Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα άναυδος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα άναυδος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2018

Λ.Δ Ουγγαρίας. Μικρή ιστορική ανασκόπηση (γ’ μέρος).

Το τρίτο και τελευταίο μέρος (αλλά πρώτο που ολοκληρώνεται και δημοσιεύεται) μιας ιστορικής μελέτης του Άναυδου για την πορεία της ΛΔ Ουγγαρίας προς την επαναστατική υποχώρηση, την ενίσχυση και επικράτηση των δυνάμεων της αντεπανάστασης, των λόγων και των παραγόντων που καθόρισαν αυτήν την εξέλιξη.

Άναυδος – Φεβρουάριος 2018

Περιεχόμενα

α. Εισαγωγή

β. Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις

γ. Επίλογος

α. Εισαγωγή.

Το παρακάτω κείμενο θα ήταν το τρίτο μέρος μιας επισκόπης της ιστορίας της Λ.Δ. Ουγγαριας. Ωστόσο η στενότητα του χρόνου άφησε πίσω τα 2 πρώτα μέρη. Νομίζω όμως ότι μπορεί να σταθεί και αυτόνομο περιγράφοντας την αργή διαδικασία που οδήγησε στην αντεπανάσταση το 1989.

β. Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις.

Η στρατιωτική και πολιτική ήττα της αντεπανάστασης του 1956 δεν είχε την αντανάκλασή της στον οικονομικό τομέα. Οι μεταρρυθμίσεις, δηλαδή η αντιστροφή του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, συνεχίστηκαν με τον Γ. Καντάρ να παίζει έναν εξισορροπητικό ρόλο μεταξύ των ακραίων μεταρρυθμιστών και των συνεπών σοσιαλιστικών δυνάμεων. Υπήρξαν τρία κύματα μεταρρυθμίσεων το 1956-57, το 1968 και το 1978.

Από τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης Καντάρ το 1956-57 ήταν η εκ νέου κατάργηση των υποχρεωτικών παραδόσεων του αγροτικού τομέα (συνεταιριστικού και ιδιωτικού) στο κράτος. Το αποτέλεσμα αυτής της παραχώρησης ήταν να ενισχυθεί η αγορά αγροτικών προϊόντων υποχρεώνοντας το κράτος να προσφέρει ελκυστικές (αυξημένες κατά 80% σε σύγκριση με το 1955) τιμές ώστε να αγοράζει το πλεόνασμα της αγροτικής παραγωγής. Επίσης παραχωρήθηκε ξανά η δυνατότητα αποχώρησης από τα κολχόζ. Ανάμεσα στις προτάσεις των μεταρρυθμιστών ήταν η αποδοχή των κουλάκων στα κολχόζ, η κατάργηση του κεντρικού σχεδίου και η επιβολή ελεύθερα κυμαινόμενων τιμών. Οι προτάσεις αυτές απορρίφθηκαν μετά από τη σφοδρή αντίδραση της παλιάς φρουράς. Ωστόσο αποφασίστηκε η μείωση των ποσοτικών δεικτών του κεντρικού σχεδίου και η εισαγωγή ενός περιορισμένου σχήματος μπόνους με βάση το κέρδος. Το 1957 μειώθηκαν κατά 20% οι φόροι στους αυτοαπασχολούμενους.

Μετά το 22ο συνέδριο του ΚΚΣΕ, ο Κανταρ εξαπέλυσε οξύτατη επίθεση ενάντια στον Ράκοσι χαρακτηρίζοντας τον τύραννο μέσα από τις σελίδες της Πράβντα. Συστάθηκε ειδική επιτροπή της ΚΕ για να ερευνήσει τις πολιτικές δίκες και τις πρακτικές της καταστολής της περιόδου Ράκοσι. Η επιτροπή αποφάνθηκε το καλοκαίρι του 1962 ότι οι δίκες ήταν στημένες και σα συνέπεια οι Ράκοσι, Γκέρο και άλλα 23 ηγετικά στελέχη διαγράφτηκαν από το κόμμα. Ταυτόχρονα ξεκίνησαν εκτεταμένες εκκαθαρίσεις στον κρατικό μηχανισμό από συνεπείς κομμουνιστές ενώ απομακρύνθηκαν και πολλά μέλη της κυβέρνησης όπως οι Κ. Κις, Γ Μαροζαν κλπ. Το 1963 ο Κανταρ ανακοινώνει γενική αμνηστία για όσους συμμετείχαν στα γεγονότα του 1956i. Η Νέα Πορεία του 1953 αποτέλεσε τη βάση των οικονομικών μεταρρυθμίσεων που ξεκινούν δειλά-δειλά το 1964.


Η ολοκλήρωση της κολεκτιβοποίησης της γεωργίας έγινε δυνατή με σημαντικές παραχωρήσεις όπως το αυξημένο ποσοστό ατομικής ιδιοκτησίας στα μέλη των κολχόζ, αλλά και η σημαντική χρηματοδότηση από την κεντρική κυβέρνηση. Έτσι ενώ στην ΕΣΣΔ το ατομικό κτήμα αφορούσε την οικογένεια σαν σύνολο, στην Ουγγαρία η παραχώρηση αυτή έγινε σε κάθε μέλος της οικογένειας χωριστά. Με αποτέλεσμα ήδη από το 1965 τα ιδιωτικά κτήματα να αντιπροσωπεύουν το 22% των αγορών του κράτους. Μέρος της γης των κολχόζ καλλιεργούταν από συγκεκριμένη ομάδα (συνήθως συγγενικές οικογένειες) και αμείβονταν όχι μόνο με βάση τις εργατοώρες αλλά και με ένα ποσοστό της σοδειάς (25-50%). Τα μέλη των κολχόζ από 168.920 το 1958 εκτοξεύτηκαν σε 1.182.894 το 1961 ii. Αν και αρχικά όλες αυτές οι παραχωρήσεις θεωρήθηκαν προσωρινές ως και καπιταλιστικές αποκλίσεις από το ΟυΣΕΚ, στην πορεία των χρόνων δεν έγινε καμία προσπάθεια ανάκλησής τους και εντέλει κατέληξαν μόνιμες.

Το 1968 ξεκινά η εφαρμογή στην Ουγγρική οικονομία του Νέου Οικονομικού Μηχανισμού (ΝΟΜ). Ο βασικός συντάκτης ήταν ο Ρ. Νιερς, πρώην σοσιαλδημοκράτης, ενώ στην επιτροπή συμμετείχαν οικονομολόγοι πρώην μέλη του κόμματος των μικροϊδιοκτητών. Ο ΝΟΜ αποτέλεσε ένα νέο πρότυπο σοσιαλιστικής οικονομίας που στηριζόταν εξίσου στην κοινωνική και συνεταιριστική ιδιοκτησία. Ο βασικός λόγος που οδήγησε στην υιοθέτησή του ήταν η αντιμετώπιση των χρόνιων ελλείψεων και η άνοδος της αποτελεσματικότητας της σοσιαλιστικής οικονομίας. Είχε πολλές ομοιότητες με τις μεταρρυθμίσεις Κοσύγκιν (1965) και με τον συνονόματό του ΝΟΜ της Τσεχοσλοβακίας (1965). Κεντρική ιδέα του ΝΟΜ ήταν η κατάργηση της εξειδίκευσης του γενικού/κεντρικού πλάνου, και η αντικατάστασή του από οικονομικούς ρυθμιστές όπως το κέρδος, οι τιμές, οι φόροι και η πίστη/επιχορήγηση. Αν και οι κεντρικές οικονομικές προτεραιότητες δεν άλλαζαν, οι επιχειρήσεις απέκτησαν μεγαλύτερη αυτονομία και σε κάποιες περιπτώσεις πήραν άδεια εξαγωγών. Δημιουργήθηκε ένα μικτό σύστημα τιμών όπου το 70% των τιμών του τομέα Ι (μέσα παραγωγής) ήταν κεντρικά προσδιορισμένο και το 30% κυμαινόταν ελεύθερα ενώ το ποσοστό των τιμών των τελικών αγαθών που προσδιόριζε η αγορά ήταν περίπου 50%.

Το κέρδος έγινε ο αποφασιστικός οικονομικός ρυθμιστής στη διοίκηση των επιχειρήσεων. Αποτελώντας το βασικό κριτήριο για τις επενδύσεις αλλά και για τα μπόνους και τις μισθολογικές απολαβές των εργαζομένων δημιούργησε εισοδηματικές ανισότητες στο εσωτερικό της εργατικής τάξης. Βέβαια προκειμένου να αποφευχθεί το κλείσιμο των μη κερδοφόρων επιχειρήσεων υπήρξε μέριμνα αναδιανομής μέρους των κερδών στις λιγότερο αποτελεσματικές επιχειρήσεις. Η κατάργηση της εξειδίκευσης του κεντρικού πλάνου έδωσε επιπλέον αυτονομία στις διοικητικές αποφάσεις στο επίπεδο των επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό τα κριτήρια του τι και πώς θα παραχθεί κάτι να καθορίζονται με όρους αγοράς και όχι με τις ανάγκες της κοινωνίας. Ο λογαριασμός του μισθού στην επιχείρηση έπαψε να υπόκειται σε περιορισμούς, ενώ μέρος των κερδών έμενε στη διάθεση της επιχείρησης για επενδυτικά σχέδια.

Οι μεταρρυθμίσεις αυτές συνάντησαν ισχυρή αντίδραση από το βιομηχανικό προλεταριάτο, τα συνδικάτα, τις διοικήσεις των μεγάλων επιχειρήσεων και από μεγάλο μέρος των κομματικών στελεχών. Έβλεπαν σε αυτές την εγκατάλειψη θεμελιωδών σοσιαλιστικών αρχών και την υποχώρηση σε μικροαστικές συμπεριφορές. Στον αντίποδα βρίσκονταν προσωπικότητες σαν τον Γ. Λούκατς. Σε μεγάλο βαθμό η αντίδρασή τους εστιαζόταν στα αρνητικά αποτελέσματα της μεταρρύθμισης στα εισοδήματα των εργατών και στο γεγονός ότι το μέσο αγροτικό εισόδημα ξεπερνούσε αυτό του βιομηχανικού τομέαiii με αποτέλεσμα οι μεταρρυθμίσεις να θεωρηθούν ουδέτερες ταξικά, ενώ όπως θα δούμε στη συνέχεια δεν ήταν. Η Σοβιετική ηγεσία επίσης αντέδρασε και προειδοποίησε το ΟυΣΕΚ για τις επικίνδυνες τάσεις που αναπτύσσονταν στη χώρα. Σαν αποτέλεσμα πολλοί από τους εμπνευστές των μεταρρυθμίσεων διαγράφηκαν από το κόμμα το 1972 και απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους χωρίς όμως οι ίδιες οι μεταρρυθμίσεις να ανακληθούνiv.

