Αυτές τις μέρες κυκλοφορεί το δεύτερο τεύχος της λεύγας, όπου μεταξύ άλλων μπορείτε να διαβάσετε και μια συντομευμένη εκδοχή του πιο κάτω κειμένου.
-Και γιατί το βγάλατε λεύγα;
-Χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Μπορείς να πεις ότι παραπέμπει στο βιβλίο του βερν. Το πρώτο τεύχος θα είναι το λεύγα 01, κι άλλες 19.999 υπό τη θάλασσα. Το δεύτερο μία λεύγα λιγότερη (19.998) και πάει λέ(υ)γοντας.
Λεύγα 1, λεύγα 2... Σαν τους σπούτνικ, ας πούμε. Ωραία!
Και πόσο θέλει για να βγείτε στην επιφάνεια; Είκοσι χιλιάδες, επί δίμηνο, σαράντα χιλιάδες μήνες. Δια του δώδεκα, μας κάνει... τρεις χιλιάδες τρακόσια τόσα χρόνια! Ως τότε θα έχουμε κομμουνισμό!
Σα να λέμε, πέντε φορές η ποινή του ισοβίτη του αρκά. Ο οποίος κάθεται κι υπολογίζει ότι τα χρόνια της ποινής του αντιστοιχούν σε 330 εκατομμύρια λεπτά της ώρας!
-Μα είναι φοβερό! Τι μπορεί να κάνει κανείς σε τόσο χρόνο;
-Μπορεί να βράσει 33 εκατομμύρια αυγά σφιχτά, του λέει ο μοντεχρήστος.
Σε λεύγες πόσο μας κάνει;
Και ποιο είναι το στίγμα του περιοδικού;
Εσείς με ποιον είστε σύντροφε; Με την ανανέωση, με τη συντήρηση, με την κατάψυξη… η θέση μας είναι περίπου αυτή, που έλεγε κι ο χάρρυ κλυνν λίγο μετά το τέλος της ιστορίας.
Σε κάθε περίπτωση έχει το στίγμα του ερυθρισμού. Το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό της μεσογειακής αναιμίας, όπου πάσχεις από έλλειψη ερυθρών αιμοσφαιρίων.
Είναι και μαλλιαροί, δημοτικιστές. Όχι σαν κάτι «πνευματικούς» με φαλακρίτσα και μαλλιά στη γλώσσα. Που πουλάνε «ψιλό πνεύμα» και πολεμάν με δασείες την παρακμή της γλώσσας, αλλά χάνουν το δάσος. Τι διαφορά θα έχει αν αρχίσουμε να μιλάμε με ουγκ-ουγκ, αλλά ξέρουμε να τα γράφουμε με ψιλή;
-.-
Αλλά ας τους αφήσουμε αυτούς κι ας μιλήσουμε για πραγματική δημοσιογραφία.
Η δημοσιογραφία παλινδρομεί μεταξύ λογικής κι αισθητικής, συνειδητού κι αυθόρμητου. Στέκεται με αυταρέσκεια αναποφάσιστη ανάμεσα στην επιστήμη και την τέχνη, χωρίς να είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Πολύ εφήμερη για φτάσει τα διαχρονικά μηνύματα της λογοτεχνίας. Αλλά καθόλου συστηματική κι αυστηρή ώστε να θεωρηθεί επιστήμη. Έρχεται κι αυτή η διαρκής υπενθύμιση, κάτι μεταξύ απορίας και σπόντας από τον κόσμο που σε ρωτάει: τι ιεκ τελείωσες; Και σε αποτελειώνει.
Δεν είναι ιεκ, μαντάμ. Αει στο αριστοτέλειο είναι. Σε μια άκρη μακριά απ’ την πανεπιστημιούπολη, να μην κολλήσουν κι άλλοι τον ιό του ρουφ. Άραγε τον έχεις εκ γενετής, ή τον αναπτύσσεις στην πορεία; Και πώς μεταδίδεται; Με το σάλιο (απ’ το γλείψιμο στην κυβέρνηση) και τα ερωτικά υγρά (απ’ τη συνουσία με την εξουσία);
Δεν είναι όμως όλοι ρουφ στο σινάφι μας. Και δεν είναι όλοι οι ρουφ δημοσιογράφοι. Ούτε είναι όλοι οι άνθρωποι βολεμένοι. Αλλά όλοι σχεδόν οι βολεμένοι δεν είναι άνθρωποι. Είναι γαϊδούρια αναίσθητα, με εξωνημένη συνείδηση.
Ούτε όλοι οι απόφοιτοι της σχολής είναι δημοσιογράφοι. Αφού δεν είναι επιστήμη, μπορεί να την ασκήσει οποιοσδήποτε έχει ψώνιο να βