Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ποδόσφαιρο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ποδόσφαιρο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2024

Κουκουέ-για και ξερή παέγια

Μα δεν είναι λίγο άκαιρο τώρα σαν θέμα; Εντελώς. Αλλά το blog είναι βασικά ημερολόγιο. Και δεν ξέρεις από πριν πότε θα βρεις χρόνο να το συμπληρώσεις και αν θα είναι ακόμα επίκαιρο το θέμα σου.


Λοιπόν, τι Euro είδαμε;
Δεν το είδαμε. Μένω τρίτη διοργάνωση καθαρός από το όπιο των λαών. Και είμαι καλά. Δε μου λείπει, δε μου στοιχίζει η απώλεια -που έγινε συνήθειά μας- δεν καταπιέζομαι να τηρήσω την αποχή -για το αντίθετο μάλλον θα καταπιεζόμουν. Για δυο χαμένες εργατοώρες ελεύθερου χρόνου που θα άξιζαν να γίνουν κάτι άλλο -να δούμε πχ μπάσκετ. Που θα είναι το μέτρο του πλούτου μας και της φτωχής μας καθημερινότητας.

Όχι, δε βλέπω ελιτίστικα 22 μαντράχαλους με σωβρακάκια, που κυνηγάν πάνω-κάτω μια μπάλα -και στο τέλος νικάνε οι Ισπανοί στον τελικό. Αλλά ξεζουμισμένους επαγγελματίες, που σκοτώνουν το θέαμα και τη χαρά του αθλήματος στον βωμό της σκοπιμότητας και παρόλα αυτά δεν πρόκειται να κάτσουν να σκάσουν, όχι γιατί η νίκη δεν είναι το παν, αλλά γιατί στο τέλος της ημέρας θα έχουν αυτό που δεν έχουν όσοι βλέπουν σκασμένοι το ματς: έναν σκασμό λεφτά και λυμένο το βιοποριστικό τους ζήτημα. Κι ας μοιάζουν με κουτσά άλογα όταν γεράσουν -νους υγιής και μουσμουλιές μάντολες που θα έλεγε και ο μακαρίτης. Άραγε εγώ να ωριμάζω σαν τις συνθήκες ή απλώς γερνάω επικίνδυνα και γκρινιάζω σαν μπάρμπας;

Όπως σε κάθε εξάρτηση, φτάνει σύντομα ένα σημείο που φεύγει η ευχαρίστηση και επικρατεί ο ψυχαναγκασμός, ο πόνος και ο τρόμος της στέρησης. Τουλάχιστον αυτά τα «πρεζάκια» έχουν κάτι το «αγνό» σε σχέση με τους τελειωμένους τζογαδόρους, που βλέπουν ένα ματς απλώς γιατί έπαιξαν στοίχημα, μπορεί να χαρούν την πιο άνοστη σούπα -μες στο κατακαλόκαιρο, γιατί είχαν βρει το 0-0 ή να ξενερώσουν με μια ματσάρα, γιατί ήθελαν άλλο ένα κόρνερ. Αλλά η πλειοψηφία ρέπει στην πολυχρησία και δε μένει «πιστή» στο αρχικό ναρκωτικό.

Οκ, δε βλέπω ματς, αλλά μαθαίνω τα βασικά και τα γύρω-γύρω -εκεί συνήθως είναι και η ομορφιά του πράγματος.

Τι EURO είδαμε λοιπόν; Κατ’ εικόνα και ομοίωση της ηπείρου. Με φουσκωμένους και επικίνδυνους εθνικισμούς που έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους. Κουρασμένες χώρες-ομάδες, παρηκμασμένες δυνάμεις. Πλήρη έκλειψη αστέρων, μετανάστες που κάνουν τη διαφορά για την ομάδα τους, το κασέ τους, αλλά όχι για τους (αυθεντικούς) συμπατριώτες τους -της γης τους κολασμένους. Μάχες χαρακωμάτων, χωρίς πολλές ανοιχτές επιθέσεις, τακτικισμούς, σκοπιμότητα και μπόλικο φόβο -μη τυχόν ξανοιχτούν πέρα από όσο τους παίρνει και το πληρώσουν στην αντεπίθεση. Οπαδούς με μηνύματα για λευτεριά στην Παλαιστίνη. Κι ένα κάρο αυτογκόλ, σαν αυτά που βάζουν οι αστικές τάξεις της Ευρώπης στην Ουκρανία -πυροβολώντας τα πόδια τους, εν πολλοίς. Χωρίς γκολτζήδες ολκής, αλλά με αποκαλύψεις στα φτερά, όπως τον Γιαμάλ και τον Γουίλιαμς, σε μια Ισπανία που πάντε έκρυβε τις φανέλες με το 9, αλλά ποτέ άλλοτε δεν έψαχνε τόσο πολύ κατά μέτωπο επιθέσεις -ένας εναντίον ενός- από τα πλάγια. Με φρέσκα αουτσάιντερ, αλλά χωρίς καμία έκπληξη -ίσως ήταν τέτοια η πορεία της Αγγλίας, αλλά το τέλος δεν εξέπληξε κανέναν. Plot twist, δε γύρισε σπίτι, no ha vuelto a casa. Αλλά το ’26 θα είναι -πάλι- η χρονιά τους. Μια μάλλον μέτρια διοργάνωση, που γλίτωνε όμως στη σύγκριση με τις συγκρούσεις στις ΗΠΑ, που δεν ξέρουν ούτε ένα Copa America και μια δολοφονία προέδρου να φέρουν εις πέρας.

Μη με συγκρίνεις μάτια μου... που λέει το λαϊκό άσμα. Και μην το γελάς, γιατί το κουπλέ του έγινε σύνθημα και πορώνει το πέταλο. Κι ας μην έχει δώσει η αντίφα Καίτη αντικεμαλικούς συμβολισμούς σαν την (σώπασε) κυρα-Δέσποινα. Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι αντίφα θα ’ναι...

Και μια αποικιοκρατική τετράδα -έμειναν έξω στις λεπτομέρειες Πορτογαλία και Βέλγιο- που μας έδωσε έναν τελικό με δυο ξεδοντιασμένες θαλασσοκράτειρες, για να θυμόμαστε την ιστορία αυτής της «δημοκρατικής ηπείρου» που είναι βουτηγμένη στο αίμα, την άγρια εκμετάλλευση, το σκλαβοπάζαρο και όλα τα υλικά της πρωταρχικής συσσώρευσης που γέννησε τον καπιταλισμό -την αγορά και τη δημοκρατία, βεβαίως-βεβαίως.

Σήμερα αντί για σκλάβους, οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν μετανάστες που σπάνε τη μονοτονία του καθαρού αίματος - dna και τα νεύρα του φασίστα της διπλανής πόρτας, που δεν τους αντέχει, φουσκώνει όμως σαν παγόνι με τους «εθνικούς θριάμβους» στο πρωτάθλημα παραγωγής παπαρούνων. Κι αν ο κάθε Γιαμάλ είναι η «εκδίκηση της γυφτιάς» απέναντι στους άριους νοικοκυραίους, εδώ δε χωράνε πολλά πανηγύρια -ούτε και στις γαλλικές εκλογές, όπου όλοι οι αφρογάλλοι παίκτες καλούσαν σε συστράτευση κατά της Λεπέν. Όμως οι πολυεθνικές εθνικές ομάδες είναι απλώς η άλλη όψη της ρατσιστικής Ευρώπης-φρούριο. Κι η λάμψη της βιτρίνας δεν επαρκεί ως άλλοθι για τα σκατά που κρύβουν κάτω από το χαλάκι οι κυβερνήσεις. Για κάθε Γιάννη σημαιοφόρο, υπάρχουν χιλιάδες... Ακενοτούμπο χωρίς το ταλέντο του, που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα και κάποια διέξοδο.

(Και για κάθε Γιαμάλ, που σχηματίζει πανηγυρίζοντας το 304, προς τιμήν της τσακαλοπαρέας του στο φτωχικό Ματαρό, θα έπρεπε να βγει ένας Μπράντον, ένας Ντέιβιντ, κάποιος τέλος πάντων -όχι ο Στιβ που είναι Δαπίτης-, να κάνει το 9-0-2 από τον ΤΚ του Μπέβερλι Χιλς, προς τιμήν της Μπρέντα, για να το πάρει μετά το portal και να δώσει το δικό του ταξικό μήνυμα.

Ο Jason Priestley -ξεκάθαρα περίπτωση Πασόκου democrat αλλά μην κολλάμε σε λεπτομέρειες- διαβάζει 902 και ξέρει ότι οι λαοί θα πληρώσουν τα σπασμένα των ενδοαστικών αντιθέσεων. Εσύ;
Τουρου-ρουρου, τουρου-ρουρου,τσικ-τσικ (μουσική έναρξης απ’ τα Χτυποκάρδια).

Περιέργως είδαμε και ένα είδος ποδοσφαιρικής δικαιοσύνης, σπάνιας όσο και όμορφης -ίσως το δεύτερο εξαιτίας του πρώτου. Το πήρε η καλύτερη ομάδα, που πέτυχε μόνο νίκες, ρεκόρ γκολ, έπαιξε μπάλα και δεν κλείστηκε ποτέ πίσω -μόνο λίγο με τους Γερμανούς και παραλίγο να το πληρώσει.

Πολλοί μπερδεύουν την έλλειψη δικαιοσύνης με την ποδοσφαιρική μαγεία και το δικαίωμα στο θαύμα, τη δυνατότητα να κερδίσει ο Δαβίδ τον Γολιάθ, η χειρότερη ομάδα. Γι’ αυτό είναι ο βασιλιάς των σπορ -πετάνε ως σοφή κατακλείδα, χωρίς να υποψιάζονται ότι η αλαζονική αναφορά τους σε θρόνο δεν είναι ιδιαίτερα δημοκρατική, ανατρέποντας την ουσία του επιχειρήματος για τη δημοκρατία ενός αθλήματος, όπου οι ανίσχυροι έχουν δικαίωμα στο όνειρο.

Αλλά η αδικία δεν είναι ποτέ όμορφη. Μια μικρή ομάδα μπορεί να κερδίσει -σαν εξαίρεση στον κανόνα- σε όλα τα ομαδικά αθλήματα, αρκεί να παίξει καλύτερα από τον αντίπαλο και να το αξίζει περισσότερο. Αυτή είναι η μαγεία του αθλητισμού και όχι μια «τυχερή», λίγο μίζερη και επαγγελματική νίκη. Και κάτι ακόμα: σε ένα άθλημα όπου μπορεί να νικήσει κανείς χωρίς να παίξει καλά-καλύτερα, αυτός 9 φορές στις 10 θα είναι ο ισχυρός που έχει την τεχνογνωσία της νίκης. Γι’ αυτό έφτασαν άλλωστε τόσο μακριά Γαλλία και Αγγλία στο τουρνουά, ενώ δε βλέπονταν. Αλλά γι’ αυτό είναι ο βασιλιάς των σπορ...

Η Ισπανία μάς γλίτωσε από αυτό το απευκταίο πεπρωμένο, ικανοποιώντας για μια φορά όσους νιώθουν σαν τον Γκαλεάνο ζητιάνοι του καλού ποδοσφαίρου. Κι αν κάποιοι λατρεύουν να την μισούν λόγω του μπάσκετ ή του τίκι-τάκα ή για την εύνοια που μπορεί να είχαν Ρεάλ και Μπάρτσα, δεν έχουν ακριβώς δίκιο.

Γιατί τα πολλά τελευταία χρόνια, η Ρεάλ δεν ήταν ποτέ ο βασικός αιμοδότης Ρόχα, στις χρυσές της στιγμές.

Γιατί η ψυχή αυτής της εθνικής είναι εν μέρει βασικική (Οϊορθάμπαλ με το νικητήριο γκολ, Νίκο, Ουνάι Σιμόν, Λαπόρτ και Λενορμάν που θα μπορούσαν να παίζουν για τη Γαλλία, Θουμπιμέντι κτλ) καταλανική κτλ. Στηρίζεται παραδοσιακά στη δεύτερη ταχύτητα ομάδων και τη δική τους ποδοσφαιρική παραγωγή. Αν οι Ισπανοί έχουν ένα ασύλληπτο σερί με νικηφόρους τελικούς στον αιώνα μας (η τελευταία φορά που έχασαν ήταν το μακρινό ’01, το χορταστικό 5-4 της Αλαβές με τη Λίβερπουλ και η ήττα της Βαλένθια από τη Ρεάλ στα πέναλτι) δεν είναι μόνο λόγω του ποδοσφαιρικού τους δικομματισμού, αλλά κι εξαιτίας της αυτοκρατορίας της Σεβίγια στο Europa League και της Ατλέτικο, ακόμα και της Βιγιαρεάλ -που εδρεύει σε μια πόλη-κωμόπολη με 50 χιλιάδες κατοίκους -κάτι σαν το Βιγιαρίμπα και το Βιγιαμπάχο της γνωστής διαφήμισης. Και ναι, είναι Βίγια, και αν θες να ξέρεις και Γκερνίκα.

Και τέλος πάντων, γιατί αυτή η Ισπανία έπαιξε κάτι ωραίο, διαφορετικό κι έχει καταφέρει σε δύσκολους καιρούς κάτι πραγματικά σπάνιο. Όχι να αποτινάξει τη ρετσινιά του ηττοπαθούς και να γίνει πολυνίκης του θεσμού, όχι να οδηγεί την ποδοσφαιρική εξέλιξη στο μεγαλύτερο μέρος του αιώνα που διανύουμε, αλλά να αφήνει στίγμα ανεξίτηλο, να έχει ένα αναγνωρίσιμο αγωνιστικό στιλ, που το υπηρετεί πιστά, και να είναι η τελευταία επιζώσα ποδοσφαιρική σχολή, σε μια εποχή που τα κάνει όλα ίσωμα και οι άλλοι ψάχνουν την ταυτότητά τους απ’ τα 19(...), πριν την αλλαγή του αιώνα.

Και τέλος πάντων, αν δεν αρκούν όλα αυτά, ο Γιαμάλ και ο Νίκο -που έχει «λιγότερο ισπανικό» όνομα από τον αδερφό του Ινιάκι, που επέλεξε την Γκάνα- ή το κατακόκκινο χρώμα της Ρόχα με τους συνειρμούς του ή ότι οι Ισπανοί κατάφεραν τουλάχιστον να στριμώξουν και να «παραιτήσουν» τον macho πρόεδρο της Ομοσπονδίας τους που πίστευε ότι έχει το ακαταλόγιστο και μπορεί να φιλά -τάχα πάνω στον ενθουσιασμό για το τρόπαιο- όποια παίκτρια ήθελε, μπορείς απλά να την συμπαθήσεις για την απόλυτη μορφή, τον πραγματικό MVP της διοργάνωσης, τον ένα και μοναδικό Μαρκ Κουκουρέγια.

Κανείς δεν ξέρει αν είναι μια καλτ φιγούρα ή παρεξηγημένο πολυ-εργαλείο. Αν έχουν δίκιο αυτοί που τον υποτίμησαν (πχ η Μπάρτσα που τον έδινε δανεικό εδώ κι εκεί) ή αυτοί που τον χρυσοπλήρωσαν, όπως η Τσέλσι. Δεν είναι απλώς ένας φασαίος με αφάνα μαλλί που υποσχέθηκε να το βάψει κόκκινο. Δεν είναι μόνο ένα αντιτουριστικό ποπ είδωλο, που έγινε τραγούδι. Είναι ένας άνιωθος τύπος που βγήκε στα επινίκια να πει μπροστά στον κόσμο τον ύμνο που ενέπνευσε στη λαϊκή μούσα. Κι ο βασικός λόγος που πείστηκα να γράψω αυτό το κείμενο.

Ο Κουκου-Κουκουρέγια τρώει μια παέγια
Ο Κουκου-Κουκουρέγια πίνει μια Εστρέγια (μπίρα)
Τρέμε Χάαλαντ, έρχεται ο Κουκουρέγια...

Κουκου, όπως λέμε Κουκου(ρ)έ. 
La burguesia tiembla, que viene Κουκουέ(για).
Κουκουέ-για και ξερή παέγια...
Και το «για» που περισσεύει θα το βάλουμε πλάι στα άλλα, τραγουδώντας το «γιούπι-για-για». Εμείς τον θέλουμε, παιδιά, τον βασιλιά, να πηγαίνει στο Palacio να πουλάει το Rumbo του PCTE και ότι άλλο τον διατάξει η clase obrera.

Την ίδια στιγμή το κοινό (και ο κονφερασιέ Μοράτα) υποδέχτηκε τον Γιαμάλ με το djobi-djoba των Τζίπσι Κινγκς και την κατάλληλη διασκευή (Lamine Yamal, cada dia te quiero mas). Που είναι εντελώς αμφίβολο αν τους -πρόλαβε και τους- ξέρει όχι ο Γιαμάλ, αλλά ο πατέρας του, που είναι μικρότερος ηλικιακά και από τον Χεσούς Νάβας...

Τέλος πάντων, αν θες ένα επιχείρημα υπέρ του ποδοσφαίρου, ας είναι ότι έχει την έννοια της ισοπαλίας, του (έντιμου ή επώδυνου) συμβιβασμού, μια τέλεια αποτύπωση-καθρέφτισμα της ζωής, μακριά από τις καθαρούτσικες καταστάσεις του μυαλού μας.
Κι αν είναι να πεις κάτι εναντίον της Ισπανίας, ας είναι πχ για τους έξαλλους πανηγυρισμούς στα ισπανόφωνα Εξάρχεια, που είναι πολιτιστική πρωτεύουσα του φασεϊσμού, στο τριεθνές σκηνικό με το Βερολίνο και τη Βαρκελώνη -ή τη Μαδρίτη ως επιλαχούσα.

