Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα γκοσινί. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα γκοσινί. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2017

Σε δέκα μέρες

(που δε συγκλόνισαν τον κόσμο)

Αγαπητό ημερολόγιο,

όχι πως δε συμβαίνουν ενδιαφέροντα πράγματα, αλλά κινούμαστε ακόμα σε ύστερους εορταστικούς ρυθμούς, γι' αυτό θα σου γράψω σε αντίστοιχα ελαφρύ κλίμα τα αθλητικο-πολιτικά συμπεράσματα ενός μπασκετικού διημέρου.

Θα μου πεις, έλα μωρέ τώρα, ποιο μπάσκετ και ποια Στικούδη; Και θα σου πω, τουλάχιστον το ελληνικό μπάσκετ υπάρχει στον ευρωπαϊκό χάρτη, σε αντίθεση πχ με τη Στικούδη και το ελληνικό ποδόσφαιρο. Θα συνεχίσεις τον εσωτερικό μου μονόλογο, ρωτώντας γιατί να ασχολούμαστε γενικά με το μπάσκετ, παθητικά, ως θεατές, αντί να βγούμε όλοι στους δρόμους και τα ανοιχτά γηπεδάκια, κι ας έχει κρύο αυτές τις μέρες. Θα σου απαντήσω σαφώς πως αυτή είναι μια πολύ καλή ερώτηση. Προχωράμε στην επόμενη.

Χτες έπαιζαν για την Α1 ΑΕΚ-Άρης, σε έναν άτυπο (ημι)τελικό για την τρίτη θέση της κανονικής περιόδου, και προχτές, στην Ευρωλίγκα, Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός (που αρνιέμαι να τον γράψω ΠΑΟ Superfoods, όπως αρνιέμαι-αρνιέμαι-αρνιέμαι να πω την Α1 Basket League Σκρατς, Στοίχημαν και τρέχα-γύρευε. Όπως οι Βάσκοι, που άλλαζαν σχεδόν κάθε χρόνο όνομα, αλλά κρατούσαν τη χάρη και τελικά καταστάλαξαν στο δικό τους: Μπασκόνια). Έπαιζαν δηλαδή οι τέσσερις κορυφαίες ομάδες στην Ελλάδα, που θα ξαναπαίξουν μεταξύ τους σε δέκα μέρες για τους ημιτελικούς του Κυπέλλου.

Αλλά εν αρχή ην η επέλαση του χιονιά, που στην πρωτεύουσα ειδικά, ήταν ένα μικρό ανέκδοτο και τον αποδομήσαμε με γκοσινικούς όρους και φράσεις από το μικρό Νικόλα, μαζί με ένα βόρειο σφο "καλο"φαγά.
-Επέλαση ή όχι, πάντως κρύο δεν κάνει, είπε ο Κλοτέρ και πήγε τιμωρία στη γωνία, όπως κάθε φορά που σηκώνεται να πει μάθημα.
Αν και το βασικό πρόβλημα ξεκίνησε από μια νιφάδα που ήθελε να κάνει μόνη της τη χιονόπτωση, όπως ο Αλσέστ το πλήθος.
Και τέλος πάντων, κανείς δεν τα βάζει ατιμώρητα με την Παρέα των Εκδικητών και το χιονιά της Αθήνας.
Αχ Αθήνα του χιονιά...

Το πρόβλημα με την Αθήνα δεν είναι το τσουχτερό κρύο της (γελάει ο κόσμος, εκτός κι αν μιλάμε για πρόσφυγες και άστεγους), αλλά τα σπίτια και οι κλειστοί χώροι που δε θερμαίνονται. Κανονικά, αντί για "χρόνια πολλά" κι άλλα τέτοια κοινότυπα αυτές τις μέρες, πρέπει να ευχόμαστε "θέρμανση πάνω απ' όλα", "να ζεσταθεί το κοκαλάκι μας", κτλ. Κάποιοι φίλοι βγαίνουν κάθε μέρα από το κρύο σπίτι τους, για καφέ, μπραντς, τάβλι κι ό,τι ήθελε προκύψει, με βασικό σκοπό να ζεσταθούνε -όπως οι γέροι πηγαίνουν το καλοκαίρι στα ΚΑΠΗ και τις δημόσιες υπηρεσίες, που κλιματίζονται.

Αλλά έτσι παίζεις με τις πιθανότητες. Που μπορεί να είναι κι εις βάρος σου, όταν πχ ακόμα και το κλειστό του ΟΑΚΑ (που το ονόμασαν "Νίκος Γκάλης" χωρίς κανένα λόγο) δεν έχει θέρμανση. Μα είναι τρελοί αυτοί οι χαμουτζήδες. Κι έτσι οι δυο ομάδες βαρούσαν στο γάμο του καραγκιόζη, μέχρι να ζεσταθούν και να πάρουν μπρος (η ΑΕΚ πχ είχε 46 πόντους στο ημίχρονο, αλλά μονάχα δύο, στο πρώτο τετράλεπτο.

Το άλλο πρόβλημα. όταν πηγαίνεις γήπεδο, είναι πώς να αποφύγεις το φακέλωμα, την κάρτα πολίτη, ΑΜΚΑ, ιστορίες και δε συμμαζεύεται. Εκτός κι αν πέσεις πάνω σε κάποιο μέλος της Ορίτζιναλ, που σου δίνει "δικό της" εισιτήριο, πέντε ευρώ, χωρίς ουρές και διαπιστεύσεις, πας και κάθεσαι όπου θες. Και μένεις με την απορία αν τα έδωσες σε έναν πολιτικοποιημένο σύνδεσμο (το όνομα θα μπορούσε να παραπέμπει στους "δικούς μας" αυθεντικούς "τρου" κουκουέδες), με ανησυχίες και σωστή θέση ενάντια στο φακέλωμα. Ή σε μια οπαδική μαφία, που βγάζει μεροκάματο για τα κεφάλια της, κι έχει γίνει κολαούζος του Μελισσανίδη στο θέμα του γηπέδου στη Φιλαδέλφεια.
Αν και το ένα δεν αποκλείει το άλλο, απαραίτητα.

Γενικά η ΑΕΚ είναι μια ιδιαίτερη, μπερδεμένη περίπτωση συλλόγου και λαού. Που τιμά τις ρίζες του με τη δωρεάν κερκίδα για τα προσφυγόπουλα (ή το 99', το φιλικό με την Παρτιζάν στο Βελιγράδι), αλλά κάνει ένα μικρό χαμό με κροτίδες και καπνογόνα, για να νιώσουν τα προσφυγάκια σαν το σπίτι τους (την πατρίδα τους) και να βάλει τα κλάματα ένας άλλος μπόμπιρας, που καθόταν πίσω μας. Έξω οι οικογένειες από το γήπεδο, που λέει κι ένα σύνθημα στην Τούμπα.

Που μπορεί να έχει ωραία κερκίδα, παλμό, ωραία συνθήματα, Ζαραλίκο στο μικρόφωνο, κτλ, αλλά να την πέσει στην κόρη του Αμερικάνου. Κι έχει τεράστιο άχτι στους Αρειανούς, λόγω Ξηροκώστα (που ζει κάθε χρόνο γι' αυτό το παιχνίδι), αντί να τα βάλουν πρωτίστως με την αστυνομία, που τους στρίμωξε υπεράριθμους σε μια μικρή θύρα στο Χαριλάου, για να ποδοπατηθούν με μαθηματική, νομοτελειακή ακρίβεια.

Στο αγωνιστικό κομμάτι, έπαιζαν δύο ομάδες με πολύ διαφορετική φιλοσοφία (σα να λέμε υλιστές εναντίον ιδεαλιστών, αλλά καμία σχέση). Όπου ο Άρης δεν αλλάζει ποτέ και για κανένα λόγο τους ξένους του (ακόμα και αν φύγουν από μόνοι τους, όπως ο Μαρμπλ) ποντάροντας στην ομοιογένεια. ΝΔ-ΠΑΣΟΚ δεν αλλάζουν, άλλαξε εσύ.

Ενώ η ΑΕΚ αλλάζει σχεδόν κάθε εβδομάδα (Ελονού, Μακ Γκραθ) λες και περιμένει να της κάτσει το Τζόκερ. Τα πάντα ρει, πλην του προπονητή της, αν και έχει μαλώσει με τους πάντες, στο βαθμό που μετά τον αγώνα να δηλώνει μεταξύ σοβαρού κι αστείου για το μαυρισμένο μάτι του Ούκιτς (που τα έβαζε όλα κι έπαιζε καλύτερα έτσι): "δεν το έκανα εγώ".

Κι ίσως να ήταν ευκαιρία να τον τελειώσουμε το Σάββατο το βράδυ (εμείς θα ξαναφέρουμε τον Αναστασιάδη) αλλά μετά το 29-30 δεν υπήρχαμε στο γήπεδο. Κι έτσι τώρα μένει η ρεβάνς για το Κύπελλο, την άλλη βδομάδα, κι η πρόκριση στον τελικό. Αν και κανείς δε μοιάζει έτοιμος-ικανός για την υπέρβαση, να σπάσει δηλ το δίδυμο των αιωνίων.

Εκεί όπου τα κόζια άλλαξαν κι ο Ολυμπιακός έχει πάρει τον αέρα του ΠΑΟ, με έξι σερί νίκες. Κι αυτό είναι το μόνο σημαντικό που μένει στο τέλος, σε μια διοργάνωση-μαραθώνιο, 30 αγωνιστικές, όπου όλοι μπορούν να κερδίσουν τους πάντες (ακόμα και την ΤΣΣΚΑ που έχει τρεις σερί ήττες) και να καλύψουν ένα στραβοπάτημα. Όχι όμως και τους τραυματισμούς των παικτών τους, που δίνουν δυο και τρεις αγώνες κάθε βδομάδα, και πέφτουν σαν τα κοτόπουλα, στο βωμό του νέου συστήματος της Ευρωλίγκα, που ζήλεψε το ΝΒΑ.

Όσο για τον ΠΑΟ είχε 15 κλεψίματα, εξουδετερωμένα τα βασικά ατού του αντιπάλου (Σπανούλη, Πρίντεζη, Λοτζέσκι), σούπερ δίδυμο Τζέιμς-Ρίβερς... Αλλά δεν είχε ομάδα και Έλληνες να μιλήσουν στα δύσκολα. Ούτε καν τον (γεια-σου) Παππά...
Ούτε καν τον Μπουρούση, που προβλημάτισε με την απόδοσή του και την... ωριμότητά του, όταν τον πίκαρε το κοινό του ΣΕΦ κι αυτός δε γύρισε να τους πει: σε δέκα μέρες...



Στο φινάλε της σημερινής ανάρτησης, μπορείτε να δείτε μια αγιογραφία του Καίσαρη για τον πεθερό του Μπουρούση, το Μάκαρο Ψωμιάδη -δικαίως ακούει τα σχολιανά του στα σχόλια από κάτω, χωρίς να υπολογίσει ο άτιμος αυτούς που τον θεωρούνε κομμουνιστή.

Και κάτι που γράφτηκε ένα χρόνο πριν, σε μια σελίδα ερασιτεχνών (που αγαπάνε δηλ την τέχνη και αυτό που κάνουν) για την κοινωνική διάσταση του φαινόμενου Αντετοκούμπο. Ο οποίος πάει καρφί για το All Star Game στο ΝΒΑ, κι είναι πίσω (μόνο) από το Λεμπρόν Τζέιμς, στους "κοντούς" της Ανατολής. Ναι, αλλά δεν έφτασε ακόμα τις ψήφους των φασισταριών της ΧΑ στις εκλογές. Ρε λες τελικά να τους ψηφίζουν κι αυτούς bot (ψεύτικοι λογαριασμοί, μηχανές), σαν τον Πατσούλια;

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

Αγαπητέ Άγιε Βασίλη


Όπως κάθε χρόνο, από τότε που έμαθα να γράφω, δηλαδή εδώ κι ένα σωρό χρόνια, είπα στον μπαμπά και τη μαμά πως θα σου γράψω γράμμα για να σου ζητήσω τι δώρα θέλω για τα Χριστούγεννα.

Το πρόβλημα είναι πως ο μπαμπάς με πήρε στα γόνατά του και μου εξήγησε πως φέτος δεν έχεις πολλά λεφτά, ιδίως μετά τη ζημιά που έπαθες, που χρειάστηκε δηλαδή να πληρώσεις χρήματα για να φτιάξεις το έλκηθρό σου, επειδή ο άλλος ο βλάκας σου βγήκε από τα δεξιά με το δικό του έλκηθρο κι αν και υπήρχαν μάρτυρες, δεν είχε δίκιο η ασφαλιστική εταιρεία γιατί εσύ είχες προτεραιότητα. Το ίδιο ακριβώς έπαθε κι ο μπαμπάς μου, την περασμένη βδομάδα με το αυτοκίνητό του και δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος.

Και μετά, ο μπαμπάς μου είπε πως πρέπει να είμαι γενναιόδωρος και καλό παιδί κι αντί να ζητάω δώρα για όλους όσους αγαπάω και για τους φίλους μου. Εγώ, λοιπόν, είπα καλά, εντάξει, και η μαμά με φίλησε. Μου είπε πως ήμουν το μεγάλο της αγοράκι κι ότι ήταν σίγουρη πως, παρά το πρόβλημα με το έλκηθρο, θα σου περίσσευαν λίγα χρήματα για να μου πάρεις ένα μικρό δωράκι. Είδες τι καλή που είναι η μαμά μου!

Γι' αυτό λοιπόν, δε θα σου ζητήσω τίποτα για μένα.

Για τον μπαμπά μου και τη μαμά μου θα ήθελα ένα μικρό αυτοκίνητο που να με χωράει και που να προχωράει μόνο του, χωρίς να χρειάζεται να κάνω πετάλια, με φώτα που να ανάβουν, όπως άναβαν τα φώτα στο αυτοκίνητο του μπαμπά, πριν από το ατύχημα. Το αυτοκίνητο το έχω δει στη βιτρίνα του μαγαζιού που είναι κοντά στο σχολείο. Αν φέρεις, λοιπόν, αυτό το αυτοκίνητο στον μπαμπά μου και τη μαμά μου, θα είναι τέλεια, γιατί, το υπόσχομαι, θα παίζω μ' αυτό όλη τη μέρα στον κήπο και δε θα εκνευρίζω πια τη μαμά, που δε θέλει να τρέχω πάνω κάτω μέσα στο σπίτι και να κάνω αταξίες στην κουζίνα. Κι ο μπαμπάς θα μπορεί να διαβάζει ήσυχος την εφημερίδα του, γιατί όταν παίζω μπάλα στο σαλόνι, θυμώνει και ρωτάει τι έφταιξε για να πληρώνει έτσι και γιατί ύστερα από μια ολόκληρη μέρα στο γραφείο δεν μπορεί να έχει λίγη ησυχία στο σπίτι του.

Αν φέρεις στον μπαμπά μου και τη μαμά μου το μικρό αυτοκίνητο, σε παρακαλώ να διαλέξεις το κόκκινο. Υπάρχει και σε μπλε χρώμα, αλλά νομίζω πως το κόκκινο θα τους αρέσει πιο πολύ.

Για τη δασκάλα, που είναι τόσο καλή και τόσο όμορφη όταν δεν κάνουμε φασαρία, θα ήθελα να μου φέρεις τις λύσεις όλων των προβλημάτων των μαθηματικών της χρονιάς. Ξέρω πως η δασκάλα στενοχωριέται πολύ όταν μας βάζει κακούς βαθμούς. "Μη νομίζεις, Νικόλα", μου λέει συχνά, "πως μ' ευχαριστεί να σου βάζω μηδέν. Ξέρω πως μπορείς να τα καταφέρεις πολύ καλύτερα". Γι' αυτό, αν έχω τις λύσεις θα είναι τέλεια, γιατί η δασκάλα μου είναι χαρούμενη. Κι ύστερα, ο Ανιάν, που είναι το χαϊδεμένο της δασκάλας, δε θα είναι πάντα ο πρώτος της τάξης και καλά να πάθει γιατί μας σπάει συνεχώς τα νεύρα.

