Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παπακωνσταντίνου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παπακωνσταντίνου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

Τα άλλα τρένα να περνούν

Λοιπόν, καμιά φορά υπάρχει κάτι νοσηρά ωραίο κι ακατανόητα λογικό στο να βλέπεις τη ζωή να φεύγει από μπροστά σου, τις ευκαιρίες να χάνονται, τα φύλλα στο ημερολόγιο να λιγοστεύουν, τα άλλα τρένα να περνούν κι εσύ θεατής, να τα παρατηρείς μέσα από ένα σπασμένο παράθυρο, σαν ηδονοβλεψίας, της ζωής των άλλων, της ζωής που δεν έζησες.

Σαν την εικόνα στις αθλητικές απονομές, όπου οι παίκτες της χαμένης ομάδας περνάνε μπροστά από το κύπελλο και απλώνουν το χέρι να αγγίξουν το ποθητό δισκοπότηρο που ξέρουν πως τελικά δε θα σηκώσουν. Ή ακόμα χειρότερα, το κοιτάζουν απλώς περίλυποι, ανήμποροι πια να το διεκδικήσουν, και δεν το ακουμπάν καν, σα να φοβούνται πως θα το σκοτώσουν με το ανάποδο άγγιγμα του Μίδα, κι ας είναι ήδη χρυσό κι άψυχο -συχνά πάνε μαζί αυτά τα δύο, συνήθως για τους ανθρώπους.

Ή σκέψου το έπαθλο να ήταν ανθρώπινο και να χορεύει μπροστά σου, ένα τραγούδι που σου αρέσει (ή σου αρέσει επειδή το χορεύει, ή βασικά δε θα σου αρέσει ποτέ ξανά πια), να σου γελάει ειρωνικά και μια γλυκιά ζήλεια να παραλύει το σώμα σου, τις κινήσεις σου, αλλά όχι το μυαλό σου, που είναι σε πλήρη εγρήγορση, προσηλωμένο, καταγράφει κάθε στιγμή, υλικό για μελλοντικές ονειροπολήσεις. Μια παράσταση μόνο για σένα, που μπορείς να τη δεις, να την απολαύσεις, αλλά δεν μπορείς να παίξεις σε αυτήν.
Ποτέ πριν μια ακινησία δεν έκρυβε τόση ένταση, μια αδυναμία τόση θέληση συγκεντρωμένη. Και μια απώλεια, που εκτυλίσσεται μπροστά σου αλλά δε λέει να φύγει, τέτοια παράξενη ομορφιά. Ένα είδος μαζοχισμού, σα να χάνεις στο αγαπημένο σου παιχνίδι.



Πολύ λίγα πράγματα μπορούν να συγκριθούν με αυτό το χορό της βροχής για τα μάτια σου ή την ψυχή εσωτερικά, που γίνεται ένα ρευστό κύμα, τη μια ρουφάει το θέαμα για να ξεδιψάσει και την άλλη νιώθει να βουλιάζει και να πνίγεται στο απωθημένο, στους χυμούς του ανικανοποίητου.
Μα δεν υπάρχει κανείς προφανής λόγος για όλα αυτά. Είναι κάτι που ξεπερνά τις δυνάμεις σου ή τη λογική, ακόμα κι αν μπορείς να το εξηγήσεις πολύ καλά στον εαυτό σου. Δεν είναι ηττοπάθεια, ούτε κάποια περίεργη εκδοχή υπαρξισμού, αλλά συνειδητή ολιγωρία, σαν αγκύλωση, όχι  όμως ιδεολογική.

Σαν την εξουσία, που ήταν στο πεδίο βολής μας και την αφήσαμε να πετάξει μέσα από τα χέρια μας, να την πιάσει άλλος κυνηγός, που θα μας αφοπλίσει. Κι είναι, όπως λέγαμε, νοσηρά ωραίο να ξέρεις ότι η νίκη ήταν μια ανάσα μακριά, υπήρχε ατμόσφαιρα, επαναστατική κατάσταση, το momentum, αλλά δεν τη φίλησες ποτέ. Και τώρα ψάχνεις να βρεις ποιος έφταιξε και έδωσε το φιλί του Ιούδα.

Ήμουν λίγος απόψε το ξέρω, δε βοήθησες καθόλου όμως κι εσύ...
Αν και εμείς ήμασταν πολλοί, συντριπτική πλειοψηφία και λίγοι ταυτόχρονα -διαλεκτική είναι αυτά- γιατί αν το θέλαμε όλα θα είχαν γίνει διαφορετικά. Αλλά η επανάσταση μπορεί να είναι το ίδιο (λογικά) ακατανόητη με τον έρωτα και να κάνει αυτό ακριβώς που περιγράφουν οι κλασικοί.
Να σηκωθεί, να ξαναπέσει, να ρίξει τον εχθρό της, να τον αφήσει να σηκώσει κεφάλι ξανά, κτλ...
Σα μοιραίος παίκτης, που μια στιγμή σημαδεύει την υστεροφημία του, αλλά κανείς δε γίνεται μοιραίος αν δεν είναι πραγματικά μεγάλος.

Έχει τουλάχιστον πλάκα, και σε παρηγορεί κάπως, να βλέπεις κάποιους να εκδηλώνονται εκ των υστέρων, υπό τη δικτατορία του αποτελέσματος, που μας εγκαταλείπουν για να μην κολλήσουν τη ρετσινιά του ηττημένου. Διαλέγουν πάντα το νικητή, σαν τα μικρά παιδιά, και σαν τον οπαδό που βρίζει τα αποκαθηλωμένα είδωλά του, για να τα αποθεώσει στην επόμενη νίκη, με την ψυχολογία του απατημένου εραστή, που βρίζει κι αυτός, με αντεστραμμένη αγάπη, τον παράφορο έρωτά του που τον πρόδωσε.
Αλλά χρειάζεται και ένα θεωρητικό μανδύα για να ντύσει ιδεολογικά τη στάση του, το χυδαίο, γυμνό εμπειρισμό του.

Δεν ήταν κάτι σπουδαίο εξάλλου ο αγώνας μας, κι ας πίστεψε προσωρινά το αντίθετο. Βλέπει τώρα ένα πουκάμισο αδειανό, εκεί που αντίκριζε πριν λαχταριστά στήθη, που ήθελε να τα μαλάξει και να θηλάσει τις ρόγες τους, σα σταφύλια, ενώ ήταν ξεκάθαρα κρεμαστάρια, ανάξια λόγου, ούτε καν αγουρίδες, για να πεις πως δεν είχαν ωριμάσει ακόμα οι συνθήκες, αλλά αγάλι κι έρχεται.

Αυτοί που βαριούνται να βλέπουν τα άλλα τρένα να περνούν, περνάνε στην άλλη όχθη, πέρα από τις ράγες, ρίχνουν μαύρη πέτρα πίσω τους και επιβιβάζονται στο πρώτο τρένο για άλλους προορισμούς, μα έχουν ξεχάσει πού ακριβώς θέλουν να πάνε και κάνουν μόνο Τρύπες στο νερό.

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

Κατηγορώ

Αντιγράφω από σχόλιο του σημερινού κυριακάτικου Ρίζου (που έχει, παρεμπιπτόντως, και ένθετο με μια αρκετά ενδιαφέρουσα απόφαση της ευρείας ολομέλειας της κετουκε για την ανασύνταξη του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος και την κομματική οικοδόμηση, αλλά δεν είναι της παρούσης μια πιο αναλυτική αναφορά επ' αυτού):

Ο εκπρόσωπος Τύπου του ΠΑΣΟΚ, αναφερόμενος στην επίθεση των ΜΑΤ «κατά των συνταξιούχων», την Παρασκευή -στην πραγματικότητα, κατά των εργαζομένων που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ και στα ταξικά συνδικάτα, τα οποία τόση αλλεργία προκαλούν (και) στο ΠΑΣΟΚ που ούτε να τα κατονομάσουν δεν θέλουν- έκανε την εξής δήλωση: «Χτες ο κ. Τσίπρας αγκαλιαζόταν και φιλιόταν με τους βιομήχανους στο Μέγαρο Μαξίμου, για να συμφωνήσουν στις άγριες περικοπές στο Ασφαλιστικό. Σήμερα έστειλε τα ΜΑΤ να δείρουν τους συνταξιούχους στο Σύνταγμα επειδή αντιδρούν σ' αυτές. Κατήφορος...». Οντως κατήφορος, αλλά όχι και να κάνει το ΠΑΣΟΚ την αθώα περιστερά. Το έργο αυτών συνεχίζει κατά γράμμα ο ΣΥΡΙΖΑ και στην αντιλαϊκή πολιτική υπέρ του κεφαλαίου και στην καταστολή. Τι να πρωτοθυμηθούμε; Από το ξυλοκόπημα των συνταξιούχων στο Μαξίμου επί Σημίτη μέχρι τη δράση των δυνάμεων καταστολής τα προηγούμενα χρόνια...
Το άκρον άωτο της τραγικής ειρωνείας και του ευτελισμού για την πρωτοδεύτερη φορά αριστερά, είναι πως κατάφερε να της βγει από τα αριστερά το μΠΑτΣΟΚ, της πιο άγριας κρατικής καταστολής και του εκσυγχρονιστικού ξύλου επί Σημίτη (αλλά και πιο πριν).
Τα ύστερα του (σάπιου, καπιταλιστικού) κόσμου...

Τώρα, στην ίδια λογική, θα μπορούσε να βγει πχ και η ΝΔ να καταγγείλει τη σκληρή, νεοφιλελεύθερη στροφή του Σύριζα, που της κλέβει τις θέσεις και το πρόγραμμα, για να δέσει το γλυκό. Και για κερασάκια θα βάλουμε μια ανακοίνωση του Ποταμιού, που θα καταγγέλλει τους χίπστερ και τη φασίζουσα, απολιτίκ νοοτροπία τους, κι άλλη μία της Χρυσής Αυγής, που θα στρέφεται ενάντια στους νεοναζιστικούς θύλακες εντός της αστυνομίας.

Θα βγει επίσης ο Σταθάκης να καταγγείλει τη φοροδιαφυγή και τις ψευδείς δηλώσεις στην εφορία, καθώς και τις ευθύνες της κυβέρνησης για την πλημμελή προστασία της πρώτης κατοικίας, που θα τον αφήσει με άλλα 37 σπίτια (σαν εκείνο το σκετσάκι του Χάρρυ Κλυνν, με την παραγγελία στο γκαρσόνι: βάλε και 39 τζατζίκια. Ψιτ που 'σαι; Κάντα 38, 39 ποιος θα τα φάει ναούμε*...)



Να καταγγείλει ο νέος πρόεδρος της ΝΔ τις άδικες απολύσεις του μνημονίου* κι ο Μητσοτάκης τους πολιτικούς που χρηματίζονται και φιλοδωρούνται από (γερμανικά και άλλα) μονοπώλια.

Να καταγγείλει ο Κουβέλης αυτούς που υπερβαίνουν τις κόκκινες γραμμές, ο Παπαδημούλης τον ευρωμονόδρομο, οι Κατσιμιχαίοι δύο ματάκια. Ο Λαφαζάνης αυτούς που σπέρνουν αυταπάτες για τις δυνατότητες μια αριστερής, αντιμνημονιακής κυβέρνησης κι η Ανταρσυα αυτούς που σπέρνουν αυταπάτες για το Λαφαζάνη.

Να βγει κι η κυβέρνηση να καταγγείλει τις μνημονιακές δυνάμεις και τα μνημόνια -αλλά αυτό το κάνει ήδη. Όπως το 'κανε και πάλι ο Χάρρυ Κλυνν (ποιος άλλος;) με τη φωνή του Ανδρέα, την άνοιξη του 89', με το σκάνδαλο Κοσκωτά.
Δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια παραμονής της κυβέρνησης των απατεώνων στην εξουσία. Γι' αυτό επιβάλλεται και η άμεση προκήρυξη εκλογών με την απλή και άδολη αναλογική.

Αυτός που το κάνει ακόμα καλύτερα όμως και βασικά με πιο φαιδρό τρόπο είναι ο Κατρούγκαλος, που, στη συνέντευξή του στην Καθημερινή, ζητάει από τον κόσμο να κατέβει μαζικά στους δρόμους, γιατί τα ίδια θέλουμε κι υποστηρίζουμε (κάτι που μοιάζει αρκετά από την ανάποδη με το όλοι μαζί τα φάγαμε). Άλλο πράγμα αν βάζουν τους ματατζήδες να χτυπάνε στο ψαχνό τους διαδηλωτές. Και οι Μπαλούρδοι κατά βάθος τα ίδια αιτήματα με εμάς έχουνε. Μην κρίνετε από μια-δυο εκατοντάδες άτυχες στιγμές. Εξάλλου έχει διαταχτεί κι ΕΔΕ για τα χημικά που έπεσαν προχτές.

Να βγει. Αυτά που υποστηρίζει ο κόσμος στους δρόμους είναι αυτά που υποστηρίζω και εγώ. Αναδιανομή, υψηλότερες συντάξεις... Κι εγώ για αυτά προσπαθώ να διαπραγματευτώ με τους Θεσμούς. Προσπαθώ όμως να ισορροπήσω ταυτόχρονα ανάμεσα στην ανάγκη να έχει το συνταξιοδοτικό σύστημα αυτά τα χαρακτηριστικά και να τιθασεύσω τα ελλείμματα που υπάρχουν. Και η βασική μας διαφορά με τους προηγούμενους είναι ότι η δική μου μεταρρύθμιση είναι αναδιανεμητική και κοινωνικά μεροληπτική για τους ''από κάτω''.
Κι όσο σκέφτομαι τι παπά είχαν φάει κάποιοι μαζί του μετά από μια τηλεοπτική εμφάνισή του στον Πρετεντέρη (όπου εξηγούσε τα αυτονόητα για το ρόλο της βίας), αλλά και πόσο άλλαξε με τον καιρό η στάση που είχαν απέναντί του τα παπαγαλάκια των κυρίαρχων ΜΜΕ,

Σε άλλες μικρές ιστορίες.
-*Σήμερα γίνεται ο "κρίσιμος" δεύτερος γύρος των εσωκομματικών εκλογών της ΝΔ (ναούμε), αλλά ο Χατζηνικολάου έχει κλεισμένο από τώρα για αύριο ως καλεσμένο το Βαγγέλα. Ξέρει κάτι που δεν ξέρουμε εμείς και δεν μπορεί να το πει ανοιχτά;

-Με αφορμή την υπόθεση φοροδιαφυγής του Παπακωνσταντίνου (χωρίς καμία απολύτως διάθεση υπεράσπισής του) και την υστερία των φιλελέδων στα ΜΚΔ (μέσα κοινωνικής δικτύωσης), έχω μια ειλικρινή απορία. Αυτοί δεν είναι οι νόμοι της ελεύθερης οικονομίας που υπερασπίζεστε; Και εσείς δε λέτε (σεις δεν είστε, που λέει κι ο Παφίλης) πως ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό;

-H παρακάτω φωτό είναι από το προχτεσινό σκηνικό στα λουλουδάδικα, με πρωταγωνιστή το χαλυβουργό Σιφωνιό, και θα μπορούσε να έχει λεζάντα: στη γροθιά του Σούπερμαν ή κάτι αντίστοιχο. Σε κάθε περίπτωση είναι ότι πιο κοντινό μπορώ να φανταστώ σε σκηνή από το Αστερίξ και μάχη με τους Ρωμαίους.

Καταταγείτε μας έλεγαν
Υγ: προχτές η δίκη για το Ρϊχτερ και το βιβλίο του με τα επίμαχα αποσπάσματα για τη μάχη της Κρήτης, συνεχίστηκε με την κατάθεση του Μαργαρίτη και την κατ' αντιπαράσταση εξέτασή του με τον ιστορικό Λιάκο, που κατέθεσε έπειτα από πρόταση των συνηγόρων υπεράσπισης του Ρίχτερ. Οι οποίοι προσπάθησαν, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, να απονομιμοποιήσουν την κατάθεσή του με αναφορές στις πολιτικές του πεποιθήσεις και την κομμουνιστική του ιδεολογία!

