Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου 2024

Το μαύρο και το κόκκινο

Ένας χρόνος μετά το έγκλημα στα Τέμπη. Η γη έκανε μια πλήρη περιφορά γύρω από τον ήλιο. Το επίπεδο του σιδηρόδρομου παραμένει πίσω από τον ήλιο. Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή. Πολλούς αγώνες, πολλές απεργίες, πολλές θυσίες –όχι σαν αυτές στα Τέμπη, όπου αλλάζουν όνομα τα εγκλήματα, στην πολιτεία του μαύρου, του βούρκου, της σαπίλας. Το πιο βαθύ σκοτάδι, όμως, είναι λίγο πριν τη χαραυγή του νέου κόσμου, που θα τους πνίξει στα σκατά που μας βουλιάζουν τώρα. Και οι διαδηλώσεις σαν τις σημερινές είναι οι πρώτες λάμψεις που δείχνουν το μέλλον.

Ίσως κάποτε –πολλά χρόνια μετά, σε μια άλλη κοινωνία- να τα θυμόμαστε όλα αυτά με ένα πικρό χαμόγελο. Της μαύρης νύχτας τα καμώματα... Τώρα γελάνε αυτοί στα μούτρα μας και διασκεδάζουν στην επιτροπή της Βουλής. Και αν είναι να στερέψουν τα δάκρυα, δεν πρέπει να αφήσουμε τίποτα να ξεχαστεί. Να μην τα σκεπάσει η λήθη και το τσιμέντο που έριξαν. Να μην τσιμεντώσουν τη συλλογική μνήμη, για να οχυρώσουν την εξουσία τους.

Στο βαθμό που το καταφέρνουν, συναντάμε μικρές σκηνές καθημερινού φασισμού. Όχι γιατί ψήφισαν 41%, δυο φορές, στον απόηχο του εγκλήματος, βάζοντας και τα δικά τους δακτυλικά αποτυπώματα. Αλλά γιατί έγινε η απάθεια συνήθειά μας/τους. Τα κτήνη πατάνε πάντα στην αποκτήνωση, για να επικρατήσουν. Ο μεγαλύτερος εχθρός τους παραμένει ο άνθρωπος που δεν έχει ξεχάσει να στέκεται περήφανος στα δυο του πόδια.

Οι κρατούντες κάνουν το άσπρο μαύρο, μαζί με τις ζωές μας. Θάβουν την αλήθεια, μαζί με τα άλλα θύματα. Μαυρίζουν όνειρα, νιάτα, μανάδες, τα ρούχα τους, την ανάσα τους. Ρουφάνε κάθε ελπίδα και κάθε χρώμα, σαν μαύρη τρύπα. Μας προσφέρουν αντίδωρο μια πολύχρωμη μαυρίλα, για να ξεχνιόμαστε –και βασικά να ξεχνάμε. Κάποτε η Γώγου έγραφε στίχους «προς υπεράσπιση του μαύρου». Τώρα αυτοί ξεγράφουν ζωές «προς τη συγκάλυψη της μαυρίλας».

Ένα χρόνο και μια περιφορά της Γης μετά, περιφέρουμε τα σαρκία μας και ζούμε από καθαρή τύχη, σε μια αέναη περιφορά, σαν Επιτάφιος διαρκείας, για μια ζωή εν τάφω. Η πόλη μοιάζει γενικώς, τάφος οικογενειακός. Και τα απλά ερωτήματα αναζητούν απάντηση. Πώς φέρονται στους χαροκαμένους συγγενείς; Τι μετέφερε το εμπορικό τρένο; Τι δικαιοσύνη αποδόθηκε; Τι έχει αλλάξει έναν χρόνο μετά; Τι διόρθωσαν στο ενδιάμεσο; Έχουμε ασφαλή δρομολόγια; Έχουμε σηματοδότηση και τηλεδιοίκηση; Ασφαλείς διαβάσεις και υπόγειες ράγες μες στις πόλεις; Έχουμε τελειώσει με τις χειροκίνητες μπάρες;

Δεν είναι μόνο ότι ο σιδηρόδρομος λειτουργεί με όρους του περασμένου αιώνα και ότι είναι δεκαετίες πίσω. Είναι ότι μια ευθεία σύγκριση, σε «απόλυτες τιμές» δείχνει πως πριν από 20 χρόνια, είχαμε φτηνότερες υπηρεσίες και ολοκληρωμένα δίκτυα –ως τη Θεσσαλονίκη και την Πάτρα. Χωρίς παρακάμψεις και χρονοβόρες ανταποκρίσεις με πούλμαν. Αλλά μας έχουν πείσει πως η ιδιωτικοποίηση είναι το κλειδί για μια ορμητική ανάπτυξη, χωρίς φραγμούς –κυρίως ηθικούς. Αυτά που λες τα νέα της «τελευταίας Σοβιετίας της Ευρώπης»…

Στείλε όταν φτάσεις…

Η αθάνατη ελληνίδα μάνα, λένε κάποιοι. Με τα θνητά παιδιά όμως. Σε μια πολιτεία που τα σκοτώνει κάθε μέρα –ενίοτε κυριολεκτικά. Που γεννά φόβο και απελπισία, σε αστείρευτες ποσότητες. Κανείς τους δε βάζει στο κάδρο την «αθάνατη ελληνική πολιτεία», τη μάνα κάθε εγκλήματος, που τα καλύπτει όλα, σαν παιδιά της.

Ντροπή; Να νιώσουν ντροπή; Σιγά μην κοκκινίσουν. Σκέτη μαυρίλα. Δεν ντράπηκαν για τους νεκρούς, για τα ψέματα, τη συγκάλυψη. Θα νιώσουν τώρα ντροπή για τα χημικά ενάντια στις διαδηλώσεις; Ντροπή που έκαναν τους μπράβους της Hellenic Train και έκλεισαν τον δρόμο με κλούβες; Που ζητάνε βουβό τρόπο, για να μη σπάσει το τείχος της σιγής νεκροταφείου που επέβαλαν –στην κυριολεξία;

Και ας μην ξεχάσουμε τους επίσημους χορηγούς του μαύρου. Την πλειοψηφία της ΓΣΕΕ και τις διοικήσεις των Εργατικών Κέντρων, που δεν έκαναν κάτι για τα μάτια του κόσμου. Δεν είχαν νιώσει την ανάγκη να αντιδράσουν όταν έγινε το έγκλημα, θα το κάνουν τώρα, στην επέτειο; Η ΓΣΕΕ γιορτάζει τον έρωτά της με τα αφεντικά κάθε μέρα, δεν έχει ανάγκη από επετείους να το αποδείξει.

Υπό άλλες συνθήκες, θα γράφαμε για άλλα πράγματα, σοβαρά ή πιο ανάλαφρα.

Για τις μεγάλες συγκεντρώσεις σε όλη την Ελλάδα. Για τις απογευματινές συγκεντρώσεις στον σταθμό των τρένων, σε Αθήνα και Σαλονίκη. Για την τρομερή, υποβλητική ατμόσφαιρα στο ένα λεπτό σιγής. Για τη δύναμη που έχει η σιωπή, όταν σπάει το τείχος της αφωνίας. Για τους ορφανούς ροζ παράγοντες, τύπου Μηταφίδη, που έμειναν ξεκρέμαστοι από την ΓΣΕΕ –ή από τον Κασσελάκη. Για τις συγκεντρώσεις που πρακτικά ενώθηκαν σε μια τεράστια πορεία –στη ΛΔ του Βορρά τουλάχιστον. Για τα οργισμένα συνθήματα στα πλακάτ, όπου δεν υπήρχε χώρος για «πολιτική ορθότητα». Για το σύνηθες κουκλοθέατρο με τους άλλους μαύρους –με τις κουκούλες. Για το αποτέλεσμα στο ΣΜΤ, όπου το ποτάμι δε γυρίζει πίσω. Ή για τον τζάμπα μάγκα που πήγε να κόψει την πορεία και να περάσει μέσα της, χωρίς τρίκυκλο, βρήκε όμως μπροστά του την Καλαντίδου, να πέφτει στο παρμπρίζ και να του λέει: «Πάτα με…». Για την αναγκαιότητα να σπάσει το απόστημα της ΓΣΕΕ. Και για τη δυνατότητα να προχωρήσουμε χωρίς αυτό, που φάνηκε και σήμερα.

Αυτά όμως μικρή σημασία έχουν. Αυτό που μετράει είναι το μαύρο που μας πλακώνει. Και η ελπίδα που θα το τσακίσει. Και αυτή η ελπίδα έχει πάντα, υποχρεωτικά και νομοτελειακά, χρώμα κόκκινο. Όπως σήμερα...

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2024

Τιναφτόρε; - Της Κακομοίρας...

Ένα παλιό ανέκδοτο, του οποίου η γονεϊκότητα 1 αποδίδεται στο Λαϊκό Στρώμα, πάει ως εξής.
Τι είπε ο Γκόρμπι, στο κλείσιμο του τελευταίου συνεδρίου του ΚΚΣΕ;
-...
-Σύντροφοι, διαλυόμαστε...

Που είναι η κλασική λικβινταριστική ατάκα που κλείνει κάθε φορά τις πορείες μας, αν και κανείς δε φανταζόταν πως αυτή των μπολσεβίωκν θα κρατούσε 74 χρόνια, μια ζωή ολόκληρη -και έναν σύντομο εικοστό αιώνα.

Τα πρακτικά εκείνου του Συνεδρίου -που ήταν το 28ο και ήταν λίγο μετά την πτώση του τείχους και λίγο πριν την υποστολή της κόκκινης σημαίας από το Κρεμλίνο- κυκλοφόρησαν από τη Σύγχρονη Εποχή το 1990, με τίτλο «για έναν ανθρώπινο, δημοκρατικό σοσιαλισμό», βγαλμένο από τα υγρά όνειρα του ΚΚΕ Εσ., της ΔΗΜΑΡ και λοιπών σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων. Ένα καλτ διαμάντι στην υπηρεσία της αντεπανάστασης, που ωστόσο δε συνέπεσε ακριβώς με την οριστική ταφόπλακα στη Σοβιετία που γνωρίσαμε. Πάει να πει ότι σε εκείνο το Συνέδριο μπορούσες να βρεις τα πάντα, ακόμα και κομμουνιστές -για να παραφράσουμε τον Ραφαηλίδη, που παρέφραζε συχνά τον μαρξισμό- που πίστευαν ακόμα ότι μπορούσαν να ανατρέψουν τα δεδομένα που οδηγούσαν στις ανατροπές. Κι αν μας φαίνεται περίεργο, ας σκεφτούμε πως υπάρχουν άτομα που πιστεύουν ειλικρινά ότι η αριστερά θα θριαμβεύσει με τον Κασσελάκη...

Λοιπόν, το «σύντροφοι διαλυόμαστε» είναι κάπως εσωτερικό -αλλά όχι του Εσ.- αστείο του κινήματος -αλλά όχι του ΠαΣοΚ- που το καταλαβαίνουν μόνο όσοι κατεβαίνουν συχνά στις πορείες -δηλαδή ένας μάλλον στενός κύκλος- και μένουν ως το τέλος -χωρίς να στρίβουν στο Χίλτον ή πριν τα λουλουδάδικα, όπως ο Τσίπρας και ο Κασσελάκης στο Πολυτεχνείο.

Κι όμως, στην εποχή μας διαδηλώνει άπειρος κόσμος -γεμάτος απειρία-, εργάτες, αγρότες, φοιτητές και όχι μόνο. (Κι είναι αλήστου μνήμης οι υπολογισμοί και οι εκτιμήσεις μιας γκρούπας -που κατάλαβε εγκαίρως ότι μπορεί πιο εύκολα να γίνει σελίδα στο διαδίκτυο, παρά σοβαρή οργάνωση-: τόσες πλάκες και τόσα τ.μ. στο Σύνταγμα, τόσους χωράει η πλατεία, πόσες χιλιάδες θέλουμε για επαναστατική κατάσταση; Να βρεθεί ο άγνωστος ΧΙ κι οι γνωστοί άγνωστοι).

Αλλά αν είναι έτσι, πόθεν (έσχες) προκύπτει το ρημάδι το 41%; Αφενός, γιατί βράζουν και διαδηλώνουν και κάποιοι γαλάζιοι ψηφοφόροι. Αφετέρου γιατί κάποιοι ροζ ψηφοφόροι νομίζουν πως αρκεί να τραγουδήσουν ή να γράψουν στον τοίχο τους «Μητσοτάκη γαμιέσαι» για να ρίξουν μια κυβέρνηση -και μετά απορούν γιατί δεν πέφτει. Και τρίτον -και βασικότερον-, αρκεί να ρίξεις μια ματιά στους βασικούς αντιπάλους της ΝΔ, για να λυθεί κάθε απορία.


Στο τελευταίο (;) συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, έπρεπε να βγει στο τέλος ο πρόεδρος και να κλείσει με την ατάκα: σύντροφοι διαλυόμαστε -αρκεί να την διάβαζε σωστά από το ότο-κιου- κι οι κλακαδόροι του από κάτω να παραληρούν, διαλυμένοι από ενθουσιασμό. Κι αν είχε μερακλή λογογράφο, θα θυμόταν τη χτεσινή επέτειο της μυστικής έκθεσης του Νικήτα στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ και θα είχε μια ειδική ομιλία για τα εγκλήματα του Τσίπρα -ότι δηλαδή δεν τον στηρίζει-, κηρύσσοντας την έναρξης της «απαλεξοποίησης».

Επιχειρείς να πιάσεις σοβαρά το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αυτό μοιάζει με επιχείρηση -που βουλιάζει. Θέλεις να κάνεις πολιτική κριτική, αλλά το μόνο που σου έρχεται στο νου είναι το «μεγάλο μας τσίρκο», με παλιάτσους, ακροβασίες και θηρία, ανήμερα για την εξουσία -που θα τους ξανάρθει ανήμερα του Αγίου Ποτέ. Αν και μια σφισσα λέει πως ο Κασσελάκης πιάνει τέτοια επίπεδα γελοιότητας, που είναι αδύνατο να μη βγει πρωθυπουργός -μέχρι τώρα όποιον μας κάνει να γελάμε, τον έχουμε λουστεί κιόλας.

Υπάρχει μια λεπτή γραμμή που χωρίζει το να δίνεις υλικό στη σάτιρα από το να κλέβεις το ψωμί των κωμικών. Ο ΣΥΡΙΖΑ -που ούτως ή άλλως δεν είχε ποτέ μία μόνο γραμμή- την έχει αφήσει έτη φωτός πίσω και δεν την βλέπει καν. Η σκηνή όπου φεύγουν οι εκλογές (προέδρου) που μένουν, που φεύγουν είναι βγαλμένη από τον μπακαλόγατο Ζήκο:
-Μαλώνες, ρε; Μαλώνεις; Κάνεις εκλογές;
-Βρείτε μου αντίπαλο. (Μη με αφήνεις, κράτα με).
-Μάλωσε μονάχος, δε μαλώνω εγώ. Τον εξευτέλισα...


Η ταινία λεγόταν «της Κακομοίρας», που θα μπορούσε να είναι ο τίτλος του συνεδρίου και να διανέμεται με ποπ κορν και αστικό πατατάκι Νευροκοπίου. Ένα συνέδριο όπου με το ζόρι έβρισκες (συμ)μέτοχους, αλλά το φιλοθεάμον κοινό που έμπαινε για χάζι, έριξε το σάιτ της Αυγής, που δεν είχε ποτέ τόσο πολλούς αναγνώστες, για να ξέρει πώς να διαχειριστεί το πλήθος.

