Το ιστορικό ένθετο της κε του μπλοκ φιλοξενεί σήμερα μια
(ακόμα) πολύ αξιόλογη και προσεγμένη δουλειά του Άναυδου, που έρχεται κατά
κάποιον τρόπο ως συνέχεια μιας προηγούμενης μελέτης του για την κίνα και το
δικό της «μοντέλο οικοδόμησης». Αυτή τη φορά εξετάζει τον «τρίτο δρόμο» της
γιουγκοσλαβίας του τίτο, θεωρητικά κι ιστορικά, τη σχέση του με το σοσιαλιστικό
στρατόπεδο και τον.. υπαρκτό καπιταλισμό
Το κείμενο έχει αρκετά μεγάλη έκταση, αλλά αξίζει κατά τη γνώμη μου να
διαβαστεί ως το τέλος. Καλή ανάγνωση και κάθε καλόπιστη παρατήρηση στα σχόλια
είναι κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτη.
‘Ο Τίτο επιβίωσε με τη βοήθεια των Δυτικών
δημοκρατιών’ … ‘Κάθε Ανατολικοευρωπαϊκή χώρα που έρχεται σε ρήξη με τη Μόσχα …
μπορεί να βασίζεται στην Αμερικάνικη βοήθεια’… ‘Για να δικαιούται την
Αμερικάνικη βοήθεια μια Ανατολικοευρωπαϊκή χώρα δεν χρειάζεται να είναι
δημοκρατική, ήταν αρκετό να ακολουθήσει το μοντέλο του Τίτο και να φύγει από το
Σύμφωνο της Βαρσοβίας’[1]
1. Εισαγωγή
Η φράση τι θα γινόταν αν ή αλλιώς
η εναλλακτική ιστορία δεν είναι δημοφιλής ανάμεσα στους ιστορικούς. Ωστόσο
ανάμεσα στους αντικομουνιστές της αριστεράς υπάρχει η βεβαιότητα ότι αν στο
μπολσεβίκικο κόμμα είχαν επικρατήσει οι αντίπαλοι του Στάλιν η ΕΣΣΔ θα είχε
μετατραπεί περίπου σε επίγειο παράδεισο.
Παρόλα αυτά στην ιστορία υπάρχουν το παράδειγμα της Κίνας (εδώ η
ανάλυση) αλλά και της Γιουγκοσλαβίας όπου οι απόψεις της Εργατικής
Αντιπολίτευσης (και του Προυντόν) για τον έλεγχο των εργοστασίων από τους
εργάτες, του Μπουχάριν για το σταδιακό και ειρηνικό πέρασμα των κουλάκων στο
σοσιαλισμό αλλά και του Τρότσκι ενάντια στη γραφειοκρατική παραμόρφωση του
εργατικού κράτους εφαρμόστηκαν στην
πράξη. Με άλλα λόγια η Γιουγκοσλαβία του Τίτο ήταν ο ‘παράδεισος’ που σήμερα
προτείνουν στην χώρας μας οι μικροαστοί της Ανταρσυα, της αναρχίας και
ορισμένες συνιστώσες του Σύριζα ανεξάρτητα αν αναγνωρίζουν τον εαυτό του στον
γιουγκοσλαβικό καθρέφτη. Το τραγικό τέλος της Γιουγκοσλαβίας έχει την ρίζα του
ακριβώς στην εφαρμογή της εναλλακτικής ‘σοσιαλιστικής’
οικοδόμησης.
Επιπρόσθετα η περίπτωση της
Γιουγκοσλαβίας είναι άλλη μία απόδειξη ότι αν και τα λαϊκά μέτωπα μπορεί να
θεωρηθούν μία επιτυχημένη στρατηγική ενάντια στον φασισμό και την υπεράσπιση
της ΕΣΣΔ από την άλλη αδυνατούσαν από την φύση τους να μετασχηματίσουν
σοσιαλιστικά μία χώρα.
2. Το τέλος του πολέμου
Ο Κόκκινος Στρατός διέσχισε τα
ρουμανο-γιουγκοσλαβικά σύνορα την 1η Οκτωβρίου του 1944 και μαζί με
δυνάμεις του γιουγκοσλαβικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΛΑΣ) απελευθέρωσε
το Βελιγράδι στις 20 του ίδιου μήνα. Ο Κόκκινος Στρατός ωστόσο δεν παρέμεινε
στη Γιουγκοσλαβία αλλά συνέχισε την προέλαση του στην Ουγγαρία και μετά στη
Γερμανία κι έτσι η υπόλοιπη χώρα απελευθερώθηκε από τις δυνάμεις του ΛΑΣ . Στις
7 Μαΐου του 1945 ο Τίτο σχημάτισε την προσωρινή κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας
όπου το Λαϊκό Μέτωπο κατέλαβε τα περισσότερα υπουργία. Στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1946 το Λαϊκό
Μέτωπο απέσπασε το 96% των ψήφων.
Το Λαϊκό Μέτωπο στο οποίο
συμμετείχαν εκτός από το ΚΚΓ και μια σειρά άλλων κομμάτων ήταν μια κοινωνική
συμμαχία της εργατικής τάξης με την αγροτιά, τους μικροαστούς και μικρό μέρος
της αστικής τάξης. Στο πρόγραμμα του μετώπου του 1943 αναφερόταν η ατομική
ιδιοκτησία σαν ιερή και αναγνωριζόταν η σημασία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στη
βιομηχανία το εμπόριο και τη γεωργία. Το μεγαλύτερο βάρος του αντιφασιστικού
αγώνα το σήκωσε η ύπαιθρος ενώ η συμμετοχή των πόλεων ήταν ασήμαντη σε αντίθεση
με άλλες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες όπου το αντιφασιστικό κίνημα έδρασε κυρίως
στις πόλεις και στα εργοστάσια. Σαν αποτέλεσμα της αποφασιστικής συμβολής της
υπαίθρου στον αντιστασιακό αγώνα η αστική και μικροαστική τάξη του χωριού
βρέθηκαν επικεφαλής στην προσπάθεια για την ανόρθωση της χώρας Μετά την απελευθέρωση η ηγετική ομάδα του ΚΚΓ
και οι θεωρητικοί του (Τζίλας. Πιγιάντε)
υποστήριζαν ότι η ηγετική τάξη της γιουγκοσλάβικης κοινωνίας είναι η αγροτιά
γεγονός που επιβεβαίωνε και η σύνθεση του ΚΚΓ. Από τα 12.000 προπολεμικά μέλη του
τα 8.000 σκοτώθηκαν στη διάρκεια του αντιστασιακού αγώνα. Το 1948 το ΚΚΓ έφτασε
περίπου τα 460.000 μέλη. Η στρατολογία
περιελάμβανε χιλιάδες αστούς μικροαστούς και κουλάκους ενώ το ποσοστό των
εργατών μειώθηκε σημαντικά (10% περίπου αρκετοί εκ των οποίων ήταν
αυτοαπασχολούμενοι και όχι εργάτες) Συνεπώς η ηγεσία του ΚΚΓ όχι μόνο αρνούταν
τον πρωτοπόρο ρόλο της εργατικής τάξης στον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό αλλά
και ερμήνευε την συμμαχία αγροτιάς και προλεταριάτου σαν συμμαχία με όλη την
αγροτιά και όχι μόνο με τα φτωχό και μεσαίο τμήμα της. Σαν απόρροια της
πολεμικής προσπάθειας το ΚΚΓ είχε μετατραπεί σε ένα αγροτικό κόμμα.