Ο μπαμπάς του Ζοφρουά, ενός φίλου μου, είναι πολύ πλούσιος και του αγοράζει ό,τι θέλει. Πριν από λίγες μέρες του πήρε μια τρομερή στολή σωματοφύλακα, μ' ένα σπαθί, τσαφ τσαφ, ένα καπέλο με φτερό και διάφορα άλλα. Όμως μόνο αυτός έχει στολή σωματοφύλακα κι έτσι όταν ο Ζοφρουά παίζει μαζί μας, δεν έχει πλάκα, ιδίως όταν πρέπει να παλέψουμε με τα σπαθιά. Εμείς παίρνουμε χάρακες, αλλά δεν είναι το ίδιο. Γι' αυτό αν είχα μια στολή σωματοφύλακα, ο Ζοφρουά θα ήταν πολύ χαρούμενος γιατί θα μπορούσε να παίζει μαζί μου, τσαφ τσαφ, και οι άλλοι, με τους χάρακές τους, δε θα κατάφερναν και πολλά, και οι νικητές θα ήμασταν πάντα εμείς.

Για τον Αλσέστ, έναν άλλο φίλο μου, δε χρειάζεται να σκεφτώ πολύ. Του Αλσέστ του αρέσει να τρώει, γι' αυτό αν είχα πολλά λεφτά, θα τον κερνούσα, κάθε μέρα μετά το σχολείο, κρουασάν σοκολάτα που μας αρέσουν πολύ. Στον Αλσέστ αρέσουν και τα λουκάνικα, όμως εγώ θα του αγοράζω κρουασάν σοκολάτα, γιατί στο κάτω κάτω εγώ πληρώνω κι αν δεν του αρέσει, ας αγοράζει μόνος του τα λουκάνικα του. Έτσι δεν είναι;

Στον Ιωακείμ αρέσουν οι βόλοι. Είναι αλήθεια πως είναι πολύ καλός στους βόλους γιατί όταν ρίχνει, μπιγκ! πετυχαίνει πάντα το στόχο. Γι' αυτό, δε θέλουμε πια να παίζουμε μαζί του, επειδή εμείς παίζουμε με αληθινούς βόλους και χάνουμε όλους τους δικούς μας. Κι έτσι ο Ιωακείμ βαριέται στο διάλειμμα. "Ελάτε, βρε παιδιά, ελάτε να παίξουμε!..." μας λέει ο Ιωακείμ και είναι κρίμα. Αν είχα, λοιπόν, ένα σωρό βόλους, θα ήθελα να παίζω με τον Ιωακείμ, γιατί έτσι, ακόμα κι αν αυτός ο παλιοζαβολιάρης κέρδιζε συνεχώς, εγώ δε θα ξέμενα ποτέ από βόλους.

Ο Εντ, που είναι πολύ δυνατός και του αρέσει να βαράει μπουνιές στη μύτη των φίλων του, μου είπε πως θα σου ζητήσει να του φέρεις γάντια του μποξ για να παίζουμε στο διάλειμμα. Γι' αυτό, το καλύτερο δώρο για τον Εντ θα ήταν να μην του φέρεις γάντια του μποξ. Ξέρεις τι σου λέω, γιατί μετά ο Εντ θα έρχεται με τα γάντια του, θα μας δίνει μπουνιές στη μύτη, θα ανοίγουν οι μύτες μας, εμείς θα βάζουμε τις φωνές κι ο επιστάτης θα βάζει τιμωρία τον Εντ κι εμείς θα στενοχωριόμαστε, όπως στενοχωριόμαστε πάντα όταν κάποιο από τα παιδιά τρώει τιμωρία. Γι' αυτό αν θέλεις να φέρεις οπωσδήποτε αυτά τα γάντια του μποξ, δώσε τα καλύτερα σε μας, για να μην έχει φασαρίες ο Εντ.

Ο Κλοτέρ είναι ο τελευταίος της τάξης. Όταν τον σηκώνει η δασκάλα για μάθημα, τον βάζει πάντα τιμωρία να μη βγει για διάλειμμα κι όταν παίρνουμε τους ελέγχους, γίνεται ολόκληρη φασαρία στο σπίτι του και οι δικοί του τού κόβουν το σινεμά, τα γλυκά και την τηλεόραση. Ο Κλοτέρ τρώει συνεχώς τιμωρίες, και ο διευθυντής ήρθε στην τάξη του και του είπε μπροστά σε όλους πως θα καταλήξει στη φυλακή και πως οι γονείς του θα στενοχωρηθούν πολύ γιατί κάνουν τόσες θυσίες για να του προσφέρουν μια καλή ανατροφή. Εγώ όμως ξέρω για ποιο λόγο ο Κλοτέρ είναι κακός μαθητής και γιατί είναι χαζός. Δεν είναι πιο χαζός, ας πούμε, από το Ρούφους, όμως είναι πάντα κουρασμένος.

Ο Κλοτέρ προπονείται συνεχώς με το φοβερό κίτρινο ποδήλατό του, γιατί θέλει αργότερα, όταν μεγαλώσει να τρέξει στο Γύρο της Γαλλίας. Κι όπως καταλαβαίνεις, εξαιτίας της προπόνησης, δεν προλαβαίνει να κάνει τα μαθήματά του, ούτε να λύνει τις ασκήσεις του, και γι' αυτό η δασκάλα τον βάζει να γράφει τιμωρίες και να μαθαίνει όλες τις κλίσεις των ρημάτων κι επειδή του βάζουν όλο και πιο πολλή δουλειά, χάνει ώρες από την προπόνηση και αναγκάζεται να προπονείται τις Κυριακές. Για να μην είναι, λοιπόν, πάντα τελευταίος ο Κλοτέρ, για να μην του κόβουν το σινεμά, τα γλυκά και την τηλεόραση, το καλύτερο θα ήταν να πάρεις πίσω το ποδήλατό του. Έτσι κι αλλιώς, αν συνεχίσει έτσι, θα καταλήξει στη φυλακή, όπως λέει κι ο διευθυντής, κι αποκλείεται να τον αφήσουν να βγει από εκεί μέσα, για να τρέξει στο Γύρο της Γαλλίας. Αν θέλεις όμως, μπορείς να μου δώσεις εμένα το ποδήλατο του Κλοτέρ, να το κρατήσω ώσπου να μεγαλώσει, όταν δε θα χρειάζεται πια να πηγαίνει στο σχολείο.

Για το Σουπιά, που είναι ο επιστάτης μας, αλλά που δεν τον λένε στα αλήθεια έτσι, πρέπει να κάνεις κάτι πολύ σημαντικό. Είναι αλήθεια πως στα διαλείμματα τρέχει συνεχώς πάνω κάτω στην αυλή, για να μας χωρίζει όταν τσακωνόμαστε, για να μας παίρνει την μπάλα όταν παίζουμε μήλα (από τότε που σπάσαμε το τζάμι στο γραφείο του διευθυντή), για να μας φωνάζει όταν κάνουμε βλακείες, για να μας βάζει τιμωρία στη γωνία, για να μας βάζει τιμωρίες για το σπίτι, για να χτυπάει το κουδούνι, όταν τελειώνει το διάλειμμα. Γι' αυτό είναι πολύ κουρασμένος ο Σουπιάς. Πρέπει, λοιπόν, να τον στείλεις αμέσως διακοπές, να πάει στο σπίτι του, στο Κορέζ, και να μείνει εκεί πολύ καιρό. Και το σωστό θα ήταν να στείλεις διακοπές και τον κύριο Αλογόμυγα, που είναι ο αντικαταστάτης του Σουπιά, όταν ο Σουπιάς λείπει.

Κι έπειτα, για την Άννα Μαρία, που είναι ένα κοριτσάκι που μένει δίπλα μας και που είναι πολύ συμπαθητική, παρότι είναι κορίτσι, με το ροζ πρόσωπό της, τα μπλε μάτια της και τα κίτρινα μαλλιά της, θα ήθελα να μάθω να κάνω τρομερές κωλοτούμπες. Της αρέσει πολύ να βλέπει τους άλλους να κάνουν κωλοτούμπες, γι' αυτό αν μπορείς να μου μάθεις να κάνω τις καλύτερες κωλοτούμπες του κόσμου, η Άννα Μαρία θα λέει: "Ο Νικόλας είναι και ο πρώτος!" Και θα είναι πολύ χαρούμενη.

Αυτά! Σου ζήτησα δώρα για όλους όσους αγαπάω. Μπορεί να ξέχασα μερικούς, γιατί αγαπάω ένα σωρό ανθρώπους, γι' αυτό δώσε και σ' εκείνους που ξέχασα πάρα πολλά δώρα.

Για μένα, όπως σου είπα και πριν, δε θέλω τίποτα.

Ούτε καν αν σου περισσέψουν χρήματα και σου περάσει από το μυαλό η σκέψη να μου κάνεις καμιά έκπληξη, φέρνοντάς μου, ας πούμε, το αεροπλάνο που βρίσκεται στη βιτρίνα του μαγαζιού όπου θα αγοράσεις το αυτοκίνητο του μπαμπά και της μαμάς. Να προσέχεις, όμως, πολύ, όταν θα κατεβαίνεις από την καμινάδα, γιατί το αεροπλάνο είναι κόκκινο, όπως το αυτοκίνητο, και λερώνεται εύκολα.

Σου υπόσχομαι πάντως να είμαι όσο πιο φρόνιμος γίνεται και σου εύχομαι ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!

Υγ: υπάρχουν και τα Χριστούγεννα του μικρού Νικόλα, αλλά ας τα κρατήσουμε για του χρόνου.

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

Τα Χριστούγεννα του μικρού Νικόλα

Είθισται τέτοιες μέρες να λέμε διάφορες ιστορίες. Κι αν δε μιλάμε για αυτήν που γράφεται από τους λαούς, δεν υπάρχει άλλη, καλύτερη, από αυτές που διηγείται ο Γκοσινί για το μικρό Νικόλα. Και ας έχω σοβαρές ιδεολογικές διαφωνίες για την καινούρια μετάφραση: ποιος Ζοφρουά; Ποιος Σουπιάς; Ποιος Ζοακίμ ή Ιωακείμ; Πού είναι ο Γκοφρουά, ο Ζουμιάς κι ο Γιοακίμ; Όλα όσα αγαπήσαμε; Ο παιδικός μας κόσμος που καταρρέει σα χάρτινος πύργος;

Καλή ανάγνωση, καλές γιορτές.


Πριν τα Χριστούγεννα είναι υπέροχα

Συνήθως, ο μπαμπάς μου λέει πως ο Αϊ-Βασίλης είναι πολύ φτωχός και πως δεν μπορεί να μου φέρει όλα αυτά τα τρομερά πράγματα που του ζητάω, αλλά φέτος θα είναι υπέροχα, γιατί ο μπαμπάς μου υποσχέθηκε πως θα έχω ό,τι ζητήσω.

Σήμερα ήταν η τελευταία μέρα του σχολείου πριν τις διακοπές. Ο Ζοφρουά έχει έναν πολύ πλούσιο μπαμπά, που του αγοράζει πράγματα όλο το χρόνο κι εμείς φυσικά δε ζηλεύουμε γιατί ο Ζοφρουά είναι φίλος μας, αλλά δεν είναι δίκαιο αυτός ο χαζός να παίρνει συνεχώς δώρα ενώ εμείς να παίρνουμε δώρα μόνο στα γενέθλιά μας, τα Χριστούγεννα και όταν ερχόμαστε πρώτοι στα διαγωνίσματα, πράγμα όμως που δε συμβαίνει συχνά, γιατί πρώτος είναι πάντα ο Ανιάν, που είναι το χαϊδεμένο της δασκάλας.

Ο Ζοφρουά δεν πρόλαβε να μας μιλήσει για τα γυαλιά αεροπόρου που του πήραν, γιατί χτύπησε το κουδούνι και αναγκαστήκαμε να μπούμε στη σειρά για να πάμε στην τάξη. Και στην τάξη, η δασκάλα θύμωσε γιατί ο Ζοφρουά κι ο Εντ μιλούσαν μεταξύ τους.

-Ζοφρουά! Εντ! φώναξε η δασκάλα. Θέλετε να μείνετε τιμωρία όλα τα Χριστούγεννα στο σχολείο;
-Εγώ δεν μπορώ, κυία, είπε ο Ζοφρουά. Φεύγω αύριο για σκι στο βουνό.
-Σιγά, αν είσαι τιμωρία, είπε ο Εντ, θα μείνεις στο σχολείο όπως κι εγώ και δε θα φύγεις, είναι απλό!
-Α, έτσι; είπε ο Ζοφρουά. Ο πατέρας μου έχει κλείσει δωμάτια στο ξενοδοχείο και θέσεις στο τρένο, άμα θες να ξέρεις!
-Ησυχία! φώναξε η δασκάλα. Είσαστε ανυπόφοροι!... Νικόλα, ελπίζω να μη σε ενοχλεί που μιλάω την ώρα που μιλάς κι εσύ... Μα τι έχετε πάθει σήμερα, δε σας αντέχω! Μία λέξη ακόμα και όλη η τάξη θα μείνει τιμωρία, Χριστουγεννιάτικα!
-Βλέπεις! είπε ο Εντ.

Και η δασκάλα έβαλε τον Εντ και το Ζοφρουά τιμωρία όρθιους, από τη μια και από την άλλη μεριά του πίνακα. γιατί οι γωνιές της τάξης ήταν πιασμένες από τον Κλοτέρ, που είχε σηκωθεί για μάθημα -αυτός πηγαίνει πάντα στη γωνία, στο βάθος, όταν σηκώνεται για μάθημα- και το Ρούφους, που είχε πετάξει ένα χαρτάκι στο Μεξάν, όπου είχε γράψει, "Στο διάλειμμα πρέπει να σου μιλήσω" και η δασκάλα είχε δει το χαρτάκι και δεν της αρέσει να πετάμε χαρτάκια στην τάξη. Λέει πως αν έχουμε κάτι σημαντικό να πούμε, μπορούμε να περιμένουμε το διάλειμμα για να το πούμε. Και μετά, χτύπησε το κουδούνι και η δασκάλα μας άφησε όλους να βγούμε έξω, ακόμα και τους τιμωρημένους. Είναι πολύ καλή η δασκάλα και επιπλέον μου φαίνεται πως της αρέσει να μένει πού και πού μόνη στην τάξη.

Στην αυλή, ο Μεξάν ρώτησε το Ρούφους τι ήταν αυτό που ήθελε να του πει, αλλά ο Ρούφους του είπε πως δε λέει τίποτα στους χαζούς που αφήνουν τη δασκάλα να τους τσακώνει, όταν τους ρίχνουν χαρτάκια, πως αυτό είχε μόνο να του πει και πως δε θα του ξανάλεγε τίποτα ποτέ πια.

Την ώρα που ο Μεξάν έλεγε στο Ρούφους να του πει παρόλα αυτά εκείνο που ήθελε να του πει, εμείς μαζευτήκαμε γύρω από το Ζοφρουά, που είχε φορέσει τα γυαλιά του αεροπόρου και που μας εξηγούσε πώς τα φορούν όταν κάνουν σκι.

-Εσύ ξέρεις να κάνεις σκι; τον ρώτησα.
-Όχι ακόμα, μου απάντησε ο Ζοφρουά, αλλά στο βουνό, θα κάνω μαθήματα σκι με ένα δάσκαλο και μετά θα πάρω μέρος σε αγώνες, όπως οι τύποι που βλέπουμε στην τηλεόραση και επειδή θα πηγαίνω πολύ γρήγορα, χρειάζομαι γυαλιά αεροπόρου.
-Παραμύθια, είπε ο Εντ.

Αυτό δεν άρεσε στο Ζοφρουά.
-Αυτό το λες γιατί ζηλεύεις! φώναξε ο Ζοφρουά.
-Ας γελάσω, είπε ο Εντ. Άμα θέλω, για τα Χριστούγεννα μπορώ να ζητήσω γυαλιά αεροπόρου και θα μου πάρουν ένα σωρό.
-Παραμύθια! φώναξε ο Ζοφρουά. όταν δεν κάνεις σκι, δεν έχεις το δικαίωμα να έχεις γυαλιά αεροπόρου.
-Τι λες καλέ! είπε ο Εντ. Κι αν θες να ξέρεις, θα ζητήσω να μου πάρουν σκι και θα χρειάζομαι τα γυαλιά του αεροπόρου ακόμα πιο πολύ από σέναμ γιατί θα τρέχω πιο γρήγορα από σένα!

Άρχισαν να δέρνονται και ο Σουπιάς έφτασε τρέχοντας. Ο Σουπιάς, δεν ξέρω αν σας το έχω πει, είναι ο επιστάτης μας και τον φωνάζουμε έτσι γιατί λέει συχνά "Κοιτάξτε με καλά στα μάτια", και μέσα στη σούπα, όταν βράζει, πολλές φορές σχηματίζονται κύκλοι σαν μάτια. Οι μεγάλοι του έβγαλαν αυτό το όνομα.