Όσοι επέλεξαν τότε να φυλάνε Θερμοπύλες, ενάντια στον Εφιάλτη (της μετάλλαξης) και τους Αθάνατους (οπορτουνιστές μιας χρήσης, που σβήνουν σαν διάττοντες αστέρες στον βάλτο αλλά ποτέ δε λιγοστεύουν), σήμερα μπορεί να νιώθουν δικαιωμένοι από τις εξελίξεις («αν αυτό είναι η ανανέωση…» για να παραφράσουμε έναν τίτλο του Λεβί). Και κάπως ανακουφισμένοι –που γλιτώσαμε από της ανανέωσης τα δόντια. Και ίσως λίγο απορημένοι: αυτό δηλαδή είναι το ανώτατο (δηλαδή κατώτερο) στάδιο του ολισθηρού κατήφορου του οπορτουνισμού; Ή είναι γνήσια αστική σαπίλα, χωρίς άλλοθι, που κατακτά νέα βάθη, τρυπώντας τον πάτο του βαρελιού;

Και τα ερωτήματα παραμένουν:
-Υπάρχει αντίπαλο δέος στη γελοιότητα Κασσελάκη ή δε χρειάζεται αντίπαλο για να πέσει στον γκρεμό; Έχει συμβούλους, ανθρώπους να τον αγαπάνε έστω, να του πούνε πως όλο αυτό είναι απροσμέτρητα γελοίο ή αυτός ήταν ο στόχος εξ αρχής; Και ποιον χαρακτηρίζει τελικά το γελοίον του πράγματος, αν όχι αυτούς που το δέχονται και το νομιμοποιούν; Και τι άλλοθι έχουν όσοι πατάνε τώρα φρένο στον κατήφορο, ενώ είχαν ακολουθήσει πρόθυμα όλη τη διαδρομή μέχρι σήμερα;

Τι είναι χειρότερο άραγε; Να έχεις έναν ηγέτη που πετάει βατράχια καρά ριπάς και βασανίζεται με τα ελληνικά όσο ο Αλέξης με τα αγγλικά; Ή οι κλακαδόροι στο κοινό και το Χ, που παραληρούν για την ευφράδεια του ηγέτη, που μιλάει… «εκτός κειμένου», ενώ τα διαβάζει από το ότο-κιου –και αυτό με λάθη;

-Μπορεί να επαναληφθεί η φάρσα σαν κωμικο-τραγωδία; Μπορεί να την πατήσει ο Τσίπρας με τον Κασσελάκη, όπως την είχε πατήσει κάποτε ο Αλαβάνος με τον νεαρό Αλέξη, πιστεύοντας πως θα τον έχει του χεριού του, προεδρική μαριονέτα χωρίς άλλες φιλοδοξίες; Θεωρητικά το σχέδιο ήταν να μπει ο Στέφανος για να καθαρίσει το τοπίο από τα βαρίδια της εσωτερικής αντιπολίτευσης και να επιστρέψει ο «μεγάλος». Αλλά στο ενδιάμεσο απέκτησε δικό του σχέδιο, άσε που μπορεί να αδειάσει το κόμμα από στελέχη και ψηφοφόρους.

-Θα φτάσει ομαλά στις ευρωεκλογές αυτή η ωραία ατμόσφαιρα; Κι αν ναι, υπάρχει περίπτωση να κάνει την ανατροπή και να μην καταποντιστεί; Μπορεί να αντέξει και να ορθοποδήσει ένα κόμμα που δεν είχε ούτε έφτιαξε ποτέ τους δεσμούς και κυρίως τους μηχανισμούς του ΠΑΣΟΚ (πχ στην τοπική διοίκηση ή τη ΓΣΕΕ, ακόμα και αν αυτονομήθηκαν στο ενδιάμεσο, κοιτώντας προς άλλους χώρους); Εν τέλει, υπάρχει ζωτικός χώρος σήμερα στην Ελλάδα και τον δυτικό κόσμο εν γένει για το χρεοκοπημένο σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα, που περνά υπαρξιακή κρίση;

-Θα διεμβόλιζε (περαιτέρω) το Κόμμα αυτό το σαπιοκάραβο –που όπως και οι πειρατές στο Αστερίξ, δε χρειάζονται πολλή βοήθεια απέξω για να βουλιάξουν μόνοι τους- αν είχε διαφορετική θέση για τα ομόφυλα και την τεκνοθεσία; Πόσο θα επηρεαστεί η επικοινωνιακή δυναμική του από το πιθανό(τατο) ξενέρωμα του Luben με όλα αυτά; (Θέτω ουδέτερα και δημοσιογραφικά τα ερωτήματα, λέγοντας «διαφορετική» θέση –και όχι πχ καλύτερη- και χωρίς να παίρνω θέση στον ανοιχτό δίαυλο με το Λούμπεν που έκανε τον ΓΓ ποπ-είδωλο με ατάκες).

Και μια πιο σοβαρή κατακλείδα.

Όλα αυτά θα ήταν εξόχως διασκεδαστικά, αν δεν ήταν άκρως επικίνδυνα, κυρίως για την τάση που προδιαγράφουν. Η αστική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ έχει ολοκληρωθεί προ πολλού. Τώρα παρακολουθούμε –με κομμένη την ανάσα από το ποπ-κορν- το επόμενο στάδιο. Αυτό έχει σαφή στοιχεία αμερικανιάς, με συλλογικές διαδικασίες που ξεπέφτουν στο επίπεδο τηλεοπτικού σόου και ριάλιτι, με πολιτικό ήθος που δε θα είχε πολλά να ζηλέψει από τον Τραμπ και το σινάφι του.

Μα πάνω απ’ όλα, το στάδιο αυτό έχει απολίτικα στοιχεία μιας «μετα-πολιτικής», όπου τα κόμματα γίνονται ένα είδος επιχείρησης, με αφεντικό, υπαλλήλους και καταναλωτές, με τη διοίκηση να απευθύνεται με ερωτηματολόγια στο κοινό και να το ρωτά «τι θέλετε να αλλάξει ο ιδιοκτήτης στην επιχείρησή του» - τσιφλίκι του.

Η οποία επιχείρηση μπορεί να φουντάρει σύντομα, αλλά θα έχει ανοίξεις νέους ορίζοντες στον δρόμο του –κάποτε επάρατου- μπερλουσκονισμού –πριν ανακαλύψουμε την αύρα της «εθνικής αστικής τάξης» και την κατάργηση των τάξεων γενικώς, εν μέσω καπιταλισμού.

Στην τελική, το νομικό πλαίσιο βάζει απλώς ασυμβίβαστο για προέδρους κομμάτων και ιδιοκτήτες ξένων επιχειρήσεων. Δεν έχει πρόβλημα με το κόμμα του Κόκκαλη και άλλων, ούτε με κόμματα-επιχειρήσεις και τις πολιτικές μπίζνες του εκάστοτε Κασσελάκη, που πλέον ευδοκιμεί ως είδος σε όλους τους χώρους του αστικού πολιτικού φάσματος, θυμίζοντας την πολυφωνία των σούπερ-μάρκετ σε προϊόντα.

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2024

Η κάθοδος των μυρίων

Τι τα θέλουμε τα όπλα, τι τα θέμε τα Ραφάλ;
Θα τα κάνουμε δρεπάνια, να σας πάρ’με τα κεφάλ’...

Και μυριάδες ήταν, και από κάθε γωνιά της χώρας ήρθαν (Δωριείς, Μυρμιδόνες, Αχαιοί κτλ) και τον βαρύ οπλισμό τους έφεραν (γκλίτσες, δόρατα και άρματα-τρακτέρ) και το Σύνταγμα κατέλαβαν (ειρηνικά). Είχαν πρόγραμμα κι ήταν αποφασισμένοι, γιατί στερούνται τα βασικά και αυτονόητα, αλλά αρνούνται να πέσουν αμαχητί και να θυσιαστούν σαν Ιφιγένειες για σκοπό αλλότριο. Κι ας είχαν κάποιες σημαντικές απώλειες οπλισμού στην πορεία και τα περίχωρα.


Κι ήταν όντως μύριοι -τουλάχιστον. Εκτός και αν έχεις χάσει τα ταξικά γυαλιά σου και τους βλέπεις σαν «δεκανίκια του 41%», κάνοντας «μπιρσιμιές» απ’ την ανάποδη, για να τους βγάλεις λιγότερους και από την επίσημη εκτίμηση της αστυνομίας, όπως με ζήλο περισσό έκαναν τα πορωμένα συριζοτρόλ.

Θέλει θράσος χιλίων τρολ για να κάνεις κρεμαστάρια όσα δε φτάνεις, να μειώνεις κάθε απεργία (γιατί δεν είναι διαρκείας) και κάθε αγώνα (πχ γιατί δεν είναι ένοπλος), όταν είσαι άκαπνος στον δρόμο και παρεμβαίνεις μόνο από το πληκτρολόγιο, χωρίς να έχεις κοινωνική αναφορά και πραγματικό αντίκρισμα στον κόσμο. Ποια είμαι εγώ, μήπως είμαι κάποια; που ρωτούσε κι η Δήμητρα στα Λυκαβήττεια ’92. Ναι, γιατί τώρα πια υπάρχει η ανωνυμία του διαδικτύου, που είναι ο ιδανικός λασποβιότοπος για τέτοια τρωκτικά -ούτε καν αλεπούδες όπως στον μύθο του Αισώπου- που θα τα ξαναβρούμε στο επιμύθιο.

Η κάθοδος των μυρίων αγροτών την Τρίτη ήταν μαζική -αν και όχι ακριβώς παλλαϊκή-, με συγκινητικές στιγμές και ισχυρούς συμβολισμούς. Αλλά απείχε κάπως από το να κάνει πράξη το σύνθημα «εργατιά-αγροτιά, μια φωνή και μια γροθιά» (*) φανερώνοντας μια γενική αμηχανία σε διάφορα επίπεδα και πολιτικά μπλοκ. (*μια φωνή άλλωστε δεν είναι ούτε οι ίδιοι οι εργάτες μεταξύ τους. Πολλοί έχουν καταδικάσει τον εαυτό τους σε αφωνία, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα, προσμένουν ίσως κάποιο θάμα από την κάλπη και ένα ηγέτη-σωτήρα, χωρίς να βάζουν μυαλό και να βγάζουν συμπεράσματα. Πόσο μάλλον να δείξουν πυγμή = γροθιά, σταματώντας να εξυψώνουν πολιτικούς νάνους-πυγμαίους, για να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και τον ουρανό, και να γίνουν γροθιά στο κατεστημένο, σαν τον Τεόφιλο Στίβενσον).

Ο Μητσοτάκης πχ ξυνόταν στην γκλίτσα του αγρότη, λέγοντας ότι έξυσε τον πάτο του βαρελιού και τις αντοχές της οικονομίας -μόνο η κοροϊδία φαίνεται να μην έχει πάτο. Η κυβέρνηση έδωσε ρέστα για να ματαιώσει το συλλαλητήριο, με τους γαλάζιους συνδικαλιστές ως πέμπτη φάλαγγα, αλλά όταν απέτυχε το σχέδιο, είπε πως θα τους καλοδεχτεί, χωρίς πολύ μαστίγιο -ούτε όμως και με καρότο. Οι μπαλούρδοι τηρούσαν αμήχανοι τις εντολές και αναπολούσαν τις καλές εποχές του Σημίτη, που ξεφούσκωναν λάστιχα τρακτέρ και φούσκωναν σαν παγώνια. Οι δυνάμεις «ήπιας καταστολής» με τα μικρόφωνα (κανάλια κτλ) βαρούσαν μια στο καρφί και μια στο πέταλο -αλλά κάποιος πρέπει να τους πει ότι οι αγρότες... «είναι δεκανίκια του συστήματος», για να μην παλεύουν μόνοι τους μάταια οι αρδ. Κι οι μαντάμ-Σουσούδες που φρίττουν από θέση αρχής με τον ελληνικό επαρχιωτισμό, αγανακτούσαν με την κατάντια της Ευρώπης και τα τρακτέρ στα Ηλύσια Πεδία.
Κελ ντεκαντάνς. Μα τέλος πάντων, αν δεν έχουν αφορολόγητο πετρέλαιο, ας κάψουν παντεσπάνι
.

Στο ευρύτερο αριστεροχώρι μπορούσε να διακρίνει κανείς αντίστοιχη αμηχανία, απέναντι στο άγνωστο και σε έναν χώρο με τον οποίο διατηρεί ελάχιστες επαφές και διαύλους επικοινωνίας. Τίποτα δεν αποτυπώνει καλύτερα αυτό το αίσθημα από το πανό της ΝΑΡ (Νέα Αριστερά), που έχει συνδιάσκεψη τις ίδιες ακριβώς μέρες με το συνέδριο του ΝΑΡ (ούτε επίτηδες να το έκαναν) και από το λιτό σύνθημα που έδειχνε την εξουσία στη φαντασία: οι αγρότες έχουν δίκιο.

Ένα μέρος της πρωτοπορίας του φοιτηταριάτου μπορεί να (υπο)δέχτηκε τους αγρότες με μια σκέψη (Μάο Τσε Τουνγκ) και έναν προβληματισμό για την πάλη των τάξεων που παραμένει ιστορικά αδικαίωτη, όπως ο ινστρούκτορας του Τραμπάκουλα, και για τη διαλεκτική άρση της αντίθεσης πόλης-χωριού στην κοινωνία του μέλλοντος. Ενώ το ευρύ κοινό γεφύρωνε το χάσμα με ατάκες και μεμέ για τσίπ’ρα, σκίστιτς, παλουκώστιτς κοκ.

Αν το γνωστό τραγούδι «ήρθε ο βουλευτής στο χωριό» μιλά για την υποκρισία της (εκάστοτε) εξουσίας και της τωρινής κυβέρνησης, δεν παύει ωστόσο να ισχύει και για πολλούς από εμάς ότι «κι εμένα οι παππούδες μου ήταν αγρότες». Δεν είναι τυχαίο ίσως πως ακόμα και τα τραγούδια που μας συνδέουν με την αγροτιά, είναι μιας άλλης εποχής (του Μπακαλάκου, από τον καιρό που ο Βασίλης ήταν πράγματι νέος) και ευτυχώς δεν υπάρχει βουκολικό τραπ ή άλλο αντίστοιχο είδος -ή δεν έχει γίνει δημοφιλές. Και ότι η καλύτερη προσπάθεια για να κλείσει αυτό το χάσμα ήταν από τους αγρότες, με τα τρακτέρ που είχαν μουσικές κόρνες και έπαιζαν σύγχρονες μελωδίες, από λαϊκά μέχρι Μάικλ Τζάκσον και smooth criminal.

Η ύπαιθρος είναι ένας άλλος, άγνωστος κόσμος, από τον οποίο μπορεί να αντλούμε ρίζες και καταγωγή, αλλά είμαστε εσωτερικοί μετανάστες δεύτερης γενιάς, με ελάχιστες αναμνήσεις και βιωματικές γνώσεις για τη ζωή του και τις ανάγκες του. Πολύ λίγοι ξέρουν τι είναι η ΚΑΠ και πού στοχεύει και ελάχιστοι έχουν ακούσει ως αρκτικόλεκξο τον ΟΠΕΚΕΠΕ που καίει τους αγρότες. Κάποιοι διαδηλωτές φωτογράφιζαν τα τρακτέρ σαν εξωτικό αξιοθέατο -ή ωραίο ντεκόρ για μια ανάρτηση στον τοίχο τους- ενώ και οι αγρότες φωτογραφίζονταν με φόντο τη Βουλή, σαν μικρό ενθύμιο για τη συνάντηση δυο παράλληλων κόσμων, που μπορεί να τέμνονται σταυρικά στο σφυροδρέπανο, αλλά έχουνε χάσει την επαφή σαν εξωγήινοι ρομαντικοί που κυριεύσαν μια πόλη, έστω και για μια μέρα, συμβολικά.

