Ένα σαββατοκύριακο μες στην άνοιξη που άφησε πίσω του σκόρπιες σημειώσεις. Αν το είχα πιο πρόσφατο, ίσως θυμόμουν και τον κρίκο που τις συνέδεε. Τώρα τις παραθέτω ατάκτως ερριμένες.
Κι όμως κινείται! Η γη, το κίνημα, ο κόσμος, ο χώρος μας.
Αρκεί να μην γίνει το παν η κίνηση και ξεχάσουμε πού θέλουμε να πάμε.
Προς το παρόν ξέρουμε από πού θέλουμε να φύγουμε. Απ’ το βάλτο με το (τ)έλος της ιστορίας. Που έπεσε σαν ουρανός στα κεφάλια μας την ώρα που του κάναμε έφοδο.
-Τι έγινε ρε παιδιά, μας την πέσανε;
Σαν έτοιμα από καιρό, σαν θαρραλέα, τα σχήματα της δυαδικής εξουσίας ξεπηδούν στο κεφάλι μας και παίζουν με τάπες βαρελιών περιμένοντας να ωριμάσουν οι μάζες.
Λεπτομέρειες…
Χωρίς παιδεία οι μαζικές συνειδήσεις μένουν παιδικές και παιδεύουν τις οργανωμένες πρωτοπορίες. Δεν κάνουμε όλοι για παιδαγωγοί, αλίμονο όμως αν δεν προσπαθούμε να γίνουμε. Δεν είναι μόνο ότι ξεκόβεις απ’ τις μάζες για το καλό των οποίων –υποτίθεται- κόπτεσαι. Είναι κι ότι μένεις ανεπίδεκτος μάθησης, γιατί το προτσές είναι αμφίδρομο κι οι ρόλοι εναλλάσσονται.
Το θέμα δεν είναι να κατανοήσουμε τον κόσμο, αλλά να τον αλλάξουμε. Είναι ζήτημα όμως τι ακριβώς μπορούμε να αλλάξουμε αν δεν έχουμε καταλάβει τους ανθρώπους που ζουν σε αυτόν και –βασικά- την εξουσία.
Τα 80’ς είναι η συλλογική εκδίκηση του υποσυνείδητου.
Χρώματα κι ιδεολογίες ατάκτως ερριμένες, σαν σε όνειρο.
Όμορφες σκηνές που δε βγάζουν απαραίτητα νόημα και καταλήγουν ενίοτε σε Εφιάλτη (με σημάδι στο κούτελο), αλλά είναι πιο γεμάτες και ρεαλιστικές από την κούφια πραγματικότητα.
Είναι νομοτέλεια όμως ότι κάποτε θα ξυπνήσεις. Για να σε τυλίξει ένα αίσθημα απώλειας και νοσταλγίας για το όνειρο.
Κι ίσως έχουμε τότε μαζική ύπνωση συνειδήσεων, οικειοθελή κατά βάση, μήπως μπορέσει να ονειρευτεί ξανά ο κόσμος.
Η δεκαετία με τις βάτες είναι μια παλέτα με όλα τα χρώματα.
Μαζί κι αυτά της παρακμής. Σάπιο μήλο και σοσιαλισμός που σαπίζει αλλά θυμίζει ακόμα τέτοιο.
Αν μπορούσαμε θα το παγώναμε και θα το κρατούσαμε για πάντα. Με την ίδια λογική που το φθινόπωρο είναι υπέροχη εποχή κι ας ακολουθεί πάντα η νάρκη του χειμώνα.
Κι όταν η παλέτα μπλέκει στα χρώματα των παιδικών αναμνήσεων αφήνει αθεράπευτα σημάδια, αλλά χωρίς τραύματα. Το τραύμα ήταν που κόπηκε απότομα το νήμα των αναμνήσεων το 89 και δεν είχε συνέχεια.
Η σοβιετία ήταν η λατρεία που έγινε αγαποσυνήθεια.
Αλλά η ιστορία απεχθάνεται τα κενά στο φαντασιακό και στον έρωτα. Κι ο λαός μας έγινε πολύ ευάλωτος για να κρατήσει στον πρώτο δημαγωγό που τον κολάκεψε με βιτρίνες και καθρεφτάκια.
Η αλεπού ξεγέλασε τον κόρακα, του έπεσε το τυρί, αλλά δεν είδαμε τη φάκα. Κι ύστερα πλάκωσαν μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά.
Μας έλεγε ο αρσενικός γονιός του πατέλη (το πι με κάπα) τις εντυπώσεις του από το ταξίδι του στη μόσχα. Με έμφαση στην κριτική γιατί έτσι οφείλουν οι κομμουνιστές.
Το τι κοράκια –στην κυριολεξία- είχε αυτή η πόλη δεν περιγράφεται. Άντε να γλιτώσεις το κράξιμο…
Νομίζω θυμήθηκα και το συνδετικό κρίκο. Ένα κυριακάτικο πρωινό σε ένα σπίτι στο γκύζη, απ’ τα παλιά με τις πράσινες τέντες. Που σε χαϊδεύει ο ήλιος και ψάχνεις σκιά να κουλουριάσεις. Ανοίγουν οι πόροι του μυαλού και του δέρματος και ρουφάν κάθε κουβέντα και θόρυβο σα μελωδία.
Ένα γλυκό προτσές, όπου τα ερεθίσματα μπαίνουν άναρχα, ωριμάζουν και γίνονται σκέψεις, όπως ο μούστος γίνεται κρασί και σε μεθάει. Κι έρχονται να στάξουν πάνω στο χαρτί τη στιγμή και την άνοιξη.
Άσπρα σπίτια ως εκεί που φτάνει το μάτι. Κόκαλα σπαρμένα στο λεκανοπέδιο σαν τάφοι ζωντανών-νεκρών και σκλάβων πολιορκημένων.
Δε βαριέσαι. Τα μακάβρια θεάματα είναι τα καλύτερα. Κι η παρομοίωση το καλύτερο μέσο έκφρασης, γιατί η πεμπτουσία της τέχνης είναι ο συνειρμός.
Ο καπιταλισμός λέει είναι γενικευμένη εμπορευματική παραγωγή.
Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Ότι δεν εμπορεύονται το περίσσευμα όπως κάποτε, αλλά το έχουν αυτοσκοπό. Παράγουμε για να πουλήσουμε, όχι για να ικανοποιήσουμε ανάγκες.
Το κεφάλαιο διαλύει τους προαιώνιους ανθρώπινους δεσμούς και βάζει στη θέση τους σχέσεις πραγμάτων.
Τα κάλαντα, οι λατέρνες, τον μπακάλη της γειτονιάς.
Όσοι θεσμοί επιβιώνουν εκφυλίζονται και κρατάν μόνο το περιτύλιγμα.
Βλέπω μπροστά μου την αφίσα του παναγιωτακόπουλου.
Η ελλάδα ανήκει στους έλληνες, όχι στους τραπεζίτες.
Κι ο κοσκωτάς έλληνας ήταν.
Κάθε εποχή έχει τις αυταπάτες που της αξίζουν. Κι η δύναμη εκείνης της εποχής ήταν τέτοια που οι αυταπάτες της διατηρούνται ακόμα, χωρίς τους εμπράγματους όρους που τις γέννησαν.
Ξέρεις τι είναι να λες τέτοια συνθήματα και να μη σε περνάν για γραφικό όπως σήμερα;
Ο πιο καλτ μανιχαϊσμός που έχω δει σε καρτούν ήταν σε ένα μίκη.
Βλέπει μια σκιά μες στο σκοτάδι και χωρίς να ξέρει ποιος είναι αρχίσει να ξεφωνίζει: κα-κοί-οί-οί-οί…
Η -διαχρονικά- πιο γελοία προσωποποίηση του καλού, αυτό το ποντίκι. Που το 89’ εγκατέλειψε πρώτο το καράβι μαζί με τους ομοίους του κι έγινε υπουργός μητσοτάκη.
Ενώ ο σκρουτζ ήταν πάντα πιο διαλεκτικός. Ίσως ο πιο συμπαθής τσιγκούναρος που υπάρχει.
Η διαλεκτική όμως δεν είναι χυλός που αρνείται να πάρει θέση.
Πρέπει να ξεφύγουμε απ’ τα αντανακλαστικά του μίκυ που υποπτεύεται οτιδήποτε έξω από αυτόν, γιατί όπως λέει κι ο σαρτρ η κόλασή μας είναι οι άλλοι. Όχι όμως και να παντρεύουμε το νερό με τη φωτιά για να βγει μια διαλεκτική σούπα και να είμαστε όλοι καλοί. Ο πραγματικός ουμανισμός είναι να ξεχωρίζεις τους εχθρούς της ανθρωπότητας και να τους αντιπαλεύεις μέχρι το τέλος.
Το –κάτι σαν- κείμενο αφιερώνεται στην εντροπία που πλησίαζε στο θέρος, τον κομάντο κι όσους άλλους ένιωσαν να τους κυριεύει.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα συνειρμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα συνειρμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Τρίτη 13 Ιουλίου 2010
Τρίτη 20 Απριλίου 2010
Ιμπεριαλιστική αλυσίδα σκέψεων
Επιστροφή στην πόλη που γέννησε τη διαλεκτική. Που μυρίζει κατρουλιό μαζί με πατσουλί. Με τους συνειδητά ασυνείδητους ατομιστές και τους ταξικά ασυνείδητους προλετάριους. Τόσες αντιφάσεις και δεν προχωράει τίποτα. Κι ύστερα σου λέει, είναι πηγή εξέλιξης.
Μια μίζερη πραγματικότητα όπου καλείσαι να πάρεις θέση.
Μέσα της σαν γρανάζι της, ή απ’ έξω της στο περιθώριο;
Μέσα της ελλοχεύει ο κίνδυνος της ενσωμάτωσης. Κι απ’ έξω ο ναρκισσισμός του περιθωρίου. Μαζί με τη σοσιαλιστική συνείδηση που έρχεται απ’ έξω, έξω από την αλλοτρίωση και τη φενακισμένη συνείδηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Κι άντε μετά να περάσει με εισοδισμό στους μέσα.
Αν μείνουμε μέσα στα σημερινά όρια, πώς θα συλλάβουμε το αύριο που έρχεται; Θα μας καταπιεί η καθημερινότητα και θα μας αφομοιώσει στο βούρκο της στασιμότητας.
Αλλά αν δεν πιάσουμε τις αντιφάσεις στο σήμερα, φαντασιωνόμαστε ως αναχωρητές κόσμους εκτός πραγματικότητας. Και χτίζουμε γυάλες να κλείσουμε μέσα το απ’ έξω μας, για να μείνει καθαρό απ’ τους απ’ έξω που ενσωματώθηκαν μέσα στο σύστημα. Θέλω να βγω από δω έξω!
Ρήξη και συνέχεια. Θέλει διαλεκτική σύντροφε.
Και ποιος την έχασε για να τη βρούμε εμείς…
Μένουμε λοιπόν κλεισμένοι σε τέσσερις τοίχους που τους κουβαλάμε κι όταν βγούμε έξω. Μπροστά σε μια οθόνη, παράθυρο της φυλακής στον κόσμο, με θέα άλλα σπίτια, όπου μπορείς να μπαίνεις, αρκεί να μένεις πάντα μέσα σε τοίχους.
Εντοιχισμένη ζωή κι ο καινούριος χρόνος.
Η διαφορά με την ευτυχία είναι μια βαρηκοΐα. Οπότε μακάριοι οι σύντροφοι που δε μπορούν να αφουγκραστούν και να πιάσουν τον παλμό του κόσμου. Και πιονιέροι της ευτυχίας όλοι εμείς που βάζουμε τάπα στα αυτιά όταν είναι να μιλήσει ο άλλος.
Εντειχισμένος κι ο σοσιαλισμός που γνωρίσαμε, άλλο αν κάποιοι μένουν στα λάθη και τις ανορθογραφίες του και κάνουν πως δεν τον ξέρουν. Μπήκε εντός των τειχών για να μην εκτίθεται στους παγωμένους ανέμους της αλλαγής που φύσηξαν το 89 κι έβαλαν το ιστορικό προτσές στην κατάψυξη της αντεπανάστασης. Ο πάγος κόλλησε, ο δρόμος έσβησε.
Κι ο βασιλιάς έμεινε μούμια μαρμαρωμένη πλάι στην κόκκινη πλατεία με τη μηλιά να κλαίει την χαμένη –σοσιαλιστική- πατρίδα και την χαμένη παρτίδα με τον ιμπεριαλισμό, που δεν είναι η τελευταία. Χάσαμε μόνο μια μάχη, όχι τον –ταξικό- πόλεμο.
Οι προλετάριοι δεν έχουνε πατρίδα, γιατί η σοβιετία εάλω. Και γίναμε όλοι παλαιολόγοι που ψάχνουν τον προδότη που άνοιξε την κερκόπορτα στην μπορνχόλμερ στράσε, αντίκες του ιστορικού προτσές χωρίς αξία χρήσης αλλά με πλούσιο παρελθόν μεγάλης μεταπωλητικής αξίας, αν το εξαργυρώσουμε στους αστούς. Και μείναμε πίσω να μετράμε πόσοι τούρκεψαν και ξεπουλήθηκαν.
