Εννιά δεκαετίες αγώνας και θυσία. Αλλά δε φτάσανε. Οι θεοί είναι με το μέρος των αστών και δεν εξευμενίζονται εύκολα. Το κίνημα δίνει τα καλύτερα παιδιά του, νεκρούς χιλιάδες για να γυρίσει ο τροχός της ιστορίας. Θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους. Αλλά για να πιάνουν τόπο οι θυσίες και να μην πάνε στο βρόντο, χρειάζεται επιτελικό σχέδιο και ιθύνων νους να το καταρτίσει. Αλλιώς θα ‘ναι σαν τη θυσία των πρώτων χριστιανών που πήγαιναν σαν το σκυλί στο αμπέλι. Η βασική διαφορά ωστόσο, όπως είπε κι ο μπελογιάννης, είναι ότι αυτοί προσδοκούσαν επ-ανάσταση νεκρών και τη δευτέρα παρουσία της σοβιετίας. Ενώ εμείς...
Το επιτελικό σχέδιο για τις θυσίες παραπέμπει στο σκάκι, ένα πανέξυπνο παιχνίδι τακτικής, που αρέσει σε πολλούς συντρόφους, και ας μην τα καταφέρνουμε τόσο καλά στην τακτική. Δεν είναι τυχαίο ότι στη σοβιετική ένωση –του μεγάλου τακτικιστή στάλιν- παρακολουθούσαν τις μεγάλες σκακιστικές παρτίδες από την τηλεόραση, με αμείωτο ενδιαφέρον. Εδώ αντίθετα, ο πολύς κόσμος βαριέται ακόμα και να στήσει τα πιόνια. Προτιμά το τάβλι και περιμένει από τη σακατεμένη μοίρα του να ρίξει και για αυτόν μια καλή ζαριά (=αυγή). Είθε να δώσει ο δίας!
Ίσως να μας έχει μείνει απωθημένο, σα λαός, από τότε που ήμασταν πιόνια στη διεθνή σκακιέρα, ηρωικοί πιονιέροι επί το ακριβέστερο, και θυσιάσαμε την προοπτική μιας λαοκρατικής ελλάδας για να την κρατήσουμε ζωντανή σε άλλα μέτωπα. Και μας έμεινε αταβιστικά ο αυτοκτονικός ιδεασμός κι η απέχθεια για τους τακτικισμούς και τα ζιγκ-ζαγκ στο σκάκι της ιστορίας. Προχωράμε μόνο ευθύγραμμα. Απευθείας ντου στα ματ και ματ σε μία κίνηση. Οτιδήποτε άλλο είναι ρεφορμισμός. Όσο μικρότερη η γκρούπα που το λέει τόσο μικρότερο και το τίμημα που θυσιάζει. Τόσο πιο εύκολη φαντάζει κι η επουράνια έφοδος, το μεγάλο άλμα στο κενό. Στην τελική, τι είχαμε, τι χάσαμε.
Σαν τους τρελούς του κινηματικού χωριού (όπου όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας). Με τη διαφορά ότι οι τρελοί (αξιωματικοί) στο σκάκι πάνε διαγώνια ενώ οι δικοί μας πηγαίνουν μόνο ευθύγραμμα χωρίς ζιγκ ζαγκ και ιστορίες.
Κι ίσως κάποιοι από αυτούς μες στην υπερβολή τους να πιστεύουν ότι το μόνο που χρειάζεται είναι η σπίθα που θα ανάψει το φιτίλι της συσσωρευμένης κοινωνικής έκρηξης. Και η σπίθα αυτή θα μπορούσε να είναι κάποιος από εμάς που θα γινόταν θυσία και λευτεριάς λίπασμα για πάλης ξεκίνημα.
Ναι, αλλά ποιος θα μπορούσε να είναι αυτός; Ίσως κάποιος εθελοντής. Ή κάποιος βάση σχεδίου, από οργανωμένο χώρο. Με το οποίο μπορούμε να συνδυάσουμε το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα.
Έστω ότι μετά τη διάσπαση του 91 είχε μείνει στο κόμμα ο μίμης –με τα αριβίστικα μυαλά που κουβαλάει- κι ήταν μέλος του πολίτ μπιρό. Εμείς κατά βάθος δεν τον πάμε, αλλά δε μπορούμε να το πούμε πολύ ανοιχτά, γιατί είναι σύντροφος. Αν τον θυσιάσουμε όμως, πχ σε μια σύγκρουση με τις δυνάμεις καταστολής, πιάνουμε με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Και αυτός γίνεται ήρωας κι εξασφαλίζει τη –λαβωμένη- υστεροφημία του. Και το κύρος του κόμματος αυξάνει κατακόρυφα.
