Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα οεκ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα οεκ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

Η κοινωνική πολιτική κατοικίας στην Ελλάδα σήμερα

Σε συνέχεια μιας παλιότερης ανάρτησης, η κε του μπλοκ δημοσιεύει σήμερα ένα ακόμα μέρος μιας αρχιτεκτονικής εργασίας, που καταπιάνεται με διάφορα ενδιαφέροντα στοιχεία για τον οεκ και την πολιτική στην ελλάδα γύρω από το ζήτημα της κατοικίας. Καλή ανάγνωση και κάθε γόνιμη παρατήρηση στα σχόλια ευπρόσδεκτη.

Εισαγωγικά
Η κατοικία έχει αποτελέσει και αποτελεί αντικείμενο ερευνών πολλών επιστημονικών τομέων, όπως της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας, της πολεοδομίας και φυσικά της αρχιτεκτονικής. Αυτό οφείλεται στην πολυδιάστατη σημασία που φέρει καθώς ικανοποιεί ανάγκες του ανθρώπου φυσιολογικές, ψυχολογικές αλλά και κοινωνικές. Ως παράγωγο των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων, «η κατοικία ταυτίστηκε στις σύγχρονες πόλεις με την κοινωνική καταξίωση, ενσωμάτωση και επιβολή των διαφόρων κοινωνικών ομάδων στο αστικό περιβάλλον» (Νικολαϊδου,1993, σελ.281) .
Στην Ελλάδα έχεις επικρατήσει η ιδιόκτητη κατοικία σαν αποτέλεσμα της έντονης εμπορευματοποίησης της πολλές δεκαετίες τώρα καθώς ο κατασκευαστικός τομέας αποτέλεσε τομέας επένδυσης και κερδοσκοπίας του μεγάλου κεφαλαίου από την περίοδο του μεσοπολέμου μέχρι ακόμα και την περασμένη δεκαετία ενθαρρυμένο από το θεσμό της αντιπαροχής και της οριζόντιας ιδιοκτησίας.
Εξαιτίας του παραπάνω ρεύματος ιδιοκατοίκησης, κινήματα κατοικίας στην Ελλάδα, δηλαδή κινήματα στα οποία ο κεντρικός άξονας αιτημάτων και διεκδικήσεων να αφορά στεγαστικά ζητήματα, δεν έχουν υπάρξει παρόλο που η εικόνα της σημερινής κατοικίας δεν είναι καλή ενώ το πρόβλημα της έλλειψης στέγης ειδικά στα χαμηλά στρώματα και ιδιαίτερα στην εργατική τάξη όλο και εντείνεται.
Παρόλο, βέβαια, που το ζήτημα της κατοικίας δεν μπήκε άμεσα[1] σαν αίτημα από την εργατική τάξη, με αφετηρία την στέγαση των προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής υπάρχει μια υποτυπώδης πολιτική κοινωνικής κατοικίας από τον κρατικό μηχανισμό. Έτσι η παρούσα μελέτη ασχολείται με αυτή τη πολίτική κατοικίας, το πώς συγκροτείται, ποιους σκοπούς εξυπηρετεί και τι αποτελέσματα έχει στον αστικό ιστό.

Η σημερινή εικόνα των αστικών κατοικιών
Η σημερινή εικόνα κατοικίας είναι τέτοια που συνοπτικά μπορούμε να πούμε πως δεν εξασφαλίζει ικανοποιητικό επίπεδο ζωής αλλά ακόμα χειρότερα δεν εξασφαλίζει στέγη για όλους.  Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζουν διάφοροι αρμόδιοι φορείς συμπεριλαμβανομένου του ΥΠΕΧΩΔΕ από το 1980 και μετά στην Ελλάδα παρουσιάζεται πλεόνασμα κατοικιών σε σχέση με τα νοικοκυριά και ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης σε παγκόσμιο επίπεδο.[2] Το πρώτο στοιχείο (το πλεόνασμα κατοικιών) μπορεί να εξηγηθεί αναλογιζόμενοι ότι σ’ αυτόν τον αριθμό κατοικιών που παρουσιάζεται συμπεριλαμβάνονται οι εγκαταλελειμμένες και ακατάλληλες για χρήση κατοικίες καθώς και οι δεύτερες ή παραθεριστικές κατοικίες. Συνεπώς, η αναλογία κατοικίας ανά νοικοκυριό είναι πλασματική γεγονός που αποδεικνύεται από τον αριθμό των αστέγων που μόλις το 2008 είχε φτάσει τους 17.000.[3] Το δεύτερο στοιχείο (τα μεγάλα ποσοστά ιδιοκατοίκησης) είναι απόρροια της τεράστιας αύξησης του δανεισμού των λαϊκών νοικοκυριών και ειδικά των στεγαστικών δανείων.[4] Έτσι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των ιδιόκτητων σπιτιών είναι χρεωμένα στις τράπεζες ως προτιμότερη λύση απέναντι στο ενοίκιο.
Ακόμα όμως κι αν αυτά τα δυο στοιχεία δεν ήταν πλασματικά δίνουν μια εικόνα για την κατοικία στην Ελλάδα ποσοτικά και δεν καταγράφουν την πραγματική ποιοτική της κατάσταση. «Η απόκτηση ιδιοκτησίας δεν σημαίνει και επίλυση του στεγαστικού προβλήματος. Ειδικά στην Ελλάδα, μάλιστα μια πολύ μεγάλη αριθμητική ομάδα με προβληματική στέγαση ανήκει στους ιδιοκατοίκους» (Εμμανουήλ, 2006) Σύμφωνα με έρευνα της ΕΣΥΕ για τις συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών του 2009, προκύπτει ότι:
·         Το 17% των νοικοκυριών αντιμετωπίζει προβλήματα υγρασίας στην κατοικία τους.
·         Το 6,9% των νοικοκυριών ζουν σε σκοτεινά δωμάτια.
·         Το 23.9% αντιμετωπίζει προβλήματα θορύβου, το 23,4% αντιμετωπίζει περιβαλλοντικά προβλήματα από τη βιομηχανία και τα αυτοκίνητα ενώ το 16% αντιμετωπίζει προβλήματα εγκληματικότητας στη γειτονιά τους.
·         Το 1,3% δεν έχει λουτρό στην κατοικία του ενώ το 2,1% δεν έχει τουαλέτα.
·         Το 15% δηλώνει αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση.
·         Δυσκολία αντιμετωπίζει στην πληρωμή του ενοικίου για την κατοικία ή της δόσης του δανείου του το 8,1 %, στην πληρωμή των πάγιων λογαριασμών το 18,3% ενώ δυσκολία δηλώνει στην αντιμετώπιση συνήθων αναγκών των νοικοκυριών το 56,6%.
·         Το 87,1% είναι ικανοποιημένο ή πολύ ικανοποιημένο από τη κατοικία που διαμένει και το 12,9% είναι αρκετά ή πολύ δυσαρεστημένο.
Τα παραπάνω στοιχεία απεικονίζουν τις συνθήκες διαβίωσης μόνο των ελληνικών νοικοκυριών και δε συμπεριλαμβάνονται οι κατοικίες των οικονομικών μεταναστών όπου εκεί οι συνθήκες είναι διαφορετικές και προς το χειρότερο. Ειδικά το τελευταίο στοιχείο σχετίζεται με την καθιέρωση των διαμερισμάτων ως ο κυρίαρχος τύπος κατοικίας στις πόλεις και το γεγονός της μη συμμετοχής του κατοίκου στη διαμόρφωσή τους. Έτσι οι κάτοικοι των διαμερισμάτων δεν μπορούν να οικειοποιηθούν το σπίτι τους ενώ εξαιτίας της αντικειμενικής στενότητά τους και συνήθως της μη λειτουργικής διάταξης των εσωτερικών χώρων δεν μπορεί να  προσφέρει ιδιωτικότητα. Η παραπάνω έλλειψη οικειοποίησης του χώρου και ιδιωτικότητας δημιουργεί κακή διάθεση των κατοίκων, εσωστρέφεια και κοινωνική αλλοτρίωση.
Παρόλα, όμως,  τα ελαττώματα που παρουσιάζουν σε μεγάλα ποσοστά οι σημερινές κατοικίες σύμφωνα με τα παραπάνω στοιχεία σε στενότητα χώρου κι άλλες σημαντικές ανέσεις, το κόστος τους αυξάνεται διαρκώς κάνοντας πολύ δύσκολη την αγορά κατοικίας αλλά και τα ενοίκια πολύ υψηλά. Συγκεκριμένα στην περίοδο 1995-2004 οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν κατά 134% αύξηση που σχετίζεται με την διοργάνωση των ολυμπιακών αγώνων στην Αθήνα που αύξησε τις τιμές των οικοπέδων ενώ συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια με εξαίρεση τα τρία τελευταία χρόνια που παρατηρείται πτώση της τάξης των 4% (αυξομειώσεις δυσανάλογες αυτών στους μισθούς και στις συντάξεις.[5])
Δεν θα έπρεπε να παραβλεφθούν, τέλος, οι αλλαγές στην κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού καθώς στην πάροδο των χρόνων είναι αρκετές. Την τελευταία δεκαετία η μισθωτή εργασία παρουσιάζει αύξηση, η κατηγορία των αυτοαπασχολούμενων μείωση ενώ οι άνεργοι φτάνουν στο 7,3%. Ο αριθμός των απασχολούμενων στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα παρουσιάζει μείωση σε αντίθεση με τον τριτογενή τομέα που παρουσιάζεται αύξηση της απασχόλησης σε αυτόν.[6] Συνεπώς υπάρχει νέος κόσμος που γίνεται μέρος της εργατικής τάξης και η οικονομική ανεπάρκεια διευρύνεται σε νέες κοινωνικές ομάδες οι οποίες έρχονται αντιμέτωπες με το πρόβλημα της κατοικίας.