3. Η ανοικοδόμηση (1945-1948).
Το πρώτο καθήκον της νέας
κυβέρνησης ήταν η ανόρθωση της χώρας. Ο αριθμός των θυμάτων του πολέμου ήταν τεράστιος:
οι νεκροί ξεπέρασαν το 1,7 εκατομμύριο 3,5 εκατομμύρια είχαν χάσει τα σπίτια
τους ενώ η παραγωγή έφτανε το 30% του προπολεμικού επιπέδου. Το 36% των παγίων
της βιομηχανίας και το μεγαλύτερο μέρος των υποδομών είχε καταστραφεί. Συνεπώς
το βασικότερο πρόβλημα της Γιουγκοσλαβικής ηγεσίας μετά το 1944 ήταν ο τρόπος
με τον οποίο θα προχωρούσε η ανοικοδόμηση και η εκβιομηχάνιση της χώρας με
δεδομένη τη χαμηλή κεφαλαιακή επάρκεια που την καθιστούσε ευάλωτη στις πιέσεις
των άλλων κρατών.
Με δεδομένο ότι η βαριά
βιομηχανία βρισκόταν στα χέρια είτε των Γερμανών και των συνεργατών τους είτε
στα χέρια των αγγλόφιλων υποστηρικτών του πρώην βασιλιά ήταν σχεδόν μονόδρομος
για την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου να προχωρήσει στην εθνικοποίηση της
περιουσίας των εχθρών της. Έτσι από τον Νοέμβριο του 1945 ως τον Απρίλιο του
1948 εθνικοποιήθηκε σταδιακά η περιουσία όσων χαρακτηρίστηκαν εχθροί του
καθεστώτος. Οι εθνικοποιήσεις ξεκίνησαν με τη δήμευση της περιουσίας του
Γερμανικού κράτους, των εγκληματιών πολέμου και των δοσίλογων. Η διαδικασία
ήταν σχετικά εύκολή μιας και οι δυνάμεις του Άξονα είχαν δημεύσει τα
περισσότερα ορυχεία και βιομηχανικές μονάδες της χώρας για να ενισχύσουν την
πολεμική τους προσπάθεια. Οι Γερμανοί έλεγχαν τα ορυχεία μολύβδου και
ψευδάργυρου (προπολεμική ιδιοκτησία των Βρετανών) τα ορυχεία χαλκού (Γαλλία)
κλπ και μαζί με τους συνεργάτες τους συνολικά περίπου το 55% της
Γιουγκοσλαβικής βιομηχανίας αλλά και το 6% της αγροτικής γης. Στον αγροτικό τομέα ήδη από το 1944 η γη που
άνηκε στον εχθρό και τους συνεργάτες του δημεύθηκε όπως επίσης και κάθε
ιδιοκτησία άνω των 1.000 στρεμμάτων που άνηκε είτε σε ιδιώτες είτε σε
μοναστήρια τράπεζες κλπ. Εθνικοποιήθηκε επίσης το μέρος της βιομηχανίας (27%) που άνηκε στο φιλοβασιλικό
και αγγλόφιλο μέρος της αστικής τάξης της χώρας. Εκπονήθηκε το πρώτο πεντάχρονο πλάνο (1946)
το οποίο όμως ήταν το άθροισμα των αντίστοιχων πεντάχρονων των δημοκρατιών.
Η οικονομική
πολιτική του Λαϊκού Μετώπου συνοψιζόταν
στον έλεγχο των επενδύσεων και των δημοσιοοικονομικών
στο εσωτερικό ενώ η οικονομία παρέμενε ανοικτή αναζητώντας βοήθεια και
εμπορικές σχέσεις με τις καπιταλιστικές χώρες.
Ωστόσο η πολιτική των εθνικοποιήσεων δεν μπορούσε να είναι αποτελεσματική
αν δεν συνοδευόταν από την άνοδο της
παραγωγικότητας στο αγροτικό τομέα. Η άνοδος της παραγωγικότητας όμως ήταν
εφικτή μόνο μέσω της γρήγορης κολεκτιβοποίησης της γης. Ο έλεγχος του εμπορίου
από μόνος του δεν ήταν αρκετός για να αποκτηθεί πρόσβαση στο αγροτικό πλεόνασμα
και να περιοριστεί ο πληθωρισμός που δημιουργούσε ο χαμηλότερος ρυθμός αύξησης
της βιομηχανικής παραγωγής αποτέλεσμα της χαμηλής κεφαλαιακής επένδυσης.
Η αντιπολίτευση στο
κόμμα και το μέτωπο (Χεμπράντ, Ζούγιοβιτς) πίστευε ήδη από το 1946 ότι η
εξάρτηση από το νόμο της αξίας και ο ονομαστικός μόνο έλεγχος του δημόσιου
τομέα χωρίς ριζικές αλλαγές στις σχέσεις
παραγωγής δεν ήταν παρά κρατικός καπιταλισμός με όλες τις συνέπειες του.