Βέβαια η δόξα του ηττημένου είναι αυτή που δίνει αξία στον νικητή. Η Ισπανία απέκλεισε την τριταθλήτρια κόσμου (την Κροατία του Μόντριτς), νίκησε την προηγούμενη πρωταθλήτρια Ευρώπης (Ιταλία), δυνατές σταχτοπούτες που είχαν τα φόντα για γοβάκι (τη σκληροτράχηλη Αλβανία και τη Γεωργία που απέκλεισε την παντοδύναμη Ελλάδα στα προκριματικά), ένα κάρο παγκόσμις πρωταθλήτριες, έστειλε τον Κρόος στη σύνταξη (στον πρόωρο τελικό με τη Γερμανία), άφησε χωρίς τελικό τη μέρα της Βαστίλλης τη Γαλλία των δύο ισάξιων (ντεφορμέ και ισοαδύναμων) ενδεκάδων και της λαϊκομετωπικής κυβέρνησης. Και μετά έπαιξε στον τελικό με την Αγγλία, που δεν προσθέτει τίποτα παραπάνω στον μύθο της κατάκτησης.

Που έχει τον Μίδα του ποδοσφαίρου, Χάρι Κέιν. Τον ογκόλιθο της προπονητικής, Σάουθγκεϊτ. Σχολιαστές που ξέρουν καντάρια μπάλα, σαν τον Γκάρι Νέβιλ, που προφήτεψε πως ο Κουκουρέγια είναι ένας από τους λόγους που η Ισπανία δε θα πάει ως το τέλος -εκεί που έφτασε με ασίστ του Κούκου. Και που αν ήταν ποδοσφαιρικός σύλλογος, θα μπορούσε να είναι αυτή -και όχι η Λιντς- η περιβόητη Damned United, του Κλαφ και του Ντέιβιντ Πις. Κι αν πρέπει να διαβάσετε μόνο ένα βιβλίο για το ποδόσφαιρο, χωρίς να το αγαπάτε -και δε σας κάλυψαν τα επικολυρικά των Μπογιο-Μηλάκα για τον αρχηγό που σηκώνει το τρόπαιο, γυρνώντας τον κώλο του στη βασίλισσα και τους επίσημους- ας είναι αυτό του Πις (όχι του Λέσεκ). Δε χρειάζονται ποδοσφαιρικές γνώσεις και να ξέρεις πολλά συμφραζόμενα, για να το πιάσεις. Και αν το κάνεις, δε θα το μετανιώσεις.

Και μην τσιμπάτε με το ψέμα των αγγλόπληκτων, που τους βάρεσε κάποια οβίδα στα Δεκεμβριανά και στη Δευτέρα Παρουσία της δικής τους κατάκτησης θα βγουν να πανηγυρίσουν στο Πεδίο του Άρεως -άλλη καταραμένη ομάδα- στο άγαλμα της Προμάχου Αθηνάς με τις σημαίες της Βρετανίας (της Νέας Ζηλανδίας και της Αυστραλίας), που προστάτεψε τον Δεκέμβρη την πόλη από τους Εαμοβούλγαρους. Μην τους πιστεύετε που λένε ότι τάχα τρολάρουν και αυτοσαρκάζονται με το It’s coming home, για να γίνουν συμπαθείς, χαριτωμένοι χιουμορίστες. Είναι σαν προεκλογικό τρικ, για να την πατήσουν οι αφελείς και να τους λουστούμε -και ποιος τους ακούει τότε. Βασικά θα έπρεπε να τους κλείσουμε όλους μαζί στη Μεγάλη Βρετανία στο Σύνταγμα -για να την ανατινάξουμε αυτή τη φορά- ή στου Μακρυγιάννη, που είναι τώρα τα γραφεία της ΕΦΑΠΑ -της Εφορείας που παρέδωσε την είσοδο της Ακρόπολης σε εργολάβους. Και με την ευκαιρία -που θα είναι εκεί έγκλειστοι- ας φέρουν πίσω την Καρυάτιδα και τα Ελγίνεια...

Αυτό το EURO είδαμε -με χρωματιστά, ταξικά γυαλιά- πάνω-κάτω. Αλλά έχει σημασία και από πού. Από την λατρεμένη, πατροπαράδοτη ΕΡΤ. Με τον Χαριστέα να δείχνει πως το κεφάλι του είχε συγκεκριμένη αξία χρήσης -αλλά όχι να μιλάει δημόσια και να σχολιάζει αγώνες. Το δίδυμο Γιούρκας-Φύσσας (το Μπογιο-Μηλάκας των γηπέδων, το ελληνικό Καφού-Ρομπέρτο Κάρλος) να θυμίζει το δίδυμο του Μάπετ Σόου, γκρινιάζοντας και μαλώνοντας. Και τον Πάνο Βόγλη με τα αυτιά ξωτικού-καλικάντζαρου, να τους δίνει τον λόγο στο φινάλε, για να πουν για τη στενή φιλία τους -παρά τα πειράγματα- για αυτά που τους ενώνουν και τη Ραφαέλα. Κι ο Βόγλης να σπεύδει να πει ότι «προς θεού, είναι η κόρη του Φύσσα», προλαβαίνοντας -προς θεού- πχ όσους νόμιζαν ότι την έχουν παντρευτεί από κοινού και ζουν κι οι τρεις μαζί.

Και με αυτό το γκρανκινιολικό φινάλε, φτάνουμε στο υστερόγραφο.

Είναι αυταπάτη να πιστεύεις ότι ο πρωταθλητισμός γίνεται με ροδόνερο, βιταμίνες και τον σταυρό στο χέρι; Προφανώς και είναι. Παρόλα αυτά, δε γίνεται να μη συμπαθείς την Ντρισμπιώτη (που βιοποριζόταν ως σερβιτόρα) ή τον Πομάσκι και αθλητές-τυπάκια σαν τον Τεντόγλου. Κι όταν βγήκε η φήμη ότι πιάστηκε ντοπέ Ελληνίδα πρωταθλήτρια του βάδην, προλάβαμε να σκεφτούμε χίλια πράγματα και ότι είναι κρίμα να είναι αυτή -που τελικά δεν ήταν. Ευτυχώς.

Στο ενδιάμεσο πρόλαβαν και τα δεξιά τρολ να βγάλουν τη χολή τους, που την κρατούσαν από τον ντόρο με τη Σάκκαρη -που προοριζόταν για σημαιοφόρος, χωρίς να έχει προσφέρει τα φόντα και τα προσόντα -πέρα από τις οικογενειακές συστάσεις. Κι έτσι επιβεβαιώθηκε μια μεγάλη αλήθεια. Πως τα πάντα είναι πολιτικά. Αλλά γίνονται αμέσως πολιτικάντικα, τροφή για τρολ, που φέρνουν κάθε θέμα στα μέτρα τους, για να αηδιάσει ο μέσος κόσμος και να μη ασχοληθεί ποτέ -με τίποτα.

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2024

Τιμημένοι την 4η Ιουλίου - Ημέρα εξάρτησης

Σήμερα είναι η επέτειος ενός ηρωικού και πένθιμου δημοψηφίσματος. Αλλά η κε του μπλοκ προτιμά -χίλιες φορές καλύτερα- ένα ετεροχρονισμένο αφιέρωμα στα είκοσι χρόνια από το EURO. Ψηφίστε και κερδίστε ποια ντρίπλα ήταν καλύτερη: του Ζαγοράκη στον Λιζαραζού ή του ΣΥΡΙΖΑ και της αστικής τάξης, έντεκα χρόνια μετά;


Μία σοβαρή επιτυχία είχε η εθνική στο ποδόσφαιρο, κι αυτή ευθυγραμμισμένη με τη νατοϊκή μαμά-πατρίδα, πάνω στην εθνική της γιορτή -ημέρα εξάρτησης. Ενώ το ευρωπαϊκό του Ολυμπιακού συνδέθηκε με την άλωση της Πόλης και της (ο)παπαρίνας. Μόνο το Τιρινίνι πέφτει πάνω στα γενέθλια του Τσε.

Τι μου έμεινε από τότε

Οι γραφικότητες για τον Ρεχακλή, τους θεούς του Ολύμπου, τον βασιλιά Ότο και την Ελλάδα που θέλει τον Γερμανό της. Ο Σάββας καφέ - Γριέγου πορτίου- σε έναν ρόλο ζωής. Η μπίζνα του αριστερού Χελάκη με το πειρατικό, που έγινε δίσκος και ένα πανάθλιο μπιτ που ζάλιζε αυτιά. Ότι ο Βάσκο ντα Γκάμα ήταν Έλληνας -γιατί τους γκαμάγαμε από παλιά, τότε που όλος ο πλανήτης μάθαινε το ελληνικό (οθωμανικό) στιλ. Οι αβάσταχτες κραυγές του Βερνίκου σα να του έχωναν κάτι. Οι τόνοι γραφικότητας που συνοδεύουν -αναπόφευκτα- μια μεγάλη επιτυχία.

Η γκρίνια για τον Γεωργάτο, τον Στολτίδη και τους απόντες του Γραμματικού. Το πρωτοσέλιδο «που πας ΡΕ-Χάγκελ -σα να λέμε Καραμήτρο» μετά από μια πεντάρα στη Φινλανδία. Το ειρωνικό μπλουζάκι του Κάρπετ «ναι αλλά δεν παίζει ο Ζήκος» μετά τον τελικό. Ότι οι δυο Αντώνηδες φαινόταν να κάνουν κάτι φρέσκο -με την αρχισυνταξία του Κώστα Καπάταη, που ξεχώριζε από τον Μανόλο και την κλαδική του ΠΑΣΟΚ στην ΕΡΤ. Και η γκρίνια που προηγείται αναπόφευκτα της πιο μεγάλης επιτυχίας.

Η γκίνια των Ισπανών, η γκίνια των Γάλλων, η γκίνια των Τσέχων, ο τραυματισμός του Νέτβεντ. Γκίνια επαναλαμβαόμενη παύει να λογίζεται ως τέτοια -το τυχαίο είναι μια διαλεκτική στιγμή του αναγκαίου στην ιστορία. Η ασίστ του Τσιάρτα, σα να πίνει ένα ποτήρι νερό -πριν αρχίσει τον φασιστικό βόθρο, σα να ξερνάει περιττώματα. Το δίδυμο Σεϊταρίδης - Φύσσας, είκοσι χρόνια μετά, να λέει πως δε μας πίεσε και τόσο πολύ η Τσεχία. Το κέντρο και η άμυνα που είχαμε. Οι κεφαλιές του Χαριστέα. Η καριέρα που (δεν) έκανε αργότερα -χειρότερη και από τα φετινά του σχόλια στην ΕΡΤ. Η τεστοστερόνη και το σομπρέρο του Τεό. Ότι βγήκε MVP και ευρωβουλευτής. Και μη χειρότερα...

Το κλάμα του Κριστιάνο, που ξέρει να χάνει. Ο Τζίμι Τζαμπ να πετάει τη σημαία της Μπάρτσα στον Φίγκο -το στιγμιότυπο της διοργάνωσης. Η στολή της Πορτογαλίας που θύμιζε καρπούζι -με την Παλαιστίνη ως τη λευτεριά. Η Ολλανδία να νικά στα πέναλτι! Η μαγεία του Ίμπρα με το φαλτσαριστό τακούνι. Το μαγικό μπισκότο των Σκανδιναβών, που άφησε έξω την ειδική στο είδος Ιταλία -αυτά μόνο στη Μεσόγειο γίνονται. Το κάζο των Γερμανών, που ζήλευαν τον συμπατριώτη τους. Το αβάσταχτο φολκλόρ του Σκολάρι στον πάγκο. Κι ότι ένα τόσο συμπαθές, ομοιοπαθές έθνος -σαν τους Πορτογάλους- έχει βγάλει τόσο αντιπαθητικές μορφές στην μπάλα -Ρονάλντο, Φίγκο, Πέπε, Μουρίνιο. Σάντος που σας χρειάζεται...

Τα εκκολαπτόμενο αυγά στην κερκίδα μας. Το «δε θα γίνεις Έλληνας ποτέ...» λίγους μήνες μετά. Ο μεγάλος (φασιστικός) χειμώνας της Ελλάδας. Η αφόρητη Σημιτίλα -και ας είχε μπει στο χρονοντούλαπο, μόλις τρεις μήνες πριν- η πλαστή ευφορία για την «ισχυρή Ελλάδα» και το μεγάλο καλοκαίρι της. Γιατί χαίρεται και χαμογελά ο κόσμος, πατέρα; Η ουρανομήκης γιούχα στους επίσημους, στο Καλλιμάρμαρο. Και η καρτέλα στον τελικό που βάφτιζε πρωθυπουργό τον Γκαγκάτση, δίπλα στον Καραμανλή -και ίσως είχε δίκιο. Αυτοδιοίκητο στην Ελλάδα έχουν μόνο η ΕΠΟ και το Άγιο Όρος.

Και τέλος. Το άθλιο σύνθημα «δε σταματώ να τραγουδώ ποτέ». Η υστερία «σήκωσέ το το γαμημένο». Η μεταστροφή από το «δε γίνονται αυτά», στο «δε χάνεται αυτό». Η βεβαιότητα του κόσμου μετά τον ημιτελικό -το ίδιο συναίσθημα που γύρισε τούμπα στο Μουντομπάσκετ, δυο χρόνια μετά. Κι η σιγουριά πως δεν πρόκειται να ξαναζήσουμε κάτι τέτοιο στη ζωή μας την σκυφτή. Αλλά όχι και η μεγαλύτερη βραδιά μας, ρε εσύ. Τις μεγαλύτερές μας -θέλουμε να πιστεύουμε πως- δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα...

Τι άλλαξε - τι έμεινε ίδιο από τότε;

Πολλά πράγματα. Και τίποτα συνάμα. Όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλο τα ίδια μένουν. Και για να μείνουν ίδια, πρέπει να αλλάξουν ριζικά. Ο Κριστιάνο ακόμα κλαίει. Οι Ισπανοί δεν είναι πια λούζερ. Ο μέσος Έλληνας δε γουστάρει τον Γερμανό. Τα PIGS κυριαρχούν εδώ και μια εικοσαετία στο EURO -έτσι πηδάνε αυτοί που σας χρωστάνε. Οι Αντώνηδες έβγαλαν τον πραγματικό τους εαυτό στη φόρα και δεν αντέχονται. Ο Βερνίκος περιγράφει ακόμα -όπως και ο Χελάκης- στο Μέγκα. Οι καλές ομάδες εξακολουθούν να νικάνε τις καλές μονάδες. Και η πάλη των τάξεων παραμένει ιστορικά αδικαίωτη.

Το EURO μοιάζει σαν χτες. Αλλά και τόσο μακρινό, από την επόμενη κιόλας μέρα. Η Εθνική είχε συνέχεια, περίπου για μια δεκαετία, πριν ξαναγυρίσει στην ανυποληψία. Οι σύλλογοι έφτασαν στο ταβάνι τους και η πτώση τους έμοιαζε -και ήταν- εκκωφαντική, πριν αρχίσουν να ξαναδείχνουν δειλά κάποια σημάδια ανάκαμψης -σαν την οικονομία της χώρας. Η κοινή σε όλους σιγουριά πως είναι εμπειρία ζωής, που δεν πρόκειται να ξαναζήσουμε, δεν είχε να κάνει τόσο με το μέγεθος του θαύματος -αυτό το συνειδητοποιείς μετά, όταν κρυώσει. Αλλά με τη βεβαιότητα πως ήταν μια φωτοβολίδα, που φώτισε για λίγο τα σκοτάδια, αλλά δεν μπορεί να τα διαλύσει μόνη της. Είχε να κάνει με τη σιγουριά για τον χαρακτήρα της ΕΠΟ, τον προγραμματισμό της, τις ακαδημίες των συλλόγων, την αγάπη για το άθλημα -που δεν ταυτίζεται με τον αθεράπευτο έρωτα για τις επιτυχίες.

Η μαγεία εξατμίστηκε πολύ γρήγορα, σαν καλοκαιρινή βροχή, αφήνοντας πίσω της συντρίμμια. Έναν χρόνο μετά, σε μια εκδήλωση της οργάνωσης στο ΠΑΜΑΚ, θυμάμαι έναν βετεράνο να «χλευάζει» σχεδόν την επιτυχία, λέγοντας ότι πέσαμε από την Ακρόπολη και βρήκαμε πορτοφόλι -απίθανα πράγματα, που δεν πρόκειται να ξανασυμβούν.

Στην ίδια εκδήλωση ένας σφος ρώτησε μεταξύ σοβαρού και αστείου αν πρέπει να περιμένουμε την εποχή της Σπαρτάκ και της Ντιναμό Θεσσαλονίκης, για να δούνε τίτλο οι ομάδες της πόλης. Κι ήταν κατά μία έννοια προφητικός, πριν μάθει το ευρύ κοινό την ύπαρξη του Σαββίδη και το ενδιαφέρον του για την μπάλα -και τα παράπλευρα κέρδη του. Η τραγική ειρωνεία δεν είναι ότι η ερώτηση του σφου είχε άλλο νόημα -για τον σοσιαλισμό και την επανάσταση. Αλλά ότι ο σφος ήταν Αρειανός. Και είναι ακόμα -γιατί αυτά δεν αλλάζουν. Σφος -οργανωμένος τουλάχιστον- δεν πρέπει να είναι πάντως, γιατί αυτά δυστυχώς αλλάζουν καμιά φορά. Και στους καλύτερους συντρόφους...

Είκοσι χρόνια μετά, η εποχή εκείνη μοιάζει μακρινή και αφόρητα ίδια. Η φουρνιά των μεταφοιτητών έχει περίπου τις ίδιες οικονομικές δυνατότητες και εξαρτάται από τους γονείς της. Τα θαύματα -στη ζωή μας και το ποδόσφαιρο- λιγοστεύουν επικίνδυνα, κανονικοποιούνται. Τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη του από τους ισχυρούς. Το τυχαίο παραμένει μια στιγμή του αναγκαίου. Και το (αβάντι) πόπολο συνεχίζει να μην παίρνει τις τύχες στα χέρια του. Για να πάψει να νιώθει έρμαιο της τύχης και να κάνει την ανάγκη ιστορία.

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2024

Μπάλα είναι και σαπίζει

Σκόρπιες σημειώσεις και ιστορίες για την Ευρώπη και το ποδόσφαιρο

Λένε πως η ιστορία των EURO είναι η ιστορία της Ευρώπης -ή ένας γλαφυρός καθρέφτης της, που μπορεί να μας πει πολλά για αυτήν.


Η σύγχρονη ιστορία των EURO αρχίζει όταν εγκαταλείπεται το μοντέλο των Φάιναλ Φορ και διευρύνονται οι ομάδες της τελικής φάσης. Και σίγουρα στη δεκαετία του '90, όταν διαλύονται μεγάλες παραδοσιακές δυνάμεις του αθλήματος και πρωταθλήτριες χώρες. Η Σαβιέτσκι Σαγιούζ είναι το πιο σταθερό σημείο στο πρώτο μισό αυτής της διαδρομής, με τις περισσότερες παρουσίες από κάθε άλλον σε τελικούς EURO (τέσσερις συνολικά), ενώ ακόμα και οι αποτυχίες της γράφουν ιστορία.

Το ’88 η Σοβιετία του Λομπανόφσκι είναι η καλύτερη ομάδα, αλλά χάνει με εντυπωσιακό τρόπο από τους Ολλανδούς και ένα άρρωστο γκολ του Βαν Μπάστεν, που λένε πως σούταρε έτσι, γιατί ήταν τραυματίας και δεν μπορούσε να το κάνει αλλιώς.
Το ’64 στη Μαδρίτη, η παρουσία της κόκκινης αρμάδας στη Μαδρίτη του Φράνκο δίνει την ευκαιρία για συμβολική αντίσταση στις κερκίδες, σε όσους ασφυκτιούν και κρύβονται. Ενώ τέσσερα χρόνια πριν, ο δικτάτορας caudillo προτίμησε να αποσύρει τη roja -την εθνική του δηλαδή- από το να ρισκάρει μια ήττα εντός έδρας από τους (άλλους) κόκκινους και μια συμβολική ταπείνωση σε αθλητικό επίπεδο.

Το ’80 η ΕΣΣΔ αποκλείεται στον όμιλο των προκριματικών, από τον οποίο προκρίνεται η Ελλάδα για πρώτη φορά στα τελικά του Κυπέλλου Εθνών -όπως λεγόταν τότε. Κι οι οιωνοί θα συνεχιστούν και μετά την αντεπανάσταση για τη γεωγραφική πατρίδα μας. Το ’04 η Ρωσία είναι η μόνη ομάδα που νικά τη μετέπειτα πρωταθλήτρια Ευρώπης, στην πιο γλυκιά ήττα της ιστορίας της. Και το ’12 η Ελλάδα του Σάντος νικάει στον τελευταίο αγώνα του ομίλου τους Ρώσους και προκρίνεται για τελευταία φορά στα νοκ-άουτ, όπου περιμένει η Γερμανία. Μια διοργάνωση ανάμεσα στις δύο κάλπες του ’12, όπου το αριστεροχώρι πίστευε πως τα αντιμνημονιακά όνειρα θα έπαιρναν εκδίκηση, ενώ οι φιλελέδες σήκωναν πανό στα γήπεδα «last trip before Tsipras»...

Η διαδρομή των EURO στον αιώνα μας είναι μια ποδοσφαιρική εκδοχή των PIGS και της περιβόητης συμμαχίας του Νότου. Ελλάδα, Ισπανία δυο φορές, Πορτογαλία, Ιταλία. Αν και πιο εμβληματική στιγμή των φρατέλων ήταν ο ημιτελικός του ’12 και η τελευταία ραψωδία του Μπαλοτέλι, ενώπιον της φίλαθλης Μέρκελ. Άλλη μια φορά που οι Ιταλοί νίκησαν τους Γερμανούς στον ημιτελικό και έφτασαν άδειοι στον τελικό, για να χάσουν εμφατικά με τεσσάρα.

Οι εθνικές διοργανώσεις -πόσο μάλλον το πάλαι ποτέ "Κύπελλο Εθνών"- προσφέρονται για τέτοιους πολιτικούς συνειρμούς και την έξαρση των επιμέρους εθνικισμών. Κι ας μην ξεχνάμε πως «ναζί» είναι το «χαϊδευτικό» των εθνικιστών (nazionalisten) -που σημαίνει ότι και αν τους αποδομήσεις, μπορείς να τους ξαναφτιάξεις με το ίδιο ακριβώς υλικό. Οι εθνικοί ανταγωνισμοί σκίζουν το υφαντό της «ενωμένης Ευρώπης». Ο εθνικισμός είναι όμως μόνο η μία όψη του νομίσματος. Στην άλλη όψη μάς περιμένει ο «κοσμοπολιτισμός» των αποικιακών δυνάμεων και η πολυεθνική «κουλτούρα της ανοχής» για τους «άριστους μετανάστες» με το πλούσιο ταλέντο που φέρνει κέρδη στη μητρόπολη. Πίσω απ’ το σαξές στόρι κάθε δικού μας Γιάννη, κρύβουν μια εκατόμβη συντριμμένων ζωών και ονείρων που βούλιαξαν στη Μεσόγειο -και κάθε μέρα στη στεριά για τους διασωθέντες.

Το EURO είναι ένα μικρό Μουντιάλ, λένε. Ναι αλλά χωρίς αλατοπίπερο. Μπορεί η Λατινική Αμερική να μην είναι η δύναμη που ήταν κάποτε, να μην κερδίζει τους ίδιους τίτλους, να μην είναι καν ο αδύναμος κρίκος της αλυσίδας όπως ελπίζαμε κάποτε, είναι όμως διαχρονική αδυναμία πολλών φιλάθλων και καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, του επαγγελματικού αθλητισμού.

Ναι αλλά είναι και μια διοργάνωση χωρίς Καταρ-αμένους διοργανωτές, εκατόμβες νεκρών και περιστολή δικαιωμάτων. Απλώς η οικοδέσποινα απαγορεύει την είσοδο σε πολιτικούς της απαρασκείας της (Βαρουφάκης), δεν καλοβλέπει κάποια σύμβολα, πχ τα παλαιστινιακά λάβαρα, ή τις περίεργες δηλώσεις που διώχνουν τους χορηγούς, και υπερασπίζεται σθεναρά το No Politica, όταν βρίζουν τη Σερβία παρέα Αλβανοί και Κροάτες -ο αθλητισμός ενώνει.

Τι λέγαμε, όμως; Α, ναι. UEFA cares about football. Όχι σαν τους κακούς της European Super League, που σκέφτονται μόνο το κέρδος. Η ΟΥΕΦΑ σκέφτεται την απόλαυση του θεατή, με τους καλύτερους τρίτους των ομίλων -που κυνηγάν μεγάλα σκορ κόντρα σε αδιάφορες ομάδες-, με το ακατανόητο σύστημα στο διευρυμένο ΤσουΛου, τη μαγεία του Nations League -που ουδείς γνωρίζει γιατί υπάρχει- και με περισσότερα ματς μέχρι τελικής πτώσης. Χαρά στο κουράγιο των ψυχαναγκαστικών που κάθονται να τα δουν όλα. Μη μασάς, τα έχουν παίξει στο στοίχημα. Κι εσύ αναρωτιέσαι ποια αλλοτρίωση είναι χειρότερη. Να βλέπεις με πάθος κάτι που δεν αλλάζει στο παραμικρό τη ζωή σου; Ή να βλέπεις κάτι που δε σε ευχαριστεί καν, με την προσμονή ενός μικρού πιθανού κέρδους, που κατά κανόνα δεν έρχεται;

Τι θα κάνουμε στην κοινωνία του μέλλοντος με τους τζογαδόρους; Θα τους βάζουμε να βγάζουν αποδόσεις για την παγκόσμια επανάσταση και την απονέκρωση του κράτους. Όπως έβγαλε ο Βλαδίμηρος λίγους μήνες πριν την επανάσταση (εμείς οι παλιότεροι δε θα προλάβουμε να την ζήσουμε), πρόλαβε όμως να το διορθώσει στο live betting. Την έβλεπες να έρχεται, την έκανες; Και μην ξεχνάς, έχουμε αγώνες αύριο -όπως έλεγε κι ένα εκλογικό σύνθημα του κόμματος, με στοιχηματικά δάνεια.

Είναι λίγο απλουστευτικό, αλλά η ΕΕ είναι μια μορφή γερμανικής επικράτειας, ένα είδος Χανσεατικής Ένωσης. Όχι όμως χωρίς αντιθέσεις και συγκρούσεις -οι οποίες βρίσκουν μάλιστα έκφραση και στο χορτάρι. Όλοι μισούν τους Γερμανούς και όλα σχεδόν τα μεγάλα κλασικά ντέρμπι είναι εναντίον της.

Το Αγγλία-Γερμανία είναι κλασικό από το Μουντιάλ του ’66, με το γκολ-φάντασμα του Χαρστ που πλανάται πάνω από την Ευρώπη και τον Σοβιετικό επόπτη που το μέτρησε, πολύ πριν το ’90, με το φάουλ που χτύπησε στο τείχος (του Βερολίνου) και κρέμασε τον γερο-Σίλτον, για να καταλήξει ο Λίνεκερ στο απόφθεγμα πως στο τέλος (της ιστορίας) νικάνε οι Γερμανοί -στα πέναλτι.
Το Ιταλία-Γερμανία έγινε κλασικό στο επόμενο Μουντιάλ, του Μεξικού, με ένα θρυλικό 4-3 στην παράταση, που δε θα το είχαμε δει ποτέ, αν υπήρχαν τότε ξαφνικοί θάνατοι, χρυσά γκολ, αργύρια και λοιπές πειραματικές επινοήσεις.
Το Γαλλία-Γερμανία ήταν καυτό ζευγάρι στη δεκαετία με τις βάτες, με την περμανάντ του Πλατινί και του χασάπη Σουμάχερ. Το Ολλανδία-Γερμανία έφτασε την ίδια περίπου περίοδο στη δική του κορύφωση, με τις καταπληκτικές φανέλες -τα ψυχεδελικά ρομβάκια της οράνιε (που είχε και η Σοβιετία) και η τεθλασμένη, πρισματική τριχρωμία για τα πάντσερ.

Το Αργεντινή-Γερμανία απογειώθηκε την ίδια δεκαετία, με το «Μουντιάλ της επανένωσης» (προσάρτησης) και τα δάκρυα του Ντιέγκο για τους Ιταλούς, την πούτα ΦΙΦΑ και τον σοσιαλισμό που γνωρίσαμε.
Το Ισπανία-Γερμανία είναι το ντέρμπι των σχολών που είναι πολυνίκεις του θεσμού και καθόρισαν την ποδοσφαιρική εξέλιξη στο πρώτο τέταρτο του αιώνα μας.
Και το Βραζιλία-Γερμανία δεν ερχόταν ποτέ σαν ζευγάρι μέχρι το γύρισμα του αιώνα, αλλά έδωσε έναν τελικό Μουντιάλ το ’02 και έναν ημιτελικό που θα τον μνημονεύουν και τον επόμενο αιώνα.
Ακόμα και το Γερμανία (ΓΛΔ)) vs (Δυτικής) Γερμανίας είναι κλασικό -το ’74, με το γκολ του Λαογερμανού Σπαρβάσερ και τους μύθους που το συνοδεύουν.

Στο τέλος όλοι προσπαθούν να νικήσουν τους Γερμανούς, όπως και αν τους αποκαλούν -Πρώσους, Τεντέσκους, Αλεμάνους κτλ. Και μένει αήττητος ο μύθος της άριστης γερμανικής οργάνωσης, του άτεγκτου κράτους που δεν αστειεύεται με κανέναν (ούτε με τη Ζίμενς) και των άκρως αποτελεσματικών μηχανισμών του. Η αστυνομία άφησε γαία πυρί μιχθήτω, καθολικούς με όρτοντοξ μπράδερς και μουσουλμάνους, να αλωνίζουν, να στήνουν ενέδρες θανάτου -δεν είναι εδώ Βαλκάνια σου το ’πα. Τον περασμένο μήνα, στο Φάιναλ Φορ του Βερολίνου, η έναρξη των ημιτελικών πήγε πίσω γιατί κινδύνευαν να ξεκινήσουν σε άδειες κερκίδες, τα μπουμπούκια της Κρβένα Ζβέζντα ήρθαν για ενισχύσεις στα ξύλα, οι οπαδοί της Φενέρ έστηναν υποδοχή στον Αταμάν κοκ. Φαντάσου να μην υπήρχε και οργάνωση...

Αυτά προφανώς δεν τα σημειώνω επιζητώντας (περισσότερο) ξύλο και κρατική βία. Η καταστολή δεν είναι ποτέ ζητούμενο ούτε λύση. Όσοι δεν το έχουν καταλάβει, αρκεί να δουν το ρεσιτάλ βίας και αστυνομικής παράνοιας που κόντεψε να τινάξει στον αέρα τον τελικό ΤσουΛου το ’22 (Ρεάλ-Λίβερπουλ). Η κρατική βία έχει πάντα ταξικό πρόσημο και στόχευση, αλλά συχνά πλήττει και «αδιακρίτως», προς γνώση και εμπέδωση του δόγματος «νόμος και τάξη».

Κι ενώ τα κόκαλα της Μάργκαρετ έχουν λιώσει στο μνήμα της -όπως εύχονταν διάφορα στιχάκια, τραγουδάκια και συνθήματα προς τιμήν της- αλλά θα λιώσει ποτέ η καραμέλα των θαυμαστών της για τον Θατσερισμό που χτύπησε τον χουλιγκανισμό και τη βία στα γήπεδα. Στην καλύτερη, αυτό που έκανε, ήταν να τους βάλει κάτω από το χαλάκι και να τους κρατήσει μακριά από τη βιτρίνα της Πρέμιερ Λιγκ. Αντικειμενικά κατάφερε να τους εξάγει μαζικά σαν ορδές βαρβάρων σε αγώνες αγγλικών συλλόγων ή της εθνικής τους στην Ευρώπη. Στη χειρότερη τους άφησε να αναπτύσσονται υπόγεια, να γίνουν η ανθρώπινη πρώτη ύλη για την άνοδο της ακροδεξιάς και του φασισμού, που πλανάται σαν απειλή πάνω από όλη τη σάπια, γηραιά ήπειρο. Το πιστοποίησαν κι οι τελευταίες ευρωεκλογές άλλωστε.

Ανεβαίνει ο φασισμός! Κοίτα να δεις τώρα. Ποιος να το έλεγε πως τα αντικομμουνιστικά μνημόνια ως επίσημη ιδεολογία, η θεωρία των άκρων, το ιστορικό φλερτ με τους νεοναζί, ο οργανωμένος ρατσισμός μιας περίκλειστης Ευρώπης-φρούριο, που βλέπει τους μετανάστες σαν ροές (και ψάχνει τεχνικές λύσεις, για να τις «βουλώσει»), η συνενοχή στη γενοκτονία στην Παλαιστίνη, κτλ, κτλ, θα έφερνε τέτοια αποτελέσματα...

Βγαίνουν οι γάλλοι διεθνείς, ο Μπαπές, ο μικρός Τουράμ (μεγαλώσαμε mariori μου) και άλλοι, κάνουν δηλώσεις, καλέσματα εναντίον της Λεπέν, Λαϊκά Μέτωπα με τον Μακρόν -που μας ταλαιπωρούν επί μακρόν και επαναλαμβάνονται σαν φάρσα λίγο πριν την τραγωδία- και ψήφο στη δεξιά (με μπόλικες αυταπάτες) για να μη βγει η ακροδεξιά. Χιλιο-χρεοκοπημένες συνταγές, σαν τις καμπάνιες της ΟΥΕΦΑ κατά του ρατσισμού. Τι μπορεί να πάει στραβά σε αυτό;

Κάποιοι γκρινιάζουν πως χάνονται οι εθνικές σχολές και τα σύνορα, μελαγχολούν για το ποδόσφαιρο που ομογενοποιείται. Δεν το φτιάχνουν πια όπως κάποτε, σκέφτεσαι μέσα σου κι απορείς πότε γέρασες τόσο. Η παρελθοντολογία είναι αβάσταχτη αλλά έχει μια δόση αλήθειας, έστω μισής -τα πιο ωραία ψέματα τα λέμε στον εαυτό μας. Αλλά αν θέλουμε να την πούμε ολόκληρη, αλλού πρέπει να σταθούμε.

