Όχι, δεν πρόκειται για το παλιότερο βιβλίο του Πι-Πι, αλλά
για τα χρόνια της (δικής του) αθωότητας, όταν ήταν ακόμα στέλεχος της Κνε, στο ίδιο
κόμμα με το Λαφάζα, αλλά απέναντί του. Και για την ομώνυμη ταινία του Σπίλμπεργκ,
εν έτει 1985 –τότε που πηγαίναμε για ακόμα καλύτερες μέρες και την ανασυγκρότηση
(περεστρόικα) του κομμουνιστικού κινήματος, για να πιάσουμε τελικά μηδέν στα δύο-
με το Μάικλ Τζέι Φοξ, που γυρίζει τρεις δεκαετίες μπροστά το ρολόι, στις 21
Οκτωβρίου 2015, και τις διάφορες προβλέψεις, εκ των οποίων άλλες επαληθεύτηκαν κι
άλλες περιμένουν στο συρτάρι της ιστορίας να επαληθευτούν στο μέλλον.
Τι θα έβλεπε όμως ο έλληνας ομόλογος του Μάικλ Τζέι Φοξ –πέραν
του ότι ο βασικός πρωταγωνιστής της ταινίας πάσχει από Πάρκινσον, εδώ και μερικά
χρόνια; Θα μπορούσε να δει πχ έναν νέο (και με την ηλικιακή έννοια) παπατζή,
που πασχίζει να μιμηθεί τη ρητορική και τα τεχνάσματα του Ανδρέα. Αλλά αν τότε
ο Χαρίλαος απαντούσε θυμόσοφα σε ένα παπαγαλάκι: «αλλαγές βλέπω, αλλαγή δε βλέπω»,
ο σύγχρονος παρατηρητής θα έψαχνε μάταια να βρει έστω και τις πρώτες. Ντάξει, ξέχασέ
την την αλλαγή, αλλά ούτε καν μικρές αλλαγές δε βλέπω.
Το βασικό πρόβλημα ωστόσο είναι πως ο λαός σήμερα, σε ρόλο
Μάικλ Τζέι Φοξ, γυρίζει τις πλάτες του στο μέλλον, όχι για να μη γίνει συνένοχος
στο φόνο (καθώς η συμμετοχή του προκύπτει από την απάθεια μπροστά στο δολοφόνο),
αλλά γιατί μένει κολλημένος στο χρυσό μεταπολιτευτικό παρελθόν και τη δεκαετία
με τις βάτες. Και αν είχεστα χέρια του μια αντίστοιχη χρονομηχανή, θα πήγαινε πίσω
στον Οκτώβρη του 85’, όχι για να διορθώσει κάτι που πήγε στραβά στη συνέχεια,
πχ τη «στροφή» με το πρόγραμμα σταθεροποίησης και το πρώτο αντιλαϊκό πακέτο μέτρων
του Σημίτη, από το οποίο κλείνουν τριάντα χρόνια αυτό το Φθινόπωρο (και για το
οποίο αξίζει να διαβάσει κανείς, αν τη βρει, την μπροσούρα της ΕΣΑΚ για το
πραξικόπημα στη ΓΣΕΕ λαο τα δημοκρατικά ήθη της Αλλαγής στο συνδικαλιστικό κίνμα).
Αλλά για να μείνει για πάντα εκεί, χωρίς να βλέπει την προοπτική κι αυτό που θα
ακολουθήσει. Εξάλλου, το χειρότερο σε αυτές τις συνήθεις, αντιδιαλεκτικές ερωτήσεις
της αποκαλούμενης εναλλακτικής ιστορίας, «τι θα γινόταν αν...» και «τι θα αλλάζαμε,
αν μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω το χρόνο», δεν είναι απλώς αυτή καθαυτή η αναζήτηση
κι ο αντιδιαλεκτικός της χαρακτήρας, αλλά οι απλοϊκές απαντήσεις στις οποίες
καταλήγει.
Σημειώνω παρενθετικά πως οι μόνοι που θα μπορούσαν ίσως
να προλάβουν και να αλλάξουν κάτι, είναι οι κομμουνιστές στην περίπτωση της
Σοβιετικής Ένωσης. Και πάλι όμως, δε θα ήταν τόσο απλό. Ακόμα κι αν μπορούσαμε
να σκοτώσουμε πχ τον Γκόρμπι, όπως έγραψε μεταξύ σοβαρού κι αστείου (και βασικά
το πρώτο) ένας σφος τουιτεράς, στη θέση του θα ήταν κάποιος Γκρίσιν (από εκεί
να καταλάβεις) ή στην καλύτερη των περιπτώσεων, ο γίγαντας Λιγκατσόφ, που τα ‘χει
ακόμα τετρακόσια και εν έτει 91’ θεωρούσε «αίνιγμα» τον Γκορμπατσόφ (εκτός κι
αν αδυνατούσε να μιλήσει πιο καθαρά) και σήμερα παρυφεί στα αριστερά (ου μην κι
εκτός) του ΚΚΡΟ, ασκώντας του κριτική από τέτοιες τίμιες θέσεις. Κλείνει η ιστορική
παρένθεση.
Και το βασικό πρόβλημα είναι πως όσο ο λαός (ακόμα κι εμείς
ως ένα βαθμό) σκέφτεται με τέτοιους όρους του παρελθόντος το μέλλον του, όχι
για να διδαχτεί από την πείρα του και να το ετοιμάσει διαφορετικά, χωρίς τα ίδια
λάθη, αλλά με όρους καθαρής νοσταλγίας, τόσο θα το βλέπει να γλιστρά μέσα από
τις ανοιχτές παλάμες του, που θα στρέφονται στο κεφάλι του, για να το μουντζώσουν,
σαν τους αγανακτισμένους.
Και μια μηχανή που θα μας πήγαινε στο 2045, δεδομένου ότι
τα πράγματα θα είχαν μείνει όπως και τώρα, θα μας επέτρεπε να δούμε μια Ελλάδα
με λαό εξαθλιωμένο, εθνική σύνταξη στα διακόσια ευρώ (αν φυσικά καταφέρουμε τον
εθνικό στόχο να παραμείνουμε στο ευρώ), και τον εργασιακό μεσαίωνα να γελά
ειρωνικά στην ιδέα μιας επιστροφής στο μέλλον (και την κοινωνία του μέλλοντος
που προσπάθησαν να οικοδομήσουν κάποιες χώρες).
Γιατί αν θέλουμε να δούμε αλλαγές στη ζωή μας, χρειάζεται
πρώτα μια ριζική, πραγματική αλλαγή –με κατεύθυνση το σοσιαλισμό, όπως λέγαμε
στη δεκαετία με τις βάτες, σε έναν τελείως διαφορετικό διεθνή συσχετισμό, που
μόνο ο Λιγκατσόφ έχει μείνει να μας θμίζει. Ή μάλλον άμεσα συνδεμένη με την
προοπτική του, ως προϋπόθεση, όπως λέμε τρεις δεκαετίες μετά.
![]() |
Ακους ρε συ; Είναι αυταπάτη λέει ότι μπορούμε να γυρίσουμε πίσω το χρόνο... |