Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μπρέζνιεφ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μπρέζνιεφ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018

Το σοβιετικό Σύνταγμα του 77′ και το “παλλαϊκό κράτος”

Δημοσιεύτηκε στην Κατιούσα

Τις προάλλες συμπληρώθηκαν 41 χρόνια από την έγκριση του νέου σοβιετικού Συντάγματος, στην περίοδο της διακυβέρνησης του Μπρέζνιεφ. Το νέο Σύνταγμα περιείχε 28 άρθρα από το προηγούμενο που είχε ψηφιστεί το 1936, και διατηρούσε αρκετά προοδευτικά στοιχεία, επιβεβαιώνοντας μεταξύ άλλων τον πρωτοπόρο ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος και το σοσιαλιστικό χαρακτήρα του κράτους. Η βασική αλλαγή ωστόσο αφορούσε ακριβώς αυτό το στοιχείο, το χαρακτήρα του κράτους, που θεωρούνταν πλέον παλλαϊκό, κράτος όλου του λαού, και όχι κράτους της εργατικής τάξης, δηλαδή “δικτατορία του προλεταριάτου”.

Πιστοποιούσε έτσι και στο επίπεδο του εποικοδομήματος, σε ένα σημαντικό τομέα, τη στροφή που είχε σηματοδοτήσει είκοσι χρόνια πριν το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, με τη διαδικασία της αποσταλινοποίησης. Ρίζες αυτής της αντίληψης, ωστόσο, μπορούμε να βρούμε και σε αρκετά προγενέστερες επεξεργασίες, που αντιμετώπιζαν πχ τη Λαϊκή Δημοκρατία ως εναλλακτικό δρόμο στο σοσιαλισμό, διαφορετικό από τη ΔτΠ (δικτατορία του προλεταριάτου) που ήταν ο σοβιετικός δρόμος που ακολούθησε η Οχτωβριανή Επανάσταση. Ουσιαστικά, στο επίκεντρο βρισκόταν αυτή ακριβώς η έννοια, στην οποία κατά καιρούς έχει ασκηθεί πολύπλευρη κριτική από διάφορες σκοπιές, με το Λένιν ωστόσο να γράφει πως μαρξιστές δεν ήταν όσοι παραδέχονταν γενικά την ταξική πάλη -κάτι που έκαναν ακόμα και αστοί αναλυτές- αλλά μονάχα όσοι δέχονταν πως οδηγεί υποχρεωτικά σε αυτό το αποτέλεσμα: την εργατική εξουσία, δηλαδή τη δικτατορία του προλεταριάτου.

Κατά κανόνα, η κριτική αυτή είχε μικροαστική αφετηρία, που λυγίζει κι αναδιπλώνεται μπροστά στις δυσκολίες της ταξικής πάλης, απορρίπτει τη βία και τη “δικτατορία” -που όμως διαιωνίζει τη δικτατορία της αστικής τάξης, με όλους τους δημοκρατικούς μανδύες της- και αποκόβει τα δύο συνθετικά του όρου. Την απασχολεί δηλαδή πως η ΔτΠ θα πάψει να είναι “δικτατορία”, και όχι πώς θα συνεχίσει -ή αν θα πάψει- να είναι “εργατική”, του προλεταριάτου. Αυτή η σοσιαλδημοκρατική τάση φαινόταν να επηρεάζει το ΚΚΣΕ, κυριαρχώντας σταδιακά στις γραμμές του, κι αυτός ο ταξικός χαρακτήρας του κράτους ήταν που αναιρούνταν από το θεωρητικό σχήμα του “παλλαϊκού κράτους”, παρά την ανελέητη κριτική που είχαν ασκήσει οι Κλασικοί σε αντίστοιχες έννοιες στην εποχή τους, όπως πχ ο Μαρξ στην μπροσούρα του για το Πρόγραμμα της Γκότα.

Παρόλα αυτά, και στο προηγούμενο Σύνταγμα υπήρχαν αδύνατα σημεία, καθώς ο διαχωρισμός των εκλογικών περιφερειών γινόταν σε εδαφική βάση, ανά περιοχές δηλαδή, κι όχι με βάση τις παραγωγικές μονάδες και τους χώρους δουλειάς. Προφανώς υπήρχε παράλληλα και κάποια σχετική διαπάλη, που συνεχιζόταν στο χρόνο, χωρίς να είναι τίποτα δεδομένο, ως οριστική κατάκτηση.

Πέρα από την κριτική ενός λάθους πάντως, ή μάλλον για να είναι ολοκληρωμένη αυτή η κριτική, είναι απαραίτητο να δούμε ποια σημεία μπορεί να ερμηνεύουν ένα ατόπημα, ποιοι παράγοντες το ευνόησαν και ποια υπαρκτά προβλήματα κλήθηκαν να λύσουν οι Σοβιετικοί, που προχώρησαν σε αυτές τις λανθασμένες επιλογές.

Είναι γνωστό πως μια τάξη που βρίσκεται στην πρωτοπορία, καταφέρνει να προβάλλει ως εκπρόσωπος όλου του έθνους, να συσπειρώσει γύρω της τις υπόλοιπες τάξεις, για να παίξει αυτόν τον ηγεμονικό ρόλο. Είναι επίσης γνωστό πως κατά τη διάρκεια του πολέμου κατά των ναζί -που ονομάστηκε Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος, και ας μην ήταν στενά τέτοιος- οι Σοβιετικοί επιδίωξαν με διάφορους τρόπους και ελιγμούς την ευρύτερη δυνατή συσπείρωση όλων των λαών της Σοβιετικής Ένωσης -αφού εκκαθάρισαν πρώτα τις δικές τους γραμμές στο Κόμμα από ασταθή και ύποπτα στοιχεία- ιεραρχώντας ως απόλυτη προτεραιότητα την επιβίωση του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο. Είναι επίσης εύλογο πως μια συνταγή που πετυχαίνει αποτελέσματα και νικάει, μπορεί να συνεχιστεί και να επεκταθεί σε ένα άλλο πλαίσιο, με διαφορετικές συνθήκες, που δε δικαιολογούν τη συνέχισή της.

Είναι σημαντικό όμως πως η μεγάλη πλειοψηφία των λαών της Σοβιετικής Ένωσης δεν πάλευαν γενικά και αόριστα ενάντια στον εισβολέα, αλλά για την υπεράσπιση της σοσιαλιστικής τους πατρίδας -ενώ όσοι έβλεπαν τα συμφέροντά τους να θίγονται από αυτήν, πέρασαν ανοιχτά με το πλευρό των Ναζί. Είναι επίσης σημαντικό πως η εργατική τάξη και η πολιτική της πρωτοπορία θα πετύχει αυτή την ευρεία συσπείρωση με την επιβεβαίωση του ρόλου της στην πράξη, σε μια σειρά καθήκοντα, και όχι κάνοντας από θέση αρχής υποχωρήσεις απέναντι σε άλλες, σύμμαχες τάξεις, στο όνομα μιας εθνικής ή παλλαϊκής ενότητας.

Ένα δεύτερο θεωρητικό ζήτημα που έμπαινε γενικά, είναι το εξής: αν η δικτατορία του προλεταριάτου είναι η μεταβατική μορφή μέχρι την εμφάνιση του κομμουνισμού και η ταξική πάλη οξύνεται στο σοσιαλισμό -όπως είχε γράψει ο Στάλιν- τότε πώς και πότε ακριβώς φτάνουμε στην απονέκρωση του κράτους, που θα μας οδηγήσει στο κομμουνιστικό στάδιο; Πώς δικαιολογείται ο ισχυρισμός της όξυνσης, εφόσον το κόμμα των μπολσεβίκων εκτιμούσε πχ τη δεκαετία του 30′ πως έχουν τεθεί οι βάσεις του σοσιαλισμού και έχουν εξαλειφθεί οι εναντίον του απειλές από τη σοβιετική κοινωνία;