Τη χαμένη γοητεία θα την βρούμε στον αντίποδα του μεγέθους που αυξάνεται. Το άθλημα γίνεται όλο και πιο επαγγελματικό, πουλάει την ψυχή του στον διάβολο του κέρδους και της σκοπιμότητας. Αυτό που χάνεται είναι το ανθρώπινο στοιχείο, το μαγικό, το απρόβλεπτο, που γεννά πάθος, έκσταση, αθλητική κατάνυξη. Χάνεται η προσωπικότητα των παικτών, η ελευθερία της έκφρασής τους εντός και εκτός γηπέδου. Οι σύγχρονοι παίκτες είναι επαγγελματίες αθλητές, ταχυδύναμοι υπεράνθρωποι, ρομπότ με σάρκα, αλλά χωρίς πολλά συναισθήματα -που πνίγονται στο χρήμα. Η αυτοθυσία μοιάζει με τρέλα, όταν ρισκάρεις καριέρες και συμβόλαια. Ο Μέσι είναι χίλιες φορές καλύτερος (επαγγελματίας) ποδοσφαιριστής από τον μακαρίτη Ντιέγκο, αλλά πολύ μικρότερη προσωπικότητα και μέγεθος εκτός αγωνιστικού χώρου -αυτό που μας μένει σε τελική ανάλυση.

Δεν είναι απλώς θέμα φυσικής κατάστασης και συστήματος που σκοτώνουν το θέαμα και την έμπνευση. Μια συλλογική οργάνωση μπορεί να αναδείξει την αξία κάθε μονάδας μέσα από το σύνολο, να μην την αθροίσει απλώς στις υπόλοιπες, αλλά να την αυξήσει εκθετικά, να σεβαστεί και να πλουτίζει από τα ατομικά χαρακτηριστικά κάθε παίκτη. Να βρίσκει την ομορφιά στη διαφορά και την πολυμορφία. Να αντιμετωπίζει σαν προστατευόμενο είδος τους αρτίστες, που σκέφτονται πρώτα το κοινό, όσους ζητάνε μια σπουδαία φάση εν είδει ελεημοσύνης (ζητιάνοι του καλού ποδοσφαίρου, όπως αυτοπροσδιοριζόταν και ο Γκαλεάνο), να μας δείξουν κάτι διαφορετικό και (γι’ αυτό) όμορφο.

Το ίδιο άγευστοι φαίνονται οι σύγχρονοι εκφωνητές, που περιγράφουν σα να εκτελούν ποινή. Διαθέτουν γνώσεις, άμεση πληροφόρηση από το διαδίκτυο, κάρτες με γραφικά και στατιστικά, αλλά δεν μπαίνουν ποτέ στο πνεύμα του αγώνα -για να βάλουν και τον θεατή. Δεν πίστευα ποτέ πως θα με έπιανε νοσταλγία για τα βύσματα της ΕΡΤ, τις κλαδικές του ΠΑΣΟΚ στη Μεσογείων, τους άσχετους που δεν πετύχαιναν παίκτη στα δύο μέτρα, που τσίριζαν «γκολ! γκολ!» κάνα λεπτό, μέχρι να βρουν το όνομα του σκόρερ. Και όντως, δε με πιάνει. Μου λείπει όμως η γραφικότητά τους, που έδινε στίγμα και τους ξεχώριζε από τον μέσο όρο, τους έκανε αναγνωρίσιμους. Μου λείπει το ιδιαίτερο ηχόχρωμα που έδινε χρώμα και στις ασπρόμαυρες οθόνες. Μπορούσες να το μισήσεις, να το σιχαθείς ή να το συνηθίσεις και να το αγαπήσεις, δε θα σου περνούσε όμως αδιάφορο. Από την άλλη, μπορεί να μου λείπει απλώς η ηλικία που είχα, όταν τους άκουγα.

Πλέον μου φαίνεται τρομερή αγγαρεία να δω έναν ολόκληρο ποδοσφαιρικό αγώνα. Δεν έχω δει ούτε ένα ματς, ενώ κάποτε δεν έχανα κανένα. Μοιάζουν όλα βαρετά και ανούσια, σαν τη μίζερη ζωή μας, είτε κυλάνε αργά -σαν στάσιμα- είτε τσουλάνε γρήγορα, σα να βιάζονται να τελειώσουν. 

Μα η ζωή προχωρά καλπάζοντας χωρίς να κοιτά τη δική μας μελαγχολία...


Κι όμως, όσα δε φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η στιγμή. Ο ιστορικός χρόνος πυκνώνει, βγάζει ευκαιρίες, ωραίες φάσεις, επικίνδυνες καταστάσεις (για το σύστημα και τον ταξικό εχθρό). 
Και δεν υπάρχει καλύτερος ορισμός της επαναστατικής κατάστασης από ένα γήπεδο κατηφορικό σαν το Ριαθόρ ή μια μπάλα στρωμένη στην κενή εστία. Η μπάλα ψάχνει ένα φύσημα για να μπει στα δίχτυα και η εξουσία κυκλοφορεί πηχτή στους δρόμους, περιμένοντας να την αδράξουμε. Και στο τέλος νικάνε οι λαοί -χωρίς πέναλτι...

Μπάλα είναι και γυρίζει. Σαν τον τροχό της ιστορίας. Ή σαν τον μπάφο -να γυρνάει παιδιά. Η μπάλα είναι το δημοφιλέστερο μαλακό όπιο του λαού. Παυσίπονο για την ατέλειωτη κοιλάδα των δακρύων, για να μην πονάς, να χάνεις τις αισθήσεις και τη συνείδησή σου, αποκούμπι για κάθε προλετάριο που γίνεται λούμπεν, αφήνοντας την κρίση του στην είσοδο, όπου ελέγχουν τα προσωπικά του αντικείμενα.

Κι είναι πάντα ζήτημα αν μπορείς να κάνεις παρέμβαση στους αφιονισμένους. Αν αυτή έχει ουσία ή χαμηλό συμβολικό ταβάνι, με αντίφα πρόσημο -σε έναν χώρο όπου βρίσκει συχνά χώρο το φίδι να εκκολαφθεί. Κι όμως, είναι εντελώς βέβαιο πως όταν γίνουμε πραγματικά δυνατοί κι επικίνδυνοι, θα αποκτήσουμε ντε φάκτο επιρροή και ακροατήριο σε αυτόν τον κόσμο. Τον ξένο, τον αλλότριο, που μπορεί όμως να γίνει υλικό για να χτίσουμε έναν άλλο, δικό μας, όπως τον θέλουμε και τον ονειρευόμαστε. Αρκεί να νικήσουμε τη βαθιά του αλλοτρίωση και να τον πείσουμε ότι δεν είναι δύσκολο να φανταστεί έναν κόσμο χωρίς τζόγο, τσουλού, μεταγραφές, ήρωες και ομαδάρες. Το πιο δύσκολο -σαν πρόκληση- είναι να φανταστεί και να φτιάξει έναν κόσμο χωρίς αφεντικά (στους συλλόγους και γενικώς) και χρήμα που να λερώνει τις φανέλες και το αποκούμπι του.

Πέμπτη 30 Μαΐου 2024

Στο πανηγύρι αυτό που δεν έχει τελειωμό

Μη γράψεις σεντόνι πάλι, μόνο να το κουνάμε θέλουμε.
Καλά, περίμενε εσύ. Κουνημένε...

Η ταινία Polaroid του ’99 είναι το χίπστερ πριν το χίπστερ και το ΣΥΡΙΖΑ-Ποτάμι -που θα έκαναν κυβέρνηση αν δεν ήταν ο Καμμένος. Νοσταλγία για τον Πασχάλη και τα μιούζικαλ του Δαλιανίδη με ολίγη Plus Soda, επιθετική σάτιρα κατά του Μητροπάνου που δεν προλαβαίνει τραγουδώντας τη μουσική (και έκανε ανεξήγητα καριέρα ως περίπου Σαλονικιός αλλά τον θυμήθηκαν διάφοροι φίλοι γάβροι σε ένα παραληρηματικό προσκλητήριο νεκρών και ζωντανών), ντεμέκ αντίσταση με τη διάδοση ψευδών ειδήσεων αλά Λούθερ Μπλίσετ και εναγώνια αναζήτηση ενός ορισμού της συλλογικότητας. Για να καταλήξει εις εκ των πρωταγωνιστών, ψαγμένος φασαίος και ρέμπελος, ότι συλλογικότητα είναι ο τελικός του Μουντιάλ και τα εκατομμύρια που θα συντονιστούν στις οθόνες τους να τον δουν. Un, dos, tres, allez, allez, allez...

Κι όμως, υπάρχει λογικός πυρήνας σε όλα αυτά. Σε έναν κόσμο όπου το μοντέρνο το καθόριζαν οι ενιαίες αφηγήσεις, το κίνημα και τα κοινά βιώματα, σήμερα έχουμε πολλά μεταμοντέρνα θραύσματα, παράλληλους ατομικούς γαλαξίες που συμπίπτουν σπάνια και εξατομικευμένες εμπειρίες σε διάφορους χρόνους -τα λέει καλά τρολάροντας και ο Λαμπρόπουλος για τη διάρρηξη του κοινωνικού ιστού. Χωρίς γερό κίνημα, κραταιά τηλεόραση και μεγάλες αφηγήσεις, το μόνο μαζικό βίωμα, ως κοινό σημείο αναφοράς, μοιάζει να είναι τα μεγάλα αθλητικά γεγονότα -που τα βλέπουν και τα σχολιάζουν όλοι στον ίδιο χρόνο. Τραγικό; Ίσως. Κι αληθινό συνάμα. Αλλά πριν αρχίσεις να κουνάς το δάχτυλο στη μάζα -και εγώ μαζί σου- ας σκεφτούμε γιατί δεν την πείσαμε να κατέβει στον δρόμο για λόγους ταξικούς -και όχι μόνο. Να κάνουν ρίμα το Κουκουέ με τον Οφορίκουε στην πραγματική ζωή -και όχι στους στίχους των Χατζηφραγκέτα.

Πωπωπωπωπωπωπω, αχ τι κακό, τι κακό
Ω τι κόσμο θωρώ στο πανηγύρι αυτό
Στο πανηγύρι αυτό, στο πανηγύρι αυτό
Που δεν έχει τελειωμό
Για τον κάθε χάρτινο λαό.

Και αρχίζει ο πανζουρλισμός, φωνές, αγκαλιές, πυροτεχνήματα. Τόσες κόρνες και ούτε μια αφύπνιση. Τόσοι μουσάτοι και ούτε μία επανάσταση. Τόσοι μαλλιάδες και ούτε μία κούπα -για την Αργεντινή, παλιότερα. Τόσος κόσμος στον δρόμο και ούτε μια διαδήλωση. Τόσα πυροτεχνήματα στον ουρανό και ούτε μια έφοδος. Τόση ειρωνεία κι ούτε λίγη ενσυναίσθηση.


Σου λένε ότι είναι ευρωπαϊκός τελικός, εμπειρία ζωής, που δεν ξέρεις αν θα την ξαναζήσουμε. Και εσύ σκέφτεσαι πότε θα φλεβαρίσει και αν θα αξιωθούμε να ζήσουμε μια επανάσταση -ή θα μείνουμε με τον Δεκέμβρη και τους αγανακτισμένους ως «highlights». Κι οι συνθήκες ωρίμασαν σαν μήλο, που δεν πέφτει μόνο του παρά μόνο αν σαπίσει, για να βρούμε τον νόμο της βαρύτητας, το ιστορικό βάρος της αντεπανάστασης, τα βαρίδια και τις νομοτέλειες της ήττας.

Και αρχίζει ο διαγωνισμός γραφικότητας στις αναρτήσεις. Πάρε για τον θρίαμβο του Γόδα -αρχίζεις να πιστεύεις πως τον «σκότωσαν για το ποδόσφαιρο». Πάρε και για τον Φύσσα που πανηγυρίζει από ψηλά, μια no politica δικαίωση, μη σου πω μεγαλύτερη και από τις 7 Οκτώβρη. Να πούμε και για τον πρόεδρο, τον «εφοπλιστή της δημοκρατίας», που παλεύει την κυβέρνηση και το κατεστημένο. Για τον Σωκράτη που ήταν «δικό μας» προϊόν -της ΓΛΔ-, και τον μεγάλο περίπατο του μικρού Πέτρου, του αριστερού βιομήχανου που άνοιξε τον δρόμο για τον Κασσελάκη, που τελικά είναι πιο πειστικός σαν πολιτικός παρά σαν φίλαθλος.

Να διαγράψεις όλους τους γκαβλωμένους οπαδούς με τις γραφικές αναρτήσεις; Τότε θα μείνεις χωρίς φίλους -και ποιος σου λέει ότι είχες ποτέ;- και το χειρότερο, χωρίς συντρόφους. Πάλι καλά που δε βγάλαμε ανακοίνωση για συγχαρητήρια -μείναμε σε μια ξερή δήλωση του ΓΓ. Και ποιος θα μιλήσει για τα γελοία «μέτρα ασφαλείας» (πήρανε για την αναπνοή μου), την πολιορκημένη πόλη, τα σχολεία που έκλεισαν για να γίνουν πάρκινγκ, τα αποκλεισμένα προάστια που έμειναν χωρίς συγκοινωνία, τις ασκήσεις εκκένωσης και την απαγόρευση συναθροίσεων που θύμισε καραντίνα;

Πάρε και ένα πανό «λευτεριά στα αδέρφια μας» -που το βλέπεις σε κάθε γήπεδο, σε διάφορα χρώματα για υπαλλήλους και μαφιόζους του υπόκοσμου. Κι αναρωτιέσαι ποιος θα ελευθερώσει τα δικά μας ταξικά αδέλφια -και εμάς μαζί- από την οπαδική αρρώστια και τα ξόρκια του προέδρου.

Πάρε κι όσους κιτρίνιζαν απ’ το κακό τους για τα ιερά και όσια, τα «πάτρια εδάφη» του προέδρου και τη νέα άλωση, της Αγιασοφιάς, της (ο)παπαρίνας της καλής. «Όχι στο σπίτι μας» σου έλεγαν, που το μαγάρισαν οι (μ)αγαρηνοί ελΚαμπήδες και οι ορδές των βαρβάρων. Εντάξει να μένεις άστεγος από τον Γρανίτσα ή τους πλειστηριασμούς, αλλά όχι αυτό...


Μα στη βλακεία δε χωράνε οπαδικά. Είχε προηγηθεί το πράσινο τριήμερο. Βουντού-βουντού, μαγικός τελικός Κυπέλλου, η Φραπάρ να σφυρίζει σαν Ελληνίδα, ο Κομπότης στις κερκίδες, τελικός για κολλύριο, μπλουζάκια football is life, και εσύ να σκέφτεσαι να αυτοκτονήσεις από ανία. Μαγικό φινάλε, ο Καρυπίδης ξεκίνησε την καταδίωξη σαν «Σούπερ Αγόρι», ο Αλαφούζος αποθεώθηκε σε άδειο γήπεδο. Μαγεία που θα ζήλευε και η λούμπεν αστική τάξη της χώρας μας (ο Τράκης), μοναδικές στιγμές που μόνο ένα σύστημα σε σήψη μπορεί να προσφέρει.

Πάρε και τα αθάνατα κλισέ για την Ελλάδα που ποτέ δεν πεθαίνει, που νικά και προοδεύει και ξανά προς τη δόξα τραβά. Τι τραβάμε κι εμείς τα δοξασμένα έθνη! Μα δεν είναι ένα κλικ μπροστά (σε θέση οφσάιντ) όσοι ξεφεύγουν από αυτό το «εθνικό σχήμα» της αταξικής ενότητας; Όχι, σιγά μην είναι έτοιμοι και για εμφύλιο πόλεμο. Τσιμπάν την ίδια ενότητα για την ομάδα τους. «Εδώ είμαστε όλοι μια οικογένεια», σε αυτά δε χωράνε ταξικά (πρόσημα).

Κι αρχίζουν όλοι μαζί τον σκυλοκαβγά για την αξία της διοργάνωσης. Αν ήταν Αστερίξ, θα ήταν εκείνο το επιπλέον άθλημα που επινόησαν οι Ελλανοδίκες, για να πάρουν και οι Ρωμαίοι έναν χρυσό κότινο και να μη βουλιάξουν στην παρακμή τους. Αλλά είναι η ΟΥΕΦΑ που θέλει εκατοντάδες αγώνες μέχρι τελικής πτώσης και οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν. Και τις βάζουν κάτω να τις μετρήσουν, τις κούπες και τη βλακεία που μας δέρνει. Αν είναι κούπα από πορσελάνη ή Milko cup και όσα δε φτάνει η αλεπού. Κι εσύ μετράς το μπόι σου που πόντο-πόντο χάνεις (1 μέτρο και ένα Μίλκο) κι αν σου φτάνουν τα ψιλά για ένα κακάο -εδώ όλα Μίλκο τα λένε, πχ Μίλκο με ΤΟΠΙΝΩ, όπως λένε σουβλάκι με γύρο.

Δύο πράγματα είναι άπειρα στο φίλαθλο σύμπαν. Το μεγαλείο - οι τίτλοι της διαπλανητικής ομαδάρας. Και η καφρίλα του μέσου οπαδού -οργανωμένη και μη. Και για το πρώτο δεν είμαι και πολύ σίγουρος. Έχουμε τέτοιο επίπεδο τοξικότητας κι αταξικότητας, που να μην αντέχεις καν τους συντρόφους σου στα ΜΚΔ -κι αυτοί εσένα. Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω. Θρύψαλα τα τζάμια στον ηλεκτρικό... Έχε χάρη που σταμάτησε από τις 5 το απόγευμα.

