Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θάτσερ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θάτσερ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 21 Απριλίου 2013

Θα πεθάνεις σκουλήκι

Ένα κείμενο για τη μάργκαρετ θάτσερ

Ας μιλήσουμε για ερπετά λοιπόν. Τώρα που τη μάργκαρετ έχουν αρχίσει να την τρώνε τα σκουλήκια, παρουσιάζοντας ίσως κανιβαλικές τάσεις προς το είδος τους, είναι ευκαιρία να γράψουμε κάποια πράγματα για το μιχαήλ γκορμπατσόφ.
-Μα για στάσου, πάλι για τον γκορμπατσόφ; Πώς διάολο κολλάει ο γκόρμπι σε μια ανάρτηση για τη θάτσερ; θα αναρωτηθούν κάποιοι. Κι ίσως θυμηθούν εκείνο το ανέκδοτο με τα σκουλήκια (που τώρα τρώνε τη θάτσερ) και τον τοτό, που είχε γράψει μια άριστη έκθεση με όλες τις λεπτομέρειες για το ζώο σκουλήκι, αλλά αυτό ήταν το μόνο που ήξερε θέμα να αναπτύξει. Και στην επόμενη έκθεση που είχε ως θέμα το μήλο, αυτός το ξαναγύρισε στα σκουλήκια, τα οποία τρώνε το μήλο, και τα οποία…
Κι έγραψε τα ίδια ακριβώς από την αρχή.

Ας μιλήσουμε λοιπόν για τη θάτσερ, που ήταν μια αστή πολιτικός με σπουδαίες ικανότητες –προς όφελος της τάξης της- κι αυτό το απέδειξε, μεταξύ άλλων, όταν είχε πει για το γκόρμπι, πριν καν αυτός γγ, ότι είναι ένας άνθρωπος με τον οποίο μπορούν επιτέλους να κάνουν μπίζνες –χωρίς να φαντάζεται μάλλον πόσο μακριά θα πήγαιναν αυτές οι δουλειές που θα άνοιγαν και τι επιτυχία θα είχαν.
Σε πλήρη αντίθεση πχ με έναν αμερικανό αξιωματούχο που είχε προειδοποιήσει ότι ο γκόρμπι δε μεταρρυθμίζει τον κομμουνισμό για να τον ανατρέψει αλλά για να τον ενισχύσει –κι έπεσε διάνα! Εκτός και αν εννοούσε με αυτό τη μετασοβιετική ρωσία ως ανταγωνιστή στην ενδοϊμπεριαλιστική σκακιέρα, γι’ αυτό κι οι αμερικάνοι ευνόησαν την άνοδο του γέλτσιν που ήταν αχυράνθρωπός τους κι επικύρωσαν την αλλαγή σκυτάλης με μια κοινή συνέντευξη των δυο τους στο σι εν εν νομίζω το σεπτέμβρη του 91’, μετά το πραξικόπημα-παρωδία του αυγούστου.

Η έφοδος για τον ουρανό από εδώ είναι;
Η θάτσερ λοιπόν ήταν πρωθυπουργός της αγγλίας κατά την επίσκεψη του γκόρμπι στο λονδίνο, το οργουελικό 1984, πριν ακόμα γίνει γραμματέας, όπου είχε πάει ως το νούμερο δύο του κόμματος για να κάνει τη γενική πρόβα και να πάρει παράσταση νίκης από το εξωτερικό με τις εντυπώσεις που θα κέρδιζε. Γιατί ο γκορμπατσόφ ήταν ο πρώτος σοβιετικός ηγέτης δυτικής τεχνοτροπίας που τους επισκεπτόταν. Τουριστικός, τηλεοπτικός, φιλικός προς τους δημοσιογράφους.