Η σημερινή κοινωνική πολιτική κατοικίας
Τα παραπάνω στοιχεία αποδεικνύουν πως στις μέρες μας στην Ελλάδα υπάρχει πρόβλημα κατοικίας που έγκειται σε τρία σημεία: στην κακή ποιότητα των υπαρχουσών κατοικιών, στο μεγάλο κόστος κατασκευής, αγοράς και ενοικίασής τους και στην κακή οικονομική κατάσταση διαρκώς αυξανόμενης μερίδας του πληθυσμού. Το ελληνικό κράτος καλείται να πάρει μέτρα επίλυσής τους. Παρόλα αυτά, επιβεβαιώνοντας τη θέση του σε μια καπιταλιστική οικονομία, θέση υπέρ του κεφαλαίου, ο μηχανισμός παραγωγής κατοικίας στα αστικά κέντρα τις τελευταίες δεκαετίες αναλαμβάνεται από το μεγάλο κεφάλαιο με αποτέλεσμα οι μεγαλοϊδιοκτησίες κατοικίας να λειτουργούν ως κερδοφόρες επιχειρήσεις ενώ η παρουσία του δημόσιου τομέα στην παραγωγή κατοικίας είναι καχεκτική
Η πολιτική κατοικίας, ανεπαρκής όπως φαίνεται, είναι μέρος της συνολικότερης οικονομικοκοινωνικής πολιτικής και ενδεικτική αυτής. Τα βασικά στοιχεία της είναι:
1.         Φοροαπαλλαγές για την απόκτηση πρώτης κατοικίας.
2.         Ο χειρισμός των αντικειμενικών αξιών για τον έλεγχο των τιμών και των ενοικίων.
3.         Η κάλυψη περιπτώσεων έκτακτης ανάγκης (όπως σεισμόπληκτοι, πυρόπληκτοι, πλημμυροπαθείς κτλ).
4.       Επιδότηση επιτοκίου σε στεγαστικά δάνεια.
5.         Πολεοδομικές ρυθμίσεις που εξασφαλίζουν ευνοϊκότερους όρους δόμησης. (π.χ. ένταξη στο σχέδιο πόλης, αλλαγή του συντελεστή δόμησης, κ.τ.λ.)
6.       Κρατικοί φορείς και υπηρεσίες οι οποίοι αναλύονται παρακάτω.

Τα στοιχεία 1-5 πρόκειται για μέτρα που ευνοούν την ιδιοκατοίκηση, δημιουργούν οικονομικότερους όρους για την κατασκευή ή την αγορά κατοικίας και δεν σχετίζονται με παροχή έτοιμης κατοικίας. Συνεπώς είναι μέτρα που δεν διευκολύνουν τα χαμηλά στρώματα και την εργατική τάξη που η οικονομική της κατάσταση όπως περιγράφηκε παραπάνω δεν της επιτρέπει και με αυτούς τους όρους την απόκτηση κατοικίας. Η πολιτική αυτή πριμοδοτεί, αντιθέτως, τα μεσαία στρώματα για την αυτόνομη στεγαστική τους αποκατάσταση, ευνοεί το κατασκευαστικό κεφάλαιο στην ευκολότερη επένδυσή του και, τέλος, τις τράπεζες αφού αυξάνεται ο αριθμός των πελατών που προσφεύγουν στο δάνειο για την απόκτηση στέγης. Τέλος, τα παραπάνω μέτρα δεν καλύπτουν κοινωνικές ομάδες που έχουν άμεσο πρόβλημα όπως τους οικονομικούς μετανάστες ή τον άστεγο πληθυσμό.
Πρόσφατο παράδειγμα πολιτικής που εφαρμόζεται στο ζήτημα της κατοικίας αποτελεί και το τέλος που καλούνται να πληρώσουν οι ιδιοκτήτες ακινήτων μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ (κίνηση εκβιαστική σε πιθανή μη πληρωμή του που θα συνεπάγεται διακοπή της ηλεκτροδότησης) παρουσιαζόμενο ως μέτρο εξόδου από τη σημερινή «κρίση». Τέλος που δεν είναι ίδιο για όλους αφού αυξάνεται όσο αυξάνονται τα τετραγωνικά της κατοικίας, όσο αυξάνεται η τιμή ζώνης της περιοχής που ανήκει και όσο πιο πρόσφατη είναι η κατασκευή της. Σε αυτό το αποκαλούμενο σύγχρονο χαράτσι δεν επηρεάζει η οικονομική κατάσταση του κατοίκου, συνεπώς δεν υπάρχει κάποια διάκριση αν είναι εργαζόμενος, άνεργος ή αστός με περιουσία. Το νέο τέλος ακινήτων είναι ενδεικτικό, λοιπόν, της σημερινής κοινωνικής πολιτικής κατοικίας ως πολιτική που δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τη στέγαση και την ποιότητα κατοίκησης των εργαζομένων αλλά ενδιαφέρεται μονάχα για το πως η κατοικία μπορεί να γίνει μέσο κερδοσκοπίας στο βέλτιστο βαθμό και η κερδοσκοπία δεν κάνει διακρίσεις. Έτσι στην αρχή ενθαρρύνονται οι εργαζόμενοι με διάφορους (ψυχολογικούς και οικονομικούς) μηχανισμούς να γίνουν ιδιοκτήτες των κατοικιών τους και όταν πια αυτό δεν είναι κερδοφόρο αφού πλέον η αγορά ακινήτου είναι πολύ δύσκολη, οι ιδιοκτήτες γίνονται «ενοικιαστές» πληρώνοντας το ετήσιο τέλος.
Το μεγάλο κενό της πολιτικής κοινωνικής κατοικίας καλούνται να καλύψουν αρμόδιοι οργανισμοί, υπηρεσίες υπουργείων και ιδρύματα αποκατάστασης. Οι φορείς αυτοί εξυπηρετούν συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες ο καθένας και οι πολιτικές που ακολουθούν είναι η παροχή έτοιμης στέγης και κυρίως οι δανειοδοτικές διευκολύνσεις για την αγορά ή κατασκευή κατοικίας ή και τα δύο. Παρόλο που η παρέμβασή τους είναι ισχνή, οι σημαντικότεροι είναι:[7]

