοιάζουν, σα δυο σταγόνες νερό, το νεοφιλελεύθερο ξεπούλημα με την ιδιωτικοποίηση του νερού και το κεϊνσιανό μοντέλο σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα ή ο εναλλακτικός «λαϊκός καπιταλισμός» που προβάλλεται ως ντεμέκ λύση στη θεσσαλονίκη για την ευαθ. Όπως μοιάζουν δηλ, σα δίδυμα αδέρφια, ο δεξιός κι ο αριστερός πόλος του νέου δικομματισμού, ακόμα και αν καθρεφτίζουν, ως σταγόνες, διαφορετικά επιχειρηματικά συμφέροντα. Οι πραγματικές τους διαφορές όμως είναι σαν αυτές που έχει το αριστερό από το δεξί τουίξ (twix) στην τηλεοπτική διαφήμιση. Το ένα σκεπάζει το μνημόνιο με ανάπτυξη, ενώ το άλλο καλύπτει το μπισκότο με σοκολάτα και καταγγέλλει πολιτικά το μνημόνιο, για να έρθει η ανάπτυξη.


Γιατί όντως, τόση δημοκρατία με το σταγονόμετρο, από την χούντα είχαμε να δούμε.

Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

Σα δύο εικοσάρες

Η δημοκρατία, λέει ένα εύστοχο ευφυολόγημα, είναι το πολιτικό σύστημα όπου ένας λύκος και ένα πρόβατο αποφασίζουν από κοινού τι θα φάνε για βραδινό. Για να γίνει ακόμα πιο κατανοητό όμως, εγώ θα πρόσθετα πως δημοκρατία είναι ένας λύκος κι ένα κοπάδι πρόβατα που συναποφασίζουν τι θα δειπνήσουν. Κι ενώ ο αριθμητικός συσχετισμός δεν αλλάζει ουσιαστικά τίποτα στη σχέση των πρόβατων με το λύκο και την καταλυτική ισχύ του τελευταίου, στη δημοκρατία μας τα αμνοερίφια διδασκόμαστε και βαυκαλιζόμαστε πως είμαστε η πλειοψηφία κι ότι μπορούμε να καθορίσουμε εμείς τις τύχες μας. Μπορούμε πχ να συναινέσουμε στην αξιολόγησή μας και να τραβήξουμε κλήρο για να δούμε ποιος (ποιος-ποιος) θα φαγωθεί, για να την πατήσουμε σαν τα ψάρια από το κόμικ του αρκά που περίμεναν από τον καρχαρία-φονιά, τον αντίστοιχο λύκο της θάλασσας, να τηρήσει τη συμφωνία και να φάει μόνο τους μισούς, για να γλιτώσουν τάχα οι υπόλοιποι.


Δημοκρατία επίσης είναι τα μαντρόσκυλα του συστήματος που φυλάνε τα πρόβατα μη τυχόν ξεμυτίσουμε από το μαντρί της λυκοσυμμαχίας με τα μοναδικά οφέλη, και δε μας συναντήσει ο λύκος στο προγραμματισμένο ραντεβού-δείπνο ηλιθίων. Είναι οι διάφοροι δημοσιολόγοι που μιλάνε για σύγκλιση και συνεργασία των τάξεων, παρουσιάζοντας την αστική σαν τον καλό λύκο του αρκά (και πάλι) που ερωτεύεται μια προβατίνα και απαρνείται για χάρη της τη σαρκοφάγα φύση του. Να θεωρούμε ευεργέτες-επενδυτές τους αετονύχηδες που μας αρμέγουν και μας κουρεύουν το μαλλί και το χρέος. Και να μας τρομοκρατούν πως είναι απαραίτητο να συμπεριφερθούμε υπεύθυνα και να μη στριμωχνόμαστε σε στρούγκες, κοπάδια και λοιπές συλλογικότητες, γιατί δεν είμαστε εξάλλου τίποτα πρόβατα, να μας λένε οι άλλοι τι να κάνουμε.

Η δημοκρατία δηλ με δυο λόγια, ως το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης και της συμφωνίας που λέγαμε παραπάνω, είναι βασικά μια μερίδα αρνίσια παϊδάκια. Κι η ελληνική δημοκρατία, που χτες έκλεισε με δόξα και τιμές τα σαραντάχρονά της, είναι κάτι σαν τα καλύτερα παϊδάκια που φάγαμε ποτέ. Τα οποία προσωπικά τα γεύτηκα στη δημοκρατική κρήτη, στο έβγα της ζούρβας, λίγο πάνω από τον ιστορικό θέρισο, που έχει μεταξύ άλλων την ταβέρνα ‘αντάρτης’ και το μουσείο της εθνικής αντίστασης, με τις κομματικές ταυτότητες του βελουχιώτη και του βαφειάδη, και με σειρές ολάκερες φωτογραφιών από αγωνιστές που θυσιάστηκαν, που σου θυμίζει λίγο συνειρμικά τη στήλη του ρίζου με τα μνημόσυνα.

Η μεταπολίτευση του 74’ και της επόμενης δεκαετίας χοντρικά ήταν ένα μικρό διάλειμμα, μια σύντομη εκεχειρία ανάμεσα στα πέτρινα χρόνια που προηγήθηκαν και αυτά που ζούμε σήμερα –για να κάνουμε μια σύνδεση και με μια πρόσφατη ανάρτηση. Αλλά και η περίοδος της σταδιακής διάβρωσης των βράχων και των αξιών στις οποίες βασίστηκε το αγωνιστικό πνεύμα της εποχής.

Πριν από οτιδήποτε άλλο όμως η ιστορία της μεταπολίτευσης είναι η ιστορική διαδρομή και πορεία του πασόκ: του καλύτερου εργαλείου που είχαν ποτέ οι αστοί στα χέρια τους για να αναχαιτίσουν το κόμμα και να ενσωματώσουν τις λαϊκές αγωνιστικές διαθέσεις. Του σοσιαλδημοκρατικού, κεντροαριστερού μορφώματος που της έλειπε μέχρι τότε –και το φέρουν βαρέως μέχρι σήμερα οι αστοί ιστοριογράφοι που δεν εμφανίστηκε νωρίτερα· κι η απουσία αυτή έκανε ακόμα και τους δικούς μας να εκτιμήσουν λανθασμένα πως στην ελλάδα δεν υπήρχε το αντικειμενικό έδαφος για να πιάσει η σοσιαλδημοκρατία –η οποία πάντως εκκολαπτόταν ήδη εν μέρει στις γραμμές της εδα. Η ιστορία του κόμματος που σάρωσε κι απορρόφησε τα πάντα, ταυτίστηκε ως όλον πασόκ με το βαθύ κράτος, επηρεάζοντας όλους τους πολιτικούς του αντιπάλους –ακόμα και το κόμμα υιοθέτησε το σύνθημα της πραγματικής αλλαγής με κατεύθυνση το σοσιαλισμό. Κι οι διάφορες φάσεις της μετεξέλιξής του συμπίπτουν με τους διαδοχικούς κύκλους της μεταπολίτευσης (δηλ των λαϊκών κατακτήσεων και του ριζοσπαστισμού που παρέμεναν άταφο πτώμα μέχρι πρότινος.

Από τα πρώτα άγουρα χρόνια με τις μουντές κι αβέβαιες ελευθερίες της και τον αυτόνομο συνδικαλισμό που προλείανε το έδαφος για την άλωση του εργατικού κινήματος από την πάσκε· στον καλπασμό των πράσινων αλόγων προς την εξουσία και το ραντεβού με την ιστορία· το πλασάρισμα του «έλληνα αγιέντε», που ερχόταν ως σαλβαδόρ (σωτήρας) και τον απειλούσαν τάχα τα ξένα κέντρα με στρατιωτικά πραξικοπήματα· και είχε εκτιμήσει ως μια απλή αλλαγή φρουράς τη μεταπολίτευση –άσχετα που κάποιοι τη βρίσκουν ακραία και σεχταριστική εκτίμηση, όταν έρχεται ως επίσημη και επεξεργασμένη κομματική θέση κι όχι για λόγους εντυπωσιασμού, όπως το έκανε δηλ ο ανδρέας. Που αξιοποιούσε επιδέξια τα αντιδεξιά σύνδρομα και το φιλοσοβιετικό χαρτί για να κρατά όμηρους τους κομμουνιστές και την εαμική βάση.

Κι από το ανορθόδοξο σπάσιμο αυτής της ομηρίας το 89’, με τη συγκλονιστική διεθνή συγκυρία και τις κοσμογονικές (ή μάλλον κοσμοκτόνες) αλλαγές· στη σταδιακή εκσυγχρονιστική μετάλλαξη ή μάλλον προσαρμογή στα καινούρια δεδομένα· που επισφραγίστηκε με την εκλογή του σημίτη, ενός τεχνοκράτη, χρυσής μετριότητας και κάκιστου ρήτορα (σε αντίθεση με τον χαρισματικό δημαγωγό προκάτοχό του)· που έπρεπε ωστόσο να πλασαριστεί ως μεγάλος ηγέτης και ο τρικούπης του εικοστού αιώνα, που ήρθε εκατό χρόνια μετά το θάνατό του να συνεχίσει το μεταρρυθμιστικό του έργο· αλλά δεν έμεινε αρκετά στην κυβέρνηση ως πρωθυπουργός για να πει και το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» της ισχυρής ελλάδας και της μεγάλης ευρωπαϊκής ιδέας, στη θέση του ξεχασμένου «εοκ και νάτο το ίδιο συνδικάτο»· και να βάλει την ταφόπλακα στο άταφο πτώμα της μεταπολίτευσης και του πασόκ –βάρος που έπεσε στους διαδόχους του.

Στα 40χρονα της μεταπολίτευσης είμαστε έτοιμοι να θάψουμε το πασόκ και να κάνουμε τα σαράντα του. Αλλά η μνήμη του μένει ζωντανή να κατατρύχει σα φάντασμα την αστική πολιτική σκηνή και τη συνείδηση του «μέσου έλληνα», που συνεχίζει να είναι πασόκ, με άλλες μορφές κι ονόματα. Γιατί όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν. Κι η ψευδής συνείδηση αυτονομείται από τις συνθήκες που την καθόρισαν και τη δημιούργησαν και επιβιώνει με τη δύναμη της συνήθειας στις μάζες που έχουν το βλέμμα τους στραμμένο στο παρελθόν που έχασαν. Αναπολούν το ευχάριστο διάλειμμα της μεταπολίτευσης, αν κι έχουν διδαχτεί από οθόνης να το κακολογούν και να το θεωρούν υπεύθυνο για τη σημερινή κατάσταση, χωρίς να σκεφτούν ποιοι παράγοντες έδωσαν αυτό το αποτέλεσμα έστω ως προσωρινή ανάπαυλα.