Σύμφωνα με τα λεγόμενα ενός γερμανού ανταποκριτή στη σοβιετία, όπως τα διαβάζουμε στο βιβλίο του για τον γκορμπατσόφ «ο δρόμος προς την εξουσία» (από τις εκδόσεις ι. φλώρος) ήταν πραγματικά κάτι διαφορετικό, ντυμένος κομψά, άνετος και χαλαρωμένος, όπως οποιοσδήποτε δυτικοευρωπαίος κοινοβουλευτικός κι εντελώς διαφορετικός από τον απόμακρο απαράτσικ. Δεν ήταν  δηλαδή απλώς ένας ακόμη βλοσυρός γραφειοκράτης, μια νεότερη εκδοχή των γέρων που κυβερνούσαν τη σοβιετική ένωση τις δυο προηγούμενες δεκαετίες. (…) Δεν έκανε καμία από τις θεατρικές χειρονομίες στις οποίες διακρινόταν ο μπρέζνιεφ, τίποτα σαν τη συνήθεια του γκρομίκο να εναλλάσσει ένα ανέκφραστο πρόσωπο με το στριφογύρισμα των ματιών του. Δεν έδειχνε δημόσια ερειστικός, όπως έκανε ο γκρομίκο το 1977 σπάζοντας μολύβια καθώς άκουγε τις προτάσεις του προέδρου κάρτερ για τον αφοπλισμό.(!!)

Αντιθέτως όταν στη σοβιετική αντιπροσωπεία έτυχαν δύο απρόοπτα περιστατικά (μια ομάδα 40 διαδηλωτών που φώναζαν ρυθμικά «γκόρμπι πού είναι ο σαχάροφ;», αναφερόμενοι στον εξόριστο αντιφρονούντα επιστήμονα, και δύο εμιγκρέδες ακτιβιστές που φώναξαν «λευτεριά στην ουκρανία», το χαμόγελο δεν έφυγε ποτέ από το πρόσωπό του. Σήμερα βέβαια είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τους ακριβείς λόγους αυτής της αντίδρασης. Πιθανότατα συμφωνούσε μαζί τους και χαιρόταν κρυφά από μέσα του.

Τα μικροεπεισόδια αυτά έλαβαν χώρα στο βρετανικό μουσείο, όπου φυλασσόταν η πρώτη έκδοση του κομμουνιστικού μανιφέστου, μια δεύτερη έκδοση του κεφαλαίου και το γραφείου όπου έγραψε το βιβλίο ο μαρξ. Γι’ αυτό κι ο γκορμπατσόφ δήλωσε αστειευόμενος πως αν ο κόσμος δε συμπαθεί το μαρξισμό θα πρέπει να κατηγορήσει το βρετανικό μουσείο. Χωρίς ωστόσο να εξηγήσει για ποιο λόγο δεν τον συμπαθούσε ο ίδιος –δεν είχε έρθει ακόμα ο καιρός να εκδηλωθεί ανοιχτά. Ενώ όταν ρωτήθηκε από έναν τόρη πολιτικό για την παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων για την παραβίαση των πολιτικών δικαιωμάτων στη σοβιετία, έδωσε μια δική του εκδοχή της ειρηνικής συνύπαρξης. Στο ηνωμένο βασίλειο καταδιώκετε ολόκληρες κοινότητες, εθνότητες –υπαινιγμός για τη βόρεια ιρλανδία- έχετε 2,3 εκατομμύρια άνεργους. Κυβερνήστε την κοινωνία σας κι αφήστε μας να κυβερνήσουμε τη δική μας. Όπως παρατηρεί όμως και ο συγγραφέας η απάντησή του ήταν γενναιόδωρη προς τη βρετανία, που είχε πάνω από 3,2 εκατομμύρια άνεργους εκείνη την εποχή.

