Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα καλοκαίρι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα καλοκαίρι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2025

Κι αν φτωχική την βρήκες, δε σε γέλασε

Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη
Είσαι τόσο ηλίθιος, που θα βρεθείς στη Θράκη
(Αρκάς)


Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, θα ’ναι μακρύς ο δρόμος, γεμάτος Κίκονες (από τη Θράκη), Κίρκες, τετράποδα γουρούνια (σαν αυτά που κολυμπούν δίπλα σου στην Άτοκο), τετράτροχες γουρούνες-σκοτώστρες, Λαιστρυγόνες, διόδια και πανάκριβα ακτοπλοϊκά. Το πλοίο θα πηγαίνει αργά, περιμένοντας να θυσιάσεις στο κυλικείο το εισόδημά σου, προτού καν φτάσεις στο νησί, κερατάς και σφαγμένος, σαν το ελάφι της Άρτεμης. Αλλά τα μεταφορικά είναι κάπως φτηνότερα -όλα θέμα σύγκρισης είναι- κι ίσως περισσέψει ένα νεφρό για τις διακοπές του χρόνου. Που δεν ξαναφυτρώνει σαν το συκώτι του Προμηθέα, γιατί εδώ παίζει άλλος πρωταγωνιστής, που έκανε είκοσι χρόνια να βρει τον δρόμο για το Νόστο -πού και να μην ήταν πολυμήχανος-, λες και έπαιζε στη Λάμψη, ένας (Χρήστος) πολίτης του -τότε γνωστού- κόσμου.

Ίσως όμως τον ξεγέλασε το GPS του, που ζει τον μύθο του στο νησί της Ιθάκης, και σε κατευθύνει παρ-άλογα να κόψεις δρόμο από κάτι σκαλοπατάκια, λες και καβαλάς τετράποδα οχήματα. Απελπισία, σκέψεις να πετάς πετραδάκια πίσω για την επιστροφή -σε ένα νησί γεμάτο βότσαλα, με ελάχιστες αμμουδιές και διαβρωμένες συνειδήσεις- αλλά στο τέλος κάθαρσις, '89, και φτάνεις ανακουφισμένος εκεί που θες. Και πουθενά αλλού δεν αποκτά τέτοιο απόλυτο νόημα η φράση από την ψηφιακή φωνή: Ιθάκη - Φτάσατε στον προορισμό σας.

Μετά από λίγες μόλις μέρες, αντιλαμβάνεσαι πλήρως γιατί ο Οδυσσέας επέμεινε τόσα χρόνια για να γυρίσει σε ένα μυθικό μέρος -σαν Παραμ-Ιθάκη. Και γιατί άργησε τόσο να βρει τον δρόμο προς ένα ανεμοδαρμένο νησί, όπου οι Φρίκες (μυθικά τέρατα μεταμφιεσμένα σε ανεμοριπές) μπορεί να σε πάρουν, να σε σηκώσουν και να σε στείλουν για τον γύρο της Μεσογείου στα πέρατα του (τότε γνωστού και επίπεδου) κόσμου. Εξ ου κι όσοι σου νοικιάζουν πλεούμενα για τις παραλίες που είναι προσβάσιμες μόνο δια θαλάσσης -ικανοί να σε γδύσουν για ένα καρυδότσουφλο ή να σου πουλήσουν ακόμα και τη σχεδία που θα σε βουλιάξει-, σου δίνουν αυστηρές οδηγίες για να μη βρεθείς στο Φισκάρδο, στα ανοιχτά της Αδριατικής ή κάπου στο Γιβραλτάρ, με τους υπόλοιπους συντρόφους του Οδυσσέα, που φυλλορρόησαν σε διασπάσεις.

Το ομηρικό Θιάκι είναι το νησί των αντιθέσεων, που σοβούν κραυγαλέα και διαλεκτικά. Κατάφυτο και καταπράσινο -με παρενέργεια τις πολλές σφήκες-, με γαλαζοπράσινα νερά, τυπικά για Ιόνιο, που δε θολώνουν ποτέ, και κατακόκκινη ψυχή - επικράτεια, με το ΚΚΕ να φτάνει είκοσι ψήφους μακριά από την πρωτιά στις περσινές ευρωεκλογές. Μια «Ικαρία» του Ιονίου, που σχεδόν προσφέρεται για κινηματικό τουρισμό και είναι ζήτημα πώς δεν την έχουν οικειοποιηθεί μαζικά ορδές Φασαίων και Γκρούβαλων.

Παίρνεις μια πρόγευση ήδη από το λιμάνι της Σάμης, απέναντι, όπου η ομορφιά κρύβεται στις λεπτομέρειες. Παίρνεις μια πρώτη γεύση, με το πανό της ΚΟΒ Ιθάκης για την Παλαιστίνη, στο λιμάνι του Πίσω Αετού, άτυπη επιτροπή υποδοχής για τους επισκέπτες. Και συνεχίζεις δυναμικά, με μνημεία για τον ΕΛΑΣ και μια ναυμαχία του ΕΛΑΝ, με τα γραφεία του ΚΚΕ, με άλλα πανό, μικρές πλακέτες (πχ για τον Καρβούνη και την παγκόσμια ειρήνη), αφίσες για την Παλαιστίνη, κινηματογραφικές προβολές (για την Παλαιστίνη) ή το κομματικό ντοκιμαντέρ για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. 

Το ΚΚΕ είναι παντού, σαν τις πέτρες του νησιού -μπόλικη πέτρα, μπόλικη καρδιά- και όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα βρεις κάτω ίχνη του, χωρίς ίχνος διάβρωσης. Στο τέλος, σε παρασέρνει το κλίμα και το κύμα, κι αρχίζεις να τραγουδάς τον Ελανίτικο ύμνο, σαν θαλασσομάχος της λευτεριάς, ενώ χτενίζεις με το βλέμμα το σκάφος σου, να βρεις μέρος να αφήσεις το κολονάτο ποτήρι με το Άπερολ.

Απ’ την Αντίκερα προβάλλει ο Ζαχαριάς...




Το Κόμμα είναι βασικά ο μόνος ζωντανός (πολιτικός) οργανισμός του νησιού -όλοι οι άλλοι κρύβονται πίσω από τη μάσκα του ανεξάρτητου κέρδους. Κι όποιος αναζητά μια δημόσια πολιτική διαφοροποίηση, θα την βρει απρόσμενα στις Φρίκες, κοντά στο Ελανίτικο μνημείο, όπου αχνοφαίνεται ένα σύνθημα από τον καιρό της χούντας: Ζήτω η Επανάστασις. Δεν έχει μείνει ως άλλοθι πολυφωνίας ή για το «επαναστατικό» του περιεχόμενο, αλλά κατά λάθος, επειδή το ξέθαψε το κύμα, ο Λεβάντες και η κακοκαιρία του Ιανού, πριν λίγα χρόνια...




Μια άλλη βασική αντίθεση είναι ανάμεσα στην «πλέμπα» που δουλεύει σεζόν -ντόπια παιδιά, φοιτητές από την Πάτρα κτλ- και τους δεκάδες -ίσως και εκατοντάδες- σκαφάτους που πολιορκούν το νησί και τις παραλίες του. Είναι τόσο πολλοί που στο Βαθύ (την πρωτεύουσα) μπορείς να βρεις σπίτια που νοικιάζουν ντουζιέρες στους σκαφάτους! Και όπως βλέπεις το πανέμορφο -πλην τουριστικό- Κιόνι, με τόσα σκάφη στη σειρά, σκέφτεσαι πως αν δεν υπήρχε το ΕΑΜ θα είχαμε γίνει Μονακό -χωρίς Ανρί και Μάικ Τζέιμς. 


Αλλά αν κάνεις μια αφαίρεση (διαλεκτική ή με φότοσοπ) από τα σκάφη και τις άθλιες φωτεινές επιγραφές, σου μένει μια ειδυλλιακή εικόνα, από άλλες εποχές -πχ το 1917, τυχαία χρονολογία.


Στον πυρήνα της αντίθεσης, βρίσκουμε ένα νησί που ζει τον μύθο της τουριστικής ανάπτυξης, ψάχνοντας τον μήνα -ή έστω δίμηνο- που τρέφει τους 11 (10), με τιμές ακριβής Αθήνας, ενώ παλεύει να κρατήσει τον αυθεντικό χαρακτήρα του και να μην πουλήσει την ψυχή του στον διάβολο του εύκολου κέρδους, που λειτουργεί σαν Δούρειος Ίππος για τις λαϊκές συνειδήσεις. 

Φοβού τον τουρισμό και ανάπτυξη φέροντα. 

Και αν τα σκάφη και οι σχεδίες είναι το μόνο σχέδιο για να μην ερημώσει το νησί, δεν είναι παράξενο να θες κεντρικό σχεδιασμό για τον τόπο σου, αντί για ερζάτς Μονακό. Ίσως μοιάζει μάχη οπισθοφυλακών, ώρες-ώρες, αλλά στην Ιθάκη δίνεται από (πολύ) καλύτερες θέσεις, συγκριτικά με άλλα νησιά. Και μακάρι να μη φτάσει ποτέ η άσφαλτος στον εξωτικό Μαρμάγκα, για να μην τον φάει η μαρμάγκα του μαζικού τουρισμού -και τότε μόνο το μεθάνιο από τα γειτονικά λασπόλουτρα θα κρατάει μακριά τις ορδές των βαρβάρων με το συνάλλαγμα.

Το αποτέλεσμα είναι μια σειρά γοητευτικές, αντιφατικές εικόνες. Πχ η δεύτερη παραλία στο δημοφιλές Σαρακήνικο, όπου η «Κτηματική Κεφαλλονιάς» έβαλε απαγορευτική κορδέλα για καταπάτηση αιγιαλού, αλλά έχουν μείνει οι ξαπλώστρες και οι ομπρέλες και ο κόσμος μπορεί να καθίσει εντελώς δωρεάν! Ή κάποιοι σουρεάλ ελληνο-τουριστικοί διάλογοι, όπως της κυρα-Παναγιώτας με τις πίτες στο Κιόνι, που μιλάει μόνο ελληνικά, οι (δυο) ξένοι της απαντάν στα αγγλικά, αλλά βγαίνει παραδόξως άψογη συνεννόηση, χωρίς υπότιτλους. Ό,τι πιο κοντινό μπορεί να δει κανείς σε σκηνή της γκασπαζά Ντένης Μαρκορά με τη Μαρούσκα...

Γλώσσα μου έδωσαν τουριστική, σε συσκευασία κολιέ
Αλλά όπως και να είναι τα άστρα 
Εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω 

Τα μυθολογικά στοιχεία βρίσκονται ούτως ή άλλως παντού στο νησί. Στο άγαλμα του πολυμήχανου -χωρίς τον Άργο-, σε μπλούζες, σουβενίρ και μαγνητάκια, στα εμπνευσμένα ονόματα αναρίθμητων συλλόγων και μαγαζιών (από Οδυσσέας και Οδύσσεια, μέχρι την ταβέρνα «Κανένας», που θα μπορούσε να πληρώσει και τον λογαριασμό), ακόμα και στις οδούς -του Οδυσσέα, της Πηνελόπης, του Τηλέμαχου, του Λαέρτου -sic-, ακόμα και του Εύμαιου-, με ζήλο που μόνο με το ομηρικό Ίλιον θα μπορούσε να συγκριθεί -αλλά αυτό έχει μεγάλη έκταση, χωρώντας τα πάντα, από Βυζαντινούς αυτοκράτορες, μέχρι ήρωες της Αντίστασης.


Αχ βρε Κυκλωπάκι μου
Εσύ είσαι η Ιθάκη μου
Ξώκειλα στην αγκαλιά σου σώος και ένας
Και έγινα μες στα φιλιά σου ο Κανένας

Η προσπάθεια να παρουσιαστούν «ιστορικά τεκμήρια» για τις μυθολογικές αναφορές -όπως το παλάτι του Οδυσσέα ή το χαμένο βυθισμένο άστυ στην παραλία της Πόλης, είναι ασφαλώς αβάσιμη και φαιδρή. Εκτός και αν πέσεις σε μια σοβαρή επιστημονική επιτροπή συνταξιούχων λουόμενων, που δε βλέπουν τίποτα κωλυόμενο και το έμπειρο μάτι τους ξεχωρίζει τα πάντα, από το αρχαίο λιμάνι μέχρι λυόμενες εγκαταστάσεις και τον αργαλειό της Πηνελόπης, δίπλα από το βέλος και τους 12 πελέκεις, με τα προφυλακτικά των μνηστήρων.

Όλους τους ξέμπαρκους τους τρώει το σαράκι
Κι όσοι ταξίδεψαν, γυρεύουν την Ιθάκη

Μα για στάσου, κε του μπλοκ, αφού εσύ δεν ακούς τέτοια
Ναι, βάση, έχεις δίκιο.

Κάνε λοιπόν τον κύκλο σου Οδυσσέα
Κι όσο λείπεις θα είμαι εδώ, να υφαίνω ατέλειωτο πανί
Ώσπου να βρεις τον δρόμο σου μοιραία
Στης Ιθάκης το νησί να ξαναβγείς

Στο τέλος των διακοπών -που κοντεύουν να γίνουν μυθολογικό στοιχείο για τους περισσότερους Έλληνες-, το ερώτημα τίθεται ρητορικά. Κι αν φτωχική τη βρήκες, η Ιθάκη δε σε γέλασε -εκτός κι αν δεν αντέχεις τα βότσαλα και τις κροκάλες. Τίποτα δεν είναι φτωχικό εξάλλου, στις διακοπές μας, όσο σύντομα και αν είναι. Κι αν βρεθείς στην αγκαλιά της, σώος και ένας, εύχεσαι να είναι μακρά η παραμονή και μακριά η μέρα του γυρισμού στην καθημερινή σου Οδύσσεια, γιατί δεν είναι κάθε μέρα του Οδυσσέα -και βασικά κανείς δεν ξέρει πότε γιορτάζουν οι Οδυσσείς αυτού του («επίπεδου» και άχρωμου) σύγχρονου κόσμου.

Γιατί είναι ένα νησί που τα έχει όλα και συμφέρει -σε αποστάσεις, σε τιμές όχι τόσο. Ακόμα και ορεινά χωριά, αγριογούρουνα και μικρά μενίρ -κοντά στην Ανωγή-, σφε Οβελίξ. Δεν ξέρω αν είναι το καλύτερο που έχεις πάει. Κάθε νησί, άλλωστε, έχει τη δική του ομορφιά. Το ζήτημα είναι να βρεις τι σου πάει καλύτερα, καλή παρέα για να πας, και βασικά λεφτά για να πας και να μείνεις όσο γίνεται περισσότερο...

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2024

Μήλο μου κόκκινη...

Σαν βγεις στον πηγαιμό για τη Μήλο, νιώθεις ένα νεφρό ελαφρύτερος για τα ακτοπλοϊκά, είτε πάρεις το γρήγορο του Ηλιόπουλου που δείχνει μόνο «Ε» και όχι Ολυμπιακούς Αγώνες -ίσως γιατί έχουν ολυμπιακούς κύκλους και πινακίδες- είτε είναι μακρύς ο δρόμος, με το άλλο που κάνει στάση στις μισές Κυκλάδες.
Κι όπως αγναντεύεις το πέλαγος, σου παίρνει τα μαλλιά ο αέρας -πριν σου πέσουν τελείως- και τα μυαλά ο Μήλος της αντίδρασης και της πλουτοκρατίας, ένα σωρό χαζά λογοπαίγνια, χωρίς λόγο και χιούμορ, το ένα πίσω από το άλλο, σαν τις ασίστ του Μήλος Τεόντοσιτς.
Κι όταν πια φτάσεις στα Πολλόνια, ψάχνεις να βρεις τον παρουσιαστή που θα σου πει «χαμογέλα, είσαι στο ΗΓΔΕΚΚ» (Η γεωγραφία δεν είναι καθόλου κουλ) και τη λωρίδα του Γκντανσκ στον ορίζοντα. Και ο Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος θα ξεκινήσει για καθαρά υλικούς λόγους και ένα ανέμελο άρθρο που θα εξηγεί ότι η λαδένια και η καρπουζόπιτα είναι ανώτερες από την μπουγάτσα -λες και ξέρουν να τρώνε ή τι είναι οι μπουγάτσες. Αλλά σαν την μπουγάτσα -την κανονική, την ορθόδοξη, όχι σαν τις μίζερες τις δικές τους- δεν έχει.