Ο έλεγχος των πόρων που ήταν απαραίτητοι
για τις επενδύσεις βρισκόταν στα χέρια των ομόσπονδων δημοκρατιών και όχι
της κεντρικής κυβέρνησης με αποτέλεσμα να μην προχωρεί με ταχύτητα η
ανασυγκρότηση της οικονομίας. Η άρνηση της ηγεσίας της Γιουγκοσλαβίας να
προχωρήσει σε ριζικές αλλαγές στην αγροτική οικονομία και στη συγκέντρωση των
πόρων σε κεντρικό επίπεδο άφηνε άλυτο το πρόβλημα της προτεραιότητας μεταξύ
κατανάλωσης και επένδυσης. Χωρίς αλλαγή στις σχέσεις παραγωγής μόνο δύο
εναλλακτικές υπήρχαν για ανάπτυξη: η απλήρωτη ή φτηνή εργασία και η ξένη βοήθεια. Η εθελοντική απλήρωτη εργασία αναστήλωσε κυρίως
τις κατεστραμμένες υποδομές η ξένη βοήθεια όμως ήταν αυτή που καθόρισε τις
μετέπειτα εξελίξεις. Η αύξηση της παραγωγικότητας και ο περιορισμός των μισθών
είχε να αντιμετωπίσει την αντίδραση των συνδικάτων η οποία κάμφθηκε με την εισαγωγή των εργατικών συμβουλίων και
της αυτοδιαχείρισης Επίσης πέρασαν νόμους
που έδεναν τον εργαζόμενο σε συγκεκριμένη επιχείρηση και εξασφάλιζαν στο τομέα
της ατομικής ιδιοκτησίας ένα συγκεκριμένο επίπεδο διαβίωσης σύμφωνα με τα πιστεύω
του αγροτικού σοσιαλισμού που πρέσβευε ότι αν ο ατομικός ιδιοκτήτης αφεθεί
απερίσπαστος να δουλέψει στην ιδιοκτησία του θα παράγει θαύματα βοηθούμενος
φυσικά από το κέρδος που θα του παρέχει η ελεύθερη αγορά.
Ο ρόλος του
εξωτερικού εμπορίου ήταν κεντρικό θέμα στις συζητήσεις σχετικά με τη στρατηγική
της εκβιομηχάνισης στην Σοβιετική Ένωση κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του
1920. Ήταν επίσης ένα θέμα που διαχώρισε τους μπολσεβίκους από τους τροτσκιστές
που αρνήθηκαν τη δυνατότητα οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα ακριβώς
γιατί η οικοδόμηση αυτή θα ήταν αδύνατη χωρίς την εξωτερική βοήθεια Η ηγετική
κλίκα της Γιουγκοσλαβίας βάσισε τη στρατηγικής της στην πεποίθηση ότι ο διεθνής συσχετισμός είχε αλλάξει μετά
το τέλος του Β΄ΠΠ. Η ΕΣΣΔ καταρχήν σαν σύμμαχος και σοσιαλιστική χώρα ήταν η
πρώτη υποψήφια πηγή βοήθειας και ενίσχυσης
από την άλλη όμως η ΕΣΣΔ βγήκε από τον πόλεμο με σημαντικές απώλειες
συνεπώς οι δυνατότητες της για ουσιαστική βοήθεια ήταν περιορισμένες. Από την
άλλη έστω και με δυσκολίες υπήρχε η αναγνώριση από ΗΠΑ-Βρετανία ότι η
Γιουγκοσλαβία ήταν ο κύριος σύμμαχος στα Βαλκάνια που άξιζε βοήθεια. Ήδη στην
περιγραφή της διεθνούς κατάστασης από τη γιουγκοσλάβικη ηγεσία η έννοια της καπιταλιστικής περικύκλωσης αντικαταστάθηκε
από την έννοια της ειρηνικής συνύπαρξης. Η αρχική αίτηση της Γιουγκοσλαβίας τον Ιούνιο
του 1945 για βοήθεια ύψους 300 εκ.$ αναβαλλόταν επ’ αόριστο γιατί οι ΗΠΑ απαιτούσαν
αποζημιώσεις για τις εθνικοποιήσεις, ενίσχυση του ρόλου των αντιδραστικών
κομμάτων και μετά το 1946 να σταματήσει η Γιουγκοσλαβία να ενισχύει τον ΔΣΕ. Η
Γιουγκοσλαβία αν και ιδρυτικό μέλος του ΔΝΤ αδυνατούσε να πάρει δάνειο από την
Παγκόσμια Τράπεζα. Η μόνη πηγή εξωτερικής βοήθεια ήταν η βοήθεια της UNRRA . Στα δύο χρόνια που είναι ανάμεσα (1945-1947) δόθηκαν στη χώρα
περίπου 415 εκ$ σε τρόφιμα και σπόρους αλλά και μηχανολογικό εξοπλισμό.
Η δήθεν διεύρυνση
του σοσιαλιστικού τομέα στο χωριό το 1948 περιορίστηκε στη δημιουργία κυρίως
προμηθευτικών και καταναλωτικών συνεταιρισμών και όχι παραγωγικών. Αφού στον
αγροτικό τομέα η ιδιωτική πρωτοβουλία είχε αφεθεί περίπου ανενόχλητη θα έπρεπε
να βρεθεί τρόπος η παραγωγικότητα στο δευτερογενή τομέα να αυξάνεται
γρηγορότερα από την κατανάλωση των εργατών και αυτό έπρεπε να επιτευχθεί με το
ελάχιστο κοινωνικό και πολιτικό κόστος.
Στις 5 Μαΐου 1948
ο Τίτο ανακοινώνει την απομάκρυνση των Χέμπραγκ και Ζουγιοβιτς από τις θέσεις
τους στην κυβέρνηση και εκκαθάρισε τα υπουργία Οικονομικών Βιομηχανίας και
την επιτροπή προγραμματισμού από τους
οπαδούς τους. Συνελήφθησαν και οι δύο τους τέσσερις ημέρες μετά και δικάστηκαν
για προδοσία. Στις 8 Οκτωβρίου ελαττώνει σημαντικά τη ροή βοήθεια προς τον ΔΣΕ.