Και το κεφάλαιο συνεχίζει με αναφορές στη δημόσια εικόνα του γκόρμπι που κέρδιζε τις εντυπώσεις κι έγραφε στον τηλεοπτικό φακό. Στο γεύμα που παρέθεσε προς τιμήν του ένας άγγλος ευγενής, ο γκόρμπι, σα να έπαιζε σε τηλεοπτική διαφήμιση, καθυστέρησε την πρόποσή του κάνοντας μια σύντομη αναφορά στον υπέροχο καφέ πριν δώσει τους πραγματικούς πολιτικούς σκοπούς του ταξιδιού του.
Υπ’ όψιν πως το βιβλίο είναι γραμμένο στα πρώτα χρόνια της περεστρόικα, αρκετά χρόνια πριν τη στροφή στην καριέρα του γκόρμπι προς τη διαφήμιση και το σποτάκι της πίτσας χατ και επομένως μπορεί να χαρακτηριστεί προφητικό. Αλλά υπάρχει και συνέχεια.

Ο συγγραφέας λέει ότι ο γκόρμπι έδειξε στη βρετανία πως μπορούσε να προκαλέσει τον αμερικανό πρόεδρο με το ίδιο όπλο του ρήγκαν: την ικανότητα του ηθοποιού. Κανείς προκάτοχός του δεν είχε διαλέξει μια τέτοια πορεία. Να καλοπιάνει τα μέσα ενημέρωσης, να φλερτάρει με τη δημοσιότητα σε στιλ δυτικού πολιτικού, να κάνει επίδειξη γοητείας, να προβάλλει την εικόνα του οικογενειάρχη, να αφήνει τα μέσα ενημέρωσης να ρίχνουν ματιές στην ιδιωτική του ζωή –όλα αυτά ήταν καινοτομίες για ένα σοβιετικό ηγέτη, που τις εκμεταλλεύτηκε ακόμα περισσότερο στη διάρκεια του ταξιδιού του στο παρίσι και τη διάσκεψη κορυφής της γενεύης το φθινόπωρο του 85’.

Σε μια προγενέστερη επίσκεψή του στον καναδά το μάη του 83’ είχε δώσει μια διαφορετικού είδους παράσταση. Σε ένα ράντσο στην αλμπέρτα ποζάρισε με καπέλο καουμπόη κι έφαγε σε μπάρμπεκιου. Επίσης φόρεσε ένα ψηλό καπέλο με την επιγραφή Heinz και φωτογραφήθηκε με τον κατασκευαστή κέτσαπ (σσ: σε αυτήν ανήκει λοιπόν η πρωτιά κι όχι στην πίτσα χατ). Κατά το newsweek έμοιαζε με αμερικανό προεδρικό υποψήφιο ανάμεσα στους οπαδούς του στο νιου χαμσάιρ.

Η εικόνα αυτή συμπληρώνεται από τη σύζυγό του ραΐσα, που περιγράφεται περίπου σαν την καρέζη στην εντυπωσιακή της εμφάνιση στην ταινία τζένη-τζένη στο πλευρό του υπουργού μαντά -μπάρκουλη {τον φάγαμε τον γκόρτσο, αλλά μας έμεινε ο γκόρμπι}. Είχε βαμμένα (καστανο)κόκκινα μαλλιά, μιλούσε για κουλτούρα ή υψηλή ραπτική και με λογοπαίγνια (σε κάποιο σημείο ξάφνιασε τους οικοδεσπότες της λέγοντας see you aligator)! Ο λαϊκός τύπος την αγάπησε και κουτσομπόλευε τα ρούχα της, τις συνήθειές στα ψώνια της, ακόμα και τα σκουλαρίκια της. Ενώ ο άντρας της έλεγε αστειευόμενος «αυτή η γυναίκα δε μου κοστίζει μόνο πολλά νεύρα, αλλά και πολλά χρήματα».
Παράλληλα αξιοποιούσε τηλεοπτικά και την εγγονή του οκσάνα, βάζοντας το κοριτσάκι να ρίξει το ψηφοδέλτιο του παππού της στην κάλπη για τις ήσσονος σημασίας περιφερειακές εκλογές. Πού ‘σαι ανδρέα για να δεις, άνεμους της αλλαγής –που τραγουδούσαν και οι σκόρπιονς.