Φεύγοντας από τη Μήλο, το αλάτι κάνει μπούκλες τα μαλλιά, το μυαλό μένει πίσω δεσμώτης των αναμνήσεων κι έχει μια σειρά καλούς λόγους για αυτό, με τους οποίους δύσκολα διαφωνεί κανείς, ακόμα κι αν είναι πνεύμα αντιλογίας από την Αντίμηλο. Μη μου (αντι)μηλάς για καλοκαίρια...


Το βασικό ατού - προϊόν της Μήλου είναι οι παραλίες. Είναι δεκάδες και δεν είναι σχεδόν καμία μέτρια. Ή πρέπει να προσπαθήσεις για να βρεις μια μέτρια -να πας στην τύχη και αυτή να σε έχει μουντζώσει, να πας συστημένος και να μη σε συμπαθεί αυτός που σε έστειλε. Ή να μην προσπαθήσεις καθόλου -να πας δίπλα στο λιμάνι γιατί βαριέσαι ή να βαρύνεις μετά το φαΐ στον Εμπουριό, όπου τρως πάνω στο κύμα, συνήθως κυριολεκτικά, παρά τον μουσαμά του μαγαζιού και να το μετρήσεις για μέτριο μπάνιο.

Λίγα νησιά έχουν τόσο δαντελωτή ακτογραμμή και βάλλονται πανταχόθεν από «θάλασσες μας ζώνουν, κύματα μας κλειουν», σε βαθμό που να μη βοηθούν πολύ στον αυτόματο προσανατολισμό, γιατί είναι παντού και προς όλες τις πιθανές κατευθύνσεις. Η Μήλος έχει τόσες παραλίες που θα μπορούσε να τις εξάγει σε άλλα νησιά ή σε άλλες χώρες -πχ της Σύρου. Προς το παρόν εισάγει μαζικά τουρίστες -κυρίως Ιταλούς, Ισπανούς και Γάλλους- χωρίς συστάσεις στους ντόπιους να αποφεύγουν τις μετακινήσεις και την άσκοπη κατανάλωση αέρα. Στο κοντινό μέλλον βέβαια οι ντόπιοι τουρίστες θα είναι είδος προς εξαφάνιση, κλεισμένοι σε πόλεις-κλουβιά, για να μην ενοχλούν την ανάπτυξη. Και το ερώτημα «σε ποιον ακριβώς απευθύνονται» για τις τιμές (δωματίων, ακτοπλοϊκών κτλ) θα γίνει ρητορικό. Τα έχουμε για τους ξένους, σαν τα σοκολατάκια -που λένε και στο Τουίτερ. Εκτός και αν σκάσει η φούσκα στο ενδιάμεσο και γλιτώσουμε από τόση ανάπτυξη.

Παρένθεση: είναι ακριβό νησί η Μήλος; Σίγουρα δεν είναι φτηνό -ποτέ δεν ήταν (και δεν το λέω στην σκουληκιάρικη, επίσημη γλώσσα, πχ των δημάρχων Μυκόνου και Σαντορίνης, για να φτιασιδώσουν την αλήθεια). Για την ακρίβεια -που μας βαράει αλύπητα- χρειάζεται ένα γενναίο κονδύλι (και ακόμα πιο γενναίους χρηματοδότες) για να την γυρίσεις όλη και να την χαρείς. Έχει όμως σχετικά μικρές αποστάσεις -για τη βενζίνη- και σχεδόν αθηναϊκές τιμές στην εστίαση. Αλλά πουθενά δεν είναι φτηνό να τρως κάθε μέρα έξω.

Το «φτηνά» είναι πολύ σχετική έννοια πια. Τα πάντα ακριβαίνουν ταχύτατα, κανένα νησί δεν κάνει εκπτώσεις Ιούλιο και Αύγουστο και η Μήλος πλέον μπορεί να είναι απλώς «λίγο τσιμπημένη», συγκριτικά με τον μέσο όρο στην ισοτιμία του νεφρού. Αν πχ μια διανυκτέρευση στα 60 ευρώ για δύο άτομα θεωρείται πια κελεπούρι, το πρόβλημα δεν είναι οι τιμές της Μήλου αλλά ο γενικός τιμάριθμος και η... «ελεγκτική αρχή» που λέει πως δεν μπορεί να βάλει χέρι στο αόρατο χέρι της ελεύθερης ζούγκλας της αγοράς, που βάζει χέρι στα οπίσθιά μας. Κι αν βλέπεις τους πιο πολλούς σφους (συντρόφους και συναδέλφους) γύρω σου να μην έχουν χρήματα ούτε για λίγες μέρες διακοπές, δεν είναι ότι έχεις ανέβει κοινωνική τάξη. Ούτε χρειάζεται όμως να κάνεις σαν Αντουανέτα, λέγοντας: αν δεν μπορούν να φύγουν σε νησί, ας κάνουν staycation για ξεκούραση.

Κι όταν φτάσεις με τη σχεδία σου, Οδυσσέα -για οικονομία στα ακτοπλοϊκά με τις τριήρεις- στο Κιρκονήσι -όχι την Κρήτη του Λεωνίδα- θα δεις όλους τους συντρόφους σου να μεταμορφώνονται σε γουρούνες, που είναι πηγή ηχορρύπανσης και ατυχημάτων, μία από τις 107 ανοιχτές πληγές του τουρισμού με τις φαραωνικές εγκαταστάσεις και τους σύγχρονους σκλάβους της κοινωνικής πυραμίδας -η τελευταία λέξη του σύγχρονου εργασιακού μεσαίωνα, που δουλεύει 7 στα 7, ήλιο με ήλιο, και θα θεωρούσε κατάκτηση το 6ήμερο-13ωρο του νόμου Γεωργιάδη, με την 78ωρη εργάσιμη εβδομάδα.

Λέγαμε όμως για τις παραλίες, που είναι όλες μία προς μία, εκλεκτές και για κάθε γούστο -εκλεκτικό και μη. Οργανωμένες και μη (απλές επιρροές), μαζικές με λαϊκό προσκύνημα ή σκέτα γκρουπούσκουλα με δυο-τρεις παρέες που μοιράζονται τις φυσικές καβάτζες για σκιά, με εύκολη πρόσβαση ή μόνο με καραβάκι ή με ζόρικες καταβάσεις, έτσι για την περιπέτεια, στην πρωτοπορία του τρεντισμού ή του φασεϊσμού, και σχεδόν όλες κορυφαίες, στη λίστα των υποψήφιων για την καλύτερη παραλία της Ελλάδας.

Κατά την ακραία υποκειμενική μου γνώμη, το ξακουστό Σαρακήνικο δεν είναι μία από αυτές. Είναι ένα τρομερό σεληνιακό τοπίο, κατάλληλο για τα στούντιο της NASA, από το ’69 μέχρι σήμερα, αρκεί να βρει τρόπο να διώξει τα μυριάδες ερασιτεχνικά συνεργεία των ινσταγκραματζούδων -wannabe influencer- με τον επαγγελματικό ζήλο που έχουν καταλάβει τον χώρο για γύρισμα και δε θα το διέκοπταν ούτε αν κατέβαιναν εξωγήινοι (και εξωσελήνιοι), απορροφημένες στο πάθος τους. Περνάς μπροστά από δεκάδες κάμερες που ψάχνουν τη σωστή γωνία λήψης για τα φίλτρα που θα μπουν αργότερα, εστιάζεις στα γατιά -τα μόνα συμπαθή ψώνια-μοντέλα της περιοχής που αξίζουν την προσοχή σου-, χαλάς την πιάτσα με απλές λήψεις από το κινητό και στην επιστροφή πετυχαίνεις τις πρωταγωνίστριες στο ίδιο σημείο που τις άφησες -άντε να πήγαν ένα βήμα παραπέρα. Ένα μικρό βήμα για τις influencer, δύο τεράστια βήματα πίσω για το ανθρώπινο είδος μας -που του πήρε εκατομμύρια χρόνια να μάθει να βαδίζει στα δυο του πόδια και να ποζάρει στον ευρυγώνιο φακό αλλά σπανίως στέκεται πραγματικά όρθιο. Μπορεί το Σαρακήνικο να είναι προστατευόμενη περιοχή Natura και ευτυχώς αλλά (είναι κόλπο για να κάνει γυρίσματα η NASA και) δεν έχει επαρκή προστασία από την ανθρώπινη βλακεία που είναι αήττητη και -κατά τη γνώμη της- απείρως φωτογενής.


Τα άλλα δύο σημεία του νησιού που δεν έχουν λόγο να ζηλέψουν τις δόξες του Σαρακήνικου είναι το κάστρο της Χώρας, από όπου έχεις πιάτο το μισό Αιγαίο, και τα σύρματα στο Κλίμα -και αλλού- (παλιά και πολύχρωμα ψαράδικα σπίτια) που ήταν υπέροχο μέρος μέχρι να γίνει πασίγνωστο λόγω ίνσταγκραμ. Σήμερα είναι πανάκριβες ενοικιαζόμενες κατοικίες για πελάτες που θέλουν να βιώσουν «αυθεντικές εμπειρίες» και πώς είναι να μένεις δίπλα στο κύμα («ο βίος αβίωτος» είναι η σωστή απάντηση, αν ρωτήσουμε τους ψαράδες που το έκαναν αναγκαστικά όλο τον χρόνο), ενώ στην πράξη βλέπουν τους μισούς τουρίστες του νησιού να περνάνε από μπροστά τους -μια στενή λωρίδα γης, όταν δεν την καλύπτει το κύμα- ιδίως πριν το ηλιοβασίλεμα. Μοναδική εμπειρία...


Αντιθέτως, αν πας με καραβάκι στο Κλέφτικο -που ήταν κάποτε άντρο πειρατών και δε χρειάζεται να ρωτήσεις καν το γιατί, μόλις το δεις- είναι μια στάση που νιώθεται να πεις ότι έχεις κλείσει σαν κολυμβητής και πως όλα τα άλλα σου φαίνονται συμβατικά ή μέτρια. Μέχρι να πας στη Γαλάζια της Πολύαιγου, όπου είναι μια στάση που νιώθεται να βγάλεις -πάνω στον ενθουσιασμό σου- το Κλέφτικο μια μέτρα, συμβατική εμπειρία.


Αξίζει επίσης τον κόπο -και τον χωματόδρομο- να δοκιμάσεις τα Θειωρυχεία, με τις εγκαταλειμμένες εγκαταστάσεις να σου θυμίζουν πόλη-φάντασμα, και το δυτικό κερατάκι του νησιού: Άγιο Ιωάννη, Τριάδες, Αρχονταρίκι ή τη Συκιά αν μπορείς να πάρεις - νοικιάσεις κάποιο είδος σκάφους. Εμείς δεν είχαμε και μείναμε με την όρεξη. Αλλά από ένα σημείο και έπειτα παθαίνεις Κίμωλο-κορεσμό και δε σου κάνει τίποτα αίσθηση από το επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Φυσική ομορφιά, πεντακάθαρα νερά, παραλίες με σπήλαια, ανάγλυφα έργα τέχνης στα βράχια, τα μισά από το χέρι της φύσης (το κύμα) και τα άλλα από τον άνθρωπο, σεληνιακά τοπία. Όλο τα ίδια και τα ίδια, φτάνει πια...


Στο πολύ ιδιαίτερο Τσιγκράδο, δίπλα στη Φιριπλάκα, η κατάβαση -όπως και η ανάβαση- γίνεται από μια πρόχειρη (ανεμο)σκαλα. Η μισή απόλαυση είναι το ανθρώπινο μποτιλιάρισμα (Ελλαδάρα, παντού ουρές) κι οι γνωριμίες στην αναμονή. Αλλά το κέφι απογειώνεται όταν φυσήξει ένα ελαφρύ αεράκι, σημαίνοντας την έναρξη της αμμοβολής και του ομαδικού σιχτιρίσματος -ευλαβικού σαν προσευχή- λίγο πριν έρθει η ανταμοιβή μετά την κάθοδο. Και δεν παλιώνει ποτέ το αστείο-καμάρι των παλιών, που κοιτάν υποτιμητικά τους «φλώρους» της νέας γενιάς, γιατί στα χρόνια τους δεν υπήρχε σκάλα και κατέβαιναν μόνο με ένα σχοινί, με ένα πόδι, (περ)πατώντας μόνο στα χέρια ή και απευθείας με βουτιά, όπως ο Μπαρδέμ στο «η θάλασσα μέσα μου».

Σαν τους γερο-θαλασσόλυκους καπετάνιους της Κιμώλου που σε περνάνε απέναντι στην -κάθε άλλο παρά πολύβουη- Πόλυβο και κάνουν χάζι τον κύκλο της ζωής και του ηθικού των επιβατών. Στην αρχή ο αέρας σου χαϊδεύει τα μαλλιά απέξω και το στομάχι εσωτερικά, που διαμαρτύρεται. Τσιμπάς μια σπιτική λαδένια, που σου φαίνεται το καλύτερο έδεσμα του κόσμου -πλην της μπουγάτσας. Σκέφτεσαι πως η θάλασσα σου πάει πολύ καλύτερα από τα κατσάβραχα, ότι δεν είσαι κατσίκι και ότι αν ξανακάνουμε αντάρτικο στα κοντά, θα ζητήσεις να καταταγείς στον ΕΛΑΝ, με το ψευδώνυμο «Μπουρλότο(ς)».

Δέκα λεπτά αργότερα, το αεράκι έχει δυναμώσει, εσύ έχεις μετανιώσει για τη λαδένια και ό,τι έχεις φάει το τελευταίο δίμηνο, αναρωτιέσαι γιατί κουνάει τόσο το καράβι και πώς δεν πέφτει με βάση τους νόμους της Φυσικής. Βλέπεις στο τραπέζι το πιάτο με τα σταφύλια και ότι δεν έχει πέσει ούτε ρώγα, σκέφτεσαι μήπως τσιμπήσεις μια, αλλά μετανιώνεις στο επόμενο κύμα. Στο τέλος βγαίνεις με γαλόνια επιζώντα ναυμαχίας και τη βεβαιότητα πως έχεις ζήσει το θαλάσσιο αντίστοιχο από το τρενάκι του τρόμου. Μέχρι να σου ξηλώσει γαλόνια ο κάπτεν λέγοντας ότι είχαμε μπουνάτσα... (Λες να μην ξέρουν ούτε την μπουγάτσα ούτε την μπουνάτσα;). Και ότι χρειάζεται και λίγο survivor στη ζωή μας. Αρκεί στο τέλος να επιζήσεις, για να τα διηγηθείς...

Το πιο ενδιαφέρον με την Πόλυβο, το μεγαλύτερο ακατοίκητο νησί της χώρας, είναι πως είχε κατοίκους περίπου ως το ’85, που τα παιδιά τους πήγαιναν σχολείο στην Κίμωλο (!) -όταν μπορούσαν- και εγκατέλειψαν το νησί όταν είδαν τον πολιτισμό/ηλεκτρισμό να φτάνει απέναντι και να σταματά εκεί, χωρίς να περνά απέναντι. Και εσύ δεν ξέρεις αν πρέπει να κλάψεις ή να γελάσεις. Αν είναι τραγωδία που ένα νησί εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του, γιατί τους εγκατέλειψε το κράτος. Ή αν είναι κατά λάθος ευλογία γιατί άφησε το νησί σχεδόν παρθένο, αμόλυντο από την άγρια τουριστική ανάπτυξη και το κυνήγι του κέρδους -που μας έμαθαν να το λέμε «ανθρωπογενή παράγοντα», για να μην το λέμε με το όνομά του: καπιταλισμός.

