Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ανάπτυξη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ανάπτυξη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2016

Η διαφήμιση για το Ελληνικό

Το Ελληνικό, το Ελληνικό, το Ελληνικό πολύ το αγαπώ

Χτες γκρεμίζαμε τα τείχη και το προπονητικό σκοπευτήριο της χρυσής μας ολυμπιονίκη, για να την υποδεχτούμε με το δικό μας μοναδικό τρόπο, δηλ το μοναδικό τρόπο που ξέρουμε: με... κροκοδείλια δάκρυα χαράς και μετατρέποντάς την σε τηλεοπτικό μαϊντανό, για όσο περνάει ακόμα η μπογιά της επιτυχίας της και πουλάει στα μέσα, χωρίς να δίνουμε σημασία στις μεστές, σοβαρές δηλώσεις της, για την υποκρισία της πολιτείας και του Δήμου Δράμας (που γκρέμισε κατόπιν εορτής το παράπηγμα στο οποίο προπονούνταν, δήθεν για να φτιάξει άλλο).

Αλλά ακόμα και η ίδια αναγνώρισε την παιδαγωγική αξία του όλου πράγματος. Ναι μεν είχε σκεφτεί ακόμα και να εγκαταλείψει το άθλημα, εξαιτίας της στάσης της ομοσπονδίας και των επίσημων αρχών, αλλά ήταν αυτές οι δυσκολίες που την ατσάλωσαν και την πείσμωσαν, ώστε να φτάσει στην επιτυχία. Κάτι σαν την προπόνηση του Ρόκι στις παγωμένες στέπες και τις τούνδρες της Σιβηρίας (αν και τα γυρίσματα έγιναν στον Καναδά), προτού νικήσει τον Ιβάν Ντράγκο, που προετοιμαζόταν με όλα τα υπερσύγχρονα μέσα και την τελευταία λέξη της ΕΤΕ στη διάθεσή του -συμπεριλαμβανομένου του ντόπινγκ, γιατί τέτοιοι ήταν από τότε αυτοί οι Ρώσοι.


Το κακό για τους πολύ εθνικά περήφανους είναι ότι έμπλεξαν με μια (κατά τα φαινόμενα) ώριμη και σκεπτόμενη κοπέλα, που δε μένει στα κλασικά κλισέ, έχει το θάρρος της γνώμης και προπαντός της πράξης, όπως υποδηλώνει κι η παραπάνω φωτογραφία, που δίνει στην Κορακάκη μια διάκριση πολύ πιο σημαντική από αυτή που κατέκτησε στους αγώνες του Ρίο. Το δικαίωμα να λέγεται άνθρωπος. Κι αυτή είναι η μόνη διάκριση που δεχόμαστε, για να διαχωριστούμε από άλλα δίποδα που νομίζουν ότι οι αθλητικές διακρίσεις πιστοποιούν τις δικές τους ανθρώπινες και την "ανωτερότητα της φυλής τους" (ελληνικό DNA, κτλ).

Τους πυροβολημένους δηλ που αγαπάνε οτιδήποτε ελληνικό, ιδίως αν πυροβολάει με πιστόλι και φέρνει μετάλλια, και γενικώς τα όπλα, που αναπληρώνουν το διανοητικό τους έλλειμμα, αλλά κυρίως τους επενδυτές που θα φέρουν την ανάπτυξη στο Ελληνικό -κι ας μην είναι και τόσο Έλληνες, αρκεί να μη δίνουν δουλειά σε ξένους.

Ενώ λοιπόν βλέπει κανείς τις μεταδόσεις από το Ρίο, με παρέα και θερινή, χαβαλέ διάθεση (ακόμα κι αν στο ενδιάμεσο σπάει η παθητική, φίλαθλη σχέση με διαλείμματα ενεργούς ενασχόλησης, πχ στη θάλασσα -και δεν εννοώ απαραίτητα τις ρακέτες, "αυτή τη μάστιγα" για το Sniper), έρχεται η στιγμή που νιώθει σαν τους γέρους του Μάπετ Σόου (ου μην και της αρχαιότητας) που δεν αφήνουν μύγα να πέσει κάτω ασχολίαστη, για τους αθλητές και τις επιδόσεις τους ή την εμφάνισή τους -και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, κατά κανόνα δεν έμεναν απλώς στα σχόλια, αλλά προχωρούσαν στο παρασύνθημα.