Στη θέση του μίμη θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε. Ο απολίθωμας, ο αριστεριστής φίλος μας που βερμπαλίζει για το δεκέμβρη, η ιφιγένεια, το ελάφι της άρτεμης. Ένας ματαιόδοξος, κάποιος αντιπαθής, ή μετρίων ικανοτήτων, κάποιος άλλος με υπέρμετρες φιλοδοξίες κτλ. Αυτά φυσικά σε επίπεδο παρεΐστικου χαβαλέ κι όχι να τα παίρνουμε τοις μετρητοίς.
Η θυσία είναι βασικό στοιχείο στο σκάκι, σαν το τυράκι στη φάκα που στήνεις για τον αντίπαλο. Κι αν αυτός τσιμπήσει, κερδίζει κάτι μικρό, αλλά πέφτει στην παγίδα και χάνει τα πιο σημαντικά. Το αστικό κράτος θυσιάζει αποδιοπομπαίους τράγους για να εξευμενίσει τις μάζες και να συνεχίσει εύρυθμα τη λειτουργία του. Και στήνει σωρηδόν τυράκια με φάκες στα παιδιά του κινήματος, που παραμένουν ακόμα παιδιά και πολλές φορές πέφτουν με τα μούτρα. Όσοι δε σκαμπάζουν τίποτα από σκάκι, δε μπορούν να αποφύγουν εύκολα τις παγίδες.
Η τέχνη της τακτικής φαίνεται καθαρά και σε ένα άλλο παιχνίδι που παίζαμε παιδιά: το πατητό. Όπου κάνεις βήματα εναλλάξ με τον αντίπαλο σε μία ευθεία –με αντίθετη φόρα- κρατώντας τις πατούσες σου κολλητές, τη μία πίσω απ’ την άλλη, μέχρι να φτάσεις το πόδι του άλλου και να το πατήσεις, εκτός κι αν σε πατήσει αυτός πρώτος. Κι αλίμονο αν γελαστείς κι ανοιχτείς παραπάνω απ’ όσο σε παίρνει, γιατί χάνεις την ευκαιρία και τότε σε τσερτρέτεν ο ταξικός εχθρός.
Κάπως έτσι έγινε και στη ρωσία του 17. Οι μπολσεβίκοι δε μπόρεσαν να συγκρατήσουν την οργή των μαζών τον ιούνη, αλλά οι συνθήκες ήταν ακόμα ανώριμες (μία μέρα πριν νωρίς), κι έκαναν αναγκαστική αναδίπλωση, ενώ ο λένιν διέφυγε στη φινλανδία για να μην τον συλλάβουν. Τον σεπτέμβρη όμως οι λευκοφρουροί έκαναν απόπειρα πραξικοπήματος κι αυτό ήταν το μοιραίο τους λάθος. Οι κόκκινοι ανέκτησαν το στρατηγικό πλεονέκτημα και χωρίς καθυστέρηση (μία μέρα μετά αργά) τους πάτησαν στην επόμενη κίνηση μαζί με τον κερένσκι και το πολιτικό τους σινάφι.
Στο αλαλούμ ο τραμπάκουλας βάφει κόκκινη την προβατίνα του, την κοκκινούλα, σε μια ανοιχτά σουρεάλ σημειολογία, με μπηχτές όλο νόημα. Κρανίου τόπος το λέτσοβο. Κι έρχεται η βιβλική μορφή του αβράμη, με το γιο του ανά χείρας, για το ηθικό δίδαγμα. Κόκκινα πρόβατα, κότες που πετάνε, κι εγώ ο μαλάκας σφάζω το παιδί μου;
-Μπαμπά θα με σφάξεις;
-Όχι παιδί μου, θα σε θυσιάσω. Δεν πηδιόμαστε λέω εγώ..
Αυτό το τελευταίο κατά το φοβερό, δεν είναι ανασχηματισμός, αλλά αναδόμηση, που είπε ο ανδρέας αργότερα.