Στο νησί δεν υπάρχουν κάτοικοι αλλά υπάρχουν ακόμα κτήσεις και ιδιοκτήτες, δηλαδή καμιά 15αριά οικογένειες που αρνούνται πεισματικά να πουλήσουν τα εδάφη τους στους εργολάβους για τα χτίσουν-μαγαρίσουν. Αλλά ίσως είναι ζήτημα χρόνου -και μιας γενιάς- να λυγίσουν. Μέχρι τότε η Πόλυβος παραμένει πανέμορφη, σαν γαλατικό χωριό υπό πολιορκία, και υπενθύμιση του πώς θα ήταν τα νησιά μας -στο Αιγαίο, το Ιόνιο, το Μυρτώο, το Ικάριο και στο Λιβυκό μη σου πω- αν δεν είχε μεσολαβήσει ο παράγοντας «άνθρωπος» -δηλαδή ο καπιταλισμός.

Αν πρέπει -εάν λέμε- οπωσδήποτε να βρεις κάτι αρνητικό στο νησί, είναι ίσως ότι δεν έχει την πιο εντυπωσιακή Χώρα -αν και το Κάστρο από μόνο του σε αποζημιώνει- και δεν έχει τόσο έντονη νυχτερινή ζωή -που για την κε του μπλοκ δεν είναι καν μειονέκτημα, χώρια που αντισταθμίζεται από διάφορα μαζικά πανηγύρια, με έντονο ντόπιο στοιχείο. Τη λύση και στα δύο αυτά ζητήματα την προσφέρει η μικρή γειτόνισσα, η Κίμωλος, που είναι ένα ήσυχο κρυφό διαμάντι, με πολύ ιδιαίτερη Χώρα και το κερασάκι με τις παρεμβάσεις των «Κιμωλίστας» -καμία σχέση πιστεύω με τους Ατενίστας που ξεκολλούσαν τσίχλες από τα παγκάκια- όπως οι ανοιχτές δανειστικές βιβλιοθήκες, χωρίς έλεγχο και δερβέναγες.


Και θα χωρούσαν πολλά ακόμα.

Για το «Μεταλλευτικό Μουσείο» που θα γίνει στην κοινωνία του μέλλοντος Εκ-μεταλλευτικό Μουσείο, για να εκθέτει όσους βάλουμε στο χρονοντούλαπο της (προ)ιστορίας, σαν παλιοπράγματα - απόβλητα της κοινωνικής εξέλιξης.
Για το «Νι» στα αυτοκίνητα των Μηλίων που δεν υποδηλώνει τους νέους οδηγούς αλλά τους νησιώτες - ντόπιους που έχουν πάντα προτεραιότητα στον δρόμο.

Και για τα νησιά, που είναι σαν τους ερωτικούς συντρόφους. Δεν υπάρχει ακριβώς το ιδανικό αλλά ψάχνεις να βρεις αυτό που σου ταιριάζει πιο πολύ, ως φάρμακο στα προβλήματα, την αφραγκιά και όσα σκοτώνουν τον έρωτα, σε μια εξόχως μουντή εποχή, όπου κάθε χρόνο μας λείπουν περισσότερο τα καλοκαίρια μας (μισά), οι διακοπές, ο έρωτας και η επανάσταση. Με αυτή τη σειρά -κορύφωσης- και ας είναι σχεδόν συνώνυμα...

Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

Καλοκαιρινές απορίες

Βουνό ή θάλασσα;
Αντάρτης στον ΕΛΑΣ ή στο ΕΛΑΝ;
Όταν λέμε «τα μπάνια του λαού» εννοούμε στον ιδρώτα;
Καλύτερα να δουλεύεις και να μη σου δίνουν ποτέ άδεια για διακοπές ή να έχεις διακοπές όλο το χρόνο, λόγω ανεργίας, και να μην μπορείς να πας πουθενά λόγω απορίας (όχι σαν αυτές του τίτλου);



Ελεύθερο ή οργανωμένο; Ή μήπως και τα δύο; Και ποιο σαφάρι κατασκηνωτών είναι καλύτερο; Το ροζ, για να παραπέμπει σε φλαμίνγκο κι άλλα σπάνια είδη, ή το γαλαζοπράσινο, όπως τα νερά στην Κρήτη, προς το Λιβυκό, όπου έγιναν οι τελευταίες διώξεις;

Η Ικαρία είναι σοσιαλιστική νησίδα;
Η έφοδος των σφων στα ξερονήσια του Αιγαίου και τα θερινά τους ανάκτορα, είναι φόρος τιμής στους εξόριστους πολιτικούς μας προγόνους;
Πόσοι γκρούβαλοι θα έκαναν πώς και πώς για μια εξορία στην Ικαρία ή την Ανάφη πχ;
Το σύνθημα λέει: ούτε σε ξερονήσια, ούτε σε ακρογιαλιές, ποτέ δεν κολυμπήσανε οι κομμουνιστές; Ή δεν το θυμάμαι καλά;

Είσαι θεός ήλιος καλοκαιρινός. Αλλά αν ο ήλιος είναι ο θεός της Ελλάδας, τα αντηλιακά είναι κάτι σαν αντίδοτο (όπως το σκόρδο για το εξαποδώ) και τα σύμβολα των αλλόθρησκων τζιχαντιστών;
Κι οι ψαροντουφεκάδες είναι φονιάδες των βυθών (Αμερικάνοι);
Ψαροταβέρνα ή χασαποταβέρνα; Τι θα μας έρθει φτηνότερα;

Ανεμιστήρας ή κλιματιστικό;
Ψύξη ή καλοκαιριάτικη ίωση;
Ανεμομαζώματα ή ανεμοσκορπίσματα;

Καρπούζι ή πεπόνι; Και ποιος έχει το μαχαίρι; Με τυρί ή χωρίς; (Α ναι, εμείς στο βορρά, λέμε τυρί τη φέτα. Ενώ φέτα καρπούζι με φέτα, πώς να πάει δηλ;)
Τα κουκούτσια τα καταπίνουμε ή τα φτύνουμε; Και τα παραμύθια που μας σερβίρουν, γιατί τα τρώμε αμάσητα;
Το αντίθετο του καρπουζιού είναι ο Σύριζα (απέξω κόκκινος κι από μέσα πράσινος σαν Πασόκ); Και πότε θα καταλάβουν όλοι οι απογοητευμένοι ψηφοφόροι του πως ήταν μάπα το καρπούζι, για να παν παρακάτω;

Μουντιάλ ή Ολυμπιακοί Αγώνες;
Αποχαύνωση ή ντεμέκ Ολυμπιακή μπίζνα αθάνατη;
Και τι θα κάνουμε φέτος που δεν έχει τίποτα από τα δύο, χωρίς βαρβάρους, χούλιγκαν και λοιπούς κανίβαλους να παθιάζονται με το όπιο του λαού; Ήταν κι αυτή μια κάποια λύση.
Πότε παίζει η Εθνική στο Ευρωμπάσκετ; Πάλι πάνω στο Φεστιβάλ πέφτει;
Θα κάνει καμιά μεταγραφή ο πρόεδρας αν βγούμε από το ευρώ;

Η χαρά για το δημοψήφισμα ήταν μια αγάπη για το καλοκαίρι –κι ούτε καν; Ή μήπως έμοιαζε πιο πολύ με ξεπέτα;
Στα Ιουλιανά πώς άντεχαν κι ήταν εβδομήντα μέρες στους δρόμους; Δε γίνεται να κάνουμε εμείς τα δικά μας Ιουλιανά τον Οκτώβρη, για να είναι και κόκκινος;

Χάνεις κιλά ιδρώνοντας ή απλώς εξατμίζεται το μυαλό; Κι αν είναι έτσι, εμείς οι απλά εύσωμοι, δεν έχουμε μεγαλύτερα πνευματικά αποθέματα από τους άλλους;
Η γονυπετής στάση στην Τήνο δεν είναι λίγο προκλητική για τα θρησκευτικά δεδομένα;

Το ΓΑΠικό ρητό «αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» είναι εμπνευσμένο και παρμένο από τα σαπάκια που κυκλοφορούν στο Αιγαίο, παίζοντας κάθε χρόνο με τις πιθανότητες και τα όρια της ασφάλειας; Κι αφού δεν αλλάζουν ποτέ, και κάνουν χρυσές μπίζνες, τι μας απομένει ως επιλογή; Ζήσε επικίνδυνα το μύθο σου στην Ελλάδα: πήγαινε κι εσύ σε ένα νησί με ρετρό καράβι και νιώσε όπως οι παλιοί θαλασσοπόροι, χωρίς να πάθεις σκορβούτο…

Είναι ιδέα μου ή η Μαντώ τραγουδάει στην πραγματικότητα:
Αυτό το καλοκαίρι θα επαναστατήσω, τίποτα δε θα σκεφτώ
Αυτό το καλοκαίρι θέλω να γνωρίσω ακόμα έναν «υπαρκτό»
(σ.σ.: εξ ου και «σοσιαλισμός που γνωρίσαμε»)

Στο σοσιαλισμό θα έχουμε καύσωνες;
Απάντηση: Πιθανότατα ναι, αλλά δε θα πεθαίνει κόσμος από τις «ακραίες καιρικές συνθήκες». Και δε θα αυξάνεται τεχνητά η μέση θερμοκρασία, εξαιτίας της ανθρώπινης δραστηριότητας και της υπερθέρμανσης του πλανήτη.

Μήπως όμως όλα αυτά είναι όνειρα θερινής νυκτός;
Μα τα δικά μας όνειρα είναι παντός καιρού. Κι είναι ο εφιάλτης των εκμεταλλευτών.

Αναδημοσίευση από Ατέχνως

Τρίτη 4 Αυγούστου 2015

Ελεύθερο κάμπινγκ

Η ελευθερία για μας είναι μια ωραία γυναίκα. Κι επίσης, η συνείδηση της αναγκαιότητας. Αλλά τότε τι μπορεί να είναι το ελεύθερο κάμπινγκ; Μπορεί κι αυτό να περιέχει μια ή και περισσότερες ωραίες γυναίκες, ιδίως σε απομονωμένες παραλίες, όπου κάνουν γυμνισμό, και για αυτό τις σημαδεύουνε τα λιγούρια, αλλά δεν είναι και απαραίτητο. Είναι αναγκαίο όμως να υπάρχει συνείδηση, ευθύνη για το χώρο στον οποίο βρίσκεσαι, και φυσικά οργάνωση.



Κάποιοι γκρούβαλοι αντιπαραθέτουν αντιδιαλεκτικά την ελευθερία και την οργάνωση κι αντιλαμβάνονται μονοδιάστατα το κάμπινγκ ως ελευθερία να κάνουν ό,τι τους καπνίσει, χωρίς κανένα πάνω από το κεφάλι τους. Το θέμα βέβαια είναι να έχεις κάτι μέσα στο κεφάλι σου, και όχι από πάνω του. Γιατί αλλιώς αυτές οι εκτονωτικές αποδράσεις από την αστική (με τη χωρική και με την ταξική έννοια) καθημερινότητα, την πίεση, το μποτιλιάρισμα, τη δικτατορία της οθόνης, κτλ, καταλήγουν να κουβαλάν συνήθως πολλά από τα κουσούρια της, πχ ένα μεγάλο όγκο σκουπιδιών από τα προϊόντα που καταναλώθηκαν. Κάτι που είχε εξοργίσει μια φορά τους νικαριώτες και τους οδήγησε σε μαζικό, συλλογικό ντου (πάντα με συλλογικές διαδικασίες), για να πάρουν παραμάζωμα τους γκρούβαλους που μόλυναν το ποτάμι τους.

Στην πραγματικότητα, το ελεύθερο κάμπινγκ είναι μια ελευθερία με την έννοια ότι σπας (έστω εν μέρει ή προσωρινά) τα δεσμά της αλλοτρίωσης των πόλεων κι αποκαθιστάς την επαφή με το φυσικό περιβάλλον, τις μυρωδιές του, τους ρυθμούς του, και με τη γαλήνη που μπορεί να σου δώσει –άλλο ζήτημα πόσοι σύγχρονοι άνθρωποι των πόλεων μπορούν να αντέξουν τόση γαλήνη. Κι αυτή η επαφή απαιτεί καλή οργάνωση, για να αντεπεξέλθεις στις προκλήσεις της, κι υψηλό βαθμό συνειδητότητας.

Αυτό καταδεικνύει, νομίζω, το σαθρό (ως ένα βαθμό) διαχωρισμό μεταξύ οργανωμένου κι ελεύθερου κάμπινγκ (ο κατάλληλος συνδυασμός τους δίνει ίσως το καλύτερο αποτέλεσμα), ο οποίος αντανακλά σε κάποιες περιπτώσεις το βαθύ μίσος για κάθε τι οργανωμένο (μίσος-μίσος ταξικό, που λέει και ένα σύνθημα, αν και εδώ η συγκεκριμένη ταξική ανάλυση, θα το έβαζε μάλλον στην αντίπερα όχθη). Και έτσι ερμηνεύονται κάποια ειρωνικά χάχανα, πχ για τη σοβιετική πείρα και τις οργανωμένες διακοπές στο σοσιαλισμό, που καταπατούν τη μικροαστική αίσθηση ελευθερίας και βασικά την «ελευθερία» να κάνεις από ελάχιστες ως καθόλου διακοπές –γιατί έτσι μεταφράζονται οι πιο πολλές ελευθερίες στον καπιταλισμό (και δεν ξέρω από αυτή την άποψη πόσο αστεία ή χαχανούλικη μπορεί να φαντάζει πχ η πρωτοβουλία του Πελετίδη στην Πάτρα με τις δωρεάν κατασκηνώσεις του δήμου για όσα παιδιά έχουν ανάγκη (αλλά όχι και τη δυνατότητα) για διακοπές.

Χώρια η υποτίμηση του παράγοντα πως κάποιος κόσμος δεν επιλέγει το ελεύθερο κάμπινγκ από άποψη,  ως φιλοσοφία ζωής ή τρέχα γύρευε, αλλά από ανάγκη κι έλλειψη χρημάτων. Κάτι το οποίο, παρεμπιπτόντως, καθιστά ακόμα πιο ανάλγητα ταξική τη στάση της (θεωρητικά φιλελευθεριάζουσας  και πρακτική νεοφιλελεύθερης) κυβέρνησης με το κυνηγητό των αστυνομικών αρχών ενάντια στους ελεύθερους κατασκηνωτές.

Φαντάσου λοιπόν το βραχυκύκλωμα αυτών των γκρούβαλων ψυχών με την πρόσφατη επερώτηση του κουκουέ στη βουλή για αυτό το σαφάρι και τα αντίστοιχα κρούσματα που αυξήθηκαν αισθητά το τελευταίο διάστημα. Ούτε αυτό δε θα αλλάξει άραγε η «πρώτη φορά αριστερά»;


Υγ: υπάρχει βέβαια κι αυτή η ανακοίνωση του δήμου Ικαρίας, πιθανότατα σε μια προσπάθεια να αναχαιτίσει κάποια αρνητικά φαινόμενα. Ανάθεμα βέβαια αν υπάρχει ελεύθερος κατασκηνωτής που να έχει ενοχληθεί στην Ικαρία –εκτός πια κι αν εννοούμε εκείνη την αυτοδικία των κατοίκων ενάντια στους γκρούβαλους.