Παράλληλα, υπήρχε μια αντίθεση μεταξύ του εσωτερικού μετώπου, όπου είχαν τεθεί οι βάσεις του σοσιαλισμού και οι βασικές κοινωνικές τάξεις (εργατική τάξη, αγροτιά, διανόηση) δεν είχαν ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ τους, και του εξωτερικού τομέα, με τον Ψυχρό Πόλεμο και τα σφυριά του ιμπεριαλισμού να βαράνε συντονισμένα στην ίδια κατεύθυνση, βάζοντας στο στόχαστρο τη Σοβιετική Ένωση. Ασφαλώς αυτά τα δύο δε χωρίζονταν με στεγανά, δημιουργούνταν όμως μια ιδιαίτερη “παράδοξη” κατάσταση, που προκαλούσε και αντίστοιχες παραδοξολογίες σε θεωρητικό επίπεδο, όπως πχ το σχήμα του “κομμουνιστικού κράτους”, με τις κρατικές, πχ στρατιωτικές δομές, να διατηρούνται ενάντια στις εξωτερικές απειλές, τη στιγμή που στο εσωτερικό θα ξεκινούσε η οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Κάποια πράγματα μπορεί να μοιάζουν προφανή, αλλά τα συμπεράσματα δεν είναι τόσο εύκολα. Η ταξική πάλη προφανώς δε σταματά ποτέ, ο κίνδυνος της παλινόρθωσης παραμονεύει και δίπλα μας θα φτάσει κάποια μέρα, αν χάσουμε τα ταξικά γυαλιά μας, για να παραφράσουμε ένα γνωστό στίχο του Φώντα Λάδη. Η οικοδόμηση δεν είναι ένα προτσές που προχωρά αυθόρμητα, από μόνο του, χωρίς συνειδητή δράση. Κι έιναι ζητούμενο πώς θα κερδίζεται συνεχώς το ενδιαφέρον και η συμμετοχή των μαζών σε αυτήν, παράλληλα με την απαιτούμενη εγρήγορση ενάντια στον ταξικό εχθρό, που δεν είναι άμεσα ορατός και κρύπτεσθαι φιλεί ή μπορεί να βρίσκεται μέσα μας, στη δύναμη της συνήθειας, του παλιού που αργοπεθαίνει, αλλά αντιστέκεται κι επιβιώνει με χίλιους τρόπους, από κάθε πιθανή χαραμάδα. Όσο για την απονέκρωση, είναι οπωσδήποτε κάτι που θα απασχολήσει τις επόμενες γενιές, ακόμα και αν υποθέσουμε πως εμείς θα “αξιωθούμε” να προλάβουμε μια επανάσταση στα κοντά.

Σε κάθε περίπτωση, μπορούμε να κρατήσουμε ως γενική αρχή πως παρά τα όσα λέγονταν -και είχαν μια κάποια βάση- για το γιγαντισμό και την υπέρμετρη διόγκωση του δημόσιου τομέα στη Σοβιετική Ένωση και το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, στην πράξη είχαμε εφαρμογή αυτού που σημείωνε ο Ένγκελς για το “μισο-κράτος”, που παύει να είναι ουσιαστικά τέτοιο από τη στιγμή που παίρνει στην κατοχή του τα μέσα παραγωγής στο όνομα ολόκληρης της κοινωνίας και σταδιακά -σε βάθος χρόνου- παύει να είναι ένας καταπιεστικός μηχανισμός, εφόσον εκφράζει τη συντριπτική πλειοψηφία και τα συμφέροντά της ενάντια σε μια χούφτα εκμεταλλευτών που υπερασπίζονται το παλιό.

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Ο Μπρέζνιεφ ζει και σπέρνει αυταπάτες

Τον περασμένο νοέμβρη συμπληρώθηκαν τριάντα χρόνια από το θάνατο του σοβιετικού ηγέτη λεονίντ μπρέζνιεφ. Εκείνες τις μέρες όμως έπεσαν μαζεμένα κάποια θέματα επικαιρότητας μαζί με άλλες επετείους κι η κε του μπλοκ δεν είχε την ευκαιρία να ασχοληθεί και να «τιμήσει» με τη δέουσα προσοχή τη μνήμη του. Για αυτό κάνει δημόσια την αυτοκριτική της και καταθέτει εμπράκτως τη μεταμέλειά της, με αυτό το μικρό κείμενο, μία μέρα μετά την επέτειο των γενεθλίων του μπρέζνιεφ.

Το πρώτο που πρέπει να σημειώσει κανείς είναι οι αντιδράσεις των μέσων της εποχής και δη του ελληνικού τύπου. Το πρωτοσέλιδο της ελευθεροτυπίας για παράδειγμα, αποτύπωνε πλήρως το τότε κυρίαρχο πολιτικό κλίμα, με ένα εξ ορισμού ρετρό φύλλο, όχι μόνο γιατί δεν είχε υποκύψει ακόμα στη μόδα των ταμπλόιντ αλλά για το περιεχόμενό του, που θρηνούσε με εξάστηλους τίτλους για την απώλεια του μαχητή της ειρήνης, λεονίντ μπρέζνιεφ. Το συγκρίνεις εκ των υστέρων με τα κατοπινά αφιερώματα της μακαρίτισσας εφημερίδας, που εξελίχθηκε σε άντρο του αριστερού εναλλακτικού αντι-σοβιετισμού, για τον αν-υπαρκτο σοσιαλισμό στη σοβιετική ένωση, και μένεις να θαυμάζεις το μέγεθος της μετάλλαξης, που ακολούθησε αυτήν του πασόκ. Το οποίο τότε ήταν φιλικά διακείμενο προς τα σοσιαλιστικά καθεστώτα και κρατούσε στάση ευμενούς ουδετερότητας, παίζοντας επιδέξια το φιλοσοβιετικό χαρτί, όπως πχ με το γιαρουζέλσκι. Κάτι που επηρέαζε αναπόφευκτα ως ένα βαθμό τη βάση του κκε, αλλά και τα ενημερωτικά δελτία της κρατικής τηλεόρασης.

Σημείο κλειδί είναι η σύνδεση του μπρέζνιεφ με τη σοσιαλδημοκρατία –ακόμα και στη «φαιδρή» ελληνική της εκδοχή. Το ένα σκέλος του έχει να κάνει με τη διαδικασία (προτσές) της σταδιακής σοσιαλδημοκρατικοποίησης του κκσε, το οποίο διατηρούσε άριστες σχέσεις με πολλές ευρωπαϊκές σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις κι υποστήριζε το ειρηνικό πέρασμα στο σοσιαλισμό, την ειρηνική συνύπαρξη με τον ιμπεριαλισμό και τα μονοπώλια, κι ένα είδος «μικτής οικονομίας» σοσιαλισμού με αγορά, εμπορευματικές σχέσεις, κριτήρια κέρδους, κτλ, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που θα το έκανε κι ένα δυτικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.

Σε ένα άλλο επίπεδο, η σύνδεση με την ελληνική σοσιαλδημοκρατία μπορεί να σταθεί μεταξύ του νεποτισμού και της διαφθοράς ενός τμήματος της κρατικής νομενκλατούρας –που έλαβε εκτεταμένες διαστάσεις στα χρόνια του μπρέζνιεφ- από τη μια πλευρά, και της ρεμούλας κατά την οκταετία της αλλαγής από την άλλη, με τα γνωστά σκάνδαλα –που αποδείχτηκαν παρωνυχίδα σε σχέση με άλλα μεταγενέστερα, αλλά έμειναν στην ιστορία. Οι μυθικές ιστορίες για τις «χρυσές δουλειές» και τον πλούτο των πολυάριθμων γαμπρών του μπρέζνιεφ, στο δικό μου μυαλό έχουν πάντα ως διαλεκτικό συμπλήρωμα την ιστορική ατάκα του παπανδρέου για κάποιον διακεκριμένο πρασινοφρουρό.
Είπαμε να κάνει ένα δωράκι στον εαυτό του, αλλά όχι και πεντακόσια εκατομμύρια.

Στην πορεία των πραγμάτων, το μπρέζνιεφ διαδέχτηκε ο αδιάφθορος αρχηγός της καγκεμπέ, γιούρι αντρόποφ, ως πρόδρομος του γκορμπατσόφ και της διαβόητης ανασυγκρότησής του (περεστρόικα), κατ’ αναλογία του «σοβαρού καθηγητή» σημίτη και της πασοκικής εκδοχής ανασυγκρότησης, που ονομάστηκε εκσυγχρονισμός.

Κατά συνέπεια η αναπόλησης της «χρυσής, μπρεζνιεφικής εποχής», θα ήταν ίσως μια ρομαντική αυταπάτη, εξίσου επιζήμια πολιτικά με αυτήν του παλιού, καλού πασόκ της πρώτης τετραετίας, που μας πλασάρεται εδώ και χρόνια, σε διάφορες κομματικές εκδοχές. Αυτό όμως με τη σειρά του δεν μπορεί να μας οδηγήσει σε μια συνολική απόρριψη και απαξίωση της αυθόρμητης συνείδησης των μαζών, που αναγνωρίζουν εμπειρικά ότι τότε ζούσε καλύτερα και αναπολούν –όχι κάποιον ηγέτη, αλλά- τις κατακτήσεις που τους πρόσφερε, στη μια περίπτωση το ριζοσπαστικό μεταπολιτευτικό κίνημα και στην άλλη το κοινωνικό σύστημα του σοσιαλισμού, με τα στραβά και τις αντιφάσεις του.