Το κακό ξεκίνησε από τον εμφύλιο. Που έπαιρναν με το ζόρι τους χωρικούς και τους έφερναν στις πόλεις για να μη βρίσκει τρόφιμα το αντάρτικο. Που ήταν κατά βάση χωριάτικο, σαν την εθνική μας σαλάτα, με φέτα ορεσίβια κι αγνά υλικά από την επαρχία.
Κι ύστερα ήρθε το τσιμέντο κι η αστυφιλία και μαράζωσε η ύπαιθρος. Κι ο κόσμος ξέχασε να ξεχωρίζει τα χόρτα και τις μυρωδιές, έμαθε να ενοχλείται από τις φυσικές και να τις καλύπτει με αποσμητικό. Ο καπιταλισμός έφτασε στην χωριάτικη ελλάδα κι έσπασε βίαια δεσμούς και παλιές προαιώνιες σχέσεις. Έβαλε τους μπαρμπάδες στο λέτσοβο να πίνουν καμπάρντι και να χορεύουν ρασπούτιν. Σκότωσε την προφορική διάδοση, τα παραμύθια των γιαγιάδων και τη φαντασία. Έλεγξε το φαντασιακό με δικές του έτοιμες εικόνες κι έβαλε στη θέση του δικούς του μύθους, για το φανταστικό φετιχοποιημένο κόσμο των εμπορευμάτων και της νεκρής εργασίας που ρουφάει αίμα κι υπεραξία από τη ζωντανή.
Τα παιδιά μεγαλώνουν με τυποποιημένες αναμνήσεις. Οι λεπτοί, ξερακιανοί γείτονες έγιναν δαπιτόφατσες με χοντρά μάγουλα. Κι οι συλλογικότητες έσπασαν σε πολλά μικρά κομμάτια –μεταμοντέρνα- και πήρε ο καθένας το μερίδιο μοναξιάς που του αναλογούσε.
Κάποτε λέγαμε να καώ εγώ, να καείς εσύ για να γενούνε τα σκοτάδια φως. Αλλά το μόνο φως που καίει είναι της οθόνης κι όλοι εμείς καιγόμαστε μπροστά της. Σκοταδισμός του κερατά.
Και πάει λέγοντας. Ολόκληρη αλυσίδα σκέψεων με ένα σωρό αδύναμους κρίκους. Που αν την ξετυλίξεις ολόκληρη φτάνει πολύ μακριά, ως την αντίθεση πόλης-χωριού.
Η κομμουνιστική προοπτική βασίζεται στην πόλη, στην τεχνολογία, στη μεγάλη παραγωγή. Τι είδους συλλογικότητα όμως υπάρχει στη μαζική εξαθλίωση κι αποξένωση των πόλεων; Ποιες δυνατότητες αποκέντρωσης δίνει σήμερα η αυτοματοποίηση; Πόσο τρελός ήταν στ’ αλήθεια ο τσαουσέσκου που είχε –λέει- πλάνο να ενώσει τα χωριά για να φτιάξει μικρές πόλεις; Ή οι σοβιετικοί που είχαν πολλές πόλεις μέχρι ένα εκατομμύριο κι ελάχιστες μεγαλουπόλεις;
Ο κόσμος σήμερα είναι σαν την αλυσίδα που παίζαμε μικροί στο διάλειμμα.
Αν όλη η τάξη στο σχολειό δώσει σφιχτά τα χέρια, κορίτσια αγόρια στη σειρά και έστηνε χορό
Η αλυσίδα θα ‘τανε πολύ-πολύ μεγάλη, σχέσεις αλληλεξάρτησης θα είχαμε θαρρώ.
Ο πρώτος σέρνει τρέχοντας τον χορό σαν υπερδύναμη κι οι άλλοι πίσω ακολουθούν θέλοντας και μη το ρυθμό του. Οι προλετάριοι μαθητές δεν έχουν παρά να χάσουν την αλυσίδα τους και στις απότομες στροφές της ταξικής πάλης και της αλυσίδας κάτι ελαφρά πόδια έφευγαν με φόρα και μετά τα βρίσκαμε πάνω σε τοίχους, κάγκελα, ή στα χέρια των μπολσεβίκων.
Ενίοτε η αλυσίδα έκλεινε σα σπείρα κι ο πρώτος περνούσε ανάμεσα απ’ τους άλλους τονίζοντας τις σχέσεις αλληλεξάρτησης και τις αξεδιάλυτες αντιφάσεις του συστήματος. Αλλά η αλυσίδα συνήθως έσπαγε στο τέλος που είχε φυγόκεντρο δύναμη και δυαδική εξουσία και πολύ σπάνια στους τρεις-τέσσερις πρώτους της γραμμής.
Κι αυτή είναι η πιο εκλαϊκευτική εικόνα που μπορώ να σκεφτώ για να εξηγήσω τη θεωρία του λένιν για τον αδύναμο κρίκο και τις πρώιμες επαναστάσεις του βαζιούλιν. Ενδείκνυται και για νέους πρωτοπόρους, όταν με το καλό ανασυστηθούν.
Υστερόγραφο
Η ιδεολογική τροφή που μας ταΐζει η ραδιοτηλεόραση είναι αυτές οι δήθεν αθώες κοινωνικά μορφές. Πολύ περισσότερο από τον καθαρά πολιτικό λόγο, την ιδεολογία που δεν κρύβει το όνομά της, που πολύ δύσκολα άλλωστε αγγίζει όσους ήδη έχουν άλλη πολιτική τοποθέτηση.
Σχεδόν ανεμπόδιστα περνάει ό, τι δε μιλάει ανοιχτά για πολιτική κι ιδεολογία… αλλά για «ουδέτερα», αιώνια ανθρώπινα πράγματα: μουσική, τραγούδι, έρωτα. Ντύσιμο, φαγητό, όμορφα σπίτια, έπιπλα, κουζίνες, απορρυπαντικά. Αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες, τσιγάρα και ποτά. Αρώματα, κοσμήματα, αδυνάτισμα, διακοπές και ταξίδια και…
Η καταπληκτική ικανότητα της αστικής τάξης βρίσκεται στο ότι προσφέροντας στους εργαζόμενος μια ερζάτς μικρογραφία της δικής της ευημερίας, τους κάνει να υιοθετούν σε όλη την κλίμακα τα δικά της ταξικά, κοινωνικά πρότυπα στις ανθρώπινες σχέσεις.