Τον Σεπτέμβριο, 1948 καταφθάνει
στο Βελιγράδι μία ομάδα από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και της
Παγκόσμιας Τράπεζας για να επανεκκινήσει τις διαπραγματεύσεις σχετικά με τις πιστώσεις
και δάνεια που ζητούσε η κυβέρνηση ενώ το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ επιτρέπεται σε
δύο αμερικανικές εταιρείες να υποβάλουν αιτήσεις για έκδοση πιστοποιητικών
εξαγωγής μηχανημάτων προς τη Γιουγκοσλαβία με αντάλλαγμα μετάλλευμα. Ήδη από τον Απρίλιο του 1948 η Γιουγκοσλαβία
συνάπτει διμερείς συμβάσεις με τις Βρετανία, Αργεντινή, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία,
Σουηδία, Ελβετία, Τουρκία και Γαλλία.
Δεν είναι τυχαίο
ότι η απομάκρυνση από τις αρχές του σοσιαλισμού συνοδεύτηκε από την εισαγωγή
των εργατικών συμβουλίων στην βιομηχανία την εγκατάλειψη της κολεκτιβοποίησης
αλλά και τη μετονομασία του κομμουνιστικού κόμματος σε Λίγκα των Κομμουνιστών σηματοδοτώντας
την παραίτηση του από την άμεση διοίκηση της κοινωνίας και της οικονομίας.
Για μία σύντομη
περίοδο μετά τον Β’ ΠΠ η Γιουγκοσλαβική οικονομία βάδισε στα χνάρια της
Σοβιετικής Ένωσης. Υιοθέτησε τον κεντρικό σχεδιασμό, την κρατικοποίηση των
επιχειρήσεων (εκτός από την γεωργία όπου το μεγαλύτερο μέρος έμεινε στα χέρια
των ιδιωτών) και επέβαλε το κρατικό μονοπώλιο στις κυριότερες σφαίρες της
οικονομίας (επένδυση, τραπεζικός τομέας, εξωτερικό εμπόριο) καθώς και το διοικητικό
έλεγχο στις τιμές των περισσότερων αγαθών.
4. Η ρήξη με την Κομινφόρμ.
Στις 27 Μάρτη του 1948 η ΚΕ του ΠΚΚ(μπ) απέστειλε μια επιστολή
στον Τίτο και την ΚΕ του ΚΚΓ. Στην επιστολή αυτή η ΕΣΣΔ εξηγούσε τους λόγους
που την οδήγησαν στην απόσυρση των σοβιετικών ειδικών από τη Γιουγκοσλαβία.
Υπογράμμισε τη σκαιά συμπεριφορά των γιουγκοσλαβικών αρχών απέναντι στους
σοβιετικούς ειδικούς που η ίδια η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση είχε ζητήσει σαν
μέρος της βοήθειας για την ανόρθωση της χώρας. Διαμαρτυρόταν για τις
συκοφαντικές κατηγορίες που εξαπέλυσε εναντίον των ειδικών ο Μ. Τζίλας αλλά και
για την ανοικτή αντισοβιετική προπαγάνδα από ηγετικά στελέχη του ΚΚΓ. Εξέφραζε
την ανησυχία της και τον προβληματισμό της σχετικά με το γεγονός ότι το ΚΚΓ
τέσσερα χρόνια μετά την απελευθέρωση δρούσε σε μια ημι-παράνομη μορφή χωρίς να
δημοσιεύονται οι αποφάσεις στον τύπο.
Πιο σημαντική ωστόσο ήταν η κατηγορία ότι
(…) Στο
Γιουγκοσλάβικο Κομμουνιστικό Κόμμα δε γίνεται αντιληπτό το πνεύμα της ταξικής
πάλης. Η ενίσχυση των καπιταλιστικών στοιχείων στα χωριά και στις πόλεις
προχωράει και παράλληλα η καθοδήγηση του Κόμματος δεν παίρνει μέτρα για το
περιορισμό των καπιταλιστικών στοιχείων. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της
Γιουγκοσλαβίας βαυκαλίζεται με τη σάπια οπορτουνιστική θεωρία της ειρηνικής
ενσωμάτωσης των καπιταλιστικών στοιχείων στο σοσιαλισμό, που την πήραν από τους
Μπερνστάιν, Φόλμαρ, Μπουχάριν
Σύμφωνα με τη θεωρία
του μαρξισμού-λενινισμού το Κόμμα θεωρείται η βασική καθοδηγητική δύναμη της
χώρας, έχει το πρόγραμμά του και δε διαλύεται στις ακομμάτιστες μάζες. Στη
Γιουγκοσλαβία αντίθετα βασική καθοδηγητική δύναμη θεωρείται το Λαϊκό Μέτωπο και
το κόμμα τείνουν να το διαλύσουν στο Λαϊκό Μέτωπο. Στην ομιλία του στο δεύτερο
συνέδριο του Λαϊκού Μετώπου της Γιουγκοσλαβίας ο σύντροφος Τίτο είπε:
«Εχει άραγε το
Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας κάποιο άλλο πρόγραμμα, το οποίο να
διαφέρει από το πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου; Οχι! Το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν
έχει άλλο πρόγραμμα. Το πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου είναι το πρόγραμμά του»[2].
(…)
Τέλος εξέφραζε την απορία αλλά και την ανησυχία της
σοβιετικής κυβέρνησης γιατί ο πράκτορας των άγγλων Βέλεμπιτ παρέμενε στη θέση του
αναπληρωτή υπουργού εξωτερικών.
Στην απάντηση της η γιουγκοσλαβικής πλευρά απέφυγε να
αναφερθεί στις συγκεκριμένες κατηγορίες των σοβιετικών και περιορίστηκε να τις
αρνηθεί γενικά ορκιζόμενη πίστη στον
μαρξισμό-λενινισμό και στη φιλία με την ΕΣΣΔ.