Τον Οκτώβριο του 1977 η ΚΕ του ΟυΣΕΚ διακήρυξε ότι τα προβλήματα που δημιούργησαν οι μεταρρυθμίσεις του ΝΟΜ απαιτούσαν ακόμη μεγαλύτερη σύνδεση μεταξύ αποτελεσματικότητας και αμοιβής. Οι νέες μεταρρυθμίσεις έδωσαν τη δυνατότητα σε ιδιώτες μέλη των κολχόζ να νοικιάζουν επιπλέον γη. Σαν αποτέλεσμα ενισχύθηκε η εκτός κράτους αγορά αγροτικών προϊόντων που είχε σαν αποτέλεσμα ο αγρότης να έχει μεγαλύτερο εισόδημα από το βιομηχανικό εργάτη. Στα κολχόζ δόθηκε η δυνατότητα να αναπτυχθούν και σε άλλες οικονομικές δραστηριότητες εκτός από τη γεωργία. Πολλά κολχόζ επεκτάθηκαν στην τυποποίηση τροφίμων, στην οικοδομή, το εμπόριο και την εστίαση. Το ποσοστό των μη αγροτικών δραστηριοτήτων στο συνολικό εισόδημα έφτασε το 34% το 1985v. Αποσύρθηκαν οι περιορισμοί στα ιδιωτικά αγροκτήματα σχετικά με τη ιδιοκτησία μηχανημάτων, μεγάλων ζώων κλπ. Ενώ πριν τη μεταρρύθμιση θεωρούταν αστικό κατάλοιπο το ιδιωτικό χωράφι, στην πορεία του χρόνου θεωρήθηκε συστατικό της σοσιαλιστικής οικονομίας. Τα βοηθητικά αγροκτήματα των κατοίκων της πόλης μετατράπηκαν σε ιδιωτικές φάρμες αποτελώντας μια ημινόμιμη διέξοδο για τις ιδιωτικές επενδύσεις. Από 11% της συνολικής αγροτικής παραγωγής το 1966, έφτασαν να αντιπροσωπεύουν το 15% το 1984. Πολλά κολχόζ μετατράπηκαν σε φασονάδικα για δυτικές εταιρίες. Το αποτέλεσμα ήταν η διείσδυση της συλλογικής ιδιοκτησίας και στη μεταποίηση. Στα χωριά ο πλούτος μεταφραζόταν σε σπίτια που δίνονταν για προίκα, αυτοκίνητα κλπ.

Οι νέες μεταρρυθμίσεις ωφέλησαν και τους αυτοαπασχολούμενους με την απόσυρση του κράτους από δραστηριότητες όπως επισκευές, οικοδόμηση ιδιωτικής κατοικίας κλπ και την περεταίρω απελευθέρωση των τιμών. Η δουλειά στην οικοδομή το σαββατοκύριακο έφτασε να αποφέρει περισσότερα από το μηνιαίο μισθό. Οι ιδιωτικοί συνεταιρισμοί στην οικοδομή ήταν το πρόπλασμα του ιδιωτικού κεφαλαίου στην Ουγγαρία (όπως οι αντίστοιχοι σαμπάσνικ στην ΕΣΣΔ)vi. Συνεταιρισμοί επιτράπηκαν τόσο στη μεταποίηση όσο και στις μεταφορές, το εμπόριο, την οικοδομή και ορισμένες υπηρεσίες. Τον Φεβρουάριο του 1980 η ΚΕ του ΟυΣΕΚ διακήρυξε επίσημα ότι η δραστηριότητα της ιδιωτικής οικονομίας είναι γενικά χρήσιμη γιατί καλύπτει υπάρχοντα κενά. Ο επίσημος ιδιωτικός τομέας από 58χιλ απασχολούμενους το 1953 έφτασε τους 164 χιλ το 1984, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 4,2% της απασχόλησης και το 5,5% του εθνικού εισοδήματος. Σαν συνέπεια των μεταρρυθμίσεων δημιουργήθηκαν χιλιάδες νέες μικρές ιδιωτικές επιχειρήσεις. Εννοείται ότι οι ιδιοκτήτες/εργοδότες αυτοί άνηκαν στην υψηλή εισοδηματική τάξη της χώρας.

Η ιδιωτική οικονομία βρήκε διαθέσιμα χέρια από τη μείωση του εργάσιμου χρόνου αλλά και από πολλούς συνταξιούχους διαθέσιμους να αυξήσουν το εισόδημά τους. Τη δεκαετία του ’80 η ιδιωτική οικονομία (νόμιμη και μη) αντιπροσώπευε ίσως και το 20% του ΑΕΠ. Μία μελέτη του 1985 αποκάλυπτε ότι το 33% του εργάσιμου χρόνου δαπανιόταν στην ιδιωτική οικονομία ενώ το 55% των νέων οικοδομών γινόταν από ιδιώτες όπως και το 87% των επισκευώνvii. Όπως αναφέραμε και παραπάνω, οι βασικοί τομείς που δραστηριοποιούνταν το ιδιωτικό κεφάλαιο ήταν η παραγωγή αγροτικών προϊόντων η οικοδομή (το 1980 το 71.4% του οικοδομικού αποθέματος ήταν στα χέρια ιδιωτών με το υπόλοιπο να ανήκει στο κράτος, το 85,7% των νεόδμητων κατοικιών το 1985 ήταν ιδιωτικές). Άλλος τομέας ήταν οι μεταφορές και ειδικά οι επισκευές των ιδιωτικών αυτοκινήτων, η αγορά μεταχειρισμένων όπως και τα ιδιωτικά ταξί (που επιτράπηκαν το 1982). Επιπρόσθετα, υπηρεσίες όπως η φύλαξη παιδιών ή ηλικιωμένων, υπενοικίαση σπιτιών και εξοχικών. Ήδη από τη δεκαετία του ’80 υπήρχαν κάποιες εταιρίες μικτής ιδιοκτησίας (ξένων και του Ουγγρικού κράτους), ενώ το κράτος υπενοικίαζε (leasing) ορισμένες επιχειρήσεις του σε ιδιώτες (κυρίως εστιατόρια, το 37% το 1984). Επίσης αυξήθηκε σημαντικά η εργολαβική δραστηριότητα ακόμη και στις κρατικές επιχειρήσεις. Το αποτέλεσμα ήταν η ύπαρξη μεγάλης ποσότητας λιμνάζοντος κεφαλαίου που δεν μπορούσε νόμιμα να επενδυθεί. Το 1985 σχεδίαζαν το σπάσιμο του τραπεζικού τομέα σε μια κεντρική τράπεζα (με εκδοτικό προνόμιο) και μικρότερες (κρατικές) τράπεζες, που ωστόσο θα ανταγωνιζόταν η μία την άλλη τόσο για τις καταθέσεις όσο και για τα δάνεια. Σιωπηλοί μέτοχοι υπήρχαν στις λίγες ιδιωτικές επιχειρήσεις.

Η αγορά εργασίας στα πρώτα σοσιαλιστικά χρόνια επέβαλε αρκετούς περιορισμούς. Δύσκολα π.χ. κάποιος μπορούσε να αλλάξει επιχείρηση, απαγορευόταν η εργασία στην πόλη χωρίς σχετική άδεια, ενώ μεγάλο μέρος του μισθού δινόταν σε είδος από την επιχείρηση (κατοικία, φροντίδα παιδιών, τρόφιμα, αναψυχή κλπ). Με τις μεταρρυθμίσεις οι 2 προηγούμενοι περιορισμοί καταργήθηκαν ενώ η αγορά αντικατέστησε σε μεγάλο βαθμό τις άμεσες παροχές.


Παρά τις αρχικές αντιδράσεις της σοβιετικής ηγεσίας στις νέες μεταρρυθμίσεις, το 1983 ο νέος γ.γ. του ΚΚΣΕ Γ. Αντρόποφ έδωσε την έγκρισή του να συνεχιστούν. Έτσι τον Απρίλιο του 1984 η ΚΕ του ΟυΣΕΚ αποφάσισε να προχωρήσει τις μεταρρυθμίσεις με σκοπό μια ελεγχόμενη οικονομία της αγοράς που θα βασιζόταν στη μεικτή ιδιοκτησία (κρατική συνεταιριστική και ιδιωτική). Αποφασίστηκε επίσης να αποδοθεί το ιδιοκτησιακό δικαίωμα του κράτους στα συμβούλια των εργαζομένων, μια αντιγραφή δηλαδή του γιουγκοσλαβικού μοντέλου. Και φυσικά οι φωνές άρχισαν να δυναμώνουν για πολιτική έκφραση των στρωμάτων που ωφελούσε η μεταρρύθμιση είτε αρχικά διαμέσου του ΟυΣΕΚ είτε αυτόνομα.

Η έννοια της μεταρρύθμισης σε όλες τις σοσιαλιστικές χώρες τις δεκαετίες του 1950 και 1960 είχε σαν αποκλειστικό στόχο να περιορίσει τον κεντρικό σχεδιασμό και συντονισμό και να ενισχύσει το ρόλο της αγοράς. Μετά την Κίνα και τη Γιουγκοσλαβία, όπου ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός ανατράπηκε ήδη από την πρώτη πενταετία της νίκης του λαϊκού μετώπου, η Ουγγαρία ήταν η χώρα που διένυσε το μεγαλύτερη απόσταση προς αυτή την κατεύθυνση. Ενώ το πλάνο στα πρώτα χρόνια ήταν καθολικό και υποχρεωτικό, κάτω από την πίεση των στρωμάτων που ήθελαν μεγαλύτερη ελευθερία στην κατανομή του πλεονάσματος, έγινε σε μεγάλο βαθμό ενδεικτικό.

Ο κεντρικός σχεδιασμός δεν ήταν απαλλαγμένος από προβλήματα, τα σημαντικότερα εκ των οποίων ήταν:
-Η ακαμψία του κ.σ. από τη στιγμή που οι στόχοι έχουν καθοριστεί και οι δείκτες έχουν μοιραστεί στις μονάδες παραγωγής

-Συνήθως δεν προβλεπόντουσαν εφεδρείες με αποτέλεσμα η οποιαδήποτε αρνητική συγκυρία να προκαλεί αλυσιδωτά προβλήματα.

-Οι αποδέκτες (επιχειρήσεις) υιοθετούν μια αμυντική τακτική απέναντι στους στόχους αποκρύπτοντας τις πραγματικές παραγωγικές δυνατότητές τους ώστε να λάβουν εφικτό στόχο.

-Πολλές φορές κατέφευγαν σε παράνομες ή αναποτελεσματικές πρακτικές για να πετύχουν το στόχο (π.χ. αν ο στόχος δινόταν σε αξία, τότε ενσωμάτωναν στο τελικό προϊόν ακριβά υλικά, αντίθετα αν ο στόχος δινόταν σε ποσότητα, τότε συνήθως παράγονταν βαριά προϊόντα -αν ο δείκτης ήταν σε κιλά- ή λεπτότερα του κανονικού υφάσματα -αν ο δείκτης ήταν σε μέτρα- κλπ.)
-Αγνοούνταν συνήθως οι δευτερεύοντες στόχοι αναφορικά με την ποιότητα, το λανσάρισμα νέων προϊόντων, η μείωση του κόστους αλλά και η ορθή συντήρηση μηχανημάτων και κτιρίων (κοστοβόρες δραστηριότητες που περιόριζαν τους πόρους της επιχείρησης για αμοιβές).
Ήταν αδύνατο να εμποδιστεί η οριζόντια επικοινωνία μεταξύ επιχειρήσεων με αποτέλεσμα ορισμένες να καταφεύγουν σε ανεπίσημες συμφωνίες μεταξύ τους.

-Οι επιχειρήσεις διακρατούσαν μεγάλες ποσότητες αποθεμάτων κυρίως πρώτων υλών αλλά και ενέργειας.

-Επειδή η επενδυτική αποτυχία δεν τιμωρούταν υπήρχε η τάση για σπατάλη πόρων.