Τι είναι τέλος πάντων αυτή η κυρίαρχη ιδεολογία για την οποία μιλούν όλοι οι αριστεροί κοινωνιολογούντες αν δεν είναι πρώτα απ’ όλα ο ατομισμός; Ο συμφεροντολογισμός, το ατομικό ξεμονάχιασμα, η ακοινωνικότητα σε όλες της τις γνωστές της μορφές;
Ζήσης θέος, από τα υλικά της ανοιχτής συζήτησης: για μια δημοκρατική ραδιοτηλεόραση που διοργάνωσε το μάρτη του 86 στο πολυτεχνείο το γραφείο τύπου της κε του κκε.
Σχετικό με το σημερινό κείμενο και σαν πρόγευση για το επόμενο.
Μια μίζερη πραγματικότητα όπου καλείσαι να πάρεις θέση.
Μέσα της σαν γρανάζι της, ή απ’ έξω της στο περιθώριο;
Μέσα της ελλοχεύει ο κίνδυνος της ενσωμάτωσης. Κι απ’ έξω ο ναρκισσισμός του περιθωρίου. Μαζί με τη σοσιαλιστική συνείδηση που έρχεται απ’ έξω, έξω από την αλλοτρίωση και τη φενακισμένη συνείδηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Κι άντε μετά να περάσει με εισοδισμό στους μέσα.
Αν μείνουμε μέσα στα σημερινά όρια, πώς θα συλλάβουμε το αύριο που έρχεται; Θα μας καταπιεί η καθημερινότητα και θα μας αφομοιώσει στο βούρκο της στασιμότητας.
Αλλά αν δεν πιάσουμε τις αντιφάσεις στο σήμερα, φαντασιωνόμαστε ως αναχωρητές κόσμους εκτός πραγματικότητας. Και χτίζουμε γυάλες να κλείσουμε μέσα το απ’ έξω μας, για να μείνει καθαρό απ’ τους απ’ έξω που ενσωματώθηκαν μέσα στο σύστημα. Θέλω να βγω από δω έξω!
Ρήξη και συνέχεια. Θέλει διαλεκτική σύντροφε.
Και ποιος την έχασε για να τη βρούμε εμείς…
Μένουμε λοιπόν κλεισμένοι σε τέσσερις τοίχους που τους κουβαλάμε κι όταν βγούμε έξω. Μπροστά σε μια οθόνη, παράθυρο της φυλακής στον κόσμο, με θέα άλλα σπίτια, όπου μπορείς να μπαίνεις, αρκεί να μένεις πάντα μέσα σε τοίχους.
Εντοιχισμένη ζωή κι ο καινούριος χρόνος.
Η διαφορά με την ευτυχία είναι μια βαρηκοΐα. Οπότε μακάριοι οι σύντροφοι που δε μπορούν να αφουγκραστούν και να πιάσουν τον παλμό του κόσμου. Και πιονιέροι της ευτυχίας όλοι εμείς που βάζουμε τάπα στα αυτιά όταν είναι να μιλήσει ο άλλος.
Εντειχισμένος κι ο σοσιαλισμός που γνωρίσαμε, άλλο αν κάποιοι μένουν στα λάθη και τις ανορθογραφίες του και κάνουν πως δεν τον ξέρουν. Μπήκε εντός των τειχών για να μην εκτίθεται στους παγωμένους ανέμους της αλλαγής που φύσηξαν το 89 κι έβαλαν το ιστορικό προτσές στην κατάψυξη της αντεπανάστασης. Ο πάγος κόλλησε, ο δρόμος έσβησε.
Κι ο βασιλιάς έμεινε μούμια μαρμαρωμένη πλάι στην κόκκινη πλατεία με τη μηλιά να κλαίει την χαμένη –σοσιαλιστική- πατρίδα και την χαμένη παρτίδα με τον ιμπεριαλισμό, που δεν είναι η τελευταία. Χάσαμε μόνο μια μάχη, όχι τον –ταξικό- πόλεμο.
Οι προλετάριοι δεν έχουνε πατρίδα, γιατί η σοβιετία εάλω. Και γίναμε όλοι παλαιολόγοι που ψάχνουν τον προδότη που άνοιξε την κερκόπορτα στην μπορνχόλμερ στράσε, αντίκες του ιστορικού προτσές χωρίς αξία χρήσης αλλά με πλούσιο παρελθόν μεγάλης μεταπωλητικής αξίας, αν το εξαργυρώσουμε στους αστούς. Και μείναμε πίσω να μετράμε πόσοι τούρκεψαν και ξεπουλήθηκαν.
Το κακό ξεκίνησε από τον εμφύλιο. Που έπαιρναν με το ζόρι τους χωρικούς και τους έφερναν στις πόλεις για να μη βρίσκει τρόφιμα το αντάρτικο. Που ήταν κατά βάση χωριάτικο, σαν την εθνική μας σαλάτα, με φέτα ορεσίβια κι αγνά υλικά από την επαρχία.
Κι ύστερα ήρθε το τσιμέντο κι η αστυφιλία και μαράζωσε η ύπαιθρος. Κι ο κόσμος ξέχασε να ξεχωρίζει τα χόρτα και τις μυρωδιές, έμαθε να ενοχλείται από τις φυσικές και να τις καλύπτει με αποσμητικό. Ο καπιταλισμός έφτασε στην χωριάτικη ελλάδα κι έσπασε βίαια δεσμούς και παλιές προαιώνιες σχέσεις. Έβαλε τους μπαρμπάδες στο λέτσοβο να πίνουν καμπάρντι και να χορεύουν ρασπούτιν. Σκότωσε την προφορική διάδοση, τα παραμύθια των γιαγιάδων και τη φαντασία. Έλεγξε το φαντασιακό με δικές του έτοιμες εικόνες κι έβαλε στη θέση του δικούς του μύθους, για το φανταστικό φετιχοποιημένο κόσμο των εμπορευμάτων και της νεκρής εργασίας που ρουφάει αίμα κι υπεραξία από τη ζωντανή.
Τα παιδιά μεγαλώνουν με τυποποιημένες αναμνήσεις. Οι λεπτοί, ξερακιανοί γείτονες έγιναν δαπιτόφατσες με χοντρά μάγουλα. Κι οι συλλογικότητες έσπασαν σε πολλά μικρά κομμάτια –μεταμοντέρνα- και πήρε ο καθένας το μερίδιο μοναξιάς που του αναλογούσε.
Κάποτε λέγαμε να καώ εγώ, να καείς εσύ για να γενούνε τα σκοτάδια φως. Αλλά το μόνο φως που καίει είναι της οθόνης κι όλοι εμείς καιγόμαστε μπροστά της. Σκοταδισμός του κερατά.