Κυριακή 2 Αυγούστου 2015

Κάποιοι το προτιμούν

Οι προτιμήσεις είναι σαν τα πιάτα της εκδίκησης, όπου βασικά ισχύουν τα πάντα, (χιόνι, βροχή, λιακάδα), ανάλογα την περίσταση, και νόημα δε βγαίνει. Σου λέει, κάποιοι το προτιμούν καυτό. Ή ότι κάποιοι το προτιμούν κρύο. Και γενικώς είναι μια μεγάλη αλήθεια πως κάποιοι το προτιμούν και ότι η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που σερβίρεται (με διάφορους τρόπους). Μοιάζει εξάλλου πολύ με το πολιτικό παιχνίδι στη χώρα μας. Κάποιοι το προτιμούν μνημόνιο, κάποιοι άλλοι αντιμνημόνιο, και στο τέλος κάνουν ακριβώς τα ίδια και με τις ίδιες «πρωτότυπες» δικαιολογίες, χωρίς να έχει σημασία η προτίμηση κι η ετυμηγορία του κυρίαρχου λαού.

Τέλος πάντων, κάποιοι τη βρίσκουν με το χειμώνα και έχουν δυσανεξία στο καλοκαίρι, τους ρυθμούς του, την απουσία ειδήσεων και τις θερμοκρασίες του. Ή μάλλον με (γαμώ) την καταδίκη τους να το περάσουν σε μια πόλη, χωρίς φράγκο στην τσέπη, και χωρίς διακοπές –γιατί δεν ξέρω πολλούς που να μπορούν, αλλά να μην τις θέλουν. Γι’ αυτό κινούνται λιγότερο, στη ζωή ή και διαδικτυακά, για να μη σπαταλάνε πολύτιμη ενέργεια. Η ζέστη, τα λόγια του πάπα

-Του παπά, θες να πεις. Είναι λάθος ο τόνος.
Εντάξει, δεν έχουμε κανένα αλάθητο. Αλλά είναι ζήτημα ποιος δίνει κάθε φορά τον τόνο. Οι πολιτικές εξελίξεις, θα μου πεις –που είναι πολύ πυκνές μάλιστα, για τα δεδομένα της εποχής. Δηλ οι άλλοι, θα σου απαντήσω, που έχουν το πεπόνι και το μαχαίρι κι αφήνουν για μας τη φλούδα να την πατήσουμε. Και βάζουν τον τόνο σε σύμφωνα και (μνημονιακές) συμφωνίες, ενώ εσύ σπαζοκεφαλιάζεις πώς θα διαβάσεις αυτόν τον τόνο και την πολιτική συγκυρία, και νιώθεις πολιτικά αγράμματος (που λέει και η Αλέκα): γιατί δεν έγινε τελικά κρίκος η αριστερή κυβέρνηση; Και πώς θα αλλάξουμε τον τόνο και την πολιτική ατζέντα;

Κι έτσι περνάει ο χρόνος, αλλάζουν οι εποχές, αν και η εποχή παραμένει πάντα εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, (εξαιρώντας δηλ τα χρόνια της αντεπανάστασης που ήρθαν τα πάνω κάτω και ήταν εποχή περάσματος από το σοσιαλισμό στον καπιταλισμό και τη βαρβαρότητα). Πέφτουν τα φύλλα από τα δέντρα, από το ημερολόγιο, η θερμοκρασία, οι νιφάδες, το ηθικό. Φεύγει το καλοκαίρι, σα μια απλή βαρυχειμωνιά με υψηλές θερμοκρασίες, χωρίς ουσιαστικές μεταβολές, με τις άλλες εποχές, που δε διαφέρουν ιδιαίτερα μεταξύ τους μετά την κλιματική καταστροφή του 89’ και φτιάχνουν μια εποχή τελείως άχρωμη, που μάταια τη βγάζεις στον ήλιο να πάρει λίγο χρώμα και δεν σου κάνει ούτε ζέστη ούτε κρύο –όχι όμως όπως στην Αβάνα, που έχει τις ίδιες θερμοκρασίες σχεδόν όλο το χρόνο.

Συνεπώς τι κάνουμε σφε; Εμείς προς το παρόν κάνουμε τα πειραματόζωα (του Αρκά) σε αλλεπάλληλες καταστάσεις συστολής-διαστολής. Παγώνουν τα φλογερά επαναστατικά όνειρα, καίγονται οι ελπίδες, η δροσιά και η νιότη του κόσμου, η κρύα, καθαρή σκέψη. Όλα από χέρι καμένα και τα σπίρτα μας βρεγμένα. Αλλά αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς και εσύ, πως θα γενούνε τα σκοτάδια φως. Φουσκώνουν τα μυαλά μας, καθώς συρρικνώνονται, σε μια διαλεκτική σχέση, που δύσκολα καταλαβαίνουν. Μειώνονται οι μισθοί, για να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα. Συρρικνώνονται οι κατακτήσεις και τα δικαιώματα, για να νικήσει η δημοκρατία –που δεν έχει αδιέξοδα. Μια διαρκής παραφωνία, σα μυρμήγκια που τραγουδάνε και τζιτζίκια που δουλεύουν σιωπηλά κι αμίλητα.


Περιμένεις παθητικά να αλλάξει κάτι απ’ το πουθενά, να αρχίσει ξαφνικά να φυσάει άλλος αέρας, να κερδίσεις μικρές ανάσες δροσιάς μες στον καύσωνα. Αλλά οι συνθήκες δεν έχουν ωριμάσει, οι δυνατότητες έχουν σαπίσει, το κλίμα δε σηκώνει, κι ο κλιματισμός δεν υποκαθιστά τεχνητά τις συνθήκες, αλλά μας πλακώνει χειρότερα. Ως πότε θα περιμένουμε όμως να χιονίσει για να δούμε άσπρη μέρα; Μην περιμένεις από τις λιτανείες να ποτίσουν την ξερή γη. Ούτε απ’ τον ανεμιστήρα για να φυσήξει. Ήδη από το 09’ κάποιοι σου έλεγαν πως έρχεται θύελλα –και τελικά τη θύελλα την έλεγαν ελπίδα -ή μήπως αντίστροφα; Κι ο τελευταίος άνεμος της αλλαγής, που σε ξελόγιασε, άφησε πίσω του σκοτωμένες ελπίδες, ανεμομαζώματα-ανεμοσκορπίσματα, και ξεραμένες οφθαλμαπάτες μέσα στην έρημο.

Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

Καλοκαιρινές Κυριακές

Κυριακή ζωή και σκόλη, να ‘ταν η βδομάδα όλη, μας τραγουδούσε η κόρη μου η σοσιαλίστρια. Πάνε τώρα αυτά όμως, γιατί έρχεται ολοταχώς η ανάπτυξη κι όλα τα μαγαζιά πρέπει να είναι ανοιχτά για να την υποδεχτούν μετά επαίνων. Ποτέ άλλοτε όμως η διπλή σκέψη και η νέα γλώσσα του όργουελ (ως το διαλεκτικό αντίστροφο της νέας σκέψης και της διπλής γλώσσας του γκόρμπι) δεν ήταν τόσο επίκαιρα –με την ανάπτυξη να υποδηλώνει ένα τεράστιο πισωγύρισμα στον εργασιακό μεσαίωνα.

Στο θεοκρατούμενο μεσαίωνα βέβαια αναγνωριζόταν τυπικά τουλάχιστον η κυριακή ως ημέρα ξεκούρασης, αφιερωμένη στον κύριο. Και να πώς τα δύο άκρα της κοινωνίας μας, η σκοταδιστική εκκλησία κι η οπισθοδρομική κομπανία των παλαιοημερολογιτών κομπανιέρων, συγκλίνουν και βάλλουν από κοινού ενάντια στο νέο μέτρο και την ανάπτυξη που τους προσπερνά, όπως τα τροχοφόρα τους πεζούς. Άλλο αν η δεξιά του κυρίου βρήκε τρόπο να τα συνταιριάξει όλα, εφόσον μετατεθεί το άνοιγμα κατά τις 11, ώστε και τη θεία λειτουργία να προλαβαίνει ο πιστός υπάλληλος και να γίνεται απρόσκοπτα η θεία λειτουργία των καταστημάτων και του εμπορίου.

Ενώ οι κομμουνιστές είναι χειρότεροι, γιατί εκτός από το θέμα με τις κυριακές, τους ενοχλεί και εκείνο το σοφό μέτρο που καταργεί κάτι παράλογες κι αντιαναπτυξιακές αργίες, όπως πχ την πρωτοχρονιά και μία από τις δύο εθνικές γιορτές –γιατί πού ακούστηκε χώρα να έχει δύο εθνικές γιορτές, επειδή δεν της φτάνει η μία, για να ανυψώσει το εθνικό φρόνημα του λαού της; Το λογικό προφανώς, σε μια χώρα με τόσους άνεργους να σαπίζουν στην απραξία, είναι να ξεζουμίζεις όσους έχουν ήδη δουλειά και να τους κόψεις όλες τις αργίες, για να μην μπορούν να πουν κουβέντα με τόσους να περιμένουν στη γωνία, για να πάρουν τη θέση τους. Εκεί να δεις υψηλό φρόνημα ο εργαζόμενος..

Και σα να μην έφτανε αυτό, βγαίνουν κιόλας στους δρόμους κάποιες κυριακές τα κομμούνια κι εμποδίζουν τους ενθουσιασμένους καταναλωτές να ψωνίσουν και τους τσιμισκάνθρωπους με το άδειο βλέμμα να σε διαπεράσουν σα διάφανο, για να δουν πάση θυσία τη βιτρίνα που τους κρύβεις. Γι’ αυτό δεν ψωνίζει, ξέρεις, ο κόσμος, με τις πορείες στο κέντρο των πόλεων, που βάζουν λουκέτο σε τόσα μαγαζιά, και όχι επειδή δεν έχει λεφτά να πάρει τίποτα και κάνει το απαυτό του παξιμάδι, για να τα βγάλει πέρα.

Που εγώ δηλ δε θα ψώνιζα κυριακάτικα, που να μου έλειπε ψωμί για να βουτάω στη σαλάτα, σκόρδο από το σπιτικό τζατζίκι, πατάτες να συνοδεύουν το κόκκινο κρέας μου (και κρέας για τα κανόνια τους). Αλλά τι περιμένεις, κι εγώ αντιδραστικός σαν τους άλλους. Σκέτη προσκόλληση στο δόγμα –αντί να προσαρμοστούμε ευέλικτα στα σύγχρονα μεσαιωνικά δεδομένα- κι αναμονή της δευτέρας παρουσίας
Που να μου το θυμηθείς σφε αναγνώστη, αν σώσει και έρθει ποτέ αυτή η ρημάδα, θα τη βγάλουν και αυτή παράνομη και καταχρηστική, μαζί με τις απεργίες και τις κάθε είδους αργίες –κυριακάτικες ή μη- που σαμποτάρουν την παραγωγή.

-.-.-

Το καλοκαίρι είναι η περίοδος της θερινής ραστώνης, όπου συνήθως δεν κουνιέται φύλλο κι οι ειδήσεις στο γυαλί δείχνουν ρεπορτάζ για τη ζέστη (κώλοι, βυζιά...), για τις αποδράσεις των αθηναίων στις κοντινές παραλίες (κώλοι, βυζιά...) και το μαγευτικό ασπρόπυργο με το βιομηχανικό τοπίο (πλάνα από το μαυρισμένο κορμοράνο στον περσικό, που δεν ήταν αυθεντικό πλάνο από τον κόλπο, αλλά δεν έχει καμία σημασία, αφού το έπαιξε η τηλεόραση), για τις μαγικές διακοπές των διάσημων σελέμπριτιζ (κώλοι, βυζιά με σιλικόνη) και τα διάφορα τουριστικά ρεκόρ που σπάμε το ένα μετά το άλλο (όλγα κεφαλογιάννη, κώλοι, βυζιά)... Κι αφού τηρήσουμε ενός ρεπορτάζ σιγή, για τις κτηνωδίες των... τζιχαντιστών (που είναι κάτι απόλυτα κακό και αφηρημένο, σαν τους κρατιστές, τους ρώσους ολιγάρχες, τους αμετανόητους, αιμοδιψείς αρχιτρομοκράτες, κτλ) ή για τον τραγικό θάνατο του παιδιού στη μύκονο (όπου η ευθύνη είναι αποκλειστικά των αρχών, ενώ οι καλοί, διορατικοί ιδιώτες επιχειρηματίες είχαν καταγγείλει και προειδοποιήσει πολλές φορές τους αρμόδιους για τις διάφορες παραλείψεις)... επιστρέφουμε στη γνωστή, πετυχημένη συνταγή που μας καθιέρωσε, πχ με κάποιον δημοφιλή τουριστικό προορισμό (βυζιά, κώλοι… έτσι για αλλαγή).

Τώρα που είπα αλλαγή, στα χρόνια του ανδρέα νομίζω, είχε καθιερωθεί η γνωστή φράση για τα «μπάνια του λαού», που είναι ιερά, παγκοίνως σεβαστά και δεν πρέπει τίποτα να τα διαταράσσει. Σήμερα βέβαια είναι ζήτημα πόσοι μπορούν –σε τι θάλασσες και για πόσες μέρες- να κάνουν αυτά τα μπάνια, αλλά έχει μείνει η δύναμη της συνήθειας και της αδράνειας από τον περασμένο χειμώνα και δεν αντιδρά κανείς, παρά τα όσα γίνονται στη γειτονιά μας (ουκρανία, μέση ανατολή) και στο εσωτερικό μέτωπο (ενφια, νόμος για μαζικές απολύσεις και για τη λειτουργία των συνδικάτων, κτλ). Έλα μωρέ τώρα, πού να τρέχεις και να ιδρώνεις κατακαλόκαιρο, μες στη ζέστη! Αν τυχόν προέκυπτε σήμερα, μισό αιώνα μετά, κάτι αντίστοιχο με τα ιουλιανά, θα περνούσε στο ντούκου και θα έσβηνε μες σε 48 ώρες –όχι να τραβήξει 48 μέρες κοντά, όπως τότε.

Τα τελευταία χρόνια βέβαια, στα πρώτα ανταμώματα μετά το 15αύγουστο, ακούς πολύ κόσμο να προβλέπει πως θα έχουμε άγριες κι ενδιαφέρουσες διεργασίες κι ότι από σεπτέμβρη θα γίνει χαμός, πχ με τα πρώτα πάγια έξοδα των γονιών για τα σχολικά ή για τη θέρμανση με τα πρώτα κρύα –και γενικώς όσο πέφτει η θερμοκρασία, τόσο πιο καυτό μέτωπο θα έχουμε λέει –όπως το 08’ που είχαν αναβληθεί και τα χριστούγεννα. Κι άλλες παρόμοιες αναλύσεις, που μοιάζουν με εκείνες τις κλασικές υποσχέσεις της νέας χρονιάς, που δεν τηρούνται ποτέ, με καλοκαιρινά ραντεβού (πάνω στο πτώμα μας), θερινούς έρωτες και σχέδια στην άμμο που σβήνουν με το πρώτο κύμα.
(Και ήξερες σφε αναγνώστη πως τις δυτικές συνοικίες εμείς οι θεσσαλονικείς τις είχαμε στο φεστιβάλ, πριν κάνουν σουξέ και γίνουν διάσημες με το «καλοκαιρινά ραντεβού», για να ξαναχαθούν τελικά από το προσκήνιο, λίγα χρόνια αργότερα;)

Το βασικό πρόβλημα πάντως στην εύκρατη και θερμόαιμη χώρα μας είναι πως έχει καλοκαίρι διαρκείας κι αντίστοιχη θερινή ραστώνη. Ή όπως λέει κι ένα άλλο σουξέ της εποχής
Δεν κάνει κρύο στην ελλάδα, κρύο δεν έκανε ποτέ…
Κι αν παρ’ ελπίδα πέσει λίγο παραπάνω η θερμοκρασία, μην ανησυχείς, υπάρχει κι η χειμερία νάρκη, για να φιδιάσουμε με την ησυχία μας (όσο δέρμα κι αν πετάξεις…)

Σάββατο 9 Αυγούστου 2014

Περαία μου, Περαία μου

…με το θερμαϊκό σου. Γιατί αν το πάρεις τοις μετρητοίς και με το γράμμα του νόμου, το μόνο τοπωνύμιο «περαία» βρίσκεται στα δικά μας μέρη, της λδ του βορρά, και στο θερμαϊκό κόλπο –που αν συνηθίσεις στα φιλόξενα νερά του, καταλαβαίνεις πολύ καλά από πού πήρε το όνομά του και όλες οι υπόλοιπες θάλασσες σου φαίνονται σκέτη ψυχρολουσία, σα να βγήκαν από την κατάψυξη. Και όχι στο σαρωνικό και στην πόλη όπου φτάνεις με τον ηλεκτρικό κι αναρωτιέσαι πόσες φορές πρέπει να ακούσεις τη μαγνητοφωνημένη αναγγελία στα αγγλικά, για να μη σου χτυπάει άσχημα το (νεξτ στοπ: πιρέους).

