Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2024

Η σωστή πλευρά της αθλητικής ιστορίας

Αν ρωτήσουμε κάποιους ανθρώπους ποιο είναι το αντίστοιχο των B movies σε βιβλία, θα μας πουν αυτά με αθλητικό θέμα. Κι όχι με την έννοια ότι τα θεωρούν καλτ, αλλά ότι είναι δεύτερα, για πέταμα ή για προσάναμμα στο τζάκι, όπως κάνει στα βιβλία του Μονταλμπάν ο Πέπε Καρβάλιο.

Η δική μου άποψη είναι ένα σαφές «ναι αλλά όχι» ή έστω ένα εξαρτάται ως προς τα αθλητικά βιβλία.
Ότι το λατινικό «Β» θα κολλούσε καλύτερα στην Μπαρτσελόνα, τον Μπάρκλεϊ ή στον κόουτς Μπαρτζώκα -και για άλλους Mr Bean- που είναι ο εφιάλτης του Sportime και άλλων δημοσιογράφων και κάποιοι ζουν για τη στιγμή που θα τον ρωτήσει ο άτυχος Μενεγάκης για τη φιλοσοφία του απέναντι σε έναν αντίπαλο και ο κόουτς θα πει: «ο διαλεκτικός υλισμός».
Και ότι το τέχνασμα του Μονταλμπάν να ασκεί καυστική κριτική δια της μυθιστορηματικής έστω καύσης βιβλίων, είναι πολύ χοντροκομμένο και απαράδεκτο για το δικό μου αναγνωστικό κριτήριο. Έχει γράψει όμως ένα αξιόλογο αθλητικό βιβλίο με κοινωνικές-πολιτικές προεκτάσεις από τις οποίες μου έχει μείνει η φράση ότι η Μπάρτσα είναι ο άοπλος συμβολικός στρατός της Καταλονίας -αρκεί να ξέρεις ποιον θες να νικήσεις. Ενώ σε ένα άλλο βιβλίο θρηνεί τη χαμένη ταυτότητα της πόλης και τον εκσυγχρονισμό που την αλλοιώνει -και ας θεωρείται η Βαρκελώνη υπόδειγμα μεταμόρφωσης, που αξιοποίησε τα ολυμπιακά έργα. Φαντάσου δηλαδή τον Μάρκαρη, που κάποτε μετέφραζε Μπρεχτ, να μην γκρινιάζει για τους διαδηλωτές του Δεκέμβρη, αλλά για την καταστροφή που φέρνει η ανάπτυξη. Ούτε σε έργο του Ιονέσκο...

Εν τω μεταξύ, το φετινό καλεντάρι περιλαμβάνει τους Ολυμπιακούς στο Παρίσι -αν δεν έχει άλλη άποψη ο κορωνοϊός ή κάποιος άλλος αστάθμητος παράγοντας, πχ το «ξανθό γένος», που έχασε όμως πέρσι τον «ξανθό» και τα μπινελίκια του (μπλιατ) και παραμένει αποκλεισμένο ως έθνος από τη ΔΟΕ, ίσως γιατί οι «αθάνατοι» το μπερδεύουν με τη Σοβιετία -και άντε να μην το μπερδεύουν μετά και άλλοι που δηλώνουν δικοί μας.

Μια αναδρομή στο παρελθόν των σύγχρονων -και όχι μόνο- Ολυμπιακών Αγώνων είναι σαν μικρός ιστορικός περίπατος σε άγνωστες σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας, μελανές και χρυσές. Και η πλέον χρυσή είναι βασικά κατάμαυρη, σαν τους Μαύρους Πάνθηρες και την υψωμένη γροθιά των Σμιθ και Κάρλος ενάντια στον ρατσισμό που βίωναν στη χώρα τους -την χώρα της ελευθερίας, για να μην ξεχνιόμαστε με τα δεσμά μας.
Περίπατος σε σημαντικές σελίδες και κεφάλαια της ιστορίας, όπως η άνοδος του φασισμού, οι ναζιστικές αποχρώσεις στην αναβίωση του εθίμου της ολυμπιακής φλόγας (και η προσπάθεια των ημι-παράνομων κομμουνιστών να την σαμποτάρουν), ο ρατσισμός, οι διαχρονικές διακρίσεις κατά των γυναικών, η άνοδος του σοσιαλιστικού μπλοκ, ο αγώνας της Παλαιστίνης για ελεθυερία, και ένα σύντομο μάθημα για το πώς το χρήμα κυβερνά τον κόσμο, σκοτώνοντας κάθε ρομαντική ιδέα, αλλά χρησιμοποιώντας τα κουφάρια τους ως καμουφλάζ, όπως το Ηρακλής τη λεοντή.
Είναι όμως και μια θαυμάσια αφορμή -θαυμάσια, που θα έλεγε και ο Μανόλο Μαυρομάτης στην ΕΡΤ του βαθέος ΠΑΣΟΚ κι ας ήταν ευρωβουλευτής με τη ΝΔ- να εντρυφήσει κανείς σε σημαντικά επεισόδια του «ψυχρού πολέμου», αλλά και σε πιο σοβαρούς προβληματισμούς.