Και πάει λέγοντας. Ολόκληρη αλυσίδα σκέψεων με ένα σωρό αδύναμους κρίκους. Που αν την ξετυλίξεις ολόκληρη φτάνει πολύ μακριά, ως την αντίθεση πόλης-χωριού.
Η κομμουνιστική προοπτική βασίζεται στην πόλη, στην τεχνολογία, στη μεγάλη παραγωγή. Τι είδους συλλογικότητα όμως υπάρχει στη μαζική εξαθλίωση κι αποξένωση των πόλεων; Ποιες δυνατότητες αποκέντρωσης δίνει σήμερα η αυτοματοποίηση; Πόσο τρελός ήταν στ’ αλήθεια ο τσαουσέσκου που είχε –λέει- πλάνο να ενώσει τα χωριά για να φτιάξει μικρές πόλεις; Ή οι σοβιετικοί που είχαν πολλές πόλεις μέχρι ένα εκατομμύριο κι ελάχιστες μεγαλουπόλεις;
Ο κόσμος σήμερα είναι σαν την αλυσίδα που παίζαμε μικροί στο διάλειμμα.
Αν όλη η τάξη στο σχολειό δώσει σφιχτά τα χέρια, κορίτσια αγόρια στη σειρά και έστηνε χορό
Η αλυσίδα θα ‘τανε πολύ-πολύ μεγάλη, σχέσεις αλληλεξάρτησης θα είχαμε θαρρώ.
Ο πρώτος σέρνει τρέχοντας τον χορό σαν υπερδύναμη κι οι άλλοι πίσω ακολουθούν θέλοντας και μη το ρυθμό του. Οι προλετάριοι μαθητές δεν έχουν παρά να χάσουν την αλυσίδα τους και στις απότομες στροφές της ταξικής πάλης και της αλυσίδας κάτι ελαφρά πόδια έφευγαν με φόρα και μετά τα βρίσκαμε πάνω σε τοίχους, κάγκελα, ή στα χέρια των μπολσεβίκων.
Ενίοτε η αλυσίδα έκλεινε σα σπείρα κι ο πρώτος περνούσε ανάμεσα απ’ τους άλλους τονίζοντας τις σχέσεις αλληλεξάρτησης και τις αξεδιάλυτες αντιφάσεις του συστήματος. Αλλά η αλυσίδα συνήθως έσπαγε στο τέλος που είχε φυγόκεντρο δύναμη και δυαδική εξουσία και πολύ σπάνια στους τρεις-τέσσερις πρώτους της γραμμής.
Κι αυτή είναι η πιο εκλαϊκευτική εικόνα που μπορώ να σκεφτώ για να εξηγήσω τη θεωρία του λένιν για τον αδύναμο κρίκο και τις πρώιμες επαναστάσεις του βαζιούλιν. Ενδείκνυται και για νέους πρωτοπόρους, όταν με το καλό ανασυστηθούν.
Υστερόγραφο
Η ιδεολογική τροφή που μας ταΐζει η ραδιοτηλεόραση είναι αυτές οι δήθεν αθώες κοινωνικά μορφές. Πολύ περισσότερο από τον καθαρά πολιτικό λόγο, την ιδεολογία που δεν κρύβει το όνομά της, που πολύ δύσκολα άλλωστε αγγίζει όσους ήδη έχουν άλλη πολιτική τοποθέτηση.
Σχεδόν ανεμπόδιστα περνάει ό, τι δε μιλάει ανοιχτά για πολιτική κι ιδεολογία… αλλά για «ουδέτερα», αιώνια ανθρώπινα πράγματα: μουσική, τραγούδι, έρωτα. Ντύσιμο, φαγητό, όμορφα σπίτια, έπιπλα, κουζίνες, απορρυπαντικά. Αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες, τσιγάρα και ποτά. Αρώματα, κοσμήματα, αδυνάτισμα, διακοπές και ταξίδια και…
Η καταπληκτική ικανότητα της αστικής τάξης βρίσκεται στο ότι προσφέροντας στους εργαζόμενος μια ερζάτς μικρογραφία της δικής της ευημερίας, τους κάνει να υιοθετούν σε όλη την κλίμακα τα δικά της ταξικά, κοινωνικά πρότυπα στις ανθρώπινες σχέσεις.
Τι είναι τέλος πάντων αυτή η κυρίαρχη ιδεολογία για την οποία μιλούν όλοι οι αριστεροί κοινωνιολογούντες αν δεν είναι πρώτα απ’ όλα ο ατομισμός; Ο συμφεροντολογισμός, το ατομικό ξεμονάχιασμα, η ακοινωνικότητα σε όλες της τις γνωστές της μορφές;
Ζήσης θέος, από τα υλικά της ανοιχτής συζήτησης: για μια δημοκρατική ραδιοτηλεόραση που διοργάνωσε το μάρτη του 86 στο πολυτεχνείο το γραφείο τύπου της κε του κκε.
Σχετικό με το σημερινό κείμενο και σαν πρόγευση για το επόμενο.
Ετικέτες
αλυσίδες,
απ' έξω,
Βαζιούλιν,
λέτσοβο,
σαβιέτσκι σαγιούζ,
συνειρμός,
τείχος,
τσαουσέσκου,
χωριάτικη
Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008
Να οργανωθούμε (2)
Συνεχίζουμε από εκεί που μείναμε χτες.
Μετά τη διαπίστωση ότι δεν πάει άλλο η αφίσα της κοε δίνει και τη διέξοδο:
Να οργανωθούμε...
Και πιο κάτω λέει για τις επιτροπές ακρίβειας.
Έτσι όπως μπαίνει το σύνθημα μου θυμίζει ένα ανέκδοτο.
Όπου ξαφνικά εν μέσω της παρτούζας κάποιος ανάβει τα φώτα και διαμαρτύρεται:
Παιδιά να οργανωθούμε λίγο. Όχι να τον παίρνω συνέχεια εγώ...
Ζητώ συγνώμη από όσους θεωρούν χυδαίο το ανέκδοτο, τη σύνδεση, ή εμένα που την κάνω, αλλά ο συνειρμός είναι αναπόφευκτος.
Τη στιγμή που ο λαός στενάζει στα τέσσερα και του τον φοράνε κανονικά, η κοε ανάβει τα φώτα και φωνάζει να οργανωθούμε. Εντάξει, να υπάρχουν παρτούζες. Αλλά να μην τον παίρνουμε συνέχεια εμείς.