Κι άντε να βρεις ποιος είναι ο θύτης και ποιος το θύμα μες στον κακό χαμό. Η θυσία του αβραάμ μπορεί να σημαίνει ότι ο αβράμης θυσιάζει κάτι, ή κι ότι θυσιάζεται ο ίδιος και προσφέρει το παιδί του. Φράση άκρως σιβυλλική, που στη διάλεκτό μας τη λέμε διαλεκτική. Είναι η διαλεκτική του θύτη που θυσιάζει τα πάντα και γίνεται κι ο ίδιος θύμα (της αντιλαϊκής πολιτικής νδ-πασοκ-εε), σφαχτάρι κανονικό που το αφαιμάσσουν από παντού και το στύβουν σα λεμονόκουπα. Κι ενώ δεν έχει άλλο να δώσει, αυτοί το ξαναστύβουν, να βγάλουν από τη μύγα ξίγκι και να του προκαλέσουν ενοχικά σύνδρομα, γιατί έζησε λέει στην εποχή των παχιών αγελάδων, κι όλοι μαζί τα φάγαμε: αυτά τα γουρούνια έφαγαν τον αγλέουρα κι οι μύγες τα ψίχουλα που περίσσεψαν. Κι έτσι η μύγα μυγιάζεται και πιστεύει τελικά σα μοσχάρι ότι είναι παχιά αγελάδα κι έχει φταίξει κι αυτή για την κατάσταση της χώρας. Οπότε σφάξε με πασά μου να αγιάσω.
Κι αντί να δει γύρω της πώς σφαγιάζονται κατακτήσεις και δικαιώματα, και να αντιδράσει, αυτή ασχολείται με τη σφαγή της διαιτησίας, με την ομάδα της και το συμφέρον του προέδρου της. Εκεί θυσιάζει όλο τον χρόνο της και την ενέργειά της. Και δεν της περισσεύει πια χρόνο κι όρεξη για συλλογικές θυσίες. Όλα αυτά της φαίνονται μάταια. Κι αυτοί που γίνονται θυσία για τον αγώνα, κορόιδα που τους εκμεταλλεύεται το κόμμα.
Όσο πιο άδεια είναι η ζωή και γίνεται ζωούλα, τόσο πιο πολύ φοβάσαι γι’ αυτήν, να μη ξεβολευτείς και θυσιάσεις κάτι. Τις μεγάλες θυσίες μπορούν και τις κάνουν μόνο γεμάτοι άνθρωποι, που έχουνε τη ζωή πολύ, πάρα πολύ αγαπήσει και δε φοβούνται σαν ανθρωπάκια.
Ο πολύς κόσμος δεν καταλαβαίνει ότι οι μόνες θυσίες που έχουνε αξία, είναι οι θυσίες για άλλη εξουσία. Δεν έχει αξίες κι ιδανικά, παρά μόνο την ανταλλακτική. Ζητάει για όλα αντάλλαγμα, άμεσο, εδώ και τώρα, με μικροαστική ανυπομονησία. Δε θυσιάζει προσωπικό χρόνο, γιατί τον μετράει με χρήμα και παίρνει μόνο τρεις κι εξήντα, ίσα-ίσα για να τα φέρει πέρα. Δε θυσιάζει το εγώ του σε κάτι συλλογικό, γιατί δε θέλει να γίνει σαν την κοκκινούλα του τραμπάκουλα και πάει μόνος του, σαν πρόβατο στη σφαγή.
Κι εσύ λαέ, γιατί δεν ξυπνάς και περιμένεις σαν ωραία κοιμωμένη τον πρίγκηπα να έρθει να σε φιλήσει; Τυλίγεσαι με την αστική προπαγάνδα και συνεχίζεις με το ίδιο πλευρό τον μακάριο ύπνο σου. Δε σε καλύπτει η δική μας η κουβέρτα και γαντζώνεσαι από την άλλη, που σου υφαρπάζει την ψήφο και τη συναίνεση.
Και θέλω να ‘ρθω να σε υφαρπάξω από την άλλη (...) Και ποια θυσία, ποια θυσία έχει κάνει αυτή για σένα;
Ξύπνα λαέ κι όλοι οι λαοί μετά Σου.
Πρέπει πάση θυσία να ξυπνήσεις.
Μπαίνοντας πρωί σ' ένα ταξί
καίγομαι μέσα στο οξύ
βλέπω στα μάτια των περαστικών
ξυραφιές ονείρων χτεσινών
σου κοκκινίζει τα νύχια το μανόν
κι είσαι θύτης μα και το θύμα συνθηκών
Τριπολίτης κι αυτό.