-Οι εξαγωγικές εταιρίες πουλούσαν πολύ φθηνά για να αυξήσουν τα συναλλαγματικά διαθέσιμα τους.
Η εισαγωγή στοιχείων της αγοράς υποστήριζαν οι μεταρρυθμιστές θα βελτίωνε τον κ.σ. και θα ανέβαζε το επίπεδο της αποτελεσματικότητας της Ουγγρικής οικονομίας. Μάλιστα η αποτυχία των πρώτων μεταρρυθμίσεων να λύσουν τα προβλήματα που υποτίθεται στόχευαν, οδηγούσε σε ένα νέο κύκλο ακόμη πιο επιθετικών αγοραίων μεταρρυθμίσεων. Η θεωρητική θεμελίωση των μεταρρυθμίσεων δηλ. της χρήσης του μηχανισμού της αγοράς για τη βελτίωση της σοσιαλιστικής οικονομίας και του πλάνου ήταν βασισμένη στην ύπαρξη ελλείψεων. Οι ελλείψεις όμως στο σοσιαλισμό δεν ήταν όλες αποτέλεσμα των αστοχιών του κ.σ. Επιπλέον πηγές ελλείψεων ήταν η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας που ωστόσο αμείβεται κανονικά, τα διάφορα εμπάργκο που επέβαλε ο ιμπεριαλισμός αλλά και οι διαφορετικές προτεραιότητες του σοσιαλισμού αναφορικά με τις επενδύσεις. Έτσι οι ελλείψεις δεν εμπόδιζαν την ύπαρξη αυξημένων αποθεμάτων, και υποχρησιμοποιημένου δυναμικού. Σύμφωνα με τους οπαδούς της μεταρρύθμισης η απλή αναπαραγωγή έπρεπε να ρυθμίζεται από την αγορά ενώ η διευρυμένη από τον κ.σ. και την αγορά. Φυσικά αγνοούσαν, εκούσια ή ακούσια λίγη σημασία έχει, ότι η απλή αναπαραγωγή εύκολα μπορεί να μεταβληθεί σε διευρυμένη.

Στην πραγματικότητα οι μεταρρυθμίσεις δεν απέδωσαν τα υπεσχημένα. Δημιούργησαν μεγαλύτερα και περισσότερα προβλήματα από αυτά που δήθεν θα έλυναν. Το βασικότερο είναι ότι ενίσχυσαν αποφασιστικά τις δυνάμεις της αντεπανάστασης και διέσυραν το σοσιαλιστικό όραμα στη συνείδηση των εργαζομένων υπονομεύοντας την αποτελεσματικότητα του κ.σ.:

-Ο ιδιωτικός τομέας ήταν σε θέση να προσφέρει πιο ανταγωνιστικούς μισθούς σε σχέση με τον κρατικό αλλά και η δυνατότητα παράλληλης απασχόλησης έριξε κάθετα την παραγωγικότητα στον σοσιαλιστικό τομέα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μην αποδίδει αυτά που έπρεπε στην κοινωνία.

-Η καλοπληρωμένη παράλληλη και μαύρη εργασία ήταν ισχυρό δόλωμα για τους εργαζόμενους στον σοσιαλιστικό τομέα της οικονομίας. Το πιο σημαντικό ήταν διαβρωτική στο ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο. Οι εργαζόμενοι αδυνατούσαν να καταλάβουν ότι οι υψηλές αυτές αμοιβές ήταν αποτέλεσμα του ασφυκτικού περιοριστικού πλαισίου που έθετε το σοσιαλιστικό κράτος σε αυτού του είδους τις δραστηριότητες και τρόπους απόσπασης υπεραξίας και πλουτισμού. Πίστευαν ότι αν η ιδιωτική δραστηριότητα αφεθεί ελεύθερη, οι ευκαιρίες αύξησης του εισοδήματός τους θα ήταν ακόμη μεγαλύτερες. Δεν μπορούσαν να δουν ότι ο καπιταλισμός ήταν γενναιόδωρος από ανάγκη και όχι από τη φύση του. Αυτό το μάθημα θα περίμεναν μερικά χρόνια για να το πάθουν.

-Ανάμεσα στα μέτρα της μεταρρύθμισης ήταν η δυνατότητα να δημιουργούνται θυγατρικές των μεγάλων επιχειρήσεων. Η αρετή των θυγατρικών ήταν ότι λόγω του μικρού μεγέθους τους δεν ελέγχονταν σχολαστικά και συχνά από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς του σοσιαλιστικού κράτους. Το 1985 δόθηκε η δυνατότητα οι διευθυντές των επιχειρήσεων να εκλέγονται είτε έμμεσα είτε άμεσα από τους εργαζόμενους.

-Δημιουργήθηκε μια αγορά μεταξύ επιχειρήσεων με αποτέλεσμα να ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Ο πληθωρισμός που δημιουργήθηκε ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα αυτού του ανταγωνισμού καθώς και της γκρίζας οικονομίας και από περίπου 1% μέχρι το 1967 ανέβηκε στο 7.5% το 1984.

-Η παραβίαση των νόμων και των κανονισμών από το εκκολαπτόμενο κεφάλαιο οδήγησε στην ενδημική διαφθορά δημοσιών υπαλλήλων και κομματικών στελεχών. Σα συνέπεια οι εργαζόμενοι έχασαν την πίστη τους στη δικτατορία του προλεταριάτου ενώ οι φύλακες της πέρασαν με το μέρος του εχθρού της.
Ωστόσο η ελπίδα ότι θέτοντας το κέρδος σαν το απόλυτο κριτήριο και κίνητρο όλες οι επιχειρήσεις θα μετατρέπονταν σε κερδοφόρες δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα. Όπως δείχνουν τα στοιχεία οι ζημιογόνες εταιρίες παρέμειναν ζημιογόνες ενώ οι κερδοφόρες παρέμειναν κερδοφόρες. Το κράτος με τη σειρά του ήταν υποχρεωμένο να στηρίζει τις ζημιογόνες επιχειρήσεις και να μην τις αφήνει να κλείσουν και δημιουργηθεί ανεργία έχοντας ωστόσο λιγότερους πόρους από ότι πριν τη μεταρρύθμιση. Η αποκέντρωση των επενδυτικών αποφάσεων συνεχίστηκε σε όλη την πορεία των μεταρρυθμίσεων κι έτσι ενώ στην αρχή της μεταρρύθμισης (1968-1970) το κεντρικό κράτος χρηματοδοτούσε το 40% των επενδύσεων το 1981-84 το ποσοστό αυτό έπεσε στο 21% αποδυναμώνοντας τον κ.σ.

Ο κεντρικός σχεδιασμός δέχτηκε πλήγμα στα θεμέλια του και στην αποτελεσματικότητα του αφού μεγάλο μέρος της οικονομίας αλλά και κρίσιμες παράμετροι του πλάνου αφέθηκαν στην αγορά να τους ρυθμίσει. Αποδείχτηκε ότι όλα τα μακροοικονομικά μεγέθη πήραν την κατιούσα σαν αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων, όπως δείχνει και ο παρακάτω πίνακας. Μάλιστα οι υψηλές επιδόσεις μετά το 1970 στηρίχθηκαν κυρίως στον εξωτερικό δανεισμό που με τη σειρά του έπαιξε υπονομευτικό ρόλο.
Ποσοστιαία μεταβολή1957-671967-731973-751978-84
Εθνικό εισόδημα
5,7
6,1
5,2
1,3
Επένδυση
12,9
7,0
7,8
-3
Μέσος Μισθός
2,6
3,1
3,2
-1,4
Κατά κεφαλή κατανάλωση
4,2
4,6
3,6
1,4
Εξωτ χρέος σε μη μετατρέψιμο νόμισμα 
16
38,9
2,8

Η προσπάθεια της Ουγγαρίας στα μέσα του 1980 να απεξαρτηθεί από το εξωτερικό της χρέος επιχειρήθηκε να γίνει με την υποκατάσταση των εισαγωγών από τον κρατικό τομέα αλλά και από την αύξηση των εξαγωγών γεγονός που επηρέασε αρνητικά το διαθέσιμο εισόδημα δημιουργώντας επιπλέον τριβές μεταξύ του σοσιαλιστικού κράτους και των εργαζόμενων.

Οι μεταρρυθμίσεις έβαλαν την σοσιαλιστική οικονομία σε έναν φαύλο κύκλο από τον οποίο δεν μπόρεσε να βγει. Ακριβώς επειδή περιόριζαν το εύρος εφαρμογής του κ.σ., του δημιουργούσαν επιπλέον προβλήματα χωρίς φυσικά να λύνουν αποτελεσματικά τα αρχικά προβλήματα που θεωρητικά θα έλυναν. Το αποτέλεσμα ήταν πίεση για περισσότερες μεταρρυθμίσεις ενώ παράλληλα ενισχύονταν τα εχθρικά προς το σοσιαλισμό στρώματα. Η ανοχή και η καλυπτόμενη ενθάρρυνση στο μικρό ιδιωτικό κεφάλαιο παραγνωρίζει ότι τα πράγματα δεν μένουν στατικά και σε βάθος χρόνου το μικρό κεφάλαιο αναπαράγεται σε διευρυμένη κλίμακα και η πίεσή του αυξάνεται για αλλαγές εκ βάθρων. Η παρουσία του δημιουργεί δυσαρέσκεια στις πιστές στο σοσιαλισμό τάξεις και κοινωνικά στρώματα που βλέποντας τη δικτατορία του προλεταριάτου να το ανέχεται, παύουν να πιστεύουν στο σοσιαλισμό ή στέκονται ουδέτερα απέναντι του. Το αποτέλεσμα ήταν η αναίμακτη καπιταλιστική παλινόρθωση το 1989.

Η ανατροπή του σοσιαλισμού ήταν το αποτέλεσμα της διάβρωσης της απασχόλησης του συνόλου του εργατικού δυναμικού από το κράτος και της παράλληλης εμφάνισης του ιδιωτικού τομέα. Στην Ουγγαρία αποδείχτηκε ότι η κομματική και κρατική ηγεσία ήταν έτοιμη να εγκαταλείψει το σοσιαλισμό πιστεύοντας ότι οι τύχες της θα ήταν καλύτερη στον ιδιωτικό τομέα. Η αντικατάσταση του εξωτερικού εξαναγκασμού αλλά και της ιδεολογίας με την κρατική απασχόληση.

Οι εξελίξεις στις λαϊκές δημοκρατίες είχαν επίπτωση στην ίδια την ΕΣΣΔ. Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις στην Ουγγαρία έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στο να πείσουν τη Σοβιετική ηγεσία ότι η σοσιαλιστική οικονομία μπορούσε να μεταρρυθμιστεί και η περεστρόικα ήταν δυνατή. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 μεγάλος αριθμός σοβιετικών (αλλά και κινέζων) ειδικών φιλικών στις μεταρρυθμίσεις επισκέπτονταν τη Βουδαπέστη και διάβαζαν την ουγγρική οικονομική βιβλιογραφία viii.

Μία παράμετρος που διαφοροποιεί τον καπιταλισμό από το σοσιαλισμό είναι ότι στο σοσιαλισμό κάθε ελάττωμα, αβλεψία, δυστύχημα κλπ αποδίδεται στο κράτος στο κόμμα και κατά συνέπεια στο σύστημα. Από το λερωμένο τραπεζομάντηλο στο κρατικό εστιατόριο, τα ελαττωματικό παπούτσι ή το κακοκτισμένο σπίτι, ο αγενής υπάλληλος, όλη η δυσαρέσκεια και τα παράπονα από τέτοιους είδους συμπεριφορές, παραλείψεις ή σκόπιμες ενέργειες κατευθύνονται στο σύστημα. Αντίθετα στον καπιταλισμό μεγάλο μέρος αυτού του είδους της ευθύνης τη φέρει ο ατομικός επιχειρηματίας με αποτέλεσμα να διαχέεται και να εξατομικεύεται η δυσαρέσκεια.