Και ξαφνικά διαφημίσεις. Που καμιά φορά σ' αφήνουν χωρίς άμεση εναλλακτική (μέχρι να τελειώσει το τάιμ άουτ) ή χωρίς δυνάμεις να πιάσεις το χειριστήριο για να αλλάξει κανάλι, οπότε τις λούζεσαι "υποχρεωτικά". Και να πώς πέφτεις πάνω στη διαφήμιση για το Ελληνικό και την... επένδυση που θα το αναπλάσει (πόσα εισαγωγικά μπορεί να χρειάζονται σε μια πρόταση; Ακόμα και στο "Ελληνικό" θα χωρούσε να μπουν, κι όχι μόνο γιατί είναι κύριο όνομα. Αλλά αυτό θα συσκότιζε λίγο το ταξικό περιεχόμενο, γιατί είναι ξεπούλημα της λαϊκής δημόσιας περιουσίας στα μονοπώλια, όχι σε ξένους, γενικά και αόριστα, που το ακούμε συχνά, σαν κυρίαρχη "αντιπολιτευτική αφήγηση". Και νοσταλγείς τότε την περίοδο που μας την έβγαιναν από τα "αριστερά", γιατί βάζαμε το δίπολο "λαός-μονοπώλια" ενώ ο "λαός" είναι μια θολή διαταξική έννοια και πιάσ' το αυγό και κούρευ' το.

Επειδή το πρόσεξα κάπως φευγαλέα, κάπου από τη μέση και μετά, δεν κατάλαβα ποιος ακριβώς είναι ο διαφημιζόμενος, αυτός που έφτιαξε-παρήγγειλε το σποτάκι. Οι αετονύχηδες που νοιάζονται για το κοινωνικό προφίλ της επιχείρησής τους, που πρέπει να δείχνει ευαίσθητη, πράσινη, διαφορετική και γεμάτη καπιταλιστική ανθρωπιά -που είναι η διαλεκτική αντιστροφή του ανθρώπινου καπιταλισμού των Συριζαίων; Ή μήπως η Πολιτεία, δηλ η κυβέρνηση, δηλ η ΔΦΑ και ο Σύριζα (αν και άλλο κόμμα άλλο κυβέρνηση, σου λένε οι διμούτσουνες οχιές) για να δείξει στο κοινό τις ευεργετικές συνέπειες του ξεπουλήματος -και πώς δεν το είχαμε κάνει μέχρι τώρα; Επειδή πάντως η διαφήμισε έπαιζε στα κρατικά κανάλια, πιθανολογώ πως ήταν το δεύτερο. Κάτι που κάνει ακόμα πιο ενδιαφέρουσα και τη συνέχεια.

Στην οποία συνέχεια, ακούσαμε την ιστορία για ένα παιδάκι (κοριτσάκι νομίζω), που γεννιέται φέτος και όταν γίνει πέντε χρονών, θα κάνει βόλτες σε ένα εκπληκτικό πάρκο, θα περάσει όλη της τη ζωή σ' αυτό και δε θα μπορεί να φανταστεί πως ήταν πριν οι ζωές των άλλων, χωρίς αυτό. Μια διαφήμιση που απευθύνεται βασικά σε πεντάχρονα (η ενήλικους με αντίστοιχη νοημοσύνη) και είναι πρόκληση για αγνό κι άδολο τρολάρισμα -αντικειμενικά κι ανεξάρτητα από τη θέληση του δημιουργού της.