Κι όμως, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε (το Σύνταγμα και) τα βασικά. Ότι χωρίς τους αγρότες δε θα είχαμε να φάμε -ήταν σύνθημα, πανό, έγινε και πρωτοσέλιδο. Ότι η ΚΑΠ τους οδηγεί σε αφανισμό. Και μαζί με αυτούς την παραγωγή της χώρας και τη δυνατότητα να τρέφει τους κατοίκους της. Ότι το βασικό της κριτήριο δεν είναι οι δικές μας ανάγκες, αλλά το μέγιστο κέρδος που συνδέεται με το ελάχιστο κόστος -για τα μονοπώλια. Ότι οι μεσάζοντες κάνουν διαχρονικά χρυσές δουλειές και τσεπώνουν τη (χαώδη) διαφορά ανάμεσα στον παραγωγό και την τιμή που βλέπουμε στον πάγκο. Ότι οι πλημμύρες δεν κατέστρεψαν μόνο τον πάγκο και κάποιους ιδιώτες, αλλά την αγοραστική δύναμη του εργαζόμενου λαού. Ότι δίνουμε λεφτά για τον πόλεμο στην Ουκρανία και τα Σκόιλ Ελικικού και όχι για να στηρίξουμε τους πλημμυροπαθείς παραγωγούς. Και ότι αν δε μοιραστούμε τον αγώνα τους, θα μοιραστούμε την ήττα και την καταστροφή -που θα είναι κοινή για όλους. Ότι όλες οι κυβερνήσεις διασφαλίζουν αφορολόγητο πετρέλαιο για την αναξιοπαθούσα τάξη των εκατομμυριούχων εφοπλιστών, αλλά το αρνούνται πεισματικά στους χρεοκοπημένους αγρότες. Που δεν κατεβαίνουν στον δρόμο για «τσάι και συμπάθεια», αλλά γιατί δεν έχει ικανοποιηθεί ούτε ένα βασικό τους αίτημα. Και όσοι ήρθαν στην Αθήνα, δεν επιδιώκουν να γίνουν «προνομιακοί συνομιλητές του Μητσοτάκη» και να πουλήσουν μούρη ως παράγοντες, αλλά οργάνωσαν τον αγώνα ενάντια σε όσους σκέφτονται έτσι και έμειναν πίσω.

Και αν όλα αυτά είχαν μια δόση διονυσιακή από καρναβάλι, με άρματα, κόρνες, τραγούδια, χορούς και ευκαιρία για εκδρομή, κάποιες φορές δεν πειράζει να είναι ο αγώνας κι ένα ταξίδι από γιορτή σε γιορτή. Το λένε εξάλλου -όχι οι Τρύπες αλλά- και τα «Αγροτικά» του Μπακαλάκου.

Πανηγύρι, πανηγύρι, πανηγύρι!
Πιάστε χέρια βρε παιδιά
Μη σας σκιάζει ο φόβος πια
Τα νταούλια να βαρούν
Οι αγρότες να χαρούν

Άιντε κι άλλη μια
Για τη λευτεριά
Για να ’ρθει στα χωριά, ξαστεριά.

Και αν κάποιοι έρχονται με θολές συνειδήσεις και απόψεις, κρατώντας πανό του στιλ «ήμασταν νοικοκυραίοι, μας καταντήσατε ζητιάνους», αφενός ο δρόμος είναι το καλύτερο μέρος για να καθαρίσει το μυαλό από την μπόχα της κυρίαρχης προπαγάνδας, αφετέρου την κριτική δεν μπορούν να την κάνουν όσοι τους βλέπουν από μια οθόνη παραμορφωμένα -και ως τάχα μορφωμένα όντα, ενώ είναι υπάκουα, ακίνδυνα τηλε-πρόβατα και ντιπ άσχετοι, πολιτικά και όχι μόνο.

Η πιο αμήχανη στιγμή ήταν ο Κασσελάκης στον ρόλο του λαϊκού ηγέτη, χωρίς κοστούμι και ότο-κιου, δίπλα στους αγρότες, σε μια από τις χειρότερες παραστάσεις του. Τίποτα όμως δε συγκρίνεται με τα γελοία τρολ του φαιδρού κόμματος και την αστεία γραμμή της θλιβερής υπόγας, που μετρούσε στην πορεία ελληνικές σημαίες και έψαχνε να βρει -με το ζόρι- φασίστες, σεξιστές κτλ.

Είναι αν μη τι άλλο κωμικό, όμως, να έχεις φάει στη μάπα τις σημαίες-μπέρτες των Ελληνοσούπερμαν στις πλατείες και τώρα να παίρνεις επικριτικό ύφος καθαρότητας -ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στο αλεύρι. Να μη βλέπουν τα πανό για το Κιλελέρ ή τις σημαίες με τον Μαρίνο Αντύπα -ίσως γιατί αγνοούν ποιος είναι- και να μιλάνε ξεδιάντροπα για «στήριξη των καναλιών», όσοι «αγανάκτησαν» μαζικά στις άνευρες φιέστες εκείνης της άνοιξης, που κύλησαν εθιμοτυπικά και έριξαν τίτλους τέλος στις άδειες του καλοκαιριού. Ή να κρίνουν ως πολιτιστικά κατώτερους τους αγρότες, όσοι θρηνούσαν για ένα δεκαήμερο τον θάνατο του Καρρά, ως λαϊκού ειδώλου, και θα κλάψουν σαν δικό τους άνθρωπο τον Αντύπα -όχι τον Μαρίνο.

Στο τέλος της ημέρας, υπήρχε μια αμήχανη σιωπή για το τι μέλλει γενέσθαι, που την επέτειναν και άλλες παράμετροι. Όπως η αίσθηση ότι η αγροτιά αργοσβήνει μαζί με την επαρχία, σαν τον διαδηλωτή που λιποθύμησε και πήγε στο νοσοκομείο, σε μια υψηλού συμβολισμού σκηνή. Η αίσθηση ότι η μορφή των μπλόκων, που έχει γράψει ηρωικές σελίδες στο πρόσφατο παρελθόν, μπορεί να έχει πιάσει ένα ταβάνι και να χρειάζεται ενίσχυση -εναλλαγή και πολυμορφία. Και η σκληρή επίγνωση ότι στο πλαίσιο αυτού του συστήματος, οι αγρότες δεν έχουν άλλη προοπτική, παρά να παλέψουν για έναν «αργό θάνατο» με καλύτερους όρους.

Αλλά τα μπλόκα συνεχίζουν, δεν κηρύσσουν λήξη και σιωπητήριο. Και δεν υπάρχει πιο δυνατός συμβολισμός από τον αγώνα, για όσους μένουν όρθιοι κι αρνούνται να σκύψουν το κεφάλι. Αλίμονο όμως σε όσους -αγρότες και μη- νομίζουν ότι ο αγώνας αυτός δεν τους αφορά και δεν είναι δικός τους.

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2024

Η εργατική τάξη δεν πάει στον παράδεισο

One-two-three, raise the salary...
Και στο βάθος, ως υπόκρουση, η μελωδία του Bella Ciao.

Τι είναι αυτό; Ένα από τα βασικά συνθήματα της χτεσινής απεργιακής κινητοποίησης. Και γιατί διάλεξαν αγγλικό στίχο; Όχι για τη Γιουροβίζιον, αλλά για να εκφράσουν το σύνολο του κλάδου των εργαζόμενων στα τηλεφωνικά κέντρα, που έχει από όλες τις φυλές του περιούσιου εργαζόμενου λαού. Αλλά αντί για τη Γη της Επαγγελίας, βιώνει προς το παρόν συνθήκες που θυμίζουν -χωρίς υπερβολή- κόλαση. Και δε χρειάζεται να είσαι «κύπριος αδελφός» για να τους δώσεις το 12άρι και την αλληλεγγύη σου. Απλά ταξικό τους αδέρφι, με συνείδηση της θέσης σου.

Μπορεί να φαίνεται κάπως απλοϊκό, αλλά σε οποιαδήποτε γλώσσα ή συνθήκη, θα έπρεπε να ξεκινήσουμε συλλαβίζοντας από τα βασικά. Λό-λα, να, έ-να, μή-λο. Ένα, δύο, τρία. Α-περ-γί-α. Αυξήσεις μισθών. Όπου το «ξι» είναι διπλό σύμφωνο και η πάλη για αυξήσεις έχει διπλό στόχο. Να βελτιώσει τις συνθήκες και να οργανώσει συνειδήσεις -όχι να τις υπνωτίσει με ένα ξεροκόμματο -ή ένα κομμάτι πίτσα, που λογίζεται ως μια μορφή bonus σε κάποιες από αυτές τις εταιρίες.
Το βασικό μάθημα είναι ο αγώνας και η αξιοπρέπεια. Και όταν κάνεις τα πρώτα βήματα, μετά από λήθαργο διαρκείας, από τον ύπνο του δικαίου που δε σε βοηθά σε τίποτα να βρεις το δίκιο σου και να το κάνεις νόμο, είναι λογικό να σκοντάφτεις και να παραπατάς, να μπουσουλάς αργά και μουδιασμένα, σχεδόν βασανιστικά. Αλλά δεν υπάρχει μεγαλύτερο βασανιστήριο από την ακινησία και την αφωνία. Να υπομένεις αμίλητος κάθε σταγόνα του μαρτυρίου, χωρίς να έρχεται ποτέ αυτή που ξεχειλίζει το ποτήρι της υπομονής.

Μπορεί οι περισσότεροι να έμαθαν το Μπέλα Τσάο από το Casa de Papel και να ήταν η εύκολη λύση για να βρεθεί ένας κοινός κώδικας και να καλυφθεί το κενό στη συνεννόηση, αλλά η ταξική πάλη είναι γλώσσα διεθνής, για όσους έχουν φωνή και δεν έχουν μείνει ταξικά κωφάλαλοι -με το συμπάθιο και χωρίς ίχνος κριτικής για τα ΑμεΑ. Γιατί αυτές οι λειτουργίες συνδέονται άρρηκτα και διαλεκτικά, όπως ακριβώς στην πραγματική ζωή. Κι όποιος κωφεύει σε όσα συμβαίνουν γύρω του, καταλήγει σαν εκείνα τα πιθηκάκια που δεν είδαν, δεν άκουσαν και δεν είπαν τίποτα. Ούτε καν ανθρωπίδα...

Δεν πρόκειται να μας σώσει η νοηματική και η παντομίμα, με χειρονομίες καλής θέλησης προς τη διοίκηση. Πρέπει να μιλάνε οι πράξεις σου, για να ακουστεί η φωνή σου. Κι αν σπάσει το τείχος της αφωνίας, δε θα υπάρξει νέα Βαβέλ. Το σύγχρονο προλεταριάτο θα βρει το ν-ο-ημα, όσες γλώσσες και αν μιλάνε οι εργάτες. Η χειρότερη Βαβέλ έρχεται όταν δεν αρθρώνουμε πολιτικό, ταξικό λόγο, αλλά παπαγαλίζουμε τη γλώσσα των αφεντικών. Είναι η (αδιέξοδη) κατάληξη του ατομισμού και των μοναχικών, παράλληλων δρόμων, που δε συναντιούνται ποτέ, και ας στοιβάζονται ντουζίνες εργάτες σε τηλεφωνικά κέντρα και εργοστάσια.

Μέχρι να εδραιωθεί η τηλεργασία για να διασφαλίσει πως δε θα βρισκόμαστε καν στον ίδιο χώρο, πόσο μάλλον στην ίδια (ταξική) πλευρά, απέναντι στο αφεντικό. Ο νέος θεσμός πλασάρεται ως μια μορφή χειραφέτησης (φτου, τηλεργασία για όλους!), για να νιώθει ελεύθερο το αλυσοδεμένο κατοικίδιο, που δεν έχει να χάσει παρά μόνο το κοκαλάκι που του πετάνε. Η τηλεργασία κι η δουλεία απελευθερώνουν. Προσοχή στον τόνο -πάει καιρός που επιμέναμε να το γράφουμε με «γιώτα», ως εναλλαχτική ορθογραφία που χάνεται μαζί με τα «χτ» και όσους τα εχτιμούσαν.

Βέβαια το ζώο αντιδρά αυθόρμητα από ένστικτο στις αλλαγές του περιβάλλοντος και ας μην μπορεί να αποκτήσει συνείδηση (ταξική και όχι μόνο) και να αρθρώσει λόγο. Αλλά τα εθελόδουλα, υποταγμένα δίποδα δεν κάνουν ούτε αυτό και σε αφήνουν με την απορία γιατί δεν αντιδρούν ενστικτωδώς έστω, με απλό ταξικό ένστικτο. Ούτε καν τετράποδο...

{Δε μιλάμε καν για ταξική συνείδηση, που μπορεί να προκύψει και αυθόρμητα, μες στον οικονομικό αγώνα -για αυξήσεις κτλ. Η επαναστατική συνείδηση είναι που έρχεται απέξω, όχι με ντελίβερι από αγωνιζόμενους διανομείς (της Wolt και της Efood) αλλά έξω από τη μιζέρια της βιοπάλης και την αποβλάκωση που προσφέρει το καθημερινό, εντατικό οκτάωρο -όταν τηρείται κι αυτό.
Αν η ταξική συνείδηση ήταν εμβόλιο, η δημόσια σφαίρα θα κατακτούσε νέες κορυφές ψεκ υστερίας. Μακριά από σωματεία και μπόλια! Μακριά από κόμματα, μη βρεις μπελά...
Βασικά τα μεγάλα κεφάλια της αστικής τάξης της χώρας (μαφιόζοι, καπιταλιστές, λαθρέμποροι και λοιπές ευγενείς τάξεις) είναι ικανοί να ικανοποιήσουν ακόμα και επιμέρους αιτήματα ή να δώσουν αυξήσεις πάνω από τον μέσο όρο, υπό τον βασικό όρο να μη συγκροτηθεί σωματείο στον χώρο τους. Καμία σχέση με την παλιά σκανδιναβική συνταγή, όπου κάθε νέος εργάτης γραφόταν υποχρεωτικά στο σωματείο -ακόμα και αν αγνοούσε την ύπαρξή του- για να μπει εξ αρχής στο μαντρί του κίτρινου εργοδοτικού συνδικαλισμού.}

Αφεντικά έχουν μόνο τα ζώα. Και οι αποκτηνωμένοι εργάτες που τους εκμεταλλεύονται σαν υποζύγια και τραβάνε το κάρο από τη λάσπη, με μπόλικο μαστίγιο και ελάχιστο καρότο. Μας επιτρέπουν να μουγκανίζουμε -αρκεί να μη διαμαρτυρόμαστε έντονα, έξω από το πλαίσιο της δημοκρατίας μας και της οθόνης του κινητού. Μας ενθαρρύνουν να γίνουμε μαντρόσκυλα του αφεντικού, να του κουνάμε χαρούμενα την ουρά για κάθε ψίχουλο και να γρυλίζουμε σε όσους τον ενοχλούν. Μας επιβάλλουν να περπατάμε σκυφτοί, με τα τέσσερα και να μη σηκώνουμε κεφάλι.

Αν θες, λοιπόν, να λέγεσαι άνθρωπος, πρέπει να σπάσεις τις αλυσίδες σου. Να πάψεις να είσαι σκλάβος, ένα ομιλούν εργαλείο, να μη δουλεύεις σαν το ζώο για να ζήσεις -αν και όπως λέει ο Δαλιανίδης, κανένα ζώο δε θα ήταν τόσο ζώο για να πληρώνει τόσες εισφορές στο ΙΚΑ. Πρέπει να πάψεις να είσαι κατοικίδιο του αφεντικού, μαντρόσκυλο του καναπέ -που δε ζει στην πούδρα αλλά έχει μάθε να μένει ήσυχο στον καναπέ και να γαβγίζει σε όσους «κάνουν φασαρίες», απειλώντας την επιχειρηματική γαλήνη.

Αυτή η απεργία λοιπόν είναι ιστορική κι έχει ήδη νικήσει -και δεν πρόκειται να σταματήσει. Γιατί πέρασαν εκατομμύρια χρόνια για να σταθεί ο άνθρωπος στα δυο του πόδια και να σηκώσουν ανάστημα οι εργαζόμενοι στα τηλεφωνικά κάτεργα. Και θα είναι έγκλημα να έχουμε τώρα πισωγύρισμα. Κι έχει ήδη νικήσει, ανεξάρτητα από τους ελιγμούς της διοίκησης, γιατί λειτούργησε σαν ξυπνητήρι συνειδήσεων και σαν μεγάλο σχολείο, όπου πολλοί συνάδελφοι βγάζουν μια ολόκληρη τάξη (εργατική) μέσα σε λίγες βδομάδες και ας είχαν μείνει εξεταστέοι τις άλλες φορές. Και δεν υπάρχει εργάτης που να μην παίρνει τα γράμματα, αν μιλάμε για την αλφαβήτα της ταξικής πάλης. Το συμφέρον μας δε θέλουμε; -που αναρωτιόταν και ο Τραμπάκουλας.

