Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα σφος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα σφος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016

Άσυλο

Το άσυλο ανήκει σε όλο το λαό.
Κι η οργανωμένη πρωτοπορία είναι το κόμμα του λαού.
Αλλά η οργάνωση δεν είναι άσυλο. Κι ας έχει μια ιντριγκαδόρικη, εξωτερική ομοιότητα με το ακαδημαϊκό «άβατο», που προσπαθούν να το βάλουν στο χέρι και να το αλώσουν οι εταιρίες κι οι κρατικοί μηχανισμοί, επίσημοι κι ανεπίσημοι.
Τι γίνεται όμως όταν η οργάνωση καλείται να επιτελέσει και τέτοιες λειτουργίες, όχι φοιτητικού αλλά διαφορετικού ασύλου;

Εδώ υπάρχουν δύο αντιφατικές τάσεις που πρέπει να διακρίνουμε.
Από τη μια πλευρά, η κρίση έρχεται να οξύνει απότομα τα προσωπικά προβλήματα και τα αδιέξοδα του καθενός, οδηγεί στην περιπλοκή τους και σε ακραίες εκδηλώσεις τους. Αυτό φυσικά δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστους τους σφους και γενικά οποιοδήποτε ζωντανό οργανισμό δε λειτουργεί σε ένα κλειστό, προστατευόμενο περιβάλλον (γυάλα), για να αποκοπεί από την κοινωνική πραγματικότητα.

Η μαζική και χρόνια ανεργία πχ ρίχνει το ηθικό και την αυτοπεποίθηση του άνεργου, μπορεί να τον οδηγήσει στην παραίτηση και την απάθεια, σε ένα είδος άρνησης και χειμερίας νάρκης, να του απομυζήσει κάθε όρεξη για δράση, κινητοποίηση, για ζωή εν γένει. Πολλοί σφοι (και όχι μόνο) εσωτερικεύουν μάλιστα τις ενοχές που τους φορτώνει το σύστημα κι η κυρίαρχη λογική για την κατάστασή τους, νιώθοντας ότι είναι άχρηστοι και γι’ αυτό δε βρίσκουν δουλειά. Το αποτέλεσμα είναι ότι χάνουν σταδιακά την επαφή με τους υπόλοιπους, κλείνονται στο καβούκι τους, δεν απαντάν στο τηλέφωνο και το ρίχνουν στην ταβανοθεραπεία, καρφώνοντας όλη μέρα έναν τοίχο με το βλέμμα τους, να συμβολίζει το αδιέξοδό τους.

Κι εδώ παίζει καθοριστικό ρόλο η λειτουργία της οργάνωσης, οι σχέσεις των μελών της, κατά πόσο είναι τυπικές και επιφανειακές, ίσα-ίσα για να βγαίνει η καθημερινά δουλειά και τα πρακτικά καθήκοντα, εξορμήσεις, πορείες, συσκέψεις, αφισοκολλήσεις, κτλ, και η ζωή συνεχίζεται. Ή αν είναι πράγματι συντροφικές, προσφέροντας έτσι ένα πολύτιμο στήριγμα, ένα αποκούμπι και μια διέξοδο.

Είναι κριτήριο τι θα κάνει και πώς μπορεί να βοηθήσει η οργάνωση κάθε σύντροφο που βρίσκεται σε τέτοια θέση και προπαντός πώς θα χειριστεί την όλη κατάσταση, αν θα το κάνει με όρους «φιλανθρωπίας» και «οίκτου» (μερικές φορές δε μετράει μόνο η πρόθεση αλλά και τι φαίνεται, πώς βγαίνει τα έξω). Το βασικό είναι να καταλάβει ο σφος που έχει ένα πρόβλημα πώς πρέπει να διαχειριστεί το στίγμα του «προβληματικού» και ότι ειδικά σε περιόδους κρίσης, δεν έχει τίποτα απολύτως να ντρέπεται, γιατί η περίπτωσή του δεν είναι μεμονωμένη εξαίρεση αλλά κανόνας, είναι ιδιαίτερη ως προς τον τρόπο εκδήλωσης στο κάθε άτομο ξεχωριστά, αλλά όχι ως προς τα αίτια που το γεννούν.

Όπως λέει κι ένας στίχος, άλλωστε:
Σε μια κοινωνία που τρελαίνει τους ανθρώπους
Όλοι μας είμαστε το κατά δύναμιν ψυχασθενείς
Κι από μια άποψη, ο καλύτερος τρόπος να διαχειριστείς ένα πρόβλημα (ασφαλώς αφού βρεις πρώτα το θάρρος να το παραδεχτείς και να το αντιμετωπίσεις) είναι η παρέα και η συλλογικότητα, η συντροφιά με άτομα που εκπέμπουν στο ίδιο μήκος κύματος με εσένα και σου προσφέρουν κάτι σαν δωρεάν ψυχοθεραπεία. Και πάνω απ’ όλα η δράση, που δε σε αφήνει να πέσεις σε ψυχολογικό τέλμα και καθορίζει αποφασιστικά πολλά δεδομένα (βλ/ και θεωρία της κυρίαρχης δραστηριότητας στην πρωτοπόρα σοβιετική ψυχολογία).