1.         Ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας Ελλάδος (ΟΕΚ).
Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας Ελλάδος έχει χαρακτήρα Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου και βρίσκεται υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας. Είναι οικονομικά αυτόνομος οργανισμός και τα έσοδά του προέρχονται από τις εισφορές των εργαζομένων που είναι 1% επί του μισθού τους, τις εισφορές των εργοδοτών που είναι 0,75% επί του μισθού των εργαζομένων (συμμετοχή που ο εργοδότης υπολογίζει στο εργατικό κόστος), τις αποπληρωμές των χορηγηθέντων δανείων και την εισφορά του κράτους που ανέρχεται στα 100 εκατομμύρια δραχμές από τον κρατικό προϋπολογισμό (ποσό που εδώ και πολλά χρόνια δεν αποδίδεται).
         Οι δικαιούχοι των προγραμμάτων του ΟΕΚ είναι οι εργαζόμενοι ή συνταξιούχοι στην Ελλάδα που είναι ασφαλισμένοι στο Ι.Κ.Α. ή υπάλληλοι από ΟΤΕ, ΔΕΚΟ και τράπεζες και μέχρι το 1998 αντιπροσώπευαν μαζί με τις οικογένειές τους το 60% του ενεργού πληθυσμού της χώρας[8], ποσοστό που θα είναι σήμερα μεγαλύτερο.
         Τα στεγαστικά προγράμματα του ΟΕΚ χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες, α) την παροχή έτοιμης στέγης, β) τις δανειοδοτήσεις και γ) την επιδότηση ενοικίου. Υπάρχουν επιπλέον ειδικά προγράμματα για συγκεκριμένες κατηγορίες (πολύτεκνες οικογένειες, ανύπαντρες μητέρες, άνεργοι και δικαιούχοι με έντονες κοινωνικές ανάγκες) στα οποία η πολιτική που ακoλουθούν είναι κοινή με τα προηγούμενα.
         Ο ΟΕΚ σε όλα τα χρόνια λειτουργίας του έχει καλύψει τις στεγαστικές ανάγκες 650.000 περίπου οικογενειών. Είναι γεγονός, όμως, πως το δανειοδοτικό πρόγραμμα υπερέχει κατά πολύ του κατασκευαστικού. Ο λόγος που προβάλλεται είναι η ελευθερία επιλογής κατοικίας από τον ενδιαφερόμενο αλλά αυτό δεν δικαιολογεί το γεγονός ότι το 93% του ετήσιου προϋπολογισμού του οργανισμού πηγαίνει στο δανειοδοτικό πρόγραμμα και μόνο το 7% στο κατασκευαστικό[9] κι από κατασκευαστικός φορέας να μετατρέπεται σε «τροφοδότη» των τραπεζών. Η μη βοήθεια από τον κρατικό προϋπολογισμό έχει συνέπεια ο ΟΕΚ να δρα ανταποδοτικά αφού τα κεφάλαιά του προέρχονται από τις εισφορές και τις αποπληρωμές δανείων των δικαιούχων. Ακόμα, όμως κι η μικρή αυτή κατασκευαστική δραστηριότητα παρουσιάζει ελαττώματα αφού τα σπίτια που παραδίδονται διακρίνονται από κακοτεχνίες, προχειρότητες στην κατασκευή και υλικά ευτελή στο όνομα της μείωσης του κόστους κατασκευής.
        Ενθαρρυντικό για τη κοινωνική συνοχή των κατοίκων αυτών των συγκροτημάτων είναι το γεγονός ότι υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου έχουν δημιουργήσει το Σύλλογο Εργατικής Κατοικίας, με εκλεγμένο από του ίδιους διοικητικό συμβούλιο που αναλαμβάνει να μεταφέρει στο Δήμο τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και να προβαίνουν σε διάφορες δραστηριότητες για τον οικισμό όσο τους επιτρέπουν οι δυνατότητες που έχουν.

2.         Το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας (Διεύθυνση Στέγασης). Το έργο του υπουργείου ξεκίνησε το 1920 ως «Υπουργείο Υγιεινής, Πρόνοιας και Αντιλήψεως» και αργότερα «Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας» για την αποκατάσταση των προσφύγων. Μετά το 1945 ασχολήθηκε με την αποκατάσταση σεισμόπληκτων και από το 1960 και μετά ασχολείται με τη στέγαση των λαϊκών στρωμάτων που δεν υπάγονται στον ΟΕΚ. Τα συστήματα που εφαρμόζει είναι η χορήγηση δανείων κι η παροχή έτοιμης στέγης. Το έργο που παράγει είναι, όμως, πολύ μικρό κι ανεπαρκές, ενώ, τα δάνεια πολύ χαμηλά. Έτσι η παρέμβασή αυτής της υπηρεσίας είναι πολύ περιορισμένη.
3.         Η Δημόσια Επιχείρηση Πολεοδομίας Οικισμού και Στεγάσεως (ΔΕΠΟΣ). Τα πλαίσια δράσης της είναι η πολεοδόμηση νέων οικισμών και η αναμόρφωση των ήδη οργανωμένων. Τρία μόνο έργα έχει ολοκληρώσει, τον οικισμό της Καλαμίτσας στη Καβάλα που είναι και το μόνο έργο πολεοδόμησης νέας περιοχής κι η αναμόρφωση των παλιών προσφυγικών και εργατικών κατοικιών στη Φιλαδέλφεια και στον Ταύρο.
4.       Το Εθνικό Ίδρυμα Υποδοχής και Αποκατάστασης Αποδήμων και Παλιννοστούντων Ομογενών Ελλήνων. Εποπτεύεται από το Υπουργείο Εξωτερικών με στόχο την αποκατάσταση νεοαφικνούμενων παλιννοστούντων, όμως ο χαμηλός οικονομικός προϋπολογισμός δεν έχει επιτρέψει στο ίδρυμα να ανταποκριθεί στις ανάγκες της πλειοψηφίας