Περίπου ό,τι κάνουν δηλ διάφοροι πολιτικοί χώροι που ευαγγελίζονται φιλολαϊκές μεταβατικές μεταρρυθμίσεις και στην πιο επαναστατική εκδοχή τους βάζουν το σύνθημα της δυαδικής εξουσίας, με την έννοια μιας «βουλής των κάτω», «της αμεσοδημοκρατίας των πλατειών», κτλ· χωρίς να μπουν στον κόπο να σκεφτούν ότι η δυαδική εξουσία δεν προκύπτει ως διακηρυγμένος στόχος, αλλά ως προσωρινός συμβιβασμός κι εύθραυστη ισορροπία, ως αδυναμία της δικής μας πλευράς να φτάσει μέχρι τέλους ή του ταξικού εχθρού να τσακίσει τη δική μας προσπάθεια και να επιβληθεί. Και πως η μοναδική στόχευση πρέπει να είναι η ενίσχυση του δικού μας πόλου ώστε να νικήσει στον ταξικό πόλεμο κι όχι η εκεχειρία ή ένας συμβιβασμός που μπορεί να προκύψει ως πιθανό ενδεχόμενο και μια στιγμή του πολέμου στην πορεία του.


Αν υπάρχει κάτι για να κρατήσουμε από τη μεταπολίτευση είναι τα κεκτημένα δικαιώματα και το αγωνιστικό της πνεύμα, που χρειάστηκε να τιθασευτεί και να καναλιζαριστεί σε ακίνδυνους διαύλους, για να το υποτάξουν. Όχι τις αυταπάτες της περιόδου, που οδήγησαν σε αυτή την υποταγή, και το πασόκ που τις καλλιέργησε και τις εξέφρασε. Ούτε μια σύγχρονη άφθαρτη εκδοχή του που θα έρθει με νέα πρόσωπα να κάνει λίφτινγκ στη σαραντάρα αστική δημοκρατία και να την εξωραΐσει. Και δεν είναι θέμα ηλικίας, αλλά της ταξικής της ουσίας, που απογυμνώνεται κάθε μέρα και περισσότερο, για να κρυφτεί πίσω από φύλλα συκής σοσιαλδημοκρατικής κοπής.

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Οι φίλοι της δημοκρατίας

Σου ‘χει τύχει υποθέτω σφε αναγνώστη να πετύχεις σε κάποια στιγμή της ζωής σου κάτι που θεωρείς πως ανήκει σίγουρα στο παρελθόν και δεν μπορεί να συμβαίνει πλέον. Όταν ήμουν μικρός πχ, διάβαζα τον τόμο της ιστορίας από την τρομερή σειρά ‘τα χρυσά μου βιβλία’ (δε βγαίνουν πια τέτοια διαμάντια) και μου είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ο πόλεμος ήταν κάτι συνταρακτικό που γινόταν σε άλλους καιρούς, πολύ μακρινούς, δε μας αφορούσε πια και είχε σταματήσει οριστικά με τη συγκρότηση του οηε, το 45’ –σαν ένα ιδιότυπο τέλος της ιστορίας.


Κούνια που με κούναγε βέβαια, γιατί το τέλος της ιστορίας του φουκουγιάμα ερχόταν ολοταχώς, τον καιρό που εγώ… διάβαζα, δίνοντας τέλος σε αυτή τη λεπτή μεταπολεμική ισορροπία (που κάποιοι την ονόμασαν ψυχρό πόλεμο κι άλλοι ειρηνική συνύπαρξη –με όσα εισαγωγικά χρειάζεται ο κάθε όρος για να σταθεί) και τις όποιες ασφαλιστικές δικλείδες παρείχε στους λαούς του κόσμου σε κάθε επίπεδο.

Κάποιοι βέβαια μπορεί να πιστεύουν το ίδιο για το κουκουέ και τους κομμουνιστές που ξέχασαν να πεθάνουν. Αυτό που αργοπεθαίνει όμως στην πραγματικότητα είναι ο εκλεπτυσμένος αντικομμουνισμός με το βαμβάκι, που έδωσε τη θέση του σε έναν άλλο, ανοιχτά φασίζοντα, παλιό και πατροπαράδοτο, που είχε μπει προσωρινά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας και μυρίζει ναφθαλίνη, οπότε χρειάζεται κατά καιρούς διάφορα αρωματικά αριστερού χώρου να το φρεσκάρουν και να παίξουν το ρόλο του φερετζέ.

Με άλλα λόγια αυτό που δυναμώνει είναι ο φασισμός. Κι αν ψάχνουμε να βρούμε το αντίστοιχό του σε ένα λεξικό συνωνύμων, αυτό είναι ο αντικομμουνισμός (απ’ όπου κι αν προέρχεται) κι όχι κάποια υποτιθέμενη συνταγματική εκτροπή από τη νομιμότητα και το κοινοβουλευτικό ιδεώδες της αστικής δημοκρατίας,  που ξέρει να κάνει τη δουλειά της με πολλούς τρόπους, ακόμα κι όταν φαίνεται να αρνείται διαλεκτικά τις αρχές της και να μετεξελίσσεται σε άλλη ποιότητα.

Ας πάρουμε ένα πιο συγκεκριμένο παράδειγμα, λχ το θέμα μιας αγαπημένης ταινίας, όπως το μάθε παιδί μου γράμματα, να σκεφτούμε τι παρέμεινε ίδιο και τι έχει αλλάξει από τότε. Ο διαμαντόπουλος άφησε πίσω του πολύ μεγάλο κενό. Ο καλογερόπουλος δεν ασχολείται πια με τέτοια ξεπερασμένα, στρατευμένα είδη. Κι ο τσάκωνας το γύρισε στη βιντεοκασέτα και γύρισε το μάθε παιδί μου μπάσκετ. Αλλά δε βρήκε ποτέ τα χαμένα του μαλλιά και την χαμένη εξαετία που του περίσσευε στο λογαριασμό.
Έξι χρόνια στο δημοτικό, έξι στο γυμνάσιο, έξι στο πανεπιστήμιο…

Η ελληνική ύπαιθρος έχει ερημώσει. Τώρα πια ρημάζουν κι οι πόλεις, ήδη πριν να πλακώσει η σκιά της κρίσης, με τη λεγόμενη αποβιομηχάνιση. Οι πτυχιούχοι ερευνητές και επιστήμονες μένουν στο εξωτερικό, για να μην παίζουν τάβλι στο καφενείο της γειτονιάς. Οι παπάδες ζουν και βασιλεύουν επί γης και δεν τους αγγίζει κανένα μνημόνιο. Και τα διάφορα θρασίμια αντιστρέφουν την πραγματικότητα και τη βάζουν με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω (όπως ο χέγκελ τη διαλεκτική), ζητώντας «την αλήθεια ρε» και τα ρέστα από το κουκουέ, που πρέπει να απολογηθεί για τα πάντα.

Αλλά η ιστορική αλήθεια «έλαμψε». Η κυβέρνηση της αλλαγής αναγνώρισε την εθνική αντίσταση, κουτσουρεμένη βέβαια ως το 44΄, χωρίς το δεκέμβρη, λεηλατώντας εκλογικά την εαμογενή βάση. Κατάργησε και τις ποδιές στα σχολεία, καθιέρωσε τη δημοτική, έφερε κάποια σχετικά προοδευτικά –εξαρτάται με τι συγκρίνεις πάντα- εγχειρίδια ιστορίας, άρχισαν να μας διαβάζουν και οι διευθυντές κάθε νοέμβρη ένα σύντομο μήνυμα για το γοργοπόταμο.
Με δυο λόγια νικήσαμε!! Η ιστορική μνήμη αποκαταστάθηκε. Δεν είμαστε πια στην εποχή που τα παιδιά στην ταινία δεν μπορούσαν να καταθέσουν στεφάνι στη μνήμη του χρήστου καναβού, που σκοτώθηκε από τους γερμανούς. Αυτά γίνονταν σίγουρα στο παρελθόν, τώρα όμως έχουν αλλάξει τα πράγματα. Τώρα έχουμε δημοκρατία…

Ας πάρουμε άλλο ένα παράδειγμα, με όσα διηγείται το βιβλίο του σινκλέρ για τους ανθρακωρύχους, την κατάσταση της εργατικής τάξης, τις συνθήκες εργασίας και τα πολιτικά της δικαιώματα –πήραμε μια γεύση και στην αμέσως προηγούμενη ανάρτηση. Ασφαλώς όλα αυτά είναι πολύ δυσάρεστα, ίσως και ψυχοπλακωτικά, ιδίως για τα ευαίσθητα μέλη της καλής κοινωνίας, αλλά ανήκουν σε ένα μακρινό, σκοτεινό παρελθόν στο οποίο μπήκε οριστικά ταφόπλακα.

Έκτοτε η κατάσταση έχει βελτιωθεί δραματικά. Οι εργάτες έχουν δικά τους σωματεία, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, μέτρα προστασίας που τους διασφαλίζουν από ατυχήματα, κατοχυρωμένες συνταγματικές ελευθερίες. Έτσι δεν είναι; Η ανθρωπότητα εξελίσσεται, εκπολιτίζεται κι αφήνει πίσω της το μεσαίωνα και την κοιλάδα των δακρύων στην οποία ζούσαν οι λαοί μέχρι πρότινος.

Σήμερα δηλ δεν υπάρχουν εργάτες που απολύονται εκδικητικά για συνδικαλιστική δραστηριότητα, απεργοί που αντιμετωπίζοντας ως σαμποτέρ της παραγωγής και εγκληματίες, θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα, χειρώνακτες που αντιμετωπίζονται σαν υποζύγια, δικαστικές κι εκτελεστικές αρχές που μεροληπτούν, ελεγκτικά όργανα που εθελοτυφλούν, καταστολή, οκτάωρα που παραβιάζονται, μαύρη ανασφάλιστη ή και παιδική ακόμα εργασία, φτώχια και πείνα. Ζούμε σε μια ευνομούμενη πολιτεία, όμορφη, ηθική, αγγελικά πλασμένη. Κι έχουμε αφήσει πίσω μας όλες αυτές τις ασχήμιες.
Σήμερα έχουμε δημοκρατία.

