Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αρκάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αρκάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

Διαπλεκόμενοι Α.Ε

Η ανία είναι κάπως σχετική έννοια.

Κάποιοι βρίσκουν πχ βαρετές τις ομιλίες του γγ στη βουλή, γιατί δεν (τους) δίνει ωραίες ατάκες, του στιλ "αλητάμπουρα, θα μου ζητήσεις συγνώμη στα τέσσερα", δε λέει κάθε τρεις και λίγο οικουμενική κυβέρνηση, ως φάρμακο για πάσα νόσο, δεν έχει καν το στοιχείο της τραγικής ειρωνείας, που χαρίζει πχ ο Θεοδωράκης, όταν μιλάει εναντίον της διαπλοκής. Άσε που πάει να κάνει σφαιρική ανάλυση... θέλει να τα πει όλα και μας την έχει σπάσει μωρέ -που λέει κι ο Ζαραλίκος στους Απαράδεκτους, (άμα είναι μάγκας, ας τραγουδήσει χέβι μέταλ) στο επεισόδιο όπου ο Σπύρος είχε ανοιχτή τηλεφωνική γραμμή, για να πάρει πολιτική γραμμή από τον Παπασταύρου.

Για να βαριέσαι κάτι βέβαια, πρέπει να το γνωρίζεις καλά και να μη χρειάζεται να το ξανακούσεις. Σαν τα παιδιά που έχουν μάθει να διαβάζουν, προτού πάνε στο σχολείο (και αυτό θεωρείται μεγάλο παιδαγωγικό λάθος) ή τους σφους στα ιδεολογικά μαθήματα, που γνωρίζουν ήδη τι είναι διαλεκτικός υλισμός. Διαλεκτικός υλισμός είναι... είναι.... Άλλο αν δεν είναι και τόσο εύκολο να το εξηγήσεις και καταλήγεις να το περιγράφεις με χειρονομίες και νεύματα, όπως ο Κωνσταντίνου το προφιτερόλ.

Αλλά είναι ζήτημα πόσοι γνωρίζουν -κι αν ναι, έχουν αφομοιώσει- τις αναλύσεις που σνομπάρουν. Ότι δηλ το σάπιο εκμεταλλευτικό σύστημα είναι συνυφασμένο με τη σαπίλα της διαφθοράς και των σκανδάλων. Το οποίο σημαίνει πως δεν τρέφουμε (πλέον) αυταπάτες για κάθαρση στα πλαίσια του συστήματος, αλλά δεν αδιαφορούμε για τις βρομιές που βγαίνουν στην επιφάνεια και τις αξιοποιούμε για να καταδείξουμε τη σαπίλα του κόσμου της εκμετάλλευσης.

Εμείς πάλι από τη δική μας σκοπιά, βρίσκουμε εντελώς βαρετό και προβλέψιμο το κακόγουστο σόου που στήνεται στη βουλή, γιατί έχει χειρότερες ατάκες, αισθητική και περισσότερους σημιτάνθρωπους κι από τους Διαπλεκόμενους Α.Ε., που έπαιζαν παλιά στο Σταρ. Και βασικά απευθύνεται σε μικρά και μεγάλα παιδιά, με νηπιακή πολιτική σκέψη, που θα φάνε αμάσητο σανό και τα σοκολατάκια που κερνούσαν οι νεοδημοκράτες (μας κακομαθαίνεται κύριε Κούλη) για να γιορτάσουν την καλή εμφάνιση του Μητσοτάκη (;) με τη γελοιογραφία του Αρκά.



Που αν είχε χιούμορ δηλ ο γγ, έπρεπε να καταθέσει κι αυτός στα πρακτικά της βουλής το άλμπουμ "ο καλός λύκος" και να πει ότι τέτοιοι υπάρχουν μόνο στα παραμύθια και ότι δεν μπορούμε να βάλουμε τη λυκοσυμμαχία να φυλάει τα πρόβατα. Αν και οι λαοί μόνο τέτοιοι δεν είναι, κι ας τους σερβίρουν τέτοια κακόγουστα σόου, για να έχουν την ψευδαίσθηση πως κυβερνιούνται δημοκρατικά.


Και πώς να μην κερνάνε άλλωστε οι δεξιοί; Ξέρεις τι είναι να έχεις απέναντί σου, ως κυβέρνηση, το Μητσοτάκη με τη Ζίμενς και το Σταύρο με τον Μπόμπολα, και να μην καταφέρνεις να κερδίσεις τις εντυπώσεις, γιατί βγαίνουν στη φόρα τα δικά σου, Κουρής, Χωνί, Παπαγγελόπουλος, κτλ;
Αξία ανεκτίμητη. Ή μάλλον 5,5 δις, με τη λυπητερή να έρχεται πάλι σε εμάς.

Κι αν είναι να μιλήσουμε με παραπολιτικούς όρους, πιο πολύ ενδιαφέρον έχει να σταθούμε στην ανεξήγητη παρουσία στα ορεινά της βουλής του Δημήτρη Διαμαντίδη, που βραβεύεται αύριο από την Ευρωλίγκα. Και να ανοίξουμε μπασκετική κουβέντα για την αξία του, για να κάνω εγώ τον κακό αιρετικό Κουκουέ και να πω ότι είναι υπερτιμημένος, χαϊδεμένο παιδί των ΜΜΕ, από τους μεγαλύτερους γκρινιάρηδες των γηπέδων κι ούτε κατά προσέγγιση στο επίπεδο της ευρωπαϊκής αφρόκρεμας (Γκασόλ, Νοβίτσκι, Πάρκερ), ούτε καν του Σπανούλη, κατά τη γνώμη μου.

Στα υπεροπτικά σνομπ σχόλια για το ΓΓ και το κόμμα, μπορούμε να προσθέσουμε και τα ανόητα χάχανα για την πρόταση νόμου που κατέθεσε το ΚΚΕ για την ανεργία και το ύψος του επιδόματος (στα 600 ευρώ). Δεν ξέρω αν κάποιοι το βρίσκουν ουτοπικό κι ανεφάρμοστο, αλλά τα 600 ευρώ είναι ακριβώς το 80% των 751 ευρώ που υποσχόταν ο Σύριζα για βασικό μισθό. Κι είναι άκρως διδακτικό κι αποκαλυπτικό να βλέπεις πως από δικούς του υποστηρικτές κυρίως προέρχονται οι καγχασμοί.

Έχουν πάντως και πολύτιμες εφεδρείες, όπως το συντάκτη της ΕφΣυν, που ανακαλύπτει πως η πρόταση νόμου που κατέθεσε το ΚΚΕ ευνοεί απλώς τους βιομήχανους και τη μαύρη εργασία (από τις καλύτερες στιγμές της Οακκε κι ίσως έτσι να αδικώ την τελευταία)! Και το διαδικτυακό υπόνομο που θεωρεί την πρωτοβουλία του δήμου Πατρέων και τη μαραθώνια πορεία ενάντια στην ανεργία, συμβολικό hapenning εφήμερου εντυπωσιασμού!
Κρίμα που δεν είχαν προλάβει άλλες εποχές, να πουν και για τα συμβολικά χάπενινγκ του Λαμπράκη πχ, που δεν οδήγησαν πουθενά.

Το μέλλον μας έχει σίγουρα πολύ δρόμο, τραχύ κι ανηφορικό. Αλλά προσπερνάει όλους αυτούς που δεν επέλεξαν απλά άλλο δρόμο, παρά κουράστηκαν και το ρίχνουν στην αφ 'υψηλού κριτική, για να εξασφαλίσουν πολιτικό άλλοθι.

Σήμερα όλοι στα συλλαλητήρια του ΠΑΜΕ για το ασφαλιστικό.
Το Σαββατοκύριακο ξεκινάει η μαραθώνια πορεία κατά της ανεργίας, από την Πάτρα στην Αθήνα. Ενώ στο ενδιάμεσο υπάρχει κι η απεργία στο δημόσιο τομέα, στις 7 Απρίλη.

Σάββατο 25 Ιουλίου 2015

Ο πολιτικός Αρκάς

Αναδημοσίευση από Ατέχνως

Σήμερα θα καταπιαστούμε με μία από τις παράπλευρες υποθέσεις των ημερών.

Τα άλμπουμ του Αρκά είναι κομμάτι της κλασικής παιδείας, που κάθε παιδί (μικρό ή μεγαλύτερο σε ηλικία) πρέπει να αποκτήσει. Ο Αρκάς είναι ένα φαινόμενο μόνος του, ποταμός γέλιου, ειρωνείας, μικρών ή μεγαλύτερων ταυτίσεων για κάθε αναγνώστη, σκοτεινή φυσιογνωμία που καταφέρνει να αυξήσει το γοητευτικό μυστήριο γύρω της, αποφεύγοντας συστηματικά τη δημοσιότητα και τις συνεντεύξεις. Κατά συνέπεια, έχουν ειπωθεί σχεδόν τα πάντα γύρω από το πρόσωπό του, σαν εικασίες. Ότι είναι ψυχίατρος, ότι έχει βγει στη σύνταξη, ότι έχει πεθάνει και τον αντικαθιστούν άλλοι (αλίμονο αν δεν υπήρχε και κάποια θεωρία συνωμοσίας) ή πως στην πραγματικότητα είναι παραπάνω από ένα πρόσωπο, κάτι σαν συλλογικός ήρωας-δημιουργός ηρώων. Τα πιο πολλά, πιθανότατα ράδιο-αρβύλα, μέχρι αποδείξεως του εναντίου.

Ποια είναι όμως η σχέση του Αρκά με την πολιτική;
Διαθέτει αναρχικό χιούμορ, πιο πολύ όμως με την έννοια του βιτριολικού, παρά οτιδήποτε άλλο. Στον «κόκκορα», ο βασικός ήρωας αποτυγχάνει παταγωδώς με τις γυναίκες-κότες (που δε συμβολίζει κάποιο μισογυνισμό) και αναρωτιέται τι μπορεί να αλλάξει και μήπως θα ήταν καλή ιδέα να το έβαφε πράσινο. Η αλλαγή ήταν τότε της μόδας, άλλο αν τελικά για τον κυρίαρχο λαό κατέληξε κυριολεκτικά σε αυτό που έλεγε ο Κόκκορας. Και το ροζ είναι το καινούριο πράσινο.
Σε ένα άλλο αλμπουμάκι της σειράς, ο Κόκκορας τίθεται αντιμέτωπος με τους εφιάλτες του και τη φιλοσοφία του Χέγκελ, καθώς ένα φάντασμα τον αποστομώνει με το επιχείρημα: «ό,τι είναι πραγματικό, είναι και λογικό».
Ο πιο μεστός προβληματισμός έρχεται πιθανότατα στα Αδιέξοδα, από τα οποία προσπαθεί να βγει ο Κόκκορας, αλλά δε θυμάται από πού ακριβώς μπήκε. Για να καταλήξει στο απαισιόδοξο συμπέρασμα πως τελικά δεν υπάρχει διέξοδος, γιατί το πρόβλημα είναι ο εαυτός μας και από αυτόν δεν μπορούμε να ξεφύγουμε ποτέ.

Στις Show Bussiness, όπως είναι φανερό κι από τον τίτλο, ο Αρκάς κάνει ένα σύντομο πέρασμα απ’ το ερώτημα πόσο ελεύθερα μπορεί να αναπτυχθεί η καλλιτεχνική δημιουργία στις σημερινές ασφυκτικές συνθήκες. Για να φτάσει στον «Παντελή και το Λιοντάρι», όπου το δεύτερο επιχειρεί να πείσει το φύλακά του στο ζωολογικό κήπο να το απελευθερώσει, καταφεύγοντας ακόμα και στο Μαρξ, για να αποτύχει εκ νέου και να καταλήξει στο συμπέρασμα πως πρέπει να ανανεώσει την επιχειρηματολογία του –στο κλίμα της εποχής άλλωστε.

Ακολουθεί ο Ισοβίτης κι η ατμόσφαιρα της φυλακής, που δεν ευνοεί την αισιοδοξία και την ενασχόληση με τα κοινά. Ο φυλακισμένος ρωτάει να μάθει το αποτέλεσμα των εκλογών, αλλά συνειδητοποιεί πως αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει στο παραμικρό την κατάσταση στη φυλακή και προτιμά τελικά να του πουν ποιος πήρε το πρωτάθλημα. Ο Μοντεχρήστος ενσαρκώνει τον άκρατο αμοραλισμό της περιόδου και χαίρεται, καθώς πάντα πίστευε ότι η ιδεολογία του έχει εντυπωσιακό όνομα. Μια άλλη βινιέτα αναπαράγει τα κλασικά στερεότυπα εκείνων των χρόνων για τους δεινόσαυρους-πολιτικούς αρχηγούς, που βλέπουν την εξουσία ως αφροδισιακό και από κάποια ηλικία και έπειτα, καταλήγουν να κάνουν στη χώρα αυτό που δεν μπορούν να κάνουν πια στη γυναίκα τους. Ενώ το ποντίκι καταρρακώνει το ηθικό του Ισοβίτη, λέγοντάς του: για μένα η φυλακή είναι όλος ο κόσμος, ενώ για σένα όλος ο κόσμος είναι μια φυλακή.

Στη σειρά αυτή, λόγω και της θεματολογίας, κορυφώνεται ο κοινωνικός (με ψήγματα πολιτικού, γιατί τα πάντα είναι πολιτικά) προβληματισμός του Αρκά. Θα ακολουθήσει η καταξίωση με τις Χαμηλές Πτήσεις που εντρυφούν στη σχέση πατέρα-γιου (ίσως παράλληλα με κάποια αντίστοιχη εξέλιξη στην προσωπική ζωή του σκιτσογράφου) και συγκίνησαν πρόσφατα πολλούς αναγνώστες, όταν κυκλοφόρησε ένα υστερόγραφο με το μικρό σπουργίτι να έχει μεγαλώσει, να αποκτά γιο και να τραβάει τα ίδια και χειρότερα που περνούσε με αυτόν ο πατέρας του. Η δεκαετία του 90’ φέρνει την εμφάνιση του Αρκά σε περιοδικά μεγάλης κυκλοφορίας (το Έψιλον της Ελευθεροτυπίας και αργότερα στο Μετρό με τις ιστορίες του Καστράτο –και βασικά της Λουκρητίας), την γνωριμία του με το ευρύ κοινό, που τον αγκάλιασε αμέσως, αλλά και μια αναπόφευκτη τυποποίηση, ως λογικό επακόλουθο της «μαζικής παραγωγής», καθώς πρέπει να έχει έτοιμη τουλάχιστον μία ιστορία κάθε εβδομάδα.