Έτσι εφοδίασε τα τηλεοπτικά και φωτογραφικά αρχεία με πλούσιο υλικό για να δείξουν. Και οι δυτικοί είχαν να κάνουν επιτέλους με έναν άνθρωπο πρόθυμο και ικανό να φερθεί με έναν τρόπο που καταλάβαιναν, αντίθετα με τους όλο και πιο ανιαρούς γραφειοκράτες του κόμματος κατά το πρόσφατο παρελθόν: το μπρέζνιεφ, που το μοναδικό του προσόν φαινόταν να είναι τα φιλικά χτυπήματα στην πλάτη. Το μονόχνοτο αντρόποφ, που έβαζε τους προπαγανδιστές του στη δύση να ψιθυρίζουν σχετικά με την αναμφισβήτητη εξυπνάδα του και το ενδιαφέρον του για τη λογοτεχνία. Και τον τσερνιένκο που δεν ήταν ποτέ τίποτα περισσότερο από μια γκρίζα σκιά στις οθόνες της τηλεόρασης.
Να μην ξεχάσουμε και το γκρομίκο που έσπαγε τα μολύβια του.

Όλα αυτά λοιπόν ήταν λογικό να κερδίσουν το θαυμασμό της δύσης. Ο (αντιπρόεδρος τότε) μπους τον χαρακτήρισε «εντυπωσιακό πλασιέ ιδεών». Οι Sunday times του λονδίνου έγραψαν στον τίτλο τους «ένας ερυθρός αστέρας ανατέλλει». Ενώ ο υπεξ των εργατικών στη βρετανία ήταν ποιητικός: τα αισθήματα λαμπυρίζουν πάνω σε ένα ασυνήθιστα ευαίσθητο πρόσωπο, σαν καλοκαιρινές αύρες σε λιμνούλα.
Αν όλα αυτά γράφονταν για το μπρέζνιεφ βέβαια θα μιλούσαμε για την ανυπόφορη αισθητική του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και τα γλυκερά ηθικοπλαστικά του μηνύματα. Αλλά τώρα…

Νομίζω όμως πως είδαμε αρκετά και μπορούμε πλέον να βγάλουμε πολιτικά συμπεράσματα. Η σύνδεση των παραπάνω με τη θάτσερ είναι φανερή και στον τίτλο του κειμένου. Από τους πολιτικούς πρωταγωνιστές εκείνης της εποχής, ο κολ είναι σε αναπηρικό καροτσάκι, ο μπους κυκλοφορεί υποβασταζόμενος στο μπαστούνι του, η ραΐσα μας άφησε προ πολλού, η μάργκαρετ πάλι πρόσφατα… Εμπρός λοιπόν γκόρμπι, τι περιμένεις για να μας δώσεις κι εμάς μια χαρά, την ύστατη έστω ώρα, όπως η μάργκαρετ;

Εάν θέλαμε να έχουμε ένα σοβαρό κλείσιμο βέβαια θα έπρεπε να επιστήσουμε την προσοχή των σφων αναγνωστών στο ότι οι κομμουνιστές δεν περιμένουν χαιρέκακες εκδικήσεις με το θάνατο του πολιτικού τους αντιπάλου, αλλά να τον νικήσουν πολιτικά όσο είναι εν ζωή. Και αυτόν, αλλά και όσους τον βοήθησαν αντικειμενικά να έρθει στα πράγματα (η πολιτική των εργατικών στην αγγλία, ο ανερχόμενος ρεβιζιονισμός στη σοβιετία, γενικώς οι αυταπάτες διαχρονικά).