Σήμερα λοιπόν καλούμαστε να βγάλουμε μερικά συμπεράσματα. Όποιος θίγει σήμερα το ζήτημα της δημοκρατίας, γενικά κι αφηρημένα, εστιάζοντας σε συνταγματικά τόξα, το κοινοβούλιο και τη μορφή του πολιτεύματος, οφείλει να συνυπολογίσει πως δημοκρατία θεωρητικά είχαμε και το 80’ που γυρίστηκε η ταινία του μαραγκού. Δημοκρατία θεωρητικά είχανε και στις ηπα, έναν αιώνα πριν, που ξεσπούσε η απεργία των ανθρακωρύχων και τα υπόλοιπα γεγονότα που ενέπνευσαν στο σινκλέρ το μυθιστόρημά του. Όποιος θέλει να βρει για να αντιπαλέψει τις ρίζες του φασισμού, δεν πρέπει να ψάξει στους εχθρούς που απειλούν να καταλύσουν την αστική δημοκρατία, αλλά στην ίδια την ταξική της ουσία, ως πολιτική έκφραση της δικτατορίας του κεφαλαίου. Θα τις βρει στον πολιτικό λόγο των αστικής τάξης και τη θεωρία των δύο άκρων, στην ιστορική της αντίληψη και την ουσιαστική αθώωση των φασιστών, που πάλεψαν για λογαριασμό της.

Θα βρει το φασισμό κυρίαρχο στους χώρους δουλειάς, όπου βασιλεύει η εργοδοτική τρομοκρατία κι ο βασιλιάς άνθρακας, καίγοντας άπληστα τις εργατικές κατακτήσεις. Πόσοι γνωρίζουν άραγε ότι μια από τις «δευτερεύουσες» παράπλευρες συνέπειες του μνημονίου ορίζει πως πλέον βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια του εργοδότη να θεωρεί εργάσιμες μέρες την πρωτοχρονιά, τα φώτα ή την 28η οκτωβρίου; Καλά, για την πρωτομαγιά ούτε λόγος…

Αυτά τα παραδείγματα δεν είναι καθόλου τυχαία, καθώς αφορούν δυο άκρως νευραλγικούς τομείς: την ιστορική μνήμη και τη σφαίρα της παραγωγής. Η ιστορία δεν μπορεί ποτέ να είναι ουδέτερη, να ακολουθήσει κάποιον τρίτο δρόμο, ιδίως σε μια χώρα σαν την ελλάδα, που η αγωνιστική παράδοση κι η δράση των κομμουνιστών έχει ποτίσει κάθε πέτρα και γωνιά της. Ούτε κι η παραγωγή είναι κάτι ουδέτερο και τεχνοκρατικό, για να χωρέσει την άπλα γενικών, αφηρημένων ιδεών, όπως η ανάπτυξη –κι όσοι χάψουν το παραμύθι, θα πάρουν καραμέλες στο τέλος.

Η μόνη δημοκρατία που μπορεί να υπάρξει σε τέτοιους τομείς κι ιδίως στους χώρους δουλειάς, για να εξασφαλίσει τα στοιχειώδη δικαιώματα όσων εργάζονται και παράγουν τον πλούτο αυτής της χώρας είναι η εργατική δημοκρατία. Ή μάλλον για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, η δικτατορία του προλεταριάτου, ενάντια στην τάξη των εκμεταλλευτών κι ό,τι απομένει από τον παλιό κόσμο της καταπίεσης, το βασίλειο του καταναγκασμού και του άνθρακα, που καθιστά ψευδεπίγραφη την όποια δημοκρατία κι άνθρακες το θησαυρό της «ελευθερίας».


Όσοι λοιπόν νιώθουν, δηλώνουν ή –τόσο το καλύτερο- είναι φίλοι της δημοκρατίας, οφείλουν τώρα να σκεφτούν σοβαρά τα παραπάνω και να πάρουν συγκεκριμένη θέση. Τώρα είναι καιρός…

Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Σημειώσεις περί δημοκρατίας

Η τρίτη και μακρύτερη –με την έννοια της μακροβιότερης- ελληνική δημοκρατία, θυμίζει σταδιακά, όσο μεγαλώνει, ολοένα και περισσότερο το τρίτο ράιχ, όπως είχαμε πει σε προηγούμενο κείμενο –χωρίς αυτό να παραπέμπει στη γνωστή δημοφιλή θεωρία περί οικονομικής κατοχής, μερκελιστών, κτλ. Κι έχει περάσει από σαράντα παρά ένα κύματα, δηλ 39, όσα και τα χρόνια της, που την κάνουν να μοιάζει με τη δεσποινίδα της ταινίας, που έμεινε άγαμη. Και όσοι της έταζαν βίο ανθόσπαρτο και την πήραν από δυο και τρεις (ή περισσότερες) φορές στις κυβερνητικές του θητείες, την ξεγέλασαν και της πήραν ό,τι πολυτιμότερο είχε: την προίκα του μεταπολιτευτικού ριζοσπαστισμού με τις κατακτήσεις του και το όραμα για έναν καλύτερο κόσμο, που δεν ήρθε ποτέ.

Η καλύτερη δημοκρατία που είχαμε ποτέ πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια κι ενηλικιώθηκε απότομα με τις σαρωτικές ανατροπές του 89’ σε διεθνές επίπεδο. Αλλά εξελίχθηκε σε υστερική γεροντοκόρη, που περνά κρίση ταυτότητας κι έβλεπε να κλείνει ο κύκλος της και να πλησιάζει η εμμηνόπαυση και η παύση πληρωμών προς τις συμβατικές υποχρεώσεις του κράτους της: μισθοί, συντάξεις, κτλ –με την εξαίρεση βέβαια των πιστωτών της. Κι ενώ τελειώνουν τα κόκκινα ωάριά της και τα μηνιαία μαντάτα για την… κάθοδο των ρώσων, φαίνεται να τελειώνουν και οι ελπίδες –ή μήπως αυταπάτες;- ότι έφερε μαζί και το σπέρμα για να γεννηθεί μια άλλη κοινωνία σε αυτήν την περίοδό της.

Κι έτσι καχεκτική που τη βλέπουμε ετοιμαζόμαστε του χρόνου να της κάνουμε τα σαράντα, αφού περάσει από πάνω της να την αποτελειώσει το σαρακοστό κύμα, σαν αυτό της γερμανικής ταινίας, που ξεκίνησε σαν πλάκα, αλλά θέριεψε γρήγορα και τώρα πάει για τρίτο κόμμα –και ό,τι άλλο ήθελε προκύψει, όσο ο αστικός κόσμος κρατάει στάση κατευνασμού απέναντί του, τάχα για να το εξευμενίσει.

Η ρόζα έλεγε πως η δημοκρατία κι η ελευθερία λόγου μπορεί να νοηθεί ως τέτοια μόνο σε σχέση με τη μειοψηφία που διαφωνεί. Αλλά ο τρότσκι –αν δεν κάνω λάθος- τον καιρό που ήταν με τους μπολσεβίκους είχε πει ότι για εμάς η δημοκρατία δεν είναι φετίχ κι αυτοσκοπός, αλλά ένα απλό μέσο. Και οι εραστές της καθαρής δημοκρατίας απαντάνε αναδρομικά πως η λογική αυτή του γύρισε μπούμερανγκ και την πλήρωσε πολύ ακριβά –όπως κι άλλοι κομμουνιστές ηγέτες και τα κκ συνολικά- πέφτοντας ο ίδιος θύμα του «αντιδημοκρατικού μηχανισμού» που είχε στήσει. Ενώ τώρα το κίνημα έχει αποκαταστήσει τα αμεσοδημοκρατικά φετίχ και βλέπει τη γλύκα από την ανάποδη, απολαμβάνοντας πολύωρα συντονιστικά για βάλιουμ και το δικαίωμα της μειοψηφίας να σπάει τα νεύρα των υπόλοιπων και κάθε όριο ανοχής.

Η κοινή γνώμη έχει συνηθίσει να θεωρεί αυταρχικό κι ολοκληρωτικό το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό –τη στιγμή που στηρίζει μικρο-αστικά κόμματα με πλήρως αρχηγοκεντρική δομή, χωρίς ίχνος δημοκρατικών συλλογικών διαδικασιών. Και τη βρίσκει με αμεσοδημοκρατικές ονειρώξεις, στα πλαίσια της αρχαίας ελληνικής (αμεσο)δημοκρατίας. Η οποία βασιζόταν όμως στο θεσμό της δουλείας, ως απαραίτητη προϋπόθεση για να έχει κανείς ελεύθερο χρόνο και τη δυνατότητα να πηγαίνει στην εκκλησία του δήμου για να λέει το μακρύ και το κοντό του. Έτσι και σήμερα δεν υπάρχει τίποτα πιο υποδουλωτικό για τη σκέψη και την οικονομία της συζήτησης από το να βλέπεις δύο και περισσότερους πλατφόρμερς να πλακώνονται αμεσοδημοκρατικά στα μαρμαρένια αλώνια μέχρι πρωίας και τελικής πτώσης των ακροατών στο πάτωμα.

Οι εραστές της αγνής και άδολης (σαν την αναλογική) δημοκρατίας λένε επίσης πως ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δε θα υπάρξει. Ξεχνώντας πως στην ουσία ισχύει ακριβώς το αντίστροφο. Η δημοκρατία ή θα είναι σοσιαλιστική ή δε θα υπάρξει. Κι αφού υπάρξει ως τέτοια, δηλ ως δικτατορία του προλεταριάτου, θα οδηγηθεί στην απονέκρωση και τη σταδιακή εξάλειψή της. Γιατί ακόμα κι η πιο πλέρια δημοκρατία δεν παύει να είναι μια μορφή κράτους κι εξουσίας, όπως προκύπτει κι από την ετυμολογία της λέξης, που δε θα έχει θέση στην αταξική κοινωνία του μέλλοντος. Και με αυτήν ακριβώς την έννοια η δημοκρατία δεν αποτελεί φετίχ κι αυτοσκοπό για τους κομμουνιστές.
Με το ίδιο ακριβώς σκεπτικό η αριστερά σήμερα ή θα είναι κομμουνιστική ή δε θα υπάρξει –παρά μόνο ως τσόντα στο αστικό πολιτικό σκηνικό κι αριστερή του πτέρυγα, πχ η δημοκρατική αριστερά.