Ο Αρκάς γίνεται προς στιγμήν λιγότερο σκοτεινός, κάπως πιο mainstream (συμβατικός), επιρρεπής σε εύκολα αστεία και λογοπαίγνια που θα μπορούσαν να δίνουν υλικό στο Σεφερλή και που έφτασαν, κατά την υποκειμενική μου γνώμη, στο απόγειό τους, στη «Ζωή Μετά», με το μακαρίτη που πηγαίνει στον παράδεισο και συναντά τον Άγγελο. Εκεί όπου η ατάκα γίνεται αυτοσκοπός και όλη η ιστορία δομείται γύρω της, αντί να τη χρησιμοποιεί ως ένα απλό όπλο, για να περάσει τα μηνύματα που θέλει.

Με αυτή τη σειρά ο Αρκάς αρχίζει να ασχολείται με το ζήτημα του θανάτου –βλέποντας ίσως και το δικό του βιολογικό τέλος να πλησιάζει- που τον απασχολεί πιο έντονα στη σειρά με τους «Συνομήλικους» (μάλλον από τις πιο αδιάφορες δουλειές του). Παράλληλα όμως αντιμετωπίζει αυτές τις φυσιολογικές ανησυχίες με όπλο το μαύρο χιούμορ, που είναι το βασικό στοιχείο στα «Πειραματόζωα» αλλά και τα «Επικίνδυνα Νερά» με το δολοφόνο-καρχαρία και το ψάρι-οδηγό του, που συνεχίζουν αυτή τη «στροφή». Εκεί αποτυπώνεται, μεταξύ άλλων, η «έμφυτη» απαισιοδοξία του Αρκά για τη δυνατότητα των πολλών μικρών ψαριών να ενωθούν και να νικήσουν το μεγάλο, καθώς όταν ενώνονται σε ενιαίο σχηματισμό, γίνονται απλά ευκολότερος στόχος για τα σαγόνια του καρχαρία.



Πριν από τα Πειραματόζωα, ο Αρκάς είχε βγάλει για μια σόλο εμφάνιση και τον Καλό Λύκο, που ενσάρκωνε προφητικά τις αυταπάτες που έχουν πολλοί για τη λυκοσυμμαχία της ΕΕ και το ενδεχόμενο να αλλάξει από μέσα και να αρχίσει να ερωτεύεται τα πρόβατα, αντί να τα τρώει.

Τον τελευταίο χρόνο, ο Αρκάς έβγαλε δύο αλμπουμάκια. Το ένα μοιάζει με ψυχολογικό τεστ κι έχει ερωτοαπαντήσεις ολικής άγνοιας, κλειστού τύπου, «ναι ή όχι», που κολλούσαν γάντι με την επικαιρότητα του δημοψηφίσματος (αν εξαιρέσει κανείς την αντίστροφη σειρά στα κουτάκια με τις απαντήσεις, «όχι ή ναι», που ούτε ο Αρκάς δε θα μπορούσε να τη φανταστεί). Το δεύτερο αλμπουμάκι είναι τα «Θηρία ενήμερα», που χωρίς να έχουν αυστηρά καθορισμένη θεματολογία, περιλαμβάνουν κάποια πιο πολιτικά σκίτσα, όπως μια ανελέητη σάτιρα των διαπραγματευτικών χαρτιών της κυβέρνησης, που μεταχειρίζεται άκρως πειστικά επιχειρήματα προς τους δανειστές.



Με αυτά τα τελευταία σκίτσα, ο Αρκάς μπήκε στο στόχαστρο κάποιων χρηστών του facebook, υποστηρικτών της «Πρώτης Φοράς Αριστερά», αν κι η ιστορία είναι αρκετά μπερδεμένη, καθώς εμπλέκονται μάλλον και οι διαχειριστές της προσωπικής του ιστοσελίδας, που προσπάθησαν να αξιοποιήσουν τα σκίτσα του για τους προπαγανδιστικούς σκοπούς της εφημερίδας στην οποία εργάζεται τον τελευταίο καιρό.

Ανεξάρτητα από τις σκοτεινές πλευρές αυτής της υπόθεσης πάντως, μπορούμε να κρατήσουμε ως ουσία το εξής. Είναι παράλογο να ζητάμε από τον Αρκά να γίνει κάτι που μάλλον ποτέ δεν ήταν: μαρξιστής-επαναστάτης-αριστερός, όσο κι αν καμιά φορά ανακαλύπτουμε (ή θέλουμε να ανακαλύπτουμε) ψήγματα ριζοσπαστικής πολιτικής σκέψης σε κάποια σκίτσα του. Είναι όμως δέκα φορές πιο παράλογο να τρέφει κανείς αντίστοιχες πολιτικές προσδοκίες από την «πρώτη φορά αριστερά» ή από τους διαδικτυακούς της Ταλιμπαν, που εφαρμόζουν το δόγμα «όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας». Όσο για το παραμύθι της «αριστεράς και της ενότητας», κολλάει, παραφρασμένη, μια ατάκα από τον Καλό Λύκο του Αρκά.

Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στη σημερινή κυβέρνηση και τους κομμουνιστές; Είναι κι οι δυο με τα λαϊκά συμφέροντα και το σοσιαλισμό, με τη διαφορά ότι οι πρώτοι δεν είναι. Αλλά αυτό είναι το θέμα ενός άλλου κειμένου.

Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Αυτές τις άγιες μέρες

Δε θυμάμαι που το είχα διαβάσει (κι αν το αναπαράγω σωστά), αλλά το χειρότερο με αυτές τις γιορτάρες μέρες, που θεωρητικά επιδρούν ευεργετικά στην ψυχολογία μας και μας κάνουν να αισθανόμαστε και να γινόμαστε λίγο καλύτεροι άνθρωποι κάποιες φορές τον χρόνο, είναι πως τελικά μοιάζουν αφόρητα με όλες τις υπόλοιπες. Κι επιτείνουν την κυρίαρχη κατάθλιψη, αναδεικνύοντας σε πρώτο πλάνο, όχι βέβαια την αγάπη ή τη φιλανθρωπία, αλλά την αστική υποκρισία.

Γιατί να στολίζουμε στις γιορτές τα σπίτια μας, για να καλύψουμε τη μιζέρια όλης της χρονιάς, αλλά και τους εαυτούς μας, σα να ψάχνουμε άλλοθι για όσα κάνουμε τις καθημερινές σε καθημερινή βάση; Γιατί να δίνουμε ανέξοδες συντροφικές ευχές για αγώνες κι επαναστάσεις, εφόσον δεν κάνουμε όσα περνάνε από το χέρι μας, για να πιάσουν στην πράξη; Και γιατί να φτιάχνουμε μελομακάρονα μόνο αυτές τις (φ)άγιες μέρες, αφού αντικειμενικά είναι φοβερά κι αφήνουν τους κουραμπιέδες να τρώνε τη σκόνη τους;

Υπόψη, παρενθετικά, πως ο ουμανισμός κι η πραγματική αγάπη για τον άνθρωπο διαφέρουν σε κάτι βασικό από την αστική φιλανθρωπία, που έχει φαινομενικά παραπλήσια σημασία και κίνητρα. Ο φιλάνθρωπος είναι σα να εξαιρεί τον εαυτό του από τους κοινούς θνητούς και το ανθρώπινο είδος που περιβάλλει με στοργή, σα να είναι κάτι έξω απ’ αυτό, ποιοτικά διάφορο και βασικά ανώτερο, που θα μπορούσε με την ίδια ευκολία να διοχετεύσει κάπου αλλού τη φιλευσπλαχνία και τις ευαισθησίες του και να είναι πχ φιλόζωος. Σαν τις δεσποινίδες της αριστοκρατίας, που –όπως έλεγε στο λόγο του στη λαμία ο άρης βελουχιώτης- δε βλέπουνε γύρω τους τη δυστυχία και την κακομοιριά που βασιλεύει, αλλά συγκινούνται από ένα άρρωστο γατάκι.

Κάθε χρόνο στις γιορτές λοιπόν, το σύστημα φοράει τα καλά του και πλασάρει το παραμύθι της πανανθρώπινης αγάπης, σε μια κοινωνία βαθιά αλλοτριωμένη που μένει γυμνή από συναισθήματα μες στην καπιταλιστική βαρυχειμωνιά και την χαρακτηρίζουν αγεφύρωτες ταξικές αντιθέσεις. Αλλά το κάνει με το αζημίωτο, μετατρέποντας τα χριστούγεννα στην πιο κερδοφόρα μπίζνα του χρόνου, με την αντίστροφη μέτρηση (των τζάμπο) να ξεκινάει τέλη οκτώβρη, που πολύς κόσμος πηγαίνει ακόμα για μπάνια στη θάλασσα. Γι’ αυτό κηρύσσονται ιερά, σαν τον απόλυτο θεό του καπιταλιστικού κέρδους και μπαίνουν υπό την υψηλή προστασία της πολιτείας και των κρατικών μηχανισμών, που δε θα αφήσουν ποτέ κανένα δεκέμβρη να αναβάλει τις εκδηλώσεις τους.

Κι αυτός είναι ίσως ο λόγος που την έχει γλιτώσει (προσωρινά) το δώρο των μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα, για να πέφτει στην αγορά και να ξεγελάει την ύφεσή της. Αν και οσονούπω θα επιστρέψουμε στις ωραίες, ρομαντικές εποχές, που –όπως λέει και ο μπαμπάς σπουργίτης στις χαμηλές πτήσεις του αρκά- έσπαγαν τα παιδιά τον κουμπαρά τους, για να αγοράσουν δώρα κι έδιναν από ένα κομμάτι του στους δικούς τους. Ή θα εφαρμόζουμε εναλλακτικά την τακτική του μπαμπά του μικρού νικόλα (από τους σανπέ-γκοσινί), με την επιστολή του άγιου βασίλη στο μικρό, όπου του εξηγούσε για ποιο λόγο δε θα πάρει αυτήν την χρονιά το δώρο που ζήτησε, καθώς είχε ένα ατύχημα με το έλκηθρο και ήταν πολλά τα έξοδα για τις επιδιορθώσεις, αλλά δεν ήταν δικό του το λάθος, γιατί ο απέναντι οδηγός…

Το σύστημα χρειάζεται όμως χαρούμενους καταναλωτές –κι ας μην έχει μείνει ούτε μπαλωμένη κάλτσα να βάλουν δίπλα στο αριστοκρατικό τους τζάκι, όπου ψήνουν τα κάστανα και το παντεσπάνι. Χαρούμενους, για να δέσουν με το δικό του «ανθρώπινο» και χαρούμενο πρόσωπο. Κι οι χαρούμενοι καταναλωτές έχουν ανάγκη με τη σειρά τους να παλιμπαιδίσουν και να ξεχάσουν τις έγνοιες τους, να πιστέψουν σε κάποιο παραμύθι και το θαύμα των χριστουγέννων. Τα μικρά παιδιά περιμένουν τα δώρα του άι-βασίλη, ενώ τα μεγαλύτερα προσμένουν από τον άγιο με τα δώρα μια άνωθεν (όχι εξ ουρανού με τη θεολογική έννοια, αλλά από τα πάνω, πολιτικά μιλώντας) κυβερνητική λύση, χωρίς να καταλαβαίνουν πως εμείς προοριζόμαστε για να σέρνουμε το έλκηθρο. Και πως τα κερατάκια στην κεφαλή μας δεν είναι τάρανδου, αλλά το αντίτιμο για τις φρούδες ελπίδες και τους σωτήρες που μας (εξ)απάτησαν.

Για ποια μαγεία μιλάμε εξάλλου, όταν ακόμα και τα παραδοσιακά έθιμα καταντάνε μια τυπική συναλλαγή; Με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τα κάλαντα, όπου συχνά οι γονείς συνοδεύουν τα παιδάκια, είτε για να μην τους επιτεθεί κάποιος και τα ληστέψει, είτε για να διευθύνουν οι ίδιοι από κοντά τις επισκέψεις και να καρπωθούν τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν. Και η ανταπόκριση του κόσμου βαίνει διαρκώς μειούμενη, χρόνο με τον χρόνο, είτε γιατί καταλαβαίνουν την κοροϊδία, είτε γιατί δεν έχουν να δώσουν τίποτα.
Σε λίγα χρόνια η μόνη αυθεντική παραδοσιακή χριστουγεννιάτικη νότα, θα είναι τα κνίτικα κάλαντα, που μπορεί να έχουν μια δόση προλεκάλτ στοιχείων αλλά αποτελούν την κορύφωση της οικονομικής εξόρμησης και της αδήριτης ανάγκης να καλυφτεί το πλάνο. Και ο μη αστικός μύθος κάνει λόγο για σφους που έχουν κάνει αλλαγή χρόνου στα γραφεία της οργάνωσης, περιμένοντας να μετρήσουν και να κλείσουν τα χρήματα που μάζεψαν.

Έτσι η υποκρισία κι η ποζεριά (δηθενιά) της αστικής κοινωνίας περνάει και στις εορταστικές εκδηλώσεις. Στο διαγωνισμό κακογουστιάς με τα χριστουγεννιάτικα φώτα στα μπαλκόνια, γιατί τα στολίδια δεν έχουν πάντα-απαραίτητα τον καλλωπισμό ως αποτέλεσμα- και το περιβόητο santa run, με τους φευγάτους και τρεχάτους αγιοβασίληδες, που δεν πιάνει μία ωστόσο μπροστά στο ανυπέρβλητο run trotsky run, του σχιζοφρενή δολοφόνου με το καδρόνι. Η αλλαγή χρόνου γίνεται διαγωνισμός συμβατικότητας για τα περισσότερα κλισέ (υγεία πάνω απ’ όλα) και το ρεβεγιόν χρυσή ευκαιρία για επίδειξη (πλούτου, ρούχων, σερβίτσιων, κοκ).