[1] Τονίζεται το άμεσα γιατί δεν πρέπει να υποτιμηθούν οι μεγάλοι κοινωνικοί αγώνες (π.χ. απεργιακές κινητοποιήσεις) που στόχευαν σε καλύτερη ποιότητα εργασίας και ζωής και αυτό περιλαμβάνει την ποιότητα κατοικίας τους.
[2] Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat το 2008 το 73,2% των Ελλήνων ζουν σε ιδιόκτητη κατοικία
[3] Γ. Ελαφρός, 2008, «Η μάχη των αστέγων για μια «θέση» ύπνου», Καθημερινή 11/1
[4] Τα υπόλοιπα των στεγαστικών δανείων το Σεπτέμβρη του 2011 διαμορφώνονται στα 79,9 δις ευρώ όταν το Γενάρη του 2007 έφταναν στα 57,9 δισ. ευρώ (στοιχεία από την εφημερίδα Ριζοσπάστης)
[5] Ενδεικτικά για 2,5 εκατομμύρια μισθωτούς εργαζομένους το εισόδημα δεν ξεπερνά τα 704 ευρώ το μήνα ενώ τη προηγούμενη δεκαετία το μερίδιο των μισθών έπεσε κατά 10% στο σύνολο της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας.
[7] Η μελέτη έγινε το 2010 οπότε τα παρακάτω θα πρέπει να αναφέρονται πλέον σε χρόνο  παρελθοντικό αφού το λουκέτο έχει μπει και σε αυτούς τους οργανισμούς.
[8] Πρακτικά συνεδρίου «Η κοινωνική κατοικία στην Ελλάδα και οι προοπτικές της»,  Οργάνωση ΟΕΚ με συμμετοχή ΓΣΕΕ-ΣΕΒ, Αθήνα 1998, σελ.26
[9] Σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνει ο ίδιος ο οργανισμός στις 50.000 από αυτές παραχωρήθηκε έτοιμη κατοικία σε κάποιον οικισμό, σε 360.000 δόθηκε δάνειο αγοράς ή ανέγερσης πρώτης κατοικίας και 240.000 περίπου πήραν δάνειο επισκευής, επέκτασης ή αποπεράτωσης κατοικίας. Ακόμη, κάθε χρόνο, περί τις 100.000 οικογένειες με χαμηλά εισοδήματα λαμβάνουν επιδότηση ενοικίου.

Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

Εργατική κατοικία στην Ελλάδα

Ανάγκη ή αναχρονισμός;

Η κε του μπλοκ αξιοποιεί στη σημερινή ανάρτηση μια πολύ ενδιαφέρουσα εργασία για την εργατική κατοικία στην ελλάδα, δημοσιεύοντας μια συνοπτική περίληψή της. Βάση προγραμματισμού, θα ακολουθήσει τις επόμενες μέρες μία ακόμα ανάρτηση με κάποια χρήσιμα στατιστικά στοιχεία σχετικά με το θέμα. Ευελπιστώ να κεντρίσει το θέμα το ενδιαφέρον της βάσης του μπλοκ –και όχι απαραίτητα μόνο όσων έχουν άμεση σχέση με το αντικείμενο της αρχιτεκτονικής. Κάθε γόνιμη συμβολή, προσθήκη, παρατήρηση στα σχόλια, ευνοήτως ευπρόσδεκτη.




Έναυσμα κι αφετηρία για αυτή τη μελέτη ήταν κάποιοι προβληματισμοί (προσωπικοί και κοινωνικοί) για τις συνθήκες διαβίωσης της εργατικής τάξης στις μέρες μας, οι οποίοι σχετίζονται με ζητήματα χώρου, από την πολεοδομία ως την παραγωγή κατοικίας, γι’ αυτό κι είναι αναγκαία η αντιμετώπισή τους και με όρους αρχιτεκτονικής.

Η κατοικία έχει σημασία λειτουργική και ψυχολογική.  Λειτουργική, ως μια πανάρχαια ανθρώπινη ανάγκη, αφού  μέσω αυτής διασφαλίζεται η διατήρηση κι αναπαραγωγή της ζωής. Ψυχολογική, γιατί για τον καθημερινό άνθρωπο η κατοικία, «ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι του», ήταν πάντα έγνοια του και τη θεωρούσε όπλο απαραίτητο για να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της ζωής και να διασφαλίσει  την ανάπτυξη της κοινωνικής του υπόστασης. Η κατοικία, όμως, είναι παράγωγο του κάθε φορά κοινωνικοοικονομικού συστήματος, είναι η έκφραση της κοινωνικής και οικονομικής βάσης στο αρχιτεκτονικό εποικοδόμημα.

Με γνώμονα, λοιπόν, αυτή την προσέγγισή της,  ως μια σύνθετη κοινωνική και χωρική κατασκευή και όχι μόνο ως μια αρχιτεκτονική τυπολογία, η έρευνα αφορά το ζήτημα της κατοικίας και τα προβλήματα εύρεσης στέγης, και επικεντρώνεται στην εργατική κατοικία, μια επινόηση του αστικού κράτους. Η εργατική τάξη, η οποία ορίζεται από τον Ένγκελς, ως αυτή «των μισθωτών εργατών που, επειδή δεν κατέχουν καθόλου δικά τους μέσα παραγωγής, είναι αναγκασμένοι να πουλούν την εργατική τους δύναμη για να μπορούν να ζήσουν» και οι συνθήκες διαβίωσής της, αποτελούσαν και αποτελούν επίκεντρο προβληματισμών και συζητήσεων. Βέβαια, το στεγαστικό δεν είναι, πλέον, πρόβλημα μόνο της εργατικής τάξης, καθώς αγγίζει κι άλλα κοινωνικά στρώματα, γι’ αυτό εμφανίζεται πιο συχνά ο όρος κοινωνική κατοικία.

Μέσα από τη μελέτη γίνεται μια προσπάθεια να προσδιοριστεί, στον ελληνικό χώρο κυρίως, ο βαθμός ανταπόκρισης της αρχιτεκτονικής στις σύγχρονες συνθήκες και ανάγκες της ζωής του εργάτη, να ερευνηθούν τα προβλήματα που παρουσιάζονται και οι αιτίες τους και να απαντηθεί το ερώτημα αν στις μέρες μας η εργατική κατοικία είναι αναγκαία ή ξεπερασμένη.