Μήπως όμως έτσι χαρίζουμε ελαφρά τη καρδία στον αντίπαλο αυτές τις έννοιες, διαπράττοντας σοβαρό επικοινωνιακό μα πρωτίστως πολιτικό σφάλμα;
Καθαρή δημοκρατία ωστόσο υπάρχει μόνο σε θολά μυαλά, χωρίς ταξικό κριτήριο και στη σκέψη δήθεν πρωτοποριών που ψαρεύουν σε θολά νερά και ρίχνουν δίχτυα  με το σύνθημα της πραγματικής δημοκρατίας που δημιουργεί φενακισμένες συνειδήσεις κι υπερταξικές αυταπάτες. Αρνούνται συνειδητά να ζυμώσουν ανάγκη της επανάστασης και κοσκινίζουν δέκα μέρες (που δε συγκλόνισαν τον κόσμο της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης) για να καταλήξουν ασυνείδητα ουρά του αυθόρμητου και μη συνειδητού κομματιού του κινήματος.

Η ουσία δεν είναι πως η καθαρή δημοκρατία δεν χωρά στα στενά πλαίσια της κομμουνιστικής καθαρότητας, αλλά ότι έχει ξεπεραστεί από την ίδια την πραγματικότητα –εκτός κι αν δε μας βολεύει ούτε αυτή, οπότε να τη βαφτίσουμε με τη σειρά της σεχταριστική. Οι τίμιοι αριστεροί δημοκράτες (σκέτο) ανήκουν στο μεταπολιτευτικό παρελθόν, μαζί με την τίμια σοσιαλδημοκρατία και τον κεϊνσιανισμό και τελούν προς εξαφάνιση. Σήμερα η αστική εξουσία είναι πολύ πιο έμπειρη και προετοιμασμένη να αξιοποιήσει προς όφελός της ακόμα και την απέχθεια του λαού προς το ίδιο το αστικό κράτος και την κολοβή δημοκρατία που του προσφέρει.
Ας δούμε τα συνθήματα για λιγότερο κράτος (δηλ ιδιωτικοποιήσεις και προώθηση καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων) ή το φλερτ του αστικού πολιτικού κόσμου με την κυβέρνηση τεχνοκρατών ή άλλων ανοιχτά φασιστικών σεναρίων στο όνομα της υπέρβασης των ορίων του (αστικού) κοινοβουλευτισμού. Η αστική προπαγάνδα πλασάρει στην κυβέρνηση «αντιεξουσιαστές» τύπου γιωργάκη ή ψαριανού κι αφήνει στους κομμουνιστές το ρόλο των «αγκυλωμένων κρατιστών» και των υπερασπιστών του διεφθαρμένου δημοσίου, που ευθύνονται για όλα τα στραβά σε αυτή την τελευταία σοβιετική γωνιά της ευρώπης, κι ας μη κυβέρνησαν ποτέ.

Κι όλως τυχαία το δημόσιο και ο κρατισμός συγγενεύουν ετυμολογικά με τα δυο συνθετικά της λέξης δημοκρατία. Γι’ αυτό οι κομμουνιστές είναι υποχρεωμένοι να μην χρησιμοποιούν κούφιες, γενικές έννοιες, αλλά να εξηγούν πάντα συγκεκριμένα για τι δημόσιο τομέα παλεύουν, σε ποιο κράτος και με τι είδους δημοκρατία –ποιο θα είναι το ταξικό της περιεχόμενο- αν θέλουν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις συνέπειες αυτής της προπαγάνδας.

Πολύ συχνά αντιπαρατίθεται μηχανικά σε πολλές αναλύσεις η δημοκρατία με τη δικτατορία, η συναίνεση με την καταστολή, το οργουελικό 1984 με τον γενναίο νέο κόσμο του χάξλεϊ (σε λογοτεχνικό επίπεδο). Αλλά διαφεύγει από τον ορίζοντά τους πως οι δύο πόλοι συμπληρώνονται διαλεκτικά. Ότι όσο περισσότερη συναίνεση και παθητική αντίσταση συναντά η αστική εξουσία τόσο πιο δυνατή και σίγουρη νιώθει να προωθήσει την κρατική καταστολή και τον αυταρχισμό, να διασφαλίσει την ύπαρξή της με το καρότο και με το μαστίγιο. Κι ότι η αστική δημοκρατία δεν τείνει μόνο προς τον πιο σίγουρο τρόπο διακυβέρνησης δια (κοινοβουλευτικών) πολιτικών αντιπροσώπων της αστικής τάξης, όπως σημείωνε ο λένιν. Παράλληλα ρέπει νομοτελειακά προς το φασισμό και τον ολοκληρωτισμό, όπως ακριβώς η ολολήρωση των αγορών στην οικονομία «καταργεί» τον «υγιή», «ισότιμο», «δημοκρατικό» (κι ό,τι άλλο θέλετε) ανταγωνισμό και οδηγεί στο μονοπώλιο, στη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου –και σε αυτή τη βάση στην πρωτόγνωρη ένταση του ανταγωνισμού.

Κι όσοι νοσταλγούν τον κεϊνσιανισμό στο επίπεδο της οικονομικής βάσης και την αντίστοιχη πολιτική του έκφραση στο εποικοδόμημα (σοσιαλδημοκρατία), παρέχουν πολύ κακή υπηρεσία στον αγώνα της εργατικής τάξης, γιατί αγνοούν(;) πως ακόμα και η καλύτερη αστική δημοκρατία δεν είναι παρά η πολιτική έκφραση της δικτατορίας του κεφαλαίου. Κι είναι σα να αντιστρέφουν πλήρως εκείνη την παλιά πολιτική φόρμουλα του βλαδίμηρου (στην καθυστερημένη ρωσία των αρχών του περασμένου αιώνα) για δημοκρατική διχτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς και να τη βάζουν παραλλαγμένη σήμερα, στις δικές μας σημαίες ως κεντρικό στόχο, ζητώντας μια «δημοκρατική δικτατορία της αστικής τάξης». Πάντα στο πλαίσιο του συστήματος και του εξελικτικού μετασχηματισμού του σε κάτι διαφορετικό –με το βάθεμα και το πλάτεμα της δημοκρατίας, για να θυμηθούμε και τους κλασικούς του ελληνικού ευρωκομμουνισμού- συνεπώς πάντα μακριά από την πάλη για την επαναστατική αλλαγή του κόσμου.


Είναι αυτονόητο πως η παραπάνω κριτική δε γίνεται από τη σκοπιά της υποτίμησης του μετώπου για την υπεράσπιση και τη διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων του λαϊκού κινήματος. Αλλά αντιθέτως για να καταδείξει πως το δημοκρατικό μέτωπο καθαυτό δεν είναι το κλειδί για την αυλή του (σοσιαλιστικού) παραδείσου, ούτε καν για το προαύλιό του –ως πρώτο πιθανό στάδιο της επανάστασης που έρχεται- αλλά ένα τακτικό μέσο που δε μπορεί να ανάγεται για τους κομμουνιστές σε φετίχ και αυτοσκοπό, που δεν υποτάσσεται στο στρατηγικό στόχο.

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Δημοκράτες χωρίς δημοκρατία

Λόγω των ημερών και των γενεθλίων της τρίτης ελληνικής δημοκρατίας (που όσο πάει θυμίζει κάτι από τρίτο ράιχ) η κε του μπλοκ προχωρά σήμερα στην ανάρτηση ενός κύριου άρθρου του ριζοσπάστη, γραμμένο στα χρόνια του εμφυλίου από τον τότε διευθυντή του κώστα καραγιώργη (γυφτοδήμου), που διατηρεί την επικαιρότητά του παρά την χρονική απόσταση που μας χωρίζει από εκείνη την εποχή. Στο άρθρο αυτό ο καραγιώργης παραθέτει τις δηλώσεις πολιτικών ηγετών του κέντρου, με αφορμή το δημοψήφισμα για το πολίτευμα της ελλάδας, και προβαίνει μετά στον σχολιασμό τους.




«Αν ο βασιλεύς διαψεύση εμπράκτως τας κακάς προβλέψεις των εσωτερικών αντιπάλων του πείθων το δυσπίστως διακείμενον τμήμα της παγκοσμίου κοινής γνώμης, ότι η επιστροφή του όχι μόνον δε σημαίνει εγκαινίασιν αντιδημοκρατικών μεθόδων, αλλά συνδέεται με την άρσιν των αντιδημοκρατικών ανωμαλιών, αι οποίαι σημειούνται εις ωρισμένα τμήματα της χώρας και κατέστησαν δυσχερή την απολύτως ακριβή εκτίμησηιν της θελήσεως του ελληνικού λαού».

(Δηλώσεις κ. κανελλόπουλου, 4 σεπτέμβρη 1946).

«Το δημοκρατικόν σοσιαλιστικόν κόμμα συνεπές προς τας επαγγελίας του δηλώνει ότι αναγνωρίζει τη βασιλευομένην δημοκρατίαν ωςτο νόμιμον πολίτευμα της χώρας εντός του οποίου θα επιδιώξει την πραγματοποίησηιν των αρχών του…».

(Ανακοίνωση του δημοκρατικού σοσιαλιστικού κόμματος του γ. παπανδρέου, 7 σεπτέμβρη 1946).

«Συνεπείς επομένως προς τας βασικάς μας αρχάς και πιστοί θεματοφύλακες των παραδόσεων του ε. βενιζέλου, δηλούμεν όπως και αυτός απεφάσιζε να είναι ως αρχηγός βασιλευομένης δημοκρατίας βασιλεύς όλων των ελλήνων και όχι έρεισμα της δικτατορίας ωρισμένου κόμματος, θα μας εύρη πιστούς στρατιώτας εις την υπηρεσίαν της πατρίδος».