-Απαίσια παλιόπαιδα! φώναξε ο Σουπιάς. Αυτό είναι το πνεύμα των Χριστουγέννων; Θα συμπεριφέρεστε σαν αγρίμια μέχρι την τελευταία μέρα; Και κατ' αρχήν γιατί τσακώνεστε; Κοιτάξτε με καλά στα μάτια και απαντήστε μου!
-Αυτός λέει πως τρέχει πιο γρήγορα από μένα, με τα παλιοσκί του! φώναξε ο Ζοφρουά.

-Καλά, καλά, είπε ο Σουπιάς. Ούτε κιχ να μην ακούσω. Θα μου κλίνετε και οι δύο το εξής: "Δεν πρέπει να λέω παλαβομάρες στο διάλειμμα, ούτε να συμπεριφέρομαι σαν βάνδαλος, παίζοντας ξύλο στην αυλή του σχολείου, με τις πιο ανόητες δικαιολογίες". Σε όλες τις φωνές και όλους τους χρόνους. Για μετά τις διακοπές. Και τώρα και οι δύο τιμωρία.

-Μα εγώ φεύγω αύριο για σκι! είπε ο Ζοφρουά.
-Παραμύθια, είπε ο Αλσέστ.
Και ο Σουπιάς τον έβαλε τιμωρία.

-Εγώ, είπε ο Κλοτέρ, θα γράψω στον Αϊ-Βασίλη να μου φέρει ένα σύστημα που αλλάζεις ταχύτητες, για το ποδήλατό μου.
-Σε ποιον θα γράψεις; ρώτησε ο Ιωακείμ.
-Στον Αϊ-Βασίλη, φυσικά, απάντησε ο Κλοτέρ. Σε ποιον θέλεις να γράψω, για να ζητήσω αυτό το σύστημα για τις ταχύτητες;
-Ας γελάσω, είπε ο Ιωακείμ. Και εγώ όταν ήμουνα μικρός πίστευα στον Αϊ-Βασίλη. Τώρα όμως ξέρω πως ο Αϊ-Βασίλης είναι ο πατέρας μου.
Ο Κλοτέρ κοίταξε τον Ιωακείμ και μετά χτύπησε το πλάι του κεφαλιού του με το δάχτυλό του.

-Αφού σου λέω πως τον είδα! φώναξε ο Ιωακείμ. Πέρσι, ξύπνησα. Η πόρτα του δωματίου μου ήταν ανοιχτή και είδα τον πατέρα μου να βάζει τα δώρα κάτω από το δέντρο. Αφού το δέντρο κόντεψε μάλιστα να πέσει πάνω του και ο πατέρας μου είπε μια κακή λέξη.

-Ε, παιδιά! είπε ο Κλοτέρ. Λέει πως ο πατέρας του είναι ο Αϊ-Βασίλης! Ας γελάσω! Εσύ μπορεί να είδες τον πατέρα σου, αλλά εγώ είδα τον Αϊ-Βασίλη μέσα σε ένα μαγαζί, με την άσπρη του γενειάδα και την κόκκινη κάπα του, κάθισα κιόλας στα γόνατά του και ένιωσα πολύ άσχημα γιατί με ρώτησε αν ήμουνα καλός μαθητής! Και δεν ήταν ο πατέρας σου!

-Φυσικά και δεν ήταν ο πατέρας μου! φώναξε ο Ιωακείμ. Ο πατέρας μου δε θα δεχόταν να κάτσει ένας χαζός στα γόνατά του!
-Ούτε εγώ, είπε ο Κλοτέρ, θα ήθελα ποτέ να καθίσω στα γόνατα του πατέρα σου, ακόμα και αν με πλήρωναν! Και έπειτα, αν μπει ποτέ στο σπίτι μου και κάνει τον Καραγκιόζη γύρω από το δέντρο μας, ε να ξέρεις, πως ο πατέρας μου θα τον πετάξει έξω, σίγουρα! Ο πατέρας σου ας καθίσει στο δικό του δέντρο που δεν μπορεί καλά-καλά να σταθεί όρθιο!
-Για ξαναπές αυτό που είπες για το δέντρο μας! είπε ο Ιωακείμ.

Και ο Σουπιάς ήρθε πάλι τρέχοντας, γιατί ο Κλοτέρ και ο Ιωακείμ άρχισαν να πλακώνονται στα χαστούκια.
-Αν ο πατέρας μου έχει όρεξη να κάνει τον Καραγκιόζη γύρω από το δέντρο σου, σιγά μην τον εμποδίσει ο δικός πατέρας! φώναζε ο Ιωακείμ. Κι ούτε πρόκειται ποτέ στη ζωή σου να καθίσεις στα γόνατα του πατέρα μου!
-Σκοτίστηκα για τα γόνατα του πατέρα σου! φώναξε ο Κλοτέρ.

Ο Σουπιάς έγινε κατακόκκινος, έδειξε το βάθος της αυλής και είπε χωρίς να κουνάει τα δόντια:
-Τιμωρία εκεί κάτω. Μαζί με τους άλλους. Και θα γράψετε κι εσείς την ίδια τιμωρία.

Και πριν τελειώσει το διάλειμμα, ο Σουπιάς χρειάστηκε να έρθει πάλι για το Ρούφους, που είχε ξαπλώσει κάτω, και το μεξάν που είχε ξαπλώσει πάνω στο Ρούφους και που του έλεγε: "Θα μου πεις τι ήθελες να μου πεις ή δε θα μου πεις;" Και ο Ρούφους έκανε όχι, με το κεφάλι, σφίγγοντας δυνατά τα χείλια του, για να μη μιλήσει.


Και μετά, την τελευταία ώρα, μας έβαλαν στη σειρά στην αυλή και ο διευθυντής ήρθε να μας πει πως μας ευχόταν "Καλά κι Ευτυχισμένα Χριστούγεννα" και πως ήξερε ότι μερικοί ήταν πολύ εκνευρισμένοι, αλλά πως, επειδή άρχιζαν οι διακοπές, θα μας χάριζε όλες τις τιμωρίες. Έχει δίκιο ο διευθυντής, κι εγώ το έχω προσέξει. η δασκάλα κι ο Σουπιάς είναι πάντα πολύ εκνευρισμένοι πριν τις διακοπές και όλο βάζουν τιμωρίες.

Σχολώντας, επειδή όλοι είμαστε μια φοβερή και μεγάλη παρέα φίλων, καθίσαμε λίγο για να ευχηθούμε ο ένας στο άλλον "Χρόνια Πολλά". Ο Κλοτέρ τα ξανάφτιαξε με τον Ιωακείμ και του είπε πως αυτά που είχε πει για τα γόνατα του πατέρα του Ιωακείμ, τα έλεγε για πλάκα και ο Ιωακείμ είπε πως θα ζητούσε από τον πατέρα του να χαρίσει στον Κλοτέρ ένα σύστημα που αλλάζεις ταχύτητες, ο Ρούφους είπε στο Μεξάν αυτό που ήθελε να του πει και του είπε πως είχε δει σε ένα μαγαζί με παιχνίδια κάτι τηλέφωνα που δούλευαν σαν αληθινά. Οπότε, αν ο Μεξάν που μένει δίπλα στο Ρούφους, ζητήσει ένα τέτοιο τηλέφωνο για τα Χριστούγεννα θα ζητήσει κι αυτός κι έτσι θα μπορούν να μιλούν συνέχεια και ο Μεξάν είπε πως αυτή ήταν πολύ καλή ιδέα και πως μπορούσαν κιόλας να φέρουν τα τηλέφωνά τους στην τάξη και να μιλάνε κι έτσι η δασκάλα δε θα θυμώνει με τα χαρτάκια που πετάνε. Κι έφυγαν και οι δύο πολύ χαρούμενοι, για να ζητήσουν τα τηλέφωνα από τους πατεράδες τους. Γελάσαμε πολύ με τον Ανιάν, που μας είπε πως την περασμένη χρονιά είχε ζητήσει τους τρεις πρώτους τόμους μιας τρομερής εγκυκλοπαίδειας και πως φέτος θα ζητούσε τους τρεις τελευταίους, από το Μ ως το Ω. Είναι παλαβός ο Ανιάν! Ο Εντ θα ζητήσει σκι.

Και μετά έφυγα με τον Αλσέστ, που είναι ο καλύτερός μου φίλος, ένας χοντρός που τρώει συνεχώς και που μένει δίπλα στο σπίτι μου.
-Την παραμονή θα έχουμε στο σπίτι μας τη γιαγιά, τη θεία Ντοροτέ και το θείο Ευγένιο, του είπα.
-Στο δικό μας, μου είπε ο Αλσέστ, θα έχουμε γαλοπούλα γεμιστή.

Και μετά κοιτάξαμε τις βιτρίνες της γειτονιάς, που είναι πολύ ωραίες, γιατί έχουν Χριστουγεννιάτικα στολίδια, γιρλάντες, έλατα, χιόνι, γυάλινες μπάλες που λάμπουν, φάτνες και Αϊ-Βασίληδες.

Η βιτρίνα του μπακάλικου του κυρίου Κομπανί ήταν πολύ ωραία. Είχε ένα έλατο από σαρδελοκούτια, με άχνη ζάχαρη γύρω του και μείναμε πολλή ώρα μπροστά στο ζαχαροπλαστείο, γιατί είχε χριστουγεννιάτικα γλυκά και η κυρία του ζαχαροπλαστείου βγήκε έξω και είπε στον Αλσέστ να φύγει, γιατί την εκνευρίζει να τον βλέπει να στέκεται εκεί, ακίνητος, με τη μύτη κολλημένη στη βιτρίνα.

Ακόμα και το μαγαζί που πουλάει κάρβουνα, όπου συνήθως έχει μόνο βρόμικους, μεγάλους σάκους, τώρα είχε μια γιρλάντα με τρεις μικρές λάμπες. Αν μιλάμε για λάμπες, φυσικά, το πιο τρομερό ήταν το μαγαζί με τα ηλεκτρικά όπου όλες οι λάμπες στη βιτρίνα -υπήρχαν ένα σωρό κι απ' όλα τα χρώματα- αναβόσβηναν, συνέχεια και πολύ γρήγορα. Και το φως ήταν τόσο δυνατό που φώτιζε τα παντζούρια του απέναντι σπιτιού. Και μετά, ο Αλσέστ έφυγε τρέχοντας γιατί είχε αργήσει και στο σπίτι του ανησυχούν πολύ, όταν αργεί για φαγητό.

-Πάλι τριγύριζες μετά το σχολείο, μου είπε η μαμά όταν έφτασα σπίτι. Σου αξίζει να μη σε πάρω μαζί μου στο κέντρο, να δεις τα μαγαζιά!
-Αχ ο΄χι μαμά, σε παρακαλώ, μαμά!
Τότε η μαμά γέλασε, είπε "καλά εντάξει, άντε γιατί είναι οι διακοπές των Χριστουγέννων, φάε το απογευματινό σου και μετά θα πάμε".

Έφαγα πολύ βιαστικά, άλλαξα πουκάμισο και πουλόβερ γιατί είχε ένα λεκέ από γάλα και πήραμε το λεωφορείο, που ήταν γεμάτος κυρίες με παιδιά της ηλικίας μου και ήμασταν πολύ στριμωγμένοι, αλλά ήμασταν όλοι πολύ χαρούμενοι, ειδικά τα παιδιά.

Στο κέντρο, ήμασταν ξανά πολύ στριμωγμένοι όπως στο λεωφορείο και τα μαγαζιά είχαν ένα σωρό φώτα που γύριζαν απ' όλες τις μεριές και που φώτιζαν τα σταματημένα αυτοκίνητα που γέμιζαν τους δρόμους και μέσα στ' αυτοκίνητα, οι άνθρωπο φώναζαν και πατούσαν τις κόρνες και ήταν πάρα πολύ ωραία. Ήταν ακόμα πιο ωραία κι από το μαγαζί με τα ηλεκτρικά της γειτονιάς, αλλά ήταν πιο δύσκολο να πλησιάσεις τις βιτρίνες.

-Ωραία ιδέα είχα, να έρθουμε εδώ! είπε η μαμά.
-Ω, ναι, είπα.
-Κυρία μου, επιτέλους μη σπρώχνετε, είπε μια κυρία.
-Δε σπρώχνω κυρία μου. Με σπρώχνουν, απάντησε η μαμά.

Και φτάσαμε μπροστά σε μία βιτρίνα, με κούκλες που κουνιόταν, πολύ αστείες, και σε ένα βαγόνι ήταν ένας χοντρός ελέφαντας και γύρω του κάτι ηλεκτρικά τρένα με τούνελ, ανισόπεδες διαβάσεις, σταθμούς, μικρές αγελάδες, γέφυρες και η μαμά μου είπε να προχωρήσω, κι εγώ της είπα:
-Όχι, άσε με να δω ακόμα λίγο, έλα!

-Μα προχωράτε επιτέλους κυρία μου, είπε η κυρία. Δε βλέπετε πως κλείνετε το πέρασμα; Δεν είστε μόνη σας στο δρόμο.
-Οχ, κυρία μου, είπε η μαμά, σας αρέσει δε σας αρέσει, θα κάνετε όπως όλος ο κόσμος!

Τα τρένα ήταν πολύ ωραία, ιδίως αυτά που είχαν πολύ παλιές ατμομηχανές, αυτά που είχαν φουγάρα απ' όπου έβγαινε αληθινός καπνός.

-Θα προχωρήσετε, ναι ή όχι, κυρία μου; είπε η κυρία.
-Φαίνεται πως δεν έχετε παιδί, κυρία μου, είπε η μαμά. Αλλιώς θα δείχνατε μεγαλύτερη κατανόηση.
-Πώς δεν έχω παιδί; είπε η κυρία. Και μετά φώναξε:
-Ροζέ! Ροζέ! Ροζέ! Πού είσαι Ροζέ; Έλα εδώ αμέσως! Ροζέ! Ροζέ!

Και μετά είδαμε άλλες βιτρίνες με αλογάκια που γύριζαν στα αλήθεια, αληθινά ξύλινα αλογάκια, και υπήρχαν και πολλά μολυβένια στρατιωτάκια και πανοπλίες και  αυτοκίνητα και μπάλες και είπα στη μαμά να μπούμε στο μαγαζί να αγγίξω τα παιχνίδια.

-Μ' όλη αυτή την κοσμοσυρροή; είπε η μαμά. Ούτε να το σκέφτεσαι, Νικόλα! Πρέπει να είναι κανείς τρελός για να μπει εκεί μέσα! Θα έρθεις άλλη μέρα με τον μπαμπά.

Αλλά δεν μπορούσαμε να φύγουμε γιατί μας έσπρωχνε όλος αυτός ο κόσμος και αναγκαστήκαμε να μπούμε στο μαγαζί και η μαμά είπε, "καλά, ας κάνουμε μία μικρή βόλτα, αλλά θα ξαναβγούμε αμέσως".

Ανεβήκαμε από την κυλιόμενη σκάλα. Εμένα μου αρέσει η κυλιόμενη σκάλα, αλλά εκεί, στα παιχνίδια, δεν μπορούσα να δω και πολλά εξαιτίας των μεγάλων που ήταν παντού και γι' αυτό είναι πιο βολικό να πηγαίνω στα μαγαζιά με τον μπαμπά, γιατί αυτός με σηκώνει ψηλά και μπορώ να δω. Είναι πολύ δυνατός ο μπαμπάς.

Υπήρχε μια ουρά με παιδάκια που περίμεναν να μιλήσουν στον ΑΪ-Βασίλη και στην ουρά ήταν και ένας μεγάλος, ένας κύριος που έμοιαζε θυμωμένος και που κρατούσε από το χέρι ένα πολύ μικρό παιδί, που έκλαιγε και που φώναζε πως φοβόταν και πως δεν ήθελε να του κάνουν πάλι εμβόλιο.

-Πάμε, είπε η μαμά.
-Λίγο ακόμα, έλα! παρακάλεσα.
Αλλά η μαμά με αγριοκοίταξε και κατάλαβα πως δεν ήταν η στιγμή για τέτοια και πριν τα Χριστούγεννα καλύτερα να μην έχουμε φασαρίες. Ήταν πολύ δύσκολο να φύγουμε από το μαγαζί εξαιτίας όλου αυτού του κόσμου κι όταν επιτέλους βγήκαμε έξω, η μαμά ήταν κατακόκκινη και είχε χάσει ένα γάντι.