Ιδού ένα απόσπασμα από το ρεπορτάζ τοπικού μέσου, που μπορείτε να το διαβάσετε ολόκληρο ακολουθώντας το σύνδεσμο (στο βουνό).

Γ. Μαργαρίτης: «Απολογητής του Ναζισμού ο Ρίχτερ»

Καταπέλτης για το επίμαχο βιβλίο, τη στάση, το ρόλο και τις επιδιώξεις μέσω αυτού, του Χάινς Ρίχτερ, υπήρξε στη συνέχεια, κατά την πολύωρη κατάθεσή του, ο καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας του ΑΠΘ Γιώργος Μαργαρίτης, σε βαθμό που να εξοργίσει την υπεράσπιση του κ. Ρίχτερ και οι νομικοί του παραστάτες να επιχειρήσουν να απονομιμοποιήσουν την κατάθεσή του, με αναφορές στις πολιτικές του πεποιθήσεις και το ότι είναι «στρατευμένος» στη κομμουνιστική ιδεολογία (!), προκαλώντας την έντονη αντίδραση του Γιώργου Μαργαρίτη.

Ο κ. Μαργαρίτης αποδόμησε την επιστημονικότητα του Χάινς Ρίχτερ, καθώς όπως είπε πρόκειται για δήθεν έρευνα, από ένα άνθρωπο που ουσιαστικά εμφανίζεται ως απολογητής του Ναζισμού. «Κάνει μία στρατευμένη προσπάθεια να δικαιολογήσει εγκλήματα των Ναζί και δεν ενδιαφέρεται για την ιστορική αλήθεια, την έρευνα και την ιστορία». Κάνει, είπε ο κ. Μαργαρίτης για τον Ρίχτερ, «προπαγάνδα των ναζιστικών ιστορικών θέσεων και δημιουργεί έτσι τις προϋποθέσεις μίσους».

Ταυτόχρονα ο κ. Ρίχτερ, «με τις αναφορές στους αλεξιπτωτιστές του γερμανικού Στρατού, κατά τη γερμανική εισβολή και τη Μάχη της Κρήτης, εμφανίζεται να έχει επιρροές και από το ιστορικό ρεύμα του ρομαντικού μιλιταρισμού και για αυτό μας εμφανίζει τους τότε Γερμανούς αλεξιπτωτιστές περίπου ως «ιδεαλιστές»».

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015

Όλοι οι αστοί κρεμασμένοι

-Ταξικό χιπ-χοπ σημαίνει;
(...;)
-Ρεμπέλιον κονέξιον σημαίνει;
(Ο Άρης δεν πεθαίνει; -Όχι).
-Όλοι οι αστοί κρεμασμένοι!
Τι έγινε ρε παιδιά; Πότε το αγκαλιάσαμε έτσι ασφυκτικά το καινούριο στη μορφή και μου ξέφυγε εμένα;

Την πρώτη μέρα στο Φεστιβάλ πρέπει να πας από νωρίς για αναγνώριση, να το γυρίσεις με την άνεσή σου, να τσεκάρεις πως όλα είναι όπως τα είχες αφήσει, να τα μαρκάρεις ξανά για του χρόνου, να αναλογιστείς τι έχει αλλάξει μες στο χρόνο που πέρασε.
Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα πεντέμισι μένουν.
Μα τότε τι ψηφίζουν όλοι αυτοί που συρρέουν κατά χιλιάδες κάθε χρόνο στο Φεστιβάλ;
-Γεια σου ρε Βασίλη, ζήτω η αναρχία! Φωνάζει πίσω μας ένας σουρωμένος πενηντάρης στη συναυλία του Παπακωνσταντίνου.
Ό,τι πεις μεγάλε, αλλά να σε δούμε κι από βδομάδα στο δρόμο, ε;

Ξέρω κάτι επαναστάτες που δε δούλεψαν ποτέ
Κι αν τους ρωτήσεις τι φταίει, θα σου πουν: το Κουκουέ

Φαντάσου δηλ να βλέπαμε σε κάθε πορεία ή έστω την άλλη βδομάδα τόσο κόσμο και στους δρόμους (κι ας μη μας ψηφίζει). Και δε σου λέω για την τρίτη μέρα, που γίνεται ο απόλυτος πανικός, αλλά για τον κόσμο της πρώτης (που λιγοστό, μια φορά, δεν το λες). Που μπορείς ακόμα να βρεις σήμα, καρέκλες, μικρές ουρές στα ταμεία, να κινηθείς με σχετική άνεση απ’ τη μία σκηνή στην άλλη. Κάτσε τώρα που μπορείς, γιατί αύριο θα το αναζητάς και δε θα το ‘χεις...

Πρώτα τελείωσαν τα σουβλάκια. Δε μίλησες, γιατί ήσουν μπουκωμένος με ένα κεμπάπ στο στόμα. Ύστερα μας τελείωσαν οι καρέκλες. Δε μίλησες, ούτε τότε, γιατί χτυπιόσουν στους Ρεμπέλιον Κονέξιον. Κι όταν βρήκες την παρέα σου και είπατε να καθίσετε και να τα πείτε, δεν είχε μείνει καμία καρέκλα και κανένα σουβλάκι να σε παρηγορήσει.
Παρεμπιπτόντως, το Φεστιβάλ είναι από τα λίγα μέρη στην Αθήνα, όπου το σουβλάκι είναι σουβλάκι, το καλαμάκι πουρουφάν, και δε χρειάεται διερμηνέας για την παραγγελία.

Κι ας λένε πως το χιπ-χοπ δεν έχει ιδεολογία
Έχουμε όμως εμείς και τελειώνει η ιστορία

Την πρώτη μέρα του Φεστιβάλ πρέπει να πας από νωρίς, για να σταμπάρεις τι καινούριο παίζει φέτος, σε σχέση με άλλες φορές. Έχουμε και λέμε:
-ότι η νεανική σκηνή γύρισε ανάποδα, για να μην σκοντάφτουν οι νότες της στους ήχους της κεντρικής, κι αντίστροφα.
-ο στρατηγικός ελιγμός των ταξικών λουκουμάδων της οργάνωσης, που έστησε και δεύτερο πάγκο στην είσοδο της λαϊκής, απ’ όπου μπαίνει κι ο κύριος όγκος των επισκεπτών Από τη λεωφόρο Δημοκρατίας, σε μια πολιτεία-μικρογραφία του σοσιαλισμού. Ειδυλλιακό σαν τη θεωρία των σταδίων.


-Τα κόκκινα, ταξικά καπελάκια που φορούσαν οι ζαχαροπλάστες σύντροφοι.
-Τα panoladas, κάτι σαν καουμπόικα μαντίλια, και το λεύκωμα για τα εκατό χρόνια του Κκε που πωλούνταν στους πάγκους της οργάνωσης.
-Το παιχνίδι γνώσεων (Quizdom) που στήθηκε στο μαθητικό στέκι, όπου η ηττημένη ομάδα έπρεπε για τιμωρία να βγάλει σέλφι με τη Ζωή Κωνσταντοπούλου να λέει: τι είπατε;
Παράδειγμα: Κατηγορία celebrities.
Πού τραγούδησε φέτος ο Νότης Σφακιανάκης;
Α. Στο φεστιβάλ της Χρυσής Αυγής;
Β. Στο κλαμπ Δύο Τρομάρες;   Γ. Στο Χλωρό κλαρί;
Η σωστή απάντηση ήταν το Βήτα.

-Η υποβλητική έκθεση (που είχε κι ένα διαδραστικό τμήμα, δίπλα στη νεανική σκηνή) για τους ήρωες της ταξικής πάλης και του ΚΚΕ, την αυτοθυσία και την αυταπάρνησή τους, τις αντοχές τους στους τόπους εξορίας και βασανιστηρίων. Δεν ήταν ένας μα χιλιάδες.
Ξεχώρισα ένα γραπτό απόσπασμα από έργο του Κ. Μπόση για ένα μελλοθάνατο που δε θα υπέγραφε καμία δήλωση, γιατί: τι θα παραλάβει ο χάρος; Αγωνιστή ή πτώμα;
-Κάποια άλλα αξιοσημείωτα, από το χώρο της Διεθνούπολης, θα χωρέσουν στην αυριανή ανάρτηση.

Αν κάνεις αφαίρεση, η πρώτη μέρα του Φεστιβάλ είναι ίσως η λιγότερο ενδιαφέρουσα, κάτι σαν ζέσταμα για τις υπόλοιπες, γι’ αυτό μπαίνει συνήθως ο Παπακωνσταντίνου, να τραβήξει μαζί και τους πιστούς του. Αλλά η πρώτη μέρα έχει πάντα το δέος και τον ενθουσιασμό της πρώτης φοράς (αριστερά), σαν την πρώτη μέρα στο σχολείο. Γι’ αυτό πρέπει να πας νωρίς, να προμηθευτείς τα βιβλία σου από τη Σύγχρονη Εποχή ή να σημειώσεις απουσίες, σαν το σπασιλάκι της τάξης. Και δεν είναι τυχαίο που το Φεστιβάλ γίνεται συνήθως το Σεπτέμβρη, που ανοίγουν τα σχολεία και τα παιδιά είναι (ακόμα) ενθουσιασμένα. Εκτός από κάποιους 30άρηδες βετεράνους της ταξικής πάλης και της Σπουδάζουσας, που κάνουν προσκλητήριο στην κλάση τους και βγαίνουν κάθε χρόνο και λιγότεροι, αν και το Φεστιβάλ είναι κάτι σαν ετήσια συνάντηση παλιών συμμαθητών, για τους πιο πολλούς. Δε θέλουμε θλιμμένους στο Φεστιβάλ μας, χρειάζεται όμως μια συγκρατημένη μελαγχολία για να αντισταθμίσουμε τον παιδικό ενθουσιασμό κάποιων συντρόφων στο τουίτερ, που έφεραν το #festival_kne μέχρι την κορυφή των θεμάτων προς συζήτηση (λες να ‘χουμε μηχανισμό και να μην το ξέρουμε;) με ατάκες του τύπου: «πω-πω, πρόγραμμα! Πού θα πρωτοπάμε...!»

Εμείς λοιπόν πήγαμε πρώτα στον Παφίλη και τη συζήτηση “who is the world?” –«εμείς είμαστε οι εργάτες, φτιάχνουμε εμείς τη λευτεριά»- από την οποία κράτησα τα σχόλια για την όξυνση των ανταγωνισμών στη Συρία, όπου οι Ρώσοι έχουν το τελευταίο πέρασμα στη Μεσόγειο και οι Αμερικάνοι (που ελέγχουν ήδη τα πετρέλαια του Ιράκ) θέλουν να βάλουν στο χέρι τα κοιτάσματα της Συρίας και να εξασφαλίσουν αποθέματα για μερικές δεκαετίες· την αποστροφή για τον καπιταλισμό που δεν μπορεί να δώσει λύσεις, γιατί δεν είναι απλά άρρωστος, αλλά σάπιος· και για τη γενική κατάσταση που θυμίζει αρκετά την εικόνα που επικρατούσε λίγο πριν το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου.
-Έτσι δεν είναι Ελισαίο; Ρώτησε και το Βαγενά, που ήταν στο ακροατήριο.
Το μόνο κακό είναι πως οι συζητήσεις πέφτουν όλες μαζί την ίδια ώρα. Έτσι ήταν αδύνατο να ακούσουμε τι έλεγε την ίδια ώρα στο εργατικό στέκι η Κροκίδου για την οργάνωση της αλληλεγγύης στους μετανάστες.

Κάναμε ένα σύντομο πέρασμα από τους String Demons στην κεντρική, που ήταν ίσως η πιο ενδιαφέρουσα καλλιτεχνική πρόταση της βραδιάς, και φύγαμε για τη νεανική, για να δούμε τους Ρεμπέλιον Κονέξιον και τη συναυλία τους, που είχε ως πιο καλτ στιγμή, τα ποζεράδικα καπονογόνα σε ένα τραγούδι που μιλούσε για τους καπνούς στα προάστια και ως καλύτερη στιγμή το κλείσιμο, με το τραγούδι για τον Παύλο Φύσσα.
Ο Παύλος ζει, τσακίστε τους ναζί.



Το κλείσιμο της βραδιάς δεν περιελάμβανε νησιώτικα στη Λαϊκή αλλά ένα φόρο τιμής στον Παπακωνσταντίνου και τα τραγούδια που μας ανέθρεψαν σαν το μητρικό γάλα. Ένα στάδιο που άλλοι το ξεπέρασαν και τώρα το βλέπουν αφ’ υψηλού, σαν νεανικό τους σφάλμα, ενώ άλλοι μένουν κολλημένοι χρόνια στα ίδια τα λάθη και νιώθουν πως ο Βασίλης ακόμα «έχει τον έλεγχο των πιο κρυφών κυττάρων τους». Ό,τι πιο κοντινό στον Ελ Σιντ, που ακόμα και καρφωμένος σε ένα στύλο, σαν σκιάχτρο του εαυτού του, όσο κι αν σπάσει η φωνή του, θα μαζεύει πάντα ένα ποτάμι φανατικών οπαδών του. Και ίσως πρέπει το 18’, στα εκατό χρόνια του ΚΚΕ, να (του) κάνουμε μια αποχαιρετιστήρια συναυλία με τον Κροκίδη κι ύστερα να το βαλσαμώσουμε.

Σπάνε οι (φωνητικές) χορδές μου, σπάνε σα γυαλί
Μου χαρακώνουν ετούτη τη μπαλάντα.
Να, στη χαρίζω, θα ‘ναι η αμοιβή
Κάθε φορά που θα ερωτεύεσαι για πάντα

Κι αυτό το «για πάντα» χαρακτηρίζει μια σχέση έρωτα-ξενέρωτα, μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε, με το Βασίλη να πηγαίνει πχ στη συγκέντρωση του ΟΧΙ πριν από το δημοψήφισμα, αλλά να λέει «Όχι σε όλα τα μνημόνια» κι όχι πχ πως αγαπάει τον Τσίπρα, όπως η Βιτάλη. Γιατί είναι η ζωντανή ιστορία του Φεστιβάλ, και το Φεστιβάλ είναι γι’ αυτόν πια η καλύτερη σκηνή στην οποία μπορεί να παίξει, η πιο δροσερή και νεανική.

Όσο για το Θηβαίο, υπήρχε μια ισχυρή πιθανότητα να είναι ο πρώτος (;) καλλιτέχνης που θα αποδοκιμαζόταν στο Φεστιβάλ, αλλά πέρασε τελικά απαρατήρητος, ως τη στιγμή που μας αποχαιρέτησε: γεια σας σύντροφοι. Ε όχι και σφοι, Χρήστο, από πού κι ως πού σφοι;

Άλλοι νομίζανε πως ήμουνα μεγάλος

Κι από σπουργίτι θα γινόμουνα αετός

Δευτέρα 6 Απριλίου 2015

Κράτα ένα ψέμα για το τέλος

Το προηγούμενο διάστημα υπήρχαν αρκετές επετειακές αφορμές, που προσφέρονταν για διάφορους συνειρμούς αλλά πέρασαν αναξιοποίητες από την κε του μπλοκ κι είπα να τις μαζέψω σε ένα συγκεντρωτικό κείμενο, για να μην πάνε τελείως χαμένες.

25 ΜΑΡΤΗ: η προφανής κριτική-σάτιρα εστιάζει στην πρωτότυπη συγκατοίκηση ενός «αριστερού προοδευτικού κόμματος» με τον καμμένο, το έθιμο των παρελάσεων και τα εθνικιστικά συνθήματα των ειδικών δυνάμεων. Πρώτη φορά φασιστερά, όπως λένε και κάτι αναρχικοί στην πάτρα. Ναι αλλά εσείς οι σταλινικοί δεν έχετε δικαίωμα δια να ομιλείτε, γιατί και στη σοβιετική ένωση υπήρχαν παρελάσεις, κτλ. Ο κόκκινος στρατός τιμούσε βέβαια, μεταξύ άλλων, εκατομμύρια νεκρούς στη μάχη ενάντια στο φασισμό και δεν τραγουδούσε στα εμβατήριά του ότι θα πάρει την πόλη. Αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα.