Κι ο λαός, εν μέσω πλήρους απραξίας κι απάθειας (ακόμα και στην αθλητική κίνηση των ημερών), και καταθλιπτικής κοινοβουλευτικής κινητικότητας, προσμένει ίσως κάποιο θάμα, χριστουγεννιάτικο, όπως έλεγε ο βάρναλης για τους «μοιραίους» του. Που κανείς δε θα του το προσφέρει όμως, μασημένη τροφή στο πιάτο, αν δεν το κυνηγήσει μόνος του.


Υστερόγραφο
Κι αφού αναφέραμε το ανυπέρβλητο run trotsky run, να σημειώσουμε πως το μόνο πολιτικό θαύμα των ημερών αφορά την κινητικότητα του εξωκοινοβουλίου και δη των τροτσκιστικών οργανώσεων, με το σεκ να αποτελεί φωτεινό φάρο κοινής λογικής και το εεκ του σάββα, που δεν παρέδωσε ποτέ σε σεκ, αραν, αρας, να είναι, κατά τα φαινόμενα, έτοιμο να παραδώσει τώρα στον αλαβάνο και την ανταρσυα. Και να σκεφτεί κανείς πως ουσιαστικά γιορτάζουμε τα σταλινούγεννα, όπως εξηγεί κι αυτή εδώ η παλιότερη ανάρτηση, που απαλλοτριώθηκε πρόσφατα από το infowar του άρη χατζηστεφάνου για να κατέβει λίγες ώρες αργότερα, μπλέκοντας στα δίχτυα της λογοκρισίας.

Αλλά για αυτά περισσότερα στο αυριανό σημείωμα, καλώς εχόντων των πραγμάτων.

Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

Σα δύο εικοσάρες

Η δημοκρατία, λέει ένα εύστοχο ευφυολόγημα, είναι το πολιτικό σύστημα όπου ένας λύκος και ένα πρόβατο αποφασίζουν από κοινού τι θα φάνε για βραδινό. Για να γίνει ακόμα πιο κατανοητό όμως, εγώ θα πρόσθετα πως δημοκρατία είναι ένας λύκος κι ένα κοπάδι πρόβατα που συναποφασίζουν τι θα δειπνήσουν. Κι ενώ ο αριθμητικός συσχετισμός δεν αλλάζει ουσιαστικά τίποτα στη σχέση των πρόβατων με το λύκο και την καταλυτική ισχύ του τελευταίου, στη δημοκρατία μας τα αμνοερίφια διδασκόμαστε και βαυκαλιζόμαστε πως είμαστε η πλειοψηφία κι ότι μπορούμε να καθορίσουμε εμείς τις τύχες μας. Μπορούμε πχ να συναινέσουμε στην αξιολόγησή μας και να τραβήξουμε κλήρο για να δούμε ποιος (ποιος-ποιος) θα φαγωθεί, για να την πατήσουμε σαν τα ψάρια από το κόμικ του αρκά που περίμεναν από τον καρχαρία-φονιά, τον αντίστοιχο λύκο της θάλασσας, να τηρήσει τη συμφωνία και να φάει μόνο τους μισούς, για να γλιτώσουν τάχα οι υπόλοιποι.


Δημοκρατία επίσης είναι τα μαντρόσκυλα του συστήματος που φυλάνε τα πρόβατα μη τυχόν ξεμυτίσουμε από το μαντρί της λυκοσυμμαχίας με τα μοναδικά οφέλη, και δε μας συναντήσει ο λύκος στο προγραμματισμένο ραντεβού-δείπνο ηλιθίων. Είναι οι διάφοροι δημοσιολόγοι που μιλάνε για σύγκλιση και συνεργασία των τάξεων, παρουσιάζοντας την αστική σαν τον καλό λύκο του αρκά (και πάλι) που ερωτεύεται μια προβατίνα και απαρνείται για χάρη της τη σαρκοφάγα φύση του. Να θεωρούμε ευεργέτες-επενδυτές τους αετονύχηδες που μας αρμέγουν και μας κουρεύουν το μαλλί και το χρέος. Και να μας τρομοκρατούν πως είναι απαραίτητο να συμπεριφερθούμε υπεύθυνα και να μη στριμωχνόμαστε σε στρούγκες, κοπάδια και λοιπές συλλογικότητες, γιατί δεν είμαστε εξάλλου τίποτα πρόβατα, να μας λένε οι άλλοι τι να κάνουμε.

Η δημοκρατία δηλ με δυο λόγια, ως το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης και της συμφωνίας που λέγαμε παραπάνω, είναι βασικά μια μερίδα αρνίσια παϊδάκια. Κι η ελληνική δημοκρατία, που χτες έκλεισε με δόξα και τιμές τα σαραντάχρονά της, είναι κάτι σαν τα καλύτερα παϊδάκια που φάγαμε ποτέ. Τα οποία προσωπικά τα γεύτηκα στη δημοκρατική κρήτη, στο έβγα της ζούρβας, λίγο πάνω από τον ιστορικό θέρισο, που έχει μεταξύ άλλων την ταβέρνα ‘αντάρτης’ και το μουσείο της εθνικής αντίστασης, με τις κομματικές ταυτότητες του βελουχιώτη και του βαφειάδη, και με σειρές ολάκερες φωτογραφιών από αγωνιστές που θυσιάστηκαν, που σου θυμίζει λίγο συνειρμικά τη στήλη του ρίζου με τα μνημόσυνα.

Η μεταπολίτευση του 74’ και της επόμενης δεκαετίας χοντρικά ήταν ένα μικρό διάλειμμα, μια σύντομη εκεχειρία ανάμεσα στα πέτρινα χρόνια που προηγήθηκαν και αυτά που ζούμε σήμερα –για να κάνουμε μια σύνδεση και με μια πρόσφατη ανάρτηση. Αλλά και η περίοδος της σταδιακής διάβρωσης των βράχων και των αξιών στις οποίες βασίστηκε το αγωνιστικό πνεύμα της εποχής.

Πριν από οτιδήποτε άλλο όμως η ιστορία της μεταπολίτευσης είναι η ιστορική διαδρομή και πορεία του πασόκ: του καλύτερου εργαλείου που είχαν ποτέ οι αστοί στα χέρια τους για να αναχαιτίσουν το κόμμα και να ενσωματώσουν τις λαϊκές αγωνιστικές διαθέσεις. Του σοσιαλδημοκρατικού, κεντροαριστερού μορφώματος που της έλειπε μέχρι τότε –και το φέρουν βαρέως μέχρι σήμερα οι αστοί ιστοριογράφοι που δεν εμφανίστηκε νωρίτερα· κι η απουσία αυτή έκανε ακόμα και τους δικούς μας να εκτιμήσουν λανθασμένα πως στην ελλάδα δεν υπήρχε το αντικειμενικό έδαφος για να πιάσει η σοσιαλδημοκρατία –η οποία πάντως εκκολαπτόταν ήδη εν μέρει στις γραμμές της εδα. Η ιστορία του κόμματος που σάρωσε κι απορρόφησε τα πάντα, ταυτίστηκε ως όλον πασόκ με το βαθύ κράτος, επηρεάζοντας όλους τους πολιτικούς του αντιπάλους –ακόμα και το κόμμα υιοθέτησε το σύνθημα της πραγματικής αλλαγής με κατεύθυνση το σοσιαλισμό. Κι οι διάφορες φάσεις της μετεξέλιξής του συμπίπτουν με τους διαδοχικούς κύκλους της μεταπολίτευσης (δηλ των λαϊκών κατακτήσεων και του ριζοσπαστισμού που παρέμεναν άταφο πτώμα μέχρι πρότινος.

Από τα πρώτα άγουρα χρόνια με τις μουντές κι αβέβαιες ελευθερίες της και τον αυτόνομο συνδικαλισμό που προλείανε το έδαφος για την άλωση του εργατικού κινήματος από την πάσκε· στον καλπασμό των πράσινων αλόγων προς την εξουσία και το ραντεβού με την ιστορία· το πλασάρισμα του «έλληνα αγιέντε», που ερχόταν ως σαλβαδόρ (σωτήρας) και τον απειλούσαν τάχα τα ξένα κέντρα με στρατιωτικά πραξικοπήματα· και είχε εκτιμήσει ως μια απλή αλλαγή φρουράς τη μεταπολίτευση –άσχετα που κάποιοι τη βρίσκουν ακραία και σεχταριστική εκτίμηση, όταν έρχεται ως επίσημη και επεξεργασμένη κομματική θέση κι όχι για λόγους εντυπωσιασμού, όπως το έκανε δηλ ο ανδρέας. Που αξιοποιούσε επιδέξια τα αντιδεξιά σύνδρομα και το φιλοσοβιετικό χαρτί για να κρατά όμηρους τους κομμουνιστές και την εαμική βάση.

Κι από το ανορθόδοξο σπάσιμο αυτής της ομηρίας το 89’, με τη συγκλονιστική διεθνή συγκυρία και τις κοσμογονικές (ή μάλλον κοσμοκτόνες) αλλαγές· στη σταδιακή εκσυγχρονιστική μετάλλαξη ή μάλλον προσαρμογή στα καινούρια δεδομένα· που επισφραγίστηκε με την εκλογή του σημίτη, ενός τεχνοκράτη, χρυσής μετριότητας και κάκιστου ρήτορα (σε αντίθεση με τον χαρισματικό δημαγωγό προκάτοχό του)· που έπρεπε ωστόσο να πλασαριστεί ως μεγάλος ηγέτης και ο τρικούπης του εικοστού αιώνα, που ήρθε εκατό χρόνια μετά το θάνατό του να συνεχίσει το μεταρρυθμιστικό του έργο· αλλά δεν έμεινε αρκετά στην κυβέρνηση ως πρωθυπουργός για να πει και το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» της ισχυρής ελλάδας και της μεγάλης ευρωπαϊκής ιδέας, στη θέση του ξεχασμένου «εοκ και νάτο το ίδιο συνδικάτο»· και να βάλει την ταφόπλακα στο άταφο πτώμα της μεταπολίτευσης και του πασόκ –βάρος που έπεσε στους διαδόχους του.

Στα 40χρονα της μεταπολίτευσης είμαστε έτοιμοι να θάψουμε το πασόκ και να κάνουμε τα σαράντα του. Αλλά η μνήμη του μένει ζωντανή να κατατρύχει σα φάντασμα την αστική πολιτική σκηνή και τη συνείδηση του «μέσου έλληνα», που συνεχίζει να είναι πασόκ, με άλλες μορφές κι ονόματα. Γιατί όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν. Κι η ψευδής συνείδηση αυτονομείται από τις συνθήκες που την καθόρισαν και τη δημιούργησαν και επιβιώνει με τη δύναμη της συνήθειας στις μάζες που έχουν το βλέμμα τους στραμμένο στο παρελθόν που έχασαν. Αναπολούν το ευχάριστο διάλειμμα της μεταπολίτευσης, αν κι έχουν διδαχτεί από οθόνης να το κακολογούν και να το θεωρούν υπεύθυνο για τη σημερινή κατάσταση, χωρίς να σκεφτούν ποιοι παράγοντες έδωσαν αυτό το αποτέλεσμα έστω ως προσωρινή ανάπαυλα.

Περίπου ό,τι κάνουν δηλ διάφοροι πολιτικοί χώροι που ευαγγελίζονται φιλολαϊκές μεταβατικές μεταρρυθμίσεις και στην πιο επαναστατική εκδοχή τους βάζουν το σύνθημα της δυαδικής εξουσίας, με την έννοια μιας «βουλής των κάτω», «της αμεσοδημοκρατίας των πλατειών», κτλ· χωρίς να μπουν στον κόπο να σκεφτούν ότι η δυαδική εξουσία δεν προκύπτει ως διακηρυγμένος στόχος, αλλά ως προσωρινός συμβιβασμός κι εύθραυστη ισορροπία, ως αδυναμία της δικής μας πλευράς να φτάσει μέχρι τέλους ή του ταξικού εχθρού να τσακίσει τη δική μας προσπάθεια και να επιβληθεί. Και πως η μοναδική στόχευση πρέπει να είναι η ενίσχυση του δικού μας πόλου ώστε να νικήσει στον ταξικό πόλεμο κι όχι η εκεχειρία ή ένας συμβιβασμός που μπορεί να προκύψει ως πιθανό ενδεχόμενο και μια στιγμή του πολέμου στην πορεία του.


Αν υπάρχει κάτι για να κρατήσουμε από τη μεταπολίτευση είναι τα κεκτημένα δικαιώματα και το αγωνιστικό της πνεύμα, που χρειάστηκε να τιθασευτεί και να καναλιζαριστεί σε ακίνδυνους διαύλους, για να το υποτάξουν. Όχι τις αυταπάτες της περιόδου, που οδήγησαν σε αυτή την υποταγή, και το πασόκ που τις καλλιέργησε και τις εξέφρασε. Ούτε μια σύγχρονη άφθαρτη εκδοχή του που θα έρθει με νέα πρόσωπα να κάνει λίφτινγκ στη σαραντάρα αστική δημοκρατία και να την εξωραΐσει. Και δεν είναι θέμα ηλικίας, αλλά της ταξικής της ουσίας, που απογυμνώνεται κάθε μέρα και περισσότερο, για να κρυφτεί πίσω από φύλλα συκής σοσιαλδημοκρατικής κοπής.

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Δια του Τύπου

Στο κατώφλι της νέας χρονιάς, μια μερίδα του κυριακάτικου τύπου, δανείζεται τους πρωτοσέλιδους τίτλους της απ’ την χρονική συγκυρία, κυνηγώντας (μάταια μάλλον) την πρωτοτυπία και την έκπληξη. Αν και τίποτα δεν μπορεί να απειλήσει στην κορυφή των κλισέ την χιλιοειπωμένη πασχαλιάτικη ευχή στους συντρόφους για καλή επ-ανάσταση, που ούτε στη δευτέρα παρουσία δε θα πάψει να λέγεται..

Στο σπίτι όπου θα κάνει αλλαγή η κε του μπλοκ μπαίνουν δύο εφημερίδες: το πριν του άβερελ και ο κυριακάτικος ρίζος για το θηλυκό γονιό. Χτες μπήκε εκτάκτως και το έθνος του μπόμπολα που έδινε το ‘ταξιδεύοντας στη ρωσία’ (σοβιετική ένωση) του καζαντζάκη (που θα μας απασχολήσει μάλλον σε κάποια προσεχή ανάρτηση) κι ένα ημερολόγιο-ατζέντα του αρκά. Αλλά οι προσφορές κάλυπταν όλο σχεδόν το πρωτοσέλιδο και δεν πολυσκαλίσαμε το εσωτερικό της συσκευασίας, γιατί, για να ‘μαι ειλικρινής, κι εμείς για τις προσφορές το πήραμε.