Σιγοτραγουδάς καθοδόν λοιπόν από μέσα σου το τραγούδι του μητσάκη, μέχρι να κάνει κάποιος στην παρέα το λάθος να σου κολλήσει εκείνο το ισπανικό χιτάκι από τη γιουροβίζιον (περέα-περέα... μπάιλα τσίκι-τσίκι), που λέει κάπου και για τον μακεγιάσου. Και σου θυμίζει τα παιδικά σου χρόνια και τις δικές σου πρώτες προσπάθειες να πεις σωστά το όνομα «μάικλ τζάκσον». Φτάνοντας όμως στην περαία, αναρωτιέσαι πόσα πράγματα να έχουν αλλάξει στην περιοχή από εκείνη την εποχή των παιδικών σου χρόνων και της ακμής του μακεγιάσου. Και περιμένεις να δεις πίσω από το ξενία τον λάμπρο κωνσταντάρα να κάνει διατάσεις, λίγο πριν βουτήξει στην πισίνα.

Η πρώτη εικόνα στην παραλία με τα γαλαζοπράσινα νερά –που ακόμα και ο πιρέους δηλ γαλαζοπράσινα νερά έχει στο λιμάνι του, αν το καλοσκεφτείς- είναι ένα (από τα πολλά στην περιοχή) ηλικιωμένο ζευγάρι, που σου δίνει την εντύπωση ότι είναι εκεί σε σταθερή βάση τα τελευταία τριάντα χρόνια και έχει αποκτήσει κυριαρχικά δικαιώματα δια της χρησικτησίας στο σημείο αυτό, αλλά είναι ευγενικοί και δεν τους πειράζει να καθίσουμε κι εμείς δίπλα τους. Με τρανιστοράκι που παίζει ένα από τα πρώτα της βίσση και θα μπορούσε κάλλιστα «να παίζει το τρανζίστορ τα αμερικάνικα» της μαρινέλας, έτσι κι αλλιώς ταξίδι στον χρόνο κάνουμε, αλλά όχι, καλύτερα να παίζει το πρώτο για τη σημειολογία του πράγματος. Καλημέρα καινούρια μου αγάπη, καλημέρα καινούρια ζωή.

Καμία σχέση δηλ, γιατί οι άνθρωποι είναι στοιχειωμένοι εκεί από τα χρόνια του ανδρέα (πάντα αγωνιστικά). «Από σήμερα τέρμα τα πάθη, φτάνει να νικήσει η αλλαγή». Και το πασόκ της νέας εποχής υπόσχεται κατά βάθος ένα αντίστοιχο ταξίδι στον χρόνο. Καλημέρα παλιά αγάπη, καλημέρα παλιά ζωή (καλημέρα ήλιε, καλημέρα).


Μια επιστροφή στο σύντομο καλοκαίρι του μικροαστισμού που ονειρεύεται την αιώνια λιακάδα του πράσινου ήλιου και των γενόσημών του. Τις γούνες στο αλεξάνδρειο (όταν ο άρης έπαιρνε τίτλους), την ανοικοδόμηση της προσφυγικής τούμπας που νεοπλούτισε, το τρίγωνο πανοράματος-ντεπώ-καλαμαριάς με τα παλιά και τα νεότερα τζάκια, τα προνόμια των μη προνομιούχων που πρόσφεραν τη συνείδησή τους σε τιμή ευκαιρίας, τεφαρίκι πράγμα σε περίοδο μεγάλων πολιτικών εκπτώσεων, το καραβάκι με το οποίο μπήκε πανηγυρικά στην προεκλογική συγκέντρωση ο ανδρέας σε μια τρομακτικά γεμάτη παραλία (χώρια η αριστοτέλους κι οι γύρω δρόμοι) αλλά τώρα όλοι μαζί δε γεμίζουν ούτε πεζόδρομο, ούτε καν σχεδία του οδυσσέα. Αλλά μπορείς να πάρεις εσύ με τους φίλους σου το καραβάκι, για να πας στην περαία-περαία και στη διαδρομή διηγώντας τα να κλαις για τα περασμένα μικροαστικά μεγαλεία.

Εκτός κι αν παίζει αμάξι και πάτε από την ανατολική είσοδο της πόλης, που είναι κι η ωραιότερη μάλλον. Και πέριξ της όλγας –που για κάποιο λόγο συνεχίζει ανατολικά ως εθνικής αντιστάσεως, λες και απορρέει το ένα από το άλλο- μπορούν να κηρύξουν την περιοχή προστατευόμενη, ως εθνικό μικροαστικό δρυμό που φιλοξενεί σε τόπο χλοερό χαμένα μικροαστικά όνειρα και δεκάδες βιοτεχνίες που έκλεισαν ή φυτοζωούν, σαν ημιθανή πτώματα με ελάχιστο παλμό και κίνηση, που περιμένουν το μοιραίο από μέρα σε μέρα. Πρωτότυπες ιδέες κι ανθρώπινο μεράκι, που τρέφουν ελπίδες από την καπιταλιστική ανάπτυξη που θα ‘ρθει να σαρώσει κι ό,τι απέμεινε, σε μια ιδιότυπη εκδοχή του συνδρόμου της στοκχόλμης, αλλά τρέμουν το σοσιαλισμό που θα ‘ρθει να τους πάρει το σπίτι, την περιουσία, τη γυναίκα κι ό,τι άλλο έχει.

Του Πάνου Ζάχαρη από το Ποντίκι
Ο φόβος πάει πάντα μαζί με την ελπίδα, σα διαλεκτικό ζευγάρι. Αλλά η διαλεκτική είναι μυστήριο πράγμα, όπου ο ένας πόλος μπορεί να μετατραπεί στο αντίθετό του. Να ελπίζεις σε κάτι επειδή φοβάσαι το «μη χειρότερα» ή να φοβάσαι ό,τι σου δίνει ελπίδα και διέξοδο και να (έχεις μάθει να) φοβάσαι να ελπίζεις γενικώς, για να μη σου κακοφανούν τόσο τα χειρότερα που φοβόσουν κι έρχονται ολοταχώς, μασκαρεμένα ως ελπίδα.

Αλλά είχαμε μείνει στα γαλαζοπράσινα νερά της περαίας. Κι ένα από τα καλά της κρίσης είναι πως εκτός από ξεχασμένες, παραδοσιακές αξίες και την «πραγματική ουσία της ζωής», ανακαλύπτουμε ξανά και τις παραλίες, όπου κολυμπούσαν οι γονείς μας κι οι παππούδες μας, γιατί δεν είχαν λεφτά για αυτοκίνητο, ενώ εμείς δεν έχουμε για να βάλουμε βενζίνη σε αυτό που αγόρασαν. Κι αν πάει έτσι το πράγμα, μπορεί σε μερικά καλοκαίρια να θυμηθούμε ότι κάποτε ο κόσμος έκανε μπάνιο και στην παραλία της θεσσαλονίκης. Γιατί να τη βλέπεις πιάτο μπροστά σου από την περαία, εφόσον μπορείς δηλ να την χαρείς από πρώτο χέρι; Και θα σου περισσεύουν και δύο, τώρα που θα βγάλεις και τρίτο από τις παρενέργειες.

Κάποιοι χαμουτζήδες εξάλλου κολυμπάνε λέει στον άλιμο και την καστέλα, ενώ αρκετοί πατρινοί λούζονται στο ρίο, δίπλα στα καραβάκια της γραμμής για το αντίρριο, περιμένοντας ίσως να φανεί ο ανδρέας σε ένα από αυτά, ή κάνοντας πρόβα για το τελευταίο δρομολόγιο στην αχερουσία λίμνη. Γιατί εμείς δεν είμαστε σαν τους κουτόφραγκους ευρωπαίους τουρίστες, που δεν ξέρουν τι θα πει θάλασσα στην χώρα τους κι έρχονται είκοσι εκατομμύρια στη δική μας με τα γαλαζοπράσινα νερά του περαία-πιρέους και της θεσσαλονίκης.

Αν νικούσαν βέβαια αυτοί οι κόκκινοι, μπορεί να είχαμε γλιτώσει αυτό το καταστρεπτικό μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης των χρόνων της μεταπολίτευσης (και λίγο νωρίτερα), να μην υπήρχαν τόσα αυθαίρετα πάνω στο κύμα, τόσα παραθαλάσσια μαγαζιά και ταβέρνες, που κάπου πετάν προφανώς τα λύματά τους, να ‘ταν λίγο πιο ανθρώπινος κι ο θερμαϊκός δηλ απ’ τη μέση και πάνω, όχι μόνο από τη μέση και κάτω που ανοίγει κι είναι σαν ανάποδος κένταυρος. Να είχαν σωθεί κι οι τέχνες –χωρίς τα μαγαζάκια- των βιοτεχνών που έτρεμαν την απαλλοτρίωση από τους κόκκινους, αλλά αγαπούσαν το μεγάλο κεφάλαιο που τους απαλλοτρίωνε, γιατί ήθελαν να γίνουν σαν κι αυτό κάποτε.


Αλλά τότε βέβαια θα ‘χαμε γίνει φτωχοί κι υπανάπτυκτοι και θα δυστυχούσαμε, σαν την κούβα σήμερα. Ενώ το θέμα είναι να έχουμε ανάπτυξη, τουριστική πρωτίστως, για να γίνουμε σαν την κούβα προεπαναστατικά, με καζίνα, μπουρδέλα, καλώς τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα, μικρός παράδεισος. Κι εμείς να γινόμασταν τα γκαρσόνια της ενωμένης ευρώπης, όπως θα ‘λεγε κι ο ανδρέας από το καραβάκι, που θα το ονόμαζε έξυπνα γκράνμα, μαζί με τους γκεριγιέρος υπουργούς του, για να μας τη βγει από τα αριστερά..

Υγ: ΘΑ for Θερμαϊκός, θάλασσα και θεσσαλονίκη

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Το στεριανό νησί

Θερινές εντυπώσεις από τη Λευκάδα

Εάν κατευθυνεσαι από τα νότια προς το νησί της Λευκάδας, πρέπει πρώτα να διασχίσεις βασικά ολόκληρη την Αιτωλοακαρνανία, που σου δίνει την εντύπωση πως δε θα τελειώσει ποτέ. Και δεν είναι απλά ο μεγαλύτερος νομός της Ελλάδας με διαφορά στήθους ή λιμνοθάλασσας από τη δεύτερη Λάρισα, αλλά πρακτικά δυο νομοί σε έναν, όπως δηλώνει και το όνομά της. Όπως ήταν δηλ κάποτε ενιαίος νομός η Κοζάνη με τα Γρεβενά, τα οποία είναι μια από τις μικρότερες πρωτεύουσες νομού στην χώρα και δε δικαιολογουσαν πολύ πειστικά την αναγκαιότητα αυτόνομης ύπαρξης και παρουσίας τους ως ξεχωριστή νομαρχία. Αν και αυτά μετεξελισσονται και καταργούνται σταδιακά με την αναδιάρθρωση του αστικού κράτους και σχέδια τύπου Καλλικράτη. Όπως αρχίζουν να χάνουν ίσως το ρόλο και τη σημασία τους τα εθνικά κράτη εντός των διάφορων ιμπεριαλιστικων οργανισμών/ολοκληρωσεων, χωρίς να αναιρείται ωστόσο η εθνική πρωτίστως βάση εκδήλωσης των ενδοιμπεριαλιστικων αντιθέσεων, των πολεμικών συγκρούσεων, κτλ. Κι είναι κωμικοτραγικό να βλέπεις κάποιους αυτοαποκαλουμενους μαρξιστές να μην μπορούν να διακρίνουν αυτή τη γενική τάση ολοκλήρωσης, που από μακροσκοπική άποψη προετοιμάζει τις υλικές συνθήκες για το πέρασμα στον κομμουνισμό, με την αντιδραστική οικονομικοπολιτικη ουσία της στο σημερινό πλαίσιο.

Παρόλα αυτά τα Γρεβενά δεν είναι ο μικρότερος νομός της Ελλάδας (ούτε καν της ηπειρωτικής πιθανότατα). Ο τίτλος αυτός ανήκει στη Λευκάδα, που καταργεί διαλεκτικά ή καθιστά δυσδιάκριτα μερικά πιο παραδοσιακά όρια, όπως μεταξύ θάλασσας και στεριάς, ηπειρωτικής και νησιώτικης χώρας, καθώς συνδέεται οδικώς μέσω γέφυρας με την Αιτωλοακαρνανία, το μεγαλύτερο νομό όπως προείπαμε, σα φυσική συνέχεια και παρακλάδι του. Ή το όριο μεταξύ ειρηνικού και μεσογείου, αφού κάποιες γωνιές με πυκνή βλάστηση και γαλαζοπράσινα νερά θυμίζουν μικρούς επίγειους παραδείσους.

Η Λευκάδα είναι ένα νησί που συνδυάζει τα πάντα. Όμορφες διαδρομές στο βουνό με μονοπάτια για πεζοπορία και καταρράκτες. Γραφικά ορεινά χωριά με μνημεία, προτομές και συνθήματα για την αντίσταση, το εαμ και το κόμμα. Πλούσια αγωνιστική παράδοση από τα χρόνια του αντάρτικου και τον καιρό που η εδα έπαιρνε τη μονοεδρικη περιφέρεια του νησιού.

Και φοβερές παραλίες για όλα τα γούστα. Από πιο ερημικές, σχεδόν παρθένες, όπου δεν έχει πατήσει ακόμη ξαπλωστρας ποδάρι, μέχρι κάποιες άλλες, πολυβουες και κοσμικές, όπου οι ομπρέλες φαίνονται σαν ταπετσαρία από ψηλά και τα ντεσιμπέλ των μπιτσομπαρων φτάνουν ως απέναντι στην Ιταλία. Κι άντε να μη σου βγει μετά η ρετσινια του αντικοινωνικου κι αγοραφοβικου που δεν ξέρει να κολυμπά μες στις μάζες και τους σερφερς και προτιμά την εναλλακτική ησυχία του και τη μοναξιά της ιδεολογικής καθαρότητας, σε κολπακια όπου συχνάζουν τρεις κι ο κούκος.