Μιλάμε για επιχειρήσεις - κάτεργα του 21ου αιώνα, με σύγχρονους είλωτες, που όμως έχουν... δυνατότητες ανέλιξης (sub και βάλε) αν δεν απεργούν και δε συνδικαλίζονται. Και μπορούν να επιστατούν και να εκπαιδεύουν τους συναδέλφους τους, σαν μια ιδιότυπη πυραμίδα με μισθωτούς σκλάβους που δε διάβασαν πολύ προσεκτικά τα ψιλά γράμματα της σύμβασής τους -όπως θα έλεγε και ο Γκοσινί. Ή τα διάβασαν και υπέγραψαν, μην έχοντας άλλη εναλλακτική στον ορίζοντα.

Μιλάμε για επιχειρήσεις που έκαναν χρυσές δουλειές μες στην καραντίνα, που δεν καταλαβαίνουν από κρίση -ούτε από εργατικά δικαιώματα. Που τάζουν πίτσες (μπλε) ως μπόνους στους (αγαπάτε) υπαλλήλους τους, βάζουν άπιαστους στόχους, ελέγχουν κάθε λεπτό του ωραρίου, ζητάνε τον λόγο από όσους έβηξαν ή αφαιρέθηκαν κι εντατικοποιούν την εργασία στο έπακρο. Που βλέπουν τους εργαζόμενους στα call center ως πλήρως αναλώσιμους (σαν call girls -and boys) και απελπιστικά διαθέσιμους κάθε στιγμή της ημέρας και της βδομάδας -σαν καβάτζα για booty call. Είσαι για μια υπερωρία;

Μιλάμε για εργαζόμενους που δε φοβούνται απλώς να μη χάσουν τη δουλειά τους, αλλά ενίοτε και την άδεια παραμονής τους στη χώρα και νιώθουν ευάλωτοι σαν τους εργάτες γης στα φραουλοχώραφα της Μανωλάδας και άλλες σύγχρονες κοιλάδες του κέρδους (σαν Silicon Valley της Ελλάδας).

Τα αφεντικά τούς απειλούν ότι θα σηκωθούν να φύγουν και θα βρουν αλλού φτηνότερους σκλάβους. Το προφανές που ξεχνάνε βολικά είναι ότι έχουν έρθει στη χώρα μας για αυτό ακριβώς, ότι βρίσκουν εξειδικευμένο προσωπικό στις πιο χαμηλές τιμές της (διεθνούς) αγοράς. Με την κυβέρνηση να κανονίζει, σαν σουπερ-μαρκετάς, σούπερ προσφορές για τους επενδυτές-πελάτες της, αλλά να πετάει επικοινωνιακές χάντρες και καθρεφτάκια σε ιθαγενείς και μετανάστες εργάτες, για τον μικτό κατώτατο μισθό που θα φτάσει τα 950 σε βάθος τετραετίας.
-Γέλα, υπηρέτη! (τι σου ζητάνε...).

Ο ξεσηκωμός των σύγχρονων σκλάβων στα τηλεφωνικά κέντρα έχει κάποιες αναλογίες με την εξέγερση του Σπαρτάκου και των συντρόφων του. Η διαφορά είναι πως η σύγχρονη «αυτοκρατορία» (όχι του Νέγκρι) έχει σαθρά θεμέλια και δεν περιμένει στίφη βαρβάρων να την αλώσουν -θα ήταν και αυτοί μια κάποια λύση από τα αδιέξοδά της- γιατί εκφράζει η ίδια τη βαρβαρότητα και τη σαπίλα. Και μόνο ο «νεκροθάφτης» που παράγει η ίδια μπορεί να την κλείσει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, νικώντας τα κοράκια (με νύχια γαμψά) και τα παπαγαλάκια (με μικρόφωνο και κάμερα) που τον περικυκλώνουν -αλλά δεν έπαιξαν ούτε ένα πλάνο από τη χτεσινή απεργία. Αρκεί να έχουμε αφομοιώσει το μάθημα των σύγχρονων Σπαρτακιστών: ο βασικός εχθρός δεν είναι ο ανταγωνιστής της εταιρείας μας, αλλά το ίδιο το αφεντικό μας και η τάξη του.

Τα παπαγαλάκια (με νύχια γαμψά) μας λένε να μη γίνουμε κοπάδι. Ότι μόνο με ατομικές συμβάσεις με τον λύκο μπορούμε να καθίσουμε σε ένα τραπέζι και να αποφασίσουμε από κοινού ποιος θα φαγωθεί σε αυτό. Αλλά η ουσία είναι να μη δεχόμαστε πια να μας φέρονται σαν ζώα και να πηγαίνουμε σαν πρόβατα στη σφαγή, χωρίς οργάνωση και αγώνα. Αυτός είναι ο μόνος μαγικός ζωμός που έχουμε. Η αλληλεγγύη της τάξης μας. Δεν υπάρχει όμως μαγική συνταγή ή μυστικά συστατικά -άλλοι έχουν άλλωστε την κουτάλα, και μας αφήνουν κάτι ξεροκόμματα πίτσα, ως μπόνους.


Η εργατική τάξη μπορεί να πάει στον παράδεισο, μόνο αν πάει τους βασανιστές της στην κόλαση και ατσαλωθεί στη φωτιά της μάχης. Αυτό φοβούνται οι εκμεταλλευτές της και πέφτουν πάνω της, σαν παπαδαριό, να την πείσουν ότι ο αγώνας είναι μάταιος, παράνομος και η απεργία περίπου συνώνυμο της αμαρτίας. Και ας κινεί το προτσές της κοινωνικής εξέλιξης.

Ιστορία μου, απεργία μου... Λάθος μου μεγάλο που τόσα χρόνια σε απέφευγα...

Υγ: στο βήμα τώρα οι αγρότες και να ετοιμάζονται οι υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες (φοιτητές, εργάτες κτλ).

Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2024

Η μηχανή του χρόνου

Κώστα Τουρνά, εσύ; Χρήστο Βασιλόπουλε, έτοιμος; Φώτα, τζάμπολ, πάμε.

Λοιπόν... (διακοπή, χαμόγελο, σάρωμα των ρεπόρτερ με το βλέμμα, αλά ξανθός).
Ο μπασκετικός Άρης είναι η καλύτερη απόδειξη πως η χρονομηχανή υπάρχει και λειτουργεί.


Βασικά η ενασχόληση με τα αθλητικά, ενεργητική ή παθητική, είναι το ελιξήριο της νιότης που κρατά τους άνδρες παιδιά. Αλλά όχι απαραίτητα χαριτωμένα και αξιαγάπητα. Κατά κανόνα κακομαθημένα και εγωπαθή, σκέτα καλόπαιδα, μια διασταύρωση Ντένις Ρόντμαν με Σέρχιο Ράμος και μια πρέζα Ντανίλοβιτς, να δείχνει στο ελληνικό κοινό μικρές μπάλες.

Αλλά τα παιδιά έχουν το ακαταλόγιστο και το αυτό επιθυμεί δι' εαυτήν (σαν εργατιά) η κε του μπλοκ για τα παιδιαρίσματα που ακολουθούν, καθώς εξιστορεί τις αθλητικές της αναμνήσεις. Μια παιδική αρρώστια που χτυπάει και συντρόφους, μια ένοχη απόλαυση χωρίς κινηματικό άλλοθι, που μας κόλλησε όταν ήμασταν παιδιά, πριν καταλάβουμε τον κόσμο και αναπτύξουμε άμυνες (ζώνης και μαν του μαν). Και έμεινε έκτοτε κουσούρι, ως δείγμα ανωριμότητας, και εμείς όπως οι συνθήκες που αργούν να μεστώσουν. Λες να την έχουν πατήσει και αυτές με κάποια ομάδα-μπάλα, σαν εμάς;

Λοιπόν, η μηχανή του χρόνου ξεκινά. Πρώτο ταξίδι έλαχε κλήρος για το νότο. Αλλά εμείς θα ξαναφέρουμε το μπάσκετ στον Βορρά. Και ο κρίσιμος αγώνας με την Μπούντουσνοστ στο Παλέ, συμπίπτει με τον (νυν υπέρ πάντων) αγώνα Κυπέλλου με την ΑΕΚ στο άδειο Βικελίδης. Νίκη με καλάθι στο τέλος, πρόκριση στα πέναλτι, ο χρόνος γυρνά 26 χρόνια και μια ζωή πίσω.

Φιλοσοφικό Ιντερμέδιο. Άρης και δεν είμαι καλά.
-Ρε είστε καλά στα μυαλά σας (πονάνε), που ασχολείστε σοβαρά και παθιάζεστε με τις ομάδες;
-Μα ο Καμί είπε (και ο Μπογιό έγραψε) πως το ποδόσφαιρο του έμαθε όλα όσα γνωρίζει από ηθική στη ζωή του.
-Ναι αλλά ποιος σας είπε ότι ο Καμού ήταν κομμουνιστής, σαν τον Καμό;
-Οκ. Ο Μπογιόπουλος είναι τουλάχιστον;

Παρεμπιπτόντως, ο Καμού ήταν πιε νουάρ (μαυροπόδαρος) που δε συμφωνούσε με τον ανεξαρτησιακό αγώνα της Αλγερίας, ίσως γιατί έλειπε στο σχετικό μάθημα-προπόνηση. Και αν δίναμε εξετάσεις προοδευτικότητας, το τέταρτο διαβαθμισμένο θέμα, για τους καλούς μαθητές που είχαν πρόγραμμα -λαοκρατία- και δε στερήθηκαν τίποτα γιατί η ζωή λεχώνα ελπίδες γέννησε, θα ήταν να βγάλουμε ένα αθλητικό αριστερόμετρο και να απαντήσουμε αν είναι προοδευτικό να παίζουν μετανάστες στην τρικολόρ (και άλλες πολυ-εθνικές ομάδες) για να αφρ(ικαν)ίζουν από το κακό τους οι ρατσιστές ή αν αυτή η ενσωμάτωσή τους είναι μια συμβολική συνέχεια της αποικιοκρατίας με άλλα μέσα. Σκέτη σπαζοκεφαλιά. Τι λες και εσύ, Ζιζού;


Βασικά, αν νιώθεις την ύπαρξή σου ριγμένη σε μια γωνιά ενός κρύου πετάλου, μετέωρη στο κενό της αβεβαιότητας για το αποτέλεσμα ενός αγώνα (που δεν είναι ταξικός), σαν το μπαλάκι τένις που ταλαντεύεται στο φιλέ του ματς-πόιντ του Γούντι Άλεν, μπορεί να προσεγγίσεις καλύτερα τον υπαρξισμό. Όχι όμως τον κομμουνισμό, ούτε ξώφαλτσα, ούτε καν από το πέταλο της Λιβόρνο και της καλής Ομόνοιας.


Και αν η ύπαρξή σου εξαρτάται από την καψούρα σου για μια ομάδα και το αποτέλεσμα ενός αγώνα, δεν απομένει ελπίδα καμιά και πολλή φαιά ουσία χωρίς καμένα κύτταρα για τον κοινό μας αγώνα και την ανατροπή των καταθλιπτικών δεδομένων από τις ανατροπές. Άσο ημίχρονο με γκολ στο Ράιχσταγκ στο ’45, διπλό τελικό, με αυτογκόλ στο ’89 και το ’91, αλά United το ’99, όταν μπήκε στον αγώνα η γενιά του Αρσένη, η δική μας σπορά. Ήμασταν νέοι, ήτανε νέοι, ήταν παιδιά...

Αλλά ο αγώνας χρειάζεται μικρές νίκες στο σήμερα, και η ζωή μικρές χαρές εφήμερες, ακόμα και αν είναι χαρά στο πράγμα, σαν τις αθλητικές. Και οι χαρές που καρτερό-ό-ό, μη σώσουνε και ’ρθούνε.

Και δεν είναι πως τότε πετάς στα ουράνια και ξεχνιέσαι. Άρης είσαι και δεν είσαι καλά -ούτε καν τότε. Μαθαίνεις όμως πως έχεις ένδοξη ιστορία που λένε πως δε μοιάζει με των άλλων (κάποια ματς ήρθαν άσο, κάποια διπλό και κάποια άλλα χι, όπως έγραφε ο Πανούτσος τον καιρό που είχε ακόμα κάποια έμπνευση και δεν ήταν κρατικοδίαιτος φιλελές). Και αφού έχεις ξεχάσει πώς είναι αυτές οι χαρές και οι τελευταίες καλές εποχές ήταν πριν τις ανατροπές του ’91, δεν τρέφεις αυταπάτες ούτε κινδυνεύεις να παρασυρθείς. Δεν είσαι μικροαστικά ανυπόμονος για νίκες εδώ και τώρα, ξέρεις να περιμένεις να ωριμάσουν οι συνθήκες.

Και δεν είσαι με τον Άρη για τους τίτλους και τα ανταλλάγματα. Σχεδόν πενήντα χρόνια βάσανα και διωγμοί, χωρίς τίτλο. Σκυφτός στο Βικελίδης, στους δρόμους σκεφτικός και η μόνη πορεία σου ήταν στη ΔΕΘ, για να διαγραφεί το χρέος (της ομάδας, όχι το δημόσιο). Και άλλα είκοσι στο μπάσκετ, γιατί σώθηκε κάποτε η αύρα, η χρυσόσκονη της χρυσής εποχής, με τις χρυσές σελίδες και τα στρας της Μαρινέλας στο Ακρόαμα, και τον βρωμοχρυσόστομο κόουτς με τα χρυσά μαλλιά και το χρυσό δίδυμο που δε μιλιόταν μεταξύ του αλλά μιλούσε της μπάλας στο γήπεδο. Και όλοι ήθελαν χρυσά συμβόλαια και ακολούθησαν τον πυρετό του χρυσού στο Κλόνταϊκ της Αθήνας, αφήνοντας πίσω να ερημώνει μια μπασκετική πόλη-φάντασμα (που δεν την πιάνει ο Μαζάουερ) που ακόμα πλανάται πάνω από την Ευρώπη, σαν το άγγιγμα της ομάδας-Μίδα, που έκανε χρυσό ό,τι έπιανε -εκτός από τα Φάιναλ Φορ- και αφού τους σκότωσε όλους το χρήμα, έμεινε μόνη, δυστυχισμένη και άρχισε να τρώει τις σάρκες της.

Λέγαμε όμως για τις συνθήκες. Λοιπόν (χαμόγελο, διακοπή αλά ξανθός). Η τελευταία φορά που ωρίμασαν και έγινε κάτι τέτοιο, ήταν μια μέρα του ’98. Θεωρητικά το να θες νίκες σε όλα τα τμήματα του ΑΣ και της Κομιντέρν, είναι σα να ξεσπά ταυτόχρονα επανάσταση σε όλες τις χώρες, πιθανό αλλά περίπου αδύνατο. Ή να περιμένεις μια συναστρία που θα ξανάρθει μετά από χρόνια, όταν δε θα ζει κανείς μας και θα έχουμε κάνει τον χάρο αρειανό και τον κόσμο κόκκινο. Και αυτή η συναστρία έκατσε τότε.