Ο οπαδισμός είναι ένας μικρός εθνικισμός, που αποκλείει όλους τους άλλους. Μπορείς να τον βρεις σε ήπιες μορφές, αλλά μην πέσεις απ’ τα σύννεφα όταν αρχίσει ο πόλεμος -και δεν είναι ταξικός. Το ζητούμενο είναι να αγαπάς την ομάδα σου και να μάθεις να σέβεσαι τις υπόλοιπες -τον πολιτισμό τους και τα έθιμά τους. Κι ίσως μια μέρα καταργηθούν τα σύνορα και τα κάγκελα (παντού) και ζήσουμε ειρηνικά. Προλετάριοι όλων των πετάλων ενωθείτε!

Αλλά η πολιτική σκέψη των περισσότερων δεν κάνει μεγάλα άλματα και φτάνει ως τα συνθήματα. Πχ «κάθε ήττα του Ολυμπιακού είναι μια νίκη της ανθρωπότητας». Κι εγώ είχα γράψει κάποτε ότι «έχει πάντα πλάκα να βλέπεις τις ΗΠΑ να χάνουν» -στους Ολυμπιακούς αγώνες. Αλλά αυτό έχει πολύ χαμηλό ταβάνι -πχ ένα μέτωπο με τη Ρωσία, που την έχουν πετάξει έξω από κάθε διοργάνωση, για να μας κάνουν με το ζόρι να πιστέψουμε ότι είναι η Σοβιετία της εποχής μας.

Μα δε βλέπεις τίποτα θετικό; Αντιθέτως! Βλέπω δάκρυα χαράς, αγνή συγκίνηση, την ωραία ιστορία του Μεντιλίμπαρ, τον μικρό Γιαννάκη με το κασκόλ του ΠΑΟΚ στο καροτσάκι, τα μπουκέτα -χωρίς ξύλο- στο σημείο που δολοφόνησαν τον Μιχάλη, τον 87χρονο Υφαντή να κάνει σαν μικρό παιδί. Ο αθλητισμός έχει πάντα τις πιο ωραίες ιστορίες, από αυτές που θα λέμε στα παιδιά μας για να μεγαλώσουν στην κοιλάδα των δακρύων. Αλλά τα σπορ είναι μια άλλη ιστορία, στην εκδοχή του επαγγελματικού αθλητισμού, που βγάζει κέρδη σκοτώνοντας συναισθήματα.

Η χαρά του οπαδού είναι ιερή. Είναι το δικαίωμα στην παιδικότητα, όταν όλα έμοιαζαν αθώα και αληθινά, όταν δεν υπήρχε τίποτα να τα μουντζουρώσει. Όταν είχαμε το άλλοθι της ηλικίας και το δικαίωμα στην αφέλεια. Όταν δε νιώθαμε φόβο -γιατί δε ξέραμε τι γίνεται- και μπορούσαμε να δούμε όλοι μαζί έναν αγώνα. Όταν δεν ευχόμασταν να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα και να μην πάρει τίτλους. Όταν μια αθλητική εφημερίδα και ένα κακάο το πρωί μπορούσε να σου φτιάξει τη διάθεση. Σπορτάιμ ή Φίλαθλος, Φως-Ώρα ή Ηχώ, δεν έχει σημασία, αρκεί να μην ήταν Μίλκο το κακάο. ΤΟΠΙΝΩ ή ΑΓΝΟ ή Κουκάκη ή ΛΥΚΑΣ ή Ροδοπάκι -ό,τι θες από Τέμπη και πάνω, σε αυτά δε χωράνε οπαδικά.

Είναι δείγμα πολιτισμού (ή βαρβαρότητας) πώς πανηγυρίζουμε, πώς δεχόμαστε τους πανηγυρισμούς των άλλων. Είναι δείγμα υγείας το έξυπνο σύνθημα, η ευρηματική καζούρα, ακόμα και η αγάπη για μια ομάδα -όσο δεν μπορείς να φτάσεις πιο σύνθετα ιδανικά.

Αρχίζεις να χάνεις την μπάλα όταν αγχώνεσαι, στενοχωριέσαι και χάνεις τον ύπνο σου, τη διάθεσή σου. Όταν επηρεάζει σοβαρά την καθημερινότητά σου, κάτι που δεν την αλλάζει στο παραμικρό. Το χάνεις εντελώς όταν αρχίζεις να σπαταλάς μπόλικη φαιά ουσία, για να δώσεις άλλοθι στον εαυτό σου, να πασπαλίσεις με ιδεολογία το πάθος σου. Αρχίζεις να γίνεσαι επικίνδυνος, όταν βγάζεις κόμπλεξ και ξεσπάς, όταν γαμάς νοερά τους πάντες, μανάδες, σόγια, ιερά και όσια -εκτός από ερωτικούς συντρόφους- όταν σε πηδάνε χωρίς σάλιο καθημερινά και εσύ ψάχνεις ρεβάνς στο γήπεδο, πηδάς νοερά τις κότες, τους λαγούς, πάπιες, χήνες και κουνέλια, ό,τι είχε στην αυλή της η γιαγιά, μοσχάρια άσβερκα με τατού και σχέση υπαλλήλου - μπράβου με το αφεντικό. Όταν φωνάζεις, «οε-οε-σας γαμήσαμε», με ένα μίζερο σκορ, με πέτσινα γκολ, με άγχος στα χασομέρια, με στημένο διαιτητή, «για να πονάει περισσότερο», σαν αγχωμένη μαλακία (Διδυμότειχο blues), παρά σαν έρωτας και απόλαυση, μια συνουσία που θα την χαρούν όλοι, χάσουν-κερδίσουν.

Χάνουμε την μπάλα, όταν αρχίζουμε να μην αντέχουμε τους γύρω μας -τους συναδέλφους και τους συντρόφους μας, όχι κάποιον κάφρο- όταν αρχίζουν να μη μας αντέχουν οι γύρω μας -τα ίδια άτομα και πάλι-, όταν σκεφτόμαστε πώς θα τους αντικρίσουμε την επομένη μιας ήττας και πάμε με κατεβασμένα μούτρα. Συγκρατούμε τα πάθη μας, τα εκλογικεύουμε (;) αλλά στο βάθος μπορεί να μη διαφέρουμε όσο πιστεύουμε από τους άλλους -και δεν εξαιρώ τον εαυτό μου από όσα λέω.

Εδώ αφέντηδες μασάτε
ό,τι αγγίξετε πιο τρυφερό
κι εσείς, δούλοι, προσκυνάτε
και βολεύεστε θαρρώ...

Τελευταίο -και πιο σημαντικό.
Η χαρά του οπαδού είναι ιερή, το πιο αγνό και καθαρό πράγμα του κόσμου, έτοιμο να θυσιάσει πράγματα (εργατοώρες, ηρεμία κτλ) χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Ας φροντίσουμε να μη γίνεται πλυντήριο για τη βρωμιά του χώρου και όσους τον λερώνουν.

Τρίτη 21 Μαΐου 2024

Στη Γάμα Εθνική ρίξαν τη ζωή σου...

Το πρωί με ξυπνάς με φιλιά,
μου χαϊδεύεις μετά τα μαλλιά
...

Σε μια γειτονιά, όπου οι «καλημέρες» ακούγονται σαν τρυπάνια και τόρνοι εργαστηρίου. Όπου η ζωή κυλά αδιάφορα, με ανούσια υπονοούμενα, θραύσματα συμβολισμών και μηνυμάτων που δεν αποκτούν ποτέ συνοχή, μένουν χωρίς βαθύτερο νόημα, σαν πλαδαρό κι αγύμναστο κείμενο -καλή ώρα. Κι αν μας αντέξει το σχοινί, θα φανεί στα υστερόγραφα, όπως σε κάθε αθλητική στήλη, που δε σέβεται τους αναγνώστες της. 

Μα κάτι άλλαξε από χτες -αλλά όχι ο κόσμος. (Προ)χτες που όλα ήταν «ο θάνατός σου η ζωή μου» -κι η σαπίλα μας, κοπριά για τα κέρδη τους. Έπαιζαν οι αιώνιοι σε βορρά και νότο, ο αιώνιος Πανιώνιος για άνοδο (από την Α2, που την είπαν «Ελίτ League» κόντρα σε λογική και ταξικούς φραγμούς), ο ημίθεος απέναντι, ο άλλος δικέφαλος περίμενε στη γωνιά άλλο ένα δωράκι κι η πράσινη φυλή κατέβαινε μαζικά στον δρόμο, για να αλλάξει φύλαρχο. Πάνθεον θηρίων και ηρώων, δαιμόνων, θεών κι ημίθεων, που ομορφαίνουν τις Κυριακές μας και δίνουν χρώμα στον βούρκο με τις μπίζνες.
Υγ: Φινάλε για να κρατάς την ανάσα σου, από την αγωνιά και τη βρωμιά του χώρου.

Πέσανε όλοι με τα μούτρα, μια φωνή και μια γροθιά (ιδιοκτήτες-εργατιά). Εδώ είμαστε όλοι μια οικογένεια, αδελφωμένοι, χωρίς τάξεις. Αφεντικά και (μισθωτοί) δούλοι, τον τίτλο θέλουμε ούλοι. Γέλα υπηρέτη, γλέντα, πανηγύρισε, χαμογέλα ρε (τι σου ζητάνε;).
Υγ: κανείς δεν το έχει πει καλύτερα από τα Τοξικά Απόβλητα.
Αυτογκόλ, αυτογκόλ βάζεις στη ζωή σου.
(...) Στη Γάμα Εθνική ρίξαν τη ζωή σου

Αυτογκόλ from ΤΟΞΙΚΑ ΑΠΟΒΛΗΤΑ on Vimeo.

Αν είχαν σχέδιο και πρόγραμμα, η μοιρασιά της λείας θα ήταν δίκαιη: πρωταθλητής ο ΠΑΟΚ, ο Άρης το Κύπελλο, ο Ολυμπιακός το Κόνφερενς, ο ΠΑΟ Ευρωλίγκα, η ΑΕΚ το χάντμπολ και δικαίωμα του χρόνου για τον Τίγρη. Αλλά η Μαφία στη χώρα μας δεν έχει εξελιχθεί τόσο και οι χτεσινοί σύμμαχοι τρώγονται μεταξύ τους, για να επικρατήσουν στην αγορά και να συμμαχήσουν ξανά με τον «εχθρό» από θέση ισχύος.
Υγ: Πετρέλαιο χωρίς μαφιόζους, μόνο στον κεντρικό σχεδιασμό του μέλλοντος. Κοινωνία χωρίς μαφιόζους, ελπίζω στα κοντά, πριν εξαντληθεί το πετρελαϊκό απόθεμα.

Και τι έγινε τελικά; Το «Έλα να δεις» -χωρίς τον Κλίμοφ.
Ο Πανιώνιος ανέβηκε. Ο Γκίκας έκανε τις πιο ωραίες δηλώσεις (ότι άξιζε να ανέβει και ο αντίπαλος) γιατί τις συνδύασε με πράξεις κι έπιασε στον αέρα το μπουκάλι που στόχευε τη ρεπόρτερ. Ο Ηρακλής κέρδισε τις εντυπώσεις με τη σημαία της Παλαιστίνης στην κερκίδα. Κι ο Μίλωνας ανέβηκε κατηγορία 30 χρόνια μετά κι ας μην το(ν) ήθελε ούτε ο Δήμος όπου εδρεύει. Τι να κάνει άραγε αυτή η ψυχή, ο Μίτσελ Ουίγκινς;
Υγ: αντέχει να βγάλει ένα καλό δεκάλεπτο;
Υγ: ο γιος του θα αφήσει το ΝΒΑ, να βοηθήσει;
Υγ: Καλά όλα τα άλλα, αλλά ο Γκίκας γιατί στο διάολο φορά το 88 και τι θέλει να πει με αυτό;

Ο ΠΑΟΚ πήρε νίκη-τίτλο, από αυτές που φτιάχνουν μύθος και νέες γενιές οπαδών. Ο Λουτσέσκου μοίραζε φιλάκια, σαν την Αλιφέρη -μην ξεχνάτε, σας αγαπώ. Στην αρένα του ΟΠΑΠ μοίραζαν φιλιά και αγάπη στον Αλμέιδα, για να ζηλέψει ο Κλοπ. Στην (άδεια) Λεωφόρο σε ζητώ, χωρίς Βικτώρια. Δε θέλει νίκες και χρυσάφι, για να ανθίσει αυτός ο έρωτας. Hasta los poulos siempre, Alafouzo poyla. Και στα (γερο)Λαδάδικα πουλάν αυτό που θες.
Υγ: Για μένα ο Λουτσέσκου παράγει ήθος και προάγει το άθλημα.
Υγ: Χίλια μπράβο στον Τόμας που σήκωσε κι αυτός σημαία της Παλαιστίνης.

Γκολάρα ο Μορόν, ακόμα καλύτερη ο Ποντένσε. Ναι αλλά ποιος ασχολείται με μπάλα, για αυτά θα μιλάμε τώρα;
Υγ: απομονώστε τους φλώρους που χειροκρότησαν. Μας ντροπιάζουν.

Κάποιοι βγήκαν στον δρόμο να κάψουν την πόλη, πανηγυρίζοντας. Μνήμες ’17, η μεγάλη φωτιά. Κι είναι ζήτημα αν τότε απέκτησε η πόλη σύγχρονο κέντρο ή έχασε την ψυχή της, για να γίνει σταδιακά «μια πόλη-μια χώρα-μια εθνικότητα». Μια ομάδα, μια τζατζίκι, μια πατάτες. Αλλά εννοείται πως θέλει γκρέμισμα και κάψιμο. Σαν την (άλλη) σπίθα του ’17, που απλώθηκε παντού σαν πυρκαγιά και φως που πάντα καίει.
Υγ: Βάλτε φωτιά-κάψτε καλά...

Κάποιοι βρίσκουν αδύνατο να συνυπάρχουν στην πόλη, με όσους τα θέλουν όλα μονοπώλιο, για τον ολιγάρχη που ορίζει τον βορρά. Υγ: Δύσκολο βασικά είναι να ζεις και να ασφυκτιάς σε έναν σάπιο κόσμο που βουλιάζει. Αν επιβιώνεις εκεί, όλα τα άλλα είναι παιχνιδάκι -έστω και στημένο.
Υγ: ο θεός (του πολέμου) να μας φυλάει από οπαδικές εξάρσεις και τοξικότητα... Άρη σε αγαπώ, Άρη είσαι ο ένας, από το +26 δεν πήγε να χάσει άλλος κανένας!

Κάποιοι άλλοι νιώθουν στα αλήθεια πως κάτι άλλαξε από χτες. Κάποιοι πήραν νοερά εκδίκηση για τη γενοκτονία των Ποντίων.
Κι άλλοι κατέβηκαν στον δρόμο, για να βρουν καλύτερο αφέντη.
Μα είναι δυνατόν να διαδηλώνουν για μια ομάδα;
Ναι. Κι αν είναι στον δρόμο για όλα τα άλλα, τότε δε μας πέφτει λόγος για την καψούρα τους. Κι αν είναι όντως στο κίνημα, θα καταλάβουν γρήγορα πως ο στόχος δεν είναι ένα «καλύτερο αφεντικό» (που είναι εφικτό), αλλά να τελειώνουμε συλλήβδην με τα αφεντικά και την τάξη τους.
Υγ: Βασική προϋπόθεση είναι να μην είσαι υπάλληλος του εκάστοτε πρόεδρα. Αλλιώς θα καταλάβεις μόνο ό,τι αφορά και συμφέρει την τσέπη σου.

Στα γήπεδα η Ελλάδα αναστενάζει. Όλο το έθνος προσκυνά σώβρακα και φανέλες.
Ναι αλλά μην το λες κουνώντας το δάχτυλο, κανείς δε θα σε ακούσει έτσι. Θα πρόσβαλλες ποτέ έναν πιστό, που στρέφεται στο όπιο του λαού -την καρδιά ενός άκαρδου κόσμου- για να επιβιώσει στην κοιλάδα των δακρύων; Στην τελική, η θρησκοληψία του οπαδού έχει κάτι «αγνό» και «ιδεαλιστικό» μες στη βλακεία της. Μια στράτευση για κάτι ανώτερο, κάτι συλλογικό που τον ξεπερνά -και ας μην έχει βρει ακόμα πού να το διοχετεύσει σωστά.
Υγ: τα παιδιά στην κερκίδα είναι η μόνη σου ελπίδα. Αρκεί να αφήσουν την κερκίδα και να αρχίσουν να παίζουν.

Μα είναι δυνατόν να καίγονται για την μπάλα και να αδιαφορούν για την πολιτική;
Έλα ντε, αυτές οι ευρωεκλογές ειδικά σφύζουν από ενδιαφέρον. Μακεδονία, τικ-τοκ, γκαντέμης Μητσοτάκης, Κασσελάκης κλόουν. Υπερθέαμα.
Μα αυτοί δε θέλουν στη ζωή να κυβερνήσουν,
Θέλουν να μείνουν οπαδοί φανατικοί...

Αλλά τα πιο πολλά εισιτήρια κόβονταν στις δόξες της Μεταπολίτευσης, που το κίνημα ήταν (θεωρητικά) στα καλύτερά του. Κι αν μετά ξέφτισε το ενδιαφέρον για κάθε μαζική διαδικασία και ιδεολογία, δε φταίει ακριβώς η μπάλα -κι ας είναι βολικό και εύκολο συμπέρασμα.
Υγ: αν δεν πεις αστείο για τον γκαντέμη Μητσοτάκη και την ακολουθία «πρωτάθλημα ΠΑΟΚ-Τσερνόμπιλ-πανδημία», δεν είσαι αληθινός αριστερός και ολοκληρωμένη σοσιαλμιντιακή περσόνα. (Και βασικά το δεύτερο...)