Απλώς να σημειώσω ότι εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι η αγροτική παραγωγή στον καπιταλισμό από το 1989 ως το 2007 μειώθηκε κατά 27%ix ενώ για πολλά χρόνια αποτελούσε αποδεικτικό στοιχείο για κάθε αντικομουνιστή ότι ο σοσιαλισμός είναι ένα αποτυχημένο οικονομικό υπόδειγμα!!!

7. Επίλογος- Ορισμένα συμπεράσματα.

Θα επιχειρήσω μια ανάλυση για την οποία δεν διεκδικώ δάφνες του αλάθητου. Από ό,τι φαίνεται στις σοσιαλιστικές κοινωνίες του 20ου αιώνα υπήρχαν τρία πολιτικά ρεύματα που συνήθως συγκατοικούσαν στο ίδιο κόμμα. Το πρώτο ρεύμα ήταν οι αδιάλλακτοι μαρξιστές-λενινιστές αυτοί που είχαν στόχο να τραβήξουν μέχρι το τέλος το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό ολόκληρης της υφηλίου. Η ταξική τους βάση ήταν η εργατική τάξη.

Το δεύτερο ρεύμα ήταν οι μεταρρυθμιστές (ρεφορμιστές, αναθεωρητές) οι οποίοι αναζητούσαν πάντα ένα συμβιβασμό στη σοσιαλιστική οικοδόμηση τόσο με τον εσωτερικό όσο και με τον εξωτερικό εχθρό. Γι αυτούς οι θυσίες ήταν ήδη αρκετές και έπρεπε επιτέλους να δρέψουν τους καρπούς που έσπειραν με τόσο κόπο. Το μεγαλύτερό τους έγκλημα ήταν ότι οι πολιτικές τους πέρα από το φρένο ή και την αντιστροφή του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού γέννησαν και ενδυνάμωσαν το τρίτο και πιο επικίνδυνο ρεύμα αυτό της αντεπανάστασης. Η ταξική βάση των μεταρρυθμιστών εντοπιζόταν κυρίως στα συνεταιριστικά αγροκτήματα αλλά και στο διευθυντικό προσωπικό. Αντλούσαν τη δύναμη τους από τη συλλογική ιδιοκτησία σε αντιδιαστολή με την κοινωνική. Το επιμέρους συμφέρον της μεμονωμένης επιχείρησης, του συλλογικού αγροκτήματος κλπ κυριαρχούσε σε βάρος του κοινωνικού. Είχε μια επιπλέον επιπλοκή, εξασφάλιζε στις πολιτικές αυτές κοινωνική βάση που τρεφόταν από το μέρος του πλεονάσματος που οι επιμέρους επιχειρήσεις διακρατούσαν και δεν αποδίδοταν στο κέντρο.

Το τρίτο ρεύμα είχε την ταξική του βάση στα απομεινάρια των παλιών εκμεταλλευτικών τάξεων που είτε είχαν παραμείνει εντός των σοσιαλιστικών χωρών είτε δρούσαν στο εξωτερικό αλλά και στα στρώματα εκείνα της ιδιωτικής οικονομίας που, είτε επίσημα είτε ανεπίσημα, υπήρχε σε όλες τις σοσιαλιστικές χώρες. Η επέκταση της ιδιωτικής οικονομίας είχε σαν αποτέλεσμα να τραβηχτούν με το μέρος της αντεπανάστασης το μεγάλο μέρος των μεταρρυθμιστών. Βασικός ιμάντας μεταφοράς ήταν η διαφθορά ή εξαγορά τους.

Οι δυσκολίες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην Ουγγαρία σε μεγάλο βαθμό εδράζονταν στον τρόπο επικράτησης του προλεταριάτου. Ήρθε στην εξουσία σε συμμαχία με εκείνες τις μερίδες της αστικής τάξης που εναντιώθηκαν στους ναζί και έχασε πολύτιμο χρόνο συγκυβερνώντας μαζί τους πριν έρθει σε σύγκρουση. Επειδή η σύγκρουση δεν έλαβε τη μορφή εμφυλίου δεν ξεκαθάρισε η χώρα από τα υπολείμματα των παλιών εκμεταλλευτικών τάξεων που αρκετοί έμειναν εν ζωή. Στη χώρα υπήρχε ένα είδος «δυαδικής εξουσίας», όπως υπήρχε το 1917 τον καιρό του Κερένσκι: έστεκε η μία δίπλα στην άλλη, αλληλοδιαπλεκόμενη και παλεύοντας η μία εναντίον της άλλης, η παλιά που τραβούσε προς τον καπιταλισμό, και η νέα που πάλευε για το σοσιαλισμό. Από εκεί και περά διαλυτικό ρόλο έπαιξε η παλινδρόμηση από το 1953 και μετά, που έδωσε παράταση ζωής και ελπίδα στα εκμεταλλευτικά στρώματα ότι μια ρεβάνς ήταν πιθανή.


Λάθος ήταν και η συγχώνευση του ΣΔΚ με το ΚΚΟυ. Όσο κι αν οι λόγοι της κίνησης αυτής είχαν βάση, εκ του αποτελέσματος η συγχώνευση αποδείχτηκε καταστροφική. Την ώρα της κρίσης αφαίρεσε από τους κομμουνιστές τη μόνη δύναμη που έχουν για να αντιπαρατεθούν στον ταξικό εχθρό, την οργάνωσή τους. Οι εξωφρενικοί στόχοι της οικονομικής πολιτικής στο πρώτο πεντάχρονο έπαιξαν και αυτοί το ρόλο τους, αυξάνοντας τη δυσαρέσκεια στην εργατική τάξη. Ωστόσο μεγαλύτερη ζημία προκάλεσε η αναστροφή του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού με τις πολιτικές της Νέας Πορείας το 1953 και ακόμη περισσότερο ο διασυρμός της κομματικής ηγεσίας.

Η ιστορία της αντεπανάστασης του 1956 οδηγεί σε δυο συμπεράσματα σχετικά με τη μελλοντική οικοδόμηση του σοσιαλισμού:

1. δεν πρέπει τα λάθη και οι δυσκολίες να ανακόπτουν τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό μιας χώρας. Δίνεται έτσι η δυνατότητα στον ταξικό εχθρό να δυναμώσει και να ενισχύσει τη συμμαχία του με τα ταλαντευόμενα κοινωνικά στρώματα.

2. η προληπτική καταστολή κι ο σεβασμός της κομματικής πειθαρχίας είναι πολύ πιο οικονομική λύση (τόσο σε αίμα όσο και σε υλικές καταστροφές) από το να αφήσεις τον εχθρό να ισχυροποιηθεί με συμβιβασμούς και υποχωρήσεις. Αν όπως έγινε στην περίπτωση Ράικ, ο Νάγκυ είχε εξουδετερωθεί μόνιμα, χιλιάδες Ούγγροι και Σοβιετικοί θα είχαν γλυτώσει από το θάνατο, το κύρος της ΕΣΣΔ δεν θα είχε τρωθεί, η ουγγρική οικονομία δεν θα είχε υποστεί σημαντικές ζημιές.

i  B. Lomax The Hungarian Revolution of 1956 and the Origins of the Kadar Regime, Studies in Comparative Communism Vol XVIII SUMMER/AUTUMN 1985
ii  The agrarian theses and rapid collectivization. Bianca Adair, Journal of Communist Studies and Transition Politics vol 17 no 2
iii  Zsuzsanna Varga Reshaping the socialist economy: the Hungarian case
iv  Ignác Romsics. Economic Reforms in the Kádár Era
v  J. Kornai: The Hungarian Reform Process. Journal of Economic Literature vol XXIV Dec 1986
vi  Canadian-American Review of Hungarian Studies, Vol. V, No. 1 (Spring 1978) Social Change in Post-Revolutionary Hungary, 1956-1976 – Ivan Volgyes
vii  J. Kornai: The Hungarian Reform Process. Journal of Economic Literature vol XXIV Dec 1986
σελ. 1767
viii  The Great Surprise of the Small Transformation p. 12
ix  The Situations of Hungarian Agriculture. Anna Burger Institute of Economics of the Hungarian Academy of Sciences

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017

Η Μεγάλη Στροφή

Το Πεντάχρονο πλάνο αποτελεί σημαντικό τμήμα της επίθεσης του παγκόσμιου προλεταριάτου ενάντια στον καπιταλισμό, είναι ένα πλάνο που στοχεύει στην υπονόμευση της καπιταλιστικής σταθερότητας, είναι το μεγάλο πλάνο της παγκόσμιας επανάστασης’’
(Πράβντα, 29/8/1929)
Έτσι ονομάστηκε συμβατικά η ριζική στροφή στην οικονομική πολιτική της ΕΣΣΔ το 1928/1929 με την εγκατάλειψη της ΝΕΠ και την επιτάχυνση της κολεκτιβοποίησης και της εκβιομηχάνισης. Ο όρος προέρχεται από τον τίτλου ενός άρθρου του Ι. Στάλιν ‘Ο Χρόνος της Μεγάλης Στροφής’ που δημοσιεύτηκε στην Πράβντα στις 7 Νοεμβρίου του 1929 στη 12η επέτειο της Οκτωβριανής επανάστασης

1. Η προετοιμασία
Όλα τα βασικά στοιχεία του προγράμματος της εκβιομηχάνισης έχουν τις ρίζες τους στα τελευταία γραφτά του Λένιν. Η πολιτική της εκβιομηχάνισης αποτελούσε τον δρόμο για τον σοσιαλισμό και την υπεράσπιση της σοβιετικής εξουσίας και ήταν η βασική προϋπόθεση για τη διατήρηση και ενίσχυση της εργατο-αγροτικής συμμαχίας και για τυ σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της υπαίθρου.

Η περίοδος της αποκατάστασης εξασφάλισε την ελάχιστη βάση για να εκπονηθεί το 1ο 5χρονο. Η πολιτική του εξηλεκτρισμού της ΕΣΣΔ είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία 30 ηλεκτροπαραγωγικών σταθμών και τον τριπλασιασμό της παραγόμενης ισχύς μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1920. Τα εργοστάσια αυτά έπαιξαν σημαντικότατο επαναστατικό ρόλο σαν μέσα συγκέντρωσης και ορθολογικοποίησης της παραγωγής κατεδαφίζοντας την παλιά οικονομική τάξη και εξασφαλίζοντας μια ελάχιστη παραγωγική βάση για την σοσιαλιστική κοινωνία.

Από την άλλη η παραγωγικότητα του παλιού κεφαλαιακού αποθέματος είχε εξαντληθεί ενώ μεγάλα προβλήματα σχετικά με το βαθύ μετασχηματισμό της οικονομίας έπρεπε να λυθούν. Έπρεπε να ξεκινήσουν νέα μεγάλα κατασκευαστικά έργα ενώ αναγκαίος ήταν ο ριζικός μετασχηματισμός του παραδοσιακού τρόπου παραγωγής στη γεωργία. Κι όλα αυτά σε ένα περιβάλλον ανοικτής εχθρότητας του καπιταλιστικού κόσμου και αυξανόμενης αντίδρασης των καπιταλιστικών στοιχείων στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ.

Το πλαίσιο του σοσιαλιστικής εκβιομηχάνισης διαμορφώθηκε μεταξύ των ετών 1925-1928 και αποτέλεσε την κατευθυντήρια αρχή της σοβιετικής οικονομικής πολιτικής. Απαιτήθηκε τεράστια διανοητική προσπάθεια αλλά και σκληρή πολιτική πάλη, πριν το πρόγραμμα της σοσιαλιστικής εκβιομηχάνισης κερδίσει τη γενική αποδοχή. Οι πρώτες απόπειρες εκπόνησης κεντρικού πλάνου ξεκίνησαν την εποχή της ΝΕΠ με την δημιουργία επιμέρους πλάνων ανά σημαντικό κλάδο της οικονομίας (καύσιμα, τρόφιμα, μεταφορές κλπ) μέχρι να γίνει δυνατή η εκπόνηση ενός πλάνου που θα κάλυπτε την οικονομία στο σύνολό της. Η πολυδιάσπαση του αγροτικού τομέα έκανε το σύστημα αυτό του οικονομικού προγραμματισμού να είναι περισσότερο ενδεικτικό και λιγότερο αποφασιστικό.