Οι πιο ωραίες κι ιδιαίτερες παραλίες είναι αντικειμενικά στο δυτικό τμήμα του νησιού, όπου μπορείς να απολαύσεις μαγευτικά ηλιοβασιλέματα, με το ροζ ήλιο να βουτάει κσι να χάνεται στο απέραντο γαλάζιο, σε μια εκπληκτική σημειολογία για τη μοναδική περιφέρεια πλην αττικής που κέρδισε ο συριζα. Και όπου εκτός από το διαφημισμένο πόρτο κατσίκι, ξεχωρίζει η Εγκρεμνη, που έχει προφανή ετυμολογική προέλευση. Κι όπου κατεβαίνεις χαρούμενος 350 σκαλιά (!) αλλά το ζήτημα είναι πώς τα ανεβαινεις μετά, που σου φεύγει η ψυχή για έφοδο στον ουρανό, αλλά το σώμα μένει στάσιμο κι απροθυμο και νιώθεις σαν τον ινστρουκτορα του τραμπακουλα στο λετσοβο, που όρκο παίρνω καλός άνθρωπος πρέπει να ήτανε, αλλά πήγε κι έπεσε στην Εγκρεμνη και καλά κρασά. Αμ εμείς θα τη φτιάξουμε την κίνηση, χαμενε α χαμενε.

Αλλά το πιο ιντριγκαδορικο όνομα το έχει στα ανατολικά η παραλία φράξια, απέναντι από το σκορπιό, που φέρνει την ανάπτυξη εξαγοράζοντας αξιοπρεπειες και συνειδήσεις. Είναι όμως εξαιρετικά δυσπρόσιτη και αν αληθεύουν οι πληροφορίες της κε του μπλοκ, φιλοξενεί την εξοχική βίλα του καρολου παπουλια. Και μου θυμίζει συνειρμικά τον μαιουνη και το "καταληψιακο" σουξέ της εποχής. Πάμε όλοι μαζί σε μια παραλία.

Μιας και το έφερε η κουβέντα, στη Λευκάδα πρέπει να υπάρχει ένας μικρός πυρήνας των εργατοαγωνιστων που πρόσφατα κυκλοφόρησαν στην ιστοσελίδα τους την ιδρυτική διακήρυξη της κίνησής τους (κινηση κομμουνιστών εργατικού αγώνα ή αλλιώς) κκε α. Που δεν είναι κόμμα λέει αλλά ήθελε οπωσδήποτε μες στον τίτλο της το κκε, για να παραπέμπει σε/στο κόμμα. Κι εφόσον τελικά δεν είναι κόμμα αλλά ιστοσελίδα, θα μπορούσαν να το πουν και ικεα (ιστοσελίδα κομμουνιστών εργατικού αγώνα) όπως λέει το λαϊκό στρώμα. Ή και κκε β λέω εγώ, στα πρότυπα του εαμ β των σφων του Τεμπονέρα, που πλέον στηρίζουν συριζα.

Τι άλλο μπορεί κανείς να δει/βρει στη Λευκάδα;
Μια προτομή του Σβορώνου. Μνημεία του εθνικού λογοτέχνη της Ιαπωνίας λευκαδιου χερν! Μια κεντρική οδό που πήρε το όνομά της από την 8η μεραρχία του ελας. Το μουσείο του φωνογράφου με ελεύθερη είσοδο, αντάρτικα κειμήλια και τη φωτογραφία της θρυλικής Τζαβέλαινας που ζει ακόμα σε κάποιο γηροκομείο. Το πικάντικο τοπικό σαλάμι και τα φτηνά και ποιοτικά γάλατα της Δωδώνης που πάει για ξεπούλημα. Άπειρα κάμπινγκ και κάποιες παραλίες με ελεύθερο. Εγκατελειμμενες αμερικάνικες βάσεις. Ζεστούς, φιλικούς ανθρώπους. Κι ένα σύνθημα ενός οπαδού της Λίβερπουλ για το Σουάρεζ, αλλά δεν χρειάζεται να μιλάμε για ποδόσφαιρο για μερικές μέρες μετά από την κατάληξη που είχε ο τελικός του μουντιάλ.


Το βασικό χαρακτηριστικό του νησιού ωστόσο είναι πως ενα κομμάτι του φαίνεται να υστερεί λίγο σε γραφικότητα, γιατί καταστράφηκε στο μεγάλο σεισμό και χτίστηκε ξανά από το μηδέν, χάνοντας ωστόσο κι ένα μέρος της γοητείας του και το ιδιαίτερο χρώμα του. Το ωραίο είναι πως ενώ το κλασικό αστικό στερεότυπο λέει πως οι κάτοικοι των σοσιαλιστικών χωρών (που αντιμετώπιζαν οξύ στεγαστικό πρόβλημα και κοιτούσαν να το επιλύσουν βάζοντας πολλές φορές σε δεύτερη μοίρα την αισθητική) ζούσαν σε άχρωμα μουντά και πανομοιότυπα κουτιά, ο πολιτισμός της αντιπαροχής και του αυθαίρετου που έχει καταστρέψει τις ωραιότερες ελληνικές πόλεις, καταδεικνύει τόσο την αναρχία και την παντελή έλλειψη σχεδίου στην καπιταλιστική παραγωγή και τον κλάδο των κατασκευών κατ' επέκταση, όσο και την ισοπέδωση των ατομικών γουστων και της προσωπικής αισθητικής που υποτάσσονται στο εύκολο κέρδος. Και σε κάνει να σκέφτεσαι πως στην κοινωνία του μέλλοντος εκτός από τους θεσμούς του αστικού κράτους θα χρειαστεί να γκρεμισουμε και να φτιάξουμε από την αρχή μια σειρά γειτονιές κι εκτρωματα εκτός σχεδίου.

Ή όπως λέει και το σύνθημα
Σεισμός σεισμός κομμουνισμός

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

Το κουνούπι


Άλλαξε πλευρό πηγαίνοντας στη δροσερή πλευρά του σεντονιού, που θα τη ζέσταινε κι αυτή σε πέντε λεπτά με το σώμα της. Δυο στάλες ιδρώτα κύλησαν από το μέτωπό της, κάνοντας αγώνα ταχύτητας, σαν τις σταγόνες της βροχής στο τζάμι. Μακάρι να ήταν κι αυτή τώρα τζάμι κάτω από τη βροχή, να τη χτυπάνε οι σταγόνες κι ο αέρας και να τη δροσίζουν, σκέφτηκε μέσα της. Τότε ίσως να μπορούσε να αποκοιμηθεί επιτέλους, χωρίς να της καίει το μυαλό η διαδρομή που κάνουν τα καυτά σταγονίδια στο πρόσωπό της.

Ένιωσε ένα ελαφρύ αεράκι να φυσάει ψηλά στο χέρι της και να την ανακουφίζει προσωρινά. Κι αμέσως να γίνεται τσούξιμο και να τη φαγουρίζει. Το τράβηξε απότομα για να το ξύσει και λίγο αργότερα ένα ζουζούνισμα μες στο αυτί της την τίναξε όρθια και της έδιωξε τη νύστα.
-Το άτιμο, δε θα με αφήσει να κλείσω μάτι όλη νύχτα.
Αν είναι μόνο ένα δηλ, που δεν ήταν και το πιο πιθανό. Ου γαρ έρχεται μόνον, θυμήθηκε να λέει ο φιλόλογός της σε κάποια άλλη περίσταση, που της φάνηκε πως κολλούσε και στη δική της. Ούτε αυτός όμως δε θα μπορούσε να τη νανουρίσει απόψε, που έσκαγε ο τζίτζικας, όπως είχε κάνει τόσες φορές στα μαθητικά της χρόνια με το κήρυγμά του, πρώτη ώρα αρχαία κατεύθυνσης. Να φανταστείς είχε τόση άπνοια που ακόμα και το φτερούγισμα του κουνουπιού πριν ήταν σχεδόν κάτι σαν δροσερή πνοή, μια ευχάριστη αλλαγή τέλος πάντων.

Αν μπορούσαν να κλείσουν τουλάχιστον μια τίμια συμφωνία με το κουνούπι, να την αφήσει να κοιμηθεί πρώτα κι ύστερα να ερχόταν να την τσιμπήσει με την ησυχία του, για να βγάλει τα προς το ζην και αυτό, χωρίς να την ενοχλεί μες στο αυτί της. Κι αν ήταν εξημερωμένο, όπως κάποια κουνούπια της πόλης, μπορεί ο ερεθισμός να κρατούσε μόνο λίγη ώρα και το άλλο πρωί που θα ξυπνούσε να μην είχε μείνει τίποτα να μαρτυρεί το πέρασμά του από το κορμί της. Αλλά μόλις πριν το είχε πει άτιμο, πώς ζητούσε τώρα να κλείσει μια έντιμη συμφωνία μαζί του;

Αναρωτήθηκε αν είχε βάση αυτό που είχε ακούσει για τις γυναίκες που είναι γλυκοαίματες και αν απλά είναι πιο εκλεκτός μεζές για τα κουνούπια, γιατί βρίσκουν λιγότερες τρίχες στο πιάτο τους. Ή αν ισχύει η άλλη σεξιστική φήμη(;) για τις θηλυκές κουνουπίνες, που αυτές κυρίως λέει αναζητούν το ανθρώπινο αίμα για να γίνουν πιο ελκυστικές στα αρσενικά και να κάνουν πιο αποτελεσματικό το ερωτικό τους κάλεσμα, ένα είδος ακαταμάχητης κολόνιας ας πούμε. Μάλλον όσο ισχύει κι εκείνη η περίεργη φυλετική διάκριση για τα κουνούπια της αφρικής και του νείλου, που έρχονται εδώ περνώντας από σαράντα (ή περισσότερα κύματα) και διασπείρουν ιούς κι ασθένειες, κλέβοντας το αίμα και τη δουλειά από τα ελληνικά κουνούπια
Αίμα, τιμή... Μα αφού είναι άτιμα θηλυκά. Σκότωσέ την την άτιμη...

Τα κουνούπια ήταν όντως το μόνο έντομο, πλάσμα γενικότερα, που μπορούσε να σκοτώσει. Σιχαινόταν λίγο τις κατσαρίδες, ιδίως τις φτερωτές που ήταν απρόβλεπτες και θυμόταν και ένα κόμικ του λέανδρου, όπου παρίσταιναν τους αναρχικούς ρέμπελους, σε αντίθεση με τα μυρμήγκια που ήταν πειθήνια και άβουλα στρατιωτάκια. Εν, δυο προχωράμε. Εν δυο θα σε φάμε.
Τα συμπαθούσε κι αυτά όμως, γιατί θυμόταν τη δουλειά μυρμηγκιού που της έλεγε ο καθοδηγητής της στην οργανωμένη νιότη της στα αμφιθέατρα. Ενώ είχε τύψεις και εκ μέρους ενός παιδικού της φίλου που έκανε διάφορα ‘κοινωνικά πειράματα’ με διαφορετικές φωλιές μυρμηγκιών, ανακάτευε τις φυλές τους και τις έβαζε να πολεμούν και να σκοτώνονται.
Κι ήταν αλλεργική στις μέλισσες, που ήταν μικρές αρχιτεκτόνισσες με τις κερήθρες που έφτιαχναν, αλλά όπως είχε διαβάσει κάπου στον μαρξ, η διαφορά ήταν πως την έφτιαχναν ενστικτωδώς κι όχι βάση ενός συνειδητού σχεδίου –έστω κι αποτυχημένου. Και είχαν μια περίεργη ‘ταξική κοινωνία’ που την έβαζε σε ιντριγκαδόρικες σκέψεις και συνειρμούς, πως αυτή του μέλλοντος δε θα είχε βασίλισσες αλλά εργάτριες που θα έχουν τον ελεύθερο χρόνο των κηφήνων και θα αμπελοφιλοσοφούν.

Τα κουνούπια όμως ήταν τα μόνα που μπορούσε να σκοτώσει, σχεδόν το απολάμβανε, με άγρια εκδικητική χαρά, ιδίως όταν έπαιρνε το αίμα της πίσω από κάποιο που την είχε τσιμπήσει και το έβλεπε να γίνεται χαλκομανία, ξερνώντας την τροφή του. Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους, μπορεί να ‘ναι κι από αίμα.
Κι ας συμφωνούσε κατά βάθος με το σύνθημα που είχε δει σε ένα άλλο τοίχο, με μαύρα σημάδια: μη σκοτώνετε τα κουνούπια, άλλοι μας πίνουν το αίμα. Ο βρυκόλακας της νεκρής εργασίας, των μηχανών και του κεφαλαίου, που υποδουλώνει τη ζωντανή και απαιτεί ολοένα και περισσότερη υπεραξία για να συνεχίσει να υπάρχει και να γιγαντώνεται –γιατί μόνο έτσι μπορεί να υπάρχει.

Έκλεισε ξανά τα μάτια, έχοντας στο μυαλό της τη γλυκιά ανάμνηση από τα πολιτικά της διαβάσματα, που δεν την είχαν εγκαταλείψει ακόμα, και την γεύση από τις δάφνες του αγωνιστικού της παρελθόντος, που τώρα της έμοιαζε τόσα μακρινό και μπαγιάτικο σαν την πρώτη παρουσία. Κι ενώ τα βλέφαρα βάραιναν και το πνεύμα ελάφρυνε κι ανέβαινε για την έφοδο στον ουρανό, ένιωσε ένα τσίμπημα στην αχίλλειο πτέρνα της, που είχε γίνει σιδερένια με την πολυκαιρία και τις δυσκολίες. Έξυσε το πόδι της στη γωνία του κρεβατιού, για να διώξει τη φαγούρα κι ύστερα άκουσε την κουνουπίνα μες στο αυτί της να ζουζουνίζει και να της ζαλίζει τον έρωτα για το αρσενικό κουνούπι, που πρέπει να τη βρει ακαταμάχητη. Ο μορφέας κι η αγκαλιά του πέταξαν μακριά, όπως κι αυτή του δικού της κουνουπίνου, που ‘χε βρει εδώ και λίγο καιρό μια άλλη ζουζούνα να παίζει, που της το έπαιζε φίλη. Κι όταν την τύχαινε στο δρόμο, της ερχόταν καμιά φορά να της τραβήξει το μαλλί και να της πιει το αίμα· αν και αμφέβαλλε αν αυτό θα την έκανε πιο ελκυστική και ερωτεύσιμη για τα αρσενικά. Σιγά όμως που θα έκανε τέτοια σκηνή στον άλλο, τον κηφήνα, που της έλεγε πως θα την έχει βασίλισσα και της έπινε αργά και μεθοδικά το αίμα με τις αφραγκιές και τις γαλιφιές του. Ε όχι, μεγάλη η χάρη του...

Άναψε το πορτατίφ στο κομοδίνο, για να γενούνε τα σκοτάδια φως. Το βλέμμα της έπεσε στο ράφι με τα αραχνιασμένα μαρξιστικά βιβλία από τα φοιτητικά της χρόνια. Πήρε να ξεφυλλίζει ένα της κολοντάι για τη γυναικεία χειραφέτηση, με υπογραμμίσεις και σημειώσεις δικές της στο πλάι, για να ξανανυστάξει και να αφυπνιστεί συνάμα. Μπορεί τα κουνούπια να τα μισούμε τόσο, γιατί κάνουν παρήχηση με τον καναπέ και οτιδήποτε επιχειρεί να μας σηκώσει απ’ αυτόν, φτάνει στα αυτιά μας σαν ενοχλητικό ζουζούνισμα μες στο αυτί μας, που σπεύδουμε να το διώξουμε. Και τα σκοτώνουμε με μανία, γιατί γίνονται κόκκινα και κάπου πρέπει να νιώσουμε κι εμείς μια μικρή νίκη, να πάρουμε πίσω λίγο από το αίμα μας, που μας το πίνουν άλλοι κάθε μέρα.