Ήταν λάθος - παρέκκλιση η εγκατάλειψη των Σπαρτακιάδων, εργατικών Ολυμπιάδων κτλ, που έσβησαν ως θεσμός στη Βαρκελώνη του Μονταλμπάν (που έχασε το χρίσμα της διεξαγωγής από το Βερολίνο του Χίτλερ) λίγες μέρες πριν από το πραξικόπημα του Φράνκο;
Ήταν η συμμετοχή των Σοβιετικών στους Ολυμπιακούς Αγώνες κατά τα μεταπολεμικά χρόνια στροφή ενσωμάτωσης και μια αποτύπωση της ειρηνικής συνύπαρξης στο «αθλητικό εποικοδόμημα»; Ή μήπως ήταν μια μορφή ταξικής πάλης με άλλα μέσα, για να φανεί η σοσιαλιστική υπεροχή σε αξίες-ιδανικά και στον πίνακα των μεταλλίων;
Το 1988 στη Σεούλ, όπου απείχε η τίμια Κούβα και η ΛΔ Κορέας, γιατί δεν την άφησαν να γίνει συνδιοργανώτρια σε κάποια αθλήματα, τεκμήριο αυτής της ανωτερότητας δεν ήταν μόνο η άνετη πρωτιά των Σοβιετικών, η υπεροχή της ΕΣΣΔ έναντι των ΗΠΑ και της σωστής πλευράς της Γερμανίας (και της ιστορίας, που οσονούπω τελείωνε) έναντι της ΟΔΓ. Ήταν και η δεύτερη θέση της ΓΛΔ που είχε περισσότερα μετάλλια από τους Αμερικάνους!

Αλλά ό,τι λάμπει (Νικολάου) δεν είναι χρυσός και ο χρυσός δε φέρνει πάντα την ευτυχία, όπως θα μας βεβαίωνε ο Μίδας, ή την κοινωνία του μέλλοντος.

Και από πότε πάνε μαζί ιδανικά και μετάλλια-νίκες; θα ρωτήσει κανείς.
Από τότε που οι γοργόνες βγαίνουν στη στεριά και ρωτάνε με αγωνία ναυτικούς και ταξικά ναυάγια αν ζει το κόκκινο φάντασμα που πλανάται πάνω από τη γηραιά ήπειρο και τον γέρικο σάπιο κόσμο της εκμετάλλευσης. Και τουλάχιστον από όταν οι ηττημένοι εισπράττουν απ’ την εξέδρα τους βροχή δεκάρικα, μετά το Ανεμολόγιο της Αλλαγής, βλέποντας τους νικητές να μη γράφουν απλά την ιστορία, αλλά να διακηρύσσουν πανηγυρικά το τέλος της.

Το είχε πει προφητικά και ο Άρης άλλωστε (Β όπως Βελουχιώτης) και το μεταφέρω από μνήμης: αν νικήσουμε κανείς δε θα θυμάται τίποτα από τις δικές μας σκληρότητες, αλλά αν χάσουμε κανείς δε θα μας το συγχωρήσει.

Σε ένα αγνό, παρθένο αναρχίζον φαντασιακό, που μικρή σχέση έχει με τον πραγματικό κόσμο, ήρωες είναι μόνο οι χαμένοι, που έπεσαν ηρωικά σε άνιση μάχη, απέναντι σε θεούς και δαίμονες. Όσοι νικάνε, γίνονται εξουσία και διαφθείρονται, οπότε χάνουν την αθανασία και μια θέση στο εικονοστάσι των πραγματικών ηρώων.