Παίρνεις λοιπόν τις άλλες δύο εφημερίδες, τις βάζεις δίπλα-δίπλα και συγκρίνεις τα πρωτοσέλιδα. Η μία έχει το μήνυμα του κκε για τη νέα χρονιά, να γίνει έτος λαϊκής αγωνιστικής ανάτασης, ενίσχυσης του κινήματος και της λαϊκής συμμαχίας, κτλ. Ενώ η άλλη λέει ότι θα καεί ο σαμαράς στην «κόλαση 2014». Και μόνο από τη στόχευση δηλ, καταλαβαίνεις πολλά για το στίγμα του χώρου που εκφράζει η καθεμιά.


Εντάξει, δεν έτρεφα ενδόμυχες ελπίδες και για την παγκόσμια επανάσταση μες στο 14’, αλλά περίμενα κάτι πιο βαθύ (που με λερώνει) από την «εφημερίδα της ανεξάρτητης αριστεράς». Προχώρησα για διευκρινίσεις στον υπότιτλο, μήπως και την παρεξήγησα (οι υπογραμμίσεις δικές μου).

στην κόλαση που θα δημιουργήσει με την πολιτική της θα καούν πολιτικά ο σαμαράς, ο βενιζέλος κι όλος αυτός ο απεχθής μνημονιακός εσμός των αδίστακτων αρπακτικών που λυμαίνονται τη χώρα προς όφελος της ελληνικής αστικής τάξης και των ξένων επικυρίαρχων της εε και του δντ.

Και παρακάτω.
Είτε η επονείδιστη κυβέρνησή τους πέσει από το βάρος των λαϊκών κινητοποιήσεων είτε διαλυθεί από το βάρος της αναμενόμενης συντριπτικής ήττας τους στις ευρωεκλογές του μαΐου, το βέβαιο είναι πως η ανατροπή της κυβέρνησης κι η απαλλαγή από αυτήν θα οδηγήσει σε λαϊκή έξαρση. Ανεξάρτητα από τη σύνθεση της κυβέρνησης που θα σχηματιστεί, είναι απολύτως σίγουρο ότι θα κυριαρχήσει πνεύμα διεκδικητικότητας και μαχητικότητας στις μάζες των εργαζομένων, της νεολαίας, των μεσαίων στρωμάτων, των συνταξιούχων. Οι απελπισμένοι, οι αδρανείς, οι υποταγμένοι θα σηκώσουν κεφάλι και θα διεκδικούν τον ουρανό με τ’ άστρα!

Και λαγούς με πετραχήλια, θα πρόσθετα. Ειδικά αν πάει σε επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου πχ, θα πρέπει να έχεις και μερικά δευτερεύοντα αιτήματα (πχ λαγούς με πετραχήλια, τον ουρανό με τ' άστρα, κτλ), που να τα θυσιάσεις τακτικά στο βωμό της διαπραγμάτευσης, για να κερδίσεις τα υπόλοιπα που σε ενδιαφέρουν.

Αλλά αν είναι να γίνουν όλα αυτά τα συγκλονιστικά, γιατί να μην ψηφίσουμε απευθείας σύριζα ρε παιδιά –ανεξάρτητα, πάντα, από τη σύνθεση της κυβέρνησης, η οποία δεν ξέρουμε τι μπορεί να είναι; Μας το εξηγεί παρακάτω.
Η δράση των μαζών θα αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα διαμόρφωσης του νέου συσχετισμού ταξικών δυνάμεων που –θεωρητικά μιλώντας- μπορούν να ανατρέψουν και να ακυρώσουν πολλές από τις υποχωρήσεις τις οποίες θα έχει ενδεχομένως κάνει η νέα κυβέρνηση.
Ενδεχομένως… Μπορεί και ναι, μπορεί και όχι. Η ζωή θα δείξει. Ναι αλλά θεωρητικά μιλώντας πάντα, γιατί να ψηφίσει κανείς ανταρσύα, που δύσκολα θα μπει στη βουλή και να μην το ρίξει κατευθείαν στην αριστερή κυβέρνηση στις εκλογές; Κι έτερον εκάτερον τι θα κάνει μετά στο κίνημα για να διαμορφώσει τους ταξικούς συσχετισμούς.

Εδώ έχουμε φτάσει σε ένα σημείο, όπου όπως έλεγε παλιά ο κάσπερ σε μια ανάρτησή του, έχεις μπροστά σου κι ένα κουτί κακάο, κατεβάζεις στωικά μια γουλιά και συνεχίζεις. Μέχρι να στραβοκαταπιείς και να πνιγείς με όσα διαβάζεις και να πετάξεις την εφημερίδα στον τοίχο, μαζί με το κακάο. Και αυτό μολονότι το φύλλο αυτό περιέχει και αξιόλογα κείμενα, όπως η δισέλιδη ανάλυση για το έργο του ρίτσου, με αφορμή την έκδοση της συλλογής υπερώο, υπό την επιμέλεια της κόρης του, έρης.


Το ξεφύλλισμα του ρίζου από την άλλη, μπορεί να σου προσφέρει (πέρα από το ενημερωτικό κομμάτι και τον ιδεολογικό-πολιτικό εξοπλισμό) μια σειρά απρόσμενους και σπάνιους συνειρμούς, που αγγίζουν ευαίσθητες χορδές του κοινού.
Όπως για παράδειγμα η εικόνα του θερινού παράδεισου, που έχεις κρατήσει στο μυαλό σου για τη θάσο και γκρεμίζεται τον χειμώνα, με τα δρομολόγια των πλοίων να θυμίζουν πλέον άγονη γραμμή (τελειώνουν από τις δέκα το πρωί για την καβάλα κι εκλείπουν εντελώς το σαββατοκύριακο), όσο καθορίζονται από τις «ανάγκες» και το κέρδος της εταιρίας. Εδώ να δεις υλικό για να γράψει κανείς σήμερα το «ταξιδεύοντας στη θάσο».

Κρατάς στα «υπ’ όψιν» την πολύ καλή βιβλιοπαρουσίαση του υπόγειου ρεύματος του άλμπερτ μαλτς για μελλοντική αξιοποίηση κι αντιπαραβολή με το βασιλιά άνθρακα του σίνκλερ· καθώς και μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη με την εύη κοντόρα για τις πρωτότυπες παιδικές ιστορίες που εκλαϊκεύουν την κρίση για τους μεγάλους.

Και προχωράμε στις γιορταστικές εκδηλώσεις και τα χριστουγεννιάτικα φεστιβάλ του κόμματος και της ογε για τους εκκολαπτόμενους νέους πρωτοπόρους, όπου συναντάμε κι ένα πρωτότυπο γράμμα-κόλαφο ενός πραγματικά κόκκινου και ταξικού αγιοβασίλη προς τα παιδιά, που λέει μεταξύ άλλων.

Ξέρω ότι μερικοί από σας αναρωτιόσασταν αν θα σας επισκεπτόμουν φέτος, αλλά βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να σας πληροφορήσω ότι είμαι πάντα στο πόστο μου και θα προσπαθήσω να σας ικανοποιήσω όσο μπορώ. Να ξέρετε, όμως, ότι δεν είναι καθόλου εύκολο αυτό και, σας βεβαιώνω, όσο περνάει ο καιρός γίνεται δυσκολότερο!
(…)
Πρέπει να ομολογήσω ότι τα έχω χάσει με όσα είδα στον κόσμο σας και δεν διστάζω να παραδεχτώ ότι δεν μου αρέσουν καθόλου... Ένα μόνο θα πω: Μην περιμένετε από μένα να διορθώσω τ' αδιόρθωτα! Ούτε κι από κανέναν άλλο δηλαδή...
Δεν ξέρω μόνο αν στο τέλος ο Άι κλείνει και με συντροφικούς χαιρετισμούς.

Δεν είναι μόνο ότι έτσι συνεχίζουμε τις καλύτερες παραδόσεις των κλασικών, στα χνάρια των ιστοριών του γκοσινί, όπου ο μικρός νικόλας παίρνει ένα γράμμα από τον άγιο βασίλη, που του εξηγεί, ότι δεν έχει αρκετά λεφτά φέτος, για να του πάρει το δώρο που ήθελε, εξαιτίας ενός τροχαίου που είχε με το έλκηθρο και του κόστισε ένα σωρό χρήματα, αλλά το λάθος ήταν του άλλου οδηγού, ο οποίος είχε...
 Είναι κυρίως ότι σε αυτές τις εκδηλώσεις υπάρχουν κάποια μοναδικά σε στιγμιότυπα, που σε κάνουν να λες «δεν υπάρχει». Σαν κι αυτό πχ.

Δεν υπάρχει...
Στο πρόγραμμα αυτών των γιορτών υπάρχουν κάποια εργαστήρια και δραστηριότητες, με δασκάλες συντρόφισσες του παιδαγωγικού, πχ ζωγραφική, facepainting, κτλ. Αν και υποψιάζομαι ότι ο πραγματικός τίτλος τους θα μπορούσε να είναι: πώς φτιάχνουμε στράτσα, κινέζικα, κτλ.

Κι αφού πιάσαμε τις επιστολές, θα ήταν παράλειψη ασυγχώρητη να μη γίνει μια ειδική μνεία στην κατάθεση ψυχής μιας συντρόφισσας από τη θέρμη, που διηγείται στη στήλη επικοινωνίας του ρίζου με τους αναγνώστες μια συγκινητική προσωπική της εμπειρία από την πρώτη της επαφή με το ριζοσπάστη στα χρόνια της μεταπολίτευσης.

Αγαπητέ "Ρίζο" σας διαβάζω εδώ και πολλά χρόνια. Τελευταία παρατηρώ πολλές προσπάθειες και αλλαγές για τη βελτίωσή σου. Εύχομαι το καλύτερο. Αυτές τις μέρες φέρνω στη μνήμη μου ένα γεγονός -προσωπικό γεγονός- που θέλω να το μοιραστώ μαζί σου, αλλά και με τους αναγνώστες σου. Πήγα το 1974 στο Βουκουρέστι, όπου ήταν βαριά άρρωστος ο πατέρας μου, αφού πέρασα πρώτα από τα Γραφεία των Πολιτικών Προσφύγων. Εκεί ένας φίλος του πατέρα μου και σύντροφος μου έδωσε να του πάω δώρο μια εφημερίδα. Ηταν ο "ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ", ο πρώτος μετά τη δικτατορία. Εγώ, φοιτήτρια τότε, γεννημένη στην ξενιτιά, παιδί τότε, περπατούσα και παραμιλούσα. Κοιτούσα αριστερά και δεξιά μήπως με δει κάποιος να μονολογώ... Η απορία μου μεγάλη. Η καρδιά μου χτυπά δυνατά. Οι ερωτήσεις μέσα μου πολλές. Μήπως δεν άκουσα καλά... Μήπως εννοούσε κάτι ο σύντροφος... Εφτασα στο Νοσοκομείο. Ούτε που το κατάλαβα. Βλέπω τον πατέρα μου. Βγάζω μουδιασμένη από την τσάντα μου αυτό το παράξενο και περίεργο για μένα δώρο ...τον "ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ" και εκεί που σκεφτόμουν πώς να του το πω, μου άρπαξε ξαφνικά την εφημερίδα, την αγκάλιασε, δάκρυσε για πολλή ώρα σαν μικρό παιδί. Καθίσαμε αρκετή ώρα αμίλητοι . Κοιτούσαμε ο ένας τον άλλο. Τα μάτια του είχαν δάκρυα χαράς και συγκίνησης. Τα δικά μου μάτια ήταν γεμάτα με δάκρυα απορίας, όπως θα άρμοζε σε ένα παιδί που γεννήθηκε στην προσφυγιά από γονείς αγωνιστές... Η ώρα πέρασε και ξαφνικά κατάλαβα ότι ξέχασε να με φιλήσει, να...να...να... Εγώ πρώτη φορά το 1974 είδα την εφημερίδα "Ριζοσπάστης". Απορούσα για πολλή ώρα. Δεν ήξερα τι έκανα και τι ήταν αυτή η λαχτάρα. Επιτέλους ήρθε η σειρά μου. Οταν ηρέμησε, μου μίλησε για την εφημερίδα της εργατιάς και του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Τότε έμαθα και για την αξία αυτού του πρωτότυπου δώρου και συνέχισα να την κρατώ σφιχτά μέχρι και σήμερα. Ετσι, όπως αρμόζει σε μας, τα παιδιά των Ελλήνων, των Αγωνιστών της Αντίστασης και του ΕΜΦΥΛΙΟΥ που μας δώσανε την ανεμελιά, τα όνειρα και την ελπίδα στις ανατολικές χώρες που μας φιλοξένησαν. Ισως η δική μας γενιά σήμερα να έχει δώρο-ρόλο στην ενημέρωση των επόμενων γενιών για τα ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ, έτσι όπως ζήσαμε, μεγαλώσαμε, σπουδάσαμε εκεί . Ο "Ριζοσπάστης" θα είναι ένα καλό βήμα λόγου για μας που απολαύσαμε τα επιτεύγματα του Σοσιαλισμού. Ευχαριστώ για το βήμα και την ευκαιρία που μου δώσατε να μοιραστώ τα συναισθήματά μου που τα κουβαλώ εδώ και 39 χρόνια.

ΑΝΝΑ ΚΕΦΑΛΕΛΗ ΘΕΡΜΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ


Αυτό το 'ρουμάνικο' περιστατικό, μου θύμισε μια άλλη... τρομακτική ιστορία σχετικά με αυτή την χώρα, που διαδραματιζόταν τέτοιες μέρες περίπου, πριν από αρκετά χρόνια, κι υπάρχουν τα σχετικά ντοκουμέντα να τη θυμίζουν

Το πγ της κε του κκε χαιρετίζει την ηρωική εξέγερση του ρουμάνικου λαού, που πληρώνοντας βαρύ φόρο αίματος, ανέτρεψε το δεσποτικό, τυραννικό καθεστώς τσαουσέσκου. Ένα καθεστώς που ματοκύλισε τη ρουμανία και ποδοπάτησε βάναυσα το σοσιαλισμό και τις μεγάλες ανθρωπιστικές και δημοκρατικές αξίες του.
Στις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν και εξελίσσονται στη ρουμανία, το κκε υποστηρίζει τις προσπάθειες για την εξομάλυνση της κατάστασης ώστε ο ρουμάνικος λαός να μη θρηνήσει νέα θύματα.