Παίρνεις πχ το μετρό της φτωχομάνας Σαλλονίκης και αρχίζεις το δούλεμα. Ο Πεοκλής (που λέει κι ο Ζαραλίκος στο πρόγραμμά του) γεννήθηκε όταν ξεκίνησαν τα πρώτα έργα για την κατασκευή του Μετρό στην πόλη μας και σκάφτηκε η πρώτη τρύπα (που μάλλον ήταν μαύρη και κατάπιε οτιδήποτε κινούνταν γύρω της). Ο Πεοκλής έφυγε σήμερα από τη ζωή, πλήρης ημερών, χωρίς να προλάβει να δει φυσικά το έργο να ολοκληρώνεται. Και ως το τέλος της ζωής του δεν μπορούσε να θυμηθεί πως ήταν η Εγνατία πριν τα έργα του Μετρό, τις τρύπες και τα εργοτάξια στις δύο όχθες της και από πότε είχε να ανοίξει κανονικά η Αγίας Σοφίας. Ίσως από τότε που δολοφόνησαν εκεί το Ζεύγο. Και μόλις διώξαμε τους κακούς κομμουνιστές (και τον Πολκ και το Λαμπράκη και τον Τσαρουχά και μερικούς ακόμα συνοδοιπορούντες) άρχισε ευθύς αμέσως η ανάπτυξη και η ευημερία.

Ο Πεοκλής τζούνιορ γεννήθηκε το 96' επί διακυβέρνησης Σημίτη. Και δεν μπορούσε να διανοηθεί πώς θα ήταν η ζωή μας σήμερα χωρίς μακέτο.
Ένας ανιψιός του γεννήθηκε στα χρόνια της κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας του Σαμαρά. Και σήμερα αναρωτιέται πώς θα ήταν η ζωή μας χωρίς ελεύθερο δίκτυο (wi-fi) και πρόσβαση για όλους. (Θα 'ταν πολύ ιντριγκαδόρικο το ερώτημα πώς θα ήταν όχι η ζωή μας αλλά μια μέρα σήμερα χωρίς διαδίκτυο κι αν θα την πάλευε ο κόσμος ή θα πάθαινε σύνδρομο στέρησης, αλλά ας το αφήσουμε για μια άλλη ανάρτηση).

Ένας φίλος του ανιψιού του Πεοκλή από τη Θεσσαλονίκη δεν μπορεί να θυμηθεί πως είναι να πηγαίνεις οδικώς στην Καβάλα, χωρίς να πληρώνεις διόδια, κάθε τριάντα χιλιόμετρα, σαν το καρτέρι των ληστών, που είχαν ο καθένας την περιοχή του.
Και το κοριτσάκι της διαφήμισης στο Ελληνικό, δεν καταλαβαίνει τι πάει να πει ελεύθερη παραλία, γιατί δεν πρόλαβε καμία τέτοια στο λεκανοπέδιο. Είναι σα να λες "δύο" σε έναν υπολογιστή, που συνεννοείται μόνο με το δυαδικό σύστημα (μηδέν και ένα)..

Κι ύστερα εμείς σφε αναγνώστη ανησυχούμε που η νέα γενιά γεννήθηκε μετά την επικράτηση της αντεπανάστασης διεθνώς, δεν πρόλαβε να ζήσει την ΕΣΣΔ και να καταλάβει τι ήταν ο σοσιαλισμός και τι ακριβώς προσέφερε στην ανθρωπότητα...

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

Οι Τσιμισκάνθρωποι

Η φυλή των τσιμισκανθρώπων αποτελείται κατά βάση από χαρούμενους καταναλωτές, που κυκλοφορούν στους κεντρικούς δρόμους της πόλης με σακούλες στα χέρια· ψώνια που κουβαλούν ψώνια και νιώθουν χαρά μόνο όταν αγοράζουν κι όχι όταν έχουν πραγματικά κάτι ή με το να έχουν αλλά όχι με το να είναι κάτι. Και δεν έχει γεννηθεί ακόμα ο άνθρωπος που θα τους στερήσει αυτήν την εφήμερη χαρά και θα μπει εμπόδιο στην ευτυχία τους, ανάμεσα στο βλέμμα τους και τη βιτρίνα του καταστήματος. Δεν έχει γίνει ακόμα ο πολιτικός σεισμός που θα τους ταρακουνήσει από την καταναλωτική τους νιρβάνα, για να κάνουν αφαίρεση (από το τελικό ποσό) και να σκεφτούν τι γίνεται γύρω τους ή κι ακριβώς μπροστά στα μάτια τους, πολλές φορές.