Βασικό εργαλείο έρευνας, η ιστορική εμπειρία. Η προσφυγή στην ιστορία αποδεικνύει ότι η αρχιτεκτονική σχετίζεται με ένα ευρύτερο πλαίσιο αρχών και κοινωνικών διεργασιών. Γι’ αυτό η έρευνα ξεκινά από την Ευρώπη, την περίοδο που το στεγαστικό πρόβλημα της εργατικής τάξης πήρε τέτοια διάσταση που οδήγησε το κράτος να πάρει για πρώτη φορά μέτρα, για να συνεχίσει στο ελληνικό κράτος και να ολοκληρωθεί μελετώντας τη σημερινή του κατάσταση.

-.-.-

Ο 18ος είναι αιώνας περάσματος σε μια σειρά κρατών της Ευρώπης από τη φεουδαρχία σε ένα νέο τρόπο παραγωγής, τον καπιταλιστικό και τη γέννηση μια νέας κοινωνικής τάξης, της εργατικής. Το 19ο αιώνα, με την τεράστια ανάπτυξη της βιομηχανίας, το φαινόμενο της μαζικής συγκέντρωσης νέων ομάδων πληθυσμού στις πόλεις παίρνει μεγάλες διαστάσεις, χωρίς να υπάρχει όμως κάποια πρόνοια για τη στέγασή τους. Το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι να στοιβάζονται πολλές οικογένειες μαζί σε μικρά δωμάτια κι υπόγεια, σε χώρους που γενικά δεν υπάκουαν σε κανένα μέτρο υγιεινής, χωρίς κάποια ηλικιακή ή φυλετική διάκριση. Οι άθλιοι αυτοί χώροι έγιναν, όπως είναι φυσικό, εστίες δυσοσμίας και λοιμωδών νόσων, επηρέαζαν τη λειτουργία της οικογένειας κι επιπλέον γίνονταν αφορμή δυσαρέσκειας των εργατών απέναντι στους εργοδότες τους που ζούσαν αντιθέτως σε μέγαρα ή πολυτελή διαμερίσματα. Έτσι η αστική τάξη παίρνει κάποια πρώτα μέτρα. Για να αμβλύνει τις αντιθέσεις και να εκτονώσει την κατάσταση, αναλαμβάνει να στεγάσει τους εργάτες, κίνηση που είχε πολλά οικονομικά οφέλη για αυτή, αλλά κυρίως προστάτευε την υγεία της από τις επιδημικές αρρώστιες που εξαπλώνονταν.

Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, την περίοδο των Μεγάλων Βιομηχανικών Εκθέσεων, οι εργατικές κατοικίες θα γίνουν υπόθεση και των αρχιτεκτόνων, αφού κατά τη διάρκειά τους θα παρουσιαστούν τα πρώτα μοντέλα, με χαρακτηριστικά που θα εξελίσσονται μέχρι και τον μοντερνισμό. Το πρώτο μοντέλο παρουσιάζεται σε πραγματικό μέγεθος στην Έκθεση του 1851 στο Λονδίνο από τον αρχιτέκτονα Henry Roberts έπειτα από παραγγελία του πρίγκιπα Αλβέρτου. O Roberts σχεδιάζει ένα μοντέλο κατοικίας για τους εργάτες που προωθεί ένα τρόπο ζωής με πυρήνα την οικογένεια και την αναπαραγωγή της και με βάση τους κανόνες της υγιεινής και της ηθικής, αρχές που τις αντιμετωπίζει με όρους αρχιτεκτονικής διάταξης, με τα εξής:

I.    Τοποθετεί πάνω από μια οικογένεια στο ίδιο κτίριο με την επανάληψη του ίδιου πυρήνα κατά μήκος και ύψος, εξοικονομώντας χώρο και κόστος.
II.    Η πρόσβαση σε κάθε διαμέρισμα γίνεται αποκλειστικά από μια κεντρική, κοινόχρηστη σκάλα διασφαλίζοντας την ιδιωτικότητα.
III.      Διαχωρίζονται τα υπνοδωμάτια των γονιών και των παιδιών σύμφωνα με το φύλο τους.
IV.      Τα υπνοδωμάτια των παιδιών επικοινωνούν με το καθιστικό για να διευκολύνεται η επιτήρηση τους.
V.       Τοποθετείται  σε κάθε διαμέρισμα τουαλέτα εξωτερικά, ξεχωριστός χώρος για την κουζίνα, αποθηκευτικοί χώροι και κατάλληλα σχεδιασμένα ανοίγματα σε κάθε δωμάτιο.
VI.      Εισάγονται στοιχεία επίπλωσης στις κατόψεις

Η χειροτέρευση, όμως, των συνθηκών διαβίωσης και οι έντονες κοινωνικές διεργασίες που συνόδευσαν την είσοδο στον 20ο αιώνα έκαναν τους αρχιτέκτονες να  αρχίζουν να ασχολούνται πιο σοβαρά και συστηματικά πια με την κατοικία των ασθενέστερων στρωμάτων, με κορύφωση την ίδρυση των CIAM το 1928 και την αναζήτηση ενός νέου μοντέλου κατοίκησης που θα κάλυπτε τις μαζικές τους ανάγκες. Το μοντέλο αυτό περιγράφηκε με τον όρο «ελάχιστη κατοικία» και ο σχεδιασμός του έπρεπε να υπακούει σε δυο αρχές: το χαμηλό κόστος και την ικανοποίηση των βασικών βιολογικών αναγκών.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι: Ο πειραματικός οικισμός Weissenhof στη Στουτγάρδη, που χτίστηκε με σχέδια από τους πιο ονομαστούς ευρωπαίους αρχιτέκτονες της εποχής.  Ο οικισμός Römerstadt  στη Φρανκφούρτη από τον αρχιτέκτονα Ernst May. Και τέλος το μνημειακών διαστάσεων  Karl Marx Hof του Κarl Ehn στη Βιέννη μετά από παραγγελία της τότε κομμουνιστικής δημοτικής αρχής για να προπαγανδίσει το νέο καθεστώς της. Και στις τρεις περιπτώσεις επιλέχθηκε οι νέοι οικισμοί να τοποθετηθούν έξω από το κέντρο της πόλης, το οποίο ασφυκτιούσε από την πυκνή δόμηση και δεν προσέφερε φτηνά οικόπεδα για τις απαιτούμενες εκτάσεις. Ταυτόχρονα, ήταν μια προσπάθεια συγκάλυψης της αντίθεσης μεταξύ πόλης και υπαίθρου.

Η οικονομία σε χώρο και κόστος επέβαλε την κατακόρυφη ανάπτυξή και επανάληψη των διαμερισμάτων. Έτσι έχουμε κτίρια σε σειρά και παράλληλα τοποθετημένα (May) ή (Karl Marx Hof) ένα ενιαίο κτίριο, με διαδρόμους και κλιμακοστάσια να οδηγούν στα διαμερίσματα. Εξαίρεση αποτελεί ο οικισμός Weissenhof στον οποίο επικρατεί η ελεύθερη δόμηση κι η αυτόνομη κατοικία.