Ποια είναι όμως η άλλη όψη του νομίσματος;
Ότι η οργάνωση δεν είναι ίδρυμα. Κατά συνέπεια πρέπει να απορρίψουμε τον ιδρυματισμό, δηλ μια ιδιότυπα κατάσταση, όπου κάποιος νιώθει άνετα μόνο σε ένα συγκεκριμένο, οικείο περιβάλλον και δεν μπορεί να λειτουργήσει εκτός αυτού, προτιμά να μην αποχωρίζεται την ασφάλεια που του προσφέρει κι αναπτύσσει μια εσωστρέφεια, που το βοηθά να αποφεύγει την πραγματικότητα, αλλά είναι ελάχιστα ωφέλιμη εφόσον θέλει να την αλλάξει επαναστατικά. Και για να συμβεί αυτό, πρέπει να βγαίνει διαρκώς από τα γραφεία, να έρθει αντιμέτωπος με τον κοινωνικό περίγυρο και τις κυρίαρχες προκαταλήψεις του, κι όχι μόνο με τους δεκτικούς και καλοπροαίρετους συνομιλητές που συναντά στο περιβάλλον της οργάνωσης.

Μια άλλη όψη του παραπάνω φαινομένου μπορεί να είναι κάποιοι σφοι κυρίως στη νεολαία και ιδιαίτερα τη σπουδάζουσα, που καταλήγουν να γεμίζουν το βαθύτερο υπαρξιακό τους κενό με τις δουλειές και τις χρεώσεις της οργάνωσης, για να ξεγελάνε τον εαυτό τους, την έλλειψη ενδιαφερόντων και κοινωνικών επαφών, να νιώθουν χρήσιμοι και σημαντικοί, βρίσκοντας μια αναγνώριση που δεν είχαν στην κανονική τους ζωή, από την οποία όμως έχουν φροντίσει επιμελώς να αποκοπούν, χάνοντας έτσι τον παλμό της κοινωνίας και αποκτώντας για αυτήν μια στρεβλή, αφηρημένη εικόνα ενός εξωτερικού παρατηρητή.

Η πραγματική ζωή είναι προφανώς πολύ σύνθετη, για να μας παρουσιάσει τα πράγματα και τα φαινόμενα σε καθαρή μορφή, ξεχωριστά το ένα από το άλλο, τις θετικές πλευρές από τις αρνητικές. Συνεπώς η απαιτούμενη εγρήγορση κι επαγρύπνηση αποκτά και μια άλλη διάσταση, που δε στρέφεται άμεσα ενάντια στον ταξικό εχθρό και τους πολιτικούς μας αντιπάλους, που μας επιβουλεύονται, αλλά ως ένα βαθμό σε εμάς τους ίδιους και τα κατάλοιπα που κουβαλάμε. Αφορά με άλλα λόγια το διαρκές στοίχημα να μάθουμε πώς να συνδυάζουμε τον εαυτό μας με το σύνολο, το άτομο με τη συλλογικότητα, με τρόπο που να συμβάλλει διαλεκτικά στην ανάδειξη και των δύο πόλων, του ενός μέσα από τον άλλο.


Υγ: Οι παραπάνω σκέψεις ήρθαν στην επιφάνεια (κι ακολούθως στην οθόνη), με αφορμή το διάβασμα του μυθιστορήματος «στη ρίζα του αετού», όπου η συγγραφέας (Βαγγελιώ Καρακατσάνη) καταπιάνεται με το πολύ ενδιαφέρον ζήτημα του κοινωνικού στίγματος για την ψυχική νόσο και την αντιμετώπισή του.

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

Το γράμμα

Ο μη αστικός μύθος λέει λοιπόν πως όταν μια τοπική Κόβα μετακόμιζε κι άλλαζε γραφεία, κάποιοι σφοι βρήκαν ένα κιτρινισμένο χαρτί, που έμοιαζε με γράμμα και έλεγε περίπου τα εξής:

Μου αρέσει που η γιαγιά σου σε νανούριζε, όταν ήσουνα μικρή, με τα «μαύρα κοράκια». Κι αν ακούσεις κάποιον να μιλάει για γίγαντες, σου έρχεται αμέσως στο νου ο (γίγας στους γίγαντες) Ντιμιτρόφ, που ξεσκεπάζει και ποδοπατά τους δικαστές του.
Και που αν τύχει να αναφερθεί κανείς σε ήρωες (πχ που πολεμούν σαν Έλληνες, κτλ), εσύ θα προσθέσεις μουρμουριστά, για να σε ακούσω μόνο εγώ: «άπαρτα βουνά...»
Και που όταν ένας φίλος μας έλεγε για την καινούρια του δουλειά και την απογευματινή του βάρδια, δύο με δέκα, άρχισες να σφυρίζεις το σκοπό της Φάμπρικας.
Και που όταν γύρισε το θέμα στα άτομα που ψάχνουν το άλλο (τους) μισό, εσύ είπες: «στην Κίνα βρίσκεται» κι ας ήμουν εκεί μπροστά σου.
Και που όταν στο ραδιόφωνο, ο σταθμός που ακούγαμε έκανε ζωντανή σύνδεση για κάποιο αγώνα με το κλειστό της Δραπετσώνας, γυρίσες να με δεις και μου είπες: «...πια δεν έχουμε ζωή».