Αλλά η κε του μπλοκ δεν είναι τέτοια. Πιστεύει ακράδαντα στο δικαίωμα του συντρόφου στην καφρίλα –ως ξέσπασμα από το καθημερινό τρέξιμο. Ειδικά αν αναλογιστεί κανείς το πάρτι που έστησαν οι αστοί με το θάνατο του ούγκο τσάβες και τις νέες ελπίδες του καπρίλες να πάρει την εκλογική ρεβάνς.

Οπότε το πραγματικό δίλημμα της εποχής μας, τίθεται επιτακτικά ως εξής.
Ή με τις καφρίλες, ή με τον καπρίλες. Τρίτος δρόμος δεν υπάρχει.

Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

Άλλα λ(αμ)όγια να αγαπιόμαστε

Τα τελευταία χρόνια δε βγαίνουν ούτε καινούριες γενιές γάβρων που γιορτάζουν τίτλους, ούτε αδικημένων πλην περήφανων βάζελων. Βγαίνει μια γενιά ολόκληρη που γαλουχείται στη νίκη με κάθε τρόπο για να βγάλει τα σπασμένα της καθημερινότητας. Παιδιά κομπλεξικά και στερημένα, κατ’ εικόνα κι ομοίωση της κοινωνίας, ενίοτε και μουρόχαυλα σαν τους προέδρους τους. Όταν έχεις λεφτά βέβαια κανείς δε θα σε πει μουρόχαυλο, ακόμη κι αν είσαι ο αρχηγός του είδους.


Μόνο οι σουπεράδες κι οι κουκουέδες έχουν καταφέρει να αναπτύξουν ανοσία και κατ’ επέκταση μια ηττοπάθεια, εν μέρει. Διαρκές ταξίδι χωρίς ιθάκη, αγώνας χωρίς άμεση δικαιωση, για την ψυχή της μάνας πατρίδας μας και την μετά θάνατον δικαίωσή της.

Αν υποστηρίζεις μια ομάδα με ενδιάμεση κι εξαρτημένη θέση στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, σαν αυτές της θεσσαλονίκης, είναι δελεαστικό να μπεις στο τριπάκι να επιλέξεις τον καλό ιμπεριαλιστή. Αλλά είναι το ίδιο ρεφορμιστικό σα να υποστηρίζεις την εθνική αστική τάξη της χώρας σου. Μόνο που δεν είμαστε στην κίνα του 30’ με τον τσανγκ κάι σεκ. Ούτε πιστεύουμε στην ευρώπη των λαών και τις παε των φιλάθλων.

Κάθε φορά το δημοσιογραφικό σινάφι βρίσκει ευκαιρία να ανασύρει από το συρτάρι έτοιμα από τα πριν συμπεράσματα, κλισέ που έγιναν ταμπού κι ο καθένας τα νιώθει κτήμα του, σα να ‘ταν δική του σκέψη: κάμερες, τιμωρίες, ηλεκτρονικό εισιτήριο, φακέλωμα. Κι αν δε συμφωνούν με την πραγματικότητα, τόσο το χειρότερο για αυτήν.

Είναι σαν αυτό το αίτημα για μεταρρυθμίσεις, που φυτρώνει παντού, όταν ξεσπάει η οργή του κόσμου. Ο λαός θέλει μεταρρυθμίσεις, πρέπει να επιταχύνετε κι άλλα τέτοια. Μέχρι και στο στόμα των κολασμένων της αφρικής το έβαλαν για να λειάνουν την οργή τους. Και στο καπάκι σου έρχονται οι στημένες δημοσκοπήσεις και σε ρωτάνε: θέλετε μεταρρυθμίσεις ή είστε αρνητικοί; Ε πώς να είσαι; Τι είσαι κάνας αντιδραστικός να πεις όχι; Οπότε, τσουπ! Πάρ’ το μετά και ντοκουμενταρισμένο. Ο λαός ζητάει μεταρρυθμίσεις. Επιταχύνετε επί τέλους κτλ.