Ήταν η μαύρη δεκαετία του ’90, της αντεπανάστασης και του πρώτου υποβιβασμού, που είχαμε πει ότι δε θα βάζαμε τα κιτρινόμαυρα, για να μην τα μολύνουμε, σκεφτόμασταν ως εναλλακτική το μπλε-μαύρο και η συνδεσμική εφημερίδα των απέναντι έκανε καζούρα ότι τρέμουν η Ίντερ και ο Χαραυγιακός. Και ύστερα από το πένθιμο, μουδιασμένο ξεκίνημα στην κατηγορία, έβγαλαν σύνθημα με τα Τρίκαλα και τους ΗΛΤΕΞ Λύκους από το Καλοχώρι, που μόνο τέτοιο δεν ήταν, παραφθορά της πραγματικότητας, όπως η Καλαμαριά του Βάγκνερ (και του Πουτσίνι) είναι παραφθορά της φράσης καλή μεριά (του Θερμαϊκού) και έπιανε κάποτε όλα τα παράλια ως την Χαλκιδική, που σαν αυτή (και τον Άρη) δεν έχει.

Αλλά πήραμε τελικά τα πάνω μας και παίξαμε στο Κύπελλο με τον ΟΦΗ του Ευγένιου (τον Γκεραρντάκη, που τον πετύχαμε πάλι μετά από χρόνια, στα τελευταία του, καθηλωμένο σε αμαξίδιο, σαν κατευόδιο, από δυο ομάδες ανάπηρες κι ετοιμοθάνατες που ξανά προς τη δόξα τραβάν). Ο ΟΦΗ φορούσε λάθος χρώματα αλλά είχε ομαδάρα, παρόλα αυτά εμείς δαγκώσαμε το φίδι στη ρεβάνς, 4-1, μεγάλη εμφάνιση, μια κατηγορία κάτω αλλά μια κλάση πάνω. Δείξαμε πού ανήκαμε, πως ο υποβιβασμός ήταν μια παρένθεση που έκλεινε οριστικά και θα άνοιγε πάλι σαν πληγή που την σκαλίζουμε.

Κι ύστερα τρέχαμε στο Αλεξάνδρειο για το ντέρμπι με τον ΠΑΟΚ, που είχε Πέτζα και ομάδα για τελικό, μα πάνω από όλα πληρωμένη. Αλλά τα λεφτά δεν παίζουν μπάσκετ, όπως θα έλεγε ο Κρόιφ, που είναι πορτοκαλί (οράνιε) από άλλο ανέκδοτο χωρίς σπυριάρα. Που δεν είναι όμως σαν τα σπυριά της ακμής, γιατί έχει πήξει στην παρακμή τόσα χρόνια -να δεις τι σου ’χω για μετά. Είναι σαν το δέρμα που μπιμπικιάζει από ανατριχίλα στο φινάλε, γιατί όπως λέει ο Κάρολος (ο Μπάρκλεϊ), δεν υπάρχει τίποτα στον αθλητισμό, σαν το τελευταίο λεπτό ενός αγώνα μπάσκετ. Κι όσοι βουλιάζουν στα χρέη τους, νιώθουν καλύτερα ποιο είναι το χρέος τους, μες στον βαθύ τους λάκκο. Κι η ομάδα αυτή, που ήταν έτοιμη να διαλυθεί, έγινε άτρωτη λίγο πριν το τέλος, όπου μοιάζει η σιωπή με αγάπη μεγάλη και... Love, love will tear us apart. Again.

Εκείνη τη μέρα νικήσαμε 76-60 τον συμπολίτη. Αλλά κάθε θάμα τρεις ημέρες, και εμείς τρεις μέρες μετά ζήσαμε άλλο, μεγαλύτερο, στο Φάιναλ Φορ του Κυπέλλου, απέναντι στα πλούτη του ΠΟΚ. Με τον (υπηρεσιακό) Μαγκώτσιο να συζητά με τους παίκτες στο μπαρ (όχι το 6.25 του Πίξι) τα συστήματα. Τον Αγγελίδη να κολλά τα τελευταία ένσημα πριν συνεχίσει ως εστιάτορας στο Μπιλμπάο, μέχρι σήμερα. Τον Πάσπαλι να παίζει τραυματίας με ένα πόδι και ένα πνευμόνι (από τα τσιγάρα). Τον τρελό τον Ιταλό να έχει βγάλει αεροπορικά αλλά να μένει για μια τελευταία τρέλα. Και τον Ιωαννίδη να βγάζει καπνούς από τα αυτιά και να γίνεται σκετσάκι στο ΑΜΑΝ και η κορυφαία ερμηνεία του Καλυβάτση.

Κερασάκι στην τούρτα μια νίκη στο βόλεϊ, την ίδια μέρα, όπου ήμασταν απερχόμενοι πρωταθλητές, γιατί είχαμε τον Γκάνεφ, ένα κινούμενο βουνό από τη Βουλγαρία, σαν ατσάλινο τείχος και cheat (ζαβολιά σημαίνει, μάνα) σε ηλεκτρονικό, που μπορούσε να σου πάρει ένα σετ με 15 άσους σερί και να διαλύσει κάθε μπλοκ -σοσιαλιστικό και μη.

Ντόμινο, συναστρία, το ένα θάμα φέρνει το άλλο και ενός μύρια έπονται, το μεγαλύτερο μέχρι το επόμενο, τίποτα δε μας σταματά, είμαστε ρεαλιστές, επιδιώκουμε το αδύνατο.
Επιστροφή στο μέλλον του 2024. Η πρόκριση με την ΑΕΚ πάει στα πέναλτι, στο Παλέ ο κόσμος είναι ωσεί παρών, μισοί στο κινητό και οι άλλοι μισοί στις οθόνες του καφέ έξω, αν η μισή μου καρδιά βρίσκεται γιατρέ εδώ πέρα... μα πάντα στο τέλος τουφεκίζεται, την στήνουν στα 11 μέτρα, η αγωνία του γκολκίπερ πριν το πέναλτι, η απελπισία του Αρειανού πριν την πρόκριση, παράγουμε περισσότερες ελπίδες από όσες αντέχουμε.

Άρης είσαι, δεν μπορεί, κάτι θα στραβώσει. Εκεί που πανηγυρίζεις θα βγει μια παρουσιάστρια να σου πει «candit camera» και θα σου δείξει γελώντας το var. Σοσιαλισμός ή var-βαρότητα θα της πεις -στον κομμουνισμό θα έχουμε var άραγε;

Αλλά ο Κουέστα το πιάνει. Ξόρκια, κατάρες, φαντάσματα. Ο τραγικός ήρωας που λυτρώνεται. Ύβρις. Νέμισις. Λιάνα. Λάχεσις. Τα πάντα όλα, μαζί ανάκατα. Τραπέζια φεύγουν, ποτήρια σπάνε, χίλια κομμάτια όλα, γυαλιά, μυαλά, μεταμοντέρνα. Ο κόσμος ξεσπά, πανηγυρίζει μια τάπα στον Λεμπό, οι άλλοι μπαίνουν μαζικά απέξω γιορτάζοντας. Ωστικό κύμα, μαγεία με ραβδάκι, η χρυσόσκονη του παρελθόντος. Οι ωσεί παρόντες γίνονται έκτος παίκτης, έβδομος, η μοίρα έχει γραφτεί. Ο χρόνος σταματά, επιβραδύνεται, γυρνά πίσω, στη δεκαετία με τις βάτες. Ο Γκάλινατ χάνει την τελευταία συλλαβή του, πηδάει με ελατήρια στα πόδια, κάνει έφοδο στον ουρανό του Παλέ, ο εκφωνητής λέει ότι πηδά ως τη φανέλα του Γκάλη που κρέμεται στην οροφή, βάζει το νικητήριο καλάθι στην εκπνοή.

Έκρηξη, χαλασμός, πανζουρλισμός. Πανηγυρίζουν σαν μικρά παιδιά, σαν τον μικρό Νικόλα του Γκοσινί από τη Χαλκίδα -για σένα γίνομαι λιώμα από παιδί μικρό. Βρίσκουν την κυριούλα που έγινε viral με τα δάκρυα στο 3-2 με την ΑΕΚ και της κάνουν αφιερώσεις. Για πολλές γυναίκες έχω κλάψει, μα για σένα πιο πολύ.
Κάποιοι έχουν μάθει αλλιώς, στα χρόνια της υπομονής, και ξενερώνουν. Πού είναι τα σύνδρομα, το απωθημένο, τα μάγια και οι κατάρες; Δεν είναι αυτή η ομάδα που αγαπήσαμε, ο σοσιαλισμός που γνωρίσαμε, το κόμμα που μας έλαχε.

Να σου πω όμως, όλα τα ταξίδια έτσι θα τα κάνουμε, μεγάλα σαν του Γκάλιβερ;
Όχι, τα άλλα δύο θα τα τρέξουμε, για να μπει επίλογος. Και τι Γκάλιβερ, σιγά μη λέμε και Άνκρουμ.

Δεύτερο ταξίδι, η νίκη μες στο ΟΑΚΑ. Ο Τολιό κάνει σπανουλοβήματα στο πλάι και εκτελεί τον Παναθηναϊκό. Πρώτη νίκη εκεί από το ’97, που ήταν σαν χτες. Ο Πρετεντέρης πετάει μπουκάλι στους διαιτητές, καταδικάζοντας τη βία από όπου και αν προέρχεται. Οι γκρι καταπίνουν τη σφυρίχτρα, πολύ πριν γίνει μόδα το non call στον Σκούνι Πεν. Ο Μπόνι δείχνει τι είναι η ιταλική ψυχή στον Παπαδοτζόν που περιγράφει. Εσύ τον βλέπεις, τρεις δεκαετίες μετά, σε ζωντανή σύνδεση, και λες σε ποια ομάδα να παίζει τώρα -σιγά που θα σταμάτησε. Γίνεσαι μια αγκαλιά με τον διπλανό, και ας μην ξέρεις πώς τον λένε. Έμαθες όμως τον τρελό τον Ιταλό, στη βάρδια 2-10. Μάριο Μπόνι...

Τρίτο ταξίδι, στη χώρα του (Πότε; -) Ποτέ...
Στο σωτήριο ’91, που ήξερες νομοτελειακά τι θα γίνει στο τέλος. Ντέρμπι Άρης-ΠΑΟΚ, η Ελλάδα στα κάγκελα (παντού). Κερδίζαμε από το πουθενά, έχαναν με κάθε πιθανό τρόπο, πρώτα στο μυαλό και μετά στο γήπεδο. Η δύναμη της ήττας, που θα έλεγε και ο Μπάνε, για να είσαι έτοιμος να χάσεις με πιο απίθανο τρόπο την επόμενη φορά.

Έβλεπες το ματς, τον ΠΑΟΚ να παίρνει διψήφιες διαφορές και σκεφτόσουν σαν Γαλιλαίος. Και όμως γυρίζει...
Εννοείται πως γυρίζει γύρω από τον εαυτό της, τον ήλιο και τον πλανήτη Άρη, αλλά με αγνή μεταφυσική, χωρίς ίχνος λογικής εξήγησης. Χωρίς ενέργεια και καθαρό μυαλό, χωρίς την κερκίδα του Παλέ, χωρίς τον Σανόγκο και πεντάρια που στρίβουν, χωρίς τον τρελό του χωριού (Γκάλινατ) να αλλάξει τις ισορροπίες, με τα μισά ριμπάουντ από τον αντίπαλο (41-20) και τα σουτ να μην μπαίνουν. Με τον Τολιό να στάζει 17 και την ομάδα 30 στην τελική ευθεία -ενώ είχε 29 σε όλο το πρώτο ημίχρονο.
Πάμε σαν άλλοτε...

Απίστευτα πράγματα. Ποτέ μη λες ποτέ. Μόνο ποτέ-ποτέ-ποτέ-ποτέ...

Ναι αλλά ξέρεις κάτι; Εγώ δεν το χάρηκα τόσο, μπασκετικά δεν το αξίζαμε. Και το μπάσκετ δε σηκώνει την αδικία, κάπως σαν την Ένωση Δικαίων του Κάρολου (όχι του Μπάρκλεϊ). Δηκεοσηνι! Είμαστε λάθος μες στο κεφάλαιο του λάθος λήμματος.

Ναι αλλά δε μας ενδιαφέρει αυτό. Μας ενδιαφέρει η διαλεκτική της «μεταφυσικής» του πράγματος. Ο ιστορικός - πολιτικός - αθλητικός χρόνος που συμπυκνώνεται, όταν κάθε μέρα μετράει σαν μήνας και μια επίθεση σαν ολόκληρη περίοδος (προεπαναστατική), όπου μπορούν να γίνουν τα πάντα.

Ακόμα και να νικήσεις δεύτερη φορά τον Παναθηναϊκό;
Όχι. Δεν είναι κάθε μέρα του Αρειανού, Αγιαννιού, πες το και έτσι.
Αν και σήμερα είναι τα γενέθλια του Μιχαλάκη του αέρινου. Λες;
Λες να λειτουργήσει πάλι η χρονομηχανή και να θυμηθούμε τα παλιά;

Όχι, νισάφι με τη νοσταλγία. Μην περιμένεις μια χρονομηχανή για να ξαναζήσεις ένδοξες μέρες. Τα καλύτερά μας χρόνια δεν τα έχουμε ζήσει ακόμα. Και τέλος πάντων, ποιος θα είχε μια μηχανή του χρόνου και δε θα διάλεγε να ταξιδέψει μπροστά, στην κοινωνία του μέλλοντος;

Σε κάθε περίπτωση, το βασικό δεν είναι να πάρουμε εμείς το Κύπελλο, αλλά να πάρει ο εργαζόμενος λαός τις τύχες στα χέρια του. Και αν παίξουμε όπως ξέρουμε, οι τίτλοι θα έρθουν σίγουρα στο τέλος. Έτσι και αλλιώς η γη θα γίνει κίτρινη, σαν δάκρυα από λεμόνι. Νομοτέλεια...

Υστερόγραφα

Και ήρθε πάλι εκείνη η ώρα
Να γίνεις γραμματέας γενικός στη χώρα.

Θέλει λίγη δουλειά το μέτρο. Αλλά το έχουμε χάσει προ πολλού.

Εκείνη η ώρα, ήρθε και πάλι...
Και ριμάρω κλασικά με το μπάσκετ και τον Γκάλη.

Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2024

Ημέρες ραδιοφώνου

Θα είμαι ειλικρινής. Αν έπρεπε να γράψω κάτι αγαπησιάρικο, λόγω της ημέρας, θα ήταν μάλλον ένα κείμενο για τον μπασκετικό Άρη, με συνειρμούς που είναι η ουσία της τέχνης, που με τη σειρά της είναι η ουσία του έρωτα, το περιττό που είναι αναγκαίο κι ομορφαίνει τη ζωή μας. Αλλά αυτό θα αφορούσε ελάχιστους και θα ενοχλούσε -δικαιολογημένα- περισσότερους, ερωτευμένους και μη με την ομάδα τους, δηλαδή μια ανώτερη εταιρεία που κατά κανόνα λειτουργεί ως πλυντήριο μαύρου χρήματος.

Ίσως η καλύτερη απόδειξη της καψούρας αυτής είναι οι χαμένες εργατοώρες μπροστά από ένα ραδιοφωνάκι, πολεμώντας με παράσιτα (ντόπια και κορεάτικα), τα βραχέα και βραχύσωμους φονιάδες σαν τον Κορωνιό, για να μάθεις την εξέλιξη ενός αγώνα. Ο οποίος μπορεί να μην έκρινε τίποτα, εφόσον η πάλη των τάξεων παρέμενε ιστορικά αδικαίωτη, αλλά σήμαινε πολλά για τον ψυχισμό παιδιών που μετρούσαν τα άστρα στις φανέλες των ομάδων, γιατί κανένα σχολικό βιβλίο δεν τους έμαθε νωρίτερα τον Λουντέμη.

Κι αυτός είναι ένας χρήσιμος μεταβατικός κρίκος για να φτάσουμε τον στρατηγικό μας στόχο, δηλαδή την παγκόσμια ημέρα ραδιοφώνου, που είναι μακράν το πιο αγαπησιάρικο μέσο. Και δε χρειάζεται να ακούς «ράδιο Καψούρα» (πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος, ήδη από τα χρόνια της Αλλαγής) ή να είσαι η Μπέτυ που αφιερώνει στον Πάνο Carried Away, για να το ξέρεις αυτό.