(Δηλώσεις σ. βενιζέλου, 8 σπετέμβρη 1946)

«…Είναι αναμφισβήτητον διά κάθε καλής πίστεως κριτήν, ότι το δημοψήφισμα τούτο στερείται του ηθικού κύρους της αδιαβλήτου γνησιότητος… Εάν ο βασιλεύς επανέρχεται αποφασισμένος να απαρνηθή πλέον την μοιραίαν κοσμοθεωρίαν του, εις την οποία φαίνεται πιστεύσας εις το παρελθόν και είναι διατεθειμένος να επιστρέψει εις την χώραν να προσαρμόση το πολίτευμά της εις τα δημοκρατικά ιδεώδη, υπέρ των οποίων με αφαντάστως τεραστίας θυσίας επολέμησαν οι μεγάλοι σύμμαχοί μας και μαζί με αυτούς και η μικρά ελλάς, συντομεύεται τότε η απόστασις η χωρίζουσα την αβασίλευτον από την βασιλευομένην δημοκρατίαν.

(Δηλώσεις κ. σοφούλη, 8 σεπτέμβρη 1946)

Οι αρχηγοί του λεγόμενου δημοκρατικού «κέντρου» συμπλήρωσαν τον κύκλο των δηλώσεών τους για το πολιτειακό μετά το δημοψήφισμα. Οι δηλώσεις αυτές αποτελούν την ίδια μουσική κλίμακα «της αναγνωρίσεως της πραγματικής καταστάσεως, που αποτελεί πλέον το βασιλικό καθεστώς».

Δεν παραγνωρίζουμε διόλου ότι οι νότες αυτής της μουσικής κλίμακας είναι διαφορετικές και είναι γεγονός ότι η διαφορά αυτή έχει τη σημασία της που δεν είναι μόνο τυπική. Αν ο «δημοκρατικός» παπανδρέου, ο «αιώνιος παπατζής» του μακαρίτη καφαντάρη κηρύχθηκε υπέρ της δημοκρατίας προ του δημοψηφίσματος, αυτό ήταν ένα αγοραίο αγγλικό κόλπο. Γιατί είναι γνωστό ότι ο παπανδρέου είναι πολιτικός ανεμόμυλος με έμβλημά του την πολιτική απάτη, αλλά η μόνη συνέπεια που θα έπρεπε να του αναγνωρίσει κανείς είναι ότι πάντα ήταν κατά βάθος οπαδός της μοναρχίας – «συγχρονισμένης» φυσικά, δηλαδή φασιστικοποιημένης. Οι άγγλοι τον έβαλαν να κηρυχθεί υπέρ της δημοκρατίας απλούστατα για να αναγνωρίσει πρώτος το «έγκυρον και γνήσιον» δημοψήφισμα. Τόσο έγκυρον όσο και το ξύλο που έφαγε ένας πολιτευτής του στην ανατολική μακεδονία, την παραμονή του δημοψηφίσματος, από ένα βουλευτή του λαϊκού κόμματος.

Δεν είναι πολύ διαφορετική η περίπτωση του νεαρού σορολόπ αρχηγού κ. παν. κανελλόπουλου. Από τα πιο αξιοθρήνητα παραδείγματα ενός ανώμαλου, κυριολεκτικά τυχοδιωκτικού, πολιτικού αριβισμού των τελευταίων ταραγμένων χρόνων. Ντεμπουτάρησε σα φασιστικός νεοσσός, ο «κοκοράκης», για να πάει αργότερα εξορία επί μεταξά, επειδή διεκδικούσε αυτός την αρχηγία της 4ης αυγούστου. Επί κατοχής διαπραγματευόταν με το εαμ, απάνω σε βάση απάτης και έφυγε ξαφνικά στο κάιρο για να γίνει «αντιπρόεδρος» της α.μ. του βασιλέως. Διωγμένος και ξυλοφορτωμένος από τους έλληνες της μ. ανατολής, έστελνε έγγραφο στους εδώ φίλους του να μπουν στο εαμ. Γυρίζοντας πίσω, σαν υπουργός, υμνούσε την εθνική αντίσταση και τον ελας. Μετά το δεκέμβρη κόλλησε στο ράσο του αντιβασιλέα για να χρισθεί «πρωθυπουργός» του εικοσαημέρου και να δώσει τόνο οπερέττας στο μεταδεκεμβριανό δράμα. Στο δημοψήφισμα του είπαν οι άγλλοι να παίξει το δημοκράτη για να αναγνωρίσει κι αυτός αμέσως μετά τον παπανδρέου το βασιλικό καθεστώς. Άξιος ο μισθός του!

Το τρίτο νούμερο, ο κ. σοφοκλής βενιζέλος, δεν είναι λιγότερο δημοκράτης από τους δυο περασμένους. Δημοκρατία, άλλως τε, είναι και… παναμάς, κάτω από τη σημαία του οποίου είναι ναυτολογημένα και τα καράβια του κ. σοφοκλή βενιζέλου. Και είναι πασίγνωστες οι στενότατες σχέσεις του με τη βασιλική οικογένεια. Αν τολμούσε να παρουσιαστεί σαν βασιλικός στις εκλογές και στο δημοψήφισμα στους κρητικούς θα τον έπαιρναν με τα λεμόνια. Και δε θα παραλείψουν να το κάνουν όταν θα γίνουν οι πραγματικές εκλογές και το πραγματικό δημοψήφισμα…

Θα είχε κανένας το δικαίωμα να περιμένει κάτι πιο καλύτερο από τους άλλους αρχηγούς και τα άλλα κόμματα, όχι τα κρυπτομοναρχικά και ψευτοδημοκρατικά σαν τα τρία παραπάνω, αλλά από τα υπόλοιπα καθ’ αυτό κόμματα του «κέντρου».
Κανένας δε θα αρνηθεί τις αντιδυναστικές διαθέσεις των φιλελευθέρων του κ. σοφούλη, ούτε του προοδευτικού κόμματος, ούτε ακόμη και του κ. τσουδερού. Και δεν μπορούμε να μην εξάρουμε τους χαρακτηρισμούς του δημοψηφίσματος εκ μέρους των. «Το δημοψήφισμα στερείται του ειδικού κύρους της αδιαβλήτου γνησιότητος» λέει ο κ. σοφούλης. Και καλεί το γεώργιο να απαρνηθεί «την μοιραίαν κοσμοθεωρίαν του» της φασιστικής 4ης αυγούστου. Το προοδευτικό κόμμα διακηρύσσει ότι διατηρεί «υπέποτε εδραίαν και ακλόνητον την πίστιν του προς τα ακραιφνή δημοκρατικά ιδεώδη από τα οποία ενεπνέετο ο εκλιπών αείμνηστος αρχηγός και ιδρυτής αυτού γ. καφαντάρης».

Ωστόσο και ο κ. σοφούλης και ο κ. τσουδερός και το προοδευτικό κόμμα, όπως άλλως τε και οι εφημερίδες «βήμα» και «νέα», με περισσότερες ή λιγότερες επιφυλάξεις, περισσότερο ή λιγότερο θεωρητικές, δηλώνουν ότι «δε δύνανται να παραγνωρίσουν τη δημιουργηθείσαν κατάστασιν». Δηλαδή το δημοψήφισμα που κατά τον κ. σοφούλη υπήρξε «όργιον νοθείας, τρόμου και αίματος».

Υπάρχει μια και μόνη συνεπής και θαρραλέα δημοκρατική φωνή από την πλευρά του «κέντρου», η φωνή του στρατηγού πλαστήρα. Ετόνισε όχι μόνο το άκυρο του δημοψηφίσματος και του βασιλικού καθεστώτος που έφερε αλλά και τον εθνικό κίνδυνο και τον… κίνδυνο της ειρήνης από τη νέα κατάσταση που επιβλήθηκε βίαια πάνω στον ελληνικό λαό.

Το δράμα της ελληνικής δημοκρατίας υπήρξε ότι από την αστική πλευρά οι δημοκράτες ήταν πάντα πολύ λίγο συνεπείς δημοκράτες… Και δεν εδίσταζαν πολύ για να θυσιάζουν τη δημοκρατία πότε σε κινήματα και σε στρατιωτικούς παράγοντες, πότε σε μεσαιωνικά «ιδιώνυμα» και πότε σε άρνηση, στην πράξη, του κοινοβουλευτισμού.

Οι σημερινές «αναγνωρίσεις μετ’ επιφυλάξεων» του κ. σοφούλη κλπ. Θυμίζουν με το παραπάνω τις ανάλογες αναγνωρίσεις της «δημιουργηθείσης καταστάσεως» του 1935, που άνοιξαν τη λεωφόρο προς την «μοιραίαν κοσμοθεωρίαν» της 4ης αυγούστου – με τις πλάτες άλλως τε της περίφημης «εξουσιοδοτήσεως» του σημερινού Κέντρου προς το μεταξά.

Αλλά δε φαίνεται να έμαθαν πολλά πράγματα από τότε, ο κ. σοφούλης και οι άλλοι αρχηγοί του «κέντρου». Μας λέει το «βήμα»: «ο λαός αναμένει και μετ’ αυτού αναμένουν και τα κόμματα». Λάθος φρικτό! Ο λαός δεν αναμένει τίποτα καλό από την πολιτειακή παλινόρθωση, απλούστατα γιατί η πείρα του είναι πάμπλουτη στο σημείο αυτό. Και ακριβώς επειδή έχει ξεκαθαρίσει στη συνείδησή του το πρόβλημα μοναρχίας – δημοκρατίας, έχει καταλογίσει και τις ευθύνες για το παρελθόν. Και συνέπεια αυτού του καταλογισμού είναι ότι τα μαζικά αποθέματα του «κέντρου» έγιναν τόσο ισχνά στα τελευταία χρόνια. Και όπως πάει το «κέντρο» και τα τελευταία υπολείμματα θα χαθούν άδοξα στον ορίζοντα…

Όσο για τη δημοκρατία αυτή δεν πρόκειται να χαθεί! Γιατί η δημοκρατική σημαία βρίσκεται στα χέρια του ίδιου του λαού. Όσα κόμματα και όσοι πολιτικοί άνδρες σταθούν στο πλευρό της δημοκρατίας, που ταυτίζεται σήμερα και με τον αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας, αυτά και θα ζήσουν για να παίξουν ρόλο στην αναγέννηση της ελλάδας. Τα άλλα θα περάσουν χωρίς τιμή και υπόληψη στο μουσείο της νεοελληνικής ιστορίας. και δε θα τους μένει άλλο για παρηγοριά από την κατηγορία εναντίον των συνεπών δημοκρατικών κομμάτων ότι «εμονοπώλησαν» τον δημοκρατικόν αγώνα». Κατά τον ίδιο τρόπο που, αφού αδράνησαν ελεεινά στα χρόνια της κατοχής, κατηγορούσαν κατόπιν το εαμ ότι «εμονοπώλησε τον εθνικόν αγώνα»…

.-.