Το ζουμί βρίσκεται στην επικαιροποίηση της επετείου. Πέρα από την κατάργηση του μνημονίου και των εφαρμοστικών του νόμων, που θα ‘ρθει με το κρίνο, χωρίς αίματα, σύγκρουση με την εε και άλλες τέτοιες εξαλλοσύνες. Η νέα κυβέρνηση θυμίζει έντονα τη θέση της ελληνικής αστικής τάξης στην επανάσταση του 21’, όπου εμφανιζόταν ως γνήσιος εκφραστής των απελευθερωτικών αγώνων, αλλά φοβόταν την αποφασιστική ενίσχυση του λαϊκού παράγοντα κι έτσι παρέμεινε σταθερά προσδεμένη στο λεγόμενο αστοτσιφιλικάδικο συνασπισμό εξουσίας, αναζητώντας μόνο κατά διαστήματα έναν πιο επωφελή συμβιβασμό. Μια ανάγνωση του (διαχρονικά επίκαιρου) σχετικού βιβλίου του κορδάτου για την κοινωνική σημασία της επανάστασης του 21’, ιδωμένη από μια σύγχρονη σκοπιά προσφέρει πολύτιμα εργαλεία και συμπεράσματα.

30 ΜΑΡΤΗ: Ο μπελογιάννης ζει μες στις καρδιές μας. Αλλά εκτελείται ξανά κάθε φορά που επιχειρούν να καπηλευτούν το όνομά του και να αντλήσουν πολιτική υπεραξία από τη θυσία του. Ιδίως όταν οι δράστες της καπηλείας παρουσιάζουν τους εαυτούς τους ως ηρωικούς διαπραγματευτές, που θέλουν να φέρουν αλλαγές και βελτιώσεις, αλλά δνε τους αφήνουν οι μεγάλοι εταίροι τους. Περίπου όπως παρουσιάζει δηλ και τον πλαστήρα η ταινία «ο άνθρωπος με το γαρίφαλο»: είναι καλός, θέλει, προσπαθεί, προβληματίζεται, αλλά... δεν τον αφήνουν. Και ευτυχώς (για αυτήν περισσότερο) που δεν έχει να διαχειριστεί η τωρινή συγκυβέρνηση την καυτή πατάτα ενός κομμουνιστή πολιτικού κρατούμενου (με μεγαλύτερο ειδικό βάρος από τους αναρχικούς απεργούς πείνας) και τις πιέσεις κάποιου μεγάλου.. θεσμού. Γιατί, μπορεί να έχει δεμένα τα χέρια της (οικειοθελώς) και να μην μπορεί να προβεί σε μονομερείς ενέργειες για μισθούς και συντάξεις, αλλά δεν είχε κανένα ενδοιασμό να δώσει μερικά εκατομμυριάκια (τι ψυχή έχουν μωρέ;) για να ανακαινίσει κάτι μαχητικά αεροσκάφη και να τονώσει τις διεθνείς φιλίες της. Και πώς να χαλάσεις μετά χατίρι σε ένα φίλο;

31 ΜΑΡΤΗ: Από το παράθυρο του τρένου, όπως κατεβαίνεις προς αθήνα, κλέβουν την παράσταση οι χιονισμένες κορυφές του όλυμπου. Εκτός κι αν τον καλύπτουν σύννεφα καταιγίδας, οπότε βροντάει κι αστράφτει (η γκιώνα). Ή εκτός κι αν είναι 31 μαρτίου κι ο λογισμός τρέχει στην κωμόπολη στους πρόποδες του βουνού και το αστυνομικό της τμήμα, σε μια νύχτα εκλογικής αποχής. Κι ύστερα από κάποιες μέρες μαθαίνεις από το πρωτοσέλιδο της ανεπίσημης εφημερίδας της κυβερνήσεως (εφ-συν) πως το κουκουέ ξεμπερδεύει με τον ζαχαριάδη και το πρώτο γράμμα του. Οπότε φροντίζεις να πάρεις το πρωτότυπο, για να δεις την πραγματική πραγματικότητα.

Στα επίσημα κείμενα του ΚΚΕ (5ος τόμ. 1940-1945) περιέχεται μόνο το Α’ γράμμα του Ν. Ζαχαριάδη, ενώ το Β’ και το Γ’ περιλαμβάνονται στο Παράρτημα του ίδιου τόμου. Αυτός ο πολιτικά λαθεμένος διαχωρισμός θα αρθεί σε νέα έκδοση του συγκεκριμένου τόμου.
Επί πολλά χρόνια στο παρελθόν το ΚΚΕ τοποθετήθηκε εκθειάζοντας το Α’ γράμμα του Ν. Ζαχαριάδη και αποσιωπώντας τα άλλα δύο ή κρατώντας αρνητική στάση απέναντι σε αυτά. Το 1956 και για ένα διάστημα μετά, η καθοδήγηση του Κόμματος, που είχε προκύψει από τη δεξι΄λα οπορτουνιστική στροφή της 6ης Πλατιάς Ολομέλειας (11-12 Μάρτη 1956), καταδίκασε τον Ζαχαριάδη για το Α’ γράμμα, στο πλαίσιο της γενικότερης καταδίκης του επί 25 χρόνια ΓΓ της ΚΕ. Αργότερα το ΚΚΕ, συνεχίζοντας να κατά αρνητική στάση στο Β’ και στο Γ΄γράμμα, τοποθετήθηκε εξολοκλήρου θετικά στο Α’ γράμμα, ενώ στην πράξη ακύρωσε την κατηγορία για συνεργασία του Ζαχαριάδη με τον ταξικό εχθρό.
Πριν 4 χρόνια το Κόμμα μας, όπως είναι γνωστό, με ειδική απόφαση της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ (16 Ιούλη 2011) αποκατέστησε επίσημα και πλήρως το Νίκο Ζαχαριάδη, ακυρώνοντας όλες τις πρηγούμενες κομματικές αποφάσεις εις βάρος του.

(Το ΚΚΕ στον ιταλλοελληνικό πόλεμο 1940-41, πρόλογος, σ. 12-13, εκδ. Σύγχρονη Εποχή).

Κι από το ίδιο, στη σελ 15.
Πολλά γράφονται από κατά καιρούς αποχωρήσαντες από το ΚΚΕ, διαγραμμένους λόγω συστηματικής και ομαδοποιημένης έκφρασης των διαφωνιών τους σχετικά με το Πρόγραμμα και τις θέσεις του Κόμματος, αλλά και σε κρίσιμα ζητήματα της ιστορίας του. Επιχειρώντας συνειδητά να σπείρουν την αμφισβήτηση και να υπονομεύσουν την πολιτική γραμμή του ΚΚΕ, ακριβώς επειδή επιδιώκουν μία πολιτική σύμπραξης με αστικές (σοσιαλδημοκρατικής χροιάς) δυνάμεις, επιδίδονται σε συκοφαντίες, όπως ότι το ΚΚΕ αποστασιοποιείται και βάλλει ενάντια στις ένδοξες στιγμές της ιστορίας του και της ΚΔ.
(...) Η προσέγγιση από το ΚΚΕ της ιστορίας του και συνολικά της ιστορίας του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος αντιμάχεται το μηδενισμό και τη λαθολογία που μετέρχεται ο ταξικός εχθρός και οι οπορτουνιστές. Ταυτόχρονα, αντιμάχεται και τον οπορτουνιστικό εξωραϊσμό που συνοδεύεται από αδυναμία και άρνηση εξαγωγής διδαγμάτων, χαρακτηριστικά που εκ των πραγμάτων επίσης βοηθούν τον ταξικό εχθρό.

1 ΑΠΡΙΛΗ: Οι ιδέες για πρωταπριλιάτικο κείμενο (το κυβερνητικό πρόγραμμα και τις προγραμματικές δηλώσεις) δεν κινδυνεύουν να καούν, θα είναι το ίδιο επίκαιρες και του χρόνου. Το ζήτημα είναι –όπως λέει κι ο τίτλος της ανάρτησης- να κρατήσουν ένα ψέμα για το τέλος. Γιατί με ψέματα τετραετία δε βγαίνει..


6ΑΠΡΙΛΗ: Όχι ντάξει, ας κλείσουμε με κάτι πιο σοβαρό μουσικά. Τριάντα χρόνια από τη συναυλία στο νέο φάληρο.


Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

Η πόλη ποτέ δεν κοιμάται

…γιατί η τηλεόραση μένει πάντα ανοιχτή στο σπίτι να νανουρίζει τους κατοίκους της και τις ανησυχίες τους. Και αν πας στα μουλωχτά να την κλείσεις, θαρρείς πως έχουν κάποιο κουμπάκι του μυαλού τους συνδεμένο και ξυπνάνε αυτόματα, μόλις τους στερήσεις το αφιόνι. Που αυτός είναι δηλ ο αντικειμενικός σκοπός, να τους αφυπνίσεις. Αρκεί να μην είναι για λίγο, ίσα-ίσα για να πάρουν ξανά το τηλεχειριστήριο, να την ξανανοίξουν και να αλλάξουν απλώς πλευρά. Πρώτη φορά αριστερά.


Θυμάμαι την προσμονή που μου δημιουργούσε ο τίτλος και η χρονολογία της ομώνυμης ταινίας (το εθνοσωτήριο 1984), το εναγώνιο ψάξιμο για να τη βρω, την αδιάφορη ιστορία και τον κακό ήχο της κόπιας, τις προσδοκίες που διαψεύστηκαν και την αποζημίωση από τη λευκή στολή του Βασίλη, με βαμμένα μάτια, να τραγουδά σε μια ντισκοτέκ το «άσε με να κάνω λάθος» -αξία ανεκτίμητη!


Την ξενιτιά του Καζαντζίδη την απορρίπτουμε από θέση αρχής, γιατί θεωρητικοποιούμε το φόβο μας για το άγνωστο ή γιατί την ταυτίζουμε ασυνείδητα με τη λιποταξία, μέχρι δηλαδή να βρεθείς κι εσύ στην ανάγκη να ρίξεις μαύρη πέτρα πίσω σου και να αρχίσεις ξαφνικά να ανακαλύπτεις και θετικά, για να διασκεδάσεις τις αμφιβολίες σου. Εσύ, που κάποτε δε συζητούσες καν να πας Εράσμους, όχι επειδή είναι πρόγραμμα της ΕΕ, αλλά γιατί έτρεμες μην χάσεις το χειμερινό εξάμηνο, με τις εγγραφές και το Πολυτεχνείο, ή το εαρινό με τις φοιτητικές εκλογές και την Πρωτομαγιά.

Οπότε μένουμε Ελλάδα. Και μας μένει να επιλέξουμε κάποιο από τα πάτρια εδάφη, εκείνο που θα μας κάνει να αισθανόμαστε λιγότερο ξένοι, σε σχέση με τα άλλα. Ας είναι κι ο Αϊ-Στράτης που λέει ο λόγος. Είναι κι αυτή μια ελληνική γωνιά. Κι όχι απαραίτητα η πιο τρομακτική, αν τη συγκρίνεις με κάποιες σύγχρονες περιπτώσεις.

Στην επαρχία μπορείς να ανακαλύψεις ξανά το χαμένο νόημα της ζωής, τη μυρωδιά του, τα φυσικά του χρώματα, χωρίς τα pixel της υψηλής ευκρίνειας και του αστιγματισμού, που σου χαρίζουν οι καινούριες οθόνες. Βρίσκεις κατανόηση, ζεστασιά (και ας σου λείπει καμιά φορά το Προδέρμ και οι ανέσεις της πόλης), την έμπνευσή σου που ήταν κρυμμένη κάτω από μια γκρίζα, επαναλαμβανόμενη μονοτονία. Μα πάνω απ’ όλα ανθρώπινους ρυθμούς, που δε δοκιμάζουν τα νεύρα και τις αντοχές σου, αλλά σε τοποθετούν εκ νέου στο επίκεντρο της δικής σου ζωής, αντί να τρέχεις όλη μέρα σαν τρελό ηλεκτρόνιο, μηχανικά, χωρίς να καταλαβαίνεις καν γιατί. Μόνο που αυτό μπορεί να σου φανεί σαν την κατάρα της ακινησίας, των πραγμάτων και της σκέψης που τα ακολουθεί σαν εποικοδόμημα, και εκείνων των πολιτικών συνειδήσεων που μένουν στάσιμες και ερημώνουν, σαν τα χωριά των γονιών μας.

Τίποτα όμως δεν είναι μονοσήμαντο. Εδώ μπορείς να βρεις ίσως πιο αγνές σχέσεις, αυθεντικούς ανθρώπους, μακριά από την αποξένωση και τη μούχλα της αστικής ιδιώτευσης, ζωντανούς κι ανοιχτούς, σε αντίθεση με τα μονόχνοτα, «ψαγμένα» στρείδια της πόλης, που δεν κρύβουν κανένα θησαυρό μέσα τους και λειτουργούν συχνά σαν κλειστά μοναχοπαίδια· που έχουν ανάγκη να μείνουν μόνοι τους, με τον εαυτό τους και με πράγματα που διαρκώς τον επιβεβαιώνουν, ενώ ακόμα κι οι πιο «ομαδικές» πράξεις τους καταλήγουν προσαρμοσμένες σε αυτή την «ανάγκη» και λειτουργούν ως συλλογικό της άλλοθι.

Αλλά αν έχεις μάθει να αυτοπροσδιορίζεσαι και να λειτουργείς ως πολιτικό ον, που επιβεβαιώνει έτσι ακριβώς την ανθρώπινή του υπόσταση και την ειδοποιό του διαφορά από άλλους ζωντανούς οργανισμούς, που δε νιώθουν την ανάγκη να μετασχηματίσουν το περιβάλλον τους και να αλλάξουν ριζικά τον κόσμο, νιώθεις πάντα μισός και ψάχνεις κάπως να καλύψεις το κενό. Κυνηγάς με το ντουφέκι πολιτικές εκδηλώσεις (αντί για άλλα μη πολιτικά όντα του δάσους) και ευκαιρίες για «πολιτικό-κινηματικό τουρισμό» στην πρωτεύουσα, όπου η μόνη ξεκούραση που προσφέρεται στο μάτι είναι όταν χάνεται το βλέμμα στο πλήθος της συγκέντρωσης ή κάποιου πανελλαδικού συλλαλητηρίου. Η πλατεία ήταν γεμάτη με το νόημα που ‘χει κάτι από τις φωτιές, που θα κουβαλάς μέσα σου να σε φωτίζουν, μέχρι να σωθεί η θύμησή τους απ’ το καντήλι του μνήμης μας.

Κι ύστερα (ύστερα, μα δεν υπάρχει ύστερα, τα ύστερα του κόσμου) από μια τέτοια ψυχική ανάταση, ξαναγυρνάς στη νηνεμία που σε πλακώνει σα νεκροταφείο, σχεδόν δε βρίσκεις λόγο να πας σε μια απεργιακή συγκέντρωση και να γίνουν πχ πενήντα οι σαράντα εννιά διαδηλωτές στην πόλη σου. Ε και τότε δε γίνεσαι απλά ένα με τη φύση, αλλά νιώθεις να αποσυντίθεσαι σαν πολιτικό πτώμα, για να γίνεις στην καλύτερη λίπασμα για τους επόμενους, αντί να ρίχνεις εσύ ο ίδιος το σπόρο της νέας ζωής, σαν ώριμο, συνειδητό τέκνο της οργής. Κι ας ξέρεις ενδόμυχα πως αν καταφέρεις να βάλεις την πρώτη σπίθα, εδώ υπάρχει πρόσφορο έδαφος για να εξαπλωθεί πιο γρήγορα η φωτιά.