Το πγ της κε του κκε εύχεται, μετά την ανατροπή του τσαουσέσκου, η ρουμανία να προχωρήσει γρήγορα μπροστά και με σταθερότητα, και να μπορέσει να ξεπεράσει τα μεγάλα προβλήματά της, στο δρόμο της σοσιαλιστικής ανάπτυξης που θα έχει στο κέντρο της τον άνθρωπο και το σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων και των ελευθεριών του ρουμάνικου λαού.
Σ’ αυτήν την κατεύθυνση θα εκφράσουν την πιο ενεργή αλληλεγγύη τους στο ρουμανικό λαό οι έλληνες κομμουνιστές.

27. 12. 89
ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ



Κι όλα αυτά για μια ρουμανία, που ‘χε μια σχετική αυτονομία από τη σοβιετική ένωση (για αυτό και ανέπτυξε φιλικές σχέσεις με το λεγόμενο κκε εσωτερικού) και αρκετά κουσούρια (που τα "επισήμανε εύστοχα" κι ο μαχητής της ελευθερίας τέρενς κουίκ, όταν άφησε ως αθλητικός ανταποκριτής για λίγες μέρες τη θαλπωρή της δημοκρατικής ελλάδας επί επταετίας). Αλλά αυτή ακριβώς η αυτονομία ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο η αντεπανάσταση δεν ήταν βελούδινη και χρειάστηκε η σκηνοθεσία με τους μαζικούς τάφους στην τιμισοάρα και η ένοπλη βία για να επικρατήσει.

Το παραπάνω ντοκουμέντο περιλαμβάνεται στο βιβλιαράκι από το 12ο ως το 13ο συνέδριο του κκε (σελ 268), που περιέχει κι άλλα αντίστοιχα «τρομακτικά» ντοκουμέντα. Και συνίσταται ιδιαίτερα η ανάγνωσή του σε όσους φωνάζουν υστερικά για αποκαθήλωση του χαρίλαου κι άλλα τέτοια ηχηρά, χωρίς (;) να καταλαβαίνουν τι είναι στην πραγματικότητα αυτό που πρέπει να μπει στο στόχαστρο της κριτικής του δοκιμίου και να... αποκαθηλωθεί.

Φτάνοντας λοιπόν στο κατώφλι της νέας χρονιάς, πρέπει να ξέρουμε πως το ζητούμενο είναι να μη μείνουμε στα ευχολόγια, που κρύβουν όπως-όπως την απαισιόδοξη αίσθηση, πως κάθε πέρσι και καλύτερα. Να μη μείνουμε σε μια τυπική αλλαγή χρόνου, όπου αλλάζει απλώς ένα ψηφίο, αλλά να πάμε στην …πραγματική αλλαγή (με κατεύθυνση το σοσιαλισμό). Να αλλάξουμε τον ιστορικό χρόνο, το ρου των γεγονότων και της εποχής μας, που παραμένει αντικειμενικά από ιστορική άποψη, εποχή περάσματος στο σοσιαλισμό.


Αλλιώς ο χρόνος θα είναι σαν τους κρητικούς μανωλιούς (που όπως πληροφορήθηκα γιορτάζουν ανήμερα τα χριστούγεννα) και θα βάλει απλώς τα ρούχα του αλλιώς, ενώ εμάς θα μας πάρουν το σπίτι και τα εσώρουχα…

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

Σ’ ένα βαθύ μπουντρούμι

Για μένα ισοβίτη η φυλακή είναι ολόκληρος ο κόσμος μου, ενώ για σένα όλος ο κόσμος είναι μια φυλακή, μας λέει κυνικά ο μοντεχρήστος του αρκά. Γιατί είμαστε όλοι ισοβίτες με αλυσίδες που μας κάνουν το βίο αβίωτο, ώσπου να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας και να την αλλάξουμε. Καταδικασμένοι να αποδράσουμε μόνοι μας, χωρίς να περιμένουμε απονομή χάριτος. Ένοχοι μέχρι να υπογράψουμε δήλωση που να αποδεικνύει το αντίθετο και να συμβιβαστούμε. Με ερυθρό ποινικό μητρώο απ’ το κακούργημα της σκέψης, δηλαδή του ανατρεπτικού φρονήματος, και των πράξεων που απορρέουν δυνητικά από αυτό, κατά της τάξης που κυριαρχεί και καθορίζει τι είναι νόμιμο και ηθικό. Νόμος είναι το δίκιο του κεφαλαιοκράτη.


Ένα δίκαιο που ποινικοποιεί τους αγώνες και παρουσιάζει τα κινήματα ως τρομοκράτες, ενώ πριν από κάποια χρόνια φυλάκιζε τους αγωνιστές ως κοινούς ποινικούς κρατούμενους. Αλλά αυτοί επέμεναν να αντιμετωπίζονται διακριτά ως πολιτικοί κρατούμενοι και με τη στάση τους κέρδιζαν κάποιες φορές την εκτίμηση και το σεβασμό των ποινικών.

Αν  και ο μίσσιος λέει ότι έπρεπε να αντιδρούν πιο δυναμικά για ό,τι προέκυπτε μες στις φυλακές. Όχι γκολ αυτοί, σέντρα εμείς. Να μας χτυπάνε και να τραμπουκίζουν κι εμείς να απαντάμε με απεργία πείνας (τους κάναμε τη μούρη κρέας, έγραφε ο χρόνης). Και να γυρνάμε και το άλλο μάγουλο σαν καλοί χριστιανοί (ενώ το χριστιανικό, όπως λέει πάλι στο κατά αρκά ευαγγέλιο στην παραβολή με τον καλό λύκο, είναι όποιος έχει δύο μάγουλα να δίνει το ένα). Είναι η γνωστή κατηγορία περί ηττοπάθειας που ενστάλλαξε λέει μέσα μας μετά τη μεγάλη ήττα του εαμ και του δσε κατά τη μεγάλη δεκαετία. Εν πάση περιπτώσει...

Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους συντρόφους (και δεν εννοούμε τον άκη). Το μπουντρούμι δεν τους λυγά. Κι έτσι πλάι στο αίσχος του σύγχρονου παρθενώνα, της απομόνωσης, των βασανιστηρίων και των εκπαραθυρώσεων, η ζωή έβρισκε το δρόμο της μέσα από τις χαραμάδες και άνθιζε μέσα σε υγρά κι ανήλιαγα κελιά. Εκεί όπου οι σύντροφοι έβρισκαν χρόνο για αναστοχασμό και επιμόρφωση, είχαν οργανωμένες δραστηριότητες και προσπαθούσαν να κάνουν τη ζωή τους κάπως δημιουργική. Που σαν λέξη ετυμολογικά παραπέμπει στο δήμο, δηλαδή στο λαό και τα έργα του. Μέγας είσαι λαός και θαυμαστά τα έργα σου.

Αλλά ο κόσμος κεμάλ είναι γεμάτος πρόθυμα γιουσουφάκια με αποστειρωμένη ζωή γεμάτη προφυλάξεις και προφυλακτικά, αλλά χωρίς ασφάλιση και ασφάλεια. Που δεν έχουν να χάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες τους αλλά φοβούνται να τις σπάσουν γιατί είναι επίχρυσες, όπως και το χάπι της μισθωτής σκλαβιάς. Κι έτσι όπως πάει το πράγμα με την κρίση, σε λίγο θα χρειάζεται μέσο για να μπει κανείς στη φυλακή και να έχει ένα πιάτο φαΐ και μια στέγη πάνω από το κεφάλι του – ήδη παρατηρείται συμφόρηση στα «σωφρονιστικά» ιδρύματα της χώρας- κι ο κόσμος θα μπαίνει στη στενή οικειοθελώς.

Κάποιοι άλλοι θέλουν να το σκάσουν από τη φυλακή αλλά μπερδεύουν τα δεσμά με τους συλλογικούς δεσμούς και ψάχνουν ατομικές λύσεις κι αποδράσεις. Να τα μιλήσουνε και να τα συμφωνήσουνε με τον καπετανάκη – που έχει ντούγκλας το μουστάκι- ή να βρουν έναν ήρωα-σωτήρα παλαιοκώστα που «τα έβαλε μόνος του με το σύστημα και το νίκησε». Η έφοδος στον ουρανό θα γίνει με ελικόπτερο, μια νύχτα μαγική σαν την αργεντινή (να δούμε ποιος θα πρωτομπεί). Ουστ!



Υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία που θέλει σαν αερικό να ζήσει και ψάχνει την απόδραση σε μια φανταστική ουτοπία, μακριά από τη γήινη και υλική πραγματικότητα που μας πληγώνει. Και η  μόνη φυλακή που αντιλαμβάνονται είναι το σώμα για την ταξιδιάρα ψυχή τους.
Αλλά και το κατοπτρικό της είδωλο, με αυτούς που ψάχνουν μια άμεση λύση, εδώ και τώρα, όχι στη δευτέρα παρουσία της απόδρασης από το αλκατράζ (αυτά συμβαίνουν μόνο στις ρωσίες) αλλά στα διάφορα μικρά ζητήματα που προκύπτουν στην καθημερινότητα της φυλακής. Όπως λέει και ένας συγκρατούμενος του ισοβίτη σε μια ιστορία: εμείς παλιά είχαμε ρεαλιστικά αιτήματα. Ζητούσαμε να μη μας χτυπάνε οι φύλακες τρεις φορές τη μέρα, πρωί μεσημέρι βράδυ.
- Και τελικά τι καταφέρατε;
- Να μας χτυπάνε λίγο περισσότερο το μεσημέρι για να μας αφήνουν ήσυχους το βράδυ.
Αυτό θα πει μεταβατική νίκη του κινήματος.

Και μέσα σε όλα αυτά, σε έναν κόσμο άδειο σαν κλούβιο αυγό, με κλούβια μυαλά και κλούβες παντού, υπάρχουμε κι εμείς, θηρία στα κλουβιά με τους τέσσερις τοίχους και τα αόρατα δεσμά από τις οθόνες ή τη συνήθεια. Που βλέπουμε γύρω μας κάγκελα παντού, αλλά νοσταλγούμε ενίοτε με ρομαντική διάθεση τον ήχο της καγκελόπορτας (του φραγκιά) και την εποχή που ο κόσμος ήταν πιο απλός και οι φυλακές ορατές και συγκεκριμένες.

Λέμε στον κόσμο να αφήσει τη λογική της ανάθεσης και τα θεός φυλάξοι, να μην έχει ανάγκη από τείχη και αλυσίδες, ούτε από κάποιον φύλακα άγγελο να τον προστατέψει,  γιατί το θέμα είναι ποιος θα τον φυλάει μετά από τους φύλακες. Αυτός να πάρει πρέπει την εξουσία. Βρισκόμαστε σε εγρήγορση και επιφυλακή, ενώ περιμένουμε τις συνθήκες να ωριμάσουν, γνωρίζοντας ότι το ξέσπασμα μπορεί να έρθει ξαφνικά και αυθόρμητα, για κάτι δευτερεύον φαινομενικά, όπως το φαΐ του μάγειρα στον αρκά που προκαλούσε εξεγέρσεις κάθε μήνα.

Αρκεί να μη συμβιβαστούμε με τα καρυκεύματα που σκεπάζουν την μπόχα και την πικρή γεύση. Να μη φοβηθούμε τους νταβάδες, τους ανθρωποφύλακες και τα σκυλιά που αλυχτάνε για να τους φυλάξουν. Να σταματήσουμε να είμαστε σαν τερματοφύλακες σε σικέ αγώνα που μετράνε πόσα τρώνε κάθε φορά. Σικέ αγώνας είναι μόνο αυτός που δε γίνεται.

Τίμη σε όσους όρισαν στη ζωή τους να φυλάνε θερμοπύλες και στους δεσμοφύλακες των ακατάλυτων δεσμών του λαού με το κόμμα.

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

Κομμουνιστές της κερκίδας

Κάπου-κάπου μου έρχονται κάτι άκυροι συνειρμοί με το κόμικ του αρκά μετά την καταστροφή. Σκέψου λέει να ήταν οι ήρωες οι δυο τελευταίοι κομμουνιστές που είχαν απομείνει, ούτε καν τριάδα για να φτιάξουν όβα ή πυρήνα, και να καταλήγουν να τρώνε τις σάρκες τους, μεταφορικά και γενικώς. Κι ίσως κάποια πράγματα να είναι εντελώς τυχαία, αλλά δε γίνεται να αγνοηθεί κι η σημειολογία τους. Ο αρκάς κυκλοφόρησε αυτό το άλμπουμ το 92’, λίγο μετά το τέλος της ιστορίας, που μπορεί να ήταν και η κύρια πηγή έμπνευσής του. Καλύτερα να μη δραματοποιούμε όμως με συνειρμούς την κατάσταση.

Η διαχείριση της ήττας ήταν πάντα δύσκολη υπόθεση, ανάλογα με το μέγεθος και τις συνέπειές της. Μετά τον εμφύλιο –που ήταν και η μεγαλύτερη- ακολούθησαν εκτελέσεις, διωγμοί, φυλακίσεις και σε βάθος χρόνου γκρίνια, διαγραφές, διασπάσεις. Κι η υποκρισία των «μεγαλόψυχων» νικητών που αναλύουν αφ’ υψηλού τα «χάλια» των ηττημένων, ενώ αυτοί χρειάστηκαν βοήθεια απ’ το κοράκι του ιμπεριαλισμού για να κρατηθούν στο παιχνίδι και να το πάρουν τελικά με το ζόρι –με το στανιό, που έλεγε κι ο καραδεξιός ιωαννίδης (ξανθός).