Το πρόβλημα είναι οι ψυλλιασμένοι που χάνουν το μυαλό τους και τα ταξικά γυαλιά τους.
Ακολουθούν οδηγίες προς ναυτιλλομένους -ή έστω ναυάγια, ταξικά και μη. Που ψάχνουν σανίδα σωτηρίας να αναπνεύσουν στον βούρκο και δεν τους νοιάζει που ρουφάνε βρώμικο αέρα, ούτε η μπόχα του πρωταθλήματος, γιατί έχουν ανοσία και κατεστραμμένα οσφρητικά κύτταρα.
Υγ: Παλεύουμε όμως να σώσουμε τα εγκεφαλικά.

Από την εποχή της Ρόζας μέχρι σήμερα, η αλήθεια είναι μία: ο εχθρός είναι πάντα εντός των τειχών. Ο μαφιόζος που έχει την ομάδα. Το λαμόγιο που συνεργάζεται με τους μαφιόζους, περιμένοντας ένα κοκαλάκι. Τα τσιράκια του, οι αυλοκόλακες, οι μπράβοι του, τα έμμισθα στρατιωτάκια, οι υπάλληλοί του -στους συνδέσμους, τα ΜΜΕ και την κυβέρνηση.
Υγ: θα είχε μεγαλύτερη αξία να τα έλεγα αυτά μετά από έναν τίτλο του Άρη. Αλλά δεν ξέρω πότε θα κάνει ξαστεριά και αν όχι τώρα (το Σάββατο) πόσα χρόνια ακόμα θα περιμένουμε.

Να αγαπάς την ομάδα σου, τις ιστορίες, τα συναισθήματα που γεννά, τις αναμνήσεις που θα διηγείσαι στα παιδιά σου με δικές σου λεπτομέρειες, όπως βάζουμε σε κάθε παραμύθι. Να αγαπάς όσους ξεχωρίζουν εκτός γηπέδου, τους δυνατούς συμβολισμούς, τις ωραίες δηλώσεις, τους παίκτες που δεν το βουλώνουν, τις κερκίδες που δε γλείφουν το αφεντικό. Μη ξεχνάς ποτέ ότι οι ομάδες είναι ΑΕ με αφεντικά. Εφοπλιστές, λαθρέμπορους, λαμόγια, ανθρώπους του υπόκοσμου. Και το πρωτάθλημα ένα μεγάλο πλυντήριο, που ξεπλένει αυτούς και το χρήμα τους.Το ψάρι βρωμάει πάντα από το κεφάλι.
Υγ: Το πάθος για το άθλημα είναι αγνό και αθώο του αίματος. Το πάθος για το πρωτάθλημα, όμως, που μια ψυχή το είπε «ψύχωση» και έφυγε νύχτα, εξ ορισμού δεν μπορεί να είναι.

Μην ξεχνάς πως όλα είναι μπίζνα. Ότι μιλάμε για ανώνυμες εταιρείες και επαγγελματίες. Πως τίποτα δεν άλλαξε από χτες. Αυτοί θα συνεχίσουν να βγάζουν εκατομμύρια -χάσουν-κερδίσουν το πρωτάθλημα- κι εσύ να τα παράγεις για τους άλλους.
Υγ: Το χρήμα πάνω απ’ όλα! Κανείς δεν το είπε καλύτερα από τον Φούτρε στο ντοκιμαντέρ για τον Ιούδα Φίγκο, που δεν πρόδωσε ποτέ τις βασικές αρχές του αθλήματος, την εξής μία: το κέρδος. Δηλαδή να κερδίζεις. Τον αντίπαλο ή χρήματα, μικρή σημασία έχει όταν έχεις λύσει το πρόβλημα της ζωής σου.

Μη γίνεσαι μέρος του προβλήματος και της βρωμιάς. Κράτα, όσο μπορείς, αγνή τη χαρά σου, μακριά από κόμπλεξ και τον φασισμό της διπλανής πόρτας. Μη λες μαλακίες για εβραίους (άλλο ο Σιωνισμός και το κράτος του), αράπηδες, αρσενικά πρωταθλήματα, πουτάνες, μάνες και δε συμμαζεύεται. Μην προσβάλλεις τον απέναντι που μπορεί να είναι κολλητός σου. Μη βουτάς στα σκατά με τη ματσίλα και τον ρατσισμό, που μας λούζουν κάθε μέρα. Μη θαυμάζεις μαλάκες, μαφιόζους, κουτσαβάκια και μάγκες του γλυκού νερού. Το πολύ-πολύ να παραδεχτούμε τον Μπάρκλεϊ, που παραδέχτηκε ανοιχτά πως κανένα παιδί δεν πρέπει να τον έχει πρότυπο.
Υγ: κι αν δεν μπορείς να κάμεις την οπαδική ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις

Δεν έχω πρόβλημα με τους οπαδούς, έχω υπάρξει (και είμαι ακόμα) οπαδός, έχω και φίλους οπαδούς. Αρκεί να μην προκαλούν. Και δεν το γράφω για πλάκα.
Υγ: και τέλος πάντων, χίλιες φορές καλύτερα η αγνή οπαδική χαρά, από τους οπαδούς που επιχειρούν να την ντύσουν με πολιτικό άλλοθι και να την πουλήσουν ως άποψη.

Κι όποιος γνωρίζει τι φταίει για όλα αυτά, ας μου εξηγήσει μετά.
Υγ: Τι; Ποιος; Αυτός -που θα έλεγε και ο Μπαρτζώκας.

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

Τι να κανς; Να κάτσεις να σαμποτάρεις;

«Εγώ ο λάτρης του ποδοσφαίρου, απρόθυμα γνωστοποιώ την απόφασή μου, θα ακολουθήσω κι άλλες προσωπικότητες όπως ο Φίλιπ Λαμ, ο Βίνσεντ Λίντον και και ούτω καθεξής. Δεν θα δω ούτε ένα παιχνίδι αυτού του Μουντιάλ».

«Χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν κι όμως εμείς θα γιορτάσουμε αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο. Προσωπικά, δεν θα το δω»

Τάδε έφη Καντονά. 

Μπράβο στον Ερίκ, πρώτος μάγκας, πήρε το like μας και μια κοινοποίηση στον τοίχο μας, μπας και ευαισθητοποιηθεί η κοινή γνώμη και ξεκινήσουμε καμιά ΜΚΔική καμπάνια, ζεσουί αντι-Μουντιάλ.

Ναι αλλά εμείς τι κάνουμε;

Τι εννοείς τι κάνουμε; Αλληλεπιδρούμε σαν ενεργοί και ανήσυχοι χρήστες, κοινοποιούμε τσιτάτα του Καντονά και πανό οπαδών σε Γερμανία και Ελλάδα, γράφουμε εξυπνάδες σε χρωματιστά πλαίσια που προδίδουν την ηλικία μας ή την αισθητική μας, γεμίζουμε τοίχους, γιατί θεωρούμε την ταπετσαρία του ΦΒ καθρέφτη της ζωής μας και του ασυμβίβαστου, εναλλακτικού προφίλ μας στο διαδίκτυο.

Κι ύστερα καθόμαστε αναπαυτικά στην οθόνη, για να έχουμε άποψη και να μπορούμε να σχολιάζουμε τα χάλια τους. Τους ξεφτίλες.
Τι να καν'ς, στην τελική; Να κάτσ' να σαμποτάρεις;

Κάνουμε, με άλλα λόγια, ό,τι και κάθε μέρα. Κι αν τύχει καμιά μεγάλη επέτειος, επανάστασης, της τριάδας των κλασικών ή άλλων αγίων του κινήματος -σαν τον Άρη και τον Τσε- μια βόλτα στα ΜΚΔ σου δίνει την εντύπωση πως όλοι αυτοί-ές-ά, υπήρξαν βασικά για αυτό: να κοιτάν το κενό θυμωμένοι ή χαμογελαστοί ή και τα δύο, πάντως μοιραίοι, σαν σταρ του σινεμά, με τη συνοδεία ενός τσιτάτου ή μιας ντεμέκ ψαγμένης Κοελιάς, που θα μπορούσε να είναι και σλόγκαν διαφήμισης, και επιβεβαιώνει τις βασικές μας αρχές: δηλαδή πόσο γαμάτοι κι εναλλακτικοί είμαστε.

Ναι αλλά τι θες να πεις; Εντάξει, όλοι ξέρουμε γιατί να κάνουμε μποϊκοτάζ στο Μουντιάλ του Κατάρ, είναι αυτονόητο. Απλά δεν το έχουμε σκεφτεί πολύ -γιατί παραήταν αυτονόητο- και δεν έχουμε πείσει ούτε τον εαυτό μας. Τι να καν'ς, να κάτσεις να σκέφτεσαι και να βγάζεις συμπεράσματα; Πιο βαρετό και από Κατάρ-Εκουαδόρ στην πρεμιέρα, σου έρχεται να φύγεις από το ημίχρονο...

Δεν είναι όμως λίγο υποκριτικό να είσαι κομμάτι του δυτικού κόσμου -γιατί ως γνωστόν "ανήκομεν εις τη Δύση" (άλλο αν "δεν περάσαμε ποτέ Διαφωτισμό", δεν έχουμε... "πραγματικό καπιταλισμό" κοκ)-, αλλά εσύ να ρίχνεις κατάρες στο Κατάρ (στην πραγματικότητα, όλο το κείμενο γράφτηκε ως άλλοθι για αυτό το καταραμένο λογοπαίγνιο), και να επιλέγεις μια μουσουλμανική χώρα ως εύκολο στόχο για τα δικαιώματα γυναικών, ΛΟΑΤΚΙ, εργατών κοκ;

Ναι, βέβαια. Στο σημείο αυτό να πούμε ότι ο Χαβελάνζ(ε) είχε βγει πρόεδρος της ΦΙΦΑ (διαδεχόμενος έναν Βρετανό αποικιοκράτη), κερδίζοντας τις ψήφους της Αφρικής με αιχμές εναντίον του Απαρτχάιντ, υποσχέσεις για επενδύσεις και έργα υποδομών, ενώ ο Μπλάτερ έκλεισε χορηγία με την Κόκα-Κόλα για τα παιδάκια στην Αφρική που δεν έχουν να φάνε και να παίξουν μπάλα, αλλά γιόρτασαν τη δική τους εκδίκηση της βουβουζέλας με τον Μαντέλα στην κερκίδα, στο Μουντιάλ του '10. Κάπου στο τέλος του κατήφορου αυτής της παράνοιας, η καμπάνια-εκστρατεία κατά του Κατάρ αποδεικνύεται μια ακόμα καλοστημένη ιμπεριαλιστiκή προπαγάνδα για να πλήξει την αντιφασιστική συμμαχία των BRICs -τώρα που ξαναβγήκε και ο Λούλα- και την υστεροφημία της ΦΙΦΑ, που έδωσε το Μουντιάλ στη Ρωσία του Πούτιν, εμβληματικού αντι-ιμπεριαλιστή ηγέτη.

Σε άλλα νέα, το Κατάρ πήρε τη φετινή διοργάνωση μέσα από τα χέρια της υποψηφιότητας των ΗΠΑ που την προωθούσε ο Κλίντον, αμέσως μετά τη Ρωσία -που είχε πάρει τη σκυτάλη από τη Βραζιλία και τη Ν. Αφρική. Ψιλά γράμματα, τώρα, αν στήθηκαν μπίζνες με τη Γαλλία του Σαρκοζί, για να μπουν τα πετροδόλαρα των εμίρηδων στην Παρί και να κάνει φέτος πολιτική παρέμβαση ο Μακρόν για μείνει ο Μπαπέ στην ομάδα!

Συμπέρασμα: τα βέλη της κριτικής ενάντια στο Μουντιάλ δε στρέφονται μόνο προς το Κατάρ, αλλά και στις χώρες που πέρασαν διαφωτισμό και καπιταλισμό. Το ανάθεμα αφορά πρωτίστως όλους αυτούς και το σύστημα που υπηρετούν. Ή τουλάχιστον το ποδόσφαιρο που φτιάχνουν παγκοσμίως.

Ακόμα και αν μένεις παγερά αδιάφορος για τα δικαιώματα, τις ανθρωποθυσίες για να στεριώσουν τα νέα γήπεδα και την πολιτική που δεν έχει θέση στο ποδόσφαιρο (ουρανομήκη χάχανα μέχρι δακρύων), έχεις πολλούς αμιγώς αθλητικούς λόγους για να σνομπάρεις το πανηγύρι.
-Τα γήπεδα-θερμοκήπια, με τον κλιματιζόμενο καύσωνα, που έχουν στείλει τόσους παίκτες με ίωση.
-Τις ομάδες που έπεσαν κατευθείαν στα βαθιά, χωρίς σωσίβιο, και χρόνο για φιλικά προετοιμασίας.
-Τον ανώμαλο συνδυασμό Μουντιάλ με μελομακάρονα -που βασικά μοιάζει με πρόβλημα του βορείου ημισφαιρίου (κατά το 1st world problems). Το χαβιάρι μαύρο, το κρασί παλιό...
-Τους παίκτες που γίνονται λάστιχο μέχρι τελικής πτώσης, σαν τα αρκουδάκια της Duracell, να δούμε ποιος έχει καλύτερες μπαταρίες και φάρμακα (κύριε Μάκη).

Ακόμα και με αστικούς όρους να το δεις, αν νιώθεις πελάτης, έχεις ευθύνη για αυτό που τρως στη μάπα αδιαμαρτύρητα. Και αν δεν αντιδράς βλέποντας τους αρκουδιάρηδες της ΦΙΦΑ να κουνάνε το ντέφι, δε θα αργήσει να περάσει και στη δική σου μύτη ο χαλκάς. Κατά κανόνα, χωρίς πολιτικό κριτήριο, χάνεται και το φίλαθλο. Και μπορείς να ετοιμάζεσαι για περισσότερα εκτρώματα, όπως Μουντιάλ με 48 ομάδες ή Μουντιάλ Συλλόγων με 32 ομάδες κάθε τέσσερα χρόνια...

Στις παραπάνω παύλες χωρά μια αναφορά και στο αίσχος του ΑΝΤ-1 με τη συνδρομητική πλατφόρμα του, που πήγε άπατη αλλά μένει ως προηγούμενο. Όχι πως το Μουντιάλ είναι δημόσιο αγαθό ή κάτι άλλο από το πιο εμπορικό προϊόν της ΦΙΦΑ, αλλά αυτή η κίνηση ενόχλησε ακόμα και ένα ευρύτερο α-πολιτικο κοινό. Αν και είναι ίσως ουτοπία να περιμένεις αντίδραση από τηλεθεατές που δεν κούνησαν βλέφαρο για το νερό, την ιδιωτικοποίηση του νερού και για άλλα βασικά αγαθά.

Το φιάσκο του ANT-1 Plus δεν άλλαξε τίποτα, δείχνει όμως τη συγκλονιστική ικανότητα ενός ιδιώτη που κυνηγά την αρπαχτή, να διαψεύδει τα πιο αήττητα στερεότυπα για τον αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα. Ευχαριστούμε ΑΝΤ-1, ευχαριστούμε υιέ Κυριακού. Τουλάχιστον φέτος γλιτώσαμε από το σίχαμα του Λαμπρόπουλου με τις μοντέλες που βαρούσαν πέναλτι και από τη γλίτσα του Καρπετόπουλου, που έκανε ρελάνς γράφοντας αυτό που ακολουθεί. Χρήμα ανίκατο μάχαν...

Είχε όμως σκληρό ανταγωνισμό από τον Σαμπράκο, που... προσπαθεί κάθε φορά να διαχωρίζει από τα υπόλοιπα το ποδόσφαιρο, για να απολαμβάνει το παιχνίδι. Και όταν κατάλαβε τι μουσμουλιά έγραψε, πήγε να το μαζέψει με ένα κείμενο για το "Μουντιάλ της μεγάλης υποκρισίας", ξεχνώντας βολικά τη δική του. 

Εδώ βλέπουμε πάντως μια βασική γραμμή άμυνας -τρύπια σαν Μαζινό. Γιατί δεν είπατε τίποτα το '78 για την Αργεντινή (του "κεντρώου" Βιντέλα); Γιατί δεν αντιδράσατε το '18, στο Μουντιάλ της Ρωσίας (του "αντι-ιμπεριαλιστή" Πούτιν); Και επίσης, "ναι, αλλά για τη Μαρφίν δε λέτε τίποτα".

Τι απαντάμε, σφοι;
Πρώτον, δεν έχουμε ιστορική αμνησία, ούτε αφωνία -και όποιος τυχόν έσφαλλε, ας κάνει αυτοκριτική στην πράξη, σήμερα, παίρνοντας θέση.
Δεύτερον, η φετινή διοργάνωση πέρασε διάφορα εσκαμμένα, που δεν αφήνουν περιθώρια για αφέλεια και παιδικές αυταπάτες. Και τι άλλο είναι άραγε η τρέλα για το Μουντιάλ από την ανάγκη ενός άντρα να γίνει πάλι παιδί και να χαρεί το παιχνίδι; Αλλά είναι ασυγχώρητη αφέλεια -ακόμα και για παιδιά- να αφήνουν σε ψυχρούς κερδοσκόπους τα παιδικά τους όνειρα.
Τρίτον, όσα ενήλικα παιδιά καταλαβαίνουν τι έργο παίζεται, ας το πούνε και στα άλλα παιδάκια, χωρίς διδακτισμό και χωρίς να κουνάνε το δάχτυλο -όπως δε θα το έκαναν σε άλλους εξαρτημένους χρήστες ουσιών, θρησκευτικών ή μη, που ικανοποιούν κάποια ανάγκη τους, υπαρκτή ή πλαστή.