Οι τσιμισκάνθρωποι είναι οι μαντάμ σουσούδες που φαντασιώνονται πως ζουν στον κόσμο του sex & the city, ενσαρκώνοντας κάποια από τις πρωταγωνίστριες, σε ένα παραμύθι γεμάτο φινέτσα, στιλ και μοιραία παπούτσια. Και δε θα ‘ρθεις εσύ τώρα άθλιε, λαϊκέ, ξενέρωτε παμίτη, να της γειώσεις το όνειρο. Είναι οι κυράτσες παντός φύλου, που προχωρούν με τις σακούλες σα δρεπανηφόρα άρματα, χωρίς να κοιτάζουν απέναντι, παρά μόνο πλαγίως, δεξιά κι αριστερά τις βιτρίνες –κι αλίμονό σου, αν βρεθείς στο δρόμο τους και δε στρίψεις τελευταία στιγμή για να τις αποφύγεις. Είναι αυτοί που, όταν στεκόμαστε περιφρούρηση στην είσοδο ενός εμπορικού, σε διαπερνούν με λέιζερ ακτίνες στο βλέμμα τους, λες κι είσαι αόρατος, για να χαζέψουν τη βιτρίνα –και γενικώς. Και αν είχαν το ένα δέκατο της φαιάς ουσία που σπαταλάν για τα ψώνια τους, σε πολιτικό κριτήριο, θα ήμασταν τώρα σε προεπαναστατική κατάσταση –αν και συνήθως οι πολιτικές τους επιλογές είναι ασορτί με το γούστο τους και τις επιταγές της (πολιτικής) μόδας.

Καταλαβαίνεις λοιπόν σφε αναγνώστη πόσο συγκινητικό είναι να σκοντάφτεις σε γνωστές φυσιογνωμίες –κι ας μην τις ξέρεις προσωπικά- και τον ίδιο ιδεότυπο, να βλέπεις πως το είδος των τσιμισκανθρώπων δεν παράγεται αποκλειστικά στη λδ γτου βορρά και τους δρόμους πέριξ της τσιμισκή και να βλέπεις τα ήθη κι έθιμα του τόπου σου στο «εξωτερικό». Όπου μπορεί να έχουν δικό τους ιδιόλεκτο και λογοπαίγνια πχ για τα ερμητικά κλειστά μαγαζιά της ερμού που βάζουν λουκέτο και τους εργάτες που δουλεύουν ήλιο με ήλιο για την κερδοφορία των αφεντικών τους. Με τον ήλιο τα ανοίγουν, με τον ήλιο τα κλείνουν, μα τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε; Μα είναι φανερό ότι φταίνε οι παμίτες που δεν αφήνουν τα πολυκαταστήματα και τα μεγάλα μονοπώλια να δουλέψουν τις κυριακές, για να γιγαντωθούν, τώρα που είμαστε πάνω στην ανάπτυξη –τρία τα εκατό λέει η κυβέρνηση πως θα φτάσει τον επόμενο χρόνο. Και το χειρότερο είναι πως υπάρχει κόσμος που την πιστεύει, όσο δεν αναπτύσσει ταξικό κριτήριο (αντί για την καπιταλιστική κερδοφορία) και μένει έρμαιο της αστικής προπαγάνδας.

Χτες λοιπόν, στον απόηχο της μεγάλης συγκέντρωσης του σαββάτου, καμιά εκατοστή συλ-αλητήριοι παμίτες ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της πασεβε και του σωματείου εμποροϋπαλλήλων για την υπεράσπιση της κυριακάτικης αργίας και μαζεύτηκαν στην καπνικαρέα, προκαλώντας δικαιολογημένα την αγανάκτηση μιας φιλήσυχης νοικοκυραίας που ρέμβαζε αμέριμνη από το μπαλκόνι της τη γαλήνη της κυριακάτικης ανάπτυξης κι ενοχλημένη πήρε έναν κουβά νερό και μπουγέλωσε τους συγκεντρωμένους. Οι δικοί μας προφανώς αντέδρασαν, πήγαν να παρβιάσουν την εξώπορτά της, για να της ζητήσουν το λόγο, κι όταν πλάκωσε η αστυνομία, για να ηρεμήσει τα πνεύματα, της εξήγησαν τους δύο δρόμους (ανάπτυξης) που υπήρχαν μπροστά τους: ή τη συλλαμβάνετε εσείς, ή την αναλαμβάνουμε εμείς.