Το 1927, όταν ολοκληρώθηκε η αποκατάσταση της οικονομίας από τις πολεμικές καταστροφές κι είχε συγκεντρωθεί πείρα στον κρατικό μηχανισμό, έγινε εφικτή η εκπόνηση ενός συνολικού πλάνου. Η προετοιμασία του α’ πεντάχρονου κράτησε περίπου 3 χρόνια και έγινε με βάση τις κατευθύνσεις του 15ου συνεδρίου (1927). Κατατέθηκε στη 16η συνδιάσκεψη του Κόμματος καθώς και στο 5ο Πανενωσιακό Συνέδριο των Σοβιέτ (1929).

Η διάρκεια του πλάνου αποφασίστηκε να είναι πενταετής, γιατί η ανάγκη του ριζικού μετασχηματισμού της εθνικής οικονομίας σε μια σύγχρονη μεγαλύτερη και πιο εκτεταμένη κλίμακα χρειάζονταν τεράστια έργα υποδομής, μεγάλο αριθμό νέων εργοστασίων, κρατικών και συνεταιριστικών αγροκτημάτων. Όλα αυτά δεν μπορούσαν να χωρέσουν στα όρια ενός ετήσιο πλάνου. Η προετοιμασία του πλάνου έγινε σε κάθε εργοστάσιο και παραγωγική μονάδα όπου οι εργάτες συζήτησαν τις προοπτικές και τη συνεισφορά τους στο πλάνο όπως και σε κάθε τοπικό και ενωσιακό σοβιέτ. Έτσι το πεντάχρονο ήταν ένα πλάνο σοσιαλιστικής οικοδόμησης που δημιουργήθηκε από το λαό και ενσωμάτωνε την ταξική συνείδηση, την επιστημονική σκέψη, τη μεγάλη επαναστατική πείρα και την ακλόνητη αποφασιστικότητα των εργαζομένων της ΕΣΣΔ να χτίσουν μια σοσιαλιστική κοινωνία.

2. H λογική και οι στόχοι του 1ου πεντάχρονου.

Οι βασικές προϋποθέσεις που έκαναν εφικτό τον κεντρικό σχεδιασμό ήταν:
  • Η δικτατορία του προλεταριάτου δηλ. η καταστροφή του αστικού κράτους και η συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια του προλεταριάτου που αυτόματα έγινε ο οργανωτής και ο ηγέτης της εθνικής οικονομίας.
  • Η εθνικοποίηση της γης των εργοστασίων των υποδομών των τραπεζών κλπ
  • Το μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου
Ο στόχος του πεντάχρονου πλάνου ήταν η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της ΕΣΣΔ μέσω της ταχείας εκβιομηχάνισης και της σταθερής ενίσχυσης των σοσιαλιστικών στοιχείων στην οικονομία, έτσι ώστε η χώρα να φτάσει και να ξεπεράσει το τεχνολογικό και οικονομικό επίπεδο των καπιταλιστικών χωρών.

Με τη βοήθεια των κολοσσιαίων φυσικών πόρων της ΕΣΣΔ, τα πλεονεκτήματα που έδινε το σύστημα της οργανωμένης και σχεδιασμένης εθνικής οικονομίας, τη λαϊκή δυναμική που απελευθέρωσε η Οκτωβριανή επανάσταση και τα τελευταία επιτεύγματα της επιστήμης έγινε εφικτός ένας ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης μεγαλύτερος από αυτόν που θα μπορούσε να εξασφαλίσει μια σύγχρονη καπιταλιστική οικονομία.

Ήδη η ΝΕΠ είχε δείξει τα όριά της και τόσο η παραγωγή πρώτων υλών όσο ακόμη και η παραγωγή μέσων κατανάλωσης, αν και είχε φτάσει στα προπολεμικά επίπεδα, δεν μπορούσε να λύσει την αυξανόμενη ζήτηση με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ελλείψεις. Στον αγροτικό τομέα οι βιομηχανικές καλλιέργειες και η παραγωγή τροφίμων είχαν φτάσει κοντά στα προπολεμικά επίπεδα και αποτελούσαν τροχοπέδη στην οικονομική ανάπτυξη. Η παραγωγικότητα στον αγροτικό τομέα ήταν εξαιρετικά χαμηλή όπως και το βιοτικό επίπεδο. Η ορθολογική λύση στο αγροτικό πρόβλημα ήταν από τη μία η βελτίωση των μεθόδων καλλιέργειας με την εκμηχάνιση, τη χρήση λιπασμάτων, την ορθολογική οργάνωση της δουλειάς, και από την άλλη η ενίσχυση του σοσιαλιστικού τομέα της γεωργίας.

Τα προηγούμενα χρόνια στο σοβιετικό τύπο διεξήχθη μια θεωρητική διαμάχη μεταξύ των κομμουνιστών και των αστών ειδικών για το αν προηγούταν η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων από την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Δεν επρόκειτο φυσικά για μα θεωρητική διαμάχη αλλά για την μορφή που πήρε η πολιτική πάλη ανάμεσα στον καπιταλιστικό και στο σοσιαλιστικό δρόμο οικονομικής ανάπτυξης. Η κεντρική ιδέα που καθόρισε την οικονομική πολιτική της σοβιετικής κυβέρνησης ήταν ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έπρεπε να οδηγεί στη συνεχή πρόοδο του σοσιαλισμού, στην αποφασιστική εξάλειψη των καπιταλιστικών στοιχείων και στη σταθερή ενίσχυση των σοσιαλιστικών στοιχείων σε όλο το εύρος της οικονομίας.

Ο μόνος δρόμος ήταν η ενίσχυση της σοσιαλιστικής βιομηχανίας. Αυτό που χρειαζόταν ήταν να αυξηθεί σημαντικά η συμμετοχή της βιομηχανίας στο συνολικό προϊόν αλλά ακόμη πιο σημαντικό, ο ρυθμός ανάπτυξης στις βιομηχανίες που διαμορφώνουν την πρώτη υποδιαίρεση του συστήματος της διευρυμένης αναπαραγωγής του Μαρξ (δηλ. στις βιομηχανίες που παράγουν μέσα παραγωγής) έπρεπε να είναι υψηλότερος από κάθε άλλο τομέα της οικονομίας. Αυτός ήταν ο πρώτος κρίκος που θα πρέπει να πιάσει η σοβιετική οικονομία για να τραβήξει ολόκληρη την αλυσίδα της σοσιαλιστικής ανάπτυξης. Μια χώρα αγροτική με υπανάπτυκτη βιομηχανία και καθυστερημένο αγροτικό τομέα, έπρεπε να μετασχηματιστεί σε χώρα βιομηχανική με εκμηχανισμένο αγροτικό τομέα. Η ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας ήταν εκ των πραγμάτων ο μόνος και άμεσος στόχος μιας στρατευμένης πολιτικής αν λάβουμε επίσης υπόψη ότι ο καπιταλιστικός κόσμος οργάνωνε σταυροφορία ενάντια στην ΕΣΣΔ.
Οι πηγές της αρχικής επένδυσης ήταν τα πλεονάσματα των κρατικών επιχειρήσεων και των σοβχόζ και κολχόζ, η έκδοση κρατικών ομολόγων που καλύφθηκαν με τα χρήματα των εργατών και των κολχοζνίκων και τα έσοδα από τις εξαγωγές πρώτων υλών και μέρους του εμπορικού πλεονάσματος της γεωργίας.

Αναφορικά με το ρυθμό της εκβιομηχάνισης, αυτός συνδέθηκε με τον αντίστοιχο ρυθμό ανάπτυξης των καπιταλιστικών χωρών. Η ΕΣΣΔ υιοθέτησε ένα τολμηρό πρόγραμμα για να φτάσει και να ξεπεράσει σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα το τεχνικό και οικονομικό επίπεδο των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών. Αυτή ήταν η πολεμική κραυγή που ενέπνευσε εκατομμύρια στη καθημερινή τους πάλη και δράση. Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης είχαν τεράστια σημασία για την ενίσχυση του σοσιαλισμού στο εσωτερικό.

Εξίσου σημαντική στα πλαίσια του πεντάχρονου πλάνου ήταν η αποδέσμευση της σοβιετικής οικονομίας από την εξάρτησή της από τις μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις. Αυτό δεν σήμαινε ότι η ΕΣΣΔ θα μείωνε τις οικονομικές της σχέσεις με τον καπιταλιστικό κόσμο αλλά ότι οι σχέσεις αυτές θα έπρεπε να ενισχύουν την ανεξαρτησία της και την ικανότητά της για βιομηχανική ανάπτυξη άρα και την εθνική της άμυνα. Η αυξανόμενη οικονομική ανεξαρτησία της ΕΣΣΔ και η αυξανόμενη ετοιμότητά της να αμυνθεί είχαν αποφασιστική σημασία για την επιλογή και αξιολόγηση όλων των οικονομικών πλάνων και έργων.

Τέλος μεγάλη σημασία για το πρόγραμμα της σοσιαλιστικής εκβιομηχάνισης είχε η ανάπτυξη της γεωργίας καθώς και ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της οικονομίας του χωριού. Το συγκεκριμένο θέμα συζητήθηκε για πολλά χρόνια στα κομματικά όργανα. Δύο εναλλακτικές υπήρχαν για να λυθεί το πρόβλημα της χαμηλής παραγωγικότητας του μικρού ατομικού κλήρου που αδυνατούσε λόγω του μεγέθους του να αφομοιώσει την τεχνολογία αλλά και τις μεθόδους και αρχές της επιστημονικής καλλιέργειας. Η πρώτη ήταν με τη δημιουργία μεγάλων καπιταλιστικών αγροκτημάτων και η άλλη με την κολεκτιβοποίηση του κλήρου των φτωχών και μεσαίων αγροτών, δηλ. τη συνένωσή τους σε μεγάλη κλίμακα που θα επέτρεπε τη χρήση μηχανών και την εφαρμογή επιστημονικών μεθόδων. Η δεύτερη εναλλακτική οδηγούσε στην εξάλειψη των κουλάκων σαν τάξη.

Το πρόγραμμα σοσιαλιστικής εκβιομηχάνισης δεν θα μπορούσε να πετύχει αν το αγροτικό ζήτημα έμενε χωρίς λύση. Θα ήταν αδύνατο να αναπτυχθεί μια μεγάλη σοσιαλιστική βιομηχανία, να συγκεντρωθεί και να εκπαιδευτεί το σοσιαλιστικό προλεταριάτο και να εκδιωχθούν τα καπιταλιστικά στοιχεία από τις πόλεις και παράλληλα να αναπτύσσονται τα μεγάλα καπιταλιστικά αγροκτήματα στην ύπαιθρο. Το ένα απέκλειε το άλλο, ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός του χωριού ήταν αδιάσπαστα ενωμένος ενότητα με τη οικοδόμηση της σοσιαλιστικής βιομηχανίας. Και όπως ο ρυθμός εκβιομηχάνισης και το πρόβλημα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού του χωριού βρέθηκε στο κέντρο της πολιτικής διαμάχης.