Η κουνουπίνα ζουζούνισε πρόσχαρα, πετώντας μπροστά από τις σελίδες της κολοντάι και προσγειώθηκε στον τοίχο δίπλα της. Την κοίταξε σχεδόν τρυφερά και ξαφνικά με μια γρήγορη κίνηση, πήρε το βιβλίο και χτύπησε με δύναμη το σημείο που καθόταν το έντομο και έγινε ένα κόκκινο σημάδι με χαλκομανία.
-Συγνώμη, αλλά νυστάζω πολύ κι αύριο έχω πρωινό ξύπνημα για δουλειά. Και δεν μπορείς να φανταστείς πόση ανάγκη έχω από λίγες μικρές νίκες.

Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους μπορεί να ‘ναι κι η ντροπή μου

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2014

Συντροφικές αποδράσεις

Διακοπές με την οργάνωση σημαίνει βασικά δύο πράγματα: το αντιιμπεριαλιστικό διήμερο σαν τελετή έναρξης και κορύφωμα στη φοιτητική κατασκήνωση στο ποσείδι για εμάς τους βόρειους –για το αχλάδι δεν μπορώ να φέρω άποψη. Για τα οποία, αν δεν τα έχεις ζήσει από πρώτο χέρι, δεν μπορείς να καταλάβεις πολλά από τα ρεπορτάζ του στιλ «αντάμωσαν και γλέντησαν οι κνίτες», που είναι ο ορισμός της «φαντασίας στην εξουσία» -με τη διαφορά πως η εξουσία φθείρει και καταστρέφει την όποια φαντασία μπορεί να είχαμε.

Το διήμερο σηματοδοτεί το τέλος της ακαδημαϊκής χρονιάς για πολλούς φοιτητές κι ένα φτηνό τρόπο να επιστρέψουν στα πάτρια εδάφη τους, αν αυτά βρίσκονται στην άλλη άκρη της ελλάδας. Και είναι μια ευκαιρία για όσους συμμετέχουν, να αποκτήσουν μια εμπειρία ζωής που προσφέρεται για διάφορους μη αστικούς μύθους. Πχ ότι φέτος στο στόμιο δεν εμφανίστηκαν λέει τα στούκας, που είχαν θερίσει κόσμο στο προ δεκαετίας (και βάλε) διήμερο. Κι η μόνη σταθερή αξία ήταν ο θολός οπορτουνιστικός βούρκος στην παραλία όπου χύνεται το ποτάμι του πηνειού και γίνεται ακόμα χειρότερο, αν πλακώσουν μαζί τρεις χιλιάδες κατασκηνωτές. Τα καλύτερα μέρη εξάλλου είναι μετά το τσάγεζι, προς την καρίτσα και το κόκκινο νερό.

Η δική μου πιο δυνατή ανάμνηση είναι από το –πάει και το- νεστόριο. Με τους ήρωες-άπαρτα βουνά να παίζουν άπειρες φορές κάθε μέρα, για να τους μάθουν οι νέοι και να μην αντέχουν να τους ξανακούσουν οι παλιότεροι· τους.. σύγχρονους «ήρωες» να βουτάνε στα κρύα νερά του ποταμιού για να κολυμπήσουν· κι όλα τα αντάρτικα τραγούδια να γίνονται χασαποσέρβικα στον χορό. Και τον τοπικό (προ καλλικράτη) δήμαρχο να βγάζει ένα θερό λόγο υποδοχής, θαρρείς και ήταν δικός μας –καμία σχέση. Αλλά οι καλές σχέσεις χρησίμεψαν στη συνέχεια, γιατί ένα βράδυ που έβρεχε –εκτός από το κρύο που πιάνει πάντα τις νύχτες- και πολλές σκηνές πλημμύρισαν, οι αρχές του γειτονικού χωριού μας παραχώρησαν ευγενικά το δημοτικό για να διανυκτερεύσουμε. Και κάναμε ένα νυχτερινό ελιγμό γράμμο-βίτσι, που στην αρχή δεν ξέραμε πού θα κατέληγε (μήπως όντως στο βίτσι;) και ήταν μια δοκιμασία για τα νεύρα, τις αντοχές, τα γυναικόπαιδα, τους θεριακλήδες καπνιστές, τους γκρινιάρηδες σφους (καλή ώρα) και όσους λιπόψυχους σκέφτονταν τη λιποταξία. Το ατσάλωμα μας έκανε καλό όμως και σε κάθε αίθουσα του σχολείου έγιναν αυτοσχέδιες ομάδες με υπεύθυνους κι άτυπους.. πολιτικούς εκπροσώπους για την καλύτερη διαρρύθμιση του χώρου.

Στο ποσείδι πηγαίνουμε το δεύτερο μισό του ιούλη, που είναι η καλύτερη περίοδος: ούτε η πήχτρα στο άνοιγμα, που πλακώνει όλος ο κόσμος κι είναι πατείς με πατώ σε κι έχει παντού ουρές, από την τουαλέτα ως το σούπερ-μάρκετ, ούτε η νέκρα του αυγούστου, να σε πιάνει μελαγχολία –αν και έχει και αυτή την χάρη της. Δε συμπίπτει βέβαια με κάποια μεγάλη αθλητική διοργάνωση (μουντιάλ ή ολυμπιακούς) που θα είχε πλάκα ίσως να τη δει κανείς μαζί με μπαόκια πχ (που το 05’ φώναζαν «οέο-οέο με αρχηγό τον τέο») ή με το βουλευτή, το ζιώγα, που έβλεπε ακόμα και πόλο.

Είχαμε όμως δικές μας αθλοπαιδιές και μεγάλες διοργανώσεις, όπως το μουντοτάβλι του 02’ και το μουντοσκάκι, όπου δύο αρχάριοι σφοι είχαν ονομάσει τα άλογά τους καφού και ρομπέρτο κάρλος, ανάλογα με την πλευρά από όπου εφορμούσαν. Ή το κλασικό παλέρμο, όπου πριν αρχίσουμε να παίζουμε κανονικά, για να βρούμε το δολοφόνο, ξοδεύαμε τον πρώτο γύρο για να βγάλουμε κάποιον που είχαμε στην μπούκα, με.. «πολιτικά επιχειρήματα» πχ –για να το επικαιροποιήσουμε κιόλας- εγώ λέω να φύγει ο τάδε, γιατί δεν ψήφισε το 19ο και είναι με το ααδμ. –Ναι αλλά εγώ είμαι κάπου μεταξύ αριστερού ααδμ και δεξιάς λαϊκής συμμαχίας, ενώ εσύ... Και πάει λέγοντας.

Και ζήσαμε ιστορικές στιγμές, όπως τη γένοβα, όπου προσπαθούσαμε απεγνωσμένα να μάθουμε νέα και να βγάλουμε συνεννόηση με όσους είχαν τότε κινητά. Και την περίφημη επιστολή των επτά (του ναρ), που τώρα δεν είναι τόσοι αλλά οι καλοί βρήκαν το δρόμο τους. Και το λαϊκό στρώμα την έχει πάντα μαζί του στο πορτοφόλι του, αλλά κοροϊδεύει την κοινωνία και ποιος ξέρει πότε θα ξαναγράψει στο ανενεργό μπλοκ του, που ντεμέκ στα χαρτιά ξαναλειτουργεί. Και υπήρχε θέμα με τους ριζοσπάστες, γιατί κάναμε μεν ειδική παραγγελία, αλλά συνήθως ήταν λιγότεροι από τη ζήτηση και κάποιοι σφοι έγραφαν πάνω το όνομά τους, για να μην τους τον πάρει κανείς στη ζούλα και μείνουν μπουκάλα και αδιάβαστοι.

Αλλά αυτά συμβαίνουν σε ζωντανούς οργανισμούς κι είναι μικρές σταγόνες στο αρχιπέλαγος της συντροφικότητας, που δοκιμάζεται κι ατσαλώνεται στις χρεώσεις της καντίνας που διαχειριζόμαστε και τις ανάγκες της. Θαυμάζεις τους εθελοντές που δηλώνουν βάρδια 10-12, την ώρα αιχμής δηλ, το σφο που έκανε το λάθος να φτιάξει μια χρονιά κρέπες και έπαιρνε κάθε βράδυ ένα τόνο παραγγελιές, μαθαίνεις δουλειές που ούτε κατά διάνοια δε θα έκανες σπίτι σου, στρώνεις στη δουλειά τους λουφαδόρους, πίνεις σε νερό ό,τι έχεις βγάλει σε ιδρώτα (ή μήπως το αντίστροφο συμβαίνει;) και διηγείστε μαζί με άλλους ψήστες σφους «ιστορίες του κυνηγιού», σα ψαροντουφεκάδες. Ένας ψητάς πήρε παραγγελία σαράντα σουβλάκια (τα πουρουφάν που λένε κι οι νότιοι) και τα είχε έτοιμα σε πέντε λεπτά. Ένας άλλος έψηνε σουβλάκια σε δύο σειρές, πάνω-κάτω και πλαγίως κι είχε παραπλεύρως και μια δεύτερη ψησταριά με λουκάνικα και μπιφτέκια. Ενώ ένας τρίτος έκανε όλα τα παραπάνω και παράλληλα πρόσεχε τις πατάτες να μην καούν, άλλαζε τραγούδια στο cd player και έπαιζε και ντραμς. Κι ένας άλλος λέει τα έψηνε χωρίς λεμόνι. ΧΩΡΙΣ ΛΕΜΟΝΙ!; Και πώς έπαιρναν χρώμα δηλ για να μη φαίνονται ωμά; Εκτός κι αν ήταν στην ίδια φυλή-συνομοταξία με εκείνο το σφο που αν ήταν ινδιάνος θα τον φώναζαν το ωμό σουβλάκι. Ντάξει ρε σφε, είπαμε να υπερβάλλουμε λίγο στις ιστορίες, αλλά όχι και χωρίς λεμόνι.

Και τι άλλο έπαιζε; Οι συνελεύσεις κατασκηνωτών, που δεν ήταν κακές, αλλά πόσα αποτελέσματα να φέρουν μες σε δυο βδομάδες που ήμασταν εκεί, ενώ το ποσείδι ήταν ανοιχτό για ένα δίμηνο περίπου; Οι ανθρωποφύλακες που πρόσεχαν μη τυχόν κάνει μαντραπήδα κανείς τεϊτζής ή παμακίτης και ζητούσαν να τους δείξουν την κάρτα τους, αλλά εμείς τους καλύπταμε και λέγαμε πως ήταν δικοί μας από την καντίνα. Οι φωνές από τους σασίτες παραδίπλα, που είχαν κάνα δυο προκλητικούληδες, αλλά σε πρώτη ευκαιρία οι πιο πολλοί έρχονταν από τα μέρη μας. Το κυνήγι για τις καρέκλες της λέσχης, κάθε βράδυ που είχαμε γλέντι, για να μας τις ξαναπάρουν το άλλο πρωί και φτου από την αρχή, μέχρι που έβαλαν βιδωτά καθίσματα και ησύχασαν –κι ακρίβυναν και το φαγητό, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία. Οι συναυλίες κάθε πσκ (όχι η παλιά πανσπουδαστική) και η σταθερή αξία του κασούρα με τα ρεμπέτικα (και όχι μόνο) και δεν ξέρω αν σου ‘πα, αλλά... ήρωες άπαρτα βουνά και γιούπι για-για πανσπουδαστική (η πκς, δηλ η παλιά πσκ). Κι οι εκδηλώσεις, συζητήσεις, παρουσιάσεις κι ο πάγκος με τα βιβλία της σύγχρονης εποχής, που για μένα προσωπικά ήταν η πρώτη μου επαφή με το λένιν –απλά ελαφρά αναγνώσματα για την παραλία. Και ναι ήταν η πρώτη φορά με κάποιον που να το αξίζει, όπως θα έλεγε η ποταμίσια.

Το πευκοδάσος δίπλα στη θάλασσα, όπου μέσα έκανε φουτζίτσου, ενώ έξω είχε καύσωνα –αλλά χωρίς το τρελό κρύο στο νεστόριο. Βλάστηση σφε αναγνώστη, όχι ξερονήσια όπου χαίρεσαι με δυο αρμυρίκια όλα κι όλα και τα ποτίζεις για να μπει αιώρα κάποτε, στη δευτέρα παρουσία. Οι βραδινές «εξορμήσεις» στο άθλιο μπιτσόμπαρο, που ή εγώ κάνω σα γέρος ή αυτό παίζει ντάμπα-ντούμπα στη διαπασών, που ευτυχώς δεν έφτανε ως το στρουμφοχωριό με τις σκηνές που στήναμε στα πέριξ της καντίνας, αλλά τώρα έχει κι από την άλλη πλευρά ένα άλλο μπιτσόμπαρο και έτσι είμαστε περικυκλωμένοι, σφοι. Και διάφορα άλλα σκηνικά και περιστατικά, που δεν έχουν αποχαρακτηριστεί ακόμα από τα μυστικά αρχεία και τα κρατάμε κάβα για κάποια άλλη φορά.

Το περίεργο είναι πως το ποσείδι σου αφήνει πολλές φορές μια αίσθηση βετεράνου φιτητή, που σε κάνει να λες πως μπούχτισες και δε θα ξανάρθεις άλλη χρονιά, αλλά πάντα σε κερδίζει μέχρι να πάψεις να βρίσκεις παρέα και να σε ξεβράσει το φκ κι η νέα γενιά. Και πάντα μελαγχολείς στην τελετή παράδοσης-παραλαβής της καντίνας στους βρωμοπασόκους, που πρέπει να βγάζουν ένα σωρό λεφτά ο καθένας για την πάρτη του από τη διαχείριση της καντίνας, όπως άλλωστε και οι δαπίτες. Και μόνο η/τα εαακ δεν παίρνουν την καντίνα, θεωρητικά για λόγους αρχής, γιατί δε συμμετέχουν στη φεαπθ, άτυπα όμως τους είχε μείνει σιωπηρά ως αντάλλαγμα το στέκι στη θεολογική, που μέχρι πρότινος –και για μια δεκαετία σχεδόν- έμενε τραγικά αναξιοποίητο, αλλά τώρα βελτιώθηκε η κατάσταση. Και οι ναρίτες ορκίζονται, μα το δία και την μπελισάμα, πως κι οι θερινές τους κατασκωνώσεις είναι καλύτερα οργανωμένες, αλλά όπως λέει μια φίλη της κε του μπλοκ, ό,τι συμβαίνει στο χορευτό, μένει στο χορευτό (αν και φέτος θα πάνε αλλού) και τέλος πάντων ας βρουν ένα δικό τους να διηγηθεί τις δικές τους εμπειρίες..


Υγ: Η κε του μπλοκ αισθάνεται την ανάγκη να ευχαριστήσει τους σφους αναγνώστες για τα πολύ καλά αντανακλαστικά που δείχνουν στην πλειοψηφία τους τις τελευταίες μέρες στα σχόλια και να τους ευχηθεί καλή ξεκούραση για τις επόμενες μέρες, που κατά πάσα πιθανότητα το μπλοκ δε θα ανανεώνεται με κείμενα.

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Διακοπή για αναρτήσεις

(σημειώσεις του καλοκαιριού)

Φέτος το καλοκαίρι για πολύ κόσμο το πρόγραμμα δεν είχε διακοπές, παρά μόνο διακοπές προγράμματος, όπως στις παλιές καρτέλες (μας συγχωρείτε για τη διακοπή) που δικαιολογούσαν τα τεχνικά προβλήματα της ερτ. Που τώρα όμως έγινε τσεβδή (εδτ) κι εκσυγχρονίστηκε, για να εκπέμπει μαύρο ή ασπρόμαυρο ρετρό χωρίς διακοπή.