Στη δεύτερη επιστολή της περίπου ένα μήνα μετά η ΚΕ του
ΠΚΚ(μπ) αναφέρθηκε σε όλα τα ζητήματα της πρώτης αλλά και στο πρόβλημα της
Τεργέστης λέγοντας στους Γιουγκοσλάβους ότι παρά τις διπλωματικές προσπάθειες
οι ιμπεριαλιστές
(…)κατέλαβαν την
Τεργέστη με τα στρατεύματά τους τα οποία βρίσκονταν στην Ιταλία. Και έτσι
εξαντλήθηκαν όλα τα άλλα μέσα για απόδοση της Τεργέστης στη Γιουγκοσλαβία, για
τη Σοβιετική Ένωση δεν έμενε τίποτε άλλο παρά να αρχίσει τον πόλεμο ενάντια
στους Αγγλο-Αμερικάνους για την Τεργέστη και να την καταλάβει δυναμικά. Οι
Γιουγκοσλάβοι σύντροφοι θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι η ΕΣΣΔ μετά το τέλος του
αιματηρού πολέμου δεν μπορούσε να πάει σε νέο πόλεμο. Και παρ’ όλα αυτά, αυτή η
περίπτωση προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των Γιουγκοσλάβων συντρόφων, η οποία
εκφράστηκε και στην ομιλία του συντρόφου Τίτο (…)
Αναφορικά με την αντισοβιετική προπαγάνδα μέσα στη Γιουγκοσλαβία
η επιστολή ανέφερε ηγετικά στελέχη του ΚΚΓ που μιλούσαν ανοικτά για «εκφυλισμό» της ΕΣΣΔ σε ιμπεριαλιστικό
κράτος, το οποίο τείνει «να υποτάξει οικονομικά τη Γιουγκοσλαβία», αλλά και τη
συκοφαντική καμπάνια των καθοδηγητών του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας για «εκφυλισμό» του
ΠΚΚ (μπ) το οποίο τείνει «μέσω της Κομινφόρμ να κατακτήσει τα άλλα κόμματα»,
για το ότι «ο σοσιαλισμός στην ΕΣΣΔ έπαψε να είναι επαναστατικός».
Η επιστολή αναφέρθηκε στο ζήτημα της οικοδόμησης του
σοσιαλισμού στη χώρα εκφράζοντας σοβαρές αμφιβολίες για το δρόμο που είχε
επιλέξει η γιουγκοσλαβικής ηγεσία:
(…) Η υποτίμηση της εμπειρίας του ΠΚΚ (μπ) στο ζήτημα της
εξασφάλισης των βασικών όρων οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη Γιουγκοσλαβία
είναι γεμάτη από επικίνδυνες συνέπειες και ανεπίτρεπτη για μαρξιστές, καθώς
είναι αδύνατον να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός μόνο στην πόλη, μόνο στη
βιομηχανία, είναι αναγκαίο να οικοδομηθεί και στο χωριό, και στην αγροτική
οικονομία. Δεν είναι τυχαίο που οι
Γιουγκοσλάβοι σύντροφοι προσπερνούν το ζήτημα της ταξικής πάλης και του
περιορισμού των καπιταλιστικών στοιχείων στο χωριό. Πολύ περισσότερο στις
ομιλίες τους οι Γιουγκοσλάβοι καθοδηγητές σχεδόν πάντα αποσιωπούν το ζήτημα της
ταξικής διαφοροποίησης στο χωριό, εξετάζουν την αγροτιά σαν ένα ενιαίο όλο, και
το κόμμα δεν κινητοποιείται στο ξεπέρασμα των δυσκολιών οι οποίες είναι
συνδεδεμένες με την άνοδο των εκμεταλλευτικών στοιχείων στο χωριό(…)
Στο τέλος αναφέρθηκε
στη σύνθεση του Λαϊκού μετώπου σαν υπεύθυνη για την πορεία των γεγονότων
στη χώρα:
(…) Δεν είναι δυνατό
να διαφεύγει από το οπτικό πεδίο ότι στο Λαϊκό Μέτωπο της Γιουγκοσλαβίας
συμμετέχουν διάφορα στοιχεία με την ταξική έννοια, συμμετέχουν κουλάκοι,
έμποροι, μικροί εργοστασιάρχες, αστική διανόηση καθώς και ανακατεμένες
πολιτικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένων και μερικών αστικών κομμάτων. Αυτό το
γεγονός, ότι στο πολιτικό σκηνικό της Γιουγκοσλαβίας εμφανίζεται μόνο το Λαϊκό
Μέτωπο και το κόμμα και οι οργανώσεις του δεν εμφανίζονται εξ ονόματός τους
ανοικτά μπροστά στο λαό, όχι μόνο υποτιμά το ρόλο του κόμματος στην πολιτική
ζωή της χώρας αλλά και υποσκάπτει το κόμμα σαν αυτοτελή πολιτική δύναμη, που
είναι υποχρεωμένη να κατακτά όλο και περισσότερο την εμπιστοσύνη του λαού, να
κατακτάει υπό την επιρροή του όλο και πιο πλατιές μάζες εργαζομένων με την
ανοικτή πολιτική δραστηριότητα, με την ανοικτή προπαγάνδα των απόψεων του και
του προγράμματός του.(…)
Στη συνάντηση των κομμάτων της Κομινφόρμ στο Βουκουρέστι στις 28 Ιουνίου 1948 στην οποία αρνήθηκε να παραστεί το ΚΚΓ αποφασίστηκε
ομόφωνα η έξωση του ΚΚΓ από την οργάνωση. Στο κοινό ανακοινωθέν
επαναλαμβάνονται τα περισσότερα σημεία που έθιγαν οι επιστολές του ΚΚΣΕ και
χαρακτηριζόταν το ΚΚΓ σαν ένα λαϊκίστικο κουλάκικο κόμμα. Επιπλέον
προειδοποιούσε την ηγεσία της Γιουγκοσλαβίας ότι η προσπάθεια τους να βρουν
στήριξη από τους Αγγλοαμερικάνους ιμπεριαλιστές θα μετέτρεπε τη χώρα τους σε
αποικία.