Και στις πόλεις σύντροφε;
Τα όνειρά μου στην πρωτεύουσα με στείλαν
για να μιλάω πάντα χαμηλόφωνα
Με τους σκυφτούς ανθρώπους της, τα πλημμυρισμένα με όνειρα υπόγεια, τα ντουβάρια που σε πλακώνουν σαν απομόνωση και την οθόνη πάντα σε ρόλο άγρυπνου φύλακα, να αιχμαλωτίζει παρέες, συζητήσεις, δημιουργικό χρόνο, και τη φαντασία μας, με τα έτοιμα, προκατασκευασμένα πρότυπα.
Αλλά καταφέρνει να διασκεδάζει τη μοναξιά σου, με τους συντρόφους που σου χαρίζει απλόχερα, τις ομιλίες, τις εκδηλώσεις, τις παραστάσεις, τις προβολές, και το δικαίωμα να είσαι… εκλεκτικός, και να διαλέγεις σε τι απ’ όλα θα (πρωτο)πας.

Κι όπως θα τρως την ώρα σου στο μποτιλιάρισμα και στη θέση για το παρκάρισμα, που ενίοτε είναι πιο δυσεύρετη κι από θέση εργασίας, γιατί η πόλη ποτέ δεν κοιμάται (απλώς πάσχει από αϋπνίες και τους θορύβους της, σαν τρανταχτά ροχαλητά στο αυτί σου) θα έχεις όλο τον χρόνο να φιλοσοφήσεις για να καλμάρεις τα νεύρα σου, να σκεφτείς πώς θα είναι οι συγκοινωνίες στην κοινωνία του μέλλοντος και πώς θα λύσουμε τη βασική αντίθεση μεταξύ πόλης και υπαίθρου.

Αναδημοσίευση από το Ατέχνως

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Τίποτα καλύτερο

Φεστιβαλικά Στιγμιότυπα – το δεύτερο ημίχρονο

Δε φαντάζεστε τι ωραία που είναι να τραγουδάς και να βλέπεις το σφυροδρέπανο απέναντι, είπε ο πασχαλίδης στο κλείσιμο της συναυλίας του {αν και την τρίτη μέρα που πήγαμε κι εμείς πιο μπροστά, προς τη σκηνή, είδαμε πως από εκεί που στεκόταν πρέπει να το 'βλεπε ανάποδα, σαν τροτσκιστικό, και πότε θα βρεθεί κάποιος εργατοσποριτης να μιλήσει επιτέλους έξω από τα δόντια για τα κακώς κείμενα και να στηλιτεύσει τα σημεία των καιρών, που μετά το 18ο συνέδριο...}. Και να συμπληρώσω σε αυτό το σημείο μίλτο πως δεν υπάρχουν πολλά πράγματα που να σε γεμίζουν και να σου αφήνουν μια τόσο γλυκιά αίσθηση, όπως η κορύφωση ενός τριήμερου φεστιβάλ -ιδίως αν έχεις την κατάλληλη παρέα, για να το χαρείς και να το εκτιμήσεις.

Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από τον ήχο του βινυλίου -ο ραφαηλίδης λέει εν είδει αστικού μύθου πως αυτή ήταν περίπου η επίσημη θέση των σοβιετικών και γι' αυτό δεν ανέπτυξαν ποτέ την τεχνολογία των ψηφιακών δίσκων- γι' αυτό και βρήκαν ίσως μια θέση στην άκρη ενός πάγκου -αυτού με τα παλιά μίκυ μάους. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο προλεκάλτ από το να παίζει από τα μεγάφωνα το hell's bells των ac-dc, για να προαναγγείλει την εμφάνιση του δημουλά, ένα λεπτό αργότερα, λες και ήταν ροκ σταρ ή ποδοσφαιριστής της σεντ πάουλι -οι οπαδοί της οποίας έχουν ένα αντιστοιχο τελετουργικό στην αρχή κάθε (ταξικού) αγώνα. Όπως επίσης δεν υπάρχει καλύτερος εκφωνητής από το σφο στη νεανική σκηνή, που ενημέρωνε το κοινό για τις θέσεις του συνεδρίου της οργάνωσης, με παχύ σίγμα και την πιο ενθουσιώδη φωνή που έχω συναντήσει σε αντιστοιχο πόστο, κατευθείαν για το άσπρο φορτηγάκι της κοα.

Δεν υπάρχουν πιο αντιφατικά συναισθήματα απ' αυτά που σου αφήνει μια συναυλία του παπακωνσταντίνου. Κάποια ζεστή βραδιά σε ένα στρατόπεδο, άκουσε(ς) να φαλτσάρει η μουσική του, να σπάνε οι χορδές του -μαζί με τη φωνή του- σα γυαλί (που ούτε η κιθάρα του κροκίδη δε θα μπορούσε να ξανακολλήσει). Πιάνεις τον εαυτό σου να φοβάται μη τυχόν πει ο βασίλης το “φοβάμαι” και το σκοτώσει στα γεράματα σαν πατροκτόνος. Πιάνεις το βασίλη, σκιά του εαυτού του, να κερδίζει δευτερόλεπτα κοντά μας, με μικρά τεχνάσματα, για να αντέξει λίγο παραπάνω. Κι ακούς το θυμόσοφο sniper να λέει πως μόνο όταν έχεις γεροντοπαλίκαρα να χτυπιούνται και μπόλικα ορχηστρικά να τους ξεκουράζουν, μπορείς να πεις με σιγουριά πως έχεις δει μια κλασική ροκ συναυλία.

Ακούς αμήχανα τα “πολιτικά μηνυματα” στα σχόλια και τα τραγούδια του. “Χαίρε υπουργέ, γαμώ τα υπουργεία σας” και “δε ζητάμε ελεημοσύνη, αλλά δικαιοσύνη” (σσ: απ' τις μεγάλες δυνάμεις) πριν μας τραγουδήσει το νοητό ήλιο της). Την επικαιροποίηση της πρέβεζας (ίσως έρχεται ο περιφερειάρχης) και του god bless america, όπου πρόσθεσε φέτος και το uber alles deutchland, γιατί πάνω απ' όλα είμαστε και αντιμερκελισταί. Και τις αναμνήσεις του από το πρώτο φεστιβάλ, σαράντα χρόνια πριν, μόνο που τα φεστιβάλ ξεκίνησαν το 75' (το 74' μόλις βγαίναμε από την χούντα). Κι είναι όπως το μιλένιουμ, που κανονικά ήταν την πρωτοχρονιά του 01', εκτός κι αν πεις πως υπήρχε έτος μηδέν, που όμως δεν (...)

Κάνεις όμως μια αφαίρεση απ' τη δική σου απογοήτευση (που σημαίνει τουλάχιστον ότι προϋπήρχε κάποτε γοητεία, που θα την κρατήσουμε ως παντοτινή ανάμνηση) και βλέπεις τον κόσμο, που είναι περισσότερος από κάθε άλλη φορά, τουλάχιστον από αυτές που έχεις προλάβει (ένας σφος μας είπε κάτι για 18 χιλιάδες εισιτήρια μόνο την τρίτη μέρα, αλλά δεν ξέρω αν είναι γκαραντί η πληροφορία). Όπως λέει κι ένας (άλλος) σφος: εντάξει εμείς τον καλούμε κι έρχεται, αυτοί δεν καταλαβαίνω τι του βρίσκουν κι έρχονται να τον δουν.. Κάνεις μια βόλτα (με βήμα σημειωτόν και μετ' εμποδίων) στον χώρο και βλέπεις κόσμο υπνωτισμένο, εκστασιασμένο, γονείς που χορεύουν αγκαλιά με τα μικρά τους και τους τραγουδάνε το μαύρο γάτο, άλλους που χορεύουν ενώ περιμένουν στην ουρά για τις χημικές τουαλέτες, τους σφους στους λουκουμάδες που συντονίζουν ρυθμικά τις κινήσεις τους με τη μουσική και διέκοπταν σε καθε ρεφρέν την εξυπηρέτηση, για να γυρίσουν προς τη σκηνή και να χειροκροτήσουν.

Μπορεί ο παπακωνσταντίνου -που ένας είναι, σαν το κόμμα- να παρακμάζει και να εκφυλίζεται ραγδαία, σαν το κίνημα, αλλά έχει γαλουχήσει γενιές ολόκληρες, που ζούνε για να τον ακούνε. Και σκέφτεσαι στο τέλος της βραδιάς πως είναι κάπως σαν το παραδοσιακό κομμουνιστικό κίνημα που γνωρίσαμε στον εικοστό αιώνα, με στραβά κι αδυναμίες -που κάποιοι ερμηνεύουν ως ξεπούλημα και το απορρίπτουν, για να βολευτούν με ανεκδιήγητα υποκατάστατα- αλλά παραμένει αξεπέραστο, μέχρι να έρθουν τουλάχιστον ο παπακωνσταντίνου κι οι επαναστάσεις του εικοστού πρώτου αιώνα.

Δεν υπάρχει επίσης τίποτα καλύτερο από το να κάθεσαι μετά το τέλος των συναυλιών στη λαϊκή ή το κουβανέζικο για αποτίμηση με τους σφους (εφόσον δεν έχουν χρέωση) και να βλέπεις τον κόσμο να μη φεύγει με τίποτα και να διαδηλώνει σιωπηρά ζητώντας βασικά “κι άλλο”, να κρατάει περισσότερο το πρόγραμμα, για να το χορτάσει. Δεν υπάρχει τίποτα πιο συγκινητικό από το να βλέπεις το στρατευμένο κασούρα να αγνοεί τα σύννεφα και να συνεχίζει απτόητος μετά τη σύντομη ψιχάλα (έτσι για το έθιμο) μέχρι τελικής ηλεκτροπληξίας. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο γόνιμο πολιτικά από το να συγκρίνεις με τους χαμουτζήδες σφους το φεστιβάλ το δικό μας με της αθήνας. -Ναι αλλά εμείς έχουμε πιο φτηνό εισιτήριο -Ναι αλλά εμείς έχουμε πιο ταξικούς λουκουμάδες, όχι από πλανόδιους..

Γενικά δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από ένα φεστιβάλ της οργάνωσης. Και τίποτα μεγαλύτερο από την προσμονή για το επόμενο..

Πατρινό υστερόγραφο

Θα ήθελα να προλάβω ζωντανός, τουλάχιστον, ένα Φεστιβάλ που δε θα γίνει στο καπιταλιστικό περιβάλλον αλλά σε ανθρώπινο. Και επειδή είμαι 45... Τρέχουμε...

Τάδε έφη ζαραλίκος, στο ριζοσπάστη
Και του ευχόμαστε ολόψυχα να το προλάβει. Αλλά αν κι εφόσον (στην απίθανη περίπτωση που) δεν.. μπορεί να βολευτεί με υποκατάστατα και να πάει και στο φεστιβάλ της κόκκινης πάτρας, όπου κι εκεί πρέπει να έσπασε κάθε ρεκόρ προσέλευσης, καθώς οι ουρές ήταν ατελείωτες. Και κράτησαν ψηλά την προλεκάλτ σημαία, φέρνοντας δύο καλλιτέχνες που ήταν πέρσι σε τηλεοπτικό ριάλιτι, αλλά στάθηκαν λέει στο ύψος των περιστάσεων. Κατά τα άλλα, η γλυκερία αφιέρωσε τη δραπετσώνα στον πελετίδη, ενώ την πρώτη μέρα, ο μικρούτσικος σκέφτηκε πως, αφού δεν έχει ομιλία το πρόγραμμα, μπορεί να βγάλει αυτός μία δική του, ανάμεσα στα τραγούδια του.

Άντε και του χρόνου ακόμα περισσότεροι..

Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

Βασίλης ή Θανάσης

Όσοι (ζούνε για να) τους ακούνε, αναφέρονται σε αυτούς με το μικρό τους όνομα, σα να ‘ταν μέλη της παρέας, που δεν χρειάζεται κάτι άλλο για να καταλάβει και να βγει συνεννόηση. Τι γίνεται όμως αν βρεθούν όλοι μαζί σε μια ανάμικτη παρέα και πει κάποιος ουδέτερος «μου αρέσουν τα τραγούδια του παπακωνσταντίνου»; Ποιον από τους δύο εννοεί; Πώς είναι δυνατόν να μην ακούει το δικό μας και να εννοεί τον άλλον; Και ποιος ακριβώς είναι ο δικός μας;

Τα γούστα είναι προφανώς υποκειμενικά. Αλλά αν προσπαθήσουμε να μιλήσουμε με αντικειμενικούς όρους, δε νομίζω πως μπορεί να σταθεί οποιαδήποτε σύγκριση. Πάρε για παράδειγμα με ποιους καλλιτέχνες έχει συνεργαστεί ο καθένας. Ο βασίλης έχει τραγουδήσει μεταξύ άλλων θεοδωράκη, λοΐζο, μικρούτσικο, άσιμο, chris de burg αν θες ακόμα σε διεθνή κλίμακα. Η πιο γνωστή συνεργασία του θανάση είναι με τον (έλεος!) σαββόπουλο, ενώ κορυφαία στιγμή του, για μένα, είναι ότι έγραψε τους στίχους για το μαύρο γάτο και το λεγεωνάριο του βασίλη –που είχε γράψει και τη μουσική σε αυτά τα δύο. Ο οποίος όμως έχει πει ακόμα στίχους από τριπολίτη, αλκαίο, καββαδία, καρυωτάκη, νικολακοπούλου –κι αφήνω απέξω πόσους ακόμα.

Όχι, δε ζούμε για να ακούμε το σημερινό βασίλη, αλλά τα παλιά του. Πέντε από τους δίσκους που βγήκαν στη δεκαετία με τις βάτες, από το «φοβάμαι» ως το «χορεύω», με ενδιάμεσους σταθμούς τη «διαίρεση», τα «χαιρετίσματα» και το «όλα από χέρι καμένα», μένουν αλύγιστα στον χρόνο κι αξεπέραστα, κατά τη γνώμη μου πάντα, στην ελληνική δισκογραφία. Ο βασίλης παπακωνσταντίνου παράκμασε σταδιακά τα τελευταία είκοσι χρόνια (κι απότομα από τότε που έπαψε να συνεργάζεται με τον κροκίδη) όπως όλες σχεδόν οι αξίες, τα ακούσματα και οι αναφορές, μουσικές και πολιτικές, της μεταπολίτευσης. Έζησε όμως σε αυτήν την περίοδο τα πιο ώριμα, δημιουργικά χρόνια του και εξέφρασε απόλυτα το μοντέρνο πνεύμα της, την πολιτική της ιδιαιτερότητα, το πάθος της και την πιο άγρια εκδοχή της που συνεπήρε κάθε νέο της εποχής. Ο θανάσης εμφανίζεται και τρυπώνει στο κενό που αφήνει αυτή ακριβώς η περίοδος κι η παρακμή των ιδανικών της.

Πολλά τραγούδια του βασίλη είναι σκοτεινά και μελαγχολικά –από τις πρώτες αίτιες αύξησης των αυτοκτονιών, όπως λέγαμε μεταξύ σοβαρού κι αστείου με μια φίλη- αλλά μιλάνε για την πολιτεία, τα στενά, τους θορύβους της, τις ανάσες και της ανησυχίες της. Ενώ οι δουλειές του συνεπώνυμου είναι το τραγούδι της ήττας, εκφράζουν την υποχώρηση και την αναχώρηση στο παρελθόν, στο χωριό και την παράδοση, βρίσκουν καταφύγιο σε καπηλειά και τεκέδες. Κατ’ επέκταση ο ήχος του βασίλη είναι βασικά ροκ (με στοιχεία χαρντ ποπ, όπως λέει το λαϊκό στρώμα), με μπάσα, σαξόφωνα και πλήκτρα, ηλεκτρικές κιθάρες που κλαίνε, άγριος και ρυθμικός σαν τον ήχο της πόλης. Ενώ αυτός του θανάση γεμάτος ούτια, λύρες και καλό ελαιόλαδο από την επαρχία, χωρίς να πιάνει όμως τα μηνύματα και την ποιότητα των «αγροτικών».