Το παραπάνω άρθρο περιέχεται στην ομώνυμη συλλογή άρθρων (δημοκράτες χωρίς δημοκρατία –τα μοιραία χρόνια 1946-47) που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις προσκήνιο και στα περισσότερα σημεία διατηρώ την ορθογραφία και το λόγο του αρθρογράφου. Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι ότι η επιμέλεια και η εισαγωγή είναι του θανάση καρτερού, που ετοιμάζεται αυτές τις μέρες, ως διευθυντής της αυγής, να υποδεχτεί την αριστερή κυβέρνηση.
Και οι χαρές που καρτερό-ό-ό, μη σώ- μη σώσουνε και ‘ρθουνε, που θα ‘λεγε και ο séntic.

Δε σκοπεύω να σχολιάσω αναλυτικά το άρθρο –κρατάω κάβα τους προβληματισμούς μου για επόμενη ανάρτηση. Θα αρκεστώ σε τρεις απλές επισημάνσεις.

Ότι η συνεπής και θαρραλέα δημοκρατική φωνή του κέντρου (ο πλαστήρας δηλ) στη συνέχεια σχημάτισε κυβέρνηση που ορκίστηκε στο βασιλιά και έδωσε δημοκρατικό άλλοθι στην κυρίαρχη πολιτική και την εκτέλεση του μπελογιάννη και των συντρόφων του.
Ότι σήμερα η πολιτική γραμμή του κόμματος διαφέρει αρκετά από τη λογική που αναπτύσσει ο καραγιώργης περί δημοκρατίας κι εθνικής ανεξαρτησίας. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ήταν πολύ διαφορετική κι η εποχή στην οποία γράφτηκαν τα παραπάνω –με τη στρατιωτική παρουσία των άγγλων και τα όργια της αντίδρασης και του παρακράτους εις βάρος του εαμικού κόσμου- που καθόριζαν εν μέρει και άλλα πολιτικά καθήκοντα για το κόμμα.
Και ότι ο καραγιώργης χρησιμοποιεί συστηματικά τα εισαγωγικά για τον όρο «κέντρο» -όπως θα τα χρησιμοποιούσε σήμερα ίσως ο ρίζος για τον όρο «αριστερά»- και τα «δημοκρατικά κόμματα» της εποχής, που τότε απέφευγαν με βδελυγμία την αριστερά, για να μην χαρακτηριστούν συνοδοιπόροι της, ενώ μεταπολιτευτικά έφτιαξαν τον όρο κεντροαριστερά, για να μπορούν να καπηλεύονται τους αγώνες ακριβώς αυτής της αριστεράς, που απέφευγαν συστηματικά.

Ας μείνουμε σε αυτά, και θα βλέπουμε τα υπόλοιπα εν καιρώ.

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013

Συντελεστής κομματικής οικο-δόμησης

Ο ένγκελς σημείωνε κάπου ότι πέρα από τον κόσμο των αφαιρέσεων, ο πραγματικός κόσμος δεν είναι τόσο απλός κι η αλλαγή της κοινωνίας δεν αντιστοιχεί σε μια αλεγβρική εξίσωση πρώτου βαθμού, αλλά σε ανώτερα μαθηματικά. Αλλιώς –λέω εγώ- η σκέψη μας κινδυνεύει να καταλήξει ταξικό ναυάγιο και να πέσει στην ξέρα των ουτοπικών φαντασιοπληξιών και των φανταστικών αριθμών. Αν λοιπόν το στοιχείο στον τίτλο της ανάρτησης είναι ο άγνωστος χι μιας εξίσωσης ανώτερου βαθμού, τότε συναντιόμαστε με τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής.

Ποια είναι η σωστή αναλογία στο δίπολο δημοκρατίας-συγκεντρωτισμού, που συνθέτουν από κοινού την βασική καταστατική αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού; Ποιος είναι ο ενδεδειγμένος συντελεστής κομματικής (οικο)δόμησης; Χρειαζόμαστε ένα μαζικό κι ευρύ κόμμα ή ένα κόμμα με αυστηρά κριτήρια στρατολόγησης αλλά πλατιές συσπειρώσεις κι ευρύτερες συμμαχίες; Μπορεί η δομή να επηρεάσει θετικά ή αρνητικά τη λειτουργία ενός κόμματος ή συνολικά μιας κοινωνίας; Μπορούμε εμείς με τη σειρά μας να της αποδώσουμε πρωταρχική σημασία και να ψάξουμε εκεί την αιτία ενός κοινωνικού φαινομένου; Ή είναι ένα κομμάτι του εποικοδομήματος με δευτερεύοντα ρόλο που αντανακλά τις διεργασίες της οικονομικής βάσης; Υπάρχει δυναμική αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο πόλων; Μπορούμε να την παραλληλίσουμε με την σχέση μορφής-περιεχομένου; Πόσο δευτερεύουσα είναι όμως η πρώτη σε σχέση με το δεύτερο; Και τι συνιστά πρωτοπόρα μορφή που αναδεικνύει ως φόρμα το περιεχόμενο και προωθεί την ανάπτυξή του;
Αυτά τα ερωτήματα οριοθετούν ένα γενικό περίγραμμα της συζήτησης, που δεν είναι καν εξαντλητικό.

Ας ξεκινήσουμε με ορισμένες βασικές παραδοχές. Η δομή προκύπτει ως το λογικό αποτέλεσμα κάποιων διεργασιών κι αναγκαιότητα που υπαγορεύεται από βαθύτερα αίτια. Σε άλλα κοινωνικά συμφραζόμενα η ίδια μορφή δομής (πχ το κράτος) έχει διαφορετική λειτουργία. Συνεπώς η δομή δεν αποτελεί το βασικό κριτήριο για την αξιολόγηση της ουσίας. Ούτε αρκεί από μόνη της για να αλλάξει ριζικά το περιεχόμενο –το κλειδί της υπέρβασης του καπιταλισμού δε βρίσκεται στα δημοψηφίσματα της άμεσης δημοκρατίας, αλλά στην παραγωγή και εκεί είναι το πραγματικό μέτρο της δημοκρατίας, το οποίο με τη σειρά του δεν έχει καμία σχέση με τον συλλογικό εγωισμό της αυτοδιαχείρισης σε κάθε ξεχωριστή επιχείρηση αλλά με τον κεντρικό σχεδιασμό και την ουσιαστική συμμετοχή των εργατικών ενώσεων στον καταρτισμό και την εφαρμογή του. Επόμενα το ζητούμενο δεν είναι μια απογειωμένη δομή, ούτε μια παθητική αντανάκλαση των κοινωνικών τάσεων, αλλά εκείνη η μορφή που θα εξυπηρετεί τον άμεσο στόχο και θα προωθήσει την ωρίμανση του στρατηγικού στόχου.

Η δομή ενός κομμουνιστικού κόμματος (και της σοσιαλιστικής κοινωνίας σε ένα άλλο επίπεδο) διέπεται από μια βασική αντίθεση. Αφενός αντανακλά κάποια κατάλοιπα κι αντικειμενικούς περιορισμούς από το περιβάλλον στο οποίο συγκροτείται κι αναπτύσσεται, όπως την ιεραρχία, τη διάκριση μεταξύ χειρώνακτα και διανοούμενου ή αλλιώς μεταξύ διευθυντικής και εκτελεστικής εργασίας, καθώς και τον υποδουλωτικό καταμερισμό εργασίας –που αναφέρεται περίπου στο ίδιο πράγμα. Ενώ αφετέρου δημιουργεί τους όρους για την υπέρβαση αυτών των χαρακτηριστικών κι (οφείλει να) λειτουργεί ως εικόνα από τα προσεχώς του σινεμά, ως μια προαπεικόνιση της κοινωνίας του μέλλοντος ενσωματώνοντας βασικά της γνωρίσματα στη λειτουργία του –όπως τη συντροφικότητα, την αλληλεγγύη, την αυτοθυσία, τους δημοκρατικούς κανόνες, την ισότητα στα δικαιώματα, τον έλεγχο της ηγεσίας, κι άλλα στοιχεία που συμβάλλουν στη διαμόρφωση πραγματικά κομμουνιστικών συνειδήσεων.

Κάποια αρνητικά στοιχεία αποτελούν αναγκαίο κακό ως ένα βαθμό. Ο συγκεντρωτισμός πχ υπαγορεύεται εν μέρει από την ανάγκη να αντιπαρατάξουμε στο αστικό κράτος και τους συγκεντρωτικούς μηχανισμούς του αντιπάλου, ένα εξίσου συμπαγές σύνολο με συγκεντρωμένες δυνάμεις, που δε θα είναι τυπικά ενιαίες με διαλυτικές τάσεις, αλλά μια ενωμένη γροθιά που θα τσακίσει τη σιδερένια φτέρνα του συστήματος. Κι απέναντι στη λογική της ατομικής λύσης και του «ένας αλλά λέων και όλοι εσείς τυριά», θα αντιπαρατάξει ένα ενιαίο σύνολο που θα παλεύει σα λιοντάρι και θα σκέφτεται σαν αλεπού, όπως έλεγε κι ο γκράμσι στη μελέτη του για τον ηγεμόνα του μακιαβέλι.

Αντιθέτως, κάποια άλλα χαρακτηριστικά είναι απλώς αναγκαία, όπως η χαμαλοδουλειά, η αποκαλούμενη και δουλειά μυρμηγκιού, που είναι απαραίτητη για να βγάλουν φτερά τα μυρμήγκια και να πετάξουν στην έφοδό τους προς τον ουρανό. Οι ανάγκες για πρακτική δουλειά είναι αντιστρόφως ανάλογες του αριθμού των συντρόφων, αυξάνονται εκθετικά, εγείρουν συνεχώς καινούριες απαιτήσεις, καταπίνουν σα μολώχ τον προσωπικό χρόνο του συντρόφου, που τρέχει καθημερινά σαν τον ωκύποδα αχιλλέα, άλλο αν η υπόθεση προχωρά με ρυθμούς χελώνας και είναι πάντα ένα βήμα πίσω από τις ανάγκες, μέχρι να τα φτύσει ο σφος από την κούραση, να φωνάξει περιχαρής νενικήκαμεν και να πέσει ξέπνοος.