Αυτό συμπυκνώνεται και στο σύνθημα ο άνθρωπος πάνω από τις παρτούζες. Οι ταξικές δυνάμεις όμως ξεσκέπασαν τον ρεφορμιστικό του χαρακτήρα. Και ανέδειξαν ότι το βασικό είναι να μην υπάρχουν καθόλου παρτούζες.
Ο άνθρωπος ενάντια στις παρτούζες, όχι πάνω από αυτές.
Έτσι μπαίνει ταξικά το ζήτημα.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, αυτό το να οργανωθούμε είναι λίγο αφηρημένο. Πώς ακριβώς να οργανωθούμε;
Από τα κάτω και αριστερά σαν τρίτος πόλος;
Να αυτο-οργανωθούμε αυτο-διαχειριζόμενοι;
Υπάρχει μια ασάφεια...
Αντίθετα εμείς το βάζουμε ταξικά και ξάστερα.
Οργανώσου στην κνε, έλα στην ομορφιά του αγώνα.
Βέβαια το προσπέκτους καμιά φορά έχει ανακρίβειες. Κι εσύ ψάχνεις να βρεις την ομορφιά του αγώνα που σου υποσχέθηκαν. Ή έστω τον αγώνα.
Αλλά τότε είναι αργά. Έχεις ήδη φύγει από το ταμείο.
Είναι σαν την ατάκα των ρωμαίων λεγεωνάριων στον αστερίξ μετά από κάθε ξύλο με τους γαλάτες.
Καταταγείτε, μας λέγανε, θα συναντήσετε ένα ωραίο φιλικό περιβάλλον, μας λέγανε.
Βάλτε το οργανωθείτε ως προστακτική αντί του καταταγείτε, και τη λέξη συντροφικό αντί για φιλικό κι έχετε το ίδιο νόημα για άλλη περίσταση.
Ντάξει, τώρα υπερβάλλω και γίνομαι πικρόχολος.
Η αλήθεια είναι πως ό,τι όμορφο στη ζωή μου το οφείλω στην κνε. Από τρόπο σκέψης, ζωής, ακόμα και το ραδιόφωνο που έκανα και τις κοπέλες που κατά καιρούς είχα.
Και το κυριότερο, μέσω της κνε ήρθα σε επαφή με την ιδεολογία που γεμίζει και νοηματοδοτεί τη ζωή μου.
Κι ας μη συμβαδίζει πάντα πλήρως με αυτή...
Το θέμα είναι ότι ποσοτικά (από πλευράς συχετισμών, για να χρησιμοποιήσουμε ταξική ορολογία) εμείς είμαστε το γαλατικό χωριό κι οι άλλοι οι στρατιές του καίσαρα.
Και δεν έχουμε καν μαγικό ζωμό. Ή έστω τον οβελίξ...
Επιμύθιο
Ξαναγυρνάμε στο ερώτημα που είχαμε θέσει στην αρχή (του πρώτου κειμένου).
Η αφίσα της κοε δείχνει ότι πάντα υπάρχουν και χειρότερα.
Γιατί να μην είναι καλές οι δικές μας αφίσες;
Το κλειδί για τη λύση βρίσκεται ίσως σε εκείνο το αντικειμενικά και ανεξάρτητα από τη θέλησή μας. Ειδικά σε αυτό το ανεξάρτητα.
Γιατί αν μας είχαν ρωτήσει θα είχαμε γλιτώσει από αρκετά καλτ αριστουργήματα.
Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, όπως τον αντιλαμβάνομαι, δεν είναι μόνο να υλοποιείς ενιαία. Είναι να συζητάς και πιο πριν για το τι απόφαση θα πάρεις.
Αλλιώς αποφασίζει κάποιος να κάνει την αφίσα με πηγαία έμπνευση. Και μετά οι άλλοι υλοποιούν ενιαία βλαστημώντας από μέσα τους ενώ αφισοκολλούν το καλτ αριστούργημα...
Θα μου πεις, σπουδαίο πεδίο εφαρμογής του δ.σ. βρήκες τώρα απολίθωμα.
Οκ, δεκτή η ένσταση. Όμως ακόμα κι εκεί στην πράξη φαίνεται η διαφορά.
Δεν είναι τυχαίο που στα γιγαντοπανό όπου συμμετέχουμε όλοι αμεσοδημοκρατικά (sic) δε μας παραβγαίνει κανείς.
Η έλλειψη φαντασίας δεν είναι θέμα του κνίτη.
Είναι θέμα λειτουργίας που δεν ενθαρρύνει τη φαντασία και τις πρωτοβουλίες...
Μετά τη διαπίστωση ότι δεν πάει άλλο η αφίσα της κοε δίνει και τη διέξοδο:
Να οργανωθούμε...
Και πιο κάτω λέει για τις επιτροπές ακρίβειας.
Έτσι όπως μπαίνει το σύνθημα μου θυμίζει ένα ανέκδοτο.
Όπου ξαφνικά εν μέσω της παρτούζας κάποιος ανάβει τα φώτα και διαμαρτύρεται:
Παιδιά να οργανωθούμε λίγο. Όχι να τον παίρνω συνέχεια εγώ...
Ζητώ συγνώμη από όσους θεωρούν χυδαίο το ανέκδοτο, τη σύνδεση, ή εμένα που την κάνω, αλλά ο συνειρμός είναι αναπόφευκτος.
Τη στιγμή που ο λαός στενάζει στα τέσσερα και του τον φοράνε κανονικά, η κοε ανάβει τα φώτα και φωνάζει να οργανωθούμε. Εντάξει, να υπάρχουν παρτούζες. Αλλά να μην τον παίρνουμε συνέχεια εμείς.
Αυτό συμπυκνώνεται και στο σύνθημα ο άνθρωπος πάνω από τις παρτούζες. Οι ταξικές δυνάμεις όμως ξεσκέπασαν τον ρεφορμιστικό του χαρακτήρα. Και ανέδειξαν ότι το βασικό είναι να μην υπάρχουν καθόλου παρτούζες.
Ο άνθρωπος ενάντια στις παρτούζες, όχι πάνω από αυτές.
Έτσι μπαίνει ταξικά το ζήτημα.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, αυτό το να οργανωθούμε είναι λίγο αφηρημένο. Πώς ακριβώς να οργανωθούμε;
Από τα κάτω και αριστερά σαν τρίτος πόλος;
Να αυτο-οργανωθούμε αυτο-διαχειριζόμενοι;
Υπάρχει μια ασάφεια...
Αντίθετα εμείς το βάζουμε ταξικά και ξάστερα.
Οργανώσου στην κνε, έλα στην ομορφιά του αγώνα.
Βέβαια το προσπέκτους καμιά φορά έχει ανακρίβειες. Κι εσύ ψάχνεις να βρεις την ομορφιά του αγώνα που σου υποσχέθηκαν. Ή έστω τον αγώνα.