Κι αυτό είναι κάτι που μόνο το κουκουέ αναγνωρίζει , χαρακτηρίζοντας σοσιαλισμό ενιαία όλη την αντιφατική ιστορική πορεία της σοβιετίας, της οικοδόμησης και της υποχώρησης, χωρίς διακρίσεις κι αστερίσκους. Μια συνεπήςστάση, για την οποία έχει αποκομίσει κατά καιρούς διάφορα κοσμητικά επίθετα, του τύπου σοβιετικό ή μπρεζνιεφικό απολίθωμα, το οποίο ενέπνευσε στην κε του μπλοκ και το διαδικτυακό της ψευδώνυμο.

Εάν έτσι έχουν λοιπόν τα πράγματα με το μπρέζνιεφ γιατί δεν αναγνώρισαν την αξία του οι αστοί για να τιμήσουν τη ρεβιζιονιστική του προσφορά στο ξήλωμα του σοσιαλισμού; Γιατί δεν του έκαναν ένα άγαλμα πχ, όπως οι ρωσικές αρχές στον κοσίγκιν; Επ’ αυτού υπάρχουν διάφορες προσεγγίσεις.

Υπάρχει καταρχάς το ιστορικό σχίσμα με το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα, που μετά την άνοιξη της πράγας και την επέμβαση του συμφώνου της βαρσοβίας, παρουσίαζε τον μπρέζνιεφ ως ένα «στάλιν χωρίς αίμα» (όπως λέει ο ραφαηλίδης).
Θα ‘θελε! όπως είχε πει μια φορά ο (πάλαι ποτέ) σκληρός διαλεκτικός, σχολιάζοντας την αξία των δυο ηγετών. Πολύ θα ‘θελε ο μπρέζνιεφ να είναι ισάξιος του στάλιν. Όπως κι εμείς (πολύ) θα θέλαμε το μεσαίο του όνομα (ιλίτς), που ήταν το ίδιο με αυτό του βλαδίμηρου, να έκρυβε κάποια ιδιαίτερη σημειολογία. Αλλά αποδείχτηκε απλή συνωνυμία.

Μια άλλη πιθανή εξήγηση είναι ότι η ρώσικη αρκούδα (τσαρική, σοβιετική ή αστική) παραμένει το αντίπαλο δέος των δυτικών στο γεωπολιτικό παιχνίδι και δεν περισσεύουν καλά λόγια κι έπαινοι για την άλλη πλευρά. Ακόμα και για το γκόρμπι, που ήταν το αγαπημένο παιδί της δύσης, ένας δυτικός αξιωματούχος είχε επιστήσει την προσοχή γιατί «ο γκορμπατσόφ μεταρρυθμίζει την εσσδ για να την ενισχύσει, όχι για να την αλλάξει ή να την ανατρέψει». Εννοώντας προφανώς μια μετασοβιετική εσσδ με παλινορθωμένο καπιταλισμό κι ανταγωνιστική θέση.

Υπάρχει και μια τρίτη πτυχή που αφορά τη στοχοποίηση της περιόδου της λεγόμενης μπρεζνιεφικής στασιμότητας, ως πηγής όλων των δεινών, και ιδεολογικό άρμα των ιθυνόντων της περεστρόικα, που έβαλαν συνολικά στο στόχαστρο τις «μαύρες κηλίδες του παρελθόντος» και το ξεκαθάρισμα με ό,τι απέμεινε από τις κατακτήσεις της οικοδόμησης επί στάλιν.

Το κλειδί για την ερμηνεία της ουσίας, πίσω από την επιφάνεια των γεγονότων –από την καθαίρεση του νικήτα, μέχρι την τελική επικράτηση της περεστρόικα- είναι ο διαχωρισμός στο εσωτερικό του γραφειοκρατικού στρώματος (που κάποιοι έσπευσαν να θεωρήσουν κυρίαρχη τάξη) σε οικονομικά και πολιτικά στελέχη. Με το μπρέζνιεφ σχηματικά να εκπροσωπεί την κυριαρχία των δεύτερων στον «παλλαϊκό» κρατικό μηχανισμό, κατά την περίοδο της στασιμότητας. Και το νικήτα ως προάγγελο της περεστρόικα, να εκπροσωπεί τα διευθυντικά στελέχη στην παραγωγή, που επιζητούσαν γρήγορες και τολμηρές αλλαγές για τη μετάβαση στην αγορά και την υπέρβαση της στασιμότητας –εννοώντας τα εναπομείναντα σοσιαλιστικά «βαρίδια» για την επιχειρούμενη παλινόρθωση. Αυτός ο διαχωρισμός ωστόσο είναι κάπως σχηματικός και κάθε άλλο παρά απόλυτος, καθώς οι μεταρρυθμίσεις κοσίγκιν κι η εισαγωγή κριτηρίων κέρδους στην παραγωγή για παράδειγμα, έλαβαν χώρα το 65, ένα χρόνο μετά την καθαίρεση του χρουτσόφ και την ανάδειξη του λεωνίδα.

Γιατί λοιπόν δεν ισχύει στην περίπτωση του μπρέζνιεφ η παροιμία «ο νεκρός δεδικαίωται»; Γιατί οι καπιταλιστές καταλαβαίνουν πολύ καλύτερα από τους σύγχρονους αντισοβιετικούς κομμουνιστικής καταγωγής την κοινωνική φύση αυτού που υπήρχε στη σοβιετία. Και για αυτούς δεν υπάρχει κανένα περιθώριο ιστορικής δικαίωσης του σοσιαλισμού και –κατά συνέπεια- οτιδήποτε συνδέεται μαζί του σε συμβολικό έστω επίπεδο. Κι αυτό γιατί φοβούνται την εμβέλειά –όχι του μακαρίτη λεωνίδα αλλά- του μακαρίτη σοσιαλισμού, που πλανάται σα φάντασμα πάνω από την ευρώπη και όλο τον κόσμο, στοιχειώνοντας την ιστορική τους μνήμη. Το αστικό ηθικό δίδαγμα του εικοστού αιώνα είναι ότι ο σοσιαλισμός ήταν μια ουτοπική παρένθεση που έκλεισε. Και οτιδήποτε κινείται εκτός αυτού του παραμυθιού, δεν είναι αποδεκτό.
Αυτό απαντά και στο δραματικό υποθετικό ερώτημα, «με ποιους θα ήμασταν;» αν μπορούσαμε να γυρίσουμε αντιδιαλεκτικά το ρολόι της ιστορίας, πχ στην «άνοιξη της πράγας» ή το αφγανιστάν. Με τον αγώνα των λαών και των κομμουνιστών για εθνική και κοινωνική χειραφέτηση. Και ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τα διάφορα υποχείριά του.

Εκεί που βρίσκει ωστόσο απρόσμενη δικαίωση μετά θάνατον ο λεωνίδας είναι στο παρόν και την τρέχουσα συγκυρία, από διάφορες πολιτικές δυνάμεις, διακηρυγμένα αντισοβιετικές, που ωστόσο επαναφέρουν στα σημερινά δεδομένα τις αυταπάτες για το ρόλο της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας και τη μπρεζνιεφική θεωρία περί ειρηνικού, κοινοβουλευτικού περάσματος στο σοσιαλισμό μέσω μιας... μεταβατικής μετάβασης που φέρνει από την πίσω πόρτα την παλαιοπορτουνιστική θεωρία των σταδίων.

Και το ωραίο της υπόθεσης είναι ότι τις προωθούν τώρα που έχει εκλείψει η «επάρατος» σοβιετία, η ύπαρξη της οποίας έδινε τουλάχιστον μια ρεαλιστική βάση σε αυτήν την χιμαιρική αυταπάτη, και σε κάθε περίπτωση καθιστούσε αυτό το πέρασμα πιο εύκολο. Και αυτή ήταν η πραγματική αξία και η σημασία του ρόλου της εσσδ στους παγκόσμιους συσχετισμούς.