Όταν φτάσαμε στο σπίτι, ο μπαμπάς ήταν ήδη εκεί.
-Πού ήσασταν; Πόση ώρα κάνατε! Άρχισα να ανησυχώ!
-Α, για σε παρακαλώ, είπε η μαμά. Τις παρατηρήσεις σου κράτα τες για άλλη φορά!
Η μαμά πήγε να αλλάξει και ο μπαμπάς με ρώτησε:
-Μα επιτέλους πού ήσασταν;

-Ε, πήγαμε να δούμε τα μαγαζιά, του εξήγησα, και ήταν φοβερά, είδαμε βιτρίνες με ανθρωπάκια που κουνιούνται, ηλεκτρικά τρένα με παλιές ατμομηχανές, που βγάζουν καπνό και το λεωφορείο ήταν πολύ γεμάτο και μπροστά στο μαγαζί ήταν μια κυρία που τσακώθηκε με τη μαμά και η κυρία έχασε το γιο της, που τον έλεγαν Ροζέ, και υπήρχαν κι ένα σωρό φωτάκια και μουσική κι ένας ΑΪ-Βασίλης κι ένα παιδάκι που φοβόταν να τον πλησιάσει και περιμέναμε πολλή ώρα το λεωφορείο γιατί ήταν όλα γεμάτα και είχε πάρα πολλή πλάκα!

-Κατάλαβα! είπε ο μπαμπάς.
Φάγαμε αρκετά αργά και η μαμά φαινόταν κουρασμένη.
-Μπαμπά, τι δώρα θα πάρω τα Χριστούγεννα; ρώτησα την ώρα που τρώγαμε το γλυκό, τη μεσημεριανή μηλόπιτα. Νόστιμη! Οι φίλοι μου ζήτησαν ένα σωρό πράγματα.
-Εξαρτάται κάπως από εσένα, μωρό μου, είπε γελώντας ο μπαμπάς. Τι θέλεις να ζητήσεις από τον Αϊ-Βασίλη;

-Ένα ηλεκτρικό τρένο που βγάζει καπνό, είπα, ένα καινούριο ποδήλατο, ένα σύστημα που αλλάζεις ταχύτητες για το καινούριο ποδήλατο, μολυβένια στρατιωτάκια, ένα μικρό μπλε αυτοκίνητο με φωτάκια που ανάβουν, ένα παιχνίδι με κατασκευές κι ένα τηλέφωνο που δουλεύει σαν τα αληθινά για να μιλάω στην τάξη με τον Αλσέστ.

-Αυτά μόνο; ρώτησε ο μπαμπάς χωρίς να γελάει πια.
-Και μια μπάλα ποδοσφαίρου και μία μπάλα του ράγκμπι, είπα.
-Ξέρεις Νικόλα, μου είπε ο μπαμπάς, ο Αϊ-Βασίλης φέτος δεν είναι πολύ πλούσιος.
-Α, κάθε φορά τα ίδια! είπα. Δεν είναι δίκαιο, οι φίλοι μου παίρνουν πάντα ότι ζητήσουν κι εγώ ποτέ!
-Νικόλα! φώναξε ο μπαμπάς.

-Α, όχι, είπε η μαμά. Μην αρχίζετε πάλι! Σας είναι πολύ δύσκολο να κάνετε λίγη ησυχία και να σταματήσετε αυτήν την κουβέντα; Έχω τρομερά πονοκέφαλο.
-Πολύ καλά, τότε, άψογα, άψογα, είπε ο μπαμπάς. Λοιπόν, για να τελειώνουμε αυτήν τη συζήτηση, θα έχεις όλα αυτά που ζήτησες Νικόλα,. Κι επιπλέον για να ισοφαρίσουμε, θα σου πάρω κι ένα γιοτ. Σύμφωνοι;

Τότε η μαμά γέλασε, σηκώθηκε, φίλησε τον μπαμπά και μετά είπε:
-Σου ζητώ συγνώμη, αγάπη μου. Έχω την εντύπωση πως θα είναι ατελείωτος ο χρόνος μέχρι τα Χριστούγεννα... Πρέπει να οπλιστούμε με υπομονή.
-Υπομονή, δε θα πει τίποτα! είπε ο μπαμπάς.

Εμένα αυτό μου αρέσει πιο πολύ πριν τα Χριστούγεννα, να είμαι ανυπόμονος. Ιδίως όταν σκέφτομαι τα μούτρα του Ζοφρουά, μετά τα Χριστούγεννα, όταν με δει να οδηγώ το γιοτ μου, πολύ γρήγορα, φορώντας τα γυαλιά του αεροπόρου.

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2016

Ο Αστερίξ στους Ολυμπιακούς Αγώνες

Λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή κι ο Αστερίξ από τους Ολυμπιακούς Αγώνες; Προφανώς όχι. Κι ας μην είναι μαγικός ζωμός αυτό που παίρνουν σήμερα διάφοροι αθλητές, για να πετύχουν ρεκόρ και διακρίσεις. Κι ας μην μπορεί ο ίδιος ο Αστερίξ να ξύσει το αυτί με το πόδι του, όπως ο Ιντεφίξ και ο Αυτοματίξ. Ο οποίος δεν μπορεί να υποφέρει την έμπνευση του Κακοφωνίξ και την ιδέα να συνθέσει έναν ολυμπιακό ύμνο (που πόσο χειρότερος θα μπορούσε αλήθεια να είναι από μερικά σύγχρονα μουσικά σήματα;), αλλά αν δεν είχε τραγουδήσει ο τελευταίος, δε θα είχαν φύγει οι Βησιγότθοι από το δωμάτιο, στο μοναδικό πανδοχείο της Αρχαίας Ολυμπίας.


Η ιστορία ξεκινάει με γκολ από τα αποδυτήρια, ήδη από τη δεύτερη σελίδα, δίνοντας απάντηση στο προαιώνιο υπαρξιακό (κι επαναστατικό) ερώτημα "τι να κάνουμε", που το έθεσε με άλλο τρόπο στην εποχή τους ο Λένιν και λίγο πριν, ο Τσερνισέφσκι. Κι η απάντηση του σφου Οβελίξ είναι: τη σούπα με τα μανιτάρια. Αν κι είναι πολύ λογικό να υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις στους Γαλάτες, για ένα τόσο κομβικό ζήτημα της επαναστατικής θεωρίας. Κι έτσι να γίνονται από δέκα γαλατικά χωριά χωριάτες, όπως στις μικρές οργανώσεις-γκρούπες του εξωκοινοβουλίου, όπου δε βρίσκουν συχνά Ρωμαίους να εκτονωθούν, και πλακώνονται μεταξύ τους, για να μονιάσουν αργότερα. Και μπορεί κάποια στελέχη τους να απολαμβάνουν την καθολική αναγνώριση των σφων τους που τους θεωρούν ένα είδος δρουίδη του ριζοσπαστικού κινήματος, αλλά δεν έχουν έτοιμη την παραμικρή συνταγή, όχι μόνο για την κοινωνία του μέλλοντος, αλλά -προπαντός- για το μαγικό ζωμό. Κι αυτή είναι μια μικρή σημαντική λεπτομέρεια, που τείνουν να ξεχνάνε, όταν πηγαίνουν για... "σύγκρουση", πχ με τα ΜΑΤ ή με τον τοίχο απέναντι.

Το βασικό πάντως είναι να ξέρεις γιατί αγωνίζεσαι, όπως σημειώνει πολύ σωστά ο σφος Οβελίξ. Που νευριάζει., γιατί δεν του εξηγεί ποτέ κανείς τίποτα, γιατί κανείς δεν εχτιμά (έτσι, με "χ" είναι και στο πρωτότυπο) την πανουργία του με τη χύτρα ή όταν του πετάνε κλαριά στο δάσος κι αυτός απαντά με κορμούς δέντρων, για λόγους ισότητας και παραδειγματισμού και όταν τον αποκαλούν "χοντρό" ενώ στην πραγματικότητα έχει απλώς χαμηλό στήθος. Και φυσικά γιατί δεν του δίνουν ποτέ να πιει λίγο μαγικό ζωμό, λες κι είναι απόκληρος σφος β' κατηγορίας, και στο Φεστιβάλ θα μπορούσε να χορέψει ζεμπεκιά το "σαν απόκληρος γυρίζω", αν δε φοβόταν μην ακούσει τα ίδια και χειρότερα με το γγ (για το χοντρό, που χορεύει, ενώ ο κόσμος καίγεται, κτλ). Και τέλος πάντων, μπορεί να μη γνωρίζει τόόσο πολλά, όπως ποιος είναι αυτός ο Πειραιάς και αυτή η Ακρόπολη, αλλά η βασική του δυσκολία είναι να καταλάβει το καταστατικό και τους κανονισμούς που επικρατούν σε αυτή τη χώρα για τις χύτρες, με τις διάφορες περίεργες απαγορεύσεις. Οι οποίες επηρεάζουν άμεσα τον ψυχισμό του, οδηγώντας τον στην αμέσως επόμενη ιστορία (με βάση την κανονική, γαλλική σειρά) στο κυνήγι του χρήματος, για να γεμίσει με λεφτά μια χύτρα.

Κανείς όμως δεν είναι πιο ευαίσθητος από ένα κοπάδι αγριογούρουνα (ο ορισμός του Πανοραμίξ για τη φράση "ένα σωστό διαιτολόγιο" για τους αθλητές), που αν δεν τραφούν με τη σειρά τους σωστά, θα επηρεάσουν την απόδοση των διαγωνιζόμενων. Οι Γαλάτες το γνωρίζουν πολύ καλά και προχωρούν σε μια υποδειγματική (αυτο)κριτική για τα αίτια της ήττας του Αστερίξ, που τα διερευνά σε βάθος, χωρίς να ψάχνει για δικαιολογίες.
Τα αγριογούρουνα έφαγαν κάτι αηδίες, ο αγωνιστικός χώρος ήταν βαρύς, όπως και το κλίμα, και το κοινό ήταν πολύ πιο ευγενές παλιότερα -στα χρόνια του Μαθουσαλίξ.
Πάνω κάτω δηλ οι αιτίες της διάλυσης της Σοβιετίας που αγαπήσαμε. Υπόδειγμα (αυτο)κριτικής για κάθε σφο-κομμουνιστή.

Η διεισδυτική ματιά του Γκοσινί -χωρίς να κάνει κάποια σπουδαία κοινωνική ανάλυση από ταξική σκοπιά- εντοπίζει ένα βασικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας όπου σχεδόν όλα λειτουργούν με βάση τους γνωστούς, τους κολλητούς και τους συγγενείς, και περιστρέφονται γύρω από το φαΐ (όταν δεν είναι μέλανας ζωμός) και τη νυχτερινή διασκέδαση.

Κι ο Αστερίξ βγαίνει κατά μία έννοια πατριωτάκι, με την έννοια του Ρωμιού (δηλ του απόγονου των Ρωμαίων ή μάλλον της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας). Κι η ρωμαϊκή του καρδιά ξεσπά κι αγανακτεί, βλέποντας να αμφισβητούν τη... ρωμιοσύνη του, αφού οι Ρωμαίοι είχαν κατακτήσει (σχεδόν όλη) τη Γαλατία (μετά από την Αλεζία-Βάρκιζα, όπου ο Βερσινζετορίξ πέταξε τα όπλα του -πάνω- στα πόδια του Καίσαρα) και μόνο αυτοί είχαν δικαίωμα συμμετοχής στους αγώνες, εκτός από τους Έλληνες.

Μια αντίδραση, που στην υπερβολή της, θυμίζει κάτι από το πανηγυράκι του "μένουμε Ευρώπη" κι όσους μαζεύτηκαν για να διαδηλώσουν την ευρωπαϊκή (και όχι στενά εθνική) τους συνείδηση. Που θεωρητικά υπερβαίνει το έθνος-κράτος και το στείρο εθνικισμό, αλλά στην πράξη αποτελεί την άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος, και κατορθώνει να είναι το ίδιο ηλίθια και μεγαλοϊδεατική, από τους ίδιους ανθρώπους που τον περασμένο αιώνα μας εκτελούσαν ως απάτριδες (επειδή υπερασπιστήκαμε την πατρίδα από τους κατακτητές). Κι είναι τόσο κιτς βαρβαρισμός, που νομίζω πως ακόμα και οι Βησιγότθοι -που έδιωξε ο Κακοφωνίξ με τη μουσική του- θα αγανακτούσαν και θα έφευγαν.

Στην ιστορία θίγονται επίσης:
-το αθάνατο ολυμπιακό πνεύμα, του οπαδού που -όπως κι ο Μαζεστίξ- καταλαβαίνει τον αθλητισμό, χωρίς αβεβαιότητες.
-ο σεξισμός με τον αποκλεισμό των γυναικών από τους αγώνες (συμμετοχή και παρακολούθηση) που δεν έσπασε τόσο απότομα κι "αυτονόητα", όπως πιστεύεται ίσως, στη σύγχρονη εκδοχή τους.
-ο νόμος του Μέρφι με το μπάνιο του Μαζεστίξ, που ταλαιπωρεί -φαντάζομαι- κι άλλους σφους, καθώς κάθε φορά που μπαίνουν στη μπανιέρα (ή τη σκάφη, ό,τι προτιμά ο καθένας), κάτι τυχαίνει και τους διακόπτει. Τα ίδια και πέρσι, τα ίδια και πρόπερσι... (να δούμε φέτος αν θα σταθούμε πιο τυχεροί).
-και ένα καυστικό σχόλιο για το πώς κατακτιούνται τα μετάλλια, που σε πλήρη εναρμόνιση με τη σύζυγο του Καίσαρα, πρέπει να φαίνονται τίμια (προς τα έξω), χωρίς να είναι απαραίτητα τέτοια (και πιθανότατα δεν είναι).

Το τέλος βρίσκει το σφο αναγνώστη ασφαλώς ευχαριστημένο. Πιο ευχαριστημένο από τον (για μια και μοναδική φορά) Καίσαρα, που του έφεραν έναν κότινο -για να χαρεί κι αυτός- ο Μούσκουλους κι ο Ντουβάριους. Και σε φρενήρες σχεδόν παραλήρημα χαράς, σαν τους δύο Κολοσσούς της Ρόδου, μετά το συναπάντημά τους με τον Οβελίξ: α-χα, α-χα. Με τέτοιο ηθικό, που του έρχεται να πάρει μια σκούπα και να τα σαρώσει σχεδόν όλα, προσέχοντας να κάνει καλά τις γωνίες (όπως ο Λένιν στην αφίσα που σαρώνει τους καπιταλιστές από την υδρόγειο).


Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015

Η κατοικία των θεών

Πριν μπούμε για τα καλά, σοβαρά στα της προεκλογικής περιόδου, κι εφόσον αυτή ξεκίνησε με φαιδρές εξελίξεις, όπως την χτεσινή ίδρυση του κινήματος αλλαγής του γιωργάκη (ένας γιώργος στο νερό, τιμημένο κιδησό), η κε του μπλοκ δε θεωρεί πως παρεκκλίνει του γενικότερου κλίματος με τη σημερινή ανάρτηση για το τελευταίο αστερίξ, που έτυχε να παρακολουθήσει πρόσφατα στον κινηματογράφο.
Και δη στα ster, γιατί μόνο εκεί το βρίσκαμε υποτιτλισμένο, που είναι τόσο «εγκαταλειμμένο» και «παρακατιανό» για τα γκλαμουράτα δεδομένα αυτών των εμπορικών καταστημάτων, που νιώθεις σχεδόν ψαγμένος κι εναλλακτικός για την επιλογή σου, στηρίζοντας ένα μικρότερο μονοπώλιο ενάντια στο μεγαλύτερο. Κάτι σα να πίνεις πέπσι αντί για κόκα κόλα, που τη διαφήμιζαν πριν την ταινία. Ούτε γουλιά λέμε.