Η ήττα είναι κάτι σχετικό κι απόλυτο ταυτόχρονα. Υπάρχουν ήττες που συσσωρεύουν χρήσιμη πείρα και προετοιμάζουν τις νίκες που έρχονται, όπως η ρώσικη επανάσταση του 1905. Και πύρρειοι νίκες που τις πληρώνουμε ακριβά σαν ήττες, όπως η συντριβή του φασισμού στο δεύτερο παγκόσμιο, που στοίχισε είκοσι εκατομμύρια νεκρούς κι ανυπολόγιστες υλικές ζημιές στους σοβιετικούς.

Υπάρχουν όμως στιγμές της ταξικής πάλης, που η ήττα –έστω και προσωρινή- είναι μονοσήμαντη και δεν επιδέχεται πολλών ερμηνειών. Κι ο κόσμος που χρειάζεται μια παρηγοριά, ψάχνει από κάπου να πιαστεί, προσεγγίζοντας μερικές φορές την ψυχολογία του ποδοσφαιρικού οπαδού. Δε μπορείς όμως να τον κοροϊδέψεις και να του πεις πως η ήττα μας ήταν περιφανής νίκη, γιατί δεν είναι κάνας χουλιγκάνος χωρίς κριτήριο και θα νιώσει ότι τον υποτιμάς. Ούτε να του πεις μόνο για τις αντίξοες αντικειμενικές συνθήκες, το βαρύ στίβο και τα αγριογούρουνα που είχαν φάει κάτι αηδίες (βλέπε αστερίξ στους ολυμπιακούς αγώνες). Αυτά είναι σωστά και τα βλέπει από μόνος του, δεν χρειάζεται κάποιον τρίτο να του τα πει. Άσε που από μόνα τους δε φτάνουν να εξηγήσουν και τίποτα. Ο κόσμος θέλει αυτοκριτική, γενναία κι έμπρακτη, να του δώσεις και μια προοπτική που να δίνει διέξοδο από την στενωπό.

Αν δεν το κάνεις, ένας κόσμος θα πιαστεί από αυτόκλητους ειδικούς, προπονητές της κερκίδας, που ξέρουν πολλά και μοιάζουν σίγουροι για τον εαυτό τους και για την νίκη. Αλλά εάν τελικά δεν έρθει, θα είναι επειδή δεν τους άκουσαν κι έκαναν του κεφαλιού τους η (τεχνική) ηγεσία και το προπονητικό επιτελείο. Αυτοί είναι οι πρώτοι που την πληρώνουν μετά από άσχημες εμφανίσεις, στις διάφορες καφενειακές προσεγγίσεις. Και δεν είναι τυχαίο πως οι συνήθεις κριτικές προς την αλέκα είναι γηπεδικού τύπου κι επιπέδου. Πώς είναι έτσι μωρέ, άντε να την αλλάξετε, δεν πας πουθενά με τέτοια ηγεσία, κτλ.

Κάποιοι φίλοι της ομάδας λένε πως πρέπει να αλλάξουμε τακτική, αλλά αυτό που εννοούν στην ουσία είναι το επικοινωνιακό κομμάτι. Η επικοινωνία εντάσσεται στο κομμάτι της τακτικής, αν και συμπεριλαμβάνει τακτικίστικα κόλπα, που δεν πρέπει να συγχέονται με την τακτική. Ένα επικοινωνιακό τρικ για παράδειγμα, μπορεί να είναι κι ένα κάλεσμα «για συνεργασία της αριστεράς» με τους δικούς σου όρους (αντι-εε μέτωπο, διαγραφή χρέους, κοινωνικοποίηση μέσων παραγωγής κτλ) που ξέρεις ότι δε θα βρει ανταπόκριση, αλλά το κάνεις για να αποκρούσεις την πίεση του «ενωτικού» χυλού, που κι αυτός με επικοινωνιακούς όρους παίζει κι όχι επί της ουσίας.

Η τακτική όμως είναι κάτι πιο βαθύ κι ουσιαστικό, μια συμμαχία ή ένα μέτωπο που υπηρετεί τη στρατηγική σου και δε μπορεί να εξαντλείται σε επικοινωνιακές κινήσεις εντυπωσιασμού, γιατί το ζητούμενο είναι η ουσία κι όχι το φαίνεσθαι. Ο μουρίνιο πχ μπορεί να παίζει ψυχολογικά παιχνίδια (mind games) με τις δηλώσεις του αλλά αν η τακτική στο παιχνίδι της εκάστοτε ομάδας του περιοριζόταν σε αυτά, θα ‘ταν χαμένη από χέρι κι απ’ τα αποδυτήρια.

Οι σύντροφοι δε φαντασιώνονται εικονικές νίκες για να αποτινάξουν από πάνω τους το στίγμα της ήττας, ούτε κατατρύχονται από ηττοπάθεια. Γνωρίζουν όμως ότι η νίκη δεν έρχεται μια και έξω, σε μια μάχη, όταν μιλάμε για ταξικό πόλεμο, αλλά σε βάθος χρόνου, που μπορεί να ξεπερνάει τα δικά μας βιολογικά όρια. Δε διακατέχονται από μικροαστικά σύνδρομα που αναζητούν δικαίωση «εδώ και τώρα», ούτε τα βάζουν κάτω απογοητευμένοι μετά από χαμένες μάχες, γιατί έχουν περάσει πολλά κι έχουν φτιάξει γερό στομάχι.

Το θέμα είναι να μη συνηθίσουμε στις ήττες και ξεχάσουμε πώς έρχονται οι νίκες. Ο ραφαηλίδης έλεγε ότι οι κομμουνιστές είναι συνηθισμένοι να κερδίζουν μάχες αλλά να χάνουν τον πόλεμο. Τώρα που οι μικρές νίκες είναι είδος υπό εξαφάνιση κι έρχονται με το σταγονόμετρο, πώς ακριβώς θα έρθει η τελική νίκη στον πόλεμο; Εκτός κι αν έρθει διαλεκτικά, όπως σε εκείνο το παλιό επιτραπέζιο παιχνίδι που λεγόταν κερδίστε χάνοντας.

Εξάλλου όσα δεν φέρνει ο χρόνος, τα φέρνει η ώρα. Όπως με τα μικρά παιδιά, που μπορεί να συλλαβίζουν μικρές λέξεις μέχρι τα δύο ή τα τρία χρόνια τους κι οι γονείς τους να ανησυχούν ότι δε θα μιλήσουν ποτέ και τελικά παίρνουν μπρος και τα λένε όλα μαζεμένα. Το κίνημα μπορεί να βρίσκεται καιρό τώρα σε εμβρυακή κατάσταση και να αρνείται πεισματικά, σα μωρό, να ωριμάσει, αλλά δεν έχει πει ακόμα την τελευταία λέξη του. Ούτε καν την πρώτη..
Κι εδώ οι γνώμες διίστανται, αν πρέπει να του μιλάς απλοϊκά, να πηγαίνεις με τα νερά του κι ως εκεί που φτάνει η δική του πρόσληψη (ντου, ουστ, μνημόνιο) ή να του εξηγείς από τώρα την προοπτική και να προτρέχεις, για να τρέξει κι αυτός πίσω σου και να σε ακολουθήσει. Αυτό όμως είναι άλλου μωρού ευαγγέλιο...

Το βασικό είναι ότι εμείς δεν ψάχνουμε πιστούς, φανατικούς οπαδούς, αλλά ενεργούς αθλητές στον στίβο της ταξικής πάλης. Μπορεί κι επιβάλλεται να γίνει κριτική στις επιλογές του προπονητή για το σύστημα που παίζουμε (λαϊκή αντεπίθεση) για να φτάσουμε στο σύστημα που θέλουμε (σοσιαλισμός-κομμουνισμός). Το βασικό όμως είναι να παίξουμε και εμείς, αφήνοντας στον πάγκο τη γκρίνια των προπονητών της κερκίδας και την παθητικότητα.

Γιατί η δική μας ομάδα είναι σαν την κορίνθιανς του σόκρατες, όπου οι αποφάσεις παίρνονταν συλλογικά, κι ο προπονητής εκλέγεται. Και δεν χρειάζεται τίτλους στο σικέ κοινοβουλευτικό παιχνίδι, για να αποδείξει την αξία της. Αλλά η τελική νίκη θα είναι δική της, και το βάθος του ουρανού πάντα κόκκινο. Vencerémos.

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2011

Μετά το πλακωτό έρχεται η λεύγα

Αυτές τις μέρες κυκλοφορεί το δεύτερο τεύχος της λεύγας, όπου μεταξύ άλλων μπορείτε να διαβάσετε και μια συντομευμένη εκδοχή του πιο κάτω κειμένου.


-Και γιατί το βγάλατε λεύγα;
-Χωρίς ιδιαίτερο λόγο.
Μπορείς να πεις ότι παραπέμπει στο βιβλίο του βερν. Το πρώτο τεύχος θα είναι το λεύγα 01, κι άλλες 19.999 υπό τη θάλασσα. Το δεύτερο μία λεύγα λιγότερη (19.998) και πάει λέ(υ)γοντας.
Λεύγα 1, λεύγα 2... Σαν τους σπούτνικ, ας πούμε. Ωραία!
Και πόσο θέλει για να βγείτε στην επιφάνεια; Είκοσι χιλιάδες, επί δίμηνο, σαράντα χιλιάδες μήνες. Δια του δώδεκα, μας κάνει... τρεις χιλιάδες τρακόσια τόσα χρόνια! Ως τότε θα έχουμε κομμουνισμό!

Σα να λέμε, πέντε φορές η ποινή του ισοβίτη του αρκά. Ο οποίος κάθεται κι υπολογίζει ότι τα χρόνια της ποινής του αντιστοιχούν σε 330 εκατομμύρια λεπτά της ώρας!
-Μα είναι φοβερό! Τι μπορεί να κάνει κανείς σε τόσο χρόνο;
-Μπορεί να βράσει 33 εκατομμύρια αυγά σφιχτά
, του λέει ο μοντεχρήστος.
Σε λεύγες πόσο μας κάνει;

Και ποιο είναι το στίγμα του περιοδικού;
Εσείς με ποιον είστε σύντροφε; Με την ανανέωση, με τη συντήρηση, με την κατάψυξη… η θέση μας είναι περίπου αυτή, που έλεγε κι ο χάρρυ κλυνν λίγο μετά το τέλος της ιστορίας.
Σε κάθε περίπτωση έχει το στίγμα του ερυθρισμού. Το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό της μεσογειακής αναιμίας, όπου πάσχεις από έλλειψη ερυθρών αιμοσφαιρίων.

Είναι και μαλλιαροί, δημοτικιστές. Όχι σαν κάτι «πνευματικούς» με φαλακρίτσα και μαλλιά στη γλώσσα. Που πουλάνε «ψιλό πνεύμα» και πολεμάν με δασείες την παρακμή της γλώσσας, αλλά χάνουν το δάσος. Τι διαφορά θα έχει αν αρχίσουμε να μιλάμε με ουγκ-ουγκ, αλλά ξέρουμε να τα γράφουμε με ψιλή;

-.-

Αλλά ας τους αφήσουμε αυτούς κι ας μιλήσουμε για πραγματική δημοσιογραφία.
Η δημοσιογραφία παλινδρομεί μεταξύ λογικής κι αισθητικής, συνειδητού κι αυθόρμητου. Στέκεται με αυταρέσκεια αναποφάσιστη ανάμεσα στην επιστήμη και την τέχνη, χωρίς να είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Πολύ εφήμερη για φτάσει τα διαχρονικά μηνύματα της λογοτεχνίας. Αλλά καθόλου συστηματική κι αυστηρή ώστε να θεωρηθεί επιστήμη. Έρχεται κι αυτή η διαρκής υπενθύμιση, κάτι μεταξύ απορίας και σπόντας από τον κόσμο που σε ρωτάει: τι ιεκ τελείωσες; Και σε αποτελειώνει.

Δεν είναι ιεκ, μαντάμ. Αει στο αριστοτέλειο είναι. Σε μια άκρη μακριά απ’ την πανεπιστημιούπολη, να μην κολλήσουν κι άλλοι τον ιό του ρουφ. Άραγε τον έχεις εκ γενετής, ή τον αναπτύσσεις στην πορεία; Και πώς μεταδίδεται; Με το σάλιο (απ’ το γλείψιμο στην κυβέρνηση) και τα ερωτικά υγρά (απ’ τη συνουσία με την εξουσία);

Δεν είναι όμως όλοι ρουφ στο σινάφι μας. Και δεν είναι όλοι οι ρουφ δημοσιογράφοι. Ούτε είναι όλοι οι άνθρωποι βολεμένοι. Αλλά όλοι σχεδόν οι βολεμένοι δεν είναι άνθρωποι. Είναι γαϊδούρια αναίσθητα, με εξωνημένη συνείδηση.

Ούτε όλοι οι απόφοιτοι της σχολής είναι δημοσιογράφοι. Αφού δεν είναι επιστήμη, μπορεί να την ασκήσει οποιοσδήποτε έχει ψώνιο να βγει στο γυαλί και μέσο να μπει σε κάποιο μέσο. Κι εμείς που το ‘χαμε όνειρο από μικροί, μένουμε στην απ’ έξω. Κι εκδικούμαστε κλέβοντας κι εμείς με τη σειρά μας τις θέσεις των άλλων. Γινόμαστε πλασιέ, πωλητές, γραμματείς και φαρισαίοι. Τα όνειρά μας να δούμε πότε θα πάρουν εκδίκηση.

Στη δημοσιογραφία λοιπόν οφείλουμε το ευ ζην. Αλλά αν περιμέναμε να βγάλουμε από αυτήν τα προς το ζην, το ζην θα ήταν εντελώς αμφίβολο. Τη βγάζεις δεν τη βγάζεις.

Σπουδάσαμε κάτι που δεν είναι επιστήμη, δεν είναι τίποτα. Και βρίσκουμε άλλα τίποτα και τα κάνουμε νούμερα της σόου μπιζ για να κάνουμε νούμερα στην (K)AGB. Το τίποτα που θέλει να γίνει κάτι. Το όνειρο του μικροαστού, που ζηλεύει τη δόξα του αστού.