Κι είναι τυχαίο άραγε που η μέρα του ραδιοφώνου είναι μια μέρα πριν τη γιορτή των ερωτευμένων; Ναι, εντελώς. Όσο τυχαίο είναι ότι η πρώτη είναι κολλητά, μια μέρα μετά την επέτειο της Βάρκιζας. Τουλάχιστον δεν παραδώσαμε ποτέ το όπλο της κριτικής, σύντροφοι. Αλλά το κλείσιμο του 902 ήταν επώδυνο σαν αφοπλισμός, με δάκρυα στα μάτια που κυλούσαν σε απαρηγόρητα μάγουλα με αντάρτικες γενειάδες, και με τη σκέψη πως η τηλεόραση ήταν πολύ ακριβό σπορ, πολύ μακριά από τα κυβικά μας, αλλά τη ραδιοφωνική συχνότητα δεν έπρεπε να την (παρα)δώσουμε και ήταν μεγάλη απώλεια.

Και ας ήταν το όνομά της κατάλοιπο μιας άλλης εποχής και μιας σχηματικής αντίληψης, σαν μπάντα των FM, που άφηνε όμως αριστερά μας πέντε-έξι σταθμούς, σαν εξωκοινοβούλιο των ερτζιανών, και ορισμένα ερωτήματα. Είναι άραγε ανάγκη των καιρών ένα ραδιοφωνικό αριστερόμετρο; Και ποιος να το έλεγε πως θα ερχόταν τελικά εκείνη η μέρα που η Ελληνοφρένεια θα έπαιζε (σχεδόν) στη σωστή συχνότητα αλλά σε λάθος εποχή και με λάθος ιδιοκτησιακό καθεστώς (ιδιωτικής ιδιοκτησίας, αντί να είναι σοσιαλιστική κολεκτίβα);

Ραδιόφωνο λοιπόν. Όπου εν αρχή είναι ο λόγος. Λόγος μεστός, προφορικός, δομημένος, συγκροτημένος. Που αναδεικνύει ρήτορες και μεθοδικά μυαλά, που ξέρουν τι θέλουν να πουν και δε χρειάζονται σκονάκια με σημειώσεις για να τα πούνε από μέσα. Λόγος μελοποιημένος, μουσικός, μια ιδιαίτερη γλώσσα ενός άλλου αλφαβήτου που αποδίδεται με νότες σε πεντάγραμμο, χωρίς να είναι ποτέ γραμμικός και μονότονος -εξαιρούνται τα μεγάλα σου μάτια και τα απλοϊκά σουξέ κάθε εποχής.

Λόγος που απευθύνεται σε έλλογα όντα, ακροατές με κριτική ικανότητα και όχι αποβλακωμένους τηλεθεατές με ευνουχισμένη σκέψη. Αλλά θα βρίσκονται πάντα κεκράκτες τύπου Τράγκα, με άναρθρες κραυγές και το υπνωτισμένο κοινό τους, να σου χαλάν έναν ωραίο συλλογισμό και να διαλύουν το συννεφάκι της εξιδανίκευσης.

Εν αρχή βασικά είναι η μαγεία που παράγει ο έλλογος λόγος του ραδιοφώνου, η οποία θυμίζει κάτι από Βαλεντίνο. Σε κανένα άλλο μέσο δεν μπορείς να βρεις τη μαγική ερωτική χημεία μεταξύ παραγωγού και ακροατών, τις προσωπικές -αλλά απρόσωπες- σχέσεις που αναπτύσσονται, τη δέσμευση και την αφοσίωση κοινού και συντελεστή, το πάθος και το μεράκι του ερασιτέχνη που κάποτε ξεχείλιζε απ’ τους πειρατικούς σταθμούς, με την ιδιαίτερη γοητεία που έχει κάθε κουρσάρος, και ιδίως αυτός του Βασίλη (και του Λάκη), που σου παγώνει το αίμα στην κορύφωση: Φί-ιιιιιιι-λεεεεεε... (να-να-να, να-να).

Εν πολλοίς η μαγεία οφείλεται στην έλλειψη εικόνας που εξάπτει τη φαντασία και όλες τις υπόλοιπες αισθήσεις για να γεμίσουν τα κενά. Και δε σου δένει τα μάτια αλλά σου επιτρέπει να τα κλείσεις νοερά για να ονειρευτείς ξύπνιος και να ταξιδέψεις.

Εν παρόδω, τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης είχαν μια πολύ πιο ραδιοφωνική ηχώ και ποπ κουλτούρα, έναν πιο «ηχητικό πολιτισμό» που έδινε βάρος στον προσεγμένο καλαίσθητο ήχο και την ακουστική απόλαυση, κάτι που μεταφερόταν ως γενικός νόμος και στην τηλεόραση, επηρεάζοντας και τους δικούς της ρυθμούς-ήχους. Σήμερα αντιθέτως, επικρατεί η δικτατορία της εικόνας, της καταιγιστικής εναλλαγής και της ταχύτατης κατανάλωσής της, οπότε σχεδόν κανείς δε νοιάζεται για καλαισθησία και ηχητική απόλαυση -ούτε καν στο ραδιόφωνο.

(Ελπίζω να γίνεται κατανοητό τι θέλω να πω και ας το εκφράζω αδόκιμα και αδύναμα. Νομίζω όμως ότι η διαφορά γίνεται εύκολα αντιληπτή σε παλιές αθλητικές μεταδόσεις ή σε ένα δελτίο ειδήσεων και τις πολιτικές συζητήσεις της εποχής. Ακόμα και σε ψυχαγωγικά σόου, που σήμερα δεν ενδιαφέρονται τόσο για βαθιές ερωτικές φωνές και καλλιεργημένους παρουσιαστές, αλλά για εντυπωσιακές γλάστρες που γεμίζουν το ντεκόρ).

Η ραδιοφωνική μαγεία δε χάνεται ούτε στα πιο ευτελή προγράμματα των αθλητικών ραδιοφώνων. Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψεις το καρδιοχτύπι και την αγωνία ενός οπαδού ακροατή, όταν ακούει φωνές για γκολ από κάποιο ανοιχτό μικρόφωνο και προσπαθεί να μαντέψει σε ποιο γήπεδο μπήκε και ποιος το έβαλε, μέχρι να γίνει η σύνδεση και να έρθει η καρδιά του στη θέση της, να φύγει στην Κούλουρη ή στον ουρανό. Τίποτα δε συγκρίνεται με τον ιερό χαβαλέ του ραδιοφωνικού Fight-Club, μιας εκπομπής-φαινόμενο που μεγάλωσε γενιές και επέστρεψε στα ερτζιανά για να καλύψει το σύνδρομο στέρησης του κοινού της -και των συντελεστών της. Ή με το ρίγος που μπορεί να προκαλέσει μια μουσική ανάμνηση, ακόμα και ένα απλό ποπ θέμα του Μισέλ Κρετού, που ανοίγει ακόμα και σήμερα το «Μικρόφωνο στα γήπεδα» στην ΕΡΑ-ΣΠΟΡ.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι πολλές αθλητικές αναμνήσεις τις ντύνουν στο μυαλό μας ραδιοφωνικές μεταδόσεις, που είναι ανώτερες από τις τηλεοπτικές, ακόμα και αν είναι το πειρατικό του «αριστερού» έμπορα Χελάκη -που δεν έχει σχέση με τους αγνούς πειρατές των FM, τον καιρό που ήταν στην ΚΝΕ.

Το ραδιόφωνο είναι μακράν το πιο δημοκρατικό μέσο, με τη μεγαλύτερη διαδραστικότητα. Η ταυτότητα ενός σταθμού δεν είναι τίποτα άλλο από το κοινό του. Και το απόλυτο μέτρο για την επιτυχία του είναι τα μηνύματα και οι κλήσεις που λαμβάνει εντός και εκτός αέρα. Ποτέ οι ακροατές δεν είναι απλώς παθητικοί δέκτες -ούτε καν όταν πιάνουν την κεραία, μπας και βρούνε καλύτερο σήμα. Κανένα άλλο μέσο δεν αφήνει τόσο ζωτικό χώρο στο κοινό του, που μπορεί να γίνει πομπός και... δημιουργός περιεχομένου, όπως το λένε στις μέρες μας. Και δύσκολο θα βρεις άλλα μέσα όπου το κοινό περιμένει τι θα πει ο λαός, από τα πιο σοβαρά σχόλια ως τη χειρότερη καζούρα.

Το ραδιόφωνο σου αφήνει μια μεγάλη γκάμα επιλογών. Μπορείς να ακούσεις πχ την αγαπημένη σου εκπομπή κονσέρβα σε άλλη μέρα και ώρα, για να γλιτώσεις και τις διακοπές για διαφημίσεις, που μπορεί να σου σπάσουν τα νεύρα κάθε Δεκέμβρη. Τίποτα δεν υποκαθιστά όμως τη ζωντανή εμπειρία. Και μπορεί να αγνοώ την πραγματικότητα και να είμαι πίσω από την εποχή μου, αλλά νομίζω πως γι’ αυτό το Web Radio και τα διάφορα podcast έχουν περιορισμένη διάδοση, σε σχέση με τη χρυσή εποχή του ραδιοφώνου -ή και τις λιγότερο ένδοξες μέρες του.

Το ραδιόφωνο είναι μαγικό γιατί είναι συνώνυμο της ελευθερίας -η οποία όμως περιλαμβάνει την ελεύθερη δέσμευση και την αφοσίωση. Έχει ως περιορισμό την απουσία οπτικής επαφής, αλλά σου αφήνει το ελεύθερο να κάνεις και κάτι άλλο παράλληλα -από οδήγηση και μαγειρική, μέχρι γυμναστική και διάβασμα ή να σερφάρεις στο διαδίκτυο. Ποτέ άλλοτε ένας περιορισμός δε σήμαινε τόσο ελευθερία.

Το οποίο έχει όμως και αντίστροφη ανάγνωση, για το «άνοιγμα» των συχνοτήτων, καθώς ποτέ άλλοτε μια «απελευθέρωση» δεν έφερε τέτοια σκλαβιά, με τόσο καταθλιπτικά αποτελέσματα. Επαναδιατύπωση. Πρέπει να πάμε στο ’44 με τους Βρετανούς για να δούμε κάτι παρόμοιο και τόση σκλαβιά με μορφή ελευθερίας.

Η περιβόητη «απελευθέρωση» των συχνοτήτων δεν τις απέδωσε τους ερασιτέχνες πειρατές των ερτζιανών και τους μερακλήδες παραγωγούς που τις λιμπίζονταν, αλλά τις παρέδωσε στην «ελεύθερη αγορά» των μονοπωλίων. Κι αυτό σε βάθος χρόνου, αντί για ποικιλία έφερε μια αφόρητη τυποποίηση. Τη δικτατορία των play-list με τις επαναλαμβανόμενες (μέχρι πλύσης εγκεφάλου) επιλογές των δισκογραφικών. Τους μυαλοπώληδες ακροατές που παρεμβαίνουν για να παπαγαλίσουν τη γνώμη που ακούν κάθε μέρα. Τους ψεύτικους, χαζοχαρούμενους παρουσιαστές, που όχι μόνο δεν έχουν κάτι να πουν αλλά επιβάλλεται (άνωθεν) να μην έχουν άποψη και να μη λένε τίποτα (ουσιώδες) πέρα από ανούσιο, ανάλαφρο και αφόρητα αβάσταχτο infotainment.

Ακόμα και έτσι όμως, το ραδιόφωνο είναι ίσως ο καλύτερος καθρέφτης της κοινωνίας -σε όλες της τις πτυχές, καλές και στραβές. Μια σχεδόν εναλλακτική ανάμνηση του παρελθόντος, που δεν προσφέρεται για χίπστερ. Και (όλο) αργοπεθαίνει, αλλά συνεχώς αντιστέκεται, με τη φωνή του, σαν αυτούς που δεν έχουν φωνή παρά μόνο όταν συντονιστούν στην ίδια ταξική συχνότητα.

Το ραδιόφωνο «αγαπά» τους κλέφτες (συχνοτήτων) αλλά πρωτίστως τους ερασιτέχνες με μεράκι, που γουστάρουν αυτό που κάνουν -όπως θα κάνουμε όλοι στην κοινωνία του μέλλοντος. Και ίσως ακουστεί λίγο μελό ή νοσταλγικό. Αλλά το ραδιόφωνο συνδέεται -όχι μόνο ημερολογιακά- με τον έρωτα, που έχει άμεση σχέση με την επανάσταση. Και -αν χρειάζεται απόδειξη για αυτό- πολύ λίγες στιγμές μπορούν να προκαλέσουν την ανατριχίλα της εκπομπής του ερασιτεχνικού (προφανώς) σταθμού των ελεύθερων (ασφαλώς) αγωνιζόμενων φοιτητών που μισό αιώνα πριν φώναζαν: Εδώ Πολυτεχνείο...

Η ανάρτηση αυτή γράφεται με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ραδιοφώνου (στις 13 Φλεβάρη) και τη μέρα του Βαλεντίνου, μια μέρα αργότερα. Και αν άργησε λίγο, είναι γιατί -ως γνωστόν- οι συνθήκες αργούν να ωριμάσουν. Που πάει να πει (πάντα και μόνο) πως αργούμε εμείς ως υποκείμενα να σταθούμε στο ύψος τους. Γιατί οι συνθήκες έχουν ωριμάσει καιρό τώρα και βασικά κινδυνεύουν να σαπίσουν, μαζί με τον γέρικο κόσμο της εκμετάλλευσης.

Κιτς/καλτ υστερόγραφα, για να μην το βαρύνουμε...


Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2024

Η σωστή πλευρά της αθλητικής ιστορίας

Αν ρωτήσουμε κάποιους ανθρώπους ποιο είναι το αντίστοιχο των B movies σε βιβλία, θα μας πουν αυτά με αθλητικό θέμα. Κι όχι με την έννοια ότι τα θεωρούν καλτ, αλλά ότι είναι δεύτερα, για πέταμα ή για προσάναμμα στο τζάκι, όπως κάνει στα βιβλία του Μονταλμπάν ο Πέπε Καρβάλιο.

Η δική μου άποψη είναι ένα σαφές «ναι αλλά όχι» ή έστω ένα εξαρτάται ως προς τα αθλητικά βιβλία.
Ότι το λατινικό «Β» θα κολλούσε καλύτερα στην Μπαρτσελόνα, τον Μπάρκλεϊ ή στον κόουτς Μπαρτζώκα -και για άλλους Mr Bean- που είναι ο εφιάλτης του Sportime και άλλων δημοσιογράφων και κάποιοι ζουν για τη στιγμή που θα τον ρωτήσει ο άτυχος Μενεγάκης για τη φιλοσοφία του απέναντι σε έναν αντίπαλο και ο κόουτς θα πει: «ο διαλεκτικός υλισμός».
Και ότι το τέχνασμα του Μονταλμπάν να ασκεί καυστική κριτική δια της μυθιστορηματικής έστω καύσης βιβλίων, είναι πολύ χοντροκομμένο και απαράδεκτο για το δικό μου αναγνωστικό κριτήριο. Έχει γράψει όμως ένα αξιόλογο αθλητικό βιβλίο με κοινωνικές-πολιτικές προεκτάσεις από τις οποίες μου έχει μείνει η φράση ότι η Μπάρτσα είναι ο άοπλος συμβολικός στρατός της Καταλονίας -αρκεί να ξέρεις ποιον θες να νικήσεις. Ενώ σε ένα άλλο βιβλίο θρηνεί τη χαμένη ταυτότητα της πόλης και τον εκσυγχρονισμό που την αλλοιώνει -και ας θεωρείται η Βαρκελώνη υπόδειγμα μεταμόρφωσης, που αξιοποίησε τα ολυμπιακά έργα. Φαντάσου δηλαδή τον Μάρκαρη, που κάποτε μετέφραζε Μπρεχτ, να μην γκρινιάζει για τους διαδηλωτές του Δεκέμβρη, αλλά για την καταστροφή που φέρνει η ανάπτυξη. Ούτε σε έργο του Ιονέσκο...