Τελικά  δεν πρέπει να έγινε τίποτα από τα δύο, αλλά αξίζει να σταθεί κανείς κοινωνιολογικά στην περίπτωση της φιλήσυχης κυράτσας με το φτωχικό στην καπνικαρέα, που θα θύμιζε στο ζαραλίκο τον άνεργο σκηνοθέτη με το διόροφο στην πλάκα, βγαλμένη κατευθείαν από ταινία του παπακαλιάτη. Και μπορεί να δρόσισε τους φλογερούς συντρόφους, γιατί νόμιζε πως της έκαναν καντάδα κι αν μπορούσε θα τους αφιέρωνε κι αυτή μια καντάτα, πχ για τη μακρόνησο, όπυο θα ήθελε να μας στείλει όλους μια μέρα, όταν ανοίξει ξανά με το καλό ο σύγχρονος παρθενώνας.

Στη συνέχεια οι συγκεντρωμένοι παμίτες κατευθύνθηκαν με πορεία από την αιόλου (όπου τους πρόλαβα κι εγώ) στο «νότος», όπου παραμείναμε έξω από την είσοδο, χωρίς να την αποκλείσουμε, ενώ ένα μικρό κλιμάκιο σφων του σωματείου μπήκε στο κατάστημα και μοίρασε προκηρύξεις στους εργαζόμενους. Κι ύστερα από τη σταδίου πορευτήκαμε προς το «άττικα» (άλλο ξακουστό κάτεργο) όπου όμως τους είχαν ειδοποιήσει και μας ετοίμασαν ειδική υποδοχή με ματάδες (ή μήπως άνδρες των υμετ) που απέκλεισαν αυτοί την είσοδο κι από μια άποψη μας ξεκούραζαν κάνοντας τη δουλειά μας, και με υπερβάλλοντα ζήλο μάλιστα, γιατί εμείς δεν είχαμε σκοπό να αποκλείσουμε το μαγαζί.

Κι ήταν τόσο σουρεάλ το σκηνικό, που θμήθηκα τους στίχους που τραγουδούσε η δημητριάδη, «ούτε ένας χαφιές δουλειά να μη βρίσκει» και τους συμπλήρωσα νοερά «και οι μπάτσοι να φυλάνε τα μαγαζιά, για να μη γίνει απεργοσπασία», όμορφη που είναι η προφητεία αυτή. Ενώ κάνα δυο σφοι τους τρόλαραν και φώναζαν «αγανακτισμένοι»: μα γιατί δεν αφήνετε τον κόσμο να ψωνίσει; Εμποδίζετε την ανάπτυξη..!

Τεκλικά απέκλεισαν τις δύο εισόδους από την πλευρά που ήμασταν εμείς κι έστελναν τους πελάτες να μπουν από μια τρίτη, καθώς στέκονταν σαν περιφρούρηση –κι αν τους δίναμε να κρατάνε και ένα πανό αντί για ασπίδες; Κι η πλάκα είναι πως σε αντίθεση με τα ακούνητα μολυβένια στρατιωτάκια που απλώς εκτελούσαν εντολές και ούτε καν στην κατηγορία των «ομιλούντων εργαλείων» -όπως χαρακτήριζε τους δούλους της εποχής του ο αριστοτέλης- δε θα μπορούσαν να μπουν, οι αξιωματικοί τουης ήταν σχετικά πιο συνεννοήσιμοι και τελικά πείστηκαν να αφήσουν μια ομάδα συντρόφων να περάσει για να μοιράσει προκηρύξεις, όπως στο «νότος», γιατί αλλιώς ακόμα εκεί θα ήμασταν.

Θα μου πεις όμως πως αυτό δεν έχει πολλή σημασία και δε λέει τίποτα, γιατί δεν έκλεισε ούτε ένας σταθμός του μετρό κατά μήκος της πορείας ή κοντά στα μαγαζιά που πηγαίναμε, οπότε δεν ήμασταν πραγματικά επικίνδυνοι για την αστική τάξη και την εξουσία της –σύμφωνα με το αγωνιστικό μέτρο που εφευρέθηκε για να μειώσει το συλλαλητήριο του σαββάτου. Δεν πειράζει όμως, γιατί θα έρθει οσονούπω η αριστερή κυβέρνηση και θα γίνουν πιο φιλικά τα σώματα ασφαλείας, ουδέτερο το κράτος και θα δούμε επιτέλους άσπρη μέρα και λευκές νύχτες, σαν αυτές που διοργανώνει η συριζαία δήμαρχος της λιβαδειάς.