Μπορεί να μην είναι επιστήμη, αλλά είναι λειτούργημα. Κι έτσι μπλέκεται διαλεκτικά με αυτό του δικαστή και του δασκάλου. Και βλέπεις τις μεγάλες περσόνες του χώρου να διδάσκουν μαθήματα αγωγής του πολίτη και να γίνονται τηλεοπτικοί εισαγγελείς, συνήθως όταν γίνονται απεργίες, (πείνας, διαρκείας, γενικές, χωρίς διάκριση).

Η κόλαση του δάντη έγραφε στην είσοδό της, αφήστε απ’ έξω κάθε ελπίδα. Ο μαρξ το παράφρασε για τον επιστήμονα που έπρεπε πριν αρχίσει να μελετά το αντικείμενό του να αφήσει έξω κάθε προκατάληψη. Εμείς επιστήμονες δεν είμαστε, αλλά είμαστε σατανάδες με κέρατα κι έχουμε θέση ρεζερβέ, πρώτο καζάνι πίστα, στην κόλαση. Αν κι ίσως μας ταίριαζε περισσότερο ο ρόλος του όφη του κατηραμένου, που ξεγελά τον κόσμο και δαγκώνει το μήλο. Αλλά εκείνο ήταν το μήλο της γνώσης, ενώ εμείς πασάρουμε το άλλο της χιονάτης και ρίχνουμε υπνωτικό στην ταξική συνείδηση του τηλεθεατή, μέχρι να έρθει ο πρίγκηπας (όχι ο κροπότκιν) να τον φιλήσει και να αφυπνιστεί. Κι η επιγραφή μας λέει, αφήστε στην είσοδο κάθε ίχνος αξιοπρέπειας, μαζί με τα άλλα προσωπικά σας αντικείμενα, πριν μπείτε στον χώρο. Κρατήστε και τη μύτη σας καλού-κακού. Το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται.

Φοιτητές-σπουδαστές, ενωμένοι νικητές. Και στη μέση οι δημοσιογράφοι με τα υπαρξιακά τους να καταγράφουν τη ζωή που κυλάει δίπλα τους, σαν ηδονοβλεψίες. Ένας χώρος για αποτυχημένους.
Οι αποτυχημένοι αθλητές γίνονται αθλητικογράφοι, προπονητές της κερκίδας και της εφημερίδας που πληρώνονται. Οι αποτυχημένοι σκηνοθέτες, κριτικοί κινηματογράφου (σαν το μεγάλο ράφα). Κι οι αποτυχημένοι πολιτικοί, αναλυτές, συντάκτες κι αρθρογράφοι. Έτσι κι αλλιώς ο δρόμος είναι διπλής κατεύθυνσης και τα μεταξύ τους όρια δυσδιάκριτα. Κάτι σαν σχέση αλληλεξάρτησης, σαν αυτές που είχε το άρθρο του λουκά στο ρίζο για τον σύγχρονο ιμπεριαλισμό. Εξάλλου οι καλύτεροι τηλεοπτικοί εκπρόσωποι του κόμματος είναι δημοσιογράφοι: ο μπογιό κι η κανέλλη.

Κατά βάθος όλοι κρύβουν ένα δημοσιογράφο μέσα τους. Όλη στην χώρα είναι δημοσιογράφοι, κατ’ εικόνα κι ομοίωση του θεού της τηλεόρασης. Ψώνια με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους και την ίδια στιγμή ψοφοδεείς υποτελικοί που ποτέ δε σηκώνουν κεφάλι. Και κάθε βράδυ μπροστά στο κουτί, ή σε κάποια ταβέρνα, παίζουμε τους μοιραίους του βάρναλη.
Φταίει το ζαβό το ριζικό μας, φταίει ο θεός που μας μισεί
Φταίει το κεφάλι το κακό μας, μα πρώτα απ’ όλα η τι-βί!


Κι όμως στον κομμουνισμό η δημοσιογραφία θα ακολουθήσει τη μοίρα όλων των κατάλοιπων του παλιού κόσμου και θα απονεκρωθεί. Θα μάθουν όλοι να δημοσιογραφούν, να μη σωπαίνουν, να ερευνάν τα πράγματα και να τα φωτίζουν ως την τελική αιτία τους. Θα γίνουν όλοι δημοσιογράφοι με καλό λέγειν και συγκροτημένη άποψη και δε θα χρειάζονται ειδικοί, γιατί τέτοιοι θα ‘μαστε όλοι.
Κι ίσως αυτό να είναι τελικά που θα δώσει το έναυσμα στον πολύ κόσμο για την επανάσταση. Ας παλέψουμε όλοι για τον κομμουνισμό, όπου δε θα υπάρχουν πλέον δημοσιογράφοι. Ούτε πράβδα, ούτε ιζβέστια.
Χαράς ευαγγέλια...

Στα ηρωικά μμε του απθ εξάλλου ήταν που αποτυπώθηκε στην πράξη η σύνδεση με την κομμουνιστική προοπτική, χάρη στην εκλογική κάθοδο του γιούχου σχήματος με την επωνυμία εσσδ (ένωση κάτι σπουδαστών δημοσιογραφίας). Τελικά το λαϊκό κίνημα με μπροστάρισσα την πανσπουδαστική (τότε) παρενέβη δυναμικά κι ακύρωσε την προβοκάτσια.

Μπορείτε (ενθαρρύνεται κι επιβάλλεται) να επισκεφτείτε και την ιστοσελίδα του περιοδικού: http://www.levga.gr/

Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

Αχ κυκλωπάκι μου

(Σκέψεις πάνω στο συνειδητό και το αυθόρμητο)

Ζούμε σε ελεγχόμενο περιβάλλον χωρίς ουσιαστική αλληλεπίδραση μεταξύ μας, με ρηχές σχέσεις και προβλέψιμες αντιδράσεις. Σα μαριονέτες που δουλεύουν. Ή στην καλύτερη ομιλούντα εργαλεία.

Στα ρώσικα αυτό λέγεται ραμπότ κι αν σας θυμίζει κάτι από την τέχνη του ασίμοφ καλώς το κάνει. Η ίδια ακριβώς λέξη στα ρώσικα περιγράφει και τη δουλειά. Που στην ελλάδα το κόμμα παραδοσιακά την γράφει με γιώτα για να μην γίνεται ο συνειρμός με τη δουλεία και τα ρομποτάκια.

Αλλά η ουσία δεν αλλάζει ούτε κατά ένα γιώτα στο λεκτικό. Το θέμα είναι να μιλήσεις για την εργασία (τρουντ είναι στα ρώσικα) και τον χειραφετητικό χαρακτήρα της. Κι ύστερα να ξεφύγεις από τον τρουντγιονισμό και να τον κάνεις πολιτική συνείδηση που φτάνει στο σοσιαλισμό.

Άντε τώρα να βρεις όμως τον παλμό μιας μαριονέτας. Δε θέλει κόμμα αλλά θαυματουργούς τζεπέτο(υς).
Ο κόσμος ζει και τρέφεται με ψέματα. Αναπτύσσει ψευδή συνείδηση κι απολίτικο, ξύλινο τρόπο σκέψης που τον προβάλλει εξ αντανακλάσεως στο λόγο μας, κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια. Παρακολουθεί καθημερινά τηλεόραση γεμάτη πινόκιο(υς) εκπαιδευμένους να του γανιάζουν το μυαλό με ψεύτικες αταξικές αλήθειες χωρίς να μεγαλώνει η μύτη τους.

Στη σημερινή τραγική συγκυρία ελλείψει αυθόρμητου το συνειδητό καλείται να παίξει και τους δυο ρόλους (χωρίς απαραίτητα να έχει το ταλέντο για να το κάνει). Και καταλήγει στη σχιζοφρένεια του ισοβίτη που αρχίζει στην απομόνωση να μιλάει στον εαυτό του.
-Γεια σου τι κάνεις; Επί τόπου στροφή 180°.
-Καλά ευχαριστώ, εσύ; Στροφή 180°.

Η πασυ χαιρετίζει το παμε κι η γραμματεία νέων του το μας και τη νδε. Οι ίδιοι σύντροφοι με καλλιτεχνικό ψευδώνυμο.
Μου έλεγε κι η μπρέζνιεβα τα δικά τους. Παρεμβάσεις, ναρ, ανταρσύα εκπαιδευτικών... Διχασμένο υποκείμενο με πολλαπλή ταυτότητα. Κι άντε να βρεις ποιος είναι ο χάιντ και ποιος ο τζέκυλ.
Στο τρελάδικο να ζητήσουμε ειδική πτέρυγα για πολιτικούς κρατούμενους.

Κι έτσι μοιάζουμε κάποιες φορές περιφερόμενος θίασος. Τα ίδια άτομα που τρέχουν παντού σαν τρελά ηλεκτρόνια και δεν έχουν χρόνο να κάνουν πυρήνες και όβες. Να κάτσουν να σκεφτούν και να συνθέσουν. Να χωνέψουν τα γεγονότα, να βρεθούν μεταξύ τους, να δουν τους δικούς τους, τον εαυτό τους, να συζητήσουν μαζί του.
Πόσο μάλλον να κάνουν όλα τα υπόλοιπα. Και την πληρώνει πάντα η θεωρία. Κι όμως το διάβασμα ενώνει.

Κι η πρωτοπορία συνηθίζει το ρόλο της. Κι όταν οι μαριονέτες σωρεύσουν κρίσιμη ποσότητα ενέργειας, αλλάξουν ποιότητα και γίνουν άνθρωποι, μένουμε πίσω με τα κομμένα σχοινιά ανά χείρας, γιατί δεν αναπτύξαμε αρκετά ισχυρούς δεσμούς μαζί τους όσο είχαμε νηνεμία.

Φεύγουν καράβια στο γιαλό κι εγώ τους γνέφω στο καλό.
Καράβι ακυβέρνητο, χωρίς καπετάνιο, δαρμένο από νέα κύματα κι ουτοπίες για ατλαντίδες και ακυβέρνητες πολιτείες. Καράβι παλιό σαπιοκάραβο με κατάλοιπα απ' τον καπιταλισμό και το παλιό που σαπίζει, σα βυθισμένες άγκυρες επάνω στο σκαρί του (δεν ξέρει ποιον παλεύει να νικήσει). Και τα παπαγαλάκια να λεν: τους ξεφύγαμε! και να του ανοίγουν δρόμους φυγής απ' την πραγματικότητα χωρίς πραγματική διαφυγή.

Κι ίσως καταλήξει σε καμιά ξέρα, στο μουσείο με τα ναυάγια της ταξικής πάλης και τότε νιώσουμε δικαιωμένοι. Πλάι στο παγοθραυστικό της σοβιετίας που έσπασε τον πάγο, αλλά χάραξε δρόμο σαν τιτανικός πάνω στο παγόβουνο της περεστρόικα.
Ο καπετάν γιώτης έμεινε πάνω στη φουρτούνα, αλλά οι μούτσοι και τα ποντίκια σαν τον ανδρουλάκη το εγκατέλειψαν και βούτηξαν σε πρασινογάλαζα νερά.

Κι είναι κι οι άλλοι οι σύντροφοι, μια χούφτα σαν κι αυτούς του οδυσσέα, που πιάσανε αντανακλαστικά χωρίς σχέδιο τη σχεδία του, φτερά στον άνεμο και τον ασκό του αιόλου, βαυκαλίζονται ότι είναι η προπέλα που του δίνει κίνηση όπισθεν.
Αλλά σέρνονται ως ουρά και βουλιάζουν μαζί με το καρυδότσουφλο μόλις πάψει η θύελλα. Κι όσοι βγαίνουν σώοι απ’ την χάρυβδη της ιδιώτευσης τους ξεβράζει το κύμα στη σοσιαλιστική νησίδα της κίρκης που τους μαγεύει με αντιθεσμούς και τους μεταμορφώνει σε μεταμοντέρνους.
Κάνε λοιπόν τον κύκλο σου οδυσσέα…

Η ταξική πάλη είναι απρόβλεπτη σαν τα όνειρα. Δεν έχει πάντα ειρμό αλλά στο τέλος οι μάζες αφυπνίζονται.
Τα όνειρά μας δε μπαίνουν σε λιμάνι –εκτός κι αν τα περιφρουρούν απεργοί λιμενεργάτες. Βγαίνουν στο αρχιπέλαγος (γκούλαγκ), πηγάζουν απ’ το ασυνείδητο κι έρχονται σα σκηνή από ταινία με σκηνοθέτη το μορφέα και την ιστορία.
Κάποια από αυτά εξελίσσονται σε εφιάλτες. Κάποιοι θεωρούν τέτοιον τη σοβιετία. Ούτως ή άλλως το α-συνείδητο αυθόρμητο είναι πάντα ευάλωτο σε εφιάλτες που τρυπώνουν και το προβοκάρουν.

Στον αντίποδα το συνειδητό φέρνει την εξουσία στη φαντασία.
Που λέει σε μια φάση και στα σπουργίτια του αρκά, τρέχαμε μικροί καβάλα σε σκουπόξυλα και φανταζόμασταν ότι ήμασταν πάνω σε σκουπόξυλα και τρέχαμε. Φαύλος κύκλος.

Χρειάζεται διαλεκτική. Διαπαιδαγώγηση του κινήματος. Ενότητα και πάλη των αντιθέτων.
Θέλει κάτι άλλο πέρα απ' το χάιδεμα του αυθόρμητου. Ούτε χτύπημα, το ξύλο είναι αντι-παιδαγωγική μέθοδος. Αποτυχία όμως είναι και τα χαϊδεμένα της δασκάλας, σαν τον ανιάν.
Δε μπορείς να με χτυπήσεις, γιατί φοράω κουκούλα.

Το συνειδέναι σε πρώτη φάση το οφείλω λοιπόν στο αυθόρμητο. Σε κάτι αναμνήσεις, στον άβερελ, τον θηλυκό μου γονιό, τον τσε και την κούβα. Αλλά το ευ συνειδέναι το οφείλω στη θεωρία και την οργάνωση που με έμαθαν να σκέφτομαι ταξικά και να εμβαθύνω πίσω από τη βιτρίνα.

Έρχονται όμως οι ασυνείδητοι να σπάσουν τη βιτρίνα του συστήματος κι αφήνουν άθικτη την ουσία του. Φόρεσαν την κουκούλα ανάποδα κι ασκούν τυφλή βία κλείνοντας τα μάτια στη θεωρία που φωτίζει πέρα απ' την επιφάνεια.