Ο βασίλης κοροϊδεύει εδώ και χρόνια τον κόσμο, πασχίζοντας θαρρείς να χαλάσει την υστεροφημία του με τις δουλειές που βγάζει. Οπότε το κείμενο αυτό μπορεί να θεωρηθεί κι ως μνημόσυνο σε ένα ημιτελή θάνατο, όπως έγραφε ένας άλλος μέγας βασίλειος, που ουσιαστικά έχει επέλθει προ πολλού, από καλλιτεχνική άποψη. Όπως μου λένε όμως οι οπαδοί του θανάση, κι αυτός έχει πολύ καιρό να βγάλει κάτι καινούριο που να δικαιώνει την προσμονή τους. Μπορεί βέβαια να κάνει πολύ καλύτερες συναυλίες, αλλά αυτό έχει να κάνει με την ηλικία και με το γήρας, που δεν έρχεται μόνο του. Και αν ήταν ροκ, δεν τον λυπάται, έγινε κιόλας εξήντα χρονών.

Αν το δούμε διαχρονικά όμως και πάρουμε την καλύτερη συναυλία που έχει κάνει ποτέ ο καθένας, οι συγκρίσεις είναι καταλυτικές –απ’ τον κόσμο που μάζευαν ως την ενέργεια και το πάθος που έβγαζαν. Οι παλιές συναυλίες του βασίλη ήταν πολιτικό-πολιτισμικό γεγονός, απ’ αυτές για τις οποίες θα άξιζε να κάψεις μία από τις τρεις ευχές σου, για να γυρίσεις πίσω τον χρόνο και να τις ξαναζήσεις –μαζί με τις πρώτες πολιτικές συναυλίες της μεταπολίτευσης. Άλλες εποχές θα μου πεις βέβαια, τότε τα στάδια γέμιζαν για πλάκα. Δε διαφωνώ πως είναι άδικη η σύγκριση, αλλά αυτό ακριβώς λέω και παραπάνω. Δες ποια εποχή εξέφρασε ο καθένας και πες μου πώς είναι δυνατόν να τις συγκρίνεις.

Αυτό μας δίνει την πάσα για να δούμε και μια τελευταία παράμετρο, που ‘χει να κάνει με το πολιτικό κομμάτι. Πονεμένη ιστορία και για τους δύο, και ας είναι κυρίως ο δικός μας (με την ευρεία έννοια) κόσμος που τους αγκάλιασε και τους ακολουθεί.

Ένα κοινό, τυπικό ίσως γνώρισμα που μπορεί να διακρίνει κανείς σε κάποια τραγούδια τους είναι το αδιέξοδο της ατομικής άρνησης και διαφυγής. Στο «άσε με να κάνω λάθος» ο βασίλης, που πάντοτε έπαιζε με τις τάσεις της πολιτικής μόδας και με τη (ντεμέκ ή μη) αναρχία, δε γουστάρει να σωθεί κι απαξιώνει τις «κατακτήσεις και τις μαζικές δομές», γιατί το βασικό είναι «πώς περνούν τη νύχτα με δυο φίλους σε ένα υπόγειο σκυφτό» και «η σύριγγα αδειάζει». Μια στροφή που ποτέ δεν τον πέτυχα να την τραγουδάει στα φεστιβάλ που πρόλαβα, σε αντίθεση με τον τζιμπουτιανό ουίλι και την άσπρη σκόνη που θα του δίνει ο θεός –αυτό παρεμπιπτόντως και παρενθετικά.

Πολλές φορές όμως η ατομική άρνηση βρίσκει στα τραγούδια του μια περίεργη συλλογική διέξοδο, πχ στο «για μένα τραγουδώ», όπου βρίσκει στους δρόμους κάποιους με μακριά μαλλιά και ξεκολλάει από το ερωτικό του απωθημένο. Αντίθετα με τον πιο γνωστό κινηματικό στίχο του θανάση, από το αερικό. Όσες κι αν χτίζουν φυλακές, κι αν ο κλοιός στενεύει, ο νους μας είναι αληταριό, που όλο θα δραπετεύει. Η λύση δηλ για να νικήσουμε τις φυλακές κι όσα μας κρατάνε δέσμιους είναι να γίνουμε ξωτικά, η πλήρης άρνηση της πραγματικότητας και μια φαντασιακή διαφυγή-απόδραση.

Κατά τα άλλα, αν θέλουμε να τους κρίνουμε με τους δικούς μας όρους (πολιτικής καθαρότητας όπως έχει επικρατήσει να λέγεται) πιθανότατα θα απογοητευτούμε. Ναι μεν τρέχουν κι οι δυο σε διάφορες συναυλίες αλληλεγγύης (ερτ και γιουγκοσλαβία είναι τα δύο πρώτα που μου έρχονται στο νου για το βασίλη), παράλληλα όμως έχουν κάνει αρκετές παρασπονδίες, όπως και όλοι σχεδόν οι καλλιτέχνες πρώτης γραμμής (ο βασίλης πχ έχει τραγουδήσει στα πλαίσια των ολυμπιακών για τον εθελοντισμό, αν θυμάμαι καλά, ενώ ο θανάσης, πιστός στη λογική «επιστροφή στη φύση» που βγάζουν τα τραγούδια του, έχει πάει στο φεστιβάλ των οικολόγων πράσινων!)

Σήμερα ο ένας βρίσκεται μάλλον κοντά στο επαμ του καζάκη κι ο άλλος κάπου κοντά στο αντάριζα, αλλά εμφανίζεται συχνά και στα φεστιβάλ του συνασπισμού. Κάποτε είχε δώσει μια συνέντευξη και στον οδηγητή, αλλά στη συλλογική συνείδηση είναι μάλλον καταχωρημένος στην άλλη πλευρά. Και αν ποτέ ερχόταν σε κάτι δικό μας, θα ήταν τόσο περίεργο, όσο και το να πήγαινε ο βασίλης σε κάτι άλλο πλην του φεστιβάλ της κνε. Γιατί κάθε πλευρά έχει, παρόλα όσα, το δικό της παπακωνσταντίνου
 Κι ο παπακωνσταντίνου κατά βάση ένας είναι, σαν το κόμμα κι αυτός, άσχετα αν τα έχουμε σπάσει τον τελευταίο καιρό


Υγ: το αρχικό σχέδιο ήταν να υπάρχει κι ένα δεύτερο μέρος από διαφορετική σκοπιά, ως αντίλογος στα παραπάνω, αλλά σκόνταψε κάπου στην πορεία και δεν προχώρησε. Ούτως ή άλλως περιμένω να εκδηλωθεί ισχυρός αντίλογος στα σχόλια και να καλύψει το κενό –χωρίς ωστόσο δυνατότητα δικής μου άμεσης ανταπάντησης, για τις επόμενες μέρες τουλάχιστον.

Τρίτη 24 Μαΐου 2011

Rocky IV

Απόψε το σταρ τσάνελ προβάλλει το Rocky V. Αλλά το καλό το έδειξε την προηγούμενη βδομάδα κι είναι το IV, νούμερο που παραπέμπει στη διεθνή των τροτσκιστών και τον αντιδραστήρα νο 4 του τσέρνομπιλ, που λύγισε στο σαμποτάζ και μάλλον ήταν κι αυτός τροτσκιστής, σαν το μάκη ένα πράγμα.

Η κε του μπλοκ προτρέπει τους σφους αναγνώστες, πριν συνεχίσουν να διαβάζουν την ανάρτηση, να πάνε δεξιά στην ετικέτα ιβάν ντράγκο, να πατήσουν πάνω της και να διαβάσουν τα προλεγόμενα αυτού του κειμένου. Για όσους βαριούνται να το κάνουν, μικρή σύνδεση με τα προηγούμενα.

Ο ρόκι μπαλμπόα είναι ο σταλόνε πυγμάχος, που νικάει μαύρους και σοβιετικούς. Ποιοι είναι όμως οι φίλοι μας οι σοβιετικοί;

Καταρχάς, ο ιβάν ντράγκο (προφέρεται ντρ-ράγκα στα ρώσικα). Δίμετρος αξιωματικός του κόκκινου στρατού, πραγματικό τέρας της φύσης, που δεν μιλάει πολύ (πέντε ατάκες όλες και όλες, μα καρδιά μικρού παιδιού και μια συγκλονιστική ερμηνεία) κι έχει το άγγιγμα του μίδα από την ανάποδη (γουάτ χι χιτς, χι ντιστρρόιζ λέει γι’ αυτόν ο νικήτα κολόφ). Στην πραγματική ζωή είναι ο ντολφ λούντγκρεν, σουηδός αθλητής, για τον οποίο ο αστικός μύθος μας λέει ότι συμμετείχε σε δύο ολυμπιάδες, τη δεύτερη πολιτογραφημένος ως αμερικάνος. Έκτοτε απολαμβάνει τα αργύρια της προδοσίας του στην άλλη όχθη του ατλαντικού.

Ο νικαλάι κολόφ, μέλος του πολιτ-μπιρό του κκσε, και κάτι σαν πολιτικός επίτροπος του ντράγκο, από την επιτυχία του οποίου εξαρτά την πολιτική του καριέρα. Μπρεζνιεφικός παλιάς κοπής, που βρίσκεται στο στόχαστρο του γκόρμπι και δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στη νέα σκέψη της περεστρόικα. Μετά το τέλος του αγώνα στη μόσχα και τον δεκάρικο λόγο του ρόκι περί αλλαγής, ο γκορμπατσόφ τον λοξοκοιτάζει άγρια και τον υποχρεώνει να σηκωθεί όρθιος και να χειροκροτήσει κι αυτός απρόθυμα την αλλαγή που έρχεται. Το πιο πιθανό είναι να έπεσε θύμα εκκαθάρισης στην 19η συνδιάσκεψη του 88’, μαζι με το λιγκατσόφ.

Η δυναμική και γοητευτική γυναίκα του ντράγκο (και σύζυγος του σταλόνε στην πραγματική ζωή) λουντμίλα. Αποδίδει στο σπανάκι την υπερφυσική δύναμη του συζύγου της και τραβά μια ηδονική τζούρα απ’ το τσιγάρο του κολόφ, όταν ο ντράγκο γρονθοκοπεί μέχρι θανάτου τον απόλλο κρηντ. Στη δύση συνηθίζουν να ψάχνουν τη γυναίκα που κρύβεται πίσω από κάθε άντρα. Σε αυτήν την περίπτωση, μάλλον ο ντράγκο κρύβεται πίσω από τη λουντμίλα. Σοβιετική γυναίκα νέου τύπου, έστω κι αν έχει επιρροές από τα δυτικά πρότυπα ομορφιάς (ξανθό αγορέ μαλλί της εποχής).

Γυρισμένη στις απαρχές της περεστρόικα κι εν μέσω ριγκανισμού, εν έτει 1985, η ταινία προσφέρει μια σειρά από συνειρμούς κι επίπεδα ανάγνωσης.
Η σοβιετική ένωση αποφασίζει να εισβάλει (οι σοβιετικοί πάντα εισβάλλουν, ποτέ δε μπαίνουν) στον χώρο της επαγγελματικής πυγμαχίας, σε μια έξοχη –και προφητική για την εποχή της- αλληγορία για τη διολίσθηση στο σοσιαλισμό με αγορά που έφερνε η περεστρόικα.
Η μαύρη φυλή βρίσκεται πάντα σε δεύτερο πλάνο, πίσω απ’ το λευκό που θριαμβεύει, αλλά ο νέγρος προπονητής του ρόκι αναβιώνει το θρύλο του φίσερ, και νικά στο σκάκι το ρώσο συνοδό τους στη σιβηρία. Τσεκ μέι μάι φρεντ.
Κι η αλλαγή είναι η λέξη φετίχ μιας δεκαετίας, που ξεκινάει με το πασόκ του ανδρέα και τελειώνει με τους ανέμους της αλλαγής των σκόρπιονς. Η άντρια ρωτάει κλαίγοντας το ρόκι: όλος ο κόσμος αλλάζει, εσύ γιατί δεν αλλάζεις; -Γιατί είμαι μαχητής, της απαντάει τσεκουράτα αυτός. Βλέποντας όμως τους σοβιετικούς να αλλάζουν στάση στο τέλος και να τον αποθεώνουν, τους λέει συγκινημένος: ιβ άι κεν τσέιντζ, δεν γιου κεν τσέιντζ. Κι έζησαν αυτοί καλά και μη χειρότερα.

Ας δούμε μερικές σκηνές ακόμα.
-Το έργο ξεκινάει με την κορυφαία κινηματογραφική απεικόνιση του ψυχρού πολέμου. Δύο γάντια του μποξ από αντίθετες κατευθύνσεις περιστρέφονται κι ετοιμάζονται για μετωπική σύγκρουση. Το ένα από αριστερά –όπως βλέπουμε τη δύση στον χάρτη- έχει την αστερόεσσα, ενώ το σοβιετικό είναι από δεξιά, γιατί εκείνη την εποχή είχε αρχίσει η πλήρης αντιστροφή των εννοιών κι οι συνεπείς μπρεζνιεφικοί παρουσιάζονταν ως συντηρητικοί, ενώ τα γκεσέμια της περεστρόικα ως ανανεωτές. Η μουσική ανεβάζει την αδρεναλίνη κι η υφήλιος περιμένει τη σύγκρουση με κομμένη την ανάσα.

Στον δεκάρικο λόγο του περί αλλαγής, ο ρόκι λεει στο κοινό της μόσχας πως είδε δύο ανθρώπους να σκοτώνονται μες στο ρινγκ, αλλά τουλάχιστον γλίτωσαν είκοσι εκατομμύρια. Ένας θρίαμβος της ειρηνικής συνύπαρξης, κι ένας σαφής υπαινιγμός για τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τους είκοσι εκατομμύρια νεκρούς της σοβιετίας. Αλλά όταν μιλάει γι' αυτό ένας αμερικάνος είναι σκέτη πρόκληση. Είναι σαν εκείνο τον συμπαίκτη του τζόρνταν, που είχε πει ότι θα θυμάται πάντα τη νύκτα που πέτυχαν μαζί με τον MJ 70 πόντους. Αυτός τον ένα κι ο τζόρνταν τους άλλους 69.

-Άλλη σκηνή με ιστορικό φόντο το βήτα παγκόσμιο. Ο ρόκι κάνει προετοιμασία στην παγωμένη σιβηρία κι ο στρατηγός χειμώνας τον σκληραγωγεί και του δίνει τη νίκη απέναντι στον ντράγκο με το κορυφαίο προπονητικό επιτελείο (που είχε ακόμα και κουβανό) και τον τεχνολογικό εξοπλισμό που θύμιζε την πολεμική μηχανή της γερμανίας. Κατά τη διαμονή του στη στέπα ο ρόκι αφήνει μουσάκι μπολσεβίκου κομισάριου, αλλά τη μέρα του τελικού είναι ξυρισμένος σαν καλός αμερικανός. Αν είχε πάει μερικά χρόνια πιο πριν, θα μπορούσε να συναντήσει και το νίκο ζαχαριάδη, ή κάποιον άλλο αντιφρονούντα. Αν και στην πραγματικότητα οι σκηνές αυτές γυρίστηκαν στον καναδά.

Ο σωματότυπος κι η προετοιμασία του ντράγκο, θυμίζουν γόνο της αρείας φυλής. Αλλά παρά τις σπόντες περί ολοκληρωτισμού, η ταινία δε μας ταυτίζει πλήρως με τους φασίστες. Ας μην ξεχνάμε ότι ο χίτλερ έφυγε ντροπιασμένος από το στάδιο μετά τα τέσσερα χρυσά του τζέσε όουενς, ενώ ο γκόρμπι μένει στο γήπεδο κι αναγνωρίζει ιπποτικά τη νίκη του μπαλμπόα.

-Την ίδια στιγμή που ο κεντρικός σχεδιασμός προβλέπει τόσες σπατάλες για την άρτια προετοιμασία του ντράγκο, το ρολόι της ιστορίας για το λαό της σιβηρίας είναι σταματημένο στο μεσαίωνα, στην εποχή του άροτρου και του αλόγου. Το τρένο της ετε δε διασταυρώθηκε ποτέ με τον υπερσιβηρικό. Έκανε στάση όμως στις ηπα και την οικογένεια του ρόκι, ο οποίος δώρισε ένα ρομπότ στον κουνιάδο του για να τον συντροφεύει και να του καλύψει το ερωτικό κενό. Καυστικό σχόλιο για την αποξένωση και τις αλλοτριωμένες ανθρώπινες σχέσεις στην αμερικάνικη κοινωνία.