Σημαντικός είναι, επίσης,  ο τρόπος αντιμετώπισης των χώρων δημόσιας χρήσης. Σε αντίθεση με τον οικισμό Weissenhof όπου το ιδιωτικό υπερείχε του δημοσίου, ο May κι ο Ehn θεωρούσαν πολύ σημαντική την ανάπτυξη συλλογικής ζωής ανάμεσα στους κατοίκους. Γι’ αυτό σχεδίασαν χώρους κοινωνικών υπηρεσιών αλλά και πολλούς υπαίθριους που θα ήταν τόποι συνάντησης και χαλάρωσης. Στη πορεία της κατοίκησης, όμως, δεν χρησιμοποιήθηκαν στο βαθμό που αναμενόταν ή ακόμα μοιράστηκαν από τους κατοίκους και έγιναν ιδιωτικοί.

Βασική αρχή ήταν η εφαρμογή των νέων τεχνολογιών και η χρήση τυποποιημένων στοιχείων. Όσον αφορά το εσωτερικό των διαμερισμάτων, κοινή γραμμή ήταν η ευελιξία στην κάτοψη, η ελαχιστοποίηση των διαστάσεων κι η εξασφάλιση συνθηκών υγιεινής. Μελετούνταν, επίσης, τα ανοίγματα και ο προσανατολισμός των κτιρίων, ώστε να προσφέρεται ο απαιτούμενος φυσικός φωτισμός και αερισμός. Τα αποτελέσματα ωστόσο δεν ήταν τα αναμενόμενα γιατί οι νέες κατοικίες δε κατάφεραν να γίνουν προσιτές στους εργάτες, αφού η μείωση του κόστους χρησιμοποιήθηκε για να αυξήσει τα κέρδη των κατασκευαστικών εταιρειών ή για να μειώσει τους μισθούς των εργατών.

Ο μαρξιστής καλλιτέχνης Karel Teige άσκησε κριτική σε αυτές τις προσπάθειες θεωρώντας τες προσκολλημένες στον τύπο κατοικίας που απευθύνεται στην παραδοσιακή οικογένεια, τύπος που δε διαχωρίζεται ουσιαστικά από τα μεσοαστικά διαμερίσματα και πρέπει να αναθεωρηθεί, αφού και ο ίδιος ο θεσμός της οικογένειας έχει αναθεωρηθεί. Ο ίδιος προτείνει τη συλλογική κατοικία (collective housing/ dom communa), όπου δίνεται έμφαση στις κοινόχρηστες λειτουργίες και τα διαμερίσματα περιορίζονται σε επαναλαμβανόμενες μονάδες, μια για  κάθε ενήλικα, που θα έχει ένα κρεβάτι κι ένα μικρό καθιστικό, πρόταση φυσικά ριζοσπαστική, που βρήκε μερική εφαρμογή στη Σοβιετική Ένωση και δε θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή από τους εργάτες από τη μια στιγμή στην άλλη.

-.-.-

Την περίοδο αυτή της δεκαετίας του ’30 η βιομηχανική παραγωγή και γενικά ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής αρχίζει να αναπτύσσεται και στο Ελληνικό κράτος, οπότε και θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά η ανάγκη οργανωμένης στέγασης των κατώτερων στρωμάτων.

Η αρχή θα γίνει το 1922 μετά τη λήξη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου και τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η πορεία που θα ακολουθήσει, έχει διάφορες διακυμάνσεις σε αρχιτεκτονικό και οικονομικό επίπεδο και εξαρτάται από τις κάθε φορά κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της χώρας.

Αυτή η πορεία της εργατικής κατοικίας στην Ελλάδα μπορεί να εξεταστεί ασφαλέστερα σε τέσσερις περιόδους.
α) 1920-1940: Η στέγαση των προσφύγων είναι επείγουσα ανάγκη της περιόδου και θα ενταθεί τη δεκαετία του ’30 από αξιόλογους Έλληνες αρχιτέκτονες που ήταν επηρεασμένοι από τις αρχές του μοντέρνου κινήματος.
β) 1955-1967: Ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος κι ο Εμφύλιος θα ανατρέψουν την πορεία της προηγούμενης περιόδου και θα δημιουργήσουν ένα τεράστιο κενό στην οικοδόμηση κατοικιών. Το κενό αυτό καλείται να καλύψει το 1954 ένας νέος οργανισμός, ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας (Ο.Ε.Κ.). Την περίοδο αυτή ωριμάζει ο ελληνικός μοντερνισμός που εμφανίστηκε την προηγούμενη με κύριο εκφραστή του τον Άρη Κωνσταντινίδη.
γ) 1967- 1980: Τα χρόνια της χούντας, μαζί με τα κατάλοιπά της τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, συνοδεύονται με την κατασκευή πολλών συγκροτημάτων, καθώς ο κατασκευαστικός τομέας αποτέλεσε συμφέρουσα επένδυση. Έτσι οι εργατικές κατοικίες γίνονται κι αυτές μέσο κερδοσκοπίας, στο όνομα της οποίας οι μηχανικοί σχεδιάζουν βάζοντας στην άκρη την αισθητική.
δ) 1980- σήμερα: Τα τελευταία τριάντα χρόνια υπάρχει μια κάμψη στο σχεδιασμό και την κατασκευή εργατικών κατοικιών. Το κράτος έχει δώσει έμφαση στη παροχή στεγαστικών δανείων, παρά στο κατασκευαστικό μέρος. Τα συγκροτήματα παρουσιάζουν μια σχετική ομοιογένεια, μια και που το μεγαλύτερο ποσοστό τους ανήκουν στον Ο.Ε.Κ.. (σ.σ.: η εργασία εκπονήθηκε πριν από την κατάργηση του οργανισμού).

Σε όλες τις περιόδους βασικό πρόβλημα ήταν η εξεύρεση οικοπέδων μεγάλων και προσαρμοσμένων στον αστικό ιστό. Το καθεστώς της μικροϊδιοκτησίας, η έλλειψη ρυθμιστικών σχεδίων και η μη συνεργασία των Δήμων αποτέλεσαν τις βασικές αιτίες που οι οικισμοί ήταν μικροί και διάσπαρτοι.

Η σπουδαιότερη κληρονομιά του ευρωπαϊκού μοντερνισμού είναι η αξία της συλλογικής ζωής των κατοίκων, που αρχιτεκτονικά εκφράστηκε με την ελεύθερη διάταξη των κτιρίων και τη δημιουργία υπαίθριων και κοινόχρηστων χώρων. Αυτή η διάταξη ταυτίστηκε με τις εργατικές και προσφυγικές κατοικίες και τις διαφοροποιεί από την υπόλοιπη πόλη, όπου κυριαρχεί η συνεχής δόμηση κι ο δημόσιος χώρος περιορίζεται στους δρόμους.

Τη δεκαετία του ’70, όμως, δίνεται προτεραιότητα στη μεγαλύτερη εκμετάλλευση των οικοπέδων και τα κτίρια μεγαλώνουν ως προς το ύψος και πλησιάζουν πολύ το ένα το άλλο. Ταυτόχρονα στα παλιά συγκροτήματα, οι υπαίθριοι χώροι παραμελούνται, οι κοινόχρηστες λειτουργίες δε χρησιμοποιούνται και πολλές φορές μετατρέπονται σε ιδιωτικές με αποτέλεσμα τα συγκροτήματα αυτά να στιγματιστούν και να μετατραπούν γρήγορα σε κοινωνικά γκέτο.