Εν τω μεταξύ, το φετινό καλεντάρι περιλαμβάνει τους Ολυμπιακούς στο Παρίσι -αν δεν έχει άλλη άποψη ο κορωνοϊός ή κάποιος άλλος αστάθμητος παράγοντας, πχ το «ξανθό γένος», που έχασε όμως πέρσι τον «ξανθό» και τα μπινελίκια του (μπλιατ) και παραμένει αποκλεισμένο ως έθνος από τη ΔΟΕ, ίσως γιατί οι «αθάνατοι» το μπερδεύουν με τη Σοβιετία -και άντε να μην το μπερδεύουν μετά και άλλοι που δηλώνουν δικοί μας.

Μια αναδρομή στο παρελθόν των σύγχρονων -και όχι μόνο- Ολυμπιακών Αγώνων είναι σαν μικρός ιστορικός περίπατος σε άγνωστες σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας, μελανές και χρυσές. Και η πλέον χρυσή είναι βασικά κατάμαυρη, σαν τους Μαύρους Πάνθηρες και την υψωμένη γροθιά των Σμιθ και Κάρλος ενάντια στον ρατσισμό που βίωναν στη χώρα τους -την χώρα της ελευθερίας, για να μην ξεχνιόμαστε με τα δεσμά μας.
Περίπατος σε σημαντικές σελίδες και κεφάλαια της ιστορίας, όπως η άνοδος του φασισμού, οι ναζιστικές αποχρώσεις στην αναβίωση του εθίμου της ολυμπιακής φλόγας (και η προσπάθεια των ημι-παράνομων κομμουνιστών να την σαμποτάρουν), ο ρατσισμός, οι διαχρονικές διακρίσεις κατά των γυναικών, η άνοδος του σοσιαλιστικού μπλοκ, ο αγώνας της Παλαιστίνης για ελεθυερία, και ένα σύντομο μάθημα για το πώς το χρήμα κυβερνά τον κόσμο, σκοτώνοντας κάθε ρομαντική ιδέα, αλλά χρησιμοποιώντας τα κουφάρια τους ως καμουφλάζ, όπως το Ηρακλής τη λεοντή.
Είναι όμως και μια θαυμάσια αφορμή -θαυμάσια, που θα έλεγε και ο Μανόλο Μαυρομάτης στην ΕΡΤ του βαθέος ΠΑΣΟΚ κι ας ήταν ευρωβουλευτής με τη ΝΔ- να εντρυφήσει κανείς σε σημαντικά επεισόδια του «ψυχρού πολέμου», αλλά και σε πιο σοβαρούς προβληματισμούς.

Ήταν λάθος - παρέκκλιση η εγκατάλειψη των Σπαρτακιάδων, εργατικών Ολυμπιάδων κτλ, που έσβησαν ως θεσμός στη Βαρκελώνη του Μονταλμπάν (που έχασε το χρίσμα της διεξαγωγής από το Βερολίνο του Χίτλερ) λίγες μέρες πριν από το πραξικόπημα του Φράνκο;
Ήταν η συμμετοχή των Σοβιετικών στους Ολυμπιακούς Αγώνες κατά τα μεταπολεμικά χρόνια στροφή ενσωμάτωσης και μια αποτύπωση της ειρηνικής συνύπαρξης στο «αθλητικό εποικοδόμημα»; Ή μήπως ήταν μια μορφή ταξικής πάλης με άλλα μέσα, για να φανεί η σοσιαλιστική υπεροχή σε αξίες-ιδανικά και στον πίνακα των μεταλλίων;
Το 1988 στη Σεούλ, όπου απείχε η τίμια Κούβα και η ΛΔ Κορέας, γιατί δεν την άφησαν να γίνει συνδιοργανώτρια σε κάποια αθλήματα, τεκμήριο αυτής της ανωτερότητας δεν ήταν μόνο η άνετη πρωτιά των Σοβιετικών, η υπεροχή της ΕΣΣΔ έναντι των ΗΠΑ και της σωστής πλευράς της Γερμανίας (και της ιστορίας, που οσονούπω τελείωνε) έναντι της ΟΔΓ. Ήταν και η δεύτερη θέση της ΓΛΔ που είχε περισσότερα μετάλλια από τους Αμερικάνους!

Αλλά ό,τι λάμπει (Νικολάου) δεν είναι χρυσός και ο χρυσός δε φέρνει πάντα την ευτυχία, όπως θα μας βεβαίωνε ο Μίδας, ή την κοινωνία του μέλλοντος.

Και από πότε πάνε μαζί ιδανικά και μετάλλια-νίκες; θα ρωτήσει κανείς.
Από τότε που οι γοργόνες βγαίνουν στη στεριά και ρωτάνε με αγωνία ναυτικούς και ταξικά ναυάγια αν ζει το κόκκινο φάντασμα που πλανάται πάνω από τη γηραιά ήπειρο και τον γέρικο σάπιο κόσμο της εκμετάλλευσης. Και τουλάχιστον από όταν οι ηττημένοι εισπράττουν απ’ την εξέδρα τους βροχή δεκάρικα, μετά το Ανεμολόγιο της Αλλαγής, βλέποντας τους νικητές να μη γράφουν απλά την ιστορία, αλλά να διακηρύσσουν πανηγυρικά το τέλος της.

Το είχε πει προφητικά και ο Άρης άλλωστε (Β όπως Βελουχιώτης) και το μεταφέρω από μνήμης: αν νικήσουμε κανείς δε θα θυμάται τίποτα από τις δικές μας σκληρότητες, αλλά αν χάσουμε κανείς δε θα μας το συγχωρήσει.

Σε ένα αγνό, παρθένο αναρχίζον φαντασιακό, που μικρή σχέση έχει με τον πραγματικό κόσμο, ήρωες είναι μόνο οι χαμένοι, που έπεσαν ηρωικά σε άνιση μάχη, απέναντι σε θεούς και δαίμονες. Όσοι νικάνε, γίνονται εξουσία και διαφθείρονται, οπότε χάνουν την αθανασία και μια θέση στο εικονοστάσι των πραγματικών ηρώων.

(Ανοίγει -αριστερή- παρένθεση. Μια άλλη αναρχίζουσα οπτική λέει πως η ρίζα του κακού δεν είναι μόνο ο επαγγελματικός αθλητισμός και ο πρωταθλητισμός που νοθεύουν τη χαρά της άθλησης με το δηλητήριο της σκοπιμότητας και της νίκης με κάθε τρόπο, αλλά ο ίδιος ο αθλητισμός, που βάζει καλούπια στην ελεύθερη κίνηση και τον αυθορμητισμό του παιδιού, στην άναρχη χαρά (που ή θα είναι άναρχη ή δε θα είναι χαρά) του παιχνιδιού και γίνεται ένα φτηνό υποκατάστατο με κανόνες και περιορισμούς, νόμους και άρχοντες -διαιτητές.

Εμένα πάλι όλα αυτά μου μυρίζουν Μπερνστάιν και το σύνθημα «ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτα, η κίνηση είναι το παν». Θεωρώ εξαιρετικά πληκτική και ανούσια μια άσκοπη κίνηση χωρίς στόχους και κανόνες. Και πιστεύω -στην υπερβολή του- πως όλα τα παραπάνω είναι μια πρωτότυπη-εναλλακτική διαδρομή για να βρει κανείς τις διαφορές μεταξύ κομμουνισμού κι αναρχίας. Αναρωτιέμαι, ωστόσο, τι μορφή θα λάβουν στην κοινωνία του μέλλοντος ο αθλητικός ανταγωνισμός και διάφορες διοργανώσεις. Και προβληματίζομαι αν οι αθλητικοί αγώνες στον σοσιαλισμό θα έχουν τον ίδιο πρωτεύοντα ρόλο για τους διαιτητές ή αν αυτός θα τείνει να απονεκρώνεται, σαν το κράτος, και οι παίκτες θα αναλάβουν σταδιακά να διευθύνουν και να λύνουν τις διαφωνίες που προκύπτουν στον αγώνα.

Κλείνει η σοσιαλιστική παρένθεση).

Κάποτε ο Καμί έγραψε πως όλα όσα ξέρει από ηθική, του τα έμαθε το ποδόσφαιρο. Μια πιο σφαιρική τοποθέτηση μπορεί να έλεγε πως το ποδόσφαιρο -και ο αθλητισμός εν γένει- είναι καθρέφτης της κοινωνίας και μπορεί να μας δείξει όσα ξέρουμε για την ηθική -και συνεπώς για την ανηθικότητα- αυτής της κοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση, ο αθλητισμός είναι όντως μια πολύ καλή εισαγωγή για αρχάριους στη διαλεκτική σκοπού και μέσου.

Ο σκοπός δεν αγιάζει μακιαβελικά τα μέσα, δε νομιμοποιεί την αδικία και τα ύπουλα μέσα. Κανείς δεν πρέπει να χαίρεται μια νίκη που έρχεται με σικέ αγώνες, πουλημένους διαιτητές και κακό θέαμα. Αυτοσκοπός δεν είναι η νίκη αλλά η χαρά του παιχνιδιού -που σαφώς περιλαμβάνει και τη χαρά της νίκης, την ανταμοιβή των κόπων μας, αλλά όχι με οποιοδήποτε μέσο.
Hasta la victoria siempre...

Ο στόχος της νίκης δεν καθορίζει ευθέως τα μέσα -και αντιστρόφως. Αλλιώς μέσο και σκοπός θα ταυτίζονταν, δε θα υπήρχε διάκριση μεταξύ τους. Ο δρόμος προς τη νίκη δεν είναι πάντα στρωμένος με ροδοπέταλα και ευ αγωνίζεσθαι. Και κάποιος-οι πρέπει να βγάζουν τη βρώμικη δουλειά, όσο υπάρχει -αντικειμενικά- τέτοιος καταμερισμός εργασίας, στο γήπεδο και στη ζωή. Δε σημαίνει πχ πως δε θα υπάρχουν τερματοφύλακες και χειρώνακτες, επειδή όλοι θέλουν να παίζουν μπροστά, φουλ επίθεση.

Αν θες να παίξεις με αξιώσεις, χρειάζεται καλή προπόνηση, πειθαρχία, οργάνωση, ενίοτε και τακτική (υποχώρηση, αιφνίδιες αντεπιθέσεις, ακόμα και κατενάτσιο). Αν ψάχνει κανείς ένα πολιτικό αντίστοιχο του «κατενάτσιο», δύσκολα θα δει καλύτερο παράδειγμα από το Τείχος του Βερολίνου, που παρά τη σχετική αστική υστερία, είχε αμυντικούς σκοπούς, στη βάση ενός αρνητικού συσχετισμού δύναμης και μιας πίεσης που δεν ήταν εφικτό να αποκρουστεί διαφορετικά.

Το βασικό ερώτημα, όμως, είναι άλλο.
Μπορούμε να νικήσουμε σε οποιονδήποτε στίβο (πολιτικό ή αθλητικό) τον ταξικό εχθρό με το σφυροδρέπανο στο χέρι; Μπορούμε να πετύχουμε άμεσα μεγαλύτερη παραγωγικότητα -απελευθερώνοντας παραγωγικές δυνάμεις από τα δεσμά της ιδιωτικής ιδιοκτησίας- από τους εντατικούς, εξοντωτικούς ρυθμούς ανάπτυξης των μονοπωλίων που ξεζουμίζουν εκατομμύρια εργαζόμενους σε όλη τη γη; Μπορείς να νικήσεις με απλή προπόνηση επαγγελματίες υπεραθλητές, που χρησιμοποιούν κάθε μέσο για να πετύχουν τη διάκριση; Ή μήπως πρέπει να σταματήσουμε να προσπαθούμε να ξεπεράσουμε τον εθχρό, να τον νικήσουμε στο δικό του γήπεδο με τα δικά του όπλα, και να πορευτούμε σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση;

Η πραγματική ζωή είναι κριτήριο για κάθε θεωρία, αλλά δε δίνει πάντα καθαρές απαντήσεις. Στο πεδίο της πράξης του εικοστού αιώνα, ο σοσιαλισμός που γνωρίσαμε κινήθηκε παράλληλα σε διάφορα επίπεδα. Επέλεξε για μια σειρά λόγους, ουσίας και συμβολισμού, να πάρει μέρος στην κούρσα του πρωταθλητισμού. Είναι δεδομένο ότι έδειξε μέρος της δύναμής του αλλά δεν απέφυγε τις αρνητικές πτυχές του πρωταθλητισμού, όπως η πίεση σε κάποιους αθλητές και τα αναβολικά. Αλλά όποιος πιστεύει ότι αυτό ήταν ένα παιχνίδι που έπαιξε μόνο η ΓΛΔ πχ -νιώθοντας την ανάγκη να αποκρούσει και σε αυτό το επίπεδο την πίεση που δεχόταν και να δείξει την υπεροχή της- μάλλον καταπίνει πρόθυμα και αμάσητη την αστική προπαγάνδα. Ενώ παράλληλα αγνοεί ότι η βάση για τις επιτυχίες και τα μετάλλια των σοσιαλιστικών χωρών δεν ήταν πως έπιασαν το «τρένο της ΕΤΕ» στα αναβολικά (επιλέγοντας να εστιάσουν σε συγκεκριμένους τομείς), αλλά οι αξεπέραστες αθλητικές υποδομές τους, για να ανακαλύπτουν και να αξιοποιούν κάθε ανθρώπινο ταλέντο και κλίση, αναπτύσσοντας ουσιαστικά τον μαζικό λαϊκό αθλητισμό. Κι αυτό είναι ένα σπουδαίο, ανεξίτηλο επίτευγμα, που δεν μπορεί να το μειώσουν πχ οι εξυπνάδες του Πανούτσου, ότι εκεί όλοι αθλούνταν γιατί δεν είχαν δυνατότητες κοινωνικής ανέλιξης, συνεπώς βαριόντουσαν και δεν ήξεραν πώς/πού να διοχετεύσουν την ενέργειά τους.

Τα ίδια ισχύουν σε γενικές γραμμές για την περίπτωση της Κούβας που εξακολουθεί να παράγει τους δικούς της πρωταθλητές και επιπλέον εξάγει κάποιους, που ονειρεύονται το χρήμα και το αναζητούν στο εξωτερικό, αυτομολώντας στο αντίπαλο στρατόπεδο. Αλλά το βασικό είναι έβγαζε και βγάζει αθλητές που ήξεραν την αξία των ηθικών κινήτρων, όπως ο μυθικός Στίβενσον, που τον πολιορκούσε ο πειρασμός της επαγγελματικής πυγμαχίας και των χρημάτων, αλλά δε θα αντάλλασσε με τίποτα την αγάπη του λαού του, ούτε για τα κέρδη όλου του κόσμου.

Κι αυτό πια, για να παραφράσουμε τον Κάστρο, δεν είναι να έχεις απλώς το κεφάλι σου στο στόμα του λύκου και να του λες να πάει να γαμηθεί. Αλλά να περιφρονείς και τα χρυσά του δόντια, που αυτός νομίζει ότι είναι ικανά να αλέσουν όλες τις συνειδήσεις. Όμως δεν είναι/είμαστε όλοι για τα δόντια τους...

Όσο για τη Σοβιετική Ένωση, παρά τη στροφή που την έβγαλε στο περιθώριο της ιστορίας, έδωσε διάφορα δείγματα όχι μόνο της δικής της υπεροχής, αλλά για την υπεροχή των αρχών της έναντι της όποιας νίκης - διάκρισης. Όσο και αν ψάξει κανείς, δε νομίζω να μπορεί να βρει αντίστοιχα παραδείγματα στον «δυτικό κόσμο» με την απόφαση των Σοβιετικών να μην παίξουν το ’73 στη Χιλή του Πινοτσέτ (χάνοντας το εισιτήριο για την τελική φάση του Μουντιάλ της ΟΔΓ). Ή την απόφαση της σοβιετικής ομάδας μπάσκετ να μηδενιστεί στην ίδια χώρα, στο Μουντομπάσκετ του ’59 και να χάσει ένα σίγουρο χρυσό μετάλλιο, όταν διάλεξε να μην παίξει εναντίον της Ταϊβάν-Φορμόζα (και μάλιστα σε μια εποχή που μάλλον διαφαινόταν το σινο-σοβιετικό σχίσμα). Τελικά τερμάτισε στην έκτη θέση, αλλά στην ΕΣΣΔ κυκλοφόρησε μια σειρά γραμματόσημα με το σύνθημα «ηθικοί νικητές του 3ου Μουντομπάσκετ».