Κόντρα στους ανεγκέφαλους, χρειάζεται ένα κεφάλι για ιθύνων νους. Ένας συλλογικός εγκέφαλος ως ανώτερη μορφή οργάνωσης της ύλης και των επαναστατών. Αρκεί να μην πάθουμε μαλάκυνση εγκεφάλου και πέσουμε (απ’ το κόμμα) σε κώμα. Τη γεροντική άνοια για την οποία μας προειδοποιεί ο πράσινος ντάνι.
Και να υπάρχουν όργανα σχετικά αυτόνομα, όχι μόνο εκτελεστικά, που θα αλληλεπιδρούν με το κεφάλι και θα εξειδικεύουν.

Αλλιώς καταλήγουμε στην αναπηρία. Πνευματική στην χειρότερή της μορφή. Κι οι άλλες όμως δεν πάνε πίσω. Καθηλωμένος σε καροτσάκι να περιμένεις απ' έξω μια ώθηση από την ταξική πάλη που είναι κινητήρια δύναμη της ιστορίας και να εφαρμόσεις το έτοιμο σχήμα που έφτιαξες εγκεφαλικά.
Όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια. Αλλά αν δεν τα έχεις και τα δυο μαζί δε γίνεται. Σα να βαδίζουμε με ένα πόδι, που θα έλεγε κι ο μάο.

Χωρίς μυαλό, με επιμονή και τόλμη μόνο, δε γίνεται. Κοπανάμε απλώς το κεφάλι μας στον τοίχο. Τουλάχιστον δεν έχουμε κάτι ζωτικό μέσα να κινδυνεύει.
Κι η πάπια αν της κόψεις το κεφάλι τρέχει για κάποια δευτερόλεπτα, αλλά χωρίς αυτό είναι καταδικασμένη. Κάνει μόνο σπασμωδικές κινήσεις. Που για κάποιους είναι το παν αλλά καταλήγει εγγυημένα στο τίποτα. Και μένουμε χωρίς παρηγοριά και παπάκι να μας κάνει πα-πα-πα.

Κι έτσι στους τυφλούς κι ακέφαλους βασιλεύει ο μονόφθαλμος. Και στα ταξικά ναυάγια οι πειρατές κι ο μπαρμπαρόσα.
Κάποτε τα είχαμε δεκατέσσερα κι αποκρούσαμε την επιχείρησή του στον βήτα παγκόσμιο. Μετά όμως πήγαμε και βγάλαμε μόνοι μας τα μάτια μας με τους ρεβιζιονιστές.
Και μείναμε ορφανοί να τραγουδάμε για το κόμμα. Ενάντια στους εαμοβουλγαροκτόνους και τις αστικές σειρήνες.
Αχ βρε κυκλωπάκι μου, λες κι είσαι η ιθάκη μου…

http://www.youtube.com/watch?v=8XzUTaPGtU0&feature=related

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2009

Φοβού το κκε

Μην ανέχεσαι να σε φοβίζουν, φόβισέ τους εσύ.
Κι αν τελικά δεν το κάνουν; Είναι γιατί φοβήθηκαν να δείξουν τη δύναμή τους. Τόσο απλό για όσους φοβούνται να δουν κι άλλες πτυχές της πραγματικότητας πέρα από αυτή.
Πού ένιωσε δηλαδή δυνατός ο λαός για να νικήσει το φόβο του μπροστά στην κάλπη;

Ο κόσμος φοβάται όλα όσα γίνονται γι' αυτόν χωρίς αυτόν και γίνεται συνένοχος με την ψήφο του για να έχει την ψευδαίσθηση της συμμετοχής και της συμμετοχικής δημ(ι)οκρατίας του γιωργάκη.
Φοβάται τον καθαρό αέρα γιατί ξεσυνήθισε και του 'ρχεται απότομος.
Φοβάται τη μοναξιά του γραφικού αγωνιστή και λουφάζει στη γωνία ρουφώντας το αυγό του.
Φοβάται την ανεργία και παραμένει στα κάτεργα.
Φοβάται να αναπαράγει το είδος του, μη διαιωνίσει τα βάσανα και τη μιζέρια του, κληρονομιά στους επόμενους.
Φοβάται το μέλλον γιατί έχει χάσει την ελπίδα του.

Φοβάται μη τυχόν ξεχωρίσει απ' το κοπάδι του κομφορμισμού κι αφήνεται στα μέσα να πλάσουν την κοινή του γνώμη σα ζυμάρι. Να μεταθέσουν τον φόβο του γιατη ζωή σε όσους βαφτίζουν τρομοκράτες. Να τον πείσουν ότι θέλει ασφαλίτες αντί για ασφάλιση.
Ανασφαλείς κι ανασφάλιστοι όλου του κόσμου ενωθείτε.

Φοβάται απ' τα μικράτα του να αφήσει την κοιλιά της μητέρας του, την ανεμελιά των παιδικών του χρόνων και παλιμπαιδίζει για να βρει άλλοθι η ανώριμη ταξική του συνείδηση.
Στην άλλη όψη του νομίσματος τον περιμένουν οι παιδικές αρρώστιες.
Επίμονα παιδάκια που τραβάνε ανυπόμονα το κόμμα απ' το μανίκι για να φύγουν απ' τον παιδίατρο και να πάνε αλλού. Δεν έχει σημασία πού, αρκεί να κινούνται. Το κίνημα είναι το παν, η μπρεζνιεφική στασιμότητα τίποτα.

Γενναίος όμως δεν είναι ο τρελός του χωριού που έχει άγνοια κινδύνου. Γενναίος είναι αυτός που έχει επαφή με την πραγματικότητα, γνωρίζει τους φόβους του και πώς να τους αντιμετωπίσει.
Το κόμμα περνάει τα πάντα από κόσκινο. Αυτοί λένε ότι κοσκινίζει πέντε χρόνια γιατί κατά βάθος δε θέλει να ζυμώσει.
Οπότε παρακάμπτουν το κοσκίνισμα, ξεχνάν και τη ζύμωση με τις μάζες και πάνε κατευθείαν στο ψητό: ντου!
Τι χρειάζεται η ζύμωση και το κοσκίνισμα, αφού για την πρωτοπορία όλα είναι ξεκάθαρα;

Άκουσαν κάπου ο πρώτος ατρόμητος τον πρώτο λίθο βαλέτω κι άρχισαν να πετάν όλοι μαζί ό,τι βρήκαν σε μπάτσους και βιτρίνες.
Στην πραγματική εξέγερση θα σπάσουν τζάμια, αλλά το δεύτερο μόνο του δε φέρνει ντε και καλά το πρώτο.

Ο κόσμος φοβάται τον κόσμο γύρω του και χώνει το κεφάλι του βαθιά στο χαζοκούτι να μη βλέπει και να μη σκέφτεται. Περιμένει τα χειρότερα με ελαφρότητα που θυμίζει τις τελευταίες μέρες της ρώμης, αλλά δεν έχει λεφτά για όργια και τη βγάζει με δανεική γκλαμουριά από το σταρ και δάνεια από τις τράπεζες.

Κι ο φόβος αυξάνεται γεωμετρικά από τότε που χάσαμε το φόβητρο του αντίπαλου δέους και μείναμε ορφανοί από μαμά πατρίδα. Τα λέει κι ο παπακωνσταντίνου (του ναρ) στο βιβλίο του (η εποχή του φόβου). Άσχετα που επιχαίρει το ρεύμα του για το θάνατο της μαμάς.

Αλλά ποιος είπε ότι εμάς δε μας φοβάται ο κόσμος; Γιατί να είμαστε εμείς εξαίρεση;
Φοβού τους κομμουνιστάς και λένιν φέροντας.

Ο φόβος πηγάζει κυρίως από άγνοια. Όσοι δεν ξέρουν τι (κόμμα) είμαστε και τι ήμασταν (ως σοβιετία) δανείζονται τη γνώμη του πρετεντέρη και κουμπώνονται περισσότερο.
Και θα κουμπώνονται κι άλλο όσο μας περνάν για γραφικούς, αντί να βρίσκουν σε μας κάτι που να τους εμπνέει.
Το ίδιο κουμπώνεται κι ο σύντροφος που δεν γνωρίζει τον κόσμο που θέλει να αλλάξει και φοβάται να κάνει άνοιγμα.

Η σχέση είναι διαλεκτική και λειτουργεί κι αντίστροφα.
Ο φόβος επιβάλλει τον κομφορμισμό κι αυτός με τη σειρά του την άγνοια. Ο από πάνω βασίζεται στους κάτω ιμάντες για να πάρει εικόνα κι ο από κάτω μεταφέρει την εικόνα που πιστεύει ότι θα αρέσει στον ανώτερο. Στρεβλή συνείδηση μέσα από έτοιμα σχήματα.
Ξεσπάν μετά κύμα οι καταλήψεις και ψάχνεις να βρεις τι πάει λάθος με τη γραμμή και το σπασμένο τηλέφωνο.

Δεν είναι απόλυτη όμως η σχέση φόβου κι άγνοιας.
Στις χαμηλές πτήσεις του αρκά ο μπαμπάς εξηγεί στο μικρό σπουργίτι ότι φοβόμαστε το θάνατο επειδή παραμένει άγνωστος και δεν ξέρουμε τίποτα γι' αυτόν. Κι ο αντίλογος του μικρού είναι:
-Βλακείες. Τότε εγώ θα έπρεπε να φοβάμαι το γεράσιμο σπανοδημήτρη.
-Ποιος είναι αυτός;
-Ιδέα δεν έχω...

Βάζουμε στη θέση του γεράσιμου σπανοδημήτρη την ανταρσύα κι έχουμε την εικόνα του μέσου εργάτη για το εξωκοινοβούλιο.

Υπάρχει επίσης κι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.
Άνθρωποι που μας φοβούνται, ακριβώς επειδή μας ξέρουν και τρέμουν μην κάνουμε τα λάθη και τις υπερβολές του παρελθόντος.
Στο χέρι μας είναι να ξεπεράσουν τους φόβους τους. Όχι επειδή είναι αβάσιμοι, αλλά γιατί στέλνουν τον κόσμο σπίτι του και στη μάχη που έχουμε μπροστά δεν περισσεύει κανένας.

Το πρόβλημα είναι πώς τον διαχειρίζεσαι το φόβο του κόσμου.
Ο ένας τρόπος είναι να πας με τα νερά του, να τον πάρεις απ' το χεράκι και να τον πας λάου-λάου στο δρόμο της λαϊκής εξουσίας που για εμάς είναι ο σοσιαλισμός, αλλά για τους συμμάχους μας μπορεί να είναι κάτι άλλο.
Κι ο άλλος είναι να τον φέρεις αντιμέτωπο με τους φόβους του για να τους ξεπεράσει.

Ο κόσμος σήμερα φοβάται να παλέψει, φοβάται την ταξική πάλη, πόσο μάλλον τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Το θέμα δεν είναι να της αλλάξουμε όνομα (πχ εργατική δημοκρατία, ή λαϊκή εξουσία) για να τη φέρουμε με το μαλακό χωρίς να την πάρει χαμπάρι, αλλά να τον εμπνεύσουμε να παλέψει για να τη φέρει αυτός.
Δε μπαίνει σα δίλημμα, ή το ένα ή το άλλο, αλλά δε μπορεί να είναι μόνο (ούτε κυρίως) ο πρώτος τρόπος η τακτική μας.

Κάνοντας το δεύτερο όμως μπορεί να βρεθούμε μπροστά στους δικούς μας φόβους.
Να συνουσιαστούμε κινηματικά χωρίς περιφρούρηση και να κολλήσουμε μικρόβια από τους αναρχικούς. Να μας περάσει κάποιος στη γωνία και στην κινηματική άμιλλα. Να κάνουμε κάτι πρόωρα και να φάμε χυλόπιτα. Να πέσει το τείχος και να μας φύγει ο κόσμος στη δύση.
Την ανοιχτοφοβία. Την ανανέωση, γιατί όποιος καεί στον γκορμπατσόφ και στον μίμη, φυσάει και το μάκη πέτσα. Τις πιο ενδιαφέρουσες διαδικασίες που προκαλούν δέος και λιγάκι τρακ, γιατί είναι πρωτόγνωρες.

Tο μόνο που έχουμε να φοβόμαστε όμως είναι να μην εγκλωβιστούμε στους φόβους μας. Και να μη μας πέσει ο ουρανός στο κεφάλι. Και να μη σιχτιρίσουν οι αναγνώστες σου επειδή γράφεις πράγματα που θα τους κάτσουν άσχημα.

Αγαπητή επιρροή-αναγνώστη, μπορείς κι εσύ να επηρεάσεις τους άλλους σε μια αμφίδρομη σχέση. Μην ανέχεσαι να σε φοβίζουμε, φόβισέ μας εσύ. Όπως έκανες το μαϊούνη, το δεκέμβρη ίσως, στις πρόσφατες εκλογές.
Και το κόμμα φοβέρα θέλει. Κι ας είναι καλό και άγιο.

Εμάς βέβαια δε μας σκιάζει φοβέρα καμιά κι απ' τις εκλογές βγάλαμε συμπέρασμα πως μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνουμε κτλ.
Αλλά μη νομίζεις, πες-πες κάτι μας μένει κι αυτό μην το πάρεις για υπονοούμενο ότι σε θεωρώ γκαιμπελίσκο σοσιαλ-φασίστα.

Ο σαρτρ έλεγε ότι η κόλασή μας είναι οι άλλοι κι είναι φορές που νομίζω πως το είπε για να περιγράψει τον τρόπο σκέψης μας.
Αλλά μη νομίζεις, κατά βάθος τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο κι ας μας βγαίνει λίγο σε κακοφωνίξ το ενωτικό κάλεσμα.

Όλοι μαζί ξεπερνώντας τους φόβους μας μπορούμε να φοβίσουμε την τάξη των εκμεταλλευτών και τα τσιράκια τους.
Μπορεί να μοιάζουν με θηρίο ανίκητο, αλλά είναι απλώς ένα θεριό με πήλινα πόδια που τρέφεται από το φόβο μας και τρέμει το γιάννη και την αντεπίθεσή του.
Φοβού το κουκουέ...

Ο γιάννης όμως πού διάολο κρύφτηκε και τον ψάχνουμε τόσα χρόνια...;