Αυτά όμως τα λένε οι κομμουνιστές, που δε διέκοψαν το πρόγραμμα του 902 για να τον πουλήσουν. Και πρέπει να τους στείλουμε γρήγορα για διακοπές στο γνωστό αρχιπέλαγος με το νέο παρθενώνα, ή στην κούβα του κάστρο με τις δωρεάν διακοπές ρεύματος για όλους –όχι όπως εδώ, που τις κάνουν μόνο στη σαντορίνη-, το τελευταίο κάστρο –που ίσως αλωθεί από μέσα, αν δεν προσέξουνε οι σφοι τις μεταρρυθμίσεις- και τελευταία σοβιετική γωνιά του πλανήτη, μαζί με την χώρα μας βεβαίως-βεβαίως, αν πιστέψουμε την κυρίαρχη προπαγάνδα.

Και δεν το λέει μόνο η επάρατος δεξιά αυτό το τελευταίο. Είναι κι ο αριστερός αλέξης που λέει για την τσεβδή δημόσια τηλεόραση πως (του) θυμίζει σοβιετική αισθητική του 70’ και του 80’. Γι’ αυτό μάλλον αντέγραψε και το σήμα της σοβιετικής τηλεόρασης από τα χρόνια του σημαδεμένου γκόρμπι, δικαιώνοντας τον αιώνιο πάγκαλο που τη θεωρεί κομμουνιστική. Μα ποιο σοβιέτ κυβερνά επιτέλους αυτόν τον τόπο με τα μεγάλα σοσιαλιστικά μυαλά, που συναντιούνται;

Οι διακοπές αφορούν βασικά το δικαίωμά μας –όχι στην τεμπελιά, όπως το σατίριζε ο γαμπρός του μαρξ αλλά- στην προσωρινή διακοπή-αποχή από το προτσές της παραγωγής, για να ξεκουραστούμε και να συνεχίσουμε να είμαστε αποδοτικοί. Αλλά το προτσές της ταξικής πάλης που συνδέεται άμεσα με το πρώτο κι αναπαράγεται αδιάκοπα απ’ αυτό, δε σταματά ποτέ. Και στους χαλεπούς καιρούς της κρίσης και της αντεπανάστασης, με τους αρνητικούς συσχετισμούς διεθνώς, οι διακοπές γίνονται από δικαίωμα, που το ασκεί ο καθένας περίπου όποτε θέλει κατ’ επιλογήν του, σε άδεια άνευ αποδοχών για τις μέρες που κλείνει η επιχείρηση, ή σε υποχρεωτική άδεια διαρκείας για τους απολυμένους και τους άνεργους, που έχουν όλο τον χρόνο καλοκαίρι (μόνο οι καιρικές συνθήκες αλλάζουν) αλλά στην τσέπη βαρυχειμωνιά. Κι όχι επίδομα δε σου δίνουν, αλλά στο τέλος η κάρτα ανεργίας θα χρησιμεύει όπως οι καρτέλες της τηλεόρασης, για να γράφουμε κάτι απολογητικό, με συγχωρείτε που περιμένω να φάω από τα έτοιμα των άλλων, είμαι άχρηστος, και να παίρνουμε την ευθύνη πάνω μας. Εξάλλου όποιος θέλει δουλειά, βρίσκει.

Κι έτσι από τα μπάνια του λαού που λέγαμε την εποχή (της κατά φαντασίαν επικράτησης) των μη προνομιούχων, οι διακοπές έφτασαν σήμερα να είναι ακριβό σπορ για λίγους και προνομιούχους. Κι αν σε παίρνει ακόμα να το εξασκείς –έστω και για λίγες μέρες- σε πιάνουν οι τύψεις για αυτούς που μένουν πίσω.

Το καλοκαίρι λοιπόν δεν είναι ακριβώς μια εποχή χωρίς ειδήσεις –όπως αποδεικνύει κι η πώληση του 902, άλλωστε. Αλλά θα κινηθούμε για λίγο ακόμα σε χαλαρούς ρυθμούς, εστιάζοντας στο θέμα των διακοπών, κι αφήνοντας την επικαιρότητα για κάποια επόμενη ανάρτηση.

Τα κορυφαία αποσπάσματα σχετικά με το θέμα μπορεί να τα βρει κανείς διάσπαρτα στο έργο των κλασικών. Πχ στον αστερίξ, για τα ψώνια τους πρωτευουσιάνους (λουτετιανούς), που εκστρατεύουν μαζικά στην ύπαιθρο για να βρουν ηρεμία σε φριχτά μποτιλιαρισμένους δρόμους και παραλίες πατείς με πατώ σε –όπως ακριβώς και σήμερα. Αλλά και για τον κυριολεκτικό χαρακτήρα που παίρνουν αυτές οι εκστρατείες στο μικρό νικόλα, όταν η οικογένειά του μαζεύει τα… απολύτως απαραίτητα για τις διακοπές και καταλήγει να συγκεντρώνει όσα χρειάζεται ένας στρατιωτικός λόχος. Συνεπώς μην παρεξηγείτε τις μάνες (του λόχου) που καμιά φορά φωνάζουν σα λοχαγοί, για να κρατήσουν τον έλεγχο και παίρνουν το ρόλο τους πιο σοβαρά απ’ όσο πρέπει. Στο κάτω-κάτω της γραφής κρατάνε τις περισσότερες αγγαρείες για τον εαυτό τους.

Τι άλλα συμπεράσματα βγαίνουν κατά την περίοδο των διακοπών;
Καταρχάς πως οι τουρίστες είναι βλάκες με περικεφαλαία. Κι αυτό δεν είναι δική μου άποψη. Είναι η επίσημη γραμμή κι η βασική κατεύθυνση στην αντίληψη της χώρας για το είδος του τουρισμού και τους τουρίστες που θέλουμε. Λοβοτομημένους καταναλωτές, που τα σκάνε χοντρά και τους πιάνουμε κορόιδα.  Που ενθουσιάζονται με το ψεύτικο και αφόρητα στερεότυπο φολκλόρ «mousaka, souvlaki, bouzoyki» που τους πουλάμε, πηγαίνουν σαν κοπάδι πρόβατα στα μέρη και τα (μεγάλα) μαγαζιά που τους στέλνουμε και φωνάζουν εκστασιασμένοι opa σε μοναδικές στιγμές ευτυχίας.

Με αυτή την έννοια, αν το παμε καταστρέφει τον τουρισμό, όπως λέει ο αστικός μύθος –που αν δε συμφωνεί με τα γεγονότα, όπως το πρόσφατο μπλακ άουτ στη σαντορίνη, τόσο το χειρότερο γι’ αυτά- στην πραγματικότητα αποτελεί, εκτός των άλλων, μέτωπο κατά της οργανωμένης βλακείας. Κι αυτός είναι ο βασικός λόγος που συγκεντρώνει τη μήνη όλων των ηλιθίων. Και αν –όπως μας λέει ο κάρολος- ο καπιταλισμός δεν είναι παρά το σύστημα της γενικευμένης εμπορευματικής παραγωγής, που διεισδύει σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας, τότε η (αντικαπιταλιστική) πάλη των κομμουνιστών είναι ένα μέτωπο ενάντια στην αποξένωση, που καθιστά τους ανθρώπους εμπορεύματα κι αλλοτριώνει τις μεταξύ τους σχέσεις στο επίπεδο της τυπικής συναλλαγής. Χτίζει παραθαλάσσια τουριστικά εκτρώματα κι οικισμούς φαντάσματα, που νεκρώνουν τον χειμώνα, καταστρέφει κάθε γνήσιο γραφικό στοιχείο στα τουριστικά θέρετρα, διαμορφώνει μαζικά μικροαστικές συνειδήσεις που κυνηγούν το εύκολο κέρδος και κάνουν ευρώ τα μάτια τους στη θέα των ξένων, καθιστώντας τον περιβόητο ξένιο δία μια κερδοφόρα μπίζνα.

Ίσως σε κάποιους φαίνονται γραφικά αυτά που λέμε. Αλλά αν μας θεωρούσαν όντως γραφικούς και ακίνδυνους, θα μας είχαν εντάξει στο παιχνίδι, ως ένα ακόμα αξιοθέατο της ελληνικής πολιτικής σκηνής για τους τουρίστες από το εξωτερικό.
Όπως συμβαίνει δηλ, με τελείως διαφορετικό τρόπο, σε κάποια χωριά της κατακόκκινης θάσου –που ήταν και καταπράσινη, πριν τη βάλουν στο μάτι και την ξανακατακάψουν. Αν πας στην καλλιράχη πχ όπου είναι η εστία της πυρκαγιάς –κι όπου είχε πρόσφατα η οργάνωση μια προφεστιβαλική- αυτά που θα δεις με μια σύντομη βόλτα είναι: η πλατεία του χωριού, η εκκλησία, το καφενείο και… τα γραφεία της τοπικής κόβας του κκε, σε περίοπτη θέση. {Υπάρχει βέβαια κι ένα μνημείο για τους πεσόντες υπέρ πατρίδας το 49’, που δεν ξέρεις αν το ‘βαλε το κράτος για να τσατίσει τους ντόπιους, ή μήπως το αντίστροφο, να το ‘βαλαν δηλ οι κάτοικοι για τους δικούς μας, όταν άλλαξαν κάπως τα κόζια με τη μεταπολίτευση). Αυτό συμβαίνει και σε άλλα χωριά του νησιού, όπου στην κυριολεξία η μόνη ζωτική δύναμη, που υπάρχει και κινείται –με πραγματικούς κι όχι εκλογικούς όρους- είναι το κόμμα, που αποτελεί την αυτονόητη επιλογή για κάθε ζωντανό κι ανήσυχο στοιχείο.

Με βάση τα προηγούμενα, κάποιες αντιμνημονιακές ψυχές αναπτύσσουν ενίοτε έναν αυθόρμητο «αντιιμπεριαλισμό» για τους κουτόφραγκους, που δεν ξέρουν να ζουν και ορέγονται τα προκάτ «παραδοσιακά» εδέσματα που τους σερβίρουν ή τις μέτριες πολυσύχναστες παραλίες, γιατί ούτε αυτά δεν έχουν στα μέρη τους οι καημένοι. Γρήγορα όμως βλέπεις πως κι ο έλληνας έχει εθιστεί στην κακογουστιά και κάνει τα ίδια και χειρότερα, όταν τον παίρνει –από οικονομικής άποψης, γιατί τώρα τον παίρνει από γενικότερης άποψης, οπότε δεν του περισσεύουν τόσα λεφτά για σπατάλες και περιορίζεται στα απολύτως απαραίτητα: πχ τατουάζ για την παραλία, ή το υδρομασάζ με τα ψαράκια που σου τρώνε τα νεκρά κύτταρα από τα πόδια. Βέβαια όλο και λιγότερες ελληνικές οικογένειες πάνε σήμερα διακοπές, αλλά αναπτύσσεται τουλάχιστον ο ελληνικός τουρισμός, οπότε ας μην είμαστε μίζεροι, απαξιώνοντας αυτό το σπουδαίο κυβερνητικό success story.

Μια πιο ειδική μορφή «αντιιμπεριαλισμού» είναι να συνταχθείς με την οακκε και το αντι-ρωσικό μπλοκ ενάντια στα στίφη του ξανθού γένους από το πρώην ανατολικό μπλοκ (με την ευρύτερη έννοια αν συμπεριλάβουμε και τους γιούγκους) που κατακλύζουν κάθε γωνιά του αιγαίου –και όχι μόνο. Και για τα οποία ο χρόνος κι η εξέλιξη μοιάζουν να έχουν σταματήσει στη δεκαετία με τις βάτες, από την οποία δανείζονται με πάθος τα πιο καλτ αισθητικά της στοιχεία –ούτε καν αυτά που εννοεί ο τσίπρας. Αν κάποιος θέλει να δει λοιπόν σε προχωρημένη μορφή την παρακμή της περεστρόικα, 25 χρόνια μετά, το καλοκαίρι προσφέρεται για κοινωνιολογική παρατήρηση και χρήσιμα συμπεράσματα. Κι αν απορήσει κανείς πώς κατάφεραν αυτοί οι λαοί να οικοδομήσουν για κάποια χρόνια μια ανώτερη κοινωνία, ας μην ξεχνά πως το δείγμα που φτάνει σε εμάς δεν είναι ακριβώς αντιπροσωπευτικό για το σύνολο του πληθυσμού, παρά μόνο για την αστική παρακμή.

Υπάρχουν επίσης και τα διαχρονικά υπαρξιακά ερωτήματα των διακοπών, του τύπου:
Μήπως έχεις γεράσει για να πηγαίνεις πια σε κάμπινγκ; Ή γερνάς ακριβώς όταν/επειδή δεν πηγαίνεις; Είχε δίκιο άραγε ο ηρώδης που εξόντωσε τα νήπια κι όλους τους μικρούς ούννους που σε ενοχλούν στην παραλία; Ή έπρεπε να ‘χει σκοτώσει τους γονείς τους που τα μεγάλωσαν έτσι; Κι είναι λογικό να βλέπεις τα ίδια άτομα (σφους) χειμώνα-καλοκαίρι και να μην αλλάζεις παραστάσεις –έστω για λίγες μέρες; Ή αυτό είναι δείγμα υγείας σε σχέση με άλλες παρέες που μεγαλώνουν –ηλικιακά- και χάνονται στις οικογένειες που φτιάχνουν στην πορεία; Κι υπάρχει κάποια λογική αντίφαση όταν παλεύεις να μην καταργηθεί ο κουτσουρεμένος κοινωνικός τουρισμός, ενώ εσύ λανσάρεις ένα είδος αντικοινωνικού τουρισμού, μακριά από πολυσύχναστα θέρετρα και παραλίες; Ή είναι διαλεκτικά δεμένα μεταξύ τους;
Κι οι απαντήσεις πρέπει να δένουν πάντα με κάποιο ιδεολογικό υπόβαθρο, για να νομιμοποιούνται στη συνείδησή σου και να τις αποδέχεσαι βς κατευθυντήριες γραμμές. Αν και συνήθως έρχονται εκ των υστέρων, ως απολογητική, να δικαιολογήσουν θεωρητικά την πράξη και τις προτιμήσεις σου. Για αυτά όμως έχουμε καλοκαίρια μπροστά μας να τα αναλύσουμε.

Το επιμύθιο μας το δίνουν τα αρχέγονα ένστικτα που ξυπνά η θάλασσα κι η επιστροφή στη φυσική κατάσταση του ανθρώπου. Μες στο νερό δεν υπάρχουν ταξικές διακρίσεις μεταξύ αδύνατων κι απλώς εύσωμων, δυσκίνητων κι ευκίνητων, γέρων και μωρών, φελλών κι έξυπνων. Όλοι επιπλέουν και όλοι αφήνονται στο χάδι της θάλασσας που παίρνει τον καθένα μας και τον κάνει καλύτερο άνθρωπο, όπως περίπου ο κομμουνισμός. Σγουραίνει τα μαλλιά, γραμμώνει τους μύες, μαυρίζει το κορμί, κάνει μπάσα τη φωνή, χαλαρώνει τα νεύρα, ξεκουράζει το μάτι και το αυτί, ταξιδεύει το νου.
Ε κι αν σε αυτή τη μεγάλη υπόθεση, τα κάνουμε μούσκεμα στη διαδρομή και πνιγόμαστε σε μια κουταλιά νερό, σε ένα αρχιπέλαγος ή σε μια λαοθάλασσα που μας ακολουθεί κι έχει απαιτήσεις να τη βγάλουμε στη γη της επαγγελίας, δεν πειράζει. Η ιθάκη θα ‘ναι πάντα εκεί και θα μας περιμένει, πλούσια όσο κι οι γνώσεις από τα λάθη μας, που κερδίζουμε στη διάρκεια του ταξιδιού.


Επίλογος με θεματικές μουσικές επιλογές, ως μια μικρή ωδή στην εποχή του καλοκαιριού και σε αυτήν που κόλλησαν οι ανατολικοί και σημάδεψε τα παιδικά μας χρόνια.