Γιατί είναι πάντα καλύτερο να βρίσκεσαι στη σωστή πλευρά της ιστορίας, παρά στην υψηλότερη θέση του βάθρου.
Hasta la revolucion siempre...

Τι να μας πει και ο Μπάνε (που δυστυχώς την είδε λάιφ-κόουτς) με τη δική του «Δύναμη της ήττας». Αλλά αυτά στο δεύτερο μέρος, αν και εφόσον...


Και αν όλα αυτά χρειάζονται οπωσδήποτε κάποιο άλλοθι σύνδεσης με την επικαιρότητα, θα πάρω τη σημερινή παγκόσμια ημέρα του ραδιοφώνου, τη βοήθεια του κοινού και την αυθόρμητη εξομολόγηση του παλιού συμπαρουσιαστή του «Σπορ και Σκορ στον 904».
Ράδιο-ράδιο αγάπη μου...

Μετά από αυτήν την εκτενή εισαγωγή, πάμε στην ανάπαυλα, με την ελπίδα να υπάρξει χρόνος για δεύτερο ημίχρονο, με συγκεκριμένες προτάσεις - κριτικές και συνειρμούς από κάποια αθλητικά βιβλία που έπεσαν στα χέρια της κε του μπλοκ τις τελευταίες βδομάδες.

Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2024

Θεωρία των τηλεπαιγνίων (και των λογοπαιγνίων...)

Λάμδα, όπως λέμε Λένιν. Και Λογοπαίγνιο.


Σαν φράση θυμίζει κάτι από «Τροχό της Τύχης», ένα από τα πολλά πειστήρια ότι ως έθνος (ανάδελφο) δεν ξεπεράσαμε ποτέ τη δεκαετία με τις βάτες.
Αγαπάς τα 80’ς; Απόδειξη...


Θα υπάρχουν όμως τηλεπαιχνίδια στον κομμουνισμό;
(Καλή ερώτηση. Ας πάρουμε τη βοήθεια του κοινού, που έχει το αλάθητο των λαϊκών μαζών).
Αν ναι, θα υποχρεώσουμε τον σφο παρουσιαστή να φέρνει παραδείγματα για κάθε γράμμα και να μην παρεκκλίνει ούτε ένα γιώτα από τη γραμμή.
Άλφα όπως λέμε Αλέκα. «Χι» όπως Χαρίλαος και δυαδική εξουσία, που είναι κάτι σαν ισοπαλία και πάμε στην παράταση. Β for Βαζιούλιν/Βιγκότσκι. Κάπα όπως ΚΚΕ, κολεκτικοβοποίηση κοκ.
Ενώ η αειθαλής, σαν σιβηρική σημύδα, Τζούλια Νόβα θα φορά το μπλουζάκι CCCP, εξηγώντας πώς ζούσαν τότε πια αδελφωμένοι οι λαοί στη χώρα που γεννήθηκε αλλά δεν υπάρχει πια.


Και ο Ανδρουλάκης ξαπλωμένος σαν υπάκουο σκυλί στο κατώφλι του Κόκκαλη -ή όποιου άλλου μπόγια τον μαζέψει στην αυλή του- για λίγα κοκαλάκια εξουσίας, θα μετρά στη σειρά: Μαρξ, Μπρέζνιεφ, Μίκης, Μάο, Μπακούνιν -αλλά και Μίμης, Μαράκι, Μανιαδάκης, Μάτεσης και Μιχαηλίδης. Όλα τα «μι» εις την νι («νι» όπως Νίκος Ζαχαριάδης, Μπελογιάννης και Πλουμπίδης ή Νικολάι Λένιν) που έριξε στο πυρ το εξώτερον -σαν το βιβλίο του- μόλις πίστεψε ότι τελείωσε η ιστορία -του ΚΚΕ και γενικώς- και η πάλη των τάξεων που την κινεί. Αλλά παραμένει ιστορικά αδικαίωτη και όμως κινείται, τώρα και για πάντα, hasta la δικαίωση siempre.

Και ο Ρούσης θα έξυνε από τις σελίδες της ιστορίας το άρθρο του στην Ελευθεροτυπία για τα τρία σίγμα του ΚΚΕ, που ήταν λέει σταλινικό, σεχταριστικό και συντηρητικό -στο φως από τις φλόγες του Δεκέμβρη- γιατί βασικά είχε άλλη εκτίμηση για τον σοσιαλισμό που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε για όσα μας γνώρισε -και ας κάνουν κάποιοι τώρα ότι δεν τον ξέρουν και ότι δεν υπήρξε ποτέ. Και αν είχε και άλλα χρόνια μπροστά του (ο Ρούσης, όχι ο σοσιαλισμός) ίσως να έφευγε και ξαναρχόταν σαν εκκρεμές, ως υποψήφιος συνεργαζόμενος και στο ενδιάμεσο να θυμόταν λέει το βιολί για το συντηρητικό ΚΚΕ και τα «όμικρον» που το ο-μικραίνουν, όπως η ομοφοβία.
Για φαντάσου...

Κι οι παρεκβάσεις με τους συνειρμούς θα συνεχίζονταν εσαεί. Πχ για αυτούς που έστελναν κάποτε διαδικτυακά ποιηματάκια για τον μαρξισμό-λενινισμό της Μπέλλου και του Μαΐλη. Αχ, «ωραία χρόνια», που προσπαθούσες να καταλάβεις τι ήθελε να πει η φράξια και ο «ποιητής», με τα κοκαλάκια (εξουσίας) στα μαλλιά και τα διαδικτυακά ποιηματάκια, που θα μάθετε, και αν σοβαρολογεί και τα πιστεύει. Η γνώση είναι δύναμη αλλά η άγνοια αήττητη.

Και θα είχαμε μπόλικο υλικό, με διανοούμενους, μικροαστούς γραμματιζούμενους, και άλλους μαρξιστικά αγράμματους, όπως τους έλεγε η Αλέκα, κούτσουρα απελέκητα που δεν ξέρουν την αλφαβήτα του κομμουνισμού και το αλφαβητάρι του Μπουχάριν και του Πρεομπραζένσκι.
Το πρόβλημα όμως δεν είναι η ανάγνωση αλλά η κατανόηση κειμένου. Αν είσαι πχ μαρξιστικά αναλφάβητος και αν κρατάς ως ζουμί από την μπροσούρα του Λένιν το σημείο για τη χούφτα χωρών ή τα πέντε σημεία-γνωρίσματα του ιμπεριαλισμού του Βλαδίμηρου.

Μήπως όμως στην κοινωνία του μέλλοντος δε θα έχουμε τυχερά (τηλε)παιχνίδια (οι μπολσεβίκοι δεν παίζουν άλλωστε ζάρια με τις τύχες των λαών, που πρέπει να τις πάρουν στα χέρια τους) αλλά μονάχα γνώσεων, με τις κατάλληλες προσαρμογές;
Θα ξεκινούσαμε από τα απλά και βατά -πχ τι ορίζουμε ως συνείδηση της αναγκαιότητας ή τι είναι η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου- και θα φτάναμε με διαβαθμίσεις σε θέματα για καλά διαβασμένους και στην ερώτηση του εκατομμυρίου: γιατί παραμένει ιστορικά αδικαίωτη η πάλη των τάξεων; Ή γιατί διαλύθηκε η ΕΣΣΔ; Ποια θα είναι η βασική αντίθεση στην αταξική κοινωνία;
Χωρίς πολλαπλές επιλογές, με ελεύθερη ανάπτυξη.

Η Αλιφέρη θα αλλάζει σταυροπόδι και θα μας αγαπά, η Ρένια θα μετράει τα points και η Δημητρούλα θα είναι περήφανη για τον Σπύρο -πριν γίνει παρουσιαστής και «με το ευρώ καλύτερα»-, γιατί πρώτη φορά φαίνεται κάπου χρήσιμο που είναι κομμουνιστής. (Αν έλυνε σταυρόλεξα, θα έβρισκε και άλλες). Αλλά ο τίτλος του παιχνιδιού θα άλλαζε, δε θα είχε Κροίσους και εκατομμυριούχους και θα ήταν κάτι σαν «ποιος θέλει να γίνει ήρωας της σοσιαλιστικής εργασίας» ή Σταχανοβίτης (απόψε στο κορμί της).

Στον «Αδύναμο κρίκο» θα υπήρχαν σεμινάρια για τη σχετική θεωρία του Βλαδίμηρου για την ανισόμετρη ανάπτυξη και κριτική για τα πι-αριλίκια του Μπογιό με την Ακρίτα.
Στο Ρουκ-Ζουκ οι σφοι θα εξασκούνται να λένε τσιτάτα με δικά τους λόγια, χωρίς επαναλήψεις και παπαγαλία.

Και στις Κόντρες-Κοντραπλακέ-Άκου τι είπαν ή πώς το λένε τώρα, θα κάναμε πλάκα με «αντιφρονούντες» και τα αστικά στερεότυπα. Ρωτήσαμε εκατό άτομα για τη γνώμη τους... και τα 99 συμφώνησαν αυθόρμητα πριν καν διατυπωθεί το ερώτημα, ενώ ο ένας που δίστασε, μετατέθηκε στο Ιρκούτσκ, που είναι πιο εξωτικό από την Τάλσα.
Και μετά θα ακολουθεί σύντομο εκπαιδευτικό βίντεο για το πώς στήνονται οι δημοσκοπήσεις σε μια αστική δημοκρατία (απ’ τον τρόπο που τίθεται το ερώτημα ως το τελικό μαγείρεμα) ή και πιο «άμεσες διαδικασίες», όπως το δημοψήφισμα του ’15, που θυμίζει εκείνα τα meme: 39% ΝΑΙ, 61% ΝΑΙ αλλά με άλλο χρώμα...

Αν μιλήσουμε πιο σοβαρά, λίγα πράγματα είναι πιο αποκαλυπτικά από τα τηλεπαιχνίδια για τον «μαγικό κόσμο» της τηλεόρασης και των εφοπλιστών που έχουν τα κανάλια και τον εκάστοτε ΠΘ χεσμένο.

Βλέπεις χορηγούς, δωροθέτες, άπειρες διαφημίσεις και αντιλαμβάνεσαι την ομερτά και τον χρυσό νόμο της εξαγορασμένης σιωπής, γιατί δε γίνεται να δαγκώσεις τα χέρια που σε ταΐζουν και αγοράζουν τηλεοπτικό χρόνο.
Βλέπεις αγχωμένους, αποβλακωμένους παίκτες, διαλεκτικά δεμένους με τους αποχαυνωμένους τηλεθεατές, που χαζεύουν τρώγοντας στο δόξα πατρί(δα, θρησκεία, οικογένεια) σποτάκια κατά ριπάς, 20 λεπτά κάθε ώρα, και παύεις να αναρωτιέσαι για το 41% ή αυτούς που ψηφίζουν το ίδιο αλλά με άλλο χρώμα (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, Νέα Αριστερά).

Και ναι, το χάσμα των γενεών δεν το βλέπεις μόνο στη δικτατορία της ραπ -που ριμάρει με τη ΔΑΠ, αλλά δε χάνει σε καμία συνέλευση- αλλά και στα χασμουρητά του γηραλέου τηλεοπτικού ποίμνιου. Όσοι κοροϊδεύουν όμως γέρους τηλεθεατές, πολύ σπάνια διαφέρουν επί της ουσίας και ακόμα σπανιότερα έχουν καλά αντισώματα ενάντια σε οθόνες παντός είδους ή σε ένα διαλυμένο μυαλό από την κούραση του 8ωρου.

Λέγαμε όμως για τον τροχό της τύχης και της ιστορίας, όπου το τυχαίο είναι απλώς μια διαλεκτική στιγμή της αναγκαιότητας, που θα γυρίσει και αυτός να πηδήξει και ο φτωχός -το μεγάλο άλμα προς τον ουρανό. Έναν τροχό (της τύχης) που δίνει μαθήματα τακτικής και στρατηγικής. Ένα γράμμα πριν νωρίς, ένα γύρισμα μετά αργά. Και το παν είναι να αποφύγουμε τη χρεοκοπία, των ιδεών και βασικά του κόμματος που θα τις δυσφημήσει, αν το αλώσει ο ταξικός εχθρός.

Πρέπει όμως να γίνει πιο δύσκολο -και ευχάριστο- να παίρνεις φωνήεντα και λοιπά προνόμια. Ή να έχουν τα παζλ ωραίες, εύηχες λέξεις όπως το «ζντράσβουιτ», να στραμπουλάει η γλώσσα και το μυαλό των παικτών, για να παίρνει στροφές και να αποκτά καλύτερο κριτήριο.

Και είναι ζήτημα πώς θα εφαρμοστεί λειτουργικά στον τροχό η ντιρεκτίβα του σφου με το μουστάκι για το ποδόσφαιρο, που ήθελε χιλιάδες να παίζουν και μόνο (εικοσι)δυο-τρεις σαν θεατές στις κερκίδες. Και που αν έβλεπε εκείνο τον παίκτη που αγνοούσε τον Βλαδίμηρο, θα έβαζε από μόνος του το meme που υπογράφει το διάταγμα: να ξεσκονίζει βουνοκορφές με οδοντόβουρτσα στα Ουράλια...

Λέγαμε λοιπόν πως λάμδα όπως Λένιν και λαός. Και (Ρόζα) Λούξεμπουργκ και Λίμπκνεχτ. Να βλέπαμε λέει από μια γωνιά τις διαδηλώσεις των γερμανών συντρόφων με τα πλακάτ και τα τρία λάμδα και να πηγαίναμε σαν τρολ με ένα πλακάτ του Λιγκατσόφ, για να κάνουμε τη διαφορά.
Είμαστε Λάθος μες στο κεφάλαιο του Λάθος Λήμματος.


Λάμδα, όπως λέμε «λαθολογία». Κι είναι όντως τρομερό να βλέπεις πώς πασχίζουν να στρέψουν τη Ρόζα ενάντια στον Βλαδίμηρο, για το κόμμα και τη Συντακτική Συνέλευση. Και αν διαβάσεις τέτοια αφιερώματα, κινδυνεύεις να ξεχάσεις ποιοι ακριβώς την σκότωσαν και τι της είχαν φυλαγμένα: σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση με φράικορπς, μια προβοκάτσια της ιστορίας ενάντια στις σιδερένιες βεβαιότητες πως δεν υπήρξε ποτέ σοσιαλφασισμός.

Μα ο σοσιαλφασισμός είναι μια άλλη ιστορία, για άγρια θηρία, δε θέλει σκευωρία. Και όρκο παίρνω πως αυτή η ανάρτηση είχε σκοπό να μιλήσει για τον Λένιν και δυο εκδόσεις για τα 100 χρόνια από τον θάνατό του, αλλά ξεστράτισε στην πορεία και ύστερα πήγε έπεσε στον γκρεμό και η πάλη των τάξεων παρέμεινε αδικαίωτη και καλά κρασιά. Όρκο παίρνω πως καλή ανάρτηση ήτανε...

Κι αν δε βγαίνει πάντα νόημα, είναι μικρός φόρος τιμής για τους φευγάτους συνειρμούς στις αρχές του μπλοκ, που σήμερα κλείνει τα 16 και μας γαμά τα λύκεια, στην πορεία προς την ενηλικίωση. Αλλά τις πιο ασυνάρτητες αναρτήσεις δεν τις έχουμε γράψει ακόμα...