Και μέχρι να δεήσει να σκάσει μύτη μια δεύτερη παρέα, αφενός αρχίζεις να αμφιβάλλεις αν είσαι στη σωστή αίθουσα, αφετέρου νιώθεις ενδόμυχα λίγο σαν τους δικούς μας ηγέτες στην εσσδ και λοιπές σοσιαλιστικές δυνάμεις, που είχαν λέει ιδιωτικές αίθουσες πρώτων προβολών. Λες όμως σφε να παίξει προβοκάτσια κι αντί για αστερίξ, να μας βάλουν να δούμε με το στανιό το ιντερβιού;

Ξεπερνώντας λοιπόν την αίσθηση του γεροντοπαράξενου που προτιμά κλασικές μορφές κι αποφεύγει εφέ, θρι-ντι και μεταγλωττισμένες εκδοχές, νιώθεις να επικοινωνείς με το κοινό της αρχαιότητας, που ήξερε μεν πάνω-κάτω την υπόθεση του έπους, αλλά ήθελε να δει πώς θα το μεταφέρει ο εκάστοτε αοιδός. Και τι άλλο παρά ένα μικρό αριστούργημα με επικές διαστάσεις είναι εξάλλου οι περιπέτειες του αστερίξ του γαλάτη –τουλάχιστον όσες γράφτηκαν από τον γκοσινί;

Ο συγκεκριμένος αοιδός λοιπόν απέφυγε την πεπατημένη της μίξης διαφορετικών ιστοριών –που μόνο στο «μάντη» (με ολίγη από «αγώνα των αρχηγών» είχε συμπαθητικό αποτέλεσμα), κρατώντας στο πρώτο μέρος τη δομή της αρχικής υπόθεσης και τα περισσότερα αστεία της, για να ακολουθήσει κι ένα δεύτερο με δικούς του αυτοσχεδιασμούς και προεκτάσεις, χωρίς να το ξεχειλώσει όμως. Κατάφερε με άλλα λόγια το κυριότερο: να παραμείνει σε αξιοπρεπή επίπεδα, σεβόμενος το θεατή αλλά και τους δημιουργούς του πρωτότυπου έργου. Κάτι που δεν κατάφερε σε κανένα σημείο η τελευταία αντίστοιχη απόπειρα, με τους νορμανδούς.

Βοηθάει αρκετά βέβαια κι η συγκεκριμένη ιστορία, που περιέχει πολλά σημεία με έμμεση κοινωνική κριτική –ίσως τα περισσότερα μετά από το «οβελίξ και σία», που είναι κάτι σαν το απόλυτο εγχειρίδιο πολιτικής οικονομίας για αρχάριους και κλειδί για την κατανόηση του χαρακτήρα της τρέχουσας καπιταλιστικής κρίσης. Χωρίς να διακρίνεται από κάποιο σαφές ταξικό στίγμα –κάτι που φαίνεται και στους περισσότερους ήρωές του- ο γκοσινί προχωρά σε μια καυστική, διεισδυτική ανάλυση της αντίθεσης πόλης-χωριού και της καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος με την άναρχη δόμηση –κάτι σαν κριτική της αστυφιλίας από έναν μάλλον.. αστόφιλο δημιουργό. Ενώ αποδίδει παραστατικά πώς η δύναμη του χρήματος μιας ιμπεριαλιστικής υπερδύναμης μπορεί να κατακτήσεις άλλες χώρες (χωριά) και πολιτισμούς, εκεί που αποτυγχάνουν να το κάνουν τα όπλα.

Από αυτήν την άποψη, η κατοικία των θεών –και το γαλατικό χωριό εν γένει- παραπέμπει ευθέως στην περίπτωση της κούβας και τις πρόσφατες εξελίξεις στο νησί. Που είχε αρκετό μαγικό ζωμό –ο οποίος νοείται με καθαρά πολιτικούς όρους κι όχι προφανώς ως ένα μαντζούνι με μαγικές ιδιότητες- για να αντέξει τις συνέπειες της αντεπανάστασης και την ιμπεριαλιστική περικύκλωση απ’ τα ρωμαϊκά οχυρά και την αυτοκρατορία πίσω τους, αλλά η επίδραση του ζωμού δεν κρατάει για πάντα –εφόσον δεν ανανεώνεται ανά τακτικά διαστήματα- ούτε μπορεί να θρέψει τους κατοίκους του νησιού, για να λύσουν το πρόβλημα της επιβίωσης και των καταστροφικών συνεπειών του εμπάργκο.

Η αστική καταγωγή του γκοσινί γίνεται περισσότερο εμφανής στο κόμικ στη σάτιρα που κάνει στον εργατικό συνδικαλισμό, τα παράλογα αιτήματά του και τη συντεχνιακή νοοτροπία των λεγεωνάριων, που προχωρούν σε απεργιακές κινητοποιήσεις, ζηλεύοντας τις κατακτήσεις των σκλάβων-εργατών –μία από τις διεκδικήσεις τους που ικανοποιήθηκε πχ ήταν να γίνεται το κάλεσμα για το συσσίτιο με μια γλυκολάλητη άρπα, αντί της παραδοσιακής βάρβαρης καραμούζας. Στη μεταφορά της ιστορίας στην ταινία όμως, η διασκευή δίνει μια έξυπνη εναλλακτική εκδοχή, καθώς οι σκλάβοι-χτίστες δεν απελευθερώνονται (όπως στο πρωτότυπο), αλλά πείθονται να υπογράψουν συμβόλαια με τους ίδιους όρους (μισθολογικούς και σχετικούς με τη διαμονή τους στην κατοικία των θεών). Οπότε τυπικά μεν είναι ελεύθεροι, αλλά καταλήγουν να δεχτούν συναινετικά τη μισθωτή σκλαβιά τους που ουσιαστικά δεν έχει καμία διαφορά με την προηγούμενή τους κατάσταση.

Στο κόμικ αντιθέτως, οι σκλάβοι μένουν ελεύθεροι, όπως είδαμε, μετά το χτίσιμο της πρώτης πολυκατοικίας και στο τελευταίο καρέ που εμφανίζονται, καταλαβαίνουμε πως πρόκειται για τους γνωστούς μας πειρατές, που τους συναντάμε και σε επόμενες ιστορίες, πάνω σε πλοία που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο βυθίζονται. Πολύ αργότερα, και μετά το θάνατο του γκοσινί, ο ουντερζό –που δεν έφτανε ούτε στο δαχτυλάκι της έμπνευσης του παρτερνέρ του- βάζει στη γαλέρα του οβελίξ τον σπάρτακο και τους συντρόφους του να εξεγείρονται και να ψάχνουν διέξοδο στην χαμένη ατλαντίδα, που –τότε δεν είχε χαθεί ακόμα και- συμβολίζει από μία άποψη την ουτοπία. Κι ήταν όντως ουτοπική κάθε απόπειρα να τεθεί συνολικά το ζήτημα μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευσης εκείνα τα χρόνια, γι’ αυτό κι οι περισσότερες από αυτές τις εξεγέρσεις περιορίζοντας συνήθως στη διεκδίκηση μιας αλλαγής της κοινωνικής θέσης των συγκεκριμένων σκλάβων κι όχι στην κατάργηση του θεσμού της σκλαβιάς συνολικά και το γενικότερο κοινωνικό μετασχηματισμό.

Ένα τελευταίο στοιχείο σχετικό με την ιστορία, έχει επισημανθεί και σε μια παλιότερη ανάρτηση της κε του μπλοκ, με τον ίδιο τίτλο, από την οποία αντιγράφω και το σχετικό απόσπασμα.
Οι ρωμαίοι θέλουν να εκχερσώσουν το δάσος και να χτίσουν μια πολιτεία. Κόβουν δέντρα τις νύχτες -προσεχτικά μα το δία- για να μην τους πλακώσουν στις μπούφλες οι γαλάτες. Οι οποίοι πηγαίνουν κάθε πρωί με το δρυίδη στο εργοτάξιο και πετάνε καρπούς βελανιδιάς βουτηγμένους σε μαγικό ζωμό που φυτρώνουν στο δευτερόλεπτο και ξαναγίνονται δέντρα. Όπου ήταν δάσος θα ξαναγίνει δάσος.

Ο αστερίξ παθαίνει την πλάκα του.
-Δεν είναι απίστευτο οβελίξ;
-Ποιο πράγμα;
-Πόσο γρήγορα μεγάλωσαν οι βελανιδιές...
-Ω μα δεν έχω δει βελανιδιά να μεγαλώνει και δεν ξέρω πόσο γρήγορα γίνεται συνήθως.
Σάμπως ξέρουμε εμείς πόσο γρήγορα γίνεται ο κομμουνισμός;

Εν κατακλείδι, ποιο είναι το συμπέρασμα σφοι;

Ότι μυημένοι ή αμύητοι στην κλασική παιδεία του αστερίξ, αξίζει να (πάτε ή να κατεβάσετε για να) δείτε την ταινία. Αρκεί να μη βάλετε υπερβολικά ψηλά τον πήχη κι απογοητευτείτε. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για την καινούρια ιστορία στη σειρά των κόμικ, ο αστερίξ στους πίκτους, την πρώτη που δεν συμμετέχει κανείς από τους αρχικούς δημιουργούς της, παρά τα όποια εύκολα κλισέ και τα εμφανώς χειρότερης ποιότητας σκίτσα, που δεν εκπέμπουν την ίδια ζεστασιά με αυτά του ουντερζό. Και το οποίο κατατάσσεται στην κατηγορία, που όπως θα έλεγε και το λαϊκό στρώμα, κυμαίνεται από το «δε με πρόσβαλε» έως το «δεν τρελάθηκα». Κι είναι πολύ σημαντικό να μη σε προσβάλλει κάτι στις μέρες μας.

Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Αυτές τις άγιες μέρες

Δε θυμάμαι που το είχα διαβάσει (κι αν το αναπαράγω σωστά), αλλά το χειρότερο με αυτές τις γιορτάρες μέρες, που θεωρητικά επιδρούν ευεργετικά στην ψυχολογία μας και μας κάνουν να αισθανόμαστε και να γινόμαστε λίγο καλύτεροι άνθρωποι κάποιες φορές τον χρόνο, είναι πως τελικά μοιάζουν αφόρητα με όλες τις υπόλοιπες. Κι επιτείνουν την κυρίαρχη κατάθλιψη, αναδεικνύοντας σε πρώτο πλάνο, όχι βέβαια την αγάπη ή τη φιλανθρωπία, αλλά την αστική υποκρισία.

Γιατί να στολίζουμε στις γιορτές τα σπίτια μας, για να καλύψουμε τη μιζέρια όλης της χρονιάς, αλλά και τους εαυτούς μας, σα να ψάχνουμε άλλοθι για όσα κάνουμε τις καθημερινές σε καθημερινή βάση; Γιατί να δίνουμε ανέξοδες συντροφικές ευχές για αγώνες κι επαναστάσεις, εφόσον δεν κάνουμε όσα περνάνε από το χέρι μας, για να πιάσουν στην πράξη; Και γιατί να φτιάχνουμε μελομακάρονα μόνο αυτές τις (φ)άγιες μέρες, αφού αντικειμενικά είναι φοβερά κι αφήνουν τους κουραμπιέδες να τρώνε τη σκόνη τους;

Υπόψη, παρενθετικά, πως ο ουμανισμός κι η πραγματική αγάπη για τον άνθρωπο διαφέρουν σε κάτι βασικό από την αστική φιλανθρωπία, που έχει φαινομενικά παραπλήσια σημασία και κίνητρα. Ο φιλάνθρωπος είναι σα να εξαιρεί τον εαυτό του από τους κοινούς θνητούς και το ανθρώπινο είδος που περιβάλλει με στοργή, σα να είναι κάτι έξω απ’ αυτό, ποιοτικά διάφορο και βασικά ανώτερο, που θα μπορούσε με την ίδια ευκολία να διοχετεύσει κάπου αλλού τη φιλευσπλαχνία και τις ευαισθησίες του και να είναι πχ φιλόζωος. Σαν τις δεσποινίδες της αριστοκρατίας, που –όπως έλεγε στο λόγο του στη λαμία ο άρης βελουχιώτης- δε βλέπουνε γύρω τους τη δυστυχία και την κακομοιριά που βασιλεύει, αλλά συγκινούνται από ένα άρρωστο γατάκι.

Κάθε χρόνο στις γιορτές λοιπόν, το σύστημα φοράει τα καλά του και πλασάρει το παραμύθι της πανανθρώπινης αγάπης, σε μια κοινωνία βαθιά αλλοτριωμένη που μένει γυμνή από συναισθήματα μες στην καπιταλιστική βαρυχειμωνιά και την χαρακτηρίζουν αγεφύρωτες ταξικές αντιθέσεις. Αλλά το κάνει με το αζημίωτο, μετατρέποντας τα χριστούγεννα στην πιο κερδοφόρα μπίζνα του χρόνου, με την αντίστροφη μέτρηση (των τζάμπο) να ξεκινάει τέλη οκτώβρη, που πολύς κόσμος πηγαίνει ακόμα για μπάνια στη θάλασσα. Γι’ αυτό κηρύσσονται ιερά, σαν τον απόλυτο θεό του καπιταλιστικού κέρδους και μπαίνουν υπό την υψηλή προστασία της πολιτείας και των κρατικών μηχανισμών, που δε θα αφήσουν ποτέ κανένα δεκέμβρη να αναβάλει τις εκδηλώσεις τους.

Κι αυτός είναι ίσως ο λόγος που την έχει γλιτώσει (προσωρινά) το δώρο των μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα, για να πέφτει στην αγορά και να ξεγελάει την ύφεσή της. Αν και οσονούπω θα επιστρέψουμε στις ωραίες, ρομαντικές εποχές, που –όπως λέει και ο μπαμπάς σπουργίτης στις χαμηλές πτήσεις του αρκά- έσπαγαν τα παιδιά τον κουμπαρά τους, για να αγοράσουν δώρα κι έδιναν από ένα κομμάτι του στους δικούς τους. Ή θα εφαρμόζουμε εναλλακτικά την τακτική του μπαμπά του μικρού νικόλα (από τους σανπέ-γκοσινί), με την επιστολή του άγιου βασίλη στο μικρό, όπου του εξηγούσε για ποιο λόγο δε θα πάρει αυτήν την χρονιά το δώρο που ζήτησε, καθώς είχε ένα ατύχημα με το έλκηθρο και ήταν πολλά τα έξοδα για τις επιδιορθώσεις, αλλά δεν ήταν δικό του το λάθος, γιατί ο απέναντι οδηγός…

Το σύστημα χρειάζεται όμως χαρούμενους καταναλωτές –κι ας μην έχει μείνει ούτε μπαλωμένη κάλτσα να βάλουν δίπλα στο αριστοκρατικό τους τζάκι, όπου ψήνουν τα κάστανα και το παντεσπάνι. Χαρούμενους, για να δέσουν με το δικό του «ανθρώπινο» και χαρούμενο πρόσωπο. Κι οι χαρούμενοι καταναλωτές έχουν ανάγκη με τη σειρά τους να παλιμπαιδίσουν και να ξεχάσουν τις έγνοιες τους, να πιστέψουν σε κάποιο παραμύθι και το θαύμα των χριστουγέννων. Τα μικρά παιδιά περιμένουν τα δώρα του άι-βασίλη, ενώ τα μεγαλύτερα προσμένουν από τον άγιο με τα δώρα μια άνωθεν (όχι εξ ουρανού με τη θεολογική έννοια, αλλά από τα πάνω, πολιτικά μιλώντας) κυβερνητική λύση, χωρίς να καταλαβαίνουν πως εμείς προοριζόμαστε για να σέρνουμε το έλκηθρο. Και πως τα κερατάκια στην κεφαλή μας δεν είναι τάρανδου, αλλά το αντίτιμο για τις φρούδες ελπίδες και τους σωτήρες που μας (εξ)απάτησαν.

Για ποια μαγεία μιλάμε εξάλλου, όταν ακόμα και τα παραδοσιακά έθιμα καταντάνε μια τυπική συναλλαγή; Με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τα κάλαντα, όπου συχνά οι γονείς συνοδεύουν τα παιδάκια, είτε για να μην τους επιτεθεί κάποιος και τα ληστέψει, είτε για να διευθύνουν οι ίδιοι από κοντά τις επισκέψεις και να καρπωθούν τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν. Και η ανταπόκριση του κόσμου βαίνει διαρκώς μειούμενη, χρόνο με τον χρόνο, είτε γιατί καταλαβαίνουν την κοροϊδία, είτε γιατί δεν έχουν να δώσουν τίποτα.
Σε λίγα χρόνια η μόνη αυθεντική παραδοσιακή χριστουγεννιάτικη νότα, θα είναι τα κνίτικα κάλαντα, που μπορεί να έχουν μια δόση προλεκάλτ στοιχείων αλλά αποτελούν την κορύφωση της οικονομικής εξόρμησης και της αδήριτης ανάγκης να καλυφτεί το πλάνο. Και ο μη αστικός μύθος κάνει λόγο για σφους που έχουν κάνει αλλαγή χρόνου στα γραφεία της οργάνωσης, περιμένοντας να μετρήσουν και να κλείσουν τα χρήματα που μάζεψαν.