Ο τελικός στόχος δεν είναι να ξεκολλήσουμε από το Μουντιάλ αλλά απ' τον επαγγελματικό αθλητισμό συνολικά. Αν το καταφέρουμε, είμαστε σε πολύ καλό σημείο. Αν διατηρούμε κατάλοιπα, παλεύουμε να τα ξεπεράσουμε -επιτυχώς ή μη. Δεν έχει νόημα όμως να ζητάμε τα ρέστα από όσους μποϊκοτάρουν ένα Μουντιάλ βουτηγμένο στο αίμα, αλλά όχι πχ και το -εξίσου βρώμικο- Τσάμπιονς Λιγκ. Πόσο μάλλον αν είναι για να πεις πως κάθε αντίσταση είναι μάταια και να τα βλέπεις όλα, καταναλώνοντας άρτο και θεάματα χωρίς τύψεις, αφήνοντας έξω από την αρένα κάθε συνείδηση και ελπίδα.

Τελευταία γραμμή άμυνας για τον αντίλογο της άλλης πλευράς, είναι το χαμηλό ταβάνι που έχει το μποϊκοτάζ, ως κίνηση με καθαρά συμβολική αξία, που δεν επηρεάζει πολλά και ως εκ τούτου δεν την προτιμά-προκρίνει συχνά ως μέσο η οργανωμένη πρωτοπορία του κινήματος.

Αλλά αυτό είναι η μισή αλήθεια. Αφενός γιατί το μποϊκοτάζ ίσως πετύχαινε πιο ουσιαστικά πράγματα, αν ήταν μαζική συνειδητή επιλογή και είχαμε έναν, δύο, εκατομμύρια Καντονά. Κι αφετέρου γιατί λίγα πράγματα μπορούν να συγκριθούν με τη συμβολική αξία του μποϊκοτάζ που διάλεξαν οι σοβιετικοί σε μια σειρά διοργανώσεις, κατά τον εικοστό αιώνα. Όχι τόσο στους Αγώνες του Λος Άντζελες το '84, που θεωρήθηκε μια μορφή "αντίποινων" στο μποϊκοτάζ της καπιταλιστικής Δύσης, το '80 στη Μόσχα. Όσο σε άλλες, πιο ειδικές περιστάσεις.

-Πχ την άρνηση της σοβιετικής ομάδας ποδοσφαίρου να παίξει αγώνα-ρεβάνς στη Χιλή, λίγες μέρες μετά το πραξικόπημα του Πινοτσέτ, που στοίχισε τη συμμετοχή της στην τελική φάση του Μουντιάλ του '74 στη Δ. Γερμανία
-Και την ιστορική άρνηση της σοβιετικής ομάδας μπάσκετ να αγωνιστεί εναντίον της Ταϊβάν το '59 στη Χιλή, που της στοίχισε ένα βέβαιο χρυσό μετάλλιο στο Μουντομπάσκετ, καθώς ήταν αήττητη (μάλιστα κυκλοφόρησε και μια σειρά γραμματοσήμων στην ΕΣΣΔ, με τη λεζάντα "ηθικοί νικητές του 3ου Παγκ. Κυπέλλου).

Αυτές οι σημειώσεις είχαν γραφτεί πριν την έναρξη του Μουντιάλ, αλλά δεν πρόλαβα(ν) την πρεμιέρα και έμειναν ημιτελείς στο πρόχειρο, μοιάζοντας πλέον μπαγιάτικες. Δύο στοιχεία από την επικαιρότητα όμως με έπεισαν να ολοκληρώσω το κείμενο, έστω και αναδρομικά.

-Το πρώτο ήταν το σκάνδαλο με τη σύλληψη και φυλάκιση της Καϊλή, που ίσως ήταν πιο ειλικρινής από όσο έπρεπε για τις "πρωτοποριακές" ιδέες της τάξης της περί εργατικού δικαίου. Και μπορεί η όλη υπόθεση να έγινε γνωστή ως Qatar Gate, αλλά -όπως ακριβώς και το Μουντιάλ- αφορά πρωτίστως τον πυρήνα του δυτικού κόσμου, τις δημοκρατικές ευαισθησίες της ΕΕ και ενός βασικού στελέχους του ευρωκοινοβουλίου, με σταθερά ευλύγιστες αξίες.

-Το δεύτερο είναι ο πρόσφατος θάνατος του Γιάννη Διακογιάννη, ενός εστέτ δημοσιογράφου αστικής καταγωγής που είχε όμως λαϊκό έρεισμα χάρη στις αθλητικές του μεταδόσεις που σημάδεψαν πολλές γενιές, και το τραγούδι του Κηλαηδόνη που συμπύκνωσε πολύ εύστοχα την τρέλα του φιλάθλου στον στίχο: πώς μας ενώνει και πώς μας δονεί του Διακογιάννη η φωνή...

Σε ένα σχετικό αφιέρωμα μπορεί να είχαν θέση διάφορες σκέψεις για τις ηχητικές αναμνήσεις στις οποίες φέρνουμε σήμερα τα παιδιά μας (Νίκο Τσιαμτσίκα Γιάννη Διακογιάννη) ή για το πραγματικό ποιόν κάποιων νάρκισσων με κακοποιητικές συμπεριφορές και τα πολύ σχετικά όρια της αυτονόμησης του έργου τους από τη ζωή τους. Αλλά για τους σκοπούς του κειμένου, μας ενδιαφέρει μόνο το φινάλε του γνωστού τραγουδιού, που ελάχιστοι κατάλαβαν ή επισήμαναν στις συγκινημένες αναρτήσεις τους για τον εκλιπόντα.

Και όποιος γνωρίζει
τι φταίει για όλα αυτά
Ας μου εξηγήσει μετά

Ναι, γνωρίζουμε τι φταίει για όλα αυτά. Και αν θα έπρεπε να απαντήσουμε μονολεκτικά, θα λέγαμε "ο καπιταλισμός". Με άλλα λόγια, "η εμπορευματοποίηση του ποδοσφαίρου".

Όσοι πάλι βάζουν το τραγούδι και πορώνονται, εν όψει του μεγάλου ματς που αρχίζει, αποτυγχάνουν θεαματικά να συλλάβουν το νόημά του -όπως κάτι Σεκίτες που έκαναν εξόρμηση με ένα άλλο τραγούδι του Λούκι και στη στροφή: "δε μας τρομάζουν τα νέα μέτρα (...) θα μας τρομάξει τώρα ο καπιταλισμός". Ενώ αυτός αμέσως μετά εξηγούσε με πικρή ειρωνεία:

"Τα συνηθίζουμε κι αυτά
(...) εδώ δεχτήκαμε τόσα και τόσα
(...) Δε μας τρομάξαν αρκετά..."


Τελικά, μπορεί οι σημειώσεις αυτές, ως "ανεπίκαιρες" να έχουν μεγαλύτερη αξία. Τώρα που μας τρώει αν η ιστορία θα φερθεί καλά στον Μέσι, δίνοντάς του τον τίτλο που λείπει. Που αναρωτιόμαστε ποιον τρόπο θα βρει η Αργεντινή μπροστά στη βρύση, για να μην πιει μάτε. Τώρα που ίσως και ο Καντονά να μπει στον πειρασμό να δει τι θα κάνει η εθνική ομάδα της χώρας του, και πρέπει να δείξει χαρακτήρα.

Τώρα έχει ίσως μεγαλύτερη αξία να τονίσουμε πως έχει μια αξία να κάτσεις να μποϊκοτάρεις αυτό το πανηγύρι της ΦΙΦΑ -και όσα ακολουθήσουν. Σήμερα συνειδητά, έχοντας νικήσει τον πειρασμό, αύριο σχεδόν αυτόματα, χωρίς να έχεις καν μπει ποτέ σε τέτοιον...

Υγ: Με -ας την πούμε- αφιέρωση στον -ας τον πούμε- Book Νομικάριο. Και ας μην έχει καμία σχέση με στοίχημα ή με τη στάση που στηλιτεύει το κείμενο. Αλλά είναι ωραίο να ανακαλύπτεις πως τελικά είστε στην ίδια μπάντα και ας έχετε μουγκαθεί σε όλο το ταξίδι...

Παρασκευή 2 Ιουνίου 2017

Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό καπιτάλα

Αναδημοσίευση από την Κατιούσα
H “φρουρά-ααα, φρουρά-ααα” της Βουλής μπορεί να αργεί ακόμα, αλλά η αλλαγή φρουράς στα τζάκια και το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι εδώ, κι ας μην είναι ακριβώς “ενωμένη-δυνατή”, σαν το ΠΑΣΟΚ, παρά μόνο στο (όλοι) ΜΕΓΚΑ -που θυμίζει ΠΑΣΟΚ- κι ενάντια στον “εχθρό λαό” και όχι στον ΠΑΟΚ ή τη Θεσσαλονίκη, όπως είπε χτες ο Ιβάν ο πονηρός…
Ο Σαββίδης μπαίνει στο Μέγκα, ο Μαρινάκης παίρνει το ΔΟΛ -που θυμίζει ΠΑΣΟΚ και Μέγκα- κι ο Τσουκαλάς ετοιμάζεται να πάρει εκπομπή μαζί με το Γιώργο Μίνο, ενώ ο Μαρινάκης συνεργάζεται και με τον Αλαφούζο, που είχε στήσει μια προσωρινή λυκοφιλία (τη λες και λυκοσυμμαχία) με το Σαββίδη και το Μελισσανίδη, που όμως την γκρέμισαν στο πρώτο φάλτσο σφύριγμα… Τέσσερις ΠΑΕ, μία πολιτική. Και μπόλικοι καβγάδες μεταξύ τους που θυμίζουν το “είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα” κατά το καπιτάλα (αγάπη γλυκιά μου) –> κεφαλαιοκράτη. Και ψάξε βρες τώρα ποιοι είναι οι γάιδαροι που μαλώνουν σε ξένο αχυρώνα (το ποδόσφαιρο) και τις δικές μας πλάτες και ποιοι μαλώνουν σαν τα κοκόρια για το ποιος θα κάνει κουμάντο στο κοτέτσι της Σούπερ-Λιγκ και όχι μόνο.
Όπως ο δικομματισμός και τα δεκανίκια του (πέντε, οκτώ, δέκα κόμματα, μία πολιτική) στήνουν εντυπωσιακούς θεατρινίστικους καβγάδες στο παλκοσένικο της Βουλής, για να εγκλωβίσουν θεατές και ψηφοφόρους, έτσι και οι “ανθρώποι του ποδοσφαίρου” (ο τόνος στην παραλήγουσα, όπως στο “πολέμοι”) σηκώνουν τη λευκή σημαία (που δείχνει αγνότητα, όχι υποχώρηση) της εξυγίανσης ενάντια στο κατεστημένο των άλλων -δηλαδή τους ανταγωνιστές τους- που αυτοί όμως θα το γκρεμίσουν. Φτηνό όπιο για τους λαούς που θαυμάζουν την προεδράρα -που τα λέει έξω απ’ τα δόντια- και στρατεύονται για τα συμφέροντα της: να σκοτώνονται οι οπαδοί για τ’ αφέντη το φαΐ.
Γιατί να δώσουμε μόνο τον ΟΠΑΠ στο Μελισσανίδη και να μην του χτίσουμε κι ένα γήπεδο;
Γιατί να πάρει μόνο το λιμάνι-κι ό,τι άλλο ακίνητο ή μάλλον ό,τι κινείται πάνω από τα Τέμπη- ο Σαββίδης;
Γιατί να μην πάρει το λιμάνι του Πειραιά -όπου έχει και το Δήμο- ο Μαρινάκης, όπως ο Σαββίδης;
Γιατί να μείνει ο Αλαφούζος μόνο με την τηλεοπτική άδεια και να μείνουν οι υπόλοιποι χωρίς (μεγάλο) κανάλι ή ένα συγκρότημα να τους στηρίζει;
-Ναι αλλά ο Σαββίδης είπε τα καλύτερα για τον Τσίπρα, που του θυμίζει -λέει- τον Πούτιν -πάλι καλά, εδώ άλλοι την πάτησαν και τον είχαν περάσει για… Λένιν της εποχής μας, εδώ θα τα χαλάσουμε τώρα;- ενώ ο Μαρινάκης έδειξε τη βαθιά του συγκίνηση για το θάνατο του επίτιμου, με το αποχαιρετιστήριο σχόλιό του, και μπορεί να στηρίζει τη ΝΔ, όπως κι ο Αλαφούζος, αλλά παίζει σε όλα τα ταμπλό, όπως ο Μελισσανίδης. Είδες λοιπόν τι χάσμα διαφορών τους χωρίζει;
Κάποιοι σοκαρίστηκαν γιατί στο χτεσινό τηλεοπτικό του διάγγελμα, ο Σαββίδης είπε πως έχει τη δύναμη να στείλει το διαιτητή του ΠΑΟΚ-ΑΕΚ (του πρωταθλήματος, όχι του Κυπέλλου) στη σύνταξη. Σε επόμενο διάγγελμα θα ανακοινώσει και το ύψος -ή τη μείωση- της σύνταξης.
Πραγματικό σοκ! Αφοδεύουν οι αρκούδες στο δάσος -κι οι κότες στο κοτέτσι; Λες και οι μεγαλοκαπιταλιστές δεν κάνουν την ίδια ακριβώς διαδικασία με το πολιτικό υπαλληλικό τους προσωπικό -μέχρι αυτό να χάσει την αξία χρήσης του για το σύστημα και να πεταχτεί στη γωνία, σαν στυμμένη λεμονόκουπα- και θα κολλούσαν στους διαιτητές.
Αλλά τα μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά που πέφτουν πάνω στην εργατιά δεν είναι οι ρέφερι κι οι βοηθοί τους. Είναι αυτοί που λυμαίνονται το χώρο του ποδοσφαίρου και τις ζωές μας συνολικά, αυτοί που τους προσλαμβάνουν και τους συνταξιοδοτούν κατά βούληση. Και το ζητούμενο είναι πότε θα σταματήσουμε την καμένη από χέρι τακτική “γκολ αυτοί, σέντρα εμείς” για να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας. Και να μην κάνουμε απλώς ένα ζάπινγκ στα τζάκια και τα συμφέροντα (από το ΣΚΑΪ στο Μέγκα και τούμπαλιν), μια απλή αλλαγή φρουράς, αλλά να αλλάξουμε το ίδιο το έργο και να το γράψουμε μόνοι μας, σύμφωνα με το δικό μας σενάριο…

Τρίτη 23 Μαΐου 2017

Φλωράκης και ποδόσφαιρο

Η αλήθεια είναι πως η επικαιρότητα των ημερών δίνει άφθονο υλικό για μια αμιγώς αθλητική ανάρτηση.
Το Φάιναλ Φορ της Πόλης και το πρωτοσέλιδο του Φωτός "Ψηλά η σημαία" όπου έλειπε μόνο το σύντροφοι κι η κόκκινη σημαία στο Κρεμλίνο, λίγο πριν την υποστείλουν.
Η λυκοφιλία που συνοψίζεται στο όνομα "Μελισαββίδης" και δεν κλονίστηκε με όσα έγιναν στον τελικό Κυπέλλου, αλλά μπορεί να χαλάσει στην πρώτη ευκαιρία, ανάλογα με τα συμφέροντα του καθενός.
Η φημολογία για απεμπλοκή του Αλαφούζου από τον ποδοσφαιρικό ΠΑΟ, που δεν του χαρίζει τη φήμη και τα αντίστοιχα ανταλλάγματα που προσδοκούσε.
Η εξαγορά ενός σημαντικού μετοχικού πακέτου του Μέγκα από το Σαββίδη και το πρωτοσέλιδο MEGA-ΠΑΟΚ, που αποτυπώνει με τον καλύτερο και το χειρότερο συνάμα τρόπο, πόσο μπάλα-μπάλα μπορεί να γίνουν τα μυαλά και η κριτική ικανότητα του μέσου κολλημένου οπαδού, ώστε να πανηγυρίζει τις επιτυχίες του προέδρου, που σαρώνει τα πάντα...

Αντ' αυτού, και με αφορμή τη χτεσινή επέτειο από το θάνατο του Χαρίλαου, η κε του μπλοκ αντιγράφει κι αναδημοσιεύει ένα πολύ ενδιαφέρον αφιέρωμα-συνέντευξη του Νίκου Μάλλιαρη, για τη σχέση του Φλωράκη και του ΚΚΕ με το ποδόσφαιρο, που αξίζει να διαβαστεί με προσοχή. Το υπογράφει ο Μ. Ανδρουλάκης -μόνο που αυτός λέγεται Μάνος και δεν έχει φυσικά καμία σχέση με το Μίμη- και δημοσιεύτηκε στην πολύ αξιόλογη σελίδα Sport Retro, από την οποία μπορείτε επίσης να διαβάσετε ένα άλλο ενδιαφέρον αφιέρωμα στις κινητοποιήσεις του ΠΣΑΠ και τις απεργίες των ποδοσφαιριστών.

Οι Θεσσαλονικείς σφοι αναγνώστες μπορεί να αναγνωρίσουν στις φωτογραφίες τον Κώστα Λεβέντη, που ασχολούνταν με το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο, αφότου αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, κι ήταν πρακτικά αδύνατο να τον βρεις, αν δεν ήθελε να σε βρει αυτός, αφού αρνούνταν πεισματικά να πάρει ένα κινητό.
Καλή ανάγνωση.