Αν και η ρήξη με την Κομινφόρμ έμοιαζε με κεραυνό εν
αιθρία ωστόσο δεν ήταν καθόλου τέτοια. Όπως αναφέραμε πιο πάνω ήδη από τα μέσα
του 1947 η ηγετική ομάδα του ΚΚΓ είχε απορρίψει την κολεκτιβοποίηση της
αγροτικής οικονομίας Οι κουλάκοι έλεγαν
ότι αφού πήραν μέρος στον αντιφασιστικό αγώνα δεν είναι όμοιοι με τους
κουλάκους τους ΕΣΣΔ και συνεπώς σαν μη δογματικοί δεν θα τους εξόντωναν. Ένας
από τους λόγους της ρήξης που δεν αναφέρεται στις επιστολές ήταν η προσπάθεια
της Γιουγκοσλαβίας να προσαρτήσει την Αλβανία σε μία προσπάθεια να λύσει
αυτόματα το πρόβλημα της αλβανικής μειονότητας στο Κόσσοβο
Η ρήξη με την Κομινφόρμ είχε σαν αποτέλεσμα ο Τίτο και η
κλίκα του να εξαπολύσουν έναν ανηλεή διωγμό ενάντια στα μέλη του ΚΚΓ που δεν
συντάχθηκαν μαζί τους. Επιφανή μέλη της ηγεσίας του ΚΚΓ (όπως ο Χέμπραντ και ο
Ζούγιοβιτς) δολοφονήθηκαν στις φυλακές του καθεστώτος καθώς και ο επικεφαλής
του επιτελείου των παρτιζάνων Α. Γιοβάνοβιτς. Πάνω από 200.000 ήταν τα μέλη του ΚΚΓ (σε
σύνολο 460.000) που διώχτηκαν από το κόμμα (ολόκληρες κομματικές επιτροπές
κυρίως σε Σερβία και Μαυροβούνιο). Μεταξύ 1948 και 1953 η χώρα έζησε σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου, 200.000 άνθρωποι συνελήφθησαν στη Γιουγκοσλαβία με την κατηγορία ότι
συντάσσονταν με
το ψήφισμα της Κομινφόρμ, εκ των
οποίων περίπου το ένα τρίτο καταδικάστηκε σε
κάποια ποινή. Πολλοί υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί δραπετεύσαν ακολουθούμενοι από
απλούς στρατιώτες. Πάνω από 30,000
άτομα φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν[3]. Η
Γιουγκοσλαβική εκδοχή της Μακρονήσου ονομαζόταν Γκόλι Οτόκ (Γυμνό Νήσι) για
τους άνδρες και Σβέτι Γεργκούρ (Αγ. Γεώργιος) για τις γυναίκες και τα δύο νησιά
της Αδριατικής όπου μαρτύρησαν χιλιάδες κομμουνιστές οι περισσότεροι παλιοί
παρτιζάνοι. Περίπου 3.200 από τους κρατούμενους πέθαναν εκεί[4]. Πολλοί άλλοι
αναγκάστηκαν να αυτοεξοριστούν στις λαϊκές δημοκρατίες.
Η πιο αποτρόπαιη πράξη των
τιτοϊκών ήταν η προδοσία του αγώνα του ΔΣΕ. Έδωσε άδεια στον μοναρχοφασιστικό
στρατό να κτυπήσει τον ΔΣΕ περνώντας μέσα από το έδαφος της Γιουγκοσλαβίας ενώ με το κλείσιμο των συνόρων τον Ιούνιο του
1949 απέκοψε τον ΔΣΕ από πολύτιμα εφόδια
και εφεδρείες. Ωστόσο η υπονομευτική πολιτική τους είχε ξεκινήσω αρκετά πιο
νωρίς με την ενθάρρυνση των λιποταξιών των ένοπλων ομάδων των Κεραμιτζίεφ,
Μιτροβσκι και Γκότσε . Η κινητήρια δύναμη πίσω από την αρχική υποστήριξη του
ΔΣΕ δεν ήταν ο προλεταριακός διεθνισμός αλλά ο επεκτατισμός της Γιουγκοσλαβίας προς
την ελληνική Μακεδονία αλλά και προς την Αλβανία με το πρόσχημα της επίθεσης
του μοναρχοφασιστικού στρατού.
Ο Τίτο και οι συνεργάτες του
κατηγόρησαν τον Στάλιν ότι μετά τη ρήξη σχεδίαζε στρατιωτική εισβολή για την ανατροπή τους.
Συνένοχους στη συκοφαντία αυτή βρήκαν τον αρχηγό των χερσαίων δυνάμεων του
Ουγγρικού στρατού Μπέλα Κίραλι που αποσκίρτησε στη Δύση το 1956 και φυσικά τον
Χρουστσόφ στον περίφημο μυστικό του λόγο το 1956. Ωστόσο η σύγχρονη έρευνα
απέδειξε ότι τα δήθεν στοιχεία που παρουσιάστηκαν επρόκειτο για μυθεύματα και
αντισοβιετική προπαγάνδα.[5] Όπως ο ίδιος ο Στάλιν έγραφε στον Κλιμέντ
Γκόντβαλντ στις 12/6/1948 χρειάζεται υπομονή και ότι το καθεστώς του Τίτο
αναπόφευκτα θα καταρρεύσει.[6] Η Γιουγκοσλαβία αθέτησε τις οφειλόμενες
πληρωμές αλλά και παραδόσεις για τα αγαθά που έλαβε μέχρι και το 1949 από τις
υπόλοιπες λαϊκές δημοκρατίες.
Αρκετά νωρίς οι τιτοϊκοί
προσπάθησαν να διεισδύσουν στα άλλα κομμουνιστικά κόμματα των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης υπονομεύοντας τα και προωθώντας
τον αποκαλούμενο ‘εθνικό κομμουνισμό’ δηλ. τον ιδιαίτερο ανά χώρα δρόμο προς το
σοσιαλισμό. Μόνο το 1949 εξέχουσες
πολιτικές προσωπικότητες, όπως ο υπουργός άμυνας και εσωτερικών της Αλβανίας
Κότσι Τζότζε, ο υπουργός εξωτερικών της Ουγγαρίας Λάζλο Ράικ αλλά και ο
αναπληρωτής πρωθυπουργού της Βουλγαρίας
Τράικο Κοστόφ δικάστηκαν, καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν σαν
πράκτορες του Τίτο. Μεταξύ 1948 και 1955 έγιναν πάνω από σαράντα αντιτιτοϊκές δίκες στις Λαϊκές Δημοκρατίες.
Μετά την αποπομπή της από την
Κομινφορμ η Γιουγκοσλαβία ξεκίνησε μυστικές επαφές και συνομιλίες με τις ΗΠΑ με σκοπό να γίνει και αυτή
παραλήπτης της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας. Η πρώτη επίσημη και δημόσια
συμφωνία στρατιωτικής βοήθειας Γιουγκοσλαβίας-ΗΠΑ υπεγράφη στις 14 Νοεμβρίου
1951 και επιβεβαίωσε ότι η Γιουγκοσλαβία και η ηγεσία της είχε μετατραπεί σ’ ένα
από τα σημαντικότερα περιουσιακά στοιχεία της προπαγάνδας της Δύσης στο
ιδεολογικό πόλεμο κατά των Σοβιετικών, αλλά και ένα ζωτικό στρατηγικό στοιχείο της
δυτικής συμμαχίας. Μεταξύ 1950 και 1955, η Γιουγκοσλαβία έλαβε περίπου 1,5
δισεκατομμύρια δολάρια οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας, κυρίως από της
ΗΠΑ και Μ. Βρετανία περισσότερη από πολλά άλλα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ. Αμερικάνικες
εξορυκτικές εταιρίες πήραν την άδεια για την εκμετάλλευση των ορυχείων χαλκού
της χώρας. Ορισμένοι αμερικάνοι
υποστήριζαν ότι ενώ για την καταστολή στην Ελλάδας ξόδεψαν 1 δις$ η βοήθεια στο
Τίτο ήταν πιο φθηνός τρόπος περιορισμού του κομμουνισμού [7].