Στη θεσσαλονίκη βέβαια τα αμίλητα εργαλεία ήταν πιο δραστήρια και τραυμάτισαν μια διαδηλώτρια, καθώς απωθούσαν την περιφρούρηση, για να ανοίξουν την είσοδο και να απελευθερώσουν την αγορά από τις αγκυλώσεις της. Γιατί τι είναι εξάλλου η κυριακάτικη αργία, αν το καλοσκεφτούμε; Μια μεγάλη και αχρείαστη αγκύλωση από το πολύ καθισιό, όταν δε δουλεύουμε, που πρέπει να καταργηθεί πάραυτα, γιατί νους υγιής εν σώματι υγιεί. Ενώ όταν τσακίζεσαι στην κούραση, επτά μέρες την εβδομάδα, τσακίζεται τότε κι ο νους μες στα σκυμμένα κεφάλια, που δεν τολμάν να σηκώσουν ανάστημα και να αναπτύξουν συνείδηση.

Αυτοί όμως τη δουλειά τους κάνουν. Το θέμα είναι τι κάνουν οι υπόλοιποι, η πολυάριθμη φυλή των τσιμισκανθρώπων, που μπροστά τους ακόμα κι οι λιλιπούα του χατζιδάκη έχουν περισσότερη ταξική συνείδηση. Και περνάνε με άδειο –σαν τις τσέπες τους- βλέμμα, χωρίς να ιδρώνει το αυτί τουης για τη διαδήλωση και την κυριακή, γιατί είναι σε αργία διαρκείας η σκέψη τους. Κι ανάθεμα αν έχουν λεφτά να ψωνίσουν τίποτα στην τελική, απλά μπαίνουν στα μαγαζιά να χαρούν και να πάρουν μια τζούρα από τις βιτρίνες, σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα έξω από το ζαχαροπλαστείο. Κι αν καταργηθεί εντελώς η αργία της κυριακής και δουλεύουν όλοι, πότε θα προλαβαίνουν να πεταχτούν στην αγορά, για το αναφαίρετο, δημοκρατικό δικαίωμά τουης να (την) ψωνίσουν; Θα πρέπει συνεπώς να λειτουργούν σε 24ωρη βάση και να μην κλείνουν ποτέ τα μαγαζιά για να ‘ρθει ακόμα περισσότερη ανάπτυξη και να δείξουμε στους ξένους πως σε εμάς «η πόλη ποτέ δεν κοιμάται» -μόνο η ταξική μας συνείδηση παίρνει τον ύπνο του δικαίου. Κι έχουμε κάτι γραφικούς παμίτες, που στριγγλίζουν σαν ξυπνητήρια ενοχλητικά, προσπαθώντας να μας αφυπνίσουν, αλλά έχουμε μπόλικο όπιο κι έχουμε αναπτύξει αρκετούς μηχανισμούς, για να τους παρακάμπτουμε και να τους αγνοούμε.


Και πρόλαβες να χαρείς εσύ σφε αναγνώστη με τη λαοθάλασσα του σαββάτου. Είτε είμαστε όμως εκατό (όπως χτες) είτε εκατό χιλιάδες, πάλι μειοψηφία είμαστε κι ο δρόμος μπροστά μας ανηφορικός. Εξάλλου πόσοι νομίζεις πως είναι οι εκατό χιλιάδες; Κάπου κοντά στο 1% -λιγότερο κι από το 3% που υπόσχεται η κυβέρνηση για ανάπτυξη κι από το 4% που λέει ο πανούσης πως φτάσαμε το κίνημα. Μα δηλ, τι ζητάς τώρα, να ασχοληθούν τα κανάλια και να προβάλλουν αυτό το 1%, που άντε το πολύ να γίνει ένα 5% στις εκλογές; Σε παρακαλώ τώρα...