Αλλά τότε είναι αργά. Έχεις ήδη φύγει από το ταμείο.
Είναι σαν την ατάκα των ρωμαίων λεγεωνάριων στον αστερίξ μετά από κάθε ξύλο με τους γαλάτες.
Καταταγείτε, μας λέγανε, θα συναντήσετε ένα ωραίο φιλικό περιβάλλον, μας λέγανε.
Βάλτε το οργανωθείτε ως προστακτική αντί του καταταγείτε, και τη λέξη συντροφικό αντί για φιλικό κι έχετε το ίδιο νόημα για άλλη περίσταση.
Ντάξει, τώρα υπερβάλλω και γίνομαι πικρόχολος.
Η αλήθεια είναι πως ό,τι όμορφο στη ζωή μου το οφείλω στην κνε. Από τρόπο σκέψης, ζωής, ακόμα και το ραδιόφωνο που έκανα και τις κοπέλες που κατά καιρούς είχα.
Και το κυριότερο, μέσω της κνε ήρθα σε επαφή με την ιδεολογία που γεμίζει και νοηματοδοτεί τη ζωή μου.
Κι ας μη συμβαδίζει πάντα πλήρως με αυτή...
Το θέμα είναι ότι ποσοτικά (από πλευράς συχετισμών, για να χρησιμοποιήσουμε ταξική ορολογία) εμείς είμαστε το γαλατικό χωριό κι οι άλλοι οι στρατιές του καίσαρα.
Και δεν έχουμε καν μαγικό ζωμό. Ή έστω τον οβελίξ...
Επιμύθιο
Ξαναγυρνάμε στο ερώτημα που είχαμε θέσει στην αρχή (του πρώτου κειμένου).
Η αφίσα της κοε δείχνει ότι πάντα υπάρχουν και χειρότερα.
Γιατί να μην είναι καλές οι δικές μας αφίσες;
Το κλειδί για τη λύση βρίσκεται ίσως σε εκείνο το αντικειμενικά και ανεξάρτητα από τη θέλησή μας. Ειδικά σε αυτό το ανεξάρτητα.
Γιατί αν μας είχαν ρωτήσει θα είχαμε γλιτώσει από αρκετά καλτ αριστουργήματα.
Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, όπως τον αντιλαμβάνομαι, δεν είναι μόνο να υλοποιείς ενιαία. Είναι να συζητάς και πιο πριν για το τι απόφαση θα πάρεις.
Αλλιώς αποφασίζει κάποιος να κάνει την αφίσα με πηγαία έμπνευση. Και μετά οι άλλοι υλοποιούν ενιαία βλαστημώντας από μέσα τους ενώ αφισοκολλούν το καλτ αριστούργημα...
Θα μου πεις, σπουδαίο πεδίο εφαρμογής του δ.σ. βρήκες τώρα απολίθωμα.
Οκ, δεκτή η ένσταση. Όμως ακόμα κι εκεί στην πράξη φαίνεται η διαφορά.
Δεν είναι τυχαίο που στα γιγαντοπανό όπου συμμετέχουμε όλοι αμεσοδημοκρατικά (sic) δε μας παραβγαίνει κανείς.
Η έλλειψη φαντασίας δεν είναι θέμα του κνίτη.
Είναι θέμα λειτουργίας που δεν ενθαρρύνει τη φαντασία και τις πρωτοβουλίες...
Κυριακή 17 Αυγούστου 2008
Ο τελευταίος άνεργος
Γνωρίζετε ποιος είναι ο Μιχαήλ Τσκούνοβ;
Ο τελευταίος καταγεγραμμένος άνεργος στη Σοβιετική Ένωση!!!
Εν έτει 1930! Με αυτή την ιδιότητα έγινε διάσημος σε όλη την χώρα.
Γεννημένος στα 1905, από το 25' επιδοτούμενος από το ταμείο ανεργίας της ΕΣΣΔ στο κατατάχτηκε στα 1928 στον κόκκινο στρατό, όταν επέστρεψε έκανε αίτηση εργασίας (ήταν ο τελευταίος που έκανε σχετική αίτηση) και του βρήκαν δουλειά στο εργοστάσιο "ο κόκκινος βυρσοδέψης". Έκτοτε το ταμείο έκλεισε ελλείψει απασχόλησης!!
Άνεργοι μετά δεν υπήρχαν. Ή δεν τους κατέγραφαν, ή τους πήγαιναν στα γκούλαγκ (στρατόπεδα εργασίας) όπου έβρισκαν δουλειά. Βεβαίως υπήρχαν πολλοί άεργοι που κατείχαν παρόλα αυτά κανονικό πόστο εργασίας και πληρώνονταν, αλλά αυτοί δεν καταγράφονται σε καμιά στατιστική.
Εκτός από το χαβαλέ όμως, είναι συγκλονιστικό επίτευγμα, που δεν θα το ζήσει ποτέ κανείς στον καπιταλιστικό κόσμο, παρά μόνο ίσως στα γραφεία της απογευματινής (όπου αναγγέλλουν κάθε μέρα χιλιάδες θέσεις εργασίας και παίρνουν στα σοβαρά τις κυβερνητικές αλχημείες και τη μείωση του ποσοστού της ανεργίας στο 6,6% σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία. Και εις κατώτερα...).
Τα στοιχεία της πρώτης παραγράφου είναι από το βιβλίο "η δυναμική γκορμπατσόφ" από τις εκδόσεις γιαλλελή, από την επίσημη αγαπημένη-sic- δεκαετία και κατά πάσα πιθανότητα θα μας ξαναδώσει υλικό για να ξαναασχοληθούμε μαζί του. Συγγραφέας του είναι ο γάλλος Gerard Streiff (δεν ξέρω πώς προφέρεται στα ελληνικά) που ήταν μέλος της ΚΕ του Γαλλικού ΚΚ και ανταποκριτής της Ουμανιτέ στη Μόσχα επί τέσσερα χρόνια. Όχι που δεν θα αποθέωναν οι γάλλοι ευρωκομμουνσιτές τον γκορμπατσόφ...
Παρόλα αυτά ο συγγραφέας δεν κρατάει τη γνωστή ρεβιζιονιστική, μηδενιστική στάση απέναντι στην ΕΣΣΔ, ίσως γιατί ζει κάποια πράγματα εκ του σύνεγγυς και τα εκτιμά από πρώτο χέρι και όχι με βάση τα γνωστά κλισέ σχήματα της δυτικής προπαγάνδας.