-Με αυτά και με εκείνα, η εξωνημένη εργατική τάξη της δύσης μαγεύεται από τον καταναλωτισμό και στρέφεται ενάντια στο σοσιαλισμό που γνωρίσαμε και την έλλειψη ελευθερίας. Κλείνετε το λαό σας πίσω από τείχη και όπλα, λέει στον κολόφ ο κουνιάδος του ρόκι στη συνέντευξη τύπου για τον αγώνα της μόσχας. Στην πρώτη συνέντευξη τύπου, ο κρηντ που προπονείται για μακαρίτης, λέει ότι θα στείλει το σοβιετικό στη σύνταξη (σόσιαλ σεκιούριτι) κι όλοι σκάνε στα γέλια. Στην χώρα της πρωτομαγιάς του σικάγο, ακόμα κι η απλή αναφορά στον όρο κοινωνική ασφάλιση ακούγεται πλέον ως ανέκδοτο. Πιο πριν ο κρηντ αποκαλεί σύντροφο μπλα-μπλα (μπιγκ μάουθ) τον κολόφ που συμπληρώνει διαλεκτικά τη λακωνική δωρικότητα του ιβάν.

-Πριν τον τελικό γύρο (που στο μποξ δεν είναι ο τρίτος, αλλά ο δέκατος πέμπτος) ο κολόφ βλέπει την ήττα να έρχεται –μαζί με το τέλος της ιστορίας και της πολιτικής του καριέρας- και κατεβαίνει πραξικοπηματικά στο ρινγκ, για να συνεφέρει τον ντράγκο, που συμβολίζει τις σοβιετικές μάζες. Αλλά το κάλεσμα της επιτροπής σωτηρίας των πραξικοπηματιών αφήνει τις μάζες παγερά αδιάφορες. Ο ντράγκο σηκώνει τον κολόφ στον αέρα, τον πετάει μακριά, στο χρονοντούλαπο της ιστορίας και φωνάζει δυνατά: παλεύω για μένα, για μένα...
Για μένα τραγουδώ, που έλεγε κι ο τροβαδούρος της ατομικής άρνησης βασίλης παπακωνσταντίνου. Ένα αυθόρμητο ξέσπασμα των καταπιεσμένων μαζών ενάντια στη νομενκλατούρα, και τον ολοκληρωτισμό της κολεκτίβας που υπέτασσε την ατομικότητα.

-Η τελετή έναρξης στον αγώνα επίδειξης στις ηπα, έχει πολλά φώτα, μαζορέτες με στρινγκ, φτηνό σόου και τον τζέιμς μπράουν να τραγουδάει λίβινγκ ιν αμέρικα. Με δυο λόγια όλο το κιτσαριό από την τελετή έναρξης των ολυμπιακών του λος άντζελες (που είχαν γίνει ένα χρόνο πριν). Ο μουζίκος ντράγκο τα βλέπει όλα αυτά κάθιδρος, με γουρλωμένα μάτια. Αλλά στη συνέχεια χαλάει το σόου και το μετατρέπει σε τραγωδία, σκοτώνοντας τον υπερφίαλο κριντ.

Η αντίστοιχη τελετή στον αγώνα της μόσχας δε μοιάζει σε τίποτα με το συγκινητικό νταζβιντάνια του μίσα. Αντιθέτως αναπαράγει όλα τα στερεότυπα των αμερικάνων για τον φιλήσυχο σοβιετικό λαό. Γήπεδο-κλουβί με ένα σωρό συρματοπλέγματα κι ένα κοινό γεμάτο ένστολους αξιωματικούς για να παραπέμπει στον κομμουνισμό του στρατώνα.


Ο ντράγκο χαιρετάει στρατιωτικά τον γγ του κκσε, που αναφέρεται μεταξύ άλλων ως πρωθυπουργός και γραμματέας των σοβιέτ. Δεν είναι λάθος, αλλά προειδοποίηση, που κανείς δεν πήρε υπ' όψιν εγκαίρως. Τα επόμενα χρόνια ο γκόρμπι δημιούργησε μια σειρά από αστικά αξιώματα και τα συγκέντρωσε όλα στο πρόσωπό του.

Στο καπάκι αρχίζει να παίζει ο εθνικός ύμνος της σοβιετικής ένωσης, ενώ παράλληλα αρχίζει να εμφανίζεται ένα γιγάντιο πανό με τη μορφή του ντράγκο, που είναι σαν τον ιβάν τον τρομερό. Όλα αυτά κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της αγίας τριάδας της κομμουνιστικής ορθοδοξίας (μαρξ, ένγκελς, λένιν) των οποίων οι μορφές κοσμούν την οροφή του γεντί-κουλέ. Κριτική με το βαμβάκι για το φαινόμενο της προσωπολατρίας.

Οι κλασικοί είναι εκεί, ο γκόρμπι επίσης. Ναι, αλλά ποιος λείπει; Όχι ο κακοφονίξ. Τότε ποιος; Μα ο κατεξοχήν θύτης της περιόδου της προσωπολατρίας. Λείπει πραγματικά όμως; Όχι. Ο σύντροφος με το μουστάκι ενσαρκώνεται στην ουσία από το ρόκι μπαλμπόα, που ατιμάζει τους ρεβιζιονιστές μέσα στην έδρα τους κι έχει το παρατσούκλι ιτάλιαν στάλιαν. Στάλιν, σταλόνε, στάλιαν. Όλες οι λέξεις έχουν κοινή ρίζα κι αυτό δε μπορεί να είναι τυχαίο. Το στάλιαν βέβαια σημαίνει επιβήτορας κι έμεινε ως προσωνύμιο μάλλον από τα χρόνια που ο σταλόνε έπαιζε σε ταινίες πορνό. Κι έτσι οι συνειρμοί ιντριγκάρουν το πολιτικό μας φαντασιακό...

Πραγματικό αριστούργημα. Δε βγαίνουν πια τέτοιες ταινίες.

Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

Πεθαμένες καλησπέρες

Όποιος έχει μείνει στο πνεύμα της προηγούμενης ανάρτησης, μπορεί να φωνάξει: κόμμα θυμήσου το 91’, εκεί που τα ποντίκια πηδούσαν ένα-ένα. Σπουδαία γεγονότα μες στην τραγικότητά τους. Αλλά κανείς δε θέλει να τα θυμάται και να μιλάει για αυτά. Επικρατεί ο νόμος της ομερτά και της αλεζίας. Αλεζία; Τι είναι τέλος πάντων αυτή η αλεζία; Δε γνωρίζω καμία αλεζία.
Η αλεζία είναι το ελληνικό 89’ και το δίδυμο 91’, που είχε ως πρελούδιο το 68'. Και πριν την αλεζία ήταν η ζεγκόβια, που ήταν μάλλον η κατοχή και το έπος του εαμ.

Το 68΄η ελλάδα ήταν στον γύψο, και το παγκόσμιο κύμα του παρισινού μάη και των φοιτητικών καταλήψεων της ήρθε με καθυστέρηση πέντε χρόνων. Με καθυστέρηση έζησε επί ανδρέα και τις δικές της κεϋνσιανές αυταπάτες, που ήταν παραφωνία στη διεθνή κατάσταση της επέλασης του νεοφιλελευθερισμού των 80'ς κι εξαντλήθηκαν γρήγορα, με παρωδίες σοσιαλμανίας και κοινωνικοποιήσεων. Με μια δεκαετία καθυστέρηση, έζησε και το δικό της θατσερισμό, με τον μητσοτάκη, που βρήκε έτοιμο χαλί στρωμένο από πριν.

Το δικό της 68', ή τουλάχιστον μια πτυχή του, το έζησε στο εξωτερικό και τη διάσπαση με τους εσωτερικούς, στην περιβόητη 12η ολομέλεια, που μας μπερδεύει ενίοτε, γιατί δεν είναι πολύ σαφές πότε μηδενίζει το κοντέρ και ξεκινάει από την αρχή η αρίθμηση. Και γιατί σήμερα να μην είναι οι ολομέλειες το ίδιο ιστορικές και να μην έχουν αρίθμηση; Από το να έχουν πάγκαλο βέβαια, όπως είχε η 12η, καλύτερα έτσι. Κι ας μην είναι τόσο ιστορικές όπως κάποτε.

Από την πρώτη διάσπαση με τους αναθεωρητές το 68’, μέχρι τη δεύτερη το 91’, συμπυκνώνεται μια ολόκληρη ιστορική περίοδος, εξαιρετικά πλούσια σε γεγονότα και διδάγματα. Ο θρίαμβος και η παρακμή του μεταπολιτευτικού ριζοσπαστισμού. Τα δύο κύπελλα κυπελλούχων των δυο δικέφαλων στο μπάσκετ ως ορόσημα.

Μια πορεία γεμάτη αντιφάσεις. Ο καπετάν γιώτης που έζησε την παράδοση της λαϊκής εξουσίας στην βάρκιζα –αυτό ήταν το λάθος μας θα πει αργότερα σε έναν δικαστή που τον προγκούσε- κι υπέγραψε λίγο πιο δίπλα το νέο ιστορικό συμβιβασμό σε ένα γεύμα. Κάτι σαν το νικήτα που επέζησε από το στάλινγκραντ κι αγάπησε την ειρηνική συνύπαρξη. Κι ο γιος του κάππου –που έφυγε τότε (ο πατήρ), χωρίς να φύγει ποτέ επί της ουσίας- να λέει ότι η αννούλα του χιονιά και της πορτοκαλέας κρατά κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα απ' τις συνεντεύξεις που της έδωσε ο χαρίλαος τότε.

Κι η γραμμή της σοβιετίας που ήταν κι αυτή συνασπισμένη. Ειρηνικό πέρασμα και κριτική στήριξη στο πασοκ. Όταν είπα στο σκληρό διαλεκτικό ότι ο ραφαηλίδης θεωρεί τον μπρέζνιεφ έναν στάλιν χωρίς αίμα, μου απάντησε έτσι κι είπε: θα ‘θελε. (Εννοεί ο λεονίντ να έμοιαζε λίγο στο στάλιν).

Κι αυτά στο 12ο συνέδριο –που ψηφίστηκαν ομόφωνα- για αριστερή, προοδευτική κυβέρνηση, που μόνο μαρξιστικά αναλφάβητοι θα τα χώνευαν. Αλλά ο μπουχάριν αποκαταστήθηκε ένα χρόνο αργότερα κι ούτε το αλφάβητο του κομμουνισμού δεν είχαμε διαβάσει. Και στο πόρισμα με την εαρ, αντί για τζίφρα, υπογράψαμε με σφυροδρέπανο.

Και το 91’ που σημάδεψε ένα τέλος εποχής. Το τελευταίο πρωτάθλημα του άρη στο μπάσκετ. Το κύκνειο άσμα της σοβιετίας. Ο τελευταίος πολύ καλός δίσκος του παπακωνσταντίνου – και κατά άλλους ο πρώτος μέτριος, γιατί τελευταίος καλός ήταν το 89’ το χορεύω. Ο τελευταίος δίσκος με έμπνευση του χάρρυ κλυνν –όσο ήταν ακόμα κομμουνιστής, πριν ερωτευτεί τον σαμαρά και την πολιτική άνοιξη, μεταξύ άλλων. Τα πρώτα επεισόδια των απαράδεκτων. Η σύγχρονη εποχή στην αριστοτέλους –εκεί που είναι τώρα ο ιανός νομίζω- κι ο 904 να έχει τα πάντα από δίσκους, μέχρι και καρβέλα. Ενώ μετά, δέκα σιντί τον χρόνο, με αιματηρές οικονομίες και τις συνδρομές μας παξιμάδι.
Με άλλα λόγια τα ύστερα 80’ς. Μαζί με τα ύστερα του κόσμου και της ιστορίας.

Η κε του κόμματος ενημερωνόταν για τις εξελίξεις από τις εφημερίδες. Ο καθένας έγραφε τον πόνο του στην πρώτη, που ήταν κάτι σαν πρόγονος της ελευθεροτυπίας. Ο οηε έβγαζε ψήφισμα κατά του ιρακ με τη συγκατάθεση των σοβιετικών. Το κουκουσέ έβγαινε εκτός νόμου στη ρωσία! Οι κάμερες περίμεναν έξω απ’ το συνέδρίο τον ανδρουλάκη κι αυτός μόλις βγήκε άρχισε να καταγγέλλει το πραξικόπημα. Τρόμος...

Σαν το θρίλερ στην κρίσιμη ψηφοφορία για τον γραμματέα που την πήραμε με σκορ λιμόζ, 57-53. Κι αν ερχόταν ανάποδα; Παραμένει και σήμερα ένα από τα πιο αντιδιαλεκτικά κι ιντριγκαδόρικα ερωτήματα της ιστορίας.


Ντοκουμέντο από την εποχή του τρόμου

Και το βιβλίο του ανανεωτικού τριγάζη για την επίσκεψη στο οικουμενικό πατριαρχείο της μόσχας για το χρίσμα του ιούδα γκόρμπι. Περίπου όπως το 68’ που τελικά δεν τους βγήκε και στράφηκαν στον τσαουσέσκου, που μετά τον έριξε ο γκορμπατσόφ. Μύλος... (της αντίδρασης).
Ένας ηρακλής ξέρει γιατί δεν τους το ‘δωσε τελικά. Ίσως γλυκάθηκε με το αγαλματάκι του ημίθεου που του δώσαμε για το ηράκλειο έργο που επιτελούσε φορώντας την λεοντή του κομμουνιστή.

Το μπάσκετ είναι όχημα για να καταλάβει κανείς το τέλος αυτής της εποχής. Ο τελικός με την ιταλία στο ευρωμπάσκετ της ρώμης το 91, στην τελευταία παράσταση της ενωμένης γιουγκοσλαβίας, λίγο πριν αρχίσει ο εμφύλιος. Το 92’ το ολυμπιακό κίνημα καταργεί και το τελευταίο φύλλο συκής με την άρση απαγόρευσης συμμετοχής στους επαγγελματίες παίκτες κι οι αμερικάνοι εμφανίζουν την (I have a) dream-team. Οι γιούγκοι ποτέ δεν αντιμετώπισαν ενωμένοι την αμερικάνικη ομάδα όνειρο, σε μια υφήλιο εφιάλτη. Ούτε κι οι σοβιετικοί του εφιάλτη γκόρμπι άλλωστε.

Και πιο πριν το 68’. Κάτι σαν τη ρεβάνς της τασκένδης. Σε ένα sui generis κόμμα με σταλινική βάση, ζαχαριαδική κι ορθόδοξη που στην πλειοψηφία της πήγε με αυτούς που είχαν το χρίσμα των ρεβιζιονιστών. Κι αυτοί που τότε έμειναν μαζί μας, αλλά έφυγαν για να βρουν τους άλλους το 91’; Τι μπορεί να λένε για τότε κι όλα τα ενδιάμεσα, τώρα στα γεράματα που ανακάλυψαν τις μεγάλες αλήθειες της ζωής;
Το κακό είναι ότι τα ογκώδη (χίλιες τόσες σελίδες) πρακτικά της 12ης, που εκδόθηκαν το 08’ από τη σύγχρονη εποχή, κοστίζουν 40 ευρώ, ένα για κάθε χρόνο που πέρασε, κι είναι πρακτικά απλησίαστα.

Και μετά το 91; Πεθαμένες καλησπέρες. Κι άμα δω κανένα φίλο τρέχω μη με θυμηθεί. Θρυλείται ότι ο πασχαλίδης έγραψε αυτό το τραγούδι ακριβώς για τη διάσπαση κι όσα ακολούθησαν.

Κάθε διάσπαση είναι και μια διαχείριση ήττας. Καταμερισμός ευθυνών, χώρισμα στα τσανάκια μας κτλ. Οι δικές μας ήττες όμως ήταν αδύνατον να διαχειριστούν κι απλώς βλέπαμε το έδαφος να φεύγει κάτω απ’ τα πόδια μας. Και το σαράντα και το ενενήντα.