Χαρίλαος Φλωράκης και Ποδόσφαιρο

Αντωνιάδης, Μίκης Θεοδωράκης, Καζάκος
«Δεν το ονοματίζω τούτο το χαρτί διαθήκη για το λόγο ότι δεν έχω τίποτα να διαθέσω. Ό,τι βιος είχα το έχω δώσει στο Κόμμα, στο Κόμμα στο ΚΚΕ με τα γνωστά σύμβολά του, τη Μαρξιστική – Λενινιστική ιδεολογία του, το πρόγραμμά του και τις αρχές του.

Πολιτικά δεν έχω επίσης τίποτα να αφήσω. Ό,τι είχα το έδωσα με τη συγκεκριμένη δράση μου. Να αφήσω πολιτικές ορμήνιες δεν το θεωρώ σοβαρό.

Θέλω να επιστρέψω, και να ταφώ στον τόπο που γεννήθηκα στο Παλιοζογλώπι και συγκεκριμένα στον Αηλιά για να ‘χω αγνάντιο. Ο τάφος να είναι απλός, μόνο να φραχτεί για να μην με ξεχώσουν τα αγρίμια.

Δεν θέλω λόγους και στεφάνια. Αυτά να εκφραστούν με βοήθεια στο Κόμμα
».

Σεπτέμβρης 1994

Γεια σας

***

Το παραπάνω σημείωμα ανήκει στον Χαρίλαο Φλωράκη, ο οποίος απεβίωσε σαν σήμερα (22 Μαΐου) πριν από 12 χρόνια σε ηλικία 90 ετών.

Πιστό στις αρχές του, το Sport-Retro.gr δεν ταυτίζεται με χρώματα, κόμματα, στρατόπεδα κ.τ.λ., παρά μόνο καταγράφει την ταύτιση των προσωπικοτήτων με τον αθλητισμό.

Ο Καπετάν Γιώτης, όπως ήταν το ψευδώνυμο που απέκτησε κατά την εμπλοκή του στην Εθνική Αντίσταση, ήταν σίγουρα ένας άνθρωπος που αγωνίστηκε πολύ για τα «πιστεύω» του.

Πολεμιστής, φυλακισμένος, εξορισμένος… Αυτό το τρίπτυχο από μόνο του φτάνει για να αναγάγει σε ενδιαφέρουσα προσωπικότητα οποιονδήποτε άνθρωπο, ανεξαρτήτως κοινωνικοπολιτικής θέσης ή οτιδήποτε άλλο.

Η Ιστορία και οι λάτρεις της διαλέγουν (και θα διαλέγουν) την όψη του νομίσματος που κοσμεί το πρόσωπο του Χαριλάου Φλωράκη από τις 22 Μαΐου 2005.

Άλλοι θα ταυτιστούν με εκείνη του αγωνιστή και άλλοι με κάποιον χαρακτηρισμό που ενδεχομένως να μην τον τιμά.

Το Sport-Retro.gr ανασύρει στοιχεία και αποκαλύπτει φωτογραφίες που ταυτίζουν τον εκλιπόντα με το ποδόσφαιρο, αποκλειστικά και μόνο για ιστορικούς λόγους.

Ελάχιστοι άνθρωποι από τον χώρο του ποδοσφαίρου είχαν συναντηθεί με τον Χαρίλαο Φλωράκη μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970.

Όταν οι άσοι των γηπέδων άρχισαν να διεκδικούν τα δικαιώματά τους και να οργανώνονται σε συνδικάτα, ο επί σειρά ετών ηγέτης του ΚΚΕ είδε με άλλο μάτι το λαοφιλέστερο άθλημα.

Με τους Νίκο Χρηστίδη και Νίκο Μάλλιαρη
Ο Νίκος Μάλλιαρης, παλαίμαχος ποδοσφαιριστής και εκ των πιο ενεργών στελεχών του ΠΣΑΠ, είναι σίγουρα ο πιο ειδικός για να μιλήσει επί του θέματος, δεδομένου ότι προέρχεται από τον χώρο της Αριστεράς, όπως έχει οριστεί να λέγεται.

Το Sport-Retrο.gr του έδωσε τον λόγο, αρχής γενομένης από την περιγραφή της προσωπικότητας του Χαριλάου Φλωράκη.

«Υπήρξε αγωνιστής, εκτοπισμένος, φυλακισμένος… Είχε λαϊκότητα. Δεν ήταν αγράμματος, εκτιμούσε τη λαϊκή σοφία και τους ανθρώπους που τη μετέδιδαν.

Ήταν ανοιχτόμυαλος, ανθρώπινος και δεν είχε καμία σχέση με εκείνους που εγκλωβίζονται στα στενά κομματικά όρια, τους ιντριγκαδόρους, τους στενοκέφαλους ή, αν θέλεις, τους δογματικούς.

Δεν υποστήριζε κάποια ομάδα. Εκεί που μεγάλωσε, στη Θεσσαλία, έπαιζε ποδόσφαιρο με πάνινες μπάλες, αυτές που τα παιδιά της εποχής του έφτιαχναν με κουρέλια από τα σπίτια τους.

Μετά έφυγε από τα μέρη του, εγγράφηκε σε μία σχολή Τηλεγραφητών στην Αθήνα και σιγά-σιγά εισχώρησε στην Εθνική Αντίσταση, τον Εμφύλιο Πόλεμο… Η ζωή του πήρε αυτήν την κατεύθυνση».

-Πώς αντιλαμβανόταν ο ίδιος και το ΚΚΕ το ποδόσφαιρο μέχρι τη δημιουργία του ΠΣΑΠ;

«Το χαρακτήριζαν «όπιο του λαού». Δηλαδή ότι αποπροσανατολίζει τον λαό από την ενασχόληση με την πολιτική και τη νεολαία από τα προβλήματα που υφίσταντο. Το ποδόσφαιρο ελέγχεται από την αστική άρχουσα τάξη κ.τ.λ. Τα στελέχη του ΚΚΕ δεν είχαν καλή άποψη για το άθλημα.

Τέταρτος από αριστερά, ο Κώστας Λεβέντης,
εκ των πρωτεργατών του ΠΣΑΠ
Εξάλλου, υπήρχε και το επιχείρημα ότι την επταετία 1967-1974, η Χούντα έδινε μεγάλη ώθηση στο ποδόσφαιρο και γενικότερα τον αθλητισμό, όπως συνηθίζουν άλλωστε τα συγκεκριμένα καθεστώτα. Εφαρμοζόταν δηλαδή η φράση «άρτον και θεάματα.

Εμείς, μέσω των συναντήσεων με τον ΠΣΑΠ του οποίου ήμασταν μέλη, του δώσαμε σιγά-σιγά ερεθίσματα, προκειμένου να αποκτήσει μία καλύτερη άποψη για το ποδόσφαιρο και να τη μεταφέρει στους συντρόφους του».

-Και ποιες ήταν οι πρώτες αντιδράσεις του;


«Όταν διαπίστωσε ότι υφίσταται πια συνδικαλισμός, άρχισε να γοητεύεται. Του άρεσε που παίκτες-θρύλοι όπως ο Δομάζος, ο Παπαϊωάννου, ο Καμάρας, ο Κούδας και πολλοί ακόμα, οι οποίοι προέρχονταν από λαϊκές οικογένειες, πρωτοστάτησαν δυναμικά σε έναν χώρο που κυβερνείτο από μεγαλοεπιχειρηματίες, βιομηχάνους κ.τ.λ.

Ως ΠΣΑΠ κάναμε 2-3 συναντήσεις μαζί του στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και βάζαμε σε περίοπτη θέση τον εκδημοκρατισμό του ποδοσφαίρου. Αν μη τι άλλο, του δώσαμε να καταλάβει ότι οι παίκτες διέθεταν συνδικαλιστική έκφραση και πολιτική άποψη με την ευρύτερη έννοια και όχι με την κομματική».

1981: Με τον Γιώργο Κούδα, τη Μαρία Δαμανάκη, τον Κώστα Λεβέντη και τον Κώστα Βουλγαρόπουλο προτού βγει στο μπαλκόνι για την ομιλία στην προεκλογική συγκέντρωση της Θεσσαλονίκης.

-Τι συζητήσεις έκανε με τους ποδοσφαιριστές;


«Καταρχήν αντιλήφθηκε ότι το ποδόσφαιρο ανήκει στον λαϊκό πολιτισμό και, κατ’ επέκταση, πως έχει πολύ μεγάλη δύναμη. Υπήρχε και η στενή φιλία μεταξύ των παικτών και των καλλιτεχνών, οι οποίοι επίσης είχαν τρομερή απήχηση στην κοινωνία.

Σε αυτήν την πορεία των συναντήσεων ενδιαφερόταν για την καταγωγή τους και ήθελε να μάθει για τις ρίζες τους. Μάθαινε, ας πούμε, ότι κάποιοι είχαν συγγενείς που είχαν ενταχθεί στο ΕΑΜ, έλαβαν μέρος στην Εθνική Αντίσταση και τον Εμφύλιο…


Διάφορα μέλη του ΠΣΑΠ κατάγονταν από τη Μακεδονία. Στα μέρη τους γινόταν ο Εμφύλιος, δηλαδή στον Γράμμο, το Βίτσι και τις γύρω πόλεις όπως η Καστοριά, η Φλώρινα και η Κοζάνη, οπότε ανέτρεχε κι αυτός σε ιστορίες, μας έλεγε πώς πολεμούσαν τότε…

Ο Γιώργος Κούδας δήλωνε κομμουνιστής, το παραδεχόταν μέσω συνεντεύξεων, βαδίζοντας στα… χνάρια του πατέρα του. Αυτό άρεσε στον Φλωράκη γιατί επρόκειτο για ένα τεράστιο ποδοσφαιρικό όνομα της εποχής.

Ο πατέρας του Λεβέντη ήταν επίσης κομμουνιστής και κομματικό στέλεχος. Είχε πάθει παράλυση στο πόδι και τύφλωση από τα βασανιστήρια. Άρα, όπως καταλαβαίνεις, ο Φλωράκης ένιωθε καλύτερα με παίκτες που «κουβαλούσαν» τέτοια βιώματα, τους ένωναν περισσότερα πράγματα, υπήρχε η λογική της συντροφικότητας».

-Τότε, υπήρξε και η υπόθεση με τους Έλληνες παίκτες που προέρχονταν από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (σ.σ. οι γονείς τους είχαν καταφύγει σε αυτές λόγω των αριστερών πεποιθήσεών τους).
«Ο Φλωράκης γνώριζε πολλούς από τους γονείς των παιδιών που προέρχονταν από τη Σοβιετική Ένωση, τη Ρουμανία, τη Γιουγκοσλαβία… Είχαν πολεμήσει μαζί στον Εμφύλιο και το 1949, όταν ηττήθηκε ο Δημοκρατικός Στρατός, βρήκαν καταφύγιο στις λεγόμενες σοσιαλιστικές χώρες.

Από το 1949 μέχρι το 1952 με 1955, περίπου 100.000 άνθρωποι εγκαταστάθηκαν σε αυτές τις χώρες και εκεί έκαναν οικογένειες, εκεί γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν παίκτες, όπως ο Νίκος Γιούτσος, ο Βασίλης Χατζηπαναγής, ο Νίκος Καραμανλής, ο Θωμάς Λαφτσής, ο Γιώργος Ζήνδρος, ο Γιάννης Ματζουράκης και πολλοί άλλοι.

Ενθουσιαζόταν όταν εμείς παίρναμε τέτοιες θέσεις, αποσκοπώντας στον ελεύθερο επαναπατρισμό των προσφύγων, μεταξύ των οποίων και πάρα πολλά παιδιά ποδοσφαιριστών που αγωνίζονταν στην Α’ και τη Β’ Εθνική».


-Πώς το πετύχατε αυτό;

«Ο Φλωράκης ως αρχηγός κόμματος προωθούσε το αίτημα στην ελληνική κυβέρνηση, η οποία υποστήριζε ότι δεν είναι ώριμο ακόμα να επιστρέψουν οι πολιτικοί πρόσφυγες υπό τον φόβο ότι αν θα πάνε στα χωριά τους, θα πλακωθούν ξανά με τους δεξιούς.

Η κυβέρνηση καθυστερούσε τον νόμο για τον επαναπατρισμό, ο οποίος γινόταν επιλεκτικά για ένα διάστημα. Έλεγαν ας πούμε «αυτός ας έρθει δεν προκαλεί αντιθέσεις, αυτός όχι θα προκαλέσει». Και πήγαινε σιγά-σιγά. Η θέση του ΚΚΕ, όμως, ήταν άμεσος και ελεύθερος επαναπατρισμός για όλους.

Όπως καταλαβαίνεις, του άρεσε που το συγκεκριμένο αίτημα υποστηριζόταν και από τους ποδοσφαιριστές. Γενικώς, κάθε κόμμα όταν βρίσκει απήχηση των θέσεων του από τον λαό, ενισχύει τη δύναμή του και την επιρροή του.

Επίσης του άρεσε και χαιρόταν με το γεγονός ότι πολλοί μεγάλοι ποδοσφαιριστές υπέγραψαν για τη μείωση των εξοπλισμών που γινόταν μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και των ΗΠΑ.

Μάλιστα, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, το 1979 νομίζω, είχαμε στείλει επιστολή στον τότε Αμερικανό πρόεδρο, τον Ρόναλντ Ρίγκαν για να μην προχωρήσει στην κατασκευή μιας βόμβας νετρονίου, η οποία έπεφτε και κατέστρεφε τα πάντα».

-Ο Χαρίλαος Φλωράκης, λοιπόν, άρχισε να βλέπει με καλό μάτι το ποδόσφαιρο και τους παίκτες.
«Ναι. Επειδή ήταν και ανοιχτόμυαλος, όπως είπαμε, άρχισε σιγά-σιγά να μιλά με καλά λόγια στο κόμμα του για το ποδόσφαιρο. Τον συναντούσαμε στο γραφείο του για να του καταθέσουμε προτάσεις και αιτήματα.

Τότε, τα θέματα για το ποδόσφαιρο συζητούνταν στη Βουλή, λόγω του γεγονότος ότι ο εκάστοτε υπουργός Αθλητισμού νομοθετούσε μέχρι και την ημερομηνία που θα γίνουν οι μεταγραφές.

Δεν ήταν όπως στην πορεία που εξελίχθηκε και έφτασε η Ομοσπονδία του να ενισχυθεί στην πορεία και να κατακτήσει το λεγόμενο αυτοδιοίκητο. Δηλαδή, παράγοντες του αθλήματος, πάντα σύμφωνα με τις ντιρεκτίβες της UEFA και της FIFA, να νομοθετούν για τα θέματα του ποδοσφαίρου.

Τότε, τα πολιτικά πρόσωπα νομοθετούσαν, δηλαδή οι υπουργοί. Αφού έφερναν τις προτάσεις τους στη Βουλή για να αποκτήσουν ισχύ νόμου, εμπλέκονταν όλα τα κόμματα.

Εμείς έπρεπε να ενημερώσουμε τον αυταρχικό υπουργό Αχιλλέα Καραμανλή, τον αδερφό του Κωνσταντίνου, ο οποίος αρνείτο να μας δεχθεί κιόλας.

Και γι’ αυτό απευθυνόμασταν στα κόμματα, τους δίναμε τις προτάσεις και τις ιδέες, γιατί αυτοί ακόμα δεν είχαν διαμορφώσει ακόμα πολιτική. Μόλις είχε νομιμοποιηθεί το Κομμουνιστικό Κόμμα και είχε δημιουργηθεί το ΠΑΣΟΚ, οπότε διαμόρφωναν θέσεις στη Βουλή μέσα από τις δικές μας προτάσεις και τις υποστήριζαν».

Από δημοσίευμα του Ριζοσπάστη στις 2 Απριλίου του 1982

-Τελικά το ΚΚΕ έγινε πιο… φιλικό με το ποδόσφαιρο;


«Την τετραετία 1977-1981, μέχρι που βγήκε το ΠΑΣΟΚ, γίνονταν οι προεργασίες. Το 1981, λοιπόν, δέχθηκε την πρότασή μου, περί δημιουργίας αθλητικής επιτροπής στο ΚΚΕ. Υπήρχαν επιτροπές για την παιδεία, την υγεία, τον πολιτισμό και άλλες, όμως δεν υπήρχε για τον αθλητισμό.

Είχαν προηγηθεί όλα αυτά που σου είπα, οπότε εισηγήθηκε την πρόταση στο πολιτικό γραφείο. Έλεγε τότε στους συντρόφους του «τα παιδιά κάνουν ολόκληρο αγώνα στον χώρο τους, έχουν συνδικάτα, παίρνουν πρωτοβουλίες…». Μέχρι τότε το ΚΚΕ ήταν… αντιποδοσφαιρικό. Η αθλητική επιτροπή έγινε τον Νοέμβριο του 1981.

Αργότερα, το 1986 νομίζω, υπήρξε και το εξής γεγονός στην ΑΕΛ, η οποία τότε ήταν και ομαδάρα. Όταν έφυγε ο ιδιοκτήτης Καντώνιας, ήθελε να παραδώσει τις μετοχές της ΠΑΕ στον δήμο Λαρισαίων που τότε ο δήμαρχος προερχόταν από το ΚΚΕ, ο αείμνηστος Αριστείδης Λαμπρούλης. Το θέμα τέθηκε στο τραπέζι του πολιτικού γραφείου και υπήρξαν αντιδράσεις. «Θα μπλέξουμε και με το ποδόσφαιρο; Είπαμε για αθλητική επιτροπή όχι όμως και για ομάδες», έλεγαν τότε».

Μεταξύ άλλων φαίνεται κι ο Καμάρας του ΠΑΟ