Έτσι η υποκρισία κι η ποζεριά (δηθενιά) της αστικής κοινωνίας περνάει και στις εορταστικές εκδηλώσεις. Στο διαγωνισμό κακογουστιάς με τα χριστουγεννιάτικα φώτα στα μπαλκόνια, γιατί τα στολίδια δεν έχουν πάντα-απαραίτητα τον καλλωπισμό ως αποτέλεσμα- και το περιβόητο santa run, με τους φευγάτους και τρεχάτους αγιοβασίληδες, που δεν πιάνει μία ωστόσο μπροστά στο ανυπέρβλητο run trotsky run, του σχιζοφρενή δολοφόνου με το καδρόνι. Η αλλαγή χρόνου γίνεται διαγωνισμός συμβατικότητας για τα περισσότερα κλισέ (υγεία πάνω απ’ όλα) και το ρεβεγιόν χρυσή ευκαιρία για επίδειξη (πλούτου, ρούχων, σερβίτσιων, κοκ).

Κι ο λαός, εν μέσω πλήρους απραξίας κι απάθειας (ακόμα και στην αθλητική κίνηση των ημερών), και καταθλιπτικής κοινοβουλευτικής κινητικότητας, προσμένει ίσως κάποιο θάμα, χριστουγεννιάτικο, όπως έλεγε ο βάρναλης για τους «μοιραίους» του. Που κανείς δε θα του το προσφέρει όμως, μασημένη τροφή στο πιάτο, αν δεν το κυνηγήσει μόνος του.


Υστερόγραφο
Κι αφού αναφέραμε το ανυπέρβλητο run trotsky run, να σημειώσουμε πως το μόνο πολιτικό θαύμα των ημερών αφορά την κινητικότητα του εξωκοινοβουλίου και δη των τροτσκιστικών οργανώσεων, με το σεκ να αποτελεί φωτεινό φάρο κοινής λογικής και το εεκ του σάββα, που δεν παρέδωσε ποτέ σε σεκ, αραν, αρας, να είναι, κατά τα φαινόμενα, έτοιμο να παραδώσει τώρα στον αλαβάνο και την ανταρσυα. Και να σκεφτεί κανείς πως ουσιαστικά γιορτάζουμε τα σταλινούγεννα, όπως εξηγεί κι αυτή εδώ η παλιότερη ανάρτηση, που απαλλοτριώθηκε πρόσφατα από το infowar του άρη χατζηστεφάνου για να κατέβει λίγες ώρες αργότερα, μπλέκοντας στα δίχτυα της λογοκρισίας.

Αλλά για αυτά περισσότερα στο αυριανό σημείωμα, καλώς εχόντων των πραγμάτων.

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011

Οβελίξ και σία

Προϋπόθεση για να μελετήσουμε συστηματικά την τρέχουσα κρίση, είναι να καταφύγουμε στα κείμενα των κλασικών. Κι ένα τέτοιο κείμενο είναι το δεύτερο τεύχος από τις περιπέτειες του αστερίξ, με τίτλο οβελίξ και σία. Η διεισδυτική ματιά του γκοσινί αποδίδει με εκλαϊκευτικό τρόπο διαχρονικά νοήματα και φτάνει πολύ πιο βαθιά από διάφορες σύγχρονες αναλύσεις περί κρίσης χρέους.


Όσοι δεν είναι εξοικειωμένοι με τους ήρωες του κόμικ, μπορούν να σταματήσουν εδώ την ανάγνωση και να περιμένουν το επόμενο κείμενο. Όσοι απλώς δε γνωρίζουν την υπόθεση της συγκεκριμένης περιπέτειας, μπορούν να διαβάσουν εδώ μια περίληψη και να μπουν στο νόημα.

Ο γκοσινί βάζει τους ειρηνικούς κατοίκους του γαλατικού χωριού να παράγουν μενίρ αδιάκοπα, με ρυθμούς εντατικής ανάπτυξης. Ένα καυστικό σχόλιο πάνω στον φετιχισμό του εμπορεύματος και στην παραγωγή για την παραγωγή –κατ’ αντιστοιχία της τέχνης για την τέχνη- που αποσκοπεί στην ανταλλαγή –και κατά συνέπεια στο κέρδος- κι οδηγεί νομοτελειακά στην υπερπαραγωγή και την κρίση. Και το πιο ωραίο είναι ότι κανείς δεν έχει καταλάβει –ακόμα και σήμερα- σε τι ακριβώς χρησιμεύει ένα μενίρ. Ή με όρους μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας, ποια είναι η αξία χρήσης του.

Η αλυσίδα χρήμα- εμπόρευμα-χρήμα σπάει στον κρίκο του εμπορεύματος κι οδηγεί στην απαλλοτρίωση των μικροπαραγωγών, την καταστροφή της βασικής παραγωγικής δύναμης που είναι ο άνθρωπος και την απαξίωση κεφαλαίων, με την επίθεση των αγανακτισμένων γαλατών στο ρωμαϊκό στρατόπεδο, όπου τα κάνουν όλα λίμπα, με συνείδηση λουδίτη μεν, καταδεικνύοντας δε ότι η διέξοδος βρίσκεται στο συλλογικό αγώνα κι είναι πάντοτε πολιτική, στο πεδίο της ταξικής πάλης κι όχι καθορισμένη ντετερμινιστικά από κάποιες επιστημονικές αυθεντίες.

Στο ενδιάμεσο οι γαλάτες είχαν φτάσει μέχρι του σημείου, να κυνηγάνε οι μισοί εξ αυτών αγριογούρουνα για να εξασφαλίσουν τροφή στους άλλους μισούς που έφτιαχναν μενίρ. Περίπου όπως σήμερα, που μόνο τα φαγάδικα έχουν τζίρο κι είναι βιώσιμα. Με τη διαφορά ότι οι άλλοι μισοί.. στην κίνα βρίσκονται, ή αμείβονται με μισθούς κίνας. Πολλές φορές και καθόλου. Ανεργία και χαρά..

Στο πρόσωπο του κάιους τεχνοκράτιους ο γάλλος σατιρίζει το σύγχρονο σινάφι των γκουρού της οικονομίας και τη δύσκολη έως ακατανόητη –στο ευρύ κοινό- ορολογία που χρησιμοποιούν, για να θολώσουν τα νερά. Σπρεντς, σι ντι ες, σελέκτιβ ντιφόλτ –που δεν είναι αυτό που νομίζετε, έγινε κάποιο λάθος στη μετάφραση- κοκ για να καταλήξει στο: εσύ πρέπει πληρώσει χρέος. Και στην πιο εκχυδαϊσμένη εκδοχή του: όλοι μαζί τα φάγαμε.

Στο τέλος βέβαια υπονοείται η κρατούσα αστική ερμηνεία της κρίσης: ότι φταίει ο χρυσοκάνθαρος, το golden boy, η λανθασμένη πολιτική διαχείρισης που ακολούθησε. Και κατά δεύτερο λόγο η κρατικοδίαιτη συντεχνία των κατασκευαστών μενίρ που αδειάζει το δημόσιο ταμείο της ρώμης.

Αλλά τα νοήματα του έργου πηγαίνουν πιο βαθιά από την επιφάνεια. Σε πολιτικό επίπεδο ο γκοσινί επεξηγεί το μηχανισμό ενσωμάτωσης των μικροαστών στις συστημικές αξίες και το όνειρο των γαλατών που ξεχνάνε την ταπεινή τους καταγωγή και μεγαλοπιάνονται.
Ενώ σε οικονομικό επίπεδο δίνει ένα παράδειγμα εφαρμογής του νόμου της που του μου που κου (πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους), όπου αν ξεπηδήσει ένας κλάδος με δυναμική, πλακώνουν πολλά κεφάλαια, κερδίζουν για κάποιο διάστημα, αλλά προοπτικά χαντακώνουν την δυνατότητα διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Το αυτό και σε διακρατικό επίπεδο, με τους ρωμαίους παραγωγούς μενίρ -που δεν υπήρχαν καν ως κλάδος- να αντιδρούν ενάντια στην κοινή ρωμαϊκή αγορά της εποχής και τα ξένα προϊόντα που τους παίρνουν τη δουλειά.

Παράλληλα ο γκοσινί κάνει μία ενδιαφέρουσα νύξη σε μια αποστροφή των Grundrisse του Μαρξ –οικονομικά χειρόγραφα υπό μορφή σημειώσεων, προπαρασκευαστικά του Κεφαλαίου, που ήρθαν στη δημοσιότητα μόλις τη δεκαετία του 1930- για τη γενική διάνοια (general intellect) και την επιστήμη ως άμεση παραγωγική δύναμη –αν το μεταφέρω σωστά από μνήμης- στο πρόσωπο του πανοραμίξ που δίνει μαγικό ζωμό στους κατασκευαστές μενίρ, μειώνοντας τον μόχθο του χειρώνακτα στο ελάχιστο. Κι εφόσον η γνώση είναι κάτι που –σε αντίθεση με τα κοινά εμπορεύματα- μπορούμε να τη δώσουμε χωρίς να την αποστερηθούμε, τα καλούπια της ιδιωτικής ιδιοκτησίας που επιχειρούν να τη μεταχειριστούν ως εμπόρευμα, αποδεικνύονται στενά κι αναχρονιστικά.

Σε ένα γενικότερο επίπεδο, το γαλατικό χωριό ως σύλληψη –σε αντίθεση με το εξ αμερικής ορμώμενο ιδανικό του τυχερού, μοναχικού καουμπόι- προσφέρεται για μια σειρά κινηματικούς συνειρμούς.
Το κκ είναι ένα είδος συλλογικού διανοούμενου, που περικλείει στις γραμμές του το σπέρμα της λαϊκής συμμαχίας, και στο σήμα του την ένωση του σφυριού της εργατικής τάξης του σιδερά αυτοματίξ, με το δρεπάνι του διανοούμενου πανοραμίξ που είναι ο πνευματικός καθοδηγητής του χωριού και παίζει στα δάχτυλα τον μ-λ, τον οποίο και κωδικοποιεί σε διάφορες σοφές συνταγές και μαγικά μαντζούνια.

Όμως, παρά τη διαλεκτική άρση της διαφοράς πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας, ελλοχεύει ο κίνδυνος του καπελώματος των μεν απ’ τους δε. Η κοινωνία του μέλλοντος θα προκύψει ως μια ζωντανή διαδικασία, η οποία καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, κι όχι μέσα από έτοιμες συνταγές παρμένες από τον τσελεμεντέ του αναρχίξ. Μέσα από πάλη κι όχι μεταφυσικά με κάποιο μαγικό ζωμό. Ο πανοραμίξ έχει γενική εποπτεία της παραγωγής –βάση ονόματος μεταξύ άλλων- αλλά πρέπει να είναι αιρετός κι ανακλητός ανά πάσα στιγμή απ’ τη βάση του χωριού.

Κατά τα άλλα, ο ιντεφίξ είναι το κομματικό σκυλάκι που έρχεται στις μάχες με τους ρωμαίους και γαβγίζει τους μπάτσους. Ο οβελίξ είναι κάτι σαν την περιφρούρηση των οικοδόμων, κι απλώς θέλει να του εξηγήσουν για τι παλεύουμε, που είναι κι η βάση της συνειδητής πειθαρχίας κάθε κομμουνιστή. Ο μαζεστίξ έχει το κύρος του γγ, που κανείς αστός αρχηγός δε θα μπορέσει ποτέ να αποκτήσει. Είναι γενναίος, ατρόμητος και το μόνο που φοβάται είναι μη τυχόν μας πέσει ο ουρανός στο κεφάλι την ώρα που θα επιχειρούμε την έφοδο προς αυτόν –ό,τι περίπου πάθαμε με τη σοβιετική ένωση και τις λοιπές λδ.

Ο μαθουσαλίξ είναι ο βετεράνος με τις ιστορίες από το παρελθόν, σαν αυτούς τους ξεχασμένους παππούδες που συναντάς στα γραφεία στις συνοικιακές κόβες και σου διηγούνται ώρες ατέλειωτες, χωρίς ειρμό για τον περιφανή θρίαμβο του εαμ στη ζεγκόβια. Κι η αλεζία; (βάρκιζα).
-Ποια αλεζία; Τι τη θέλετε τέλος πάντων αυτή την αλεζία, ε; Μου λέτε;

Ο αλφαβητίξ είναι ένας οπορτουνιστής που τρώει ψάρια, αλλά υποτάσσεται στο δημοκρατικό συγκεντρωτισμό του χωριού και τα αγριογούρουνα. Οι αντιλήψεις του αποτέλεσαν τη βάση για τη ρεφορμιστική μετάλλαξη του γαλλικού κκ που τα ‘κανε θάλασσα και σήμερα είναι ένα θλιβερό απομεινάρι του ένδοξου παρελθόντος του. Τα αμφίβολης φρεσκάδας –σαν τα ψάρια του- επιχειρήματά του, για την ανανέωση της δίαιτας και των συνηθειών μας με πιο light θέσεις, γίνονται συχνά αφορμή για ασήμαντους καβγάδες στο εσωτερικό του χωριού, όσο δε μας παίρνει να τα βάλουμε με τους ρωμαίους, και παίζουμε αναμεταξύ μας.
Είναι τρελοί αυτοί οι κομμουνιστές.

Μαζί κι ο κακοφωνίξ, μια διαρκής παραφωνία στη σωστή γραμμή του κόμματος, που είναι αξιαγάπητος για παρέα όταν κρατάει κλειστό το στόμα του στις κόβες. Αλλά όταν αρχίζει τη γκρίνια, οι σύντροφοι τον κόβουν στεγνά, με συνοπτικές, σταλινικές διαδικασίες. Όχι δε θα τραγουδήσεις. Στην ουσία ενσαρκώνει έναν πρόδρομο του ρασούλη στο ρόλο του τροτσκιστή βάρδου.

Ο προφανής συνειρμός με το γαλατικό χωριό της κούβας, έχει αναλυθεί σε προηγούμενα κείμενα, και δε θα επεκταθώ περαιτέρω.
Όσο για τον ατσαλάκωτο αστερίξ, η κε του μπλοκ τον θεωρεί ντροπή του κόμικ κι αρνείται να σχολιάσει το παραμικρό.

Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

Αχ κυκλωπάκι μου

(Σκέψεις πάνω στο συνειδητό και το αυθόρμητο)

Ζούμε σε ελεγχόμενο περιβάλλον χωρίς ουσιαστική αλληλεπίδραση μεταξύ μας, με ρηχές σχέσεις και προβλέψιμες αντιδράσεις. Σα μαριονέτες που δουλεύουν. Ή στην καλύτερη ομιλούντα εργαλεία.

Στα ρώσικα αυτό λέγεται ραμπότ κι αν σας θυμίζει κάτι από την τέχνη του ασίμοφ καλώς το κάνει. Η ίδια ακριβώς λέξη στα ρώσικα περιγράφει και τη δουλειά. Που στην ελλάδα το κόμμα παραδοσιακά την γράφει με γιώτα για να μην γίνεται ο συνειρμός με τη δουλεία και τα ρομποτάκια.

Αλλά η ουσία δεν αλλάζει ούτε κατά ένα γιώτα στο λεκτικό. Το θέμα είναι να μιλήσεις για την εργασία (τρουντ είναι στα ρώσικα) και τον χειραφετητικό χαρακτήρα της. Κι ύστερα να ξεφύγεις από τον τρουντγιονισμό και να τον κάνεις πολιτική συνείδηση που φτάνει στο σοσιαλισμό.

Άντε τώρα να βρεις όμως τον παλμό μιας μαριονέτας. Δε θέλει κόμμα αλλά θαυματουργούς τζεπέτο(υς).
Ο κόσμος ζει και τρέφεται με ψέματα. Αναπτύσσει ψευδή συνείδηση κι απολίτικο, ξύλινο τρόπο σκέψης που τον προβάλλει εξ αντανακλάσεως στο λόγο μας, κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια. Παρακολουθεί καθημερινά τηλεόραση γεμάτη πινόκιο(υς) εκπαιδευμένους να του γανιάζουν το μυαλό με ψεύτικες αταξικές αλήθειες χωρίς να μεγαλώνει η μύτη τους.