Στην ταινία οι απόντες που πιάνει αυτήν την περίοδο, λέει σε κάποιο σημείο.
Οι καλύτεροι δεν έχουν σε τι να πιστέψουν. Κι οι χειρότεροι διψάνε για νίκες. Κι έγιναν υπουργοί και πασόκοι.
Κάποιοι καλοί χάθηκαν μαζί με τους κακούς κι εσύ να λες: μα πώς γίνεται να είναι με αυτούς, αφού ψήφισαν το μάαστριχτ, πληρώνει ο λαός.

Κι οι πιο πολλοί πήγαν σπίτι τους κι εξαφανίστηκαν. Σύντροφοι που ούτε έφυγαν, ούτε διαγράφτηκαν, απλώς χάθηκαν και πήγαν σπίτι τους. Εξατμίστηκαν σαν τους αντιφρονούντες στο 84’ του όργουελ. Χάθηκαν οι οργανωτικές και δεν τους βρήκε κανείς.
Έπεσε ο ουρανός στα κεφάλια μας. Οργανωτικό κάζο, σαν αυτό επί μανιαδάκη, αλλά χωρίς τον μανιαδάκη –τα καταφέρνουμε και μόνοι μας. Σαν την οδηγία της ντουντούκας στο τέλος της πορείας: σύντροφοι διαλυόμαστε. Κι εσύ την πήρες σοβαρά...

Το όνειρό μου έκτοτε είναι να βρω μια συντρόφισσα, στη ζωή και στο κόμμα, που να τα καταλαβαίνει όλα αυτά. Κι όταν φθαρεί η σχέση μας σαν τη σοβιετία κι έρθει η ώρα να χωριστούμε σαν πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, να της πω, είσαι για μια δωδέκατη; Κι αυτή να πιάσει το συνειρμό και να συμφωνήσει. Οπότε θα καταλάβω κι εγώ ότι είναι η γυναίκα της ζωής μου και θα της ζητήσω να παντρευτούμε.

Κι είναι κι ένα ακόμα τραγούδι που περιγράφει την κατάσταση. Άμα πεις παπακωνσταντίνου, στους εαακίτες φίλους μου, οι πιο πολλοί, λόγω ηλικίας και ιδεολογίας, εννούν το θανάση και δε σηκώνουν κουβέντα. Ούτε καν για τον πέτρο.
Απ' τον δικό μας (βασίλη) αγνοούν το καλύτερο κομμάτι της δουλειάς του στην χρυσή δεκαετία με τις βάτες, αλλά τραγουδούν με πάθος ένα στίχο από το πόρτο ρίκο. Αξίζει φίλε να υπάρχεις για ένα όνειρο κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει.

Πράγματι. Αυτό που δε μας λέει ο ποιητής είναι τι γίνεται αφού σε κάψει το όνειρο. Μέχρι τότε αξίζει να ζεις με την ελπίδα να το δεις να γίνεται πράξη. Μετά όμως; Τι κάνεις, αφού σε κάψει; Ιδού η απορία.

Μπορείς να απαντήσεις με ένα άλλο τραγούδι. Το καμένο χώμα βγάζει έτσι και πέσει μια βροχή τα ωραιότερα λουλούδια που ‘χω δει. Αλλά έξω απ' τον χορό, πολλά τραγούδια λέμε.
Εγώ σέβομαι απεριόριστα όσους χόρεψαν στο ταψί της ιστορίας και κλήθηκαν να απαντήσουν, ενώ στο μυαλό τους έπαιζε πλέι μπακ παπακωνσταντίνου (ένας είναι, σαν το κόμμα). Όλα από χέρι καμένα και τα σπίρτα μας βρεγμένα. Την χρονιά του πορίσματος με την άνοιξη (της πράγας και του κύρκου).

Το κείμενο αυτό γράφτηκε με αφορμή τη συμπλήρωση είκοσι χρόνων από την έναρξη του 13ου συνεδρίου του κουκουέ -επονομαζόμενου και γρουσούζικου. Κι αν σας φαίνεται λίγο ασυνάρτητο, είναι γιατί προσπαθεί να ακολουθήσει απεγνωσμένα το κλίμα της εποχής των ύστερων 80'ς. Αλλά αδυνατώντας να την καταλάβει, την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Περίπου όπως και με τις γυναίκες..

Υγ: ενδιαφέροντα χρονικά από την άποψη του κόμματος (είτε συμφωνεί, είτε διαφωνεί με αυτά) μπορεί να βρει κανείς στις εξής διευθύνσεις:

http://www2.rizospastis.gr/story.do?id=873584&publDate=15/7/2001
http://www2.rizospastis.gr/story.do?id=2698347&publDate=6/2/2005
http://www2.rizospastis.gr/story.do?id=4568998&publDate=1/6/2008
http://www2.rizospastis.gr/story.do?id=877465&publDate=18/7/2001
http://www2.rizospastis.gr/story.do?id=879629&publDate=19/7/2001
http://www2.rizospastis.gr/story.do?id=883412&publDate=22/7/2001
http://www2.rizospastis.gr/story.do?id=882689&publDate=21/7/2001
http://www2.rizospastis.gr/story.do?id=881657&publDate=20/7/2001

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Μια εκδήλωση για τα δεκεμβριανά

Αυτή η εβδομάδα ήταν γεμάτη, με μια σειρά εκδηλώσεις που τράβηξαν το ενδιαφέρον της κε του μπλοκ.
Τις προάλλες βρέθηκα σε μία δική μας εκδήλωση για το δεκέμβρη, ο οποίος αρχίζει να γίνεται κάτι σαν τον παπακωνσταντίνου. Ο καθένας που το λέει εννοεί κάτι διαφορετικό, άλλος το θανάση του 08’, άλλος το βασίλη του 44’. Αλλά το περιβάλλον όπου το λες αντιστοιχεί με τα συμφραζόμενα και δεν χρειάζεται διευκρίνιση.

Το ρεπορτάζ για την εκδήλωση μπορείτε να το βρείτε στον προχτεσινό ρίζο. Το δικό μου ταξικό επιμύθιο θα το θέσω εξ αρχής με σχήμα πρωθύστερο. Πέρσι αν θυμάμαι καλά, είχε γίνει μια αντίστοιχη εκδήλωση με τον μαΐλη και το μάργκαρετ, αλλά εγώ ήμουν στην αθήνα και την έχασα. Αναντικατάστατη απώλεια.
Μετά από αυτό, οτιδήποτε άλλο θα περνούσε αναγκαστικά κάτω από τον πήχη. Η συντρόφισσα που μας μίλησε κατέβηκε για να χάσει. Αλλά ήττα από ήττα διαφέρει. Ειδικά όταν τρέχεις μόνος σου σε φιλικό περιβάλλον και καταφέρνεις να έρθεις δεύτερος χάνοντας απ’ τον κακό σου εαυτό (φαντάσου να ‘ταν καλός με τι σκορ θα χάναμε).

Αυτά που είχε γραμμένα μπροστά της και μας εισηγήθηκε ήταν βασικά σωστά. Λιτά, στρωτά και μας τα διάβασε ωραία. Αλλά μετά στις ερωτήσεις βραχυκύκλωσε. Έχασε τη σιγουριά της και (αρχι)πελαγοδρομούσε στην άγνοιά της. Δε λέω ότι εγώ είμαι παντογνώστης, αλλά αν ήμουν στη θέση της (όπως και στη δική μου επίσης) δε θα αναλάμβανα να κάνω εισήγηση σε μια τέτοια εκδήλωση, γιατί πέρα από κάποια βασικά γεγονότα και συμπεράσματα, αυτό που θα εισηγούμουν θα ήταν η άγνοιά μου και μερικοί προβληματισμοί για σάλτσα.

Ευτυχώς βέβαια, έχουμε αρκετές εναλλακτικές (πχ το σκολαρίκο). Δεν είναι ή αυτή ή εγώ.
Δε γίνεται να λες όμως ότι το 4ο συνέδριο της κομιντέρν έγινε το 28’. Να σε ρωτάνε πότε αποκηρύξαμε τη θεωρία των σταδίων και να μη λες τίποτα για τη μεταπολίτευση και το πρώτο αντιμονοπωλιακό στάδιο του ενιαίου επαναστατικού προτσές. Ή να σε ρωτάνε αν υπήρχαν διαφωνίες κι άλλες απόψεις στελεχών μες στο κόμμα για τη γραμμή και να μην αναφέρεις τουλάχιστον το βελουχιώτη, ή τη «σύγκρουση» μεταξύ σιάντου-ιωαννίδη. Και δεν λέω ότι τα απέκρυψε επίτηδες, αλλά ότι δεν τα ήξερε. Ή στην καλύτερη αγχώθηκε και δεν πήγε καν εκεί το μυαλό της.

Αντιθέτως, το κοινό από κάτω στάθηκε στο ύψος της περίστασης. Καλή προαίρεση, πνεύμα ανήσυχο (πολύ δύσκολος συνδυασμός), αυτοκριτική διάθεση κι ερωτήσεις που έπιαναν ένα ευρύ φάσμα από τα αίτια της ήττας μέχρι τον πρόσφατο δεκέμβρη και την απαραίτητη σύγκριση.
Ένας ασπρομάλλης κύριος είπε ότι πρώτη φορά άκουσε στοιχεία αυτοκριτικής (έστω και διακριτικής) από το κόμμα. Αλλά ήταν ο μόνος ασπρομάλλης κι από τους υπόλοιπους οι πιο πολλοί ήταν μαθητές (αυτό κι αν ήταν ελπιδοφόρο).

Τι μπορεί όμως να πει κανείς για τα αίτια; Ας κάνουμε μια σύντομη παρέκβαση για να εξετάσουμε το ρόλο της ανθρώπινης βλακείας στην ιστορία. Υπάρχει νομίζω κι ένα παλιό δοκίμιο σχετικά που το συνιστούσε συχνά κι ο ραφαηλίδης στην προτεινόμενη βιβλιογραφία του και το οποίο εξηγούσε την καταλυτική της χρησιμότητα σε ορισμένες περιπτώσεις.

Είναι δύσκολο βέβαια -κι αντιεπιστημονικό επίσης- να αποδεχτούμε τη βλακεία ως καθοριστικό παράγοντα στην ερμηνεία της ιστορικής εξέλιξης, γιατί έτσι θα χάναμε την ουσία των γεγονότων κι η ηλιθιότητα μάλλον εμάς θα χαρακτήριζε παρά τους πρωταγωνιστές τους.

Πίσω από τον «παραλογισμό» του πολέμου για παράδειγμα, υπάρχει ο λογικός πυρήνας του καπιταλισμού που οδηγείται ως τις τελικές του συνέπειες. Πίσω από τον «παράφρονα» χίτλερ, τον «παρανοϊκό» δικτάτορα που αιματοκύλησε τους λαούς, υπάρχει η τετράγωνη λογική του γερμανικού ιμπεριαλισμού και η πολιτική του κατευνασμού στο μόναχο που ήθελε να στρέψει τους ναζί προς τη σοβιετική ένωση.

Τι υπάρχει όμως πίσω από την ανεπάρκεια και το θεωρητικό έλλειμμα μιας ηγεσίας; Ή αυτό που είπε με άλλα λόγια ο μπιτσάκης σε μια περσινή εκδήλωση για τον εμφύλιο (τόσο ήξεραν, τόσο μπόρεσαν); Μετά την έπεσε και μια μου-λου στους ναρίτες επειδή δανείστηκαν τον αστικό όρο «εμφύλιος» για τον τίτλο της εκδήλωσης, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Οι πιο πολλοί σύντροφοι έχουμε την τάση πίσω από κάθε ανεπάρκεια να βλέπουμε οπορτουνισμό και ταξική προδοσία. Δεν είναι τόσο απλό όμως. Καταρχήν ένας οπορτουνιστής δεν είναι απαραίτητο να είναι προδότης. Μπορεί να εμπίπτει στην κατηγορία του τίμιου οπορτουνιστή (καλή ώρα ο γράφων) που είναι σύμφωνα με τους κλασικούς κι η πιο επικίνδυνη.

Ας κάνουμε μία ακόμα παρέκβαση κι ας πάρουμε το παράδειγμα του νικήτα –του σοβιετικού ηγέτη που έκανε χρουτς-χρουτς και χτυπούσε το παπούτσι του πάνω στα έδρανα του οηε. Αν πάρουμε την περίπτωση του τίμιου οπορτουνιστή, έχουμε να κάνουμε με κάποιον που ήθελε να διορθώσει λάθη κι υπερβολές του προηγούμενου γραμματέα, αλλά στράβωσε το κλαδί από την ανάποδη μέχρι που το έσπασε.

Οι σοβιετικοί είχαν να αντιμετωπίσουν πρωτόγνωρα προβλήματα, όπως το ζήτημα της απόδοσης της εργασίας και του περάσματος από την εκτατική στην εντατική ανάπτυξη (που τελικά μας οδήγησε απλώς στην εντατική κι από εκεί στο θάνατο). Βάδισαν σε απάτητα μονοπάτια, μέσα από λαιστρυγόνες και κύκλωπες, αλλά έχασαν την ιθάκη γιατί λάσκαρε η πυξίδα τους κι έδειχνε τη δύση, την αγορά και τις εμπορευματικές σχέσεις.

Παρόλα αυτά, η αποσταλινοποίηση, ο τρόπος με τον οποίο έγινε και η εξαγωγή της στις αδελφές λδ και το κουκουέ, δε δείχνουν πολλή τιμιότητα. Το εικοστό συνέδριο κι η μυστική έκθεση ήταν μια προδοσία. Αλλά η προδοσία στην ιστορία είναι σαν τη βλακεία κι έχει περιορισμένη ερμηνευτική ικανότητα. Το βασικό είναι να βρούμε ποια ήταν τα κίνητρα του ιούδα, ποιες κοινωνικές δυνάμεις τον ανέδειξαν και ποιοι του έδωσαν τα 30 αργύρια. Αλλιώς δε φτάνουμε στην ουσία του πράγματος.

Οι αιτίες βρίσκονται πάντα στην οικονομία κι εκεί πρωτίστως πρέπει να τις αναζητούμε. Αν επικεντρωθούμε στο κομμάτι της πολιτικής και ψάχνουμε για οπορτουνιστές καθαρά σε επίπεδο ιδεών, τότε η προσέγγισή μας ολισθαίνει στον καθαρό ιδεαλισμό. Αν ακολουθήσουμε την αντίστροφη λογική θα πρέπει να αναζητήσουμε μια τάξη που να αναδεικνύεται σε κοινωνικό επίπεδο και να αντανακλά τις αλλαγές (οπορτουνιστική στροφή) στο πολιτικό.
Αυτή για εμάς είναι η εκκολαπτόμενη –ακόμα την εποχή του χρουτσόφ- αστική τάξη, για τα μουλού η νέα αστική τάξη –ήδη υπάρχουσα στα χρόνια του νικήτα, αλλά μη ολοκληρωμένη- και για τους τροτσκιστές και όλους τους υπόλοιπους η γραφειοκρατία που (στην πραγματικότητα δεν ήταν καν τάξη, αλλά) είχε επιβάλει από τη δεκαετία του 30’ την ταξική/στρωματική της κυριαρχία.
Όλα αυτά σηκώνουν συζήτηση, αλλά δεν είναι της παρούσης.

Πού οδηγεί αυτή η λογική στο ελληνικό παράδειγμα; Στο συμπέρασμα ότι το εαμ δεν είχε ταξική ομοιογένεια κι αυτό έκανε το κόμμα ευάλωτο στις μικροαστικές πιέσεις, τις αναστολές και τις αυταπάτες ηγετικών στελεχών σαν τον σβώλο και τον τσιριμώκο, θόλωνε το πολιτικό του κριτήριο και το στρατηγικό του στόχο. Αλλά αν την πάρουμε μέχρι τις τελικές της συνέπειες μπορεί να προσεγγίσουμε την τροτσκιστική προσέγγιση. Το κουκουέ τελούσε υπό μικροαστική ηγεμονία κι έθετε ως στόχο στη συγκυρία το πρώτο στάδιο της αστικοδημοκρατικής επανάστασης, γιατί ως εκεί έφτανε ο ταξικός του ορίζοντας.
Κι έτσι φτάνουμε στην άλλη άκρη της τσουλήθρας. Τον –ενίοτε και χυδαίο- ταξικό αναγωγισμό.