5. Επαναπροσέγγιση.
Ο Β’ΠΠ είχε αφήσει μια
εκκρεμότητα μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Ιταλίας την περιοχή της Τεργέστης. Η διαφιλονικούμενη αυτή περιοχή επρόκειτο να
δοθεί από τους Αγγλοαμερικάνους στην Ιταλία τον Μάρτη του 1948 με σκοπό να
επηρεάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα προς όφελος των χριστιανοδημοκρατών. Ωστόσο έχοντας
ήδη πληροφορηθεί ότι οι σχέσεις της Γιουγκοσλαβίας με την ΕΣΣΔ βρίσκονταν σε
κρίση και θέλοντας να μην δημιουργήσουν προβλήματα στον Τίτο έθεσαν το όλο
ζήτημα στον πάγο ζητώντας από τους Ιταλούς να κάνουν το ίδιο. Ωστόσο το καλοκαίρι
του 1953 πάλι ενόψει εκλογών η Ιταλική κυβέρνηση ανακινεί το θέμα απειλώντας με
αποχώρηση από το ΝΑΤΟ. Τον Οκτώβριο του 1953 οι Αγγλοαμερικάνοι παραδίδουν την
Τεργέστη στην Ιταλία Στη Γιουγκοσλαβία ξεσπούν μεγάλες αυθόρμητες διαδηλώσεις
ενώ οι πρεσβείες τα προξενεία αλλά και τα μορφωτικά ιδρύματα των Αγγλοαμερικάνων
δέχτηκαν την επίθεση του οργισμένου πλήθους. Η Γιουγκοσλαβία βρέθηκε στο χείλος
του πολέμου με την Ιταλία και στράφηκε στην ΕΣΣΔ για υποστήριξη. Η ΕΣΣΔ από τη
μεριά της προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τη
σύγκρουση αυτή για να ματαιώσει τις συνέπειες της συμφωνίας της Άγκυρας που
μετέτρεπαν τη Γιουγκοσλαβία σε προτεκτοράτο του ΝΑΤΟ.
Το Ιανουάριο του 1954 ο Μιλοβαν
Τζιλας μέχρι τότε ο επιφανέστερος θεωρητικός της Λίγκας και στενός συνεργάτης
του Τίτο απομακρύνεται από όλα του τα αξιώματα. Η βασικότερη αιτία ήταν η επιμονή
του για μετατροπή του συστήματος σε πολυκομματικό αλλά και για περισσότερες
οικονομικές ελευθερίες . Αν και η επιτροπή που συστάθηκε από το προεδρείο της
ΚΕ του ΚΚΣΕ μετά τον θάνατο του Στάλιν αποφάνθηκε ότι η Γιουγκοσλαβία παρέμενε
μία χώρα φασιστική οι Σοβιετικοί
εκτίμησαν ότι η αποπομπή
Τζίλας σηματοδοτούσε κάποια στροφή της
Γιουγκοσλαβίας. Στην επαναπροσέγγιση αντιδρούσαν τόσο ο Μολότοφ όσο και οι Σουσλόφ,
Βοροσίλοφ μέλη του ΠΓ. Ωστόσο ο Χρουστσόφ
εκμεταλλευόμενος τη μακρά απουσία του Μολότοφ σε διπλωματικά ταξίδια επέβαλε
την επαναπροσέγγιση και την απόρριψη των συμπερασμάτων της επιτροπής. Έστειλε
μια επιστολή στον Τίτο επιζητώντας προσέγγιση και ρίχνοντας το φταίξιμο για τη
ρήξη του 1948 στον Λ. Μπέρια (είχε ήδη εκτελεστεί) και Β. Αμπακούμοφ (ήδη στη
φυλακή) οι οποίοι φυσικά δεν είχαν καμία σχέση με την υπόθεση. Από ότι φαίνεται
δεν ήταν ακόμη η ώρα για την ευθεία επίθεση στον Στάλιν. Οι Γιουγκοσλάβοι αν και προβληματίστηκαν από
την πιθανότητα της διακοπής της δυτική στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας
αποφάσισαν να συζητήσουν με τους Σοβιετικούς.
Επιπλέον λόγοι που οδήγησαν τους;
Γιουγκοσλάβους στην επαναπροσέγγιση ήταν η άθλια κατάσταση της οικονομίας τους
μετά από μια σειρά ετών ξηρασίας αλλά και το δυσβάσταχτο πλέον εξωτερικό χρέος
της χώρας. Παρόλα αυτά τον Αύγουστο του
1954 η Γιουγκοσλαβία υπέγραψε με την Ελλάδα και την Τουρκία το Βαλκανικό Σύμφωνο. Οι Σοβιετικοί σαν ένδειξη καλής θέλησης πρότειναν
τη διάλυση της Ένωσης των Γιουγκοσλάβων Πατριωτών τη μόνη κομμουνιστική
αντιπολίτευση στον Τίτο και έκλεισαν τους ραδιοφωνικούς σταθμούς της (Ελεύθερη Γιουγκοσλαβία). Τον Οκτώβριο του1954 λύνεται το θέμα της Τεργέστης
αφού οι Γιουγκοσλάβοι λαμβάνοντας περί τα 30 εκ. δολάρια από τους Αγγλοαμερικάνους
αφήνουν την πόλη στους Ιταλούς Σαν
πληρωμή για το Βαλκανικό Σύμφωνο έλαβαν περί το 1 εκ τόνους σιτάρι από της ΗΠΑ
και διευθέτηση μέρους του χρέους τους με την εξαγορά του από αμερικάνικη
τράπεζα. Η ομαλοποίηση των σοβιετογιουγκοσλαβικών σχέσεων που επισφραγίστηκε
από την επίσκεψη του Χρουστσόφ στο Βελιγράδι τον Μάιο του 1955 αποτέλεσε την
αρχή της επίθεσης στην εξωτερική πολιτική του Στάλιν που επεκτάθηκε στην εσωτερική
πολιτική του με το 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ.