Ακούγοντας κανείς τις περισπούδαστες αναλύσεις για το πώς θα καταφέρουμε να επιβάλουμε στην αστική τάξη μεταρρυθμίσεις που θα θίγουν τα κέρδη της, προς όφελος του λαού, χωρίς να θίγουν την εξουσία της συνολικά, θυμάται τη λεπτή ειρωνεία του βλαδίμηρου για τους μεταφυσικούς πολιτικούς παπάδες, που δεν είχαν παρά να προσεύχονται για να γίνουν πράξη όσα θαυμαστά περιέγραφαν και πρότειναν. Και τα εντάσσει αυτομάτως στην υψηλή τέχνη του πολιτικού άρλεκιν με τις γλυκανάλατες αταξικές αναλύσεις. Ένα είδος που ανθούσε στα χρόνια του μπρέζνιεφ, παραμένοντας ακόμα και σήμερα αξεπέραστο φάρμακο για τις δύσκολες περιπτώσεις αϋπνίας.

Κι αυτό που μένει ως θύμηση να προσδιορίζει αυτό το είδος και την εποχή του, είναι η σκηνή με το παθιασμένο φιλί του λεωνίδα με τον χόνεκερ, που επιβεβαίωνε και υπογράμμιζε τους ακατάλυτους δεσμούς φιλίας των δυο κρατών, λίγα χρόνια πριν καταλυθούν οριστικά και τα δυο, με όσα ακολούθησαν την πτώση του τείχους του βερολίνου.

Ο λεωνίδας φιλούσε υπέροχα…

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Όλα τα δάχτυλα ίσα δεν είναι

Σε ένα προηγούμενο κείμενο, είπαμε κάποια πράγματα για το βασίλειο της ελευθερίας και την αστική αντίληψη. Όπως επισημαίνει ο σαχναζάροφ, τον καιρό που ήταν ακόμα καλός μπρεζνιεφικός άνθρωπος κι όχι γκεσέμι της περεστρόικα, στο πέρας του χρόνου μπορούμε να δούμε μια παράδοξη μεταστροφή.
Μέχρι πρόσφατα η ελευθερία κι η ισότητα πήγαιναν χέρι-χέρι μαζί με την αδελφότητα κι έφτιαχναν το τρίπτυχο που είχε γραμμένο στις σημαίες της η αστική, γαλλική επανάσταση.


Σήμερα όμως μπαίνουν η μία στον αντίποδα της άλλης. Ο αστικός ατομισμός δε μπορεί να ανεχτεί ούτε καν την τυπική ισότητα, που του ήταν χρήσιμη για να συσπειρώσει τις μάζες των προλετάριων ενάντια στα ελέω θεού προνόμια των ευγενών. Τώρα οι αστοί θέλουν να τεκμηριώσουν φιλοσοφικά ότι δεν είναι ίσα όλα τα δάχτυλα (είτε λέγονται φυλές, είτε τάξεις) και να εδραιώσει την κυριαρχία της.

Η αφηρημένη ισότητα παραμένει ωστόσο κατεξοχήν αστική έννοια. Ας θυμηθούμε το πρόγραμμα της γκότα κι αυτά που λέει για την κοινωνία του μέλλοντος που κληρονομεί το τυπικά ίσο αστικό δίκαιο. Που στην ουσία του είναι άνισο, γιατί οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι κι η ισότητα υπάρχει διαλεκτικά μες στη διαφορά τους.

Αυτό μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητό με το παράδειγμα μιας πολυκατοικίας και της κεντρικής θέρμανσης που παραπέμπει στον κεντρικό σχεδιασμό. Κάθε σπίτι έχει άλλες αντοχές, άλλες ανάγκες κι οι ένοικοί του λείπουν διαφορετικές ώρες για τις δουλειές τους. Η κεντρική διαχείριση γίνεται στη βάση της σχετικής σπάνης, με το σκεπτικό να φτάσει για όλους. Σε κάποιες περιπτώσεις είναι σπάταλη κι αναποτελεσματική, γιατί κρατά το τυπικά ίσο αστικό δίκαιο που τους βάζει όλους στο ίδιο καλούπι. Αλλά είναι δίκαια και σοσιαλιστική με βάση τους περιορισμούς που υπάρχουν.

Το κλειδί για να υπερβούμε αυτή την κατάσταση δεν είναι η αυτόνομη θέρμανση κι η αυτοδιαχείριση, γιατί έτσι θα έχουν θέρμανση μόνο τα ρετιρέ και τα ισόγεια θα καίνε σκουπίδια για να ζεσταθούνε. Το κλειδί είναι να αναπτύξουμε τα μέσα παραγωγής και να έχουμε φυσικό αέριο κι άφθονη ενέργεια για όλα τα σπίτια, ανάλογα με τις ανάγκες τους.

Παρένθεση. Μία από τις πιο ιντριγκαδόρικες, αντιδιαλεκτικές απορίες της παγκόσμιας ιστορίας είναι τι θα γινόταν αν η σοβιετία προλάβαινε εγκαίρως να αναπτύξει υποδομές για να αξιοποιήσει το φυσικό της αέριο και να ξεπεράσει βασικά, οικονομικά της προβλήματα. Υπάρχει όμως το παράδειγμα της βελούδινης μετάλλαξης της κίνας που δείχνει ότι το κλειδί των εξελίξεων βρισκόταν στην πολιτική. Κι αυτό το ‘χαμε χάσει προ πολλού. Ή τουλάχιστον είχαμε τζαναμπέτηδες κλειδαράδες.
Κλείνει η παρένθεση.

Επί των ημερών της η περεστρόικα είχε εξαπολύσει ιδεολογική επίθεση εναντίον της εισοδηματικής εξίσωσης με προμετωπίδα τον μαρξισμό και την κριτική του στην αφηρημένη αστική ισότητα, για να δώσει ηθική νομιμοποίηση στα υλικά προνόμια της εκκολαπτόμενης αστικής τάξης. Αλλά αν υπάρχει ένας εξισωτισμός που μπορεί να βρει κανείς στους κλασικούς είναι στα διδάγματα από την παρισινή κομμούνα, για όσους κατέχουν κρατικά πόστα και το μέσο μισθό ενός εργάτη με τον οποίο πρέπει να αμείβονται.

Η διαφοροποίηση στους μισθούς είναι μεγάλο ζήτημα. Η πρώτη και βασική δυσκολία είναι να ορίσεις το μέγεθός της. Ο καθένας μπορεί να πάρει πχ μια πηγή σαν τη νομενκλατούρα του βοσλένσκυ και να προσθέσει όποιο νούμερο θέλει, όπως περίπου γίνεται με τα θύματα του συντρόφου με το μουστάκι. Η δημιουργική στατιστική περί σοβιετίας αφήνει με διαφορά πίσω της τα διαβόητα greek statistics για την οικονομία.

Ο άβερελ λέει ότι στα αχτίφ του κόμματος τους έλεγαν 4 προς 1, αλλά στην πραγματικότητα ο λόγος της διαφοράς ήταν πολύ μεγαλύτερος. Ο σκληρός διαλεκτικός λέει ότι ο μισθός του ανθρακωρύχου στη σοβιετία ήταν μεγαλύτερος από αυτόν του μπρέζνιεφ. Ο λεονίντ όμως είχε άλλα έμμεσα προνόμια λόγω θέσης. Κι υπάρχει και το γνωστό ανέκδοτο με τη μητέρα του που τον επισκέπτεται στη μόσχα, βλέπει όλη την χλιδή που τον περιβάλλει, το ρωτάει αν όλα αυτά είναι δικά του και του λέει: πρόσεχε γιόκα μου, μην έρθουν οι κομμουνιστές και στα πάρουν.
Παρεμπιπτόντως, σαν σήμερα είναι και τα γενέθλια του λεονίντ. Ζωή σε λόγου μας.

Κι ο μαρξισμός λέει ότι τα διαφορετικά εισοδήματα συμβάλλουν σε μια άλφα διαστρωμάτωση, αλλά δε συνιστούν από μόνα τους ταξική διαφοροποίηση. Οι υψηλόμισθοι μπορούν να καταναλώσουν μέχρι σκασμού που λέει ο λόγος, αλλά αυτό δεν είναι εξαγωγή υπεραξίας και ταξική εκμετάλλευση. Παρόλα αυτά το χρήμα που συσσωρεύεται αρχίζει να ψάχνει διέξοδο για να κινηθεί και να γίνει κεφάλαιο.