Για να γίνει πιο κατανοητό αυτό το τελευταίο, θα πάρουμε το παράδειγμα με τη γνωστή φράση του μαρξ για τον άνθρωπο της κοινωνίας του μέλλοντος που το πρωί μπορεί να κυνηγάει, το απόγευμα να ψαρεύει και μετά το δείπνο να φιλοσοφεί, χωρίς να γίνεται τίποτα απ’ όλα αυτά στο τέλος της ημέρας (φιλόσοφος, κυνηγός ή ψαράς). Στο σήμερα πάλι ένας μέσος σφος πηγαίνει το πρωί για εξόρμηση με προκηρύξεις, το μεσημέρι γίνεται ρήτορας στο διάλειμμα της δουλειάς ή σε κάποιο αμφιθέατρο, το απόγευμα φιλοσοφεί στη συνέλευση της (κ)όβας του, χωρίς να είναι αγκιτάτορας, ρήτορας, φιλόσοφος ή οικονομολόγος. Και στο τέλος της ημέρας είναι απλώς ένα κινούμενο πτώμα, που πρέπει να φροντίσει συν τοις άλλοις για την οικογένεια, τους φίλους, τη γειτονιά, την προσωπική του αυτομόρφωση, και τη συνολική καλλιέργεια της προσωπικότητάς του. Και εφόσον οι προλετάριοι δεν έχουνε πατρίδα, θεωρεί σπίτι του όλον τον κόσμο, και τρέχει να τον αλλάξει –και με αυτήν την έννοια και μόνο μπορεί να γίνει λόγος για νοικοκύρηδες.

Εδώ λοιπόν υπάρχει η κατάργηση του καταμερισμού, γιατί ο σύντροφος είναι όλα σε ένα και συμφέρει, χωρίς να αίρεται ακριβώς ο υποδουλωτικός του χαρακτήρας. Υπάρχει όμως και το διαλεκτικά αντίθετο μοντέλο οργάνωσης, που καταργεί την υποδούλωση εδώ και τώρα, με άκρως θεαματικά αποτελέσματα. Κάθε μέλος ασχολείται πρακτικά με τα πάντα: με την κρίση, με υψηλή πολιτική, μαρξιστική φιλοσοφία, θεωρία, ανάλυση, αποκτώντας έτσι μια φοβερή πολυπραγμοσύνη, χωρίς να εντρυφεί όμως σε κανένα από αυτά τα αντικείμενα. Κι όλα αυτά στην προαιρετική βάση της ελεύθερης επιλογής.

Έτσι όμως κανείς δεν επιλέγει να γίνει κυνηγός, ψαράς, χαμάλης και όλα τα απαραίτητα προς το πολιτικό ζην της οργάνωσης, που είναι στο όριο της επιβίωσης. Κι η οργάνωση δεν είναι απλώς μια πρωθύστερη μικρογραφία του κομμουνισμού, αλλά τον ενσαρκώνει άμεσα, σε τέτοιο απόλυτο βαθμό, που όλα γίνονται αυθόρμητα και δεν χρειάζονται γραφειοκρατικές ηγεσίες, πρόγραμμα, καταμερισμός, συνεννόηση, ελεγκτικά όργανα, κι άλλες τέτοιες καταπιεστικές δομές, αφού ως γνωστόν στον κομμουνισμό καταργείται η πολιτική και κάθε έννοια οργάνωσης και κόμματος. Επιλέγουν λοιπόν όλοι σχεδόν να αμπελοφιλοσοφήσουν ανάλογα με τις ανάγκες των αναζητήσεών τους, οι οποίες αναπτύσσονται με γεωμετρική πρόοδο. Και μένουν να τρέχουν κάτι λίγοι με ζήλο σταχανοβίτη και γνήσια κομμουνιστική συνείδηση, που δεν την περιορίζουν σε κάποιο αφηρημένο επίπεδο, αλλά φροντίζουν να την γειώνουν στην πραγματικότητα.

Υπάρχει εναλλακτικά κι η πρακτική συμβουλή του βλαδίμηρου για το λεγόμενο ροτέισον: να γίνουν όλοι με τη σειρά γραφειοκράτες, ο καθένας από λίγο, για να μην υπάρχει στο τέλος κανείς γραφειοκράτης. Κι υπάρχουν και διάφοροι τρόποι να επιχειρήσεις να το εφαρμόσεις. Μπορείς να το κάνεις με τέτοιο τρόπο, που να μείνεις στο πρώτο σκέλος και ένα μεγάλο μέρος του χώρου σου να σκέφτεται γραφειοκρατικά, με βασική αρχή το φορμαλισμό και την τυπολατρία.
Αλλά μπορείς να το κάνεις και με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην χάνεται το πολύτιμο στοιχείο της εμπειρίας που έχουν κάποια στελέχη, οι ιδιαίτερες κλίσεις κι οι ικανότητες κάποιων συντρόφων. Και παράλληλα με τρόπο που να καταπολεμάει τη μονομέρεια, να τραβήξει τη βάση στο τιμόνι της καθοδήγησης, να φέρει τα ιδεολογικά στελέχη σε επαφή με την πράξη και τα επαγγελματικά σε επαφή με την παραγωγή.

Τελειώσαμε λοιπόν με αυτό; Όχι. Γιατί πέρα από τις γενικές αρχές, το ζήτημα μπαίνει ιστορικά και στη συγκεκριμένη εφαρμογή τους σε κάθε χρονική συγκυρία. Κι έτσι επιστρέφουμε σε κάποια απ’ τα αρχικά ερωτήματα. Κι εφόσον όλα αυτά αφορούν τις οργανωτικές αρχές και κατά μία έννοια εφάπτονται με τον προσυνεδριακό διάλογο που έχει ανοίξει στο ρίζο, η κε του μπλοκ κρίνει σκόπιμο να παραπέμψει σε μια παλιότερη συνέντευξη του σήφη κωτσαντή στο όργανο, σχετικά με το καταστατικό που ψηφίστηκε στο 15ο συνέδριο και τις αλλαγές που προτείνονταν. Περιττό να σημειώσω –πέρα από κάποια ζητήματα που μπήκαν κι εδώ- ότι αν γινόντουσαν σήμερα πχ αυτές οι αλλαγές, οι υστερικές κραυγές για τη στροφή του κκε και τον αντιδημοκρατικό του κατήφορο (βλέπε πχ κατάργηση δημοψηφισμάτων και ορίων εκλογής στελεχών) θα έδιναν και θα 'παιρναν από πολλούς όψιμους εραστές εκείνου του συνεδρίου. Αλλά αυτό είναι άλλου παπά βαγγέλιο..

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

Σοσιαλισμός και δημοκρατία

Ας δούμε το θέμα μας σε δύο επίπεδα, ένα θεωρητικό κι ένα πιο επίκαιρο, σχετικά με τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων, καθώς και στη μεταξύ τους σύνδεση.

Ο σοσιαλισμός είτε θα είναι δημοκρατικός, είτε δε θα υπάρξει, ήταν η περίφημη φράση που έγινε το σύνθημα του ευρωκομμουνισμού και συμπύκνωσε τις διαφωνίες και την αποστασιοποίηση αυτού του ρεύματος από το «σοβιετικό μοντέλο». Το οποίο ρεύμα κατάφερε να συγκεράσει διαλεκτικά τις δύο έννοιες, σοσιαλισμό και δημοκρατία, και να καταλήξει, δια της μετάλλαξης, στη μεγάλη αγκαλιά της σοσιαλδημοκρατίας, που αποζητά το ανθρώπινο πρόσωπο του σοσιαλισμού αλλά κλείνει συστηματικά τα μάτια στο απάνθρωπο είδωλο του καπιταλισμού.

Τη ίδια πορεία ωστόσο ακολούθησε κι η σοβιετική ηγεσία. Η αντεπανάσταση στη ρωσία πρόβαλε το χαρτί της δημοκρατίας, ως ιδεολογική προμετωπίδα. «Περισσότερος σοσιαλισμός» ήταν το σύνθημα της περεστρόικα, που αρχικά ήταν αναγκασμένη να κρατάει κάποια προσχήματα, αλλά και «περισσότερη δημοκρατία και διαφάνεια» (γκλάσνοστ) ως απαραίτητο συμπλήρωμα –σαν σλόγκαν της πίτσας χατ.

Τι έγινε λοιπόν στο όνομα του περισσότερου σοσιαλισμού; Καταπολεμήθηκε η ολοκληρωτική λογική της υπαγωγής του ατόμου στο σύνολο, το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, ή στο πλάνο της παραγωγής, που κατέπνιγε την ιδιωτική πρωτοβουλία και οδηγούσε στην παθητικότητα. Στη θέση της προβλήθηκε ως αξία η «κοινωνία ως άθροισμα ατόμων» όπως την όρισε η θάτσερ, που συνοψίζεται και στην περίφημη φράση του χομπς «άνθρωπος προς άνθρωπο, λύκος». Με άλλα λόγια η ελευθερία της ζούγκλας.

Επιπλέον. Υπήρξε επιστροφή στον πολυκομματισμό, στα πρότυπα του αστικού κοινοβουλευτισμού. Προωθήθηκε η «αυτοδιαχείριση των επιχειρήσεων» ενάντια στον κεντρικό σχεδιασμό κι η ενίσχυση των εμπορευματικών σχέσεων και της αγοράς, στο όνομα της άρσης της αποξένωσης των εργατών από το προϊόν της δουλειάς τους.

Ας δούμε για του λόγου το αληθές ένα απόσπασμα από τη συλλεκτική καλτ έκδοση της ΣΕ με τα υλικά του 28ου (και τελευταίου) συνεδρίου του κκσε, το 1990, με τον άκρως ενδεικτικό τίτλο: για έναν ανθρώπινο, δημοκρατικό σοσιαλισμό.

Τη θέση του σταλινικού μοντέλου σοσιαλισμού παίρνει η κοινωνία των ελεύθερων πολιτών. Μετασχηματίζεται ριζικά το πολιτικό σύστημα, εγκαθιδρύεται η αυθεντική δημοκρατία με ελεύθερες εκλογές, πολυκομματισμό και ανθρώπινα δικαιώματα, αναγεννάται η γνήσια λαϊκή εξουσία. Διαλύονται οι σχέσεις παραγωγής που υπήρξαν πηγή αποξένωσης των εργαζομένων από την ιδιοκτησία και τα αποτελέσματα της δουλειάς τους. Δημιουργούνται οι συνθήκες για τον ελεύθερο συναγωνισμό των παραγωγών από τη σοσιαλιστική κοινωνία. Άρχισε η μετατροπή του υπερσυγκεντρωτικού κράτους σε πραγματικά ενωσιακό, βασιζόμενο στην αυτοδιάθεση και την εθελοντική ένωση των λαών. Τη θέση της ατμόσφαιρας της ιδεολογικής απαγόρευσης πήρε η ελευθερία της και η διαφάνεια, το άνοιγμα της κοινωνίας στην πληροφόρηση.