Τα κτίρια, με εξαίρεση την τρίτη περίοδο, διατηρούνται χαμηλά, το πολύ μέχρι τέσσερις ορόφους. Στο εσωτερικό των διαμερισμάτων δεν υπάρχει καμία καινοτομία. Το  μοντέλο κατοικίας που απευθύνεται στην οικογένεια παραμένει σε όλη την πορεία σταθερό και το μόνο που αλλάζει είναι το μέγεθός του.

Στις μέρες μας, ο ΟΕΚ προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τις κατευθύνσεις του με βάση τις αποτυχίες του παρελθόντος. Τονίζει τον κοινωνικό χαρακτήρα των οικισμών με τη χαμηλή δόμηση και τους μεγάλους υπαίθριους χώρους, αλλά οι γραφειοκρατικές μέθοδοι και ο χαμηλός οικονομικός προϋπολογισμός επιβάλλουν έναν ενιαίο τύπο κατοικίας και προχειρότητα στην κατασκευή.

Αρκετοί προσφυγικοί οικισμοί, επίσης, απειλούνται με κατεδάφιση, ενώ πολλές εργατικές συνοικίες είναι εγκαταλειμμένες από το κράτος.  Η αντιμετώπιση των κατοίκων αλλά και του υπόλοιπου κόσμου, ωστόσο είναι διαφορετική. Παρόλα τα προβλήματα που τους καταλογίζουν, σε κανέναν, σχεδόν, από τους οικισμούς (παλιούς και νέους) οι κάτοικοι δεν ενοχλούνται από τον χαρακτηρισμό εργατική κατοικία και είναι πάρα πολλοί αυτοί που περιμένουν και ελπίζουν στην απόκτηση μίας τέτοιας. Η προκατάληψη, βέβαια, για αυτούς δεν έχει εξαλειφθεί, καθώς στην πλειονότητα τους νοικιάζονται από οικονομικούς μετανάστες κι έτσι αντιμετωπίζονται ως «γκέτο», αυτή τη φορά,  μεταναστών.

-.-.-

Η κατοικία είναι αναγνωρισμένο κοινωνικό αγαθό και συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην χώρα μας. Δεν μπορούμε, όμως, να μιλάμε για «ικανοποιητικό επίπεδο ζωής» και για εξασφαλισμένη κατοικία όλων των πολιτών.

Το πρόβλημα κατοικίας έγκειται σε τρία σημεία: στην κακή ποιότητα των υπαρχουσών κατοικιών, τόσο σε στενότητα χώρου όσο και σε απουσία σημαντικών ανέσεων, στο μεγάλο κόστος κατασκευής, αγοράς και ενοικίασής τους και στην κακή οικονομική κατάσταση μιας διαρκώς αυξανόμενης μερίδας του πληθυσμού. Παρόλα αυτά η παρουσία του δημόσιου τομέα στην παραγωγή κατοικίας είναι καχεκτική, με τη συνολική δραστηριότητα του να μην ξεπερνά το 3% της παραγωγής αστικών κατοικιών.

Η πολιτική κατοικίας, ανεπαρκής όπως φαίνεται, είναι μέρος της συνολικότερης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και ενδεικτική αυτής, καθώς περιορίζεται σε μέτρα που ευνοούν την ιδιοκατοίκηση. Συνεπώς πρόκειται για μέτρα που δε διευκολύνουν τα χαμηλά στρώματα και την εργατική τάξη, αλλά  αντιθέτως, πριμοδοτούν τα μεσαία στρώματα για την αυτόνομη στεγαστική τους αποκατάσταση κι ευνοούν το κατασκευαστικό κεφάλαιο στην ευκολότερη επένδυσή του αλλά και τις τράπεζες, αφού αυξάνεται ο αριθμός των πελατών που προσφεύγουν στο δάνειο για την απόκτηση στέγης. Επιπλέον, δεν καλύπτουν κοινωνικές ομάδες που έχουν άμεσο πρόβλημα, όπως τους οικονομικούς μετανάστες ή τον άστεγο πληθυσμό που έχει φτάσει τους 17.000.

Ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας Ελλάδος είναι ο σημαντικότερος στεγαστικός φορέας αφού αντιπροσωπεύει κατά μέσο όρο το 96% της οικοδομικής στεγαστικής  δραστηριότητας στο δημόσιο τομέα. Οι δικαιούχοι των προγραμμάτων του ΟΕΚ είναι οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα που είναι ασφαλισμένοι κυρίως στο Ι.Κ.Α. και αντιπροσωπεύoυν μαζί με τις οικογένειές τους πάνω από το 60% του ενεργού πληθυσμού της χώρας. Τα στεγαστικά του προγράμματα χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες, α) την παροχή έτοιμης στέγης, β) τις δανειοδοτήσεις και γ) την επιδότηση ενοικίου.

Αρχή του ΟΕΚ είναι οι οικισμοί να δίνουν την εικόνα της συγκροτημένης γειτονιάς. Η διάταξη των κτιρίων είναι ελεύθερη, το ύψος τους είναι χαμηλό μέχρι τρεις ορόφους και εναλλάσσονται με κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους ενώ ειδική μέριμνα δίνεται στους χώρους πρασίνου. Οι επιφάνειες των διαμερισμάτων κυμαίνονται από 90- 120 τμ με καθιστικό και υπνοδωμάτια. Η αρχιτεκτονική των κτιρίων για χάρη της οικονομίας σε χρόνο και κόστος βασίζεται σε ένα βιβλίο με τύπους σπιτιών με κατόψεις, όψεις, τομές και λεπτομέρειες, που προσαρμόζονται στα χαρακτηριστικά της κάθε περιοχής, με αποτέλεσμα τα κτίρια αυτά να παρουσιάζουν μια ομοιομορφία. Τα τυπολόγια αυτά δεν εξελίσσονται όσο συχνά θα έπρεπε κι ο αριθμός που εφαρμόζεται σήμερα φτάνει περίπου τα τριάντα.

Είναι γεγονός, όμως, πως το δανειοδοτικό πρόγραμμα υπερέχει κατά πολύ του κατασκευαστικού. Ακόμα, όμως και η μικρή αυτή κατασκευαστική δραστηριότητα παρουσιάζει κακοτεχνίες, προχειρότητες στη κατασκευή και χρήση ευτελών υλικών. Για να είναι, συνεπώς, ουσιαστικό το έργο του, θα πρέπει να έχει τη στήριξη της πολιτείας, να μειωθούν τα ποσά αποπληρωμής και το ύψος των επιτοκίων και, το πιο σημαντικό, να είναι πρωτοπόρος και καινοτόμος στο σχεδιασμό των οικισμών του, όπως επιβάλλει ο κοινωνικός του χαρακτήρας.