3. Η διαμάχη

Ο Κεντρικός Σχεδιασμός και το πρώτο πεντάχρονο πλάνο συνάντησαν σφοδρή αντίσταση από την αντισοβιετική αντιπολίτευση μέσα κι έξω από το ΠΚΚ(μπ). Στο διάστημα 1925-1926, έκανε την εμφάνισή της η ιδέα της ‘αγροτοποίησης’, οι υποστηρικτές της οποίας ήθελαν τη μεγάλη προσπάθεια να κατευθύνεται στην ανάπτυξη της γεωργίας με τη δημιουργία μεγάλων ιδιωτικών αγροκτημάτων που θα αποτελούσαν τη βάση που θα εξασφάλιζε τα μέσα για τη εκβιομηχάνιση στις πόλεις. Αυτή η πολιτική τοποθετούσε το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της γεωργίας στο απώτερο μέλλον. Σύμφωνα με αυτούς οι αυξημένες εξαγωγές αγροτικών προϊόντων ήταν αναγκαίες για την εισαγωγή του απαραίτητου τεχνικού εξοπλισμού της γεωργίας. Αυτή η πολιτική θα αύξανε φυσικά τη σύνδεση της σοβιετικής οικονομίας με τον καπιταλιστικό κόσμο με δυσμενείς όρους για το σοβιετικό κράτος. Με θεμέλιο μια ισχυρή γεωργική παραγωγή θα ακολουθούσε η σταδιακή ανάπτυξη της βιομηχανίας. Οι ιδέες αυτές των Κοντρατίεφ, Βαϊνστάιν, Μακάροφ και άλλων εξέφραζαν τα συμφέρονταν των κουλάκων και των νεπμεν και είχαν μια μικρή επίδραση και μέσα στο ΠΚΚ(μπ). Οι απόψεις αυτές ηττήθηκαν στο 14ο συνέδριο.

Εξίσου σημαντική ήταν η αντιπαράθεση με τον τροτσκισμό. Η τροτσκιστική επίθεση υποτίθεται ότι γινόταν από τα αριστερά της γραμμής του κόμματος. Οι τροτσκιστές ζητούσαν υπερβολικά υψηλούς ρυθμούς εκβιομηχάνισης και πίστευαν, σύμφωνα με τον Πρεομπαζένσκι και το νόμο του της αρχικής σοσιαλιστικής συσσώρευσης, ότι η βάση για την εκβιομηχάνιση θα προερχόταν από τη εντατική εξαγωγή του πλεονάσματος της γεωργίας. Θεωρούσαν, χωρίς να κάνουν εισοδηματικές διακρίσεις, την αγροτιά σαν μια εσωτερική αποικία. Η πλειοψηφία του ΠΚΚ(μπ) στην πάλη της ενάντια στον τροτσκισμό, υπερασπίστηκε την εργατο-αγροτική συμμαχία, αναγκαία προϋπόθεση για τη διατήρηση της δικτατορίας του προλεταριάτου, που με τη σειρά της ήταν η αναγκαία προϋπόθεση για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της υπαίθρου. Οι τροτσκιστές ηττήθηκαν στο 15ο συνέδριο του ΠΚΚ(μπ) και τα περισσότερα στελέχη τους απομακρύνθηκαν από τις θέσεις ευθύνης τους.

Τέλος έπρεπε να αντιμετωπιστεί η δεξιά παρέκκλιση όπως ονομάστηκε η φράξια των Μπουχάριν, Ρυκόφ, Τόμσκι στο ΠΚΚ(μπ) που στον αντίποδα των τροτσκιστών θεωρούσε ότι ο ρυθμός εκβιομηχάνισης ήταν υπερβολικά γρήγορος, ενώ στην αγροτική πολιτική παλινδρομούσε μεταξύ της κολεκτιβοποίησης και των ισχυρών μεγάλων ιδιωτικών αγροκτημάτων. Υποτιμούσε την αντίσταση των καπιταλιστικών στοιχείων και επέμεινε ότι η ενότητα του χωριού και της πόλης μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της ελεύθερης αγοράς.

4. Τα αποτελέσματα και οι αντικομουνιστικοί μύθοι

Η οικονομική πολιτική του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους είχε σαν αποτέλεσμα τη συνεχή αριθμητική αύξηση του προλεταριάτου, την εξάλειψη της ανεργίας, τη μείωση του εργάσιμου χρόνου και την αύξηση των πραγματικών μισθών. Βελτίωσε θεαματικά το επίπεδο ζωής της εργατικής τάξης από χρόνο σε χρόνο ενώ ταυτόχρονο αύξησε το βιοτικό επίπεδο των φτωχών και μεσαίων αγροτών, μειώνοντας σημαντικά την απόσταση μεταξύ του επιπέδου ζωής του χωριού και της πόλης.

Τόσο η εκβιομηχάνιση όσο και η κολεκτιβοποίηση απαιτούσαν τη μεγαλύτερη δυνατή προώθηση της επιστημονικής γνώσης και την πλήρη αφομοίωση της τεχνολογίας από τους εργαζόμενους. Σαν συνέπεια, από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 εκατομμύρια εργάτες και φτωχοί αγρότες παρακολούθησαν τεχνικές σχολές είτε έγιναν δεκτοί στα πανεπιστήμια της χώρας, ενώ τα παιδία τους γίνονταν δεκτά στα πανεπιστήμια κατά προτεραιότητα από όλες τις άλλες κοινωνικές ομάδες. Με τον τρόπο αυτό η στελέχωση τόσο της οικονομίας όσο και του κράτους συνολικότερα έγινε από εργάτες και φτωχούς αγρότες.

Τέλος, η νίκη της ΕΣΣΔ στον Β’ΠΠ πέρα από τον ηρωισμό του σοβιετικού λαού και στρατού βασίστηκε στην οικονομική βάση και τα τεχνολογικά επιτεύγματα των τριών πρώτων πεντάχρονων σχεδίων.

Αντίθετα από την αντικομουνιστική φιλολογία σε καμία χρονική στιγμή, ούτε ακόμη στο πρώτο πεντάχρονο, δεν προβλεπόταν μείωση της λαϊκής κατανάλωσης. Και για τις 2 υποδιαιρέσεις της οικονομίας οι ρυθμοί αύξησης ήταν θετικοί. Η διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου εξασφαλιζόταν στην υποδιαίρεση ΙΙ (μέσα κατανάλωσης) ανεξάρτητα από τις επιδόσεις της υποδιαίρεσης Ι, αφού οι προβλεπόμενοι ρυθμοί ανάπτυξης κάλυπταν τόσο τις αποσβέσεις όσο και τις νέες κεφαλαιακές ανάγκες. Ούτε φυσικά η εκβιομηχάνιση έγινε απομυζώντας δήθεν την αγροτιά. Μαζί με τις σημαντικές επενδύσεις που κατευθύνθηκαν στον αγροτικό τομέα για την εκμηχάνισή του, η κολεκτιβοποίηση απελευθέρωσε εκατομμύρια αγρότες από μια ζωή στα όρια της επιβίωσης οδηγώντας τους στις πόλεις και στα νέα εργοστάσια.

Ιστορικά τα πεντάχρονα πλάνα αποτέλεσαν την ολοκλήρωση της νίκης των μπολσεβίκων, την υλοποίηση των οραμάτων της Οκτωβριανής επανάστασης. Έφεραν στο προσκήνιο την εργατική τάξη και έδειξαν το δρόμο για το μέλλον.
Άναυδος – Δεκέμβριος 2017

Τρίτη 6 Ιουνίου 2017

80 χρόνια μετά –η αντισοβιετική συνωμοσία στον Κόκκινο Στρατό

Σήμερα η κε του μπλοκ έχει την τιμή να φιλοξενεί μια δουλειά του Άναυδου, που συνδέεται με τη δεκαετία του 30', τις Δίκες της Μόσχας και την εκκαθάριση στον Κόκκινο Στρατό για την οποία έχουν γραφτεί τόσα από αστική και μικροαστική σκοπιά. Η εργασία του Άναυδου είναι εκτενής, αλλά προτίμησα να δημοσιευτεί ενιαία, παρά να σπάσει σε δύο και τρεις συνέχειες, και να χαθεί ο ειρμός. Καλή ανάγνωση-μελέτη.

Άναυδος - Ιούνιος 2017


1. Εισαγωγή
Στις 11 Ιουνίου συμπληρώνονται 80 χρόνια από τη δίκη στο Ανώτατο Στρατοδικείο στη Μόσχα όπου 8 υψηλόβαθμοι αξιωματικοί του Κόκκινου Στρατού καταδικάστηκαν σε θάνατο για τη συμμετοχή τους σε μια αντισοβιετική συνωμοσία που είχε στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης σε συνεργασία με τη Γερμανία και την Ιαπωνία.

Σε αυτό το ιστολόγιο έχουμε ασχοληθεί πολλές φορές με τις εκκαθαρίσεις στην ΕΣΣΔ τη δεκαετία του 1930. Ορισμένα κείμενα μπορείτε να διαβάσετε εδώ, εδώ κι εδώ. Η άποψή μας είναι ότι οι εκκαθαρίσεις εκείνης της δεκαετίας είχαν σκοπό να:
  • Καταστείλουν τις υπονομευτικές δραστηριότητες της αντισοβιετικής αντιπολίτευσης.
  • Να βελτιώσουν τις επιδόσεις του κρατικού μηχανισμού και να εκκαθαρίσουν κράτος και κόμμα από ασταθή και διαβρωμένα στοιχεία που δεν τίμησαν την εμπιστοσύνη του κόμματος και του λαού.
  • Και να περιορίσουν το χώρο δράσης των παλιών καπιταλιστικών στρωμάτων αλλά και εθνοτήτων που η θέση τους στη μελλοντική εμπλοκή ήταν τουλάχιστον αμφισβητούμενη.

Τα παραπάνω δεν αναιρούν το γεγονός ότι τη δεκαετία του 1930 η Σοβιετική εξουσία απολάμβανε τη στήριξη της ευρείας πλειοψηφίας των λαϊκών στρωμάτων. Η υποστήριξη αυτή βασιζόταν κυρίως σε 2 πυλώνες
  • Στη ριζική κοινωνικοοικονομική μεταμόρφωση της χώρας και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού σα συνέπεια των πολιτικών του ΠΚΚ(μπ) δηλ. της κολεκτιβοποίησης, της εκβιομηχάνισης των 5χρονων σχεδίων αλλά και της πολιτιστικής επανάστασης.
  • Στο γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των στελεχών τόσο του κόμματος όσο του κράτους και της οικονομίας είχαν ταπεινή εργατική και αγροτική καταγωγή προέρχονταν δηλαδή από τις φτωχές λαϊκές μάζες.
Η βίαιη σύγκρουση στα μέσα της δεκαετίας του 1930 οφειλόταν στο γεγονός ότι τα εχθρικά στην υπόθεση του σοσιαλισμού στρώματα και απομεινάρια των παλιών εκμεταλλευτικών τάξεων συνειδητοποιούσαν ότι η μεταμόρφωση της χώρας ήταν οριστική και η επιστροφή στο παρελθόν αδύνατη εκτός κι αν αντιδρούσαν άμεσα και βίαια.