Ή το άλλο που λένε. Τι θέλουμε και την πληρώνουμε την ερτ; Και τι να την κάνουμε ρε φίλε, ιδιωτική; Δηλ ένα ιδιωτικό κανάλι που έχει τα δικαιώματα του μουσμουλιακού, υπάρχει ποτέ περίπτωση να πει κάτι εναντίον του; Κι αν το κάνει στην τελική, θα μπει κάνας καπετάνιος στο στούντιο να του πει πως δεν είναι σωστό να εκφέρει γνώμη για τη διαιτησία. Για τέτοια είμαστε τώρα;

Λέει πχ ο πανούτσος που είναι απ’ τα πιο έξυπνα κι αντιδραστικά μαζί άτομα στον χώρο, ότι αν ο άλλος μπαίνει μες στο γήπεδο ανενόχλητος, δεν θα έχει στο στόμα το ηλεκτρονικό εισιτήριο για να δουν ποιος είναι. Ούτε είναι ότι μας έλειψαν οι κάμερες και τα κλειστά κυκλώματα για να τον εντοπίσουμε. Τον πρετεντέρη που πέταξε το μπουκάλι, τι έλειπε για να τον πιάσουν;

Οπότε, καταλήγει αυτός, το θέμα είναι να αρχίσουμε να μπουζουριάζουμε κόσμο για παραδειγματισμό. Αυτό που λένε όλοι, ότι αν το ματς ήταν στο τσάμπιονς λιγκ, όλοι θα κάθονταν σούζα παναγίτσες. Η γνωστή ιστορία περί ανομίας κι ατιμωρησίας που οι πρετεντέρηδες πάνε να της προσδώσουν άλλες προεκτάσεις, κοινωνικές.

Κι εκεί αρχίζουν οι ύμνοι για την θάτσερ και την ουέφα.
Αλλά η ουέφα έχει για πρόεδρο ένα γάλλο που το 85’ στο χέιζελ πανηγύριζε ένα γκολ από μούφα πέναλτι δίπλα σε πτώματα και νεκρούς. Και στην αγγλία τα μεγάλα θανατικά, όπως το χίλσμπορο, δεν «τους βρήκαν» εξαιτίας των χούλγικαν, αλλά επειδή στρίμωξαν υπεράριθμους στο πέταλο, τους στοίβαξαν σα ζώα σε μια κερκίδα που κατέρρευσε από το βάρος τους. Η θάτσερ δεν εξάλειψε τη βία, αλλά την έστειλε μακριά από τα γήπεδα, σε ραντεβού θανάτου σαν τη λαυρίου, για να μην τους χαλάει τη βιτρίνα στο προϊόν.

Αυτή είναι η μαγική λέξη στον καπιταλισμό: βιτρίνα. Ο παραμορφωτικός καθρέφτης που λειτουργεί σαν χαλί για να κρύβει κάτω του τις βρωμιές. Με αυτή δελέασε ακόμα και τους λαούς της ανατολικής ευρώπης, είκοσι χρόνια πριν. Κάποιοι τη βλέπουν και θαμπώνονται, μένουν δεσμώτες του φαίνεσθαι, στο σπήλαιο του πλάτωνα. Άλλοι τη βλέπουν και τη σπάνε για να ξεθυμάνουν, αλλά αφήνουν άθικτα όλα τα υπόλοιπα.

Αυτό που πείραξε τους διάφορους αναλυτές είναι ότι οι ντόπιοι επιχειρηματίες δε μπόρεσαν να κάνουν έναν στοιχειώδη αστικό εκσυγχρονισμό, όπως στην αγγλία. Δεν κατάφεραν να φτιάξουν μια ελκυστική βιτρίνα, για να τραβήξουν πελατεία, γιατί το γυαλί της σούπερ λίγκας ράγισε στο πρώτο ανάποδο σφύριγμα. Και καλούνε το κράτος να κάνει το συλλογικό καπιταλιστή και να βάλει μια τάξη για το συμφέρον της τάξης τους.