Το βασικό ερώτημα είναι γιατί οι κομμουνιστές, τα μέλη του μηχανισμού και τα ανώτερα στελέχη να μην παίρνουν λιγότερα από τους άλλους, για να δώσουν το καλό παράδειγμα της ανιδιοτέλειας. Στη βάση της κομμουνιστικής τους συνείδησης, της αναγκαιότητας να γίνουν κάποια πράγματα –ότι είναι ελεύθεροι να παίρνουν μικρότερους μισθούς, να αυξάνουν τις νόρμες, κτλ. Θεωρητικά δηλ ό,τι γίνεται τώρα και στις επιχειρήσεις του κόμματος.

Μα αυτό ακριβώς γινόταν, λέει ο σκληρός διαλεκτικός. Και δεν ήταν μόνο ο μπρέζνιεφ κι ο ανθρακωρύχος, λέει ο σοβιετικός κυριούλης, αλλά κι ο δάσκαλος που έπαιρνε το μισό μισθό ενός οδηγού λεωφορείων. Ψάξε βρες άκρη.

Αυτό το παραπάνω είναι μια προέκταση της λογικής περί ισότητας στην οργάνωση, που λέει ισότητα στα δικαιώματα, αλλά περισσότερα καθήκοντα κι υποχρεώσεις για τα στελέχη. Ένα ζητούμενο που εκπληρώνουν υποδειγματικά πολλοί σφοι, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις παραμένει ζητούμενο. Για αυτό ακριβώς υπάρχει το καταστατικό. Για να προστατεύει τα μέλη από την κομματική γραφειοκρατία –κι όχι το αντίθετο. Αυτό το τελευταίο είναι γνωστό τσιτάτο, αλλά κολλάει το μυαλό μου και δε μπορώ να θυμηθώ αν το είπε ο βλαδίμηρος ή ο λέων.

Υπάρχουν βέβαια κι αυτοί που θέλουν την οργάνωση χωρίς καταστατικό, ως εικόνα από την κοινωνία του μέλλοντος. Αλλά αυτό που καταφέρνουν συνήθως είναι να έχουν οργάνωση χωρίς οργάνωση και να αναπαράγουν όλες τις βρωμιές του παρελθόντος.

Πέρα από την ισότητα, επιθέσεις γίνονται και με τις άλλες δύο κατηγορίες από το γνωστό τρίπτυχο. Πχ με τις αδελφές λαϊκές δημοκρατίες και τις αδελφωμένες τάξεις που προχωράν αδελφωμένες και σφιχταγκαλιασμένες στο παλλαϊκό κράτος (άλλο αν η ταξική πάλη συνεχώς οξύνεται). Και για τις αμφιφυλόφιλες κοινωνίες, με τα πολλά αστικά κατάλοιπα και τον διττό, μεταβατικό χαρακτήρα με τάσεις παλινόρθωσης.

Ακόμα πιο συνήθεις είναι οι κριτικές για την ελευθερία, που για τους αστούς είναι συνυφασμένη με την ατομική ιδιοκτησία και την αστική δημοκρατία. Στην πραγματικότητα πρόκειται για την ελευθερία του κεφαλαίου να εκμεταλλεύεται την εργατική δύναμη και να καρπώνεται την υπεραξία. Ή με άλλα λόγια την συνείδηση της αναγκαιότητας να το κάνει αυτό, αλλιώς παύει να υφίσταται ως τέτοιο (που συμπυκνώνεται και στις γνωστές τέσσερις ελευθερίες της εε).

Κι εμείς από την πλευρά μας έχουμε συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα να απαλλοτριώσουμε τους απαλλοτριωτές, αν θέλουμε να κατακτήσουμε πραγματικά την ελευθερία, να εξαλείψουμε τον υλικό καταναγκασμό και να κάνουμε την εργασία ένα δημιουργικό παιχνίδι που αναπτύσσει ολόπλευρα την προσωπικότητα. Να λυτρώσουμε τη ζωντανή από την εξουσία της νεκρής εργασίας, την ανθρώπινη δραστηριότητα από την κυριαρχία των πραγμάτων και τον φετιχισμό του εμπορεύματος.

http://www.youtube.com/watch?v=b2vkEZAifNk

Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

Στο Καφενοδικείο

Και γιατί σε είπες μπρεζνιεφικό απολίθωμα;
Μοιάζει με την ερώτηση γιατί κουκουέ στην οποία πρέπει να καταλήγουν όλες οι συζητήσεις, μαζί με πρόταση για βιογραφικό. Κι η απάντηση επί της ουσίας είναι και στα δύο παρεμφερής.
Αλλά ας πούμε πρώτα κάτι άλλο.

Οι άνθρωποι στη συντριπτική τους πλειοψηφία έχουν ανάγκη να πουν πράγματα. Όχι να ακούσουν. Οπότε κάνεις την ανάγκη των άλλων φιλοτιμία και κάθεσαι να τους ακούσεις, να βγάλεις συμπεράσματα και να έχεις υλικό για το μπλοκ, γιατί κι εσύ τελικά, κάπου πρέπει να τα πεις.

Το αλκοόλ βοηθάει να λυθεί η γλώσσα τους. Αλίμονο όμως αν χρειαζόμαστε μια ουσία για να βγάλουμε αυτά που έχουμε μέσα μας (δεν εννοώ το φαγητό). Αυτή είναι η πραγματική κατάντια στη σούρα και το αλκοόλ.
Η δική μου ουσία για να βγάλω τα σώψυχά μου είναι το μπλοκ. Αλλά αυτό είναι κατάντια άλλης ποιότητας.

Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με την χαρά και τη συντροφικότητα που πολλοί τα έχουν συνδέσει με το αλκοόλ. Υπάρχουν άτομα ρηχά, κοινωνικά και φλύαρα, χαζοχαρούμενα εκ πεποιθήσεως που είναι έτσι από φυσικού τους και δεν χρειάζονται να πάρουν κάτι για να τους αλλάξει την ψυχική διάθεση. Σαν το γουρούνι στον κόκορα του αρκά καλή ώρα.

Βασικά όμως μιλάμε για άτομα που δεν τα έχουν καλά με τον εαυτό τους και πίνουν (γράφουν) για να τον ξεχάσουν, να ξεφύγουν και να απελευθερωθούν στιγμιαία. Κι εκεί στο υπερπέραν που ταξιδεύουν συναντιούνται με άλλες ασώματες ψυχές που έχουν ξεφύγει και σου προσφέρουν μια ψευδαίσθηση συλλογικότητας.
Αλλά ποιον πάμε να ξεγελάσουμε; Το αρχικό κίνητρο είναι η ατομική απόδραση. Όχι η συνεύρεση με τους άλλους.

Το πρόβλημα είναι ότι δεν τα ‘χουν καλά με τον εαυτό τους, αλλά τον υπεραγαπάνε κι ανακαλύπτουν συνέχεια προβλήματα για να ασχολούνται μαζί του. Παντρεύτηκαν έναν εαυτό που δεν τους αρέσει και τον φορτώθηκαν για μια ζωή, μέχρι τον τάφο. Αν και το ένα δεν αποκλείει απαραίτητα το άλλο (ζωή εν τάφω). Άσε που στο δρόμο μπορεί να πεθάνεις κιόλας.

Ανακαλύπτουν νόημα μόνο σε συλλογικές διαδικασίες, κρυμμένοι πίσω από πλήθη. Κι όταν μένουν μόνοι με τον εαυτό τους βρίσκουν την ύπαρξή τους ανόητη κι ανυπόφορη. Σαν τους ήρωες του στρατή τσίρκα.

Αλλά δε μπορεί να γίνει έτσι, με άτομα που δεν την παλεύουν και παλεύουν γενικά κι αόριστα για να λύσουν τα προσωπικά τους σύνδρομα. Ή μάλλον καλύτερα περιμένουν να τους τα λύσει η επανάσταση. Έτσι μεταφέρεις τα προβλήματά σου στον αγώνα και την οργάνωση.

Την επανάσταση θα την κάνουν άνθρωποι με ανθρώπινα πάθη κι αδυναμίες που δε θα τις μεταθέτουν στη δευτέρα παρουσία, αλλά θα τις αντιμετωπίσουν θαρραλέα και η πορεία της αντιμετώπισής τους θα τους φέρει στον ίσιο δρόμο του συλλογικού. Που κατά βάθος είναι ανηφόρα με ζιγκ ζαγκ, αντίθετα με την ατομική κατρακύλα.

Η διαλεκτική του αλκοόλ λοιπόν είναι πως όσο σταματάει η σκέψη λύνεται η γλώσσα. Ξεμπλέκεται από τα αξεδιάλυτα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις στις οποίες βουτάει κάθε φορά πριν μιλήσει. Στην αρχή σχεδόν το ζηλεύεις σαν προτσές, αλλά πριν προλάβει να σε γοητεύσει προχωρά κι εξελίσσεται σε ακατάσχετη ανοησία.