Ιδεαλισμός και ταξικός αναγωγισμός (ως μια εκδοχή του υλικού ντετερμινισμού) είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, τα δύο άκρα ενός φάσματος που κλείνει εντός του κάθε είδος ιστορικής ερμηνείας. Γίνονται έτσι φάρμακο για πάσα νόσο και χρήσιμα επιχειρήματα για μια ιδεολογική διαμάχη, όπου μπορείς κατά το δοκούν να κατατάξεις τον συνομιλητή σου σε ένα απ’ τα δύο άκρα, ανάλογα με το σκεπτικό του. Αρκεί να μη χρειαστεί να εξετάσεις και τους δικούς σου συλλογισμούς υπό το ίδιο πρίσμα.

Ποιες άλλες παραμέτρους μας μένει να εξετάσουμε; Καταρχήν, το ρόλο των σοβιετικών. Τη θεωρία για το ραβασάκι του τσώρτσιλ, τις σφαίρες επιρροής, το ξεπούλημα του ελληνικού αντάρτικού. Ή σε ένα δεύτερο –πιο σοβαρό από τα χαρτάκια- επίπεδο, τη στρατηγική της κομιντέρν και τις συνέπειες της διάλυσής της.

Οποιαδήποτε σχετικά νηφάλια κι αμερόληπτη ερμηνεία θα βρει το ρόλο των σοβιετικών μάλλον δευτερεύοντα σε σχέση με τα εσωτερικά λάθη και τις ευθύνες της δικής μας ηγεσίας. Οι γιούγκοι εξάλλου έδρασαν κάτω από λίγο-πολύ παρόμοιες συνθήκες, αλλά αυτό δεν τους εμπόδισε να φτάσουν τον αγώνα τους ως το τέλος.
Ειρήσθω εν παρόδω, ο εγγονός του τίτο ίδρυσε λέει πρόσφατα νέο κομμουνιστικό κόμμα στη σερβία (αν κι ο τίτο ήταν κροάτης) κι ανάμεσα στα άλλα, είπε πως όταν ήμασταν σύντροφοι ζούσαμε σαν κύριοι και τώρα είμαστε κύριοι που η ζωή μας δεν έχει καμία αξία. Μάλιστα. Εμείς με ποιον είμαστε;

Αυτό που δε μου κολλάει με την κομιντέρν είναι πως διαλύθηκε με το σκεπτικό ότι τα κομμουνιστικά κόμματα ήταν πλέον ώριμα και δεν χρειαζόταν να παίρνουν γραμμή από ένα παγκόσμιο καθοδηγητικό κέντρο. Σκέψου και να μην ήμασταν ώριμοι πόσα λάθη θα κάναμε. Και μη χειρότερα..

Τον παράγοντα της προδοσίας τον αποκλείουμε χωρίς δεύτερη σκέψη. Εξάλλου όπως είπε κι η συντρόφισσα εισηγήτρια δεν προκύπτει από πουθενά. Σωστά. Μόνο από κάτι κομματικά ντοκουμέντα που έβγαζαν χαφιέ το σιάντο.
Καλά, εσύ γιώργη, μας άφησες νωρίς. Και φορτώσαμε στην καμπούρα σου, ό,τι υπήρχε και δεν υπήρχε από ευθύνες και λάθη. Αλλά η ρετσινιά του προδότη είναι δηλητήριο που δεν καταπίνεται.

Πού καταλήγουμε λοιπόν; Το κόμμα δε μπόρεσε να διαμορφώσει στρατηγική… κτλ, κτλ. Ναι, αλλά γιατί; Τι διδάγματα θα βγάλουμε αν μείνουμε μόνο στις διαπιστώσεις; Ότι σήμερα έχουμε μεγαλύτερη εμπειρία, δεν θα επαναλάβουμε… Κτλ, κτλ.

Και το πράγμα μπλέκει ακόμα περισσότερο αν σκεφτείς ότι τα περισσότερα στελέχη είχαν πολύ καθαρό τι ήταν η αγγλία και τι ρόλο θα έπαιζε μεταπολεμικά. Παρόλα αυτά...

Ίσως να έφταιγε κι ο εφησυχασμός πάνω στην κρίσιμη συγκυρία. Παλιά μας έσφαζαν γιατί ήμασταν λίγοι κι ανίσχυροι, ενώ τώρα που έχουμε τον ελας αποκλείται να το τολμήσουν. Μας το ανέφερε μεταξύ άλλων κι ο σκολαρίκος, αλλά αυτός είναι από άλλη εκδήλωση που αφορά μια ανάρτηση του -άμεσου- μέλλοντος.

Πώς να κρυφτείς από τη βάση; Έτσι κι αλλιώς τα ξέρει όλα. Ακόμη κι οι μικροί μαθητές που δεν μαθαίνουν τίποτα για όλα αυτά στο σχολείο. Αλλά η οργάνωση είναι το καλύτερο απ' όλα, εδώ θα τα μάθουν όλα. Κι ας μην έχουμε έτοιμες απαντήσεις στα ερωτήματα της σφίγγας όπως αυτά που πιάσαμε εδώ.

Κι όσα περισσότερα μάθουν, τόσο καλύτερα. Δεν χρειάζεται να φοβόμαστε να κάνουμε δύσκολες ερωτήσεις κι αιχμηρές τοποθετήσεις, για να μην πελαγώσουν κι απογοητευτούν πριν καλά-καλά αρχίσουν.
Αυτό είναι το πιο βασικό που κέρδισα εγώ από την εκδήλωση.

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

Εδώ Πολυτεχνείο

Βουτιά στην κρυψώνα του παρελθόντος κι ιστορική αναδρομή.

Θυμάμαι όταν ήμουν μικρός τους γείτονες που έβγαζαν σημαίες στα μπαλκόνια στις εθνικές επετείους. Κι εγώ έλεγα στους δικούς μου να βγάζουμε κι εμείς μια κόκκινη στις δικές μας γιορτές σαν την πρωτομαγιά.

Θυμάμαι ακόμα κάτι εκλογικά αυτοκόλλητα του κόμματος που τα κολλούσα στο μάρμαρο της μπαλκονόπορτας. Κι όταν έφευγα έβγαιναν τα συνεργεία του θηλυκού γονιού και τα ξεκολλούσαν. Αυτά όμως ήταν ανθεκτικά, σκίζονταν στη μέση κι έπρεπε μετά να τα ξύσει. Κι άφηναν πίσω τους κάτι σα στάμπα που έχει τη ζωή μου σημαδέψει. Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει.

Μετά το νήμα των αναμνήσεων κόπηκε απότομα και το ξανάπιασα με τον αρσένη, καμιά δεκαετία αργότερα. Θυμάμαι ενδιάμεσα τον άβερελ να ψάχνεται τι εφημερίδα να αγοράσει όταν έκοψε τον ρίζο και να παίρνει για ένα διάστημα ελευθεροτυπία. Που σε ένα πρωτοσέλιδο κάπου αρχές ενενήντα, είχε τον τίτλο του κειμένου και στο τέλος πολλά όμικρον που όσο πήγαινε γίνονταν πιο μικρά, όπως κι η πορεία του πολυτεχνείου.

Κι ύστερα η άχαρη εφηβεία. Υπεύθυνος της γιορτής στο λύκειο ήταν μια μουλού καθηγήτρια (αυτή άραγε θεωρείται εργατική τάξη;) που έβαλε στο πρόγραμμα το χαιρετίσματα στην εξουσία.
-Ποια εξουσία όμως σύντροφε βασίλη; Και τη σοβιετική μήπως;

Εμένα δε μου κολλούσε πολύ το τραγούδι. Το βασικό πρόβλημα όμως ήταν ότι η χορωδία είχε μια αυτόκλητη σοπράνο που τσίριζε κι έπρεπε να βιαστείς να πιάσεις θέση μακριά από τα μεγάφωνα. Το καθηγητικό κατεστημένο έστηνε γύρω της με την παρουσία του μια αόρατη ασπίδα για τις ντομάτες. Κι αυτή έκλεινε το ματάκι σε κάποιον φανταστικό θαυμαστή ή φίλο, για να παίρνει κουράγιο.

Ψεύτικο πάθος στις απαγγελίες, ψεύτικα δάκρυα, χειροκροτήματα. Το μυστικό μας είναι ότι είμαστε όλοι μια παρέα και περνάμε πολύ καλά στις πρόβες και στα γυρίσματα.
-Άσε ρε φίλε που ένιωσες, ούτε στην πορεία δε θα πας το απόγευμα. -Γιατί δηλ εσύ θα πας;

Κι έτσι βρέθηκα στο μπλοκ του άβερελ, γιατί δεν είχα κι άλλον να πάω. Τη μία μπροστά, αλυσίδα με το σπαρίλα, ελ έι, ελ έι, φακ δε USA, και για το μιλόσεβιτς ούτε ένα σύνθημα. Κι άλλη μία ψόφια, πιο πίσω, σιωπηλή διαμαρτυρία με τους παλιούς, που σέρνονταν κουρασμένοι και χρόνο το χρόνο λιγόστευαν, αλλά ίσως να επαναπατρίστηκαν μετά από χρόνια, τώρα στις ευρωεκλογές.

Κι απ’ την επόμενη, φοιτητής στην οργάνωση και περιφρούρηση. Ξύπνημα στις 16 απ’ τα μαύρα μεσάνυχτα, για να πιάσουμε θέση και να ‘μαστε ψόφια κοτόπουλα το μεσημέρι που έρχεται ο κόσμος και τα γυναικόπαιδα. Και στιλ αυστηρά συνωμοτικό, όπως στους βομβαρδισμούς της σερβίας, που οι σφοι έλεγαν στο τηλέφωνο όταν (το νάτο ανάποδα) για να μην τους καταλάβουν οι χαφιέδες.
Ένα πρωί βρήκαμε κολλημένο στο τραπέζι μας ένα χαρτί για την πανσπουδαστική νο 8. -Τι είναι αυτό; Ευτυχισμένη ηλικία. Δεν έχουν κι εαακ στη σχολή του.

Κι ύστερα τραπεζάκια έξω κι η μάχη για το πεζούλι, που την κρίνουν οι εκάστοτε συσχετισμοί. Ήρθα και φέτος στα σκαλοπάτια σου. Αλλά ο δίπλα βάζει το τραπεζάκι του μπροστά μου και δε θα του περάσει. Να δούμε ποιος θα αρχίσει πρώτος τις ψιλές και ποιος θα φαγωθεί. Κι ο κλήρος πέφτει στους δαπίτες…
Κι αφού ηρεμήσουν τα πνεύματα, πλάκες, συνθήματα για το σάββα και τον ο-μπάμπα κι ένας σφος να κρατά ψηλά την επιστολή των επτά και να τη δείχνει στους άλλους σαν εικόνισμα. Μέχρι να ξαναρχίσει η μάχη για τα μανιτάρια. Σούπα ή τα σοτάρουμε; Σκαλί-σκαλί, σπίτι το σπίτι, όπως στο στάλινγκραντ.

Κι ένας μπερές απ’ το νησί της επανάστασης που γυρνούσε από κεφάλι σε κεφάλι μαζί με μια σημαία της κούβας που τώρα είναι στο δωμάτιό μου, δίπλα σε μια άλλη κόκκινη. Που ήταν για πέταμα αλλά την καβάτζωσα όταν αδειάζαμε μια αποθήκη του κόμματος. Κι ίσως κάποια πρωτομαγιά τη βάλουμε τελικά στο μπαλκόνι μας.

Είναι πολλές οι στιγμές που μένουν στο μυαλό. Η συναυλία με τη μαρία δημητριάδη, μια πλημμύρα από πάθος και συναισθήματα. Κι ήταν λέει η καλύτερη που είχε ζήσει εδώ και καιρό. Εμάς να δεις… Κι άντε να ξαναβρούμε τώρα άλλη τέτοια.
Ή τότε που καταλήξαμε στο λιμάνι και γράψαμε συνθήματα στις νατοϊκές φρεγάτες, αλλά μας έπιασε βροχή στο τέλος και μας μούσκεψε για τα καλά.
Κι η εκδήλωση πέρσι στην αθήνα για το τείχος και τη ddr με τον τραβασάρο και μια σταλινική γιαγιά που ξεσπάθωσε για το 20ό συνέδριο και τους ρεβιζιονιστές. Έμπαινε γιαγιάκα!

Κι είχα πάντα τέτοιο καιρό την έγνοια να ‘χω δίπλα μου κάποια νιφάδα. Ίνα πληρωθή το πνεύμα της συγκέντρωσης της εφεε του σαββόπουλου. Αν και ακόμα να φωτίσω τις αιτίες που με αφήνουνε μισό.

Κι είναι κι αυτή η κλασική κουβέντα για τη γενιά του πολυτεχνείου και την κατάντια της. Κι η έλλη παππά που έγραφε για το μίμη ότι την εκπροσωπούσε [τη γενιά] αλλά δεν πήγε ως το τέλος την επανάσταση ενάντια στη γερουσία του κόμματος, γιατί είχε αυταπάτες πως θα την αλλάξει.
Τι να πει κανείς… Καθένας με τις αυταπάτες που του αξίζουν.

Και σήμερα; Εμπρός για της γενιάς μας τα πολυτεχνεία! Το δεκέμβρη της γενιάς μας τον ζήσαμε. Καθένας και με τις εξεγέρσεις που του αξίζουν.

Κατά τα άλλα η ώρα της κρίσης πλησιάζει. Ο συνασπισμός έπαιξε ξύλο! Και τα εαακ θα μπορούσαν να παίξουν ακόμα και με τον γκάντι, αν τον είχαν προλάβει.
Οι συνελεύσεις λέει εκφυλίζονται κι εμένα μου τη λεν κάτι γνωστοί μου που δε μπαίνουμε. Και μία λέει ήταν τόσο ήρεμη που δεν είπαν καν για το νούμερο οκτώ (την ξέρουν όλοι με αυτό).
Ε μα δεν είναι αυτό εκφυλισμός; Σε λίγο δε θα συζητάμε καν, αν πρέπει να επιστρέφουμε στο πολυτεχνείο ή να τελειώνει η πορεία στο προξενείο.

Κι εγώ θα κάνω άλλη μια φορά τη συνήθη καταμέτρηση.
Τι κλείσιμο έχουμε; Πόσους γνωστούς είδα, πόσοι σύντροφοι μου μίλησαν, τόσοι μου έγνεψαν από μακριά, αυτούς θα τους λέω επιρροές. Ποιους θα πούμε για την επόμενη φορά;

Σήμερα, τόσα χρόνια μετά, το συναίσθημα μέσα μου έχει ξεθωριάσει, σαν τις παιδικές μου αναμνήσεις. Χρόνο το χρόνο, το νιώθω να ξεκολλάει, σαν εκείνα τα αυτοκολλητάκια στο μάρμαρο της μπαλκονόπορτας. Αλλά έχει αφήσει κάτι πίσω του. Και τέτοιες μέρες βρίσκει πάντα το δρόμο και βγαίνει στην επιφάνεια, (έστω) νυσταγμένο κι αδύναμο από τον λήθαργο που έχει πέσει.

Η πορεία σήμερα πρέπει να γίνει η μεγαλύτερη των τελευταίων χρόνων. Να δώσει το έναυσμα για το δεύτερο γύρο των εργατικών αγώνων (με κατεύθυνση τον τρίτο που θα είναι ο τελικός).

Να μεγαλώσει κι εκείνο το τελικό όμικρον στο εδώ πολυτεχνείο και να γίνει ω-μέγα. Κι οι μάζες να ξεσηκωθούν και να καταλάβουν πως η δική τους δράση είναι το άλφα και το ωμέγα που κινεί την ιστορία.