Η πλάκα είναι ότι τέτοιες βαρυσήμαντες αναλύσεις θα τις βρει κανείς στις ίδιες σελίδες που ρίχνουν νερό στο μύλο του οπαδικού φανατισμού. Κι ενώ κάποιοι διατείνονται ότι το ποδόσφαιρο είναι το πιο σημαντικό δευτερεύον πράγμα στον κόσμο, στο τέλος δικαιώνεται εκείνος ο προπονητής της λίβερπουλ (σάνκλι) που έλεγε ότι δεν είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου, αλλά κάτι πολύ περισσότερο.

Πώς αλλιώς να συντηρηθούν δεκατρείς αθλητικές εφημερίδες με κάτι δευτερεύον, αν δεν το προβάλλουν ως ζήτημα ζωής ή θανάτου; Εδώ καλά-καλά ούτε τα μαγαζιά που ασχολούνται με το πρωτεύον δεν επιβιώνουν (πολιτικές). Πώς να κρατηθούν στον ανταγωνισμό με τις οπαδικές οι υπόλοιπες αν δεν παίξουν με τους όρους τους στα πρωτοσέλιδα; Κι αυτή είναι ίσως η καλύτερη εκλαΐκευση για να εξηγήσεις σε έναν οπαδό, γιατί δε μπορεί να σταθεί ένα δημόσιο πανεπιστήμιο ως τέτοιο, δίπλα σε ένα ιδιωτικό που το ανταγωνίζεται.
Πώς να μην γλείψουν τον πρόεδρο και τις μεγάλες μεταγραφές που έκανε, όταν πουλάνε περισσότερα φύλλα μες στο καλοκαίρι, στους λουόμενους στις παραλίες;

Κι όμως, από εκεί που το είχε φτάσει ο πανού, ήταν ένα βήμα μακριά να συμπεράνει ότι το φακέλωμα και τις κάμερες δεν τα κάνουν για να πιάσουν τους χούλιγκαν. Αν τους ενδιέφερε αυτό θα ξεκινούσαν τις συλλήψεις από τις σουίτες και τα επίσημα. Κι αν δεν πιάνουν κανέναν, δεν είναι ότι φοβούνται τον υπέροχο λαό, αλλά τους προέδρους του που φτιάχνουν ιδιωτικούς στρατούς για την προστασία τους.

Κι είναι επιλογή τους να αφήνουν τον κόσμο να ξεδίνει εκεί. Ξεθυμαίνει σαν ανθρακικό και στα φλέγοντα (μνημόνιο, ασφαλιστικό) μας βγαίνει άνθρακες ο θησαυρός. Κι όσοι τυχόν ξεφύγουν και κατέβουν στους δρόμους, με τα ίδια μυαλά, γίνονται χούλιγκαν του κινήματος. Μικροαστικό ξέσπασμα που είναι ανώφελο κι ακίνδυνο, αλλά καλλιεργείται από χίλιες πλευρές. Κι αν είναι να βρεις μια σύνδεση με όσα λέει το κόμμα για οργανωμένο σχέδιο, σε αυτή την καλλιέργεια είναι μάλλον κι όχι τόσο σε απευθείας ανάθεση κι υπόγεια συνεργασία.

Και τι θα γίνει φίλε μου με εμάς; Ο κόσμος εγκατέλειψε τα γήπεδα μαζί με το στίβο της ταξικής πάλης κι όλους τους μαζικούς χώρους και παραδόθηκε στη θαλπωρή της τηλεοπτικής αποχαύνωσης, αφήνοντας τον εχθρό να αλωνίζει. Οι τιμές των εισιτηρίων τραβάν την ανηφόρα και στην κερκίδα γεννιέται το αυγό του φιδιού, με τους φασίστες να κάνουν στοχευμένη παρέμβαση.