-Κι εσύ γιατί δεν πίνεις;
Γιατί δεν πίνω; Τώρα τι να σου πω; Ότι μου το απαγορεύει η θρησκεία μου;
Βασικά αν έπινα, σε μένα θα είχε τα αντίθετα αποτελέσματα. Θα ζαβλάκωνα και θα μ’ έπαιρνε ο ύπνος πάνω στο τραπέζι με το χέρι για μαξιλάρι. Αλλά πρέπει να βρω κι ένα ιδεολογικό άλλοθι.

Να σου πω ότι είναι σοβιετικό ήθος; Αφού εκεί σχεδόν όλοι έπιναν.
Να σου πω ότι είναι βαζιουλινικό; Αφού ούτε που τον ήξερα τον βαζιούλιν όταν άρχισα να μην πίνω.
Ήταν σαν το γκεβάρα και το μαρξ. Και να μην είσαι μαρξιστής –λέει ο τσε- φτάνεις στα λόγια του από άλλο δρόμο και κάπου συναντιέστε. Μέχρι που καταλαβαίνεις πως δε δουλεύει το μοντέλο και ψάχνεις για ανταλλακτικά στους τρίτους δρόμους.

Ένα τυπικά μπρεζνιεφικό χαρακτηριστικό είναι η αυταρέσκεια*. Τα αυτάρεσκα άτομα δεν τα έχουν καλά με τον εαυτό τους και χρειάζονται διαρκώς επιβεβαίωση. Η μη ανάπτυξη –πες το αν θες στασιμότητα- της προσωπικότητας των άλλων είναι προϋπόθεση για την επιβεβαίωση της υπανάπτυκτης δικής τους. Το ακριβώς αντίθετο με τον κομμουνισμό δηλ.

Ένα απολίθωμα μπορεί να πάρει ξανά σάρκα –τα οστά τα έχει έτοιμα- και να αναστήσει μια πραγματικότητα, όπως έγινε στο τζουράσικ παρκ (καλά κάνουν και μας λένε δεινόσαυρους). Και γιατί να την αναστήσουμε αυτή την πραγματικότητα; Για να στεγάσουμε εκείνους ακριβώς τους φόβους μας και τα κόμπλεξ που πρέπει να υπερβούμε για να την πραγματοποιήσουμε.

Αλλά η βασική αντίφαση της κοινωνίας του μέλλοντος είναι άλλη. Ο καπιταλισμός πετάει σα λεμονόκουπες στον καιάδα της ανεργίας όσους περισσεύουν εις βάρος του μέγιστου κέρδους του. Κι ο σοσιαλισμός κρατάει τον καιάδα για μια χούφτα εκμεταλλευτές κι αποδεδειγμένα αντεπαναστάτες. Αλλά αντί για την αρεία φυλή του προλεταριάτου που θα μας φτάσει στον κομμουνισμό, μας προέκυψαν μια μάζα σύντροφοι απ’ τη λδ μογγολίας ανίκανοι να ασκήσουν κριτική κι εργατικό έλεγχο στους γραφειοκράτες.

Όπως θα ‘λεγε όμως κι ο σφος αλχημιστής, όταν θέλεις να γράψεις κάτι πάρα πολύ, το σύμπαν συνωμοτεί για να πέσουν όλα εκείνη τη στιγμή που περνά και χάνεται μαζί με την έμπνευση. Ο ειρμός σου χώνεται (το ω με άλφα) σε κάποιο συρτάρι του μυαλού κι άντε τώρα να τον ξαναβρείς με τόση ακαταστασία εκεί μέσα. Μετά πλάκωσαν κάτι φωνές και τηλέφωνα, κόντρα φωνές και κόντρα τηλέφωνα κι η εσωτερική φωνή έπαθε αφωνία.

Χάθηκα τελείως. Και δεν πετούσα και πετραδάκια πίσω μου. Μόνο μαύρη πέτρα και κοτρόνες στις βιτρίνες. Κι η βιτρίνα του μυαλού μου έσπασε σε χίλια κομμάτια κι άντε να τα ξαναενώσω και να καταλάβω τι δείχνει το παζλ.

Αφορμή για αυτό το κείμενο είναι μια ακομβίωτη ξανθιά που δεν έχει την υπομονή να ακούσει τους άλλους, ή να τα βρει με τον εαυτό της και τα μάτια της μελαγχολούν για έναν μακρυμάλλη. Καθώς επίσης και για το γραμματισμό των μεταναστών και των παιδιών στο γυμνάσιο που περιμένουν να τους φέρει σι-ντι για να πειστούν πως οι φάλαινες όντως τραγουδάνε. Εδώ παιδί μου τραγουδάει η καλομοίρα, στη φάλαινα θα κολλήσουμε;

Παιδιά της πόλης με φυσικό αναλφαβητισμό που δεν ξέρουν να ξεχωρίζουν τις πρασινάδες στο μανάβη. Τα τελευταία κατάλοιπα της κοινότητας που διαλύεται. Αντ’ αυτής μας φόρεσαν καπέλο την ευρωπαϊκή κι εμείς βρισκόμαστε σε αναζήτηση καινούριας και συλλογικοτήτων νέου τύπου που να εκφράζουν το πνεύμα της εποχής. Προς το παρόν εκφράζουν κυρίως την παρακμή και την κρίση της.

Το μέλλον μας δεν είναι ο καπιταλισμός
Είναι ο μεσαίωνας ο εργασιακός


Υποσημειώσεις

-Το καφενοδικείο είναι ένα καφενείο με παππούδες πάνω απ’ την εγνατία που τα βράδια γίνεται εαακίτικο στέκι. Με τον σωσία του ζαχαριάδη σε μια παλιά φωτογραφία στον τοίχο και τιμές που αφήνουν τους αθηναίους με ανοιχτό το στόμα για να φάνε όσο γίνεται περισσότερο.

*Με την εισήγηση του σ. Μπρέζνιεφ ξεδιπλώθηκε μπροστά σε ολόκληρο τον κόσμο το πανόραμα της προόδου που σημειώνει η χώρα μας στους τομείς τα οικονομίας, της επιστήμης και του πολιτισμού. Ήταν η ενσάρκωση όλης της δύναμης του Κόμματος, της ενότητάς του, της συσπείρωσής του. Με την εισήγηση αυτή εκφράστηκε η σιγουριά για τη θριαμβευτική πορεία της μεγάλης μας πατρίδας στο μέλλον, προς τις φωτεινές κορυφές του κομμουνισμού…

Η κάθε θέση και το κάθε συμπέρασμα της εισήγησης του Λεονίντ Ιλίτς, η κάθε λέξη της εκπέμπει λενινιστική ενεργητικότητα, λενινιστική προσήλωση στο στόχο, λενινιστική αντικειμενικότητα, πνεύμα αυτοκριτικής, αυθεντικά λενινιστική, βαθιά επιστημονική προσέγγιση στην ανάλυση της σύγχρονης εποχής.

Στο βήμα στεκόταν ο Λεονίντ Ιλίτς Μπρέζνιεφ, ο τόσο οικείος κι αγαπητός σε όλους μας. Και ο καθένας μας έβλεπε, ένιωθε με όλη τη δύναμη της καρδιάς του ό,τι εκείνος σκεφτόταν και έπραττε στο Συνέδριο.


Αποσπάσματα από ομιλία του έντβαρντ σεβαρντνάτζε το μάρτη του 81’ σε σύσκεψη κομματικών στελεχών της δημοκρατίας της γεωργίας για τα αποτελέσματα του 26ου συνεδρίου του κκσε. Αργότερα ο σεβαρντνάτζε έγινε γκεσέμι του γκόρμπι και της περεστρόικα και φανατικός πολέμιος της εποχής της στασιμότητας.

Πού μπορούμε να τα βρούμε όλα αυτά; Στο εξαντλημένο διαμάντι του γεγκόρ λιγκατσόφ με τίτλο το αίνιγμα γκορμπατσόφ. Μην ανησυχείς τζόνι κιου. Παίζει να σου εξασφάλισα το τελευταίο κομμάτι που κυκλοφορούσε στο εμπόριο.

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Βασικά καλησπέρα σας

Στα χρόνια του συντρόφου με το μουστάκι μπήκαν οι βάσεις της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Το σύνταγμα του 36 μάλιστα εκτιμούσε ότι είχαν ολοκληρωθεί. Έτσι μιλούσαμε για ολοκληρωμένο σοσιαλισμό, που ωστόσο παρέμενε ανολοκλήρωτος κομμουνισμός με τάσεις ολοκληρωτισμού σύμφωνα με τν αστική προπαγάνδα.