Το πιο εντυπωσιακό αν μη τι άλλο είναι ότι σήμερα μπορεί να ακούσει κανείς τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα από ‘αριστερή’ θεωρητικά σκοπιά ως πολεμική ενάντια στο σοβιετικό εγχείρημα οικοδόμησης του σοσιαλισμού.

Πού οδηγεί, ή που μπορεί να φτάσει αυτή στάση;
Στην άρνηση της δικτατορίας του προλεταριάτου, που αντί να αναλυθεί και να επεξηγηθεί ως έννοια, αποκρύπτεται και αντικαθίσταται από διάφορα ψευδώνυμα. Κι ας είναι ο ίδιος ο μαρξ που την αναγνωρίζει ως τη βασική του συνεισφορά στο πεδίο του επιστημονικού σοσιαλισμού. (Την πάλη των τάξεων την είχαν ανακαλύψει κι οι αστοί στοχαστές πριν από μένα. Αυτό που έκανα εγώ ήταν να δείξω (...) ότι οδηγεί αναγκαστικά στη δικτατορία του προλεταριάτου).

Από που απορρέει αυτή η στάση; Κατά τη γνώμη μου, πηγάζει ως ένα βαθμό από την αποδοχή της αστικής ιδεολογίας, της ουσίας και των αξιών της, που δημιουργούν ένα βαθύτερο αίσθημα ενοχής σε κάποιους αριστερούς για το «αμαρτωλό παρελθόν του κομμουνιστικού κινήματος» και μια απολογητική διάθεση που (νομίζει ότι) ελαφραίνει τη θέση της αν αποκηρύξει αυτό ακριβώς για το οποίο εγκαλείται. Απεταξάμην του υπαρκτού.

Αυτό δημιουργεί με τη σειρά του ένα ηθικό, ιδεολογικό μειονέκτημα και την αντίστοιχη ανάγκη να αντισταθμιστεί με την απόδειξη του δημοκρατικού ελλείμματος του ταξικού αντιπάλου, που είναι καθ’ όλα υπαρκτό. Εξ ου κατά τη γνώμη μου το περίφημο σύνθημα του κινήματος της γουόλ στριτ, είμαστε το 99%, καθώς η δημοκρατία είναι συνδεμένη με την έννοια της πλειοψηφίας. Αλλά και το κατοπτρικό της αντίθετο σε μια πρόσφατη αφίσα του «χώρου» με τη μόλις συγκαλυμμένη αγωνία του κεντρικού της συνθήματος: μη λες πως είμαστε λίγοι. Μπορεί δηλ οι συσχετισμοί να μην είναι με το μέρος μας, αλλά μη μου το πεις (τα όνειρα που κάναμε πως χάθηκαν...)

Στην ίδια λογική κινούνται εν μέρει κι οι αναλύσεις περί χούντας της τρόικας και του δντ –καθώς και η εκτίμηση ότι η χούντα τελειώνει, ακριβώς τη στιγμή που η αστική τάξη πέτυχε μια πύρρειο, αλλά σημαντική τακτική νίκη με την ψήφιση του δεύτερου μνημονίου. Όπως επίσης και μια ερμηνεία της ανάλυσης για το νέο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, που δε δίνει βάρος στις οικονομικές ολοκληρώσεις (δηλ το βασικό κι ίσως μοναδικό χαρακτηριστικό που θα μπορούσε ενδεχομένως να στοιχειοθετήσει κάποια καινούρια φάση του ιμπεριαλισμού) αλλά στον ολοκληρωτισμό του πολιτικού εποικοδομήματος, αξιοποιώντας την αμφισημία του όρου στα ελληνικά, που δεν υπάρχει σε άλλες γλώσσες (στα αγγλικά πχ αποδίδεται ως totalitarian ή integrated, ανάλογα με το τι υποδηλώνεται).

Αυτή η αντιληψη για τη «δημοκρατία που καταπατάται» μπορεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις να φτάσει μέχρι τα άκρα και να οδηγήσει κατά περίπτωση σε δύο παρακλάδια. Πρώτον, σε μια αφηρημένη αντίληψη περί καθαρής δημοκρατίας, ή μιας πραγματικής δημοκρατίας, όπως πχ στην περίπτωση του κινήματος των πλατειών, που ξέχασαν να σκέφτονται ταξικά και να θέτουν το βασικό ερώτημα: δημοκρατία για ποιον; Κι αυτό δεν αποτελεί μομφή προς τον απλό κόσμο που αντέδρασε και κατέβηκε στις πλατείες, αλλά για τις οργανωμένες δυνάμεις μαρξιστικής αναφοράς που έδρασαν και είχαν παρέμβαση σε αυτό το ‘κίνημα’.

Υποκεφάλαιο αυτής της περίπτωσης είναι κι η αμεσοδημοκρατία, που προτείνεται ως φάρμακο δια πάσα νόσο, ανεξαρτήτως κοινωνικού-οικονομικού συστήματος. Κι η οποία –για να παραφράσουμε ένα γνωστο αφορισμό για τη δημοκρατία- είναι το σύστημα όπου ένας λύκος κι ένα κοπάδι πρόβατα αποφασίζουν από κοινού τι θα φάνε.
Σήμερα θα φάμε το πρόβατο που δουλεύει στο δημόσιο και το μισούμε όλοι.

Η δεύτερη περίπτωση είναι αυτή που υπερτιμά τη σημασία του δημοκρατικού μετώπου, τραβάει ως τα άκρα τη σωστή γενικά θέση ότι ο αγώνας για δημοκρατία οδηγεί αναγκαστικά στον αγώνα για το σοσιαλισμό και καταλήγει να τους ταυτίζει. Τυπικό παράδειγμα η άποψη του καζάκη ότι η οκτωβριανή επανάσταση ήταν στην ουσία της δημοκρατική κι όχι σοσιαλιστική, κι ότι η πολιτική, επαναστατική συνείδηση προκύπτει (αποκλειστικά) από αιτήματα δημοκρατικού χαρακτήρα κι όχι από «οικονομίστικα, ρεφορμιστικά» αιτήματα για τη βελτίωση της θέσης της εργατικής τάξης (μισθολογικό, ασφαλιστικό κτλ).

Όμως οι βασικοί αστικοδημοκρατικοί μετασχηματισμοί στην ελλάδα έχουν κατ’ ουσία ολοκληρωθεί. Η επερχόμενη επανάσταση θα είναι σοσιαλιστική, χωρίς κάποιο ενδιάμεσο στάδιο δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων. Και το καθήκον που έχουν μπροστά τους οι κομμουνιστές δεν είναι να φετιχοποιούν το ζήτημα της δημοκρατίας και να το προβάλλουν αυτοτελώς, αλλά να αντιστρέψουν (δια)λεκτικά την ευρωκομμουνιστική λογική και τα απότοκά της και να πουν: η δημοκρατία είτε θα είναι σοσιαλιστική, είτε δε θα υπάρξει.

Μήπως αυτό σημαίνει ότι το δημοκρατικό μέτωπο στερείται σημασίας κι ότι τα αιτήματα που προβάλλει είναι ρεφορμιστικά; Ή ότι πρέπει να καλέσουμε στον περισσό το βενιζέλο για να μας εξηγήσει κάποιες βασικές έννοιες; Όχι, φυσικά. Να πάει στα τσακίδια. Πρέπει να υπερασπιστούμε απαρέγκλιτα τις δημοκρατικές κατακτήσεις, τις ελευθερίες και τα δικαιώματα.

Σε δεύτερο επίπεδο έχει τη δική του αξία να καταδείξουμε στις μάζες ότι ο αντίπαλος δεν τηρεί καν τους κανόνες του παιχνιδιού που ο ίδιος έθεσε. Ότι το πολιτικό προσωπικό της αστικής τάξης κουρελιάζει τους νόμους κι αυτής της κουτσουρεμένης αστικής δημοκρατίας. Να αναδείξουμε τον αντισυνταγματικό χαρακτήρα του νέου μνημονίου και της διαδικασίας του κατεπείγοντος, τη φύση των σκανδάλων που είναι σύμφυτα με το ίδιο το σύστημα.

Δεν πρέπει όμως να τα κάνουμε σημαίες μας. Να «ξεχειλώνουμε» έννοιες όπως η χούντα, δια της άσκοπης επανάληψης, που δεν εξυπηρετεί τίποτα πέραν της δικής μας εκτόνωσης. Ή να μιλάμε για εκτροπή. Εκτροπή από τι, αλήθεια; Από την αστική δημοκρατία;

Ας μην ξεχνάμε ότι κάθε μορφή αστικής δημοκρατίας, κι η πιο προοδευτική ακόμα, είναι στην ουσία της δικτατορία της αστικής τάξης. Ότι η δικτατορία του προλεταριάτου είναι εκατομμύρια φορές πιο δημοκρατική, γιατί στρέφεται εναντίον μιας χούφτας εκμεταλλευτών. Κι εδώ η διαφορά δεν είναι μόνο αριθμητική (το 99% καταπιέζει το 1%) αλλά πρωτίστως ταξική.

Η σοσιαλιστική δημοκρατία δεν είναι μια απλή διεύρυνση –ή βάθεμα όπως το έλεγαν παλιότερα- της αστικής δημοκρατίας, ένα ριζοσπαστικό άθροισμα αστικών ελευθεριών και δικαιωμάτων, που δεν ολοκληρώνονται στον καπιταλισμό, αλλά μια εντελώς διαφορετική ποιότητα.

Σε τελική ανάλυση η δημοκρατία είναι κι αυτή μια μορφή κράτους που πρέπει να απονεκρωθεί. Τα δικαιώματα θεσπίζουν και προασπίζουν κάτι που χρειάζεται υπεράσπιση. Όταν αυτό γίνει αυτονόητο το δίκαιο καθίσταται περιττό κι απονεκρώνεται μαζί με το κράτος.