(Ανοίγει -αριστερή- παρένθεση. Μια άλλη αναρχίζουσα οπτική λέει πως η ρίζα του κακού δεν είναι μόνο ο επαγγελματικός αθλητισμός και ο πρωταθλητισμός που νοθεύουν τη χαρά της άθλησης με το δηλητήριο της σκοπιμότητας και της νίκης με κάθε τρόπο, αλλά ο ίδιος ο αθλητισμός, που βάζει καλούπια στην ελεύθερη κίνηση και τον αυθορμητισμό του παιδιού, στην άναρχη χαρά (που ή θα είναι άναρχη ή δε θα είναι χαρά) του παιχνιδιού και γίνεται ένα φτηνό υποκατάστατο με κανόνες και περιορισμούς, νόμους και άρχοντες -διαιτητές.

Εμένα πάλι όλα αυτά μου μυρίζουν Μπερνστάιν και το σύνθημα «ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτα, η κίνηση είναι το παν». Θεωρώ εξαιρετικά πληκτική και ανούσια μια άσκοπη κίνηση χωρίς στόχους και κανόνες. Και πιστεύω -στην υπερβολή του- πως όλα τα παραπάνω είναι μια πρωτότυπη-εναλλακτική διαδρομή για να βρει κανείς τις διαφορές μεταξύ κομμουνισμού κι αναρχίας. Αναρωτιέμαι, ωστόσο, τι μορφή θα λάβουν στην κοινωνία του μέλλοντος ο αθλητικός ανταγωνισμός και διάφορες διοργανώσεις. Και προβληματίζομαι αν οι αθλητικοί αγώνες στον σοσιαλισμό θα έχουν τον ίδιο πρωτεύοντα ρόλο για τους διαιτητές ή αν αυτός θα τείνει να απονεκρώνεται, σαν το κράτος, και οι παίκτες θα αναλάβουν σταδιακά να διευθύνουν και να λύνουν τις διαφωνίες που προκύπτουν στον αγώνα.

Κλείνει η σοσιαλιστική παρένθεση).

Κάποτε ο Καμί έγραψε πως όλα όσα ξέρει από ηθική, του τα έμαθε το ποδόσφαιρο. Μια πιο σφαιρική τοποθέτηση μπορεί να έλεγε πως το ποδόσφαιρο -και ο αθλητισμός εν γένει- είναι καθρέφτης της κοινωνίας και μπορεί να μας δείξει όσα ξέρουμε για την ηθική -και συνεπώς για την ανηθικότητα- αυτής της κοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση, ο αθλητισμός είναι όντως μια πολύ καλή εισαγωγή για αρχάριους στη διαλεκτική σκοπού και μέσου.

Ο σκοπός δεν αγιάζει μακιαβελικά τα μέσα, δε νομιμοποιεί την αδικία και τα ύπουλα μέσα. Κανείς δεν πρέπει να χαίρεται μια νίκη που έρχεται με σικέ αγώνες, πουλημένους διαιτητές και κακό θέαμα. Αυτοσκοπός δεν είναι η νίκη αλλά η χαρά του παιχνιδιού -που σαφώς περιλαμβάνει και τη χαρά της νίκης, την ανταμοιβή των κόπων μας, αλλά όχι με οποιοδήποτε μέσο.
Hasta la victoria siempre...

Ο στόχος της νίκης δεν καθορίζει ευθέως τα μέσα -και αντιστρόφως. Αλλιώς μέσο και σκοπός θα ταυτίζονταν, δε θα υπήρχε διάκριση μεταξύ τους. Ο δρόμος προς τη νίκη δεν είναι πάντα στρωμένος με ροδοπέταλα και ευ αγωνίζεσθαι. Και κάποιος-οι πρέπει να βγάζουν τη βρώμικη δουλειά, όσο υπάρχει -αντικειμενικά- τέτοιος καταμερισμός εργασίας, στο γήπεδο και στη ζωή. Δε σημαίνει πχ πως δε θα υπάρχουν τερματοφύλακες και χειρώνακτες, επειδή όλοι θέλουν να παίζουν μπροστά, φουλ επίθεση.