Στην αργκό του στρατού το σεξ σημαίνει στέρηση εξόδου. Ο κόσμος στερείται τις εξόδους, το γήπεδο, ακόμα κι αυτό καθαυτό το σεξ. Ό,τι μπορεί να του προσφέρει χαρά, γίνεται εμπόρευμα κι αποστειρώνεται από λογική και συναισθήματα. Το πολύ να ικανοποιήσεις τα ζωώδη σου ένστικτα, γενετήσια κι ανθρωποφαγικά. Έτσι πέρα από το προφανές, που είναι το κέρδος απ’ το εμπόρευμα, το σύστημα καταφέρνει να πιάσει και δεύτερο σμπάρο: να μας αλλοτριώσει και να μας ελέγξει. Γιατί τα χαρούμενα άτομα, ξέρουν να σκέφτονται και να διεκδικούν. Ενώ τα μίζερα ψάχνουν απλά ένα αποκούμπι να εναποθέσουν τα κόμπλεξ τους και να ξεδώσουν.

Οπότε, πάρε την κατάσταση στα χέρια σου λαέ. Τι να παλέψει όμως; Να βάλει τον κάθε κατεργάρη χούλιγκαν στον πάγκο του; Εδώ δεν το καταφέραμε στους δρόμους, θα το κάνουμε στις κερκίδες όπου αυτοί παίζουν στην έδρα τους; Να παλέψει για διαγραφή χρεών; Εδώ όμως μιλάμε για παε, και το μόνο επαχθές που υπάρχει είναι τα λαμόγια που τα δημιούργησαν και το κράτος που τους άφησε ανεξέλεγκτους.

Να παλέψουν για γλυκές αυταπάτες και παε λαϊκής βάσης; Ο κάσπερ λέει ότι αν φτάσουν στο σημείο να είναι τόσο λαϊκές που να δημιουργούν αυταπάτες, θα έχουν επιτελέσει το ρόλο τους. Αλλά ούτε αυτό δε γίνεται, και το λαϊκός μπροστά μπαίνει από παράδοση, για λόγους ευφωνίας.

Μπορεί αυτά να είχαν νόημα στο πρόσφατο παρελθόν της ερασιτεχνικής αθωότητας. Ο υμένας βέβαια είχε σπάσει ήδη από τότε. Αλλά η νοσταλγία για εκείνη την εποχή, επανορθώνει την παρθενιά της σφιχτά με ράμματα και την εξιδανικεύει.

Ο ερασιτεχνισμός είναι είδος προς εξαφάνιση, χωρίς προοπτικές στη σημερινή κοινωνία. Οι ερασιτέχνες είναι εραστές της τέχνης κι οι καπιταλιστές εραστές του κέρδους. Ο ερασιτέχνης αγαπά τη φανέλα κι ο καπιταλιστής την καλύπτει με χορηγούς για να αυξήσει το κέρδος του.

Εδώ κανονικά θέλει σοσιαλιστικό ρεαλισμό κι ένα ταξικό επιμύθιο. Αλλά ως εραστές της τέχνης, που σημαίνει τέχνη για την τέχνη, θα το αφήσουμε στην κρίση του αναγνώστη.

Υγ: Το κείμενο αυτό γράφτηκε μετά τα γεγονότα στο ντέρμπι του καραϊσκάκη, αλλά δεν το ανάρτησα αμέσως. Στο ενδιάμεσο βγήκαν στη φόρα κι οι διάλογοι από τις κασέτες του κούγια, αλλά η ουσία του πράγματος δεν αλλάζει. Απλώς έρχεται στο προσκήνιο μια άλλη πτυχή του.

Η εικόνα του κειμένου είναι το εξώφυλλο του τέταρτου τεύχους του περιοδικού HUMBA, -που κυκλοφορεί στα περίπτερα. Ψηφίζουμε-στηρίζουμε
: http://humbazine.blogspot.com/2011/02/blog-post_26.html. Το αυτό και για την πρωτοβουλία των radical fans united.
http://rfu.blogspot.com/