Τι είναι, όμως, αρχιτεκτονικά, αυτό που κάνει μια κατοικία να χαρακτηριστεί εργατική; Και το σημαντικότερο, πρέπει σχεδιαστικά να διαφοροποιείται από μια αστική κατοικία;
Η απάντηση είναι, ναι. Ο αρχιτέκτονας σχεδιάζει μια κατοικία με κριτήριο τις ανάγκες των χρηστών της. Από τη στιγμή που οι ανάγκες ενός εργάτη είναι αντικειμενικά διαφορετικές από ενός αστού, η σχεδιαστική αντιμετώπιση της κατοικίας του θα έπρεπε να είναι διαφορετική. Στο παρελθόν αυτή η διαφοροποίηση εντοπίζεται κυρίως στην υποβάθμιση  των εργατικών κατοικιών που ερχόταν σε έντονη αντίθεση με τη πολυτέλεια των αστικών κατοικιών και πολυκατοικιών. Σήμερα όμως δεν είναι εύκολη η διάκρισή τους.

Η αιτία αυτής της εξομοίωσης είναι η αδυναμία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής να αφουγκραστεί τις ιδιαιτερότητες κάθε χρήστη ή πρόκειται για μέρος ενός σχεδίου του συστήματος αστικής ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης; Η απάντηση βρίσκεται και στα δύο με το ένα να συμπληρώνει το άλλο. Οι αρχιτεκτονικές ομοιότητες σε οικισμούς διαφορετικών κοινωνικών ομάδων πηγάζουν από την εμμονή στο παλιό μοντέλο κατοίκησης που αδυνατεί να εξυπηρετήσει τις νέες ανάγκες και απαιτήσεις. Από την άλλη, αυτή η αστική διάχυση στις κατοικίες των χαμηλότερων στρωμάτων είναι μέρος της διάδοσης του αστικού lifestyle με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να δρουν καταλυτικά σε αυτό δημιουργώντας πλασματικές ανάγκες και συγκαλύπτοντας τις υπαρκτές ταξικές διαφορές.

Υπάρχει η άποψη, λοιπόν, που λέει ότι η απόκτηση ιδιόκτητης στέγης από τον εργάτη μπορεί να γίνει δεσμευτικός παράγοντας στη διαμόρφωση ταξικής συνείδησης κι η κατοικία του να λειτουργήσει ως μια «μηχανή» μικροαστικοποίησης. Ο βαθμός ενοχής της παρόλα αυτά δεν είναι τόσο μεγάλος γιατί η κοινωνική συνείδηση δεν καθορίζεται από το εποικοδόμημα της κοινωνίας -σε αυτή την περίπτωση την κατοικία- αλλά από την οικονομική της βάση. Κι επίσης, δεν χρειάζεται η εργατική τάξη να φτάσει στην εξαθλίωση για να συνειδητοποιήσει τη θέση της, αλλά αντιθέτως, αυτό μπορεί να γίνει με ταυτόχρονη βελτίωση των συνθηκών ζωής της.

-.-.-

Όπως διαπιστώνεται από ολόκληρη τη μελέτη της ιστορίας της εργατικής κατοικίας, όλες οι προσπάθειες των κρατικών φορέων και των αρχιτεκτόνων που ασχολήθηκαν με αυτή, επικεντρώθηκαν στην παραγωγή φτηνών κατοικιών υποβαθμίζοντάς τες με την πάροδο του χρόνου.  Διανύουμε, συνεπώς, σήμερα μια περίοδο κρίσης της κοινωνικής- εργατικής κατοικίας, κρίση ποσοτική και ποιοτική ταυτόχρονα. Το πρόβλημα αυτό έχει δυο αφετηρίες: η πρώτη σχετίζεται με την αρχιτεκτονική και η δεύτερη και πιο σημαντική σχετίζεται με το κοινωνικό σύστημα.

Αρχιτεκτονικά το πρόβλημα έχει τις βάσεις του στην πεισματική επιβίωση του ίδιου μοντέλου κατοικίας, σχεδόν έναν αιώνα τώρα. Σε αυτό το διάστημα, όμως, οι αλλαγές σε οικογενειακό, κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο είναι πολλές και αυτό έχει επιπτώσεις στο χώρο, επηρεάζοντας προφανώς την αρχιτεκτονική πρακτική. Ο αρχιτέκτονας πρέπει να είναι σε θέση (κι εδώ μπαίνει ο ρόλος της αρχιτεκτονικής παιδείας) να ορίσει ή να ξεκαθαρίσει ποιες είναι οι πραγματικές και σημερινές ανάγκες, και τότε να ορίσει το κατάλληλο αρχιτεκτονικό πρόγραμμα που θα τις ικανοποιεί.

Από την άλλη, υπάρχει κι η κοινωνική αφετηρία της κρίσης. Το πρόβλημα της κοινωνικής- εργατικής κατοικίας έγκειται στην όξυνση των αντιθέσεων που συνεπάγεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και καμία αρχιτεκτονική πρόταση δε θα είναι ρεαλιστική και εφικτή αν το αγνοήσει. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως ο αρχιτέκτονας πρέπει να τα «παρατήσει» και να το αντιμετωπίσει παθητικά. Πρέπει,  κατ’ αρχήν, με την αρχιτεκτονική του γλώσσα να προβάλλει προτάσεις αντιμετώπισης του προβλήματος που θα ανακουφίζουν για λίγο τη ζωή της εργατικής τάξης και δεύτερον, ως πολιτικό ον να συμβάλλει με τη δράση του στις κοινωνικές διεργασίες για την ανατροπή των αιτιών και την ανάπτυξη ενός ανώτερου συστήματος.

Καταλήγοντας, η εργατική κατοικία στη χώρα μας είναι ανάγκη επιτακτική, και παρόλη την προσπάθεια να παρουσιαστεί ως αναχρονιστική και ξεπερασμένη αντιμετώπιση της ζωής των εργαζομένων, ο αγώνας για το δικαίωμα σε αυτήν είναι επιτακτικός. Είναι αγώνας ταξικός που δεν αποσκοπεί σε μια μορφή κοινωνικής ανέλιξης και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται μεμονωμένα, καθώς συνδέεται με τους αγώνες για το δικαίωμα στην υγεία, στην παιδεία, στη δουλειά, για το δικαίωμα στη ζωή.

Πολλοί αρχιτέκτονες στην ιστορία προσπάθησαν να προτείνουν λύσεις, αλλά κάθε φορά το πρόβλημα δεν εξαλειφόταν και αναπαραγόταν στη πορεία της, επιβεβαιώνοντας πάνω από έναν αιώνα αργότερα τα λόγια του Ένγκελς ότι: «Η ίδια η οικονομική ανάγκη που τις δημιούργησε (τις τρύπες που έμεναν οι εργάτες) στο πρώτο μέρος, τις δημιουργεί και στο δεύτερο. Και όσο θα υπάρχει ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, θα είναι τρέλα να θέλουμε να λύσουμε χωριστά το ζήτημα της κατοικίας ή οποιοδήποτε άλλο κοινωνικό ζήτημα που έχει σχέση με την τύχη των εργατών. Η λύση βρίσκεται μόνο στην κατάργηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, στην ιδιοποίηση από την ίδια την εργατική τάξη όλων των μέσων συντήρησης και εργασίας.»