Είκοσι χρόνια μετά άρχισαν οι παραβάσεις και οι παραβιάσεις της σοσιαλιστικής νομιμότητας που οδήγησαν με τη σειρά τους στην παρέκβαση απ’ τις αρχές οικοδόμησης και στην τελική έκβαση των ανατροπών.

Οι παραβάτες επίγονοι του συντρόφου με το μουστάκι κράτησαν τις βάσεις στο σύνταγμα και τις ξεχαρβάλωσαν στη ζωή. Έχτισαν όμως ένα τείχος προστασίας από την ιμπεριαλιστική περικύκλωση για να κάνουν την παλινόρθωση μόνοι τους, χωρίς βοήθεια απ’ το εξωτερικό.

Η γραφειοκρατία αυτονομήθηκε από την κομματική βάση κι από εποικοδόμημα έγινε η βάση της αντεπανάστασης. Η πολιτική στο σοσιαλισμό αποκτά βασικό ρόλο κι αλλάζει η βασική της σχέση με την οικονομία. Ελλείψει βιβλιογραφίας όμως αυτά θα τα δούμε εν καιρώ.

Ιουλιανός μες στους παραβάτες, ο ηρωικός λεωνίδας, άρχισε τις επεμβάσεις στην πράγα και το αφγανιστάν για να συμμαζέψει την καμένη, ξεχερσωμένη γη που του άφησε ο νικήτας.

Αλλά με τον ιούδα τον γκόρμπι το άβατο του μπλοκ μας έγινε αφύλαχτη διάβαση. Κι εμείς πειστήκαμε να προβούμε στο απονενοημένο διάβημα της περεστρόικα σε ρόλο ιδανικού αυτόχειρα, βάζοντας τέλος στην ιστορία της σοβιετίας και του φουκουγιάμα. Κι ύστερα ήρθε η άνοιξη (της πράγας), η νέα τάξη πραγμάτων κι οι βάσεις των αμερικάνων.

Η αρχή είχε γίνει με την απόβαση της νορμανδίας. Απ’ τη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους στη μητρόπολη, οι γιάνκηδες άπλωσαν τις βάσεις τους και δεν ξανάφυγαν. Και να σκεφτείς ότι εμείς ήμασταν που θέλαμε επίμονα το δεύτερο μέτωπο.

Στη θρυλική δεκαετία με τις βάτες, ο παπατζής ανανέωσε τη σύμβαση με τις ηπα κι οι πασόκοι κατέβηκαν στους δρόμους με σημαίες: φεύγουν οι βάσεις που μένουν.

Στο τέλος της δεκαετίας γίναμε για ένα φεγγάρι επιβάτες της εξουσίας για να ξεπλύνουμε τους επιβήτορες αυτού του τόπου αλλά η νεολαία κατέβηκε από το τρένο. Ένα κομμάτι το πήρε η αναρχία, ένα άλλο έμεινε μετέωρο κι απ’ τους υπόλοιπους, άλλοι γύρισαν στο κόμμα κι άλλοι σπίτι τους. Αυτοί οι τελευταίοι ήταν δυστυχώς κι οι περισσότεροι. Όταν ο λαός μένει πολιτικά άστεγος, αφήνει το σπίτι του λαού και πάει στο δικό του.
Δυο χρόνια μετά πετύχαμε τουλάχιστον την κάθαρση εντός του κόμματος, αλλά κάηκαν και πολλά χλωρά μαζί με λίγα ποντίκια που τα κατάτρωγαν.

Έκτοτε παραμένει ζητούμενο η άνοδος του κινήματος κι η ανάβαση απ’ το αφηρημένο στο συγκεκριμένο. Παλεύουμε ενάντια στις κοινωνικές συμβάσεις και το καθεστώς των συμβασιούχων. Ζούμε με το βασικό μισθό που δεν καλύπτει βασικές ανάγκες κι αναγκαζόμαστε να σπαταλάμε απ’ τα ψυχικά μας αποθέματα και να εξοικονομούμε αγώνες κι ενθουσιασμό για την κατάλληλη στιγμή. Που έχει κολλήσει κάπου στο δρόμο, αλλά τηλεφώνησε κι ειδοποίησε πως θ’ αργήσει.

Ο κόσμος καταλαβαίνει πως έχουμε δίκιο κι ας μην καταλαβαίνει πάντα τη γλώσσα μας. Επηρεάζεται όμως από τα αντικομμουνιστικά εκτρώματα του βήματος που βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα σαν την απαγόρευση των εκτρώσεων για να παρουσιάσουν το σοσιαλισμό σαν έκτρωμα, ενώ στην ουσία ήταν απλώς πρώιμος κι επταμηνίτικος.

Στα αμφιθέατρα παλεύουμε με τα μαυροκόκκινα πρόβατα και τις αβάσιμες θεωρίες τους για το νέο επαναστατικό υποκείμενο, την πρωτοπορία του φοιτηταριάτου και το αυθόρμητο βασικό ένστικτο, που μόνο αυτό αναγνωρίζουν ως γνήσια εξεγερσιακό. Αλλά το μαϊούνη δεν πιάσαμε τη βάση και τον παλμό της και μείναμε μετεξεταστέοι.

Σε άλλη φάση θα μιλήσουμε για τις αποφάσεις του κόμματος, τις αντιφάσεις που είναι βασική αρχή της θεωρίας μας, αλλά αν συσσωρευτούν αντιβαίνουν τη σοσιαλιστική νομιμότητα, τον τριφασικό μαρξισμό και τα τρία συστατικά του, τις φάσεις του σοσιαλισμού και τη θεωρία των σταδίων, τον σοσιαλισμό ως οργανικό όλο που είναι καλή φάση και τους συντρόφους που θα τον οικοδομήσουν με διαλεκτική άρνηση του παρελθόντος και μια μεγάλη κατάφαση στη ζωή στην οποία λένε το μέγα ναι.

Ιστορία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα
Από τη σειρά προβλήματα μετάβασης στο σοσιαλισμό
(όλο σε αυτή τη ρημάδα κολλάμε).

Υγ: όσοι αναγνώστες βρίσκονται αθήνα οφείλουν στον εαυτό τους να περάσουν από την πλατεία κλαυθμώνος που φιλοξενεί το παζάρι βιβλίων (σήμερα τελευταία μέρα). Εκεί μπορούν να βρουν μεταξύ άλλων την πολιτική οικονομία της ακαδημίας επιστημών της εσσδ με έξι ευρώ, δυόμισι την ξεχερσωμένη γη του σόλοχοφ κι άλλα τόσα την αριστερή σοσιαλδημοκρατική παρέκκλιση (τρότσκι, ζηνόβιεφ) του συντρόφου με το μουστάκι. Έχει με άλλα τόσα και τη δεξιά αλλά αυτήν να την πάρετε από τη σύγχρονη εποχή να ενισχύσετε και το κόμμα.

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

Ποια είναι η στάση των κομμουνιστών στο θέμα του ελεύθερου έρωτα;

Κρίσιμο ερώτημα. Ας δούμε τι απαντούσαν οι σοβιετικοί.

Για να αρχίσουμε πρέπει να καθορίσουμε τι σημαίνει ελεύθερος έρωτας.

Πριν από την οκτωβριανή επανάσταση, το 1915, η ινέσσα αρμάν, εξέχουσα φυσιογνωμία στο διεθνές γυναικείο κίνημα, ετοίμαζε να γράψει μια μπροσούρα για τα κοινωνικά προβλήματα της εργάτριας.
Αποφάσισε να συμβουλευτεί το λένιν και του έστειλε ένα σκελετό της μπροσούρας. Ανάμεσα στα άλλα έθιγε το θέμα του ελεύθερου έρωτα.
Ο λένιν απάντησε.