Ο Χρουστσόφ αφελώς πίστευε ότι
μπορούσε να αποσπάσει τη Γιουγκοσλαβία από το ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο. Στην
ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΣΕ τον Ιούλιο του 1955 ο Μολότοφ καταδίκασε ανοικτά τις
προσπάθειες ομαλοποίησης με τη Γιουγκοσλαβία και τις χαρακτήρισε σαν προδοσία στις αρχές του μαρξισμού-λενινισμού. Ωστόσο
στη μάχη αυτή βρέθηκε μόνος στο ΠΓ. Αν και ο Χρουστσόφ απέρριψε το νεοφανή για
την εποχή θεωρητικό ακροβατισμό για τον γιουγκοσλαβικό δρόμο προς το σοσιαλισμό
ωστόσο η ολομέλεια κατέληξε ότι ορισμένα συγκεκριμένα προβλήματα μπορεί να
λυθούν με βάση ιστορικές και εθνικές ιδιαιτερότητες.
Το 1955 η Γιουγκοσλαβία έλαβε
βοήθεια και από τα δύο στρατόπεδα. Η συνολική αμερικάνικη βοήθεια προς τη
Γιουγκοσλαβία έφτασε το μισό δις$ (κυρίως επιχορηγήσεις αλλά και αγαθά), επιπλέον 80 εκ.$ ήρθαν από Γαλλία και Μ.
Βρετανία. Η στρατιωτική βοήθεια έφτασε το
788 εκ.$. Τον Ιούλιο του 1955 η ΕΣΣΔ ακύρωσε το Γιουγκοσλαβικό χρέος των
77εκ$ ενώ έδωσε νέο δάνειο ύψους 110εκ$ με επιτόκιο 2%. Ωστόσο ο αμερικάνος ΥπΕξ αλλά και η CIA πίστευαν ότι ο Τίτο δεν
υπάρχει περίπτωση να επανενταχθεί στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο και παρέμενε
αξιόπιστος στο να αποσπάσει κι άλλες χώρες από τη σφαίρα επιρροής της ΕΣΣΔ. Ο
Καρντέλι έλεγε στον βρετανό πρέσβη ότι ο Χρουστσόφ και η ομάδα του πρέπει να
υποστηριχθούν ενώ δυο αντίγραφα από την περίφημη ‘μυστική’ έκθεση στο 20ο
συνέδριο στάλθηκαν προσωπικά από τον ίδιο τον Χρουστσόφ στον Τίτο.
Οι ψευδαισθήσεις των σοβιετικών
κατέρρευσαν όταν αντιλήφθηκαν την ενεργή
υποστήριξη της Γιουγκοσλαβίας στον Β. Γκομούλκα αλλά κυρίως στον Ι. Νάγκυ. Τον
Ιούνιο του 1956 ο Μολότοφ παραιτείται από ΥπΕξ. Ωστόσο η ομάδα γύρω από τον Χρουστσόφ αντιλήφθη ότι οι καπιταλιστές ήθελαν να διασπάσουν το σοσιαλιστικό
στρατόπεδο ώστε μετά να ασχοληθούν με την κάθε μία χώρα ξεχωριστά. Ο ίδιος ο
Χρουστσόφ υποστήριξε ότι μέση θέση μεταξύ σοσιαλισμού και καπιταλισμού είναι
αδύνατη. Η Γιουγκοσλαβία τόσο φανερά όσο και κρυφά υποστήριξε μέχρι τέλους τον
Ι. Νάγκυ και μόνο όταν έγινε φανερό ότι οι φασίστες είχαν πλέον το πάνω χέρι
στην αντικομουνιστική εξέγερση συναίνεσαν στη δεύτερη επέμβαση του Συμφώνου της
Βαρσοβίας. Έδωσαν ωστόσο πολιτικό άσυλο στη μαριονέτα τους και σε 52 συνεργάτες
του. Σε συνδυασμό με την παρουσία στην
Γιουγκοσλαβία μεγάλης στρατιωτικής αποστολής των ΗΠΑ ο Χρουστσόφ απέστειλε μια
επιστολή στις 29/12/1956 ακυρώνοντας το μεγαλύτερο μέρος των εμπορικών
συμφωνιών και την επαναπροσέγγιση. Αντίθετα
από το 1948 ωστόσο οι διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών δεν διακόπηκαν ενώ και
η οικονομική συνεργασία συνεχίστηκε αν και σε μικρότερη έκταση.
Ήδη το 1955 στην
ομιλία του στη Ραγκούν όπου άνοιξε το δρόμο για τη δημιουργία του κινήματος των
Αδεσμεύτων μαζί με το Νεχρού και το Νασέρ ο Τίτο πρόλαβε τον Μάο κατά 8 περίπου χρόνια αποκαλώντας
την ΕΣΣΔ ιμπεριαλιστική χώρα λέγοντας:
(…) Σήμερα υπάρχουν δύο παγκόσμιες δυνάμεις σήμερα - η Σοβιετική
Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Μεταξύ
τους έχουν αναλάβει να χωρίζουν
τον κόσμο. Από την αμερικανική
πλευρά, αυτό γίνεται με το
πρόσχημα και συνθήματα του αγώνα κατά της εξάπλωσης του κομμουνισμού από την άλλη πλευρά, αυτό γίνεται στο όνομα του
αγώνα για την επανάσταση, για την κοινωνική αλλαγή στην οποία, φυσικά, η
Σοβιετική Ένωση έχει να διαδραματίσει τον ηγετικό ρόλο. Και οι δύο είναι εξίσου επικίνδυνο. Εγώ δεν γνωρίζω ποια στην
πραγματικότητα είναι η πιο επικίνδυνη για τα μικρά έθνη(…)[8]
Το Σεπτέμβριο του 1961 21 χώρες
του ‘τρίτου’ κόσμου υπέγραψαν την ιδρυτική διακήρυξη του κινήματος των
αδεσμεύτων στο Βελιγράδι.