Αναφορικά με τις εκκαθαρίσεις στον Κόκκινο Στρατό (ΚΣ) η αστική αλλά και η αριστερή αντικομουνιστική ιστοριογραφία προσφέρουν τρεις ερμηνείες:
  • δεν υπήρξε συνωμοσία αλλά σχέδιο του Στάλιν για να αποκτήσει την απόλυτη εξουσία, οπότε θεωρούν τις καταθέσεις και τις ομολογίες των πρωταίτιων της αντισοβιετικής συνομωσίας σαν ψεύτικες και αποτέλεσμα βίας και εκβιασμού ενώ τις αποδείξεις των υπηρεσιών ασφαλείας του σοβιετικού κράτους σαν επινοήσεις και χαλκεύματαi.
  • Άλλοι αποδίδουν την καταδίκη των αξιωματικών σε χαλκευμένα στοιχεία που διοχέτευσαν οι μυστικές υπηρεσίες της ναζιστικής Γερμανίας στον Στάλιν εκμεταλλευόμενη την παράνοια του. Ο Χρουστσόφ έδωσε επιπλέον αξιοπιστία στην εκδοχή αυτή όταν την αποδέχτηκε σαν αληθινή στο 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1961ii
  • Τέλος ορισμένοι αστοί ιστορικοί αλλά και πολιτικοί αποδέχονται ότι υπήρχε συνωμοσία στα ψιλά κλιμάκια του ΚΣ και η ανακάλυψή της οδήγησε στο χαμό των πρωταίτιωνiii.

Είναι φανερό ότι οι δύο πρώτες εκδοχές πέρα από τα προπαγανδιστικά τους προτερήματα έχουν κι ένα ακόμη. Κάθε στοιχείο ή απόδειξη είτε προέρχεται από τις υπηρεσίες ασφαλείας της ΕΣΣΔ είτε από αυτές της ναζιστικής Γερμανίας απορρίπτεται εκ προοιμίου σαν πλαστό. Έτσι η μόνη απόλυτη αλήθεια είναι τα έργα και τα απομνημονεύματα κάθε αντικομουνιστή.

Σε αυτό το άρθρο θα ασχοληθούμε
με τη διαπάλη για τα ζητήματα τριβής αναφορικά με τη φύση, την οργάνωση και τον εξοπλισμό του Κόκκινου Στρατού στα χρόνια πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο
την υπονομευτική δραστηριότητα στο εσωτερικό του Κόκκινου Στρατού
το ξετύλιγμα του κουβαριού της αντισοβιετικής συνωμοσίας.
με την ιδιαίτερη περίπτωση του Γκένρικ Λιουσκόφ υψηλόβαθμου αξιωματικού του Λαϊκού Επιτροπάτου Εσωτερικών Υποθέσεων (ΛΕΕΥ - NKVD) που αυτομόλησε στην ιμπεριαλιστική Ιαπωνία τον Ιούνιο του 1938 και που ελάχιστη κάλυψη έχει βρει από την αστική ιστοριογραφία. Ο λόγος είναι ότι δυστυχώς για το αντικομουνιστικό υπόδειγμα η περίπτωσή του δίνει ισχυρές ενδείξεις τόσο για την ύπαρξη συνωμοσίας εντός του ΚΣ όσο και για τη στενή σχέση των συνωμοτών με την Ιαπωνία.


2. Ζητήματα τριβής στον Κόκκινο Στρατό
Η ίδια η ύπαρξη ενός μόνιμου στρατού ήταν μια αντίφαση εν τοις όροις για τους μπολσεβίκους και την ιδεολογία τους σχετικά με το προλεταριακό κράτος. Ο στρατός θα έπρεπε να αποτελείται από την πολιτοφυλακή των προλετάριων και θα είχε εθελοντικό και όχι μόνιμο χαρακτήρα. Η προσαρμογή όμως στις νέες συνθήκες τόσο του εμφυλίου πολέμου και της ξένης επέμβασης όσο και της καπιταλιστικής περικύκλωσης υποχρέωσε τους μπολσεβίκους να αποδεχτούν την αναγκαιότητα της ύπαρξης μιας μόνιμης κάστας αξιωματικών. Τα βασικότερα ζητήματα τριβής που δημιούργησε η ύπαρξη μόνιμου στρατού σε ένα σοσιαλιστικό κράτος αναλύονται εν συντομία παρακάτω.

2.1. Οι ειδικοί της στρατιωτικής τέχνης.
Η τέχνη του πολέμου είναι περίπου μία επιστήμη. Τα στελέχη του αστικού στρατού περνούν μέσα από μια τετραετή εντατική φοίτηση στις στρατιωτικές σχολές ενώ σε όλη τους τη ζωή ασχολούνται με τα στρατιωτικά ζητήματα συσσωρεύοντας συνεχώς εμπειρία. Η επανάσταση του Οκτώβρη επικράτησε με την ένοπλη συνδρομή των εθελοντών Ερυθροφρουρών και των εργατικών φρουρών. Οι διοικητές αυτών των ένοπλων σωμάτων (οι Κόκκινοι διοικητές) εκλέγονταν από τους ίδιους τους στρατιώτες. Όταν όμως η επανάσταση βρέθηκε αντιμέτωπη με τους οργανωμένους στρατούς αρχικά της Γερμανίας και μετά το 1918 με τους στρατούς των λευκών υποχρεώθηκε να καλύψει το κενό της γνώσης και της πείρας με την χρησιμοποίηση στον Κόκκινο Στρατό των αστών ειδικών δηλ. αξιωματικών του διαλυμένου πλέον τσαρικού στρατού. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν έτρεφαν καμία συμπάθεια για τους Μπολσεβίκους και το σκοπό τους. Για να ισοφαρίσουν την επιρροή τους το ΠΚΚ(μπ) θεσμοθέτησε το θεσμό του Πολιτικού Επιτρόπου σε κάθε μεγάλη και μικρή μονάδα του ΚΣ. Ο πολιτικός επίτροπος ήταν η σκιά του στρατιωτικού ειδικού με αρμοδιότητες τον πολιτικοϊδεολογικό εξοπλισμό των στρατιωτών αλλά συνυπέγραφε επίσης τις εντολές του στρατιωτικού διοικητή ενώ είχε και τη δυνατότητα βέτο. Η στρατολόγηση των τσαρικών αξιωματικών και η παραμονή τους στο στράτευμα για πολλά χρόνια μετά την οριστική επικράτηση της επανάστασης αποτέλεσε θέμα διαφωνίας μέσα στο ΠΚΚ(μπ). Πέρα από τις πολλές περιπτώσεις προδοσίας μεγάλη αναταραχή προκαλούσε η αυταρχική συμπεριφορά αυτών των ειδικών στους στρατιώτες. Το στρατιωτικό ζήτημα αποτέλεσε θέμα στο 8ο συνέδριο του ΠΚΚ(μπ) με την αριστερή αντιπολίτευση να επιμένει στον αποκλειστικά εθελοντικό χαρακτήρα του στρατού χωρίς όμως να πείσει την πλειοψηφία. Από την άλλη ο θεσμός του πολιτικού επιτρόπου δημιούργησε μεγάλες τριβές με τους στρατιωτικούς διοικητές. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1920 με την αύξηση των κομματικών μελών στον ΚΣ η θέση του πολιτικού επιτρόπου συγχωνεύθηκε με αυτή του στρατιωτικού διοικητή ενώ διατηρήθηκε στις περιπτώσεις των μη-κομματικών στρατιωτικών διοικητών.

Ο Μ. Φρούνζε που διαδέχτηκε τον Τρότσκι σαν Λαϊκός Επίτροπος Στρατιωτικών το Γενάρη του 1925 σχεδίαζε την ολική αντικατάσταση των τσαρικών αξιωματικών με κόκκινους διοικητές. Αν και ο αριθμός τους από 75,000 είχε μειωθεί περίπου στους 2,000, οι πρώην τσαρικοί αξιωματικοί κυριαρχούσαν στις στρατιωτικές σχολές ακόμη και στην Ακαδημία του Γενικού επιτελείουivΤο ζήτημα των αστών ειδικών λύθηκε οριστικά το 1931 με την επιχείρηση ‘άνοιξη’ της OGPU (πιο αναλυτικά παρακάτω).

2.2. Ο τρόπος οργάνωσης του Κόκκινου Στρατού

Η συζήτηση για τον χαρακτήρα και τον τρόπο οργάνωσης του Κόκκινου Στρατού εντάθηκε στη διάρκεια της μεταρρύθμισης του Μ. Φρούνζε το 1924. Ο Φρούνζε χώρισε το Γενικό Επιτελείο σε 3 τμήματα τη Διοίκηση του ΚΣ (υπεύθυνη για την καθημερινή διοίκηση του ΚΣ), τη Στρατιωτική Επιθεώρηση (υπεύθυνη για την επαλήθευση της ετοιμότητας αλλά και της εκπαίδευσης του στρατεύματος) και το Επιτελείο (υπεύθυνο για τη διοίκηση των στρατιωτικών επιχειρήσεων και την προετοιμασία των επιχειρησιακών σχεδίων και της επιστράτευσης). Ο Φρούνζε αποτέλεσε τον θεωρητικό του ενιαίου στρατιωτικού δόγματος ενώ οι ιδέες του που συνοψίζονται στο έργο του ‘Μέτωπο και Μετόπισθεν στο μελλοντικό πόλεμοv είχαν μεγάλη απήχηση στο ΠΚΚ(μπ).

Βασικός στόχος της οργανωτικής δομής αυτής ήταν η αποφυγή της υπερβολικής συγκέντρωσης της εξουσίας αν και δημιουργούσε προβλήματα στην αποτελεσματική λειτουργία του στρατούviΓια τον Φρούνζε ήταν ξεκάθαρο ότι οι ένοπλες δυνάμεις σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να αυτονομηθούν από την πολιτική καθοδήγηση, το κόμμα και την κοινωνία. Ο στρατός θα ήταν βασικό όργανο της επανάστασης ακόμη κι αν αυτό ήταν σε βάρος της ποιοτικής-επαγγελματικής επάρκειας των στελεχών του. Στον αντίποδα αυτής της πολιτικής στεκόταν ο Τουχατσέφκι που υποστήριζε τη μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα που μόνο μια ενιαία διοίκηση και ένα σώμα επαγγελματικών στελεχών μπορούσε να υπηρετήσει. Για τον Φρούνζε ο τυχόν πόλεμος της ΕΣΣΔ ενάντια στην όποια καπιταλιστική δύναμη δεν θα ήταν μία κλασσική πολεμική αναμέτρηση αλλά μια επαναστατική διαδικασία. Η επικράτηση σε έναν τέτοιο πόλεμο δεν εξαρτιόταν μόνο από την πολεμική ισχύ της ΕΣΣΔ αλλά και από το επαναστατικό κίνημα στη ενδοχώρα του εχθρού. Ο επαγγελματισμός δεν είχε νόημα χωρίς τον επαναστατικό ζήλοvii.

Από την άλλη οι ιδέες του Τουχατσέφσκι περί ενός επαγγελματικού και τεχνολογικά σύγχρονου στρατού είχαν τη δική τους απήχηση στον Κόκκινο Στρατό, απήχηση που ενισχυόταν από τις στενές σχέσεις που είχαν τα στελέχη του με αυτά του Γερμανικού στρατού καθ’ όλη τη διάρκεια της συνθήκης του ΡάπαλοviiiΗ στενή συνεργασία μέχρι και το 1934 των σοβιετικών και γερμανών στρατιωτικών μπορεί να υποθέσει κανείς ότι επηρέασε ένα μέρος των στελεχών του ΚΣ να ξεχάσουν τις ιδεολογικές και πολιτικές παραμέτρους του στρατιωτικού προβλήματοςix.