Στη σημερινή τραγική συγκυρία ελλείψει αυθόρμητου το συνειδητό καλείται να παίξει και τους δυο ρόλους (χωρίς απαραίτητα να έχει το ταλέντο για να το κάνει). Και καταλήγει στη σχιζοφρένεια του ισοβίτη που αρχίζει στην απομόνωση να μιλάει στον εαυτό του.
-Γεια σου τι κάνεις; Επί τόπου στροφή 180°.
-Καλά ευχαριστώ, εσύ; Στροφή 180°.

Η πασυ χαιρετίζει το παμε κι η γραμματεία νέων του το μας και τη νδε. Οι ίδιοι σύντροφοι με καλλιτεχνικό ψευδώνυμο.
Μου έλεγε κι η μπρέζνιεβα τα δικά τους. Παρεμβάσεις, ναρ, ανταρσύα εκπαιδευτικών... Διχασμένο υποκείμενο με πολλαπλή ταυτότητα. Κι άντε να βρεις ποιος είναι ο χάιντ και ποιος ο τζέκυλ.
Στο τρελάδικο να ζητήσουμε ειδική πτέρυγα για πολιτικούς κρατούμενους.

Κι έτσι μοιάζουμε κάποιες φορές περιφερόμενος θίασος. Τα ίδια άτομα που τρέχουν παντού σαν τρελά ηλεκτρόνια και δεν έχουν χρόνο να κάνουν πυρήνες και όβες. Να κάτσουν να σκεφτούν και να συνθέσουν. Να χωνέψουν τα γεγονότα, να βρεθούν μεταξύ τους, να δουν τους δικούς τους, τον εαυτό τους, να συζητήσουν μαζί του.
Πόσο μάλλον να κάνουν όλα τα υπόλοιπα. Και την πληρώνει πάντα η θεωρία. Κι όμως το διάβασμα ενώνει.

Κι η πρωτοπορία συνηθίζει το ρόλο της. Κι όταν οι μαριονέτες σωρεύσουν κρίσιμη ποσότητα ενέργειας, αλλάξουν ποιότητα και γίνουν άνθρωποι, μένουμε πίσω με τα κομμένα σχοινιά ανά χείρας, γιατί δεν αναπτύξαμε αρκετά ισχυρούς δεσμούς μαζί τους όσο είχαμε νηνεμία.

Φεύγουν καράβια στο γιαλό κι εγώ τους γνέφω στο καλό.
Καράβι ακυβέρνητο, χωρίς καπετάνιο, δαρμένο από νέα κύματα κι ουτοπίες για ατλαντίδες και ακυβέρνητες πολιτείες. Καράβι παλιό σαπιοκάραβο με κατάλοιπα απ' τον καπιταλισμό και το παλιό που σαπίζει, σα βυθισμένες άγκυρες επάνω στο σκαρί του (δεν ξέρει ποιον παλεύει να νικήσει). Και τα παπαγαλάκια να λεν: τους ξεφύγαμε! και να του ανοίγουν δρόμους φυγής απ' την πραγματικότητα χωρίς πραγματική διαφυγή.

Κι ίσως καταλήξει σε καμιά ξέρα, στο μουσείο με τα ναυάγια της ταξικής πάλης και τότε νιώσουμε δικαιωμένοι. Πλάι στο παγοθραυστικό της σοβιετίας που έσπασε τον πάγο, αλλά χάραξε δρόμο σαν τιτανικός πάνω στο παγόβουνο της περεστρόικα.
Ο καπετάν γιώτης έμεινε πάνω στη φουρτούνα, αλλά οι μούτσοι και τα ποντίκια σαν τον ανδρουλάκη το εγκατέλειψαν και βούτηξαν σε πρασινογάλαζα νερά.

Κι είναι κι οι άλλοι οι σύντροφοι, μια χούφτα σαν κι αυτούς του οδυσσέα, που πιάσανε αντανακλαστικά χωρίς σχέδιο τη σχεδία του, φτερά στον άνεμο και τον ασκό του αιόλου, βαυκαλίζονται ότι είναι η προπέλα που του δίνει κίνηση όπισθεν.
Αλλά σέρνονται ως ουρά και βουλιάζουν μαζί με το καρυδότσουφλο μόλις πάψει η θύελλα. Κι όσοι βγαίνουν σώοι απ’ την χάρυβδη της ιδιώτευσης τους ξεβράζει το κύμα στη σοσιαλιστική νησίδα της κίρκης που τους μαγεύει με αντιθεσμούς και τους μεταμορφώνει σε μεταμοντέρνους.
Κάνε λοιπόν τον κύκλο σου οδυσσέα…

Η ταξική πάλη είναι απρόβλεπτη σαν τα όνειρα. Δεν έχει πάντα ειρμό αλλά στο τέλος οι μάζες αφυπνίζονται.
Τα όνειρά μας δε μπαίνουν σε λιμάνι –εκτός κι αν τα περιφρουρούν απεργοί λιμενεργάτες. Βγαίνουν στο αρχιπέλαγος (γκούλαγκ), πηγάζουν απ’ το ασυνείδητο κι έρχονται σα σκηνή από ταινία με σκηνοθέτη το μορφέα και την ιστορία.
Κάποια από αυτά εξελίσσονται σε εφιάλτες. Κάποιοι θεωρούν τέτοιον τη σοβιετία. Ούτως ή άλλως το α-συνείδητο αυθόρμητο είναι πάντα ευάλωτο σε εφιάλτες που τρυπώνουν και το προβοκάρουν.

Στον αντίποδα το συνειδητό φέρνει την εξουσία στη φαντασία.
Που λέει σε μια φάση και στα σπουργίτια του αρκά, τρέχαμε μικροί καβάλα σε σκουπόξυλα και φανταζόμασταν ότι ήμασταν πάνω σε σκουπόξυλα και τρέχαμε. Φαύλος κύκλος.

Χρειάζεται διαλεκτική. Διαπαιδαγώγηση του κινήματος. Ενότητα και πάλη των αντιθέτων.
Θέλει κάτι άλλο πέρα απ' το χάιδεμα του αυθόρμητου. Ούτε χτύπημα, το ξύλο είναι αντι-παιδαγωγική μέθοδος. Αποτυχία όμως είναι και τα χαϊδεμένα της δασκάλας, σαν τον ανιάν.
Δε μπορείς να με χτυπήσεις, γιατί φοράω κουκούλα.

Το συνειδέναι σε πρώτη φάση το οφείλω λοιπόν στο αυθόρμητο. Σε κάτι αναμνήσεις, στον άβερελ, τον θηλυκό μου γονιό, τον τσε και την κούβα. Αλλά το ευ συνειδέναι το οφείλω στη θεωρία και την οργάνωση που με έμαθαν να σκέφτομαι ταξικά και να εμβαθύνω πίσω από τη βιτρίνα.

Έρχονται όμως οι ασυνείδητοι να σπάσουν τη βιτρίνα του συστήματος κι αφήνουν άθικτη την ουσία του. Φόρεσαν την κουκούλα ανάποδα κι ασκούν τυφλή βία κλείνοντας τα μάτια στη θεωρία που φωτίζει πέρα απ' την επιφάνεια.

Κόντρα στους ανεγκέφαλους, χρειάζεται ένα κεφάλι για ιθύνων νους. Ένας συλλογικός εγκέφαλος ως ανώτερη μορφή οργάνωσης της ύλης και των επαναστατών. Αρκεί να μην πάθουμε μαλάκυνση εγκεφάλου και πέσουμε (απ’ το κόμμα) σε κώμα. Τη γεροντική άνοια για την οποία μας προειδοποιεί ο πράσινος ντάνι.
Και να υπάρχουν όργανα σχετικά αυτόνομα, όχι μόνο εκτελεστικά, που θα αλληλεπιδρούν με το κεφάλι και θα εξειδικεύουν.

Αλλιώς καταλήγουμε στην αναπηρία. Πνευματική στην χειρότερή της μορφή. Κι οι άλλες όμως δεν πάνε πίσω. Καθηλωμένος σε καροτσάκι να περιμένεις απ' έξω μια ώθηση από την ταξική πάλη που είναι κινητήρια δύναμη της ιστορίας και να εφαρμόσεις το έτοιμο σχήμα που έφτιαξες εγκεφαλικά.
Όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια. Αλλά αν δεν τα έχεις και τα δυο μαζί δε γίνεται. Σα να βαδίζουμε με ένα πόδι, που θα έλεγε κι ο μάο.

Χωρίς μυαλό, με επιμονή και τόλμη μόνο, δε γίνεται. Κοπανάμε απλώς το κεφάλι μας στον τοίχο. Τουλάχιστον δεν έχουμε κάτι ζωτικό μέσα να κινδυνεύει.
Κι η πάπια αν της κόψεις το κεφάλι τρέχει για κάποια δευτερόλεπτα, αλλά χωρίς αυτό είναι καταδικασμένη. Κάνει μόνο σπασμωδικές κινήσεις. Που για κάποιους είναι το παν αλλά καταλήγει εγγυημένα στο τίποτα. Και μένουμε χωρίς παρηγοριά και παπάκι να μας κάνει πα-πα-πα.

Κι έτσι στους τυφλούς κι ακέφαλους βασιλεύει ο μονόφθαλμος. Και στα ταξικά ναυάγια οι πειρατές κι ο μπαρμπαρόσα.
Κάποτε τα είχαμε δεκατέσσερα κι αποκρούσαμε την επιχείρησή του στον βήτα παγκόσμιο. Μετά όμως πήγαμε και βγάλαμε μόνοι μας τα μάτια μας με τους ρεβιζιονιστές.
Και μείναμε ορφανοί να τραγουδάμε για το κόμμα. Ενάντια στους εαμοβουλγαροκτόνους και τις αστικές σειρήνες.
Αχ βρε κυκλωπάκι μου, λες κι είσαι η ιθάκη μου…

http://www.youtube.com/watch?v=8XzUTaPGtU0&feature=related

Δευτέρα 2 Μαρτίου 2009

Τα διδάγματα της εξέγερσης

Λίγα λόγια εισηγητικά για να περάσουμε στις τοποθετήσεις.

Ο ζοφρουά είναι το νεαρό πλουσιόπαιδο από τα βόρεια προάστια με αποκλίνουσα συμπεριφoρά. Ήταν κακομαθημένος, με πλούσιο μπαμπά που του αγόραζε ό,τι ήθελε και με προκλητική περιφρόνηση προς τα όργανα της τάξης και τον σουπιά.

Παρά τις ταξικές διαφορές η παρέα του δε δίστασε να αγκαλιάσει το δράμα του ζοφρουά και να τον μετατρέψει -άθελά του ίσως- σε σύμβολο του αγώνα ενάντια στη θεσμική καταστολή και τα όργανα. Δηλ τον σουπιά και το σύστημα.

Η εξέγερση ήταν καθολική, ξεσηκωμός μιας ολόκληρης γενιάς. Μιας ολόκληρης τάξης ενάντια στη νέα τάξη πραγμάτων.
Κι ήταν διαταξική πέρα από παλιοδογματικά, ταξικά καλούπια που φέρνουν την εξεγερμένη νεολαία στα μέτρα τους, αντί να προσπαθήσουν να έρθουν αυτά στα μέτρα της.

Η παρέα των εκδικητών είναι μετωπικό σχήμα τοπικής εμβέλειας. Στα ελληνικά δεδομένα θα μπορούσε να είναι το μερα. Κι αν δεν το έχει κατοχυρώσει κάποια άλλη συλλογικότητα είναι ό,τι πρέπει για την ονομασία του νέου φορέα του σπόρτιγκ και το καταθέτω επισήμως ως πρόταση.
Εδώ άλλοι υπογράφουν ως διάφοροι-ες, κάποιοι-ες. Στο παρέα των εκδικητών θα κολλήσουμε;

Η εκδίκηση περιγράφει απόλυτα το στίγμα και τον ορίζοντα πολλών συνιστωσών του κινήματος. Σε ευθεία αντίθεση με τη διεκδίκηση που θεωρείται πολιτικάντικη, ή κατά το κοινώς λεγόμενο φλωριά.
Η πρόθεση τα αλλάζει όλα.

Γενικά οι προθέσεις παίζουν σπουδαίο ρόλο, ειδικά οι καλές. Κι ας στρώνουν πολλές φορές το δρόμο για την κόλαση, όπως προειδοποιεί ο λένιν. Ακόμα και με το διάβολο θα συμμαχήσουμε για το καλό του κινήματος είχε πει ο χαρίλαος το 89.
Και για να του πουλήσουμε την ψυχή μας, συμφώνησαν οι υπόλοιποι.

Ακόμα και στα ρήματα η σύγκριση είναι καταλυτική.
Διεκδικώ κι εκδικούμαι.
Το εκδικούμαι είναι παθητικό και σαν φωνή και σα νόημα. Το διεκδικώ είναι ενεργητικό ρήμα, αλλά λίγοι το κάνουν στην πράξη, πέρα από τα λόγια.

Ο ζοφρουά κατάλαβε όσο λίγοι μεγάλοι ότι το να παίζεις είναι επαναστατικό. Μια ανέμελη πράξη αυτο-οργάνωσης του ελεύθερου χρόνου ενάντια στον επιστατικό αυταρχισμό, τους κανόνες και την κανονικότητα. Με δυο λόγια ενάντια στην καταπίεση.
Μια γροθιά στο στομάχι του συστήματος.

Παράλληλα όμως κουβαλούσε μαζί του τα ταξικά του κατάλοιπα. Δέος μπροστά στο σύστημα (αλά φλωράκης). Μικροαστικός σεβασμός για την ιδιοκτησία. Υπακούει στο κόμμα που έχει μέσα του και πηγαίνει πιο εκεί να μη σπάσει το τζάμι.
Υποταγή στους κανόνες της εξουσίας. Φόβος μπροστά στην ελευθερία. Και μπρος στην πιθανή βία. Που σε τελική ανάλυση είναι ελευθερία. Με άλλα λόγια το θηλυκό του βίου.

Τα ερωτήματα για τον σουπιά είναι πολιτικά κι αμείλικτα.
Ανήκει στην εργατική τάξη ή είναι τσιράκι του συστήματος;
Κάτω απ' το κεφάλι του έχει σκατά ή ταξική συνείδηση;
Δουλεύει για τη φουκαριάρα τη μάνα του ή για τη θεσούλα του και το βόλεμά του;
Παράγει υπεραξία; Τι λένε τα μ-λ σχετικά;
Και τι δουλειά είχε ο αντουάν σκυλάκ στην εκδήλωση του σωματείου που έχουν οι παιδοφύλακες;

Στη γλώσσα της γεωμετρίας η μπάλα είναι σφαίρα. Αλλά εξοστρακίστηκε όντως στον τοίχο; Ή ήταν μια εν ψυχρώ βολή κατά του ανυποψίαστου σουπιά;
Την επόμενη βδομάδα η κυριακάτικη ουμανιτέ δημοσίευσε το ανυπόγραφο διήγημα το λάθος σουτ σε έναν επιστάτη που έδινε μια διαφορετική, αιρετική εκδοχή των πραγμάτων.

Το τρίπτυχο με το οποίο πέρασε στην ιστορία η εξέγερση ήταν:
-να πέσει ο σουπιάς (από τα κάτω κι αριστερά)
-να επιστραφεί πίσω η μπάλα κι όλα τα κλεμμένα (από τα αποθεματικά των ταμείων μέχρι την ίδια τη ζωή).
-όλη η εξουσία στα σοβιέτ των μαθητών

Ο εντ με τις τάσεις ηγεμονίας είναι το ναρ.
Το τετράστιχο που του αρέσει και τον εκφράζει πάει ως εξής:
Όλοι σε φωνάζαν αρχηγό
κι ήξερες μονάχα να διατάζεις
κι έτρεχα ξοπίσω σου κι εγώ
για να με κοιτάζεις


Ο ατίθασος ρούφους, που στην κρίσιμη στιγμή φεύγει με καταγγελίες από τα αριστερά για ηγεμονισμό και την αντιδημοκρατική συμπεριφορά του ναρ μες στο μετωπικό σχήμα αντιπροσωπεύει το φλογερό καταγγελτικό λόγο του ανυπότακτου σάββα μιχαήλ.
Το μειωτικό παρατσούκλι ρούφους του το έβγαλαν οι γάλλοι σύντροφοι του νακ για τις τάσεις φυγής του από το μερα εξαιτίας της κόντρας με το σεκ. Αυτό στην μετωπική αργκό λέγεται εσωτερίκευση των ενδοτροτσκιστικών διαφορών.