Αν θες να παίξεις με αξιώσεις, χρειάζεται καλή προπόνηση, πειθαρχία, οργάνωση, ενίοτε και τακτική (υποχώρηση, αιφνίδιες αντεπιθέσεις, ακόμα και κατενάτσιο). Αν ψάχνει κανείς ένα πολιτικό αντίστοιχο του «κατενάτσιο», δύσκολα θα δει καλύτερο παράδειγμα από το Τείχος του Βερολίνου, που παρά τη σχετική αστική υστερία, είχε αμυντικούς σκοπούς, στη βάση ενός αρνητικού συσχετισμού δύναμης και μιας πίεσης που δεν ήταν εφικτό να αποκρουστεί διαφορετικά.

Το βασικό ερώτημα, όμως, είναι άλλο.
Μπορούμε να νικήσουμε σε οποιονδήποτε στίβο (πολιτικό ή αθλητικό) τον ταξικό εχθρό με το σφυροδρέπανο στο χέρι; Μπορούμε να πετύχουμε άμεσα μεγαλύτερη παραγωγικότητα -απελευθερώνοντας παραγωγικές δυνάμεις από τα δεσμά της ιδιωτικής ιδιοκτησίας- από τους εντατικούς, εξοντωτικούς ρυθμούς ανάπτυξης των μονοπωλίων που ξεζουμίζουν εκατομμύρια εργαζόμενους σε όλη τη γη; Μπορείς να νικήσεις με απλή προπόνηση επαγγελματίες υπεραθλητές, που χρησιμοποιούν κάθε μέσο για να πετύχουν τη διάκριση; Ή μήπως πρέπει να σταματήσουμε να προσπαθούμε να ξεπεράσουμε τον εθχρό, να τον νικήσουμε στο δικό του γήπεδο με τα δικά του όπλα, και να πορευτούμε σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση;

Η πραγματική ζωή είναι κριτήριο για κάθε θεωρία, αλλά δε δίνει πάντα καθαρές απαντήσεις. Στο πεδίο της πράξης του εικοστού αιώνα, ο σοσιαλισμός που γνωρίσαμε κινήθηκε παράλληλα σε διάφορα επίπεδα. Επέλεξε για μια σειρά λόγους, ουσίας και συμβολισμού, να πάρει μέρος στην κούρσα του πρωταθλητισμού. Είναι δεδομένο ότι έδειξε μέρος της δύναμής του αλλά δεν απέφυγε τις αρνητικές πτυχές του πρωταθλητισμού, όπως η πίεση σε κάποιους αθλητές και τα αναβολικά. Αλλά όποιος πιστεύει ότι αυτό ήταν ένα παιχνίδι που έπαιξε μόνο η ΓΛΔ πχ -νιώθοντας την ανάγκη να αποκρούσει και σε αυτό το επίπεδο την πίεση που δεχόταν και να δείξει την υπεροχή της- μάλλον καταπίνει πρόθυμα και αμάσητη την αστική προπαγάνδα. Ενώ παράλληλα αγνοεί ότι η βάση για τις επιτυχίες και τα μετάλλια των σοσιαλιστικών χωρών δεν ήταν πως έπιασαν το «τρένο της ΕΤΕ» στα αναβολικά (επιλέγοντας να εστιάσουν σε συγκεκριμένους τομείς), αλλά οι αξεπέραστες αθλητικές υποδομές τους, για να ανακαλύπτουν και να αξιοποιούν κάθε ανθρώπινο ταλέντο και κλίση, αναπτύσσοντας ουσιαστικά τον μαζικό λαϊκό αθλητισμό. Κι αυτό είναι ένα σπουδαίο, ανεξίτηλο επίτευγμα, που δεν μπορεί να το μειώσουν πχ οι εξυπνάδες του Πανούτσου, ότι εκεί όλοι αθλούνταν γιατί δεν είχαν δυνατότητες κοινωνικής ανέλιξης, συνεπώς βαριόντουσαν και δεν ήξεραν πώς/πού να διοχετεύσουν την ενέργειά τους.

Τα ίδια ισχύουν σε γενικές γραμμές για την περίπτωση της Κούβας που εξακολουθεί να παράγει τους δικούς της πρωταθλητές και επιπλέον εξάγει κάποιους, που ονειρεύονται το χρήμα και το αναζητούν στο εξωτερικό, αυτομολώντας στο αντίπαλο στρατόπεδο. Αλλά το βασικό είναι έβγαζε και βγάζει αθλητές που ήξεραν την αξία των ηθικών κινήτρων, όπως ο μυθικός Στίβενσον, που τον πολιορκούσε ο πειρασμός της επαγγελματικής πυγμαχίας και των χρημάτων, αλλά δε θα αντάλλασσε με τίποτα την αγάπη του λαού του, ούτε για τα κέρδη όλου του κόσμου.