Παραθέτω ένα ακόμη πολύ αξιόλογο απόσπασμα από το βιβλίο του:
"Έπλασαν (σ.σ: οι δυτικοί) λέξεις κλειδιά, λέξεις σύμβολα, που οφείλουν να λειτουργούν με απλό συνειρμό ιδεών, και αποτρέπουν την οποιαδήποτε σκέψη: γκουλάγκ, αντιφρονών, κα-γκε-μπε, νομενκλατούρα... Πρόκειται για την αποδιοργάνωση της ίδιας της έννοιας του σοισιαλισμού".
Έχει απόλυτο δίκιο, ειδικά για τις λέξεις και τους απλούς συνειρμούς που προκαλούν. Να προσθέσω κι εγώ μερικές ακόμη: γραφειοκρατία (πάνω-κάτω ίδιο νόημα με την γραφειοκρατία), στάλιν και μία πιο σύγχρονη, όχι λέξη, αλλά ταινία: οι ζωές των άλλων.
Όποιος αντισοβιετικός οποιασδήποτε απόχρωσης (αστός, αναθεωρητής κτλ) στα αναφέρει αυτά, πιστεύει: α. ότι σ' έχει αποστομώσει γιατί δεν έχεις τίποτα να του απαντήσεις, β. ότι δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει περαιτέρω γιατί οι λέξεις αυτές-καθεαυτές κατέχουν από μόνες τους τη θέση επιχειρήματος και μάλιστα ακλόνητου. Μπορείτε να το διαπιστώσετε και σήμερα ακόμη και μάλιστα από "σοβαρούς" ερζάτς αναλυτές ή πολιτικούς, ειδικά με τις ζωές τον άλλων, που είναι η αγαπημένη ταινία του μισού αστικού ελληνικού κοινοβουλίου...
Ο τελευταίος καταγεγραμμένος άνεργος στη Σοβιετική Ένωση!!!
Εν έτει 1930! Με αυτή την ιδιότητα έγινε διάσημος σε όλη την χώρα.
Γεννημένος στα 1905, από το 25' επιδοτούμενος από το ταμείο ανεργίας της ΕΣΣΔ στο κατατάχτηκε στα 1928 στον κόκκινο στρατό, όταν επέστρεψε έκανε αίτηση εργασίας (ήταν ο τελευταίος που έκανε σχετική αίτηση) και του βρήκαν δουλειά στο εργοστάσιο "ο κόκκινος βυρσοδέψης". Έκτοτε το ταμείο έκλεισε ελλείψει απασχόλησης!!
Άνεργοι μετά δεν υπήρχαν. Ή δεν τους κατέγραφαν, ή τους πήγαιναν στα γκούλαγκ (στρατόπεδα εργασίας) όπου έβρισκαν δουλειά. Βεβαίως υπήρχαν πολλοί άεργοι που κατείχαν παρόλα αυτά κανονικό πόστο εργασίας και πληρώνονταν, αλλά αυτοί δεν καταγράφονται σε καμιά στατιστική.
Εκτός από το χαβαλέ όμως, είναι συγκλονιστικό επίτευγμα, που δεν θα το ζήσει ποτέ κανείς στον καπιταλιστικό κόσμο, παρά μόνο ίσως στα γραφεία της απογευματινής (όπου αναγγέλλουν κάθε μέρα χιλιάδες θέσεις εργασίας και παίρνουν στα σοβαρά τις κυβερνητικές αλχημείες και τη μείωση του ποσοστού της ανεργίας στο 6,6% σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία. Και εις κατώτερα...).
Τα στοιχεία της πρώτης παραγράφου είναι από το βιβλίο "η δυναμική γκορμπατσόφ" από τις εκδόσεις γιαλλελή, από την επίσημη αγαπημένη-sic- δεκαετία και κατά πάσα πιθανότητα θα μας ξαναδώσει υλικό για να ξαναασχοληθούμε μαζί του. Συγγραφέας του είναι ο γάλλος Gerard Streiff (δεν ξέρω πώς προφέρεται στα ελληνικά) που ήταν μέλος της ΚΕ του Γαλλικού ΚΚ και ανταποκριτής της Ουμανιτέ στη Μόσχα επί τέσσερα χρόνια. Όχι που δεν θα αποθέωναν οι γάλλοι ευρωκομμουνσιτές τον γκορμπατσόφ...
Παρόλα αυτά ο συγγραφέας δεν κρατάει τη γνωστή ρεβιζιονιστική, μηδενιστική στάση απέναντι στην ΕΣΣΔ, ίσως γιατί ζει κάποια πράγματα εκ του σύνεγγυς και τα εκτιμά από πρώτο χέρι και όχι με βάση τα γνωστά κλισέ σχήματα της δυτικής προπαγάνδας.
Παραθέτω ένα ακόμη πολύ αξιόλογο απόσπασμα από το βιβλίο του:
"Έπλασαν (σ.σ: οι δυτικοί) λέξεις κλειδιά, λέξεις σύμβολα, που οφείλουν να λειτουργούν με απλό συνειρμό ιδεών, και αποτρέπουν την οποιαδήποτε σκέψη: γκουλάγκ, αντιφρονών, κα-γκε-μπε, νομενκλατούρα... Πρόκειται για την αποδιοργάνωση της ίδιας της έννοιας του σοισιαλισμού".
Έχει απόλυτο δίκιο, ειδικά για τις λέξεις και τους απλούς συνειρμούς που προκαλούν. Να προσθέσω κι εγώ μερικές ακόμη: γραφειοκρατία (πάνω-κάτω ίδιο νόημα με την γραφειοκρατία), στάλιν και μία πιο σύγχρονη, όχι λέξη, αλλά ταινία: οι ζωές των άλλων.
Όποιος αντισοβιετικός οποιασδήποτε απόχρωσης (αστός, αναθεωρητής κτλ) στα αναφέρει αυτά, πιστεύει: α. ότι σ' έχει αποστομώσει γιατί δεν έχεις τίποτα να του απαντήσεις, β. ότι δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει περαιτέρω γιατί οι λέξεις αυτές-καθεαυτές κατέχουν από μόνες τους τη θέση επιχειρήματος και μάλιστα ακλόνητου. Μπορείτε να το διαπιστώσετε και σήμερα ακόμη και μάλιστα από "σοβαρούς" ερζάτς αναλυτές ή πολιτικούς, ειδικά με τις ζωές τον άλλων, που είναι η αγαπημένη ταινία του μισού αστικού ελληνικού κοινοβουλίου...
Ετικέτες
ανεργία,
απογευματινή,
ερζάτς,
οι ζωές των άλλων,
σαβιέτσκι σαγιούζ,
συνειρμός,
τρίβιαλ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)