Τι εννοείς με αυτή την πρόταση; Τι μπορεί να εννοηθεί με αυτή; Μήπως σημαίνει:
Ελευθερία από υλικούς (οικονομικούς) περιορισμούς στην υπόθεση του έρωτα;
Το ίδιο από τις υλικές φροντίδες;
Από θρησκευτικές προκαταλήψεις;
Από τις απαγορεύσεις του πάπα κλπ;
Από τις προκαταλήψεις της κοινωνίας;
Από τη στενότητα ενός περιβάλλοντος (αγροτικού ή μικροαστικού ή αστοδιανοουμενίστικου);
Από τα δεσμά του νόμου, της δικαιοσύνης και της αστυνομίας;
Από τις σοβαρές συνέπειες του έρωτα;
Από τη μητρότητα;
Ελευθερία μοιχείας
;

Κι ο λένιν απέδειξε ότι απ' τη στιγμή που το όλο πρόβλημα έχει μπει με τόση ασάφεια, οι αναγνώστες της μπροσούρας θα μπορούσαν κάλλιστα να καταλάβουν ότι ελεύθερος έρωτας σημαίνει τα τρία τελευταία σημεία. Μια τέτοια τοποθέτηση δε θάχε τίποτα κοινό με την κομμουνιστική ηθική.

Οι κομμουνιστές πιστεύουν ότι πραγματικός έρωτας σημαίνει μια σχέση ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα που δεν υπαγορεύεται από τίποτα άλλο παρά μόνο από την αγάπη. Συνεπώς αισθάνονται ότι ο έρωτας πρέπει νάναι ελεύθερος από κάθε υλική βλέψη, ατομικά συμφέροντα, προκαταλήψεις, κάθε είδους ψευτιά, πατρικές απαγορεύσεις και άδικους νόμους. <ε άλλα λόγια ελεύθερος έρωτας σημαίνει ότι οι νέοι πρέπει νάναι ελεύθεροι στην εκλογή του συντρόφου τους κι ότι η αγάπη πρέπει να είναι το μόνο στήριγμα του γάμου.

Η ινέσσα αρμάν έλεγε ότι ακόμα κι ένα φευγαλέο πάθος είναι ποιητικότερο κι αγνότερο από ένα φιλί σε ένα γάμο χωρίς έρωτα.
Ο λένιν απάντησε ότι αυτό είναι σύγκριση χωρίς λογική. Ένας γάμος χωρίς έρωτα, αλλά μόνο με προσποιήσεις θα ήταν χυδαίος. Αλλά γιατί να συγκρίνουμε τον έρωτα με μια τυχαία υπόθεση; Το προηγούμενο δεν ήταν έρωτας.

Οι υποδείξεις του λένιν δείχνουν πώς οι κομμουνιστές βλέπουν τον έρωτα και το γάμο.
Οι νόμοι και τα έθιμα της τσαρικής ρωσίας έμπαιναν συχνά εμπόδιο στο γάμο των ανθρώπων που αγαπιόντουσαν. Πολύ συχνά δε μπορούσε να γίνει γάμος γιατί εκείνη ήταν πλούσια κι αυτός φτωχός. Ήταν ευγενής, ήταν χωριάτισσα. Ήταν μουσουλμάνος κι ήταν ορθόδοξη κλπ (σσ δική μου: τότε όμως δεν είχαν τιβί και μανουσάκη. Το τμήμα ηθών άρχισε το 92 με τις ανατροπές).
Οι γονείς συχνά δίναν την κόρη τους σε γάμο παρά τη θέλησή της, μόνο για χρήματα ή υψηλή θέση. Το διαζύγιο ήταν περίπλοκο. Όλα αυτά οδηγούσαν στην υποκρισία, την ψευτιά, το δεσποτισμό και την αδικία στις οικογενειακές σχέσεις.

Στη σοσιαλιστική κοινωνία αναπτύχτηκαν ανθρώπινες σχέσεις νέου τύπου κι ανάμεσά τους οι οικογενειακές, οι σχέσεις μεταξύ άντρα και γυναίκας, αφότου η γυναίκα απόκτησε πλήρη ισότητα.

Τα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση, στην πολύπλοκη και δύσκολη μεταβατική περίοδο, υπήρχαν άνθρωποι που ξεπερνώντας την παλιά, την άσκημη ηθική, πήγαν στο άλλο άκρο.
Για παράδειγμα υπήρχαν αυτοί που ασπάζονταν την αναρχική θεωρία του ποτηριού με το νερό. Πίστευαν πως στην κομμουνιστική κοινωνία οι σεξουαλικές επιθυμίες μπορούσαν να ικανοποιηθούν τόσο απλά και ευκαιριακά όσο όταν πίνεις ένα ποτήρι νερό.

Αυτή ή άποψη απορρίφτηκε κατηγορηματικά από τους κομμουνιστές. Επέμεναν ότι η αληθινή αγάπη απαιτεί αγνότητα και κατανόηση. Από μια σεξουαλική σχέση μπορεί να δημιουργηθεί μια νέα τρίτη ζωή. Εδώ βρίσκεται η τεράστια υπευθυνότητα απέναντι σε αυτόν που αγαπάς, απέναντι στη νέα γενιά και στην κοινωνία.

Οι ψευτοεπαναστατικές, αναρχικές θεωρίες δε βρήκαν απήχηση στη σοσιαλιστική κοινωνία. Αλλά βέβαια αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν τυχαίοι ή μικρής διάρκειας γάμοι.

Οι κομμουνιστές δεν εκτιμούν τον ασκητισμό, ούτε υπεραπλοποιούν την όλη υπόθεση των ερωτικών σχέσεων. Οι άνθρωποι στη νέα κοινωνία ζουν μια γεμάτη ζωή και την χαίρονται. Αλλά ο περιστασιακός έρωτας και ο γάμος είναι ξένος για τη συντριπιτική πλειοψηφία των ανθρώπων.

Οι κομμουνιστές θέλουν ο έρωτας νάναι ελεύθερος, αλλά όχι από τις ανθρώπινες αξίες. Μονάχα απ' ό,τι τον δεσμεύει. Έτσι καταλαβαίνουμε την ελευθερία του έρωτα.

Από εγχειρίδιο της χρυσής μπρεζνιεφικής εποχής υπό τη μορφή ερωταπαντήσεων με τον τίτλο: τι είναι ο κομμουνισμός.

Στο καλογραμμένο εμετικό μυθιστόρημά του για τη σοβιετία ο κούλογλου αναρωτιέται αν μπορεί να υπάρχει έρωτας σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς.
Οι απανταχού σύντροφοι αναρωτιούνται πόσο κομπλεξικός κι ανέραστος μπορεί να είναι ο κούλογλου.
Τα ερωτήματα του λένιν αποδεικνύουν πόσο ελεύθερος είναι στην πραγματικότητα ο έρωτας στον καπιταλισμό.

Ο σοβιετικός κυριούλης λέει ότι οι άνθρωποι αναζητούν απεγνωσμένα την ευτυχία στον έρωτα, όταν δε μπορούν να βρουν τον εαυτό τους στον χώρο δουλειάς κι αλλοτριώνονται αντί να εργάζονται δημιουργικά.
Κι εγώ αναρωτιέμαι αν θα έχει θέση η τυφλή καψούρα στο σοσιαλισμό, όπου ο κόσμος θα ζει ανέμελα κι οι ανθρώπινες σχέσεις θα είναι απομυστικοποιημένες.

Το δεκέμβρη, οι αναρχικοί κέρδισαν ένα σωρό κόσμο που βλέπει τον έρωτα σαν ποτήρι με νερό για να ξεδιψάσει.
Οι αλτουσεριανοί θα έβγαιναν από τα ρούχα τους αν διάβαζαν το αμέσως προηγούμενο κεφάλαιο για τον ιδεολογικό θεσμό της οικογένειας, που θα συνεχίσει να υπάρχει στο σοσιαλισμό απαλλαγμένη από το οικονομικό της περιεχόμενο.
Κι οι αστοί αποδίδουν τους συχνούς γάμους των σοβιετικών σε οικονομική σκοπιμότητα (για να καρπωθούν το σπίτι και τα προνόμια που είχαν τα ζευγάρια από το κράτος).
Ενώ στην ελλάδα παντρευόμαστε από πίστη στον ιερό θεσμό της οικογένειας. Ούτε λόγος για κοινωνικά αίτια που μειώνουν τους γάμους και τις γεννήσεις.

Οι παλιοί αναγνώστες (κι όχι μόνο) θυμούνται ότι η ινέσσα αρμάν φερόταν να έχει πλατωνικό δεσμό με τον λένιν που επισήμως ήταν ζευγάρι με την κρούπσκαγια. Είχε τους λόγους της να θέλει την γνώμη του...
Η φήμη ότι η μπροσούρα που του 'στειλε είχε και ραβασάκι με ερωτική αφιέρωση είναι αντιεπιστημονική κι εξίσου χυδαία με τα ραβασάκια και τα χαρτάκια της γιάλτας.

Δε βγαίνουν πια τέτοια βιβλία στις μέρες μας...