Κατά μία άλλη εκδοχή το πλήρες όνοματεπώνυμό του είναι ρούφους μπεζανσνό. Είναι ο μεγάλος αδερφός του ολιβιέ, μέλος της τρομοκρατικής οργάνωσης παρέα των εκδικητών, τα μέλη της οποίας συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν κατά τη διάρκεια μιας απόπειρας δολοφονίας του τσάρου ντε γκωλ.
Ο μικρός ολιβιέ ορκίστηκε εκδίκηση για τον αδερφό του κα συνεχίζει το έργο του σήμερα.

Γενικώς η παρέα των εκδικητών είναι στην ουσία μια ευκαιριακή συγκόλληση με πολύ κοντό ορίζοντα. Στην πρώτη ευκαιρία τα μέλη της τη διαλύουν πρόθυμα με εκατέρωθεν κατηγορίες και διαχείριση της μιζέριας.
Τα συντροφικά μαχαιρώματα πέφτουν βροχή. Ψάχνουν όλοι έναν προδότη να του φορτώσουν την ήττα.

Η ουσιαστική αυτοκριτική είναι ζωτική λειτουργία για το σχήμα. Δεν είμαι προδότης, τουλάχιστον όχι περισσότερο απ' ό,τι εσύ, λέει ο νικόλας στον εντ.
Αυτοκριτική που αποτελεί οδηγό για το μέλλον.
Στο επόμενο κίνημα θα σου δείξω ποιος είναι προδότης...

Ο ανιάν είναι το χαϊδεμένο του αστικού συστήματος εξουσίας. Θυμώνει που οι άλλοι χαϊδεύουν τα αυτιά των αναρχικών αντί για δικά του και τους καταγγέλλει.
Την κρίσιμη στιγμή απουσιάζει από το κίνημα. Στο τέλος όμως δικαιώνεται. Δεν ήταν εξέγερση αυτό που έγινε. Κι ας μην έσπασε ούτε ένα τζάμι.

Ο μικρός νικόλας είναι αυτό ακριβώς που σχολίασε ο μπαγούδο στο πιο κάτω ποστ: ο τύπος που έκατσε μέχρι τέλους και την έκανε από τα αριστερά. όχι γιατί διαφωνούσε, αλλά γαμώτο, κανείς δε θα τον πει προδότη.
Επειδή είναι αφηγητής, λέω να τον κάνω δημοσιογράφο. Μάλλον του πριν για να έχει και ίντριγκα.

Το τέλος της ιστορίας μας αφήνει αρκετά ερωτήματα για το ρόλο των νέων πρωτοπόρων, τη μαθητική νεολαία και το επαναστατικό υποκείμενο. Για τις μορφές πάλης και τη σχέση μας με το αυθόρμητο.
Πλάκα-πλάκα κι ο μάης του 68 κάπως έτσι ξεκίνησε. Και μάλιστα από τη γενιά του μικρού νικόλα!

Ωστόσο, καμιά απορία μας, καμιά μεταμοντέρνα θεωρητική αναζήτηση, δεν αναιρεί τις αλύγιστες, ατσάλινες νομοτέλειες για το ρόλο της πρωτοπορίας και του κόμματος νέου τύπου, που επιβεβαιώνονται καθημερινά από την ίδια ζωή.

Όπως διαβάζουμε στην αναθεωρημένη έκδοση του εμφύλιου πολέμου στη γαλλία, το λάθος της παρέας των εκδικητών δεν ήταν ότι έκανε κατάχρηση βίας και της εξουσίας που είχε. Το ακριβώς αντίθετο. Φοβήθηκε και δεν χρησιμοποίησε συστηματικά τη βία και την εξουσία που είχε.

Θέλετε λοιπόν να μάθετε τι λογής είναι μια εξέγερση;
Κοιτάξτε την παρέα των εκδικητών. Πάρτε τις ιστορίες του μικρού νικόλα και διαβάστε τες.
Στο επόμενο κίνημα προσπαθήστε απλά να μην είστε ο προδότης.
Ή τουλάχιστον να μην είστε γραφικοί σαν τους ήρωες της ιστορίας. Που είναι βγαλμένοι από τη ζωή ένας προς έναν...

Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2009

Η εξέγερση

Χτες το απόγευμα ο Ζοφρουά έφερε στο σχολείο μια μεγάλη μπάλα και στο διάλειμμα, ο Σουπιάς (ο επιστάτης μας) του είπε: "Να μην παίξεις μ' αυτή τη μπάλα γιατί θα σπάσεις κανένα τζάμι ή θα χτυπήσεις κανέναν".

Τότε ο Ζοφρουά πήρε τη μπάλα του και πήγε πιο πέρα και την ώρα που ο Σουπιάς μιλούσε μ' ένα μεγάλο, βάρεσε μια δυνατή κλοτσιά στη μπάλα, αλλά ήταν πολύ άτυχος γιατί η μπάλα χτύπησε στον τοίχο, μετά το χέρι του Σουπιά κι ο Ζοφρουά έβαλε τα κλάματα. Ο Σουπιάς έγινε κατακόκκινος, μάζεψε τη μπάλα, έπιασε το Ζοφρουά από το χέρι και πήγαν κι οι τρεις στο διευθυντή. Και μετά ο Ζοφρουά δεν ξαναγύρισε γιατί ο Σουπιάς του έδωσε δυο μέρες αποβολή.

Όταν σχολάσαμε, ήμασταν όλοι πολύ στενοχωρημένοι γιατί ο Ζοφρουά είναι φίλος μας κι όταν τρώμε αποβολή γίνεται χαμός στα σπίτια μας και γιατί επιπλέον ο Σουπιάς είχε κρατήσει τη μπάλα, που ήταν τέλεια για να παίζουμε ποδόσφαιρο στην αλάνα.

-Αυτό δεν είχε δικαίωμα να το κάνει ο Σουπιάς, είπε ο Εντ.
-Ναι, είπα εγώ.
-Μπορεί να μην είχε το δικαίωμα, αλλά το έκανε, είπε ο Ρούφους.
-Α, ναι; είπε ο Εντ. Ε, λοιπόν κι εμείς θα του δείξουμε πως δεν είχε το δικαίωμα να το κάνει! Ξέρετε τι θα κάνουμε παιδιά; Αύριο το πρωί, θα έρθουμε όλοι νωρίς στο σχολείο κι όταν χτυπήσει ο Σουπιάς το κουδούνι για να μπούμε στην τάξη, εμείς δε θα μπούμε. Και μετά θα πούμε στο Σουπιά: Αν θέλετε να πάμε στην τάξη, πάρτε πίσω την αποβολή του Ζοφρουά και ξαναδώστε του τη μπάλα, καταλάβατε; Θα του δείξουμε εμείς!

Αυτή η ιδέα ήταν καταπληκτική κι όλοι φωνάξαμε "γιούπι, γιούπι, μπράβο"!
-Ναι, είπε ο Μεξάν, θα δουν πως η παρέα των Εκδικητών δεν αστειεύεται!
Η παρέα των Εκδικητών είμαστε εμείς και πραγματικά δεν αστειευόμαστε.
-Αν θέλετε να μπούμε στην τάξη, πάρτε πίσω την αποβολή του Ζοφρουά και δώστε του τη μπάλα, καταλάβατε; έτσι θα πούμε στο Σουπιά, είπε ο Εντ.
-Θα του δείξουμε εμείς! είπε ο Κλοτέρ.
-Συμφωνούμε όλοι λοιπόν; ρώτησε ο Ιωακείμ.
-Ναι! φωνάξαμε όλοι.
-Τα λέμε αύριο παιδιά! είπε ο Εντ.

Κι έφυγε με τον Ιωακείμ, που το σπίτι του είναι δίπλα στο δικό του και στο δρόμο του εξηγούσε τι θα λέγαμε αύριο στο Σουπιά. Εγώ ένιωθα πολύ περήφανος επειδή ανήκω σε μια φοβερή παρέα που δεν αστειεύεται. Ο Αλσέστ που περπατούσε δίπλα μου τρώγοντας ένα κρουασάν αναστέναξε βαθιά και πριν μπει στο σπίτι του μου είπε:
-Θα γίνει μεγάλη φασαρία αύριο.
Σ' αυτό είχε δίκιο ο Αλσέστ. Θα γινόταν μεγάλη φασαρία και ο Σουπιάς θα καταλάβαινε μια για πάντα ποιος είναι ο πιο δυνατός, εμείς ή αυτός.

Τη νύχτα δεν κοιμήθηκα καλά. Έτσι γίνεται πάντα όταν έχω κάτι σοβαρό να κάνω την επόμενη μέρα. Κι όταν η μαμά ήρθε να μου πει πως ήταν ώρα να σηκωθώ, ήμουνα ήδη ξύπνιος και πολύ εκνευρισμένος.
-Έλα σήκω, τεμπελάκο! μου είπε η μαμά.
Μετά με κοίταξε και με ρώτησε:
-Τι ύφος είναι αυτό Νικόλα; Τι έχεις;
-Δεν αισθάνομαι πολύ καλά, είπα.
Και είναι αλήθεια πως δεν αισθανόμουν καλά. Είχα έναν κόμπο στο λαιμό, πονούσε λίγο η κοιλιά μου και κρύωναν τα χέρια μου. Η μαμά έβαλε το χέρι της στο μέτωπο και μου είπε:
-Ναι είσαι λίγο ιδρωμένος...

Ο μπαμπάς που έβγαινε από το μπάνιο μπήκε στο δωμάτιό μου και ρώτησε:
-Τι τρέχει; Τα συνηθισμένα πρωινά συμπτώματα πριν από το σχολείο;
-Δε μου φαίνεται πολύ καλά, είπε η μαμά. Αναρωτιέμαι αν... Ξέρεις ο συμμαθητής του ο Ανιάν πέρασε μαγουλάδες και...
-Μα τις πέρασε και ο Νικόλας τις μαγουλάδες, είπε ο μπαμπάς. Δείξε μου τη γλώσσα σου διαβολάκο!
Έβγαλα τη γλώσσα μου, ο μπαμπάς μου χάιδεψε τα μαλλιά και είπε:
-Νομίζω πως θα επιζήσεις! Άντε σβέλτα, φιλαράκο θ' αργήσεις. Και μην παίρνεις αυτό το ύφος. Αν στο σχολείο συνεχίσεις να μη νιώθεις καλά θα γυρίσεις σπίτι. Σύμφωνοι;
Κι εγώ σηκώθηκα. Πριν βγει από το δωμάτιό μου, ο μπαμπάς γύρισε και με ρώτησε:
-Μήπως έχεις κανένα πρόβλημα στο σχολείο;
-Όχι απάντησα.

Όταν έφτασα στο σχολείο τα παιδιά ήταν κιόλας στην αυλή και κανείς δε μιλούσε πολύ. Ο Κλοτέρ φαινόταν άρρωστος και ο Αλσέστ δεν έτρωγε.
-Είδατε τον Σουπιά παιδιά; είπε ο Εντ. Σε λίγο θα πάψει να χαμογελάει!
-Ναι είπε ο Ρούφους.
-Αυτός ο προδότης ο Ανιάν δεν είναι εδώ, οπότε κανείς δε θα μπει στην τάξη και χωρίς εμάς δε μπορούν να κάνουν μάθημα. Η δασκάλα όταν δε μας δει στην τάξη θα ρωτήσει τον Σουπιά τι συμβαίνει, εκείνος θα της πει κι αυτή θα πάει στο διευθυντή να παραπονεθεί για το Σουπιά. Θα σπάσουμε πολλή πλάκα, θα δείτε! είπε ο Εντ.

-Μα τι ακριβώς θα κάνουμε; ρώτησε ο Κλοτέρ.
-Όταν ο Σουπιάς χτυπήσει το κουδούνι, μας εξήγησε ο Εντ, όλοι οι άλλοι θα μπουν στις γραμμές, αλλά εμείς θα μείνουμε εδώ ακίνητοι. Τότε ο Σουπιάς θα έρθει να μας ρωτήσει γιατί δε μπαίνουμε στις γραμμές κι εμείς θα του πούμε: Πάρτε πίσω την αποβολή του Ζοφρουά και δώστε μας τη μπάλα, αλλιώς δε μπαίνουμε στην τάξη!
-Ποιος θα του το πει; ρώτησεο Κλοτέρ.
-Ξέρω γω; είπε ο Εντ. Εσύ, εσύ, ή εσύ.

-Εγώ; είπε ο Ρούφους. Γιατί εγώ; Στο κάτω κάτω δική σου ιδέα ήταν.
-Κατάλαβα, είπε ο Εντ, είσαι προδότης; Το ήξερα.
-Εγώ προδότης; φώναξε ο Ρούφους. Όχι κύριε, δεν είμαι προδότης! Αλλά δε μου αρέσει να με περνούν για βλάκα! Είναι εύκολο να βάζεις τους άλλους να κάνουν τα δύσκολα!
-Ναι, είπαν ο Κλοτέρ κι ο Μεξάν.
-Και πρώτον δεν είμαι υποχρεωμένος να κάνω ό,τι λες! φώναξε ο Ρούφους. Δεν είσαι ο αρχηγός της παρέας!
-Αφού είναι έτσι δε ανήκεις πια στην παρέα! είπε ο Εντ.
-Σκασίλα μου και τόσο το καλύτερο! φώναξε ο Ρούφους. Εγώ δεν είμαι δειλός να υπακούω σε σένα επειδή φωνάζεις πιο δυνατά από τους άλλους.
Κι ο Ρούφους έφυγε τρέχοντας.

-Άσ' τον να φύγει, είπε ο Εντ. Δε θέλουμε προδότες στην παρέα.
-Ναι, είπε ο Μεξάν. Όμως καλά λέει πως δεν είσαι εσύ ο αρχηγός. Έχει δίκιο!
-Α, έτσι; Ε, τότε πήγαινε κι εσύ με αυτόν τον προδότη, φώναξε ο Εντ.
-Αυτό θα κάνω! φώναξε ο Μεξάν. Δε μου αρέσει να με διατάζουν!
Κι έφυγε μαζί με τον Κλοτέρ και τον Ιωακείμ.

-Αφού μένουμε μόνο εμείς οι τρεις είπε ο Αλσέστ δεν έχει πια νόημα... Μπορούν να κάνουν μάθημα και χωρίς εμάς, άσε που θα φάμε σίγουρα αποβολή.
-Είσαι κι εσύ προδότης όπως οι άλλοι έτσι; είπε ο Εντ.
-Και να σου πω και κάτι άλλο; Στο κάτω-κάτω ο Ζοφρουά δεν είχε παρά να μην κάνει βλακείες! φώναξε ο Αλσέστ. Ο Σουπιάς του είχε πει να μην παίξει με την μπάλα του, δεν είχε παρά να καθίσει φρόνιμος!
-Μπα; Τώρα είσαι με το μέρος του Σουπιά; έκανε ο Εντ.
-Δεν είμαι με το μέρος κανενός, απάντησε ο Αλσέστ, αλλά δεν έχω καμία όρεξη να φάω αποβολή επειδή ένας βλάκας έκανε μια βλακεία! Μετά στο σπίτι μου γίνεται χαμός και μου απαγορεύουν να τρώω γλυκά. Για χάρη δηλ ενός βλάκα που πέταξε τη μπάλα του πάνω στον Σουπιά, να μη φάω εγώ φράουλες σαντιγί; Τι μας λες;
Κι ο Αλσέστ έφυγε δαγκώνοντας μια μπουκιά από ένα μεγάλο σάντουιτς με τυρί.

-Άντε φύγε κι εσύ λοιπόν! μου φώναξε ο Εντ. Τι κάθεσαι; Κι εσύ προδότης δεν είσαι;
-Προδότης εγώ; φώναξα. Όχι πιο πολύ από εσένα πάντως. Για ξαναπές το αν τολμάς!
Δεν προλάβαμε να παίξουμε ξύλο γιατί χτύπησε το κουδούνι, όμως καθώς προχωρούσαμε για να μπούμε στις γραμμές και να πάμε στην τάξη, είπα στον Εντ:
-Στο επόμενο διάλειμμα, θα σου δείξω εγώ ποιος είναι προδότης!



Αφήνω μια μέρα την εισήγηση για ανάγνωση και μετά θα προχωρήσουμε σε σημειολογική ανάλυση, συνειρμούς και τοποθετήσεις.