Μου αρέσει που όταν συζητούσαμε με τα παιδιά πού θα πάμε το καλοκαίρι κι ήθελες οπωσδήποτε να γίνει το δικό σου, τους λες με μια ανάσα: «προτείνω να πάμε στο τάδε νησί, λευκά-κατά-άκυρα; Πέρασε». Κι έναν που είχε κάποιους δισταγμούς, τον έκαμψες λέγοντας «διακοπές πάμε, δε θα συνδιαμορφώσουμε πλαίσιο...»
Και που όταν στο πλοίο μπήκαμε στις πιο ακριβές θέσεις, μπας και κοιμηθούμε μια στάλα, και μας ξύπνησαν για τον έλεγχο, τους πούλησες τρέλα καθώς μας έδιωχναν και τους είπες σαν το Βλαδίμηρο: «εμείς θέλουμε να καταργήσουμε την τρίτη θέση, όχι την πρώτη»
Και όταν πήγαμε στο νησί, σε ένα λαογραφικό μουσείο, και είδαμε μια αγροτική αξίνα, σκέφτηκες αμέσως τον αυχένα του Λέοντα και μου το είπες.
Κι όταν βρήκαμε κοντά στο κάμπινγκ ένα πηγάδι, έσκυψες κι έψαχνες για τα κονσερβοκούτια.
Κι όταν ο κολλητός σου έλυνε σταυρόλεξο και μας ρώτησε για το «δύο καθέτως, τρία γράμματα», του είπες «μόνο φωτίζουν» και τον άφησες να ψάχνει αν χωράει και τι εννοείς.
Κι όταν βρεθήκαμε στη μαρίνα με τους σκαφάτους και τα κότερα, εσύ είπες για πλάκα να ψάξουμε να δούμε ποιο είναι αυτό του Χαρίλαου, και να χωθούμε.
Κι όταν ένας δήθεν ελευθεριακός σου εκθείαζε την πολυγαμία και σου έλεγε πως «μέχρι τριες είναι σχέση», για να σε κομπλάρει, του απάντησες πως «από τρεις και πάνω είναι Κόβα».
Και που αν ποτέ χωρίζαμε, δε θα βλεπόμασταν φιλικά κι αδιάφορα, αλλά ψυχροπολεμικά, σα να βγήκαμε από διάσπαση και δε γνωριζόμαστε. «Κι άμα δω κανένα φίλο, τρέμω μη με θυμηθεί, πεθαμένς καλησπέρες δε γουστάρω να μου πει».

Μου αρέσει που όταν έφυγε, πλήρης ημερών, η γιαγιά σου, μετά από δύο απανωτά εγκεφαλικά, σε παρηγορούσε λίγο πως κάπως έτσι πήγε κι ο Λένιν.
Και που όταν πήραμε το ανιψάκι σου βόλτα, για να ξεφύγει λίγο από τη μαυρίλα, του είπες «πάμε για καθαρό αέρα...»
Και που όταν βρήκαμε στο σταύλο το γαϊδαράκο σας, θυμήθηκες τον Κάρολο και ήθελες να το φωνάζουμε Μπακούνιν.
Και που ήθελες να ρωτήσεις το Βούλγαρο, που βοηθούσε τους δικούς σου με τις ελιές, ποια είναι η άποψή του για την κολεκτιβοποίηση και την αντίθεση πόλης-υπαίθρου.
Και που ο κωδικός στο κινητό σου και στην κάρτα της τράπεζας είναι το 1917, αλλά εσύ το λες δεκαεννιά δεκαεπτά, για να μπερδευτούν οι άλλοι και να μην κάνουν τη σύνδεση. Πραγματικά σατανικό...

Και μου αρέσει που αυτά που λες τα καταλαβαίνω συνήθως μόνο εγώ και δεν ξέρω κανένα/καμία να τα λέει. Και αυτό είναι αγάπη... Μια διαλεκτική σχέση, με δύο πόλους που μετατρέπονται ενίοτε στο αντίθετό τους, που αλληλοπροϋποτίθενται αλληλοαποκλειόμενοι, μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε...

Οι σφοι που το βρήκαν όμως σκέφτηκαν κι αποφάνθηκαν πως δεν είναι γραμμένο για ένα μόνο πρόσωπο αλλά σαν μυθικός, συλλογικός ήρωας που συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά πολλών σφων και σφισσων. Και το αρχειοθέτησαν στο σορό με τις στάχτες, μαζί με ό,τι άλλο έπρεπε να καεί.