Κι αυτό πια, για να παραφράσουμε τον Κάστρο, δεν είναι να έχεις απλώς το κεφάλι σου στο στόμα του λύκου και να του λες να πάει να γαμηθεί. Αλλά να περιφρονείς και τα χρυσά του δόντια, που αυτός νομίζει ότι είναι ικανά να αλέσουν όλες τις συνειδήσεις. Όμως δεν είναι/είμαστε όλοι για τα δόντια τους...

Όσο για τη Σοβιετική Ένωση, παρά τη στροφή που την έβγαλε στο περιθώριο της ιστορίας, έδωσε διάφορα δείγματα όχι μόνο της δικής της υπεροχής, αλλά για την υπεροχή των αρχών της έναντι της όποιας νίκης - διάκρισης. Όσο και αν ψάξει κανείς, δε νομίζω να μπορεί να βρει αντίστοιχα παραδείγματα στον «δυτικό κόσμο» με την απόφαση των Σοβιετικών να μην παίξουν το ’73 στη Χιλή του Πινοτσέτ (χάνοντας το εισιτήριο για την τελική φάση του Μουντιάλ της ΟΔΓ). Ή την απόφαση της σοβιετικής ομάδας μπάσκετ να μηδενιστεί στην ίδια χώρα, στο Μουντομπάσκετ του ’59 και να χάσει ένα σίγουρο χρυσό μετάλλιο, όταν διάλεξε να μην παίξει εναντίον της Ταϊβάν-Φορμόζα (και μάλιστα σε μια εποχή που μάλλον διαφαινόταν το σινο-σοβιετικό σχίσμα). Τελικά τερμάτισε στην έκτη θέση, αλλά στην ΕΣΣΔ κυκλοφόρησε μια σειρά γραμματόσημα με το σύνθημα «ηθικοί νικητές του 3ου Μουντομπάσκετ».

Γιατί είναι πάντα καλύτερο να βρίσκεσαι στη σωστή πλευρά της ιστορίας, παρά στην υψηλότερη θέση του βάθρου.
Hasta la revolucion siempre...

Τι να μας πει και ο Μπάνε (που δυστυχώς την είδε λάιφ-κόουτς) με τη δική του «Δύναμη της ήττας». Αλλά αυτά στο δεύτερο μέρος, αν και εφόσον...


Και αν όλα αυτά χρειάζονται οπωσδήποτε κάποιο άλλοθι σύνδεσης με την επικαιρότητα, θα πάρω τη σημερινή παγκόσμια ημέρα του ραδιοφώνου, τη βοήθεια του κοινού και την αυθόρμητη εξομολόγηση του παλιού συμπαρουσιαστή του «Σπορ και Σκορ στον 904».
Ράδιο-ράδιο αγάπη μου...

Μετά από αυτήν την εκτενή εισαγωγή, πάμε στην ανάπαυλα, με την ελπίδα να υπάρξει χρόνος για δεύτερο ημίχρονο, με συγκεκριμένες προτάσεις - κριτικές και συνειρμούς από κάποια αθλητικά βιβλία που έπεσαν στα χέρια της κε του μπλοκ τις τελευταίες βδομάδες.

2 σχόλια:

ξωμαχος είπε...

συντροφε σφυροδρεπανε τελικα δεν ειναι τοσο "δυσκολο" να πυκνωσεις τις αναρτησεις στο λατρεμενο "Σφυροδρεπανο". να σαι γερος και "ορεξατος" για πυκνοτερη επικοινωνια

Μπρεζνιεφικό απολίθωμα είπε...

Σε ευχαριστώ πολύ, ξωμάχε.
Αυτό που είναι δύσκολο και πρακτικά αδύνατο είναι οι καθημερινές αναρτήσεις.
Μπορεί να πυκνώσουν ή να αραιώσουν πολύ αργότερα. Δε σκοπεύω να σταματήσουν αλλά σίγουρα δεν μπορούν να είναι καθημερινές.