Το 1928 ο Τουχατσέφσκι κατέθεσε εκ νέου πρόταση για την ενοποίηση της διοίκησης του ΚΣ και επιπλέον ζήτησε ο στρατός να έχει ηγετικό ρόλος στον καθορισμό της βιομηχανικής πολιτικής. Η πρόταση του απορρίφθηκε από το Επαναστατικό Στρατιωτικό Συμβούλιο του ΚΣ μετά από τις σφοδρές αντιδράσεις των μελών του που κατηγόρησαν τον Τουχατσέφκι για βοναπαρτισμό. Στις 5/5/1928 ο Τουχατσέφκι κατέθεσε την παραίτηση του από επικεφαλής του επιτελείου και μετατέθηκε σαν διοικητής στη Στρατιωτική Περιοχή του Λένινγκραντ. Η άποψή του για ένα ενιαίο γενικό επιτελείο θεωρήθηκε ελιτίστικη και ασύμβατη με τα ιδανικά ενός σοσιαλιστικού κράτους. Τη θέση του Τουχατσέφσκι ανέλαβε ο Μπ. Σαπόσνικοφ ο οποίος ωστόσο το 1930 κατάφερε αυξήσει σημαντικά τις εξουσίες του Γενικού Επιτελείουx.

2.3. Το πρόγραμμα εξοπλισμού του Κόκκινου Στρατού

Μέχρι τον τερματισμό της ΝΕΠ και την έναρξη του πρώτου πεντάχρονου ο εξοπλισμός του ΚΣ συμβάδιζε με τις χαμηλές επιδόσεις της σοβιετικής οικονομίας. Η έναρξη όμως της ραγδαίας εκβιομηχάνισης δημιούργησε νέες προοπτικές. Από την νέα του θέση στο Λένινγκραντ ο Τουχατσέφκι βομβάρδιζε την ηγεσία του ΠΚΚ(μπ) με προτάσεις κατασκευής εξωπραγματικού αριθμού αρμάτων και αεροπλάνων. Η ηγεσία του ΠΚΚ(μπ) και ειδικότερα οι Βοροσίλοφ και Στάλιν αντέδρασαν με σφοδρότητα στις προτάσεις αυτές κατηγορώντας τον Τουχατσέφσκι για ‘κόκκινο μιλιταρισμό’ και ενσυνείδητη προσπάθεια υπονόμευσης της εκβιομηχάνισηςxiΟ Στάλιν έγραφε στο Βοροσίλοφ ‘‘η πραγματοποίηση τέτοιου σχέδιου θα κατάστρεφε πιθανότατα την οικονομία της χώρας μας όπως επίσης και το στρατό. Αυτό θα ήταν χειρότερο από κάθε αντεπανάσταση’’xiiΩστόσο η επιτυχία της εκβιομηχάνισης οδήγησε την ηγεσία του ΠΚΚ(μπ) να αναθεωρήσει την αρχική της αντίδραση στις προτάσεις Τουχατσέφσκι. Το 1931 ο Τουχατσέφσκι επανέρχεται σαν επικεφαλής του προγράμματος εξοπλισμού του ΚΣ ενώ το 1934 επιστρέφει στη θέση του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου. Οι αριθμοί παραγωγής τανκς και αεροπλάνων αυξήθηκαν σημαντικά μετά το 1933 σαν αντίδραση τόσο της απειλής της Ιαπωνίας στην Άπω Ανατολή όσο και της ανάδυσης της απειλής της ναζιστικής πλέον Γερμανίας. Η αύξηση αυτή των στρατιωτικών εξοπλισμών έγινε σε βάρος της υπόλοιπης οικονομίας αλλά και της λαϊκής κατανάλωσης. Ακόμη πιο σημαντικό, το 1941 η ΕΣΣΔ βρέθηκε με μεγάλο αριθμό αρμάτων και αεροπλάνων που ήταν πλέον παρωχημένα, γερασμένα και άρα ακατάλληλα να αντιμετωπίσουν το Γερμανό εισβολέα. Η στρατιωτική ιεραρχία άρχισε να αυτονομείται από την εξουσία του ΠΚΚ(μπ) και να διεκδικεί για τον εαυτό της μεγαλύτερο κομμάτι της εξουσίας αλλά και του πλεονάσματος (διαμέσου των αυξήσεων μισθών και άλλων απολαβών). Το πνεύμα της κάστας είχε επανέλθει στο σώμα των αξιωματικώνxiii.

3. Η υπονομευτική δραστηριότητα στον Κόκκινο Στρατό.

Ήδη από τα πρώτα χρόνια ύπαρξης του ο ΚΣ θεωρήθηκε από το ΠΚΚ(μπ) σαν βασικός στόχος διάβρωσης τόσο από τους εσωτερικούς όσο και από τους εξωτερικούς εχθρούς της ΕΣΣΔ. Η χρήση αξιωματικών του τσαρικού στρατού ήδη την περίοδο του εμφυλίου λόγω έλλειψης έμπειρων στελεχών (το 1918 το 75% των αξιωματικών του ΚΣ προέρχονταν από τον τσαρικό στρατό) οδήγησε στην καθιέρωση του θεσμού του Πολιτικού Επιτρόπου και τη δημιουργία ειδικού τμήματος της Τσεκά (Έκτακτη Επιτροπή Ενάντια στην Αντεπανάσταση και τη Δολιοφθορά - η πρώτη υπηρεσία ασφαλείας του σοβιετικού κράτους) με σκοπό την παρακολούθηση αντεπαναστατικών ενεργειών στις τάξεις του ΚΣ. Η πιο γνωστή περίπτωση στρατιωτικών ειδικών που πρόδωσαν την επανάσταση εκείνη την εποχή ήταν η ανταρσία του διοικητή του Αν. Μετώπου Μ.Α Μουράβιεβ τον Ιούλιο του 1918xiv.

Μετά το τέλος του εμφυλίου οι Λευκοί ενέτειναν τις προσπάθειες τους να αποκτήσουν επαφές στον ΚΣ. Η δεξαμενή υποψηφίων δεν ήταν άλλη από τους αξιωματικούς του παλιού τσαρικού στρατού που ειδικά μετά τις μεταπολεμικές αμνηστίες του σοβιετικού κράτους είχαν τη δυνατότητα να υπηρετήσουν ξανά αυτή τη φορά στον ΚΣ. . Η μυστική υπηρεσία της Πανρώσικης Στρατιωτικής Ένωσης (ROVS) οργάνωσης των λευκοφρουρών ανέλαβε το έργο της διείσδυσης ενώ με τη σειρά της η Τσεκά και η διάδοχος της η Γκε-Πε-Ου (Κρατική Πολιτική Διεύθυνση - GPU) ανέλαβε να εντοπίσει τους λογής λογής κατασκόπους. Εκτός από τους λευκοφρουρούς ο ΚΣ αποτέλεσε στόχο των μυστικών υπηρεσιών των καπιταλιστικών κρατών. Έτσι το 1924 η Γκε-Πε-Ου συλλαμβάνει στο Κίεβο ομάδα αξιωματικών του ΚΣ που κατασκόπευε για λογαριασμό της Πολωνίας ενώ η υπονομευτική δραστηριότητα των Πολωνών εντάθηκε με την άνοδο την εξουσία του Πιλσούδσκι το 1926xv.

Μια επιπλέον απειλή για τον ΚΣ αποτέλεσε η τροτσκιστική αντιπολίτευση μετά την απομάκρυνση του Τρότσκι από τη θέση του Επίτροπου Άμυνας και τη δημιουργία της Αριστερής Αντιπολίτευσης το 1923. Ο σύμμαχος του Τρότσκι Βλ. Αντόνοφ-Οβσεενκο απομακρύνεται από τη θέση του επικεφαλής των πολιτικών επιτρόπων του ΚΣ γιατί επιχείρησε να στρέψει τους στρατιωτικούς ενάντια στα πολιτικά στελέχη του ΠΚΚ(μπ) ενώ μέχρι το τέλος του 1927, 211 υποστηρικτές του Τρότσκι απομακρύνθηκαν από το στράτευμα ανάμεσα τους οι Πούτνα και Πριμακόφ που στάλθηκαν σε διπλωματικές αποστολές στο εξωτερικό. Είναι ανάμεσα σε αυτούς που καταδικάστηκαν σε θάνατο δέκα χρόνια μετά μαζί με τον Τουχατσέφκσι το 1937xvi.

Το Νοέμβριο του 1927 η ένοπλη πτέρυγα της ενωμένης αντιπολίτευσης σχεδίαζε ένα πραξικόπημα σκοπεύοντας στη βίαιη κατάληψη του Κρεμλίνου, του αρχηγείου της OGPU στη Μόσχα και παρόμοιες επιχειρήσεις στο Λένινγκραντ και το Χάρκοβο. Η απόπειρα κατεστάλη στη γέννηση της από τον επικεφαλή της OGPU Β. ΜενζινσκιxviiΤο 1928 συλλαμβάνεται στη Μόσχα ο Σ. Μραχκοβσκι σαν επικεφαλής της παράνομης στρατιωτικής οργάνωσης των τροτσκιστών στη Μόσχα.xviii

Το 1928 η OGPU έλαβε πληροφορίες για προετοιμασία εξέγερσης στην Ουκρανία με την υποστήριξη της Πολωνίας και της Μ. Βρετανίας. Στην εξέγερση θα λάμβαναν μέρος και ορισμένες μονάδες του ΚΣ. Η OGPU έδρασε γρήγορα και ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν και πρώην τσαρικοί αξιωματικοί που είχαν σχέσεις με νυν αξιωματικούς του ΚΣ. Το 1930 η επιχείρηση ‘άνοιξη’ είχε σαν αποτέλεσμα το ξερίζωμα μιας αντεπαναστατικής οργάνωσης που δρούσε κυρίως στις στρατιωτικές σχολές. Δύο από τους συλληφθέντες στις καταθέσεις τους κατονόμασαν τον Τουχατσέφκι σαν συμπαθούντα τη δεξιά αντιπολίτευση και σαν επικεφαλής μιας δεξιάς συνωμοτικής οργάνωσης. Ωστόσο ο Στάλιν μαζί με το Βοροσίλοφ και τον Ορντονικίτζε έφερε σε αντιπαράθεση τον Τουχατσέφσκι με τους 2 κατηγόρους του και κατέληξαν ότι ο ‘Τουχατσέφσκι ήταν 100% καθαρός’ όπως έγραψε στον Μολότοφ στις 23/10/1930. Η επιχείρηση ‘άνοιξη’ έληξε το Φεβρουάριο του 1931 με χιλιάδες συλλήψεις και αποτάξεις ενώ οι κατηγορίες ήταν η κατασκοπία, το σαμποτάζ και η συνωμοσία για την ανατροπή της σοβιετικής εξουσίαςxix.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 πολλοί τροτσκιστές επέστρεψαν στο στράτευμα έχοντας αποκηρύξει τις προηγούμενες θέσεις τους. Η δολοφονία του Κιρόφ το Δεκέμβριο του 1934 από τους υποστηρικτές του Ζηνόβιεφ οδήγησε σε ένα επιπλέον κύμα συλλήψεων αντισοβιετικών στοιχείων στις τάξεις του ΚΣ. Τον Αύγουστο του 1934 ο Α. Νακάεβ αξιωματικός πυροβολικού της Πολιτοφυλακής (Osoaviakhim) αποπειράθηκε να οργανώσει εξέγερση κατά της σοβιετικής εξουσίας χωρίς επιτυχίαxxΤον Μάη του 1935 στη διάρκεια της επαλήθευσης των κομματικών καρτών 7,783 άτομα διαγράφηκαν από τις κομματικές οργανώσεις του ΚΣ εκ των οποίων 261 για σχέσεις με την τροτσκιστική-ζηνοβιεφικη αντιπολίτευση και άλλοι 114 για κατασκοπίαxxi.

3. Το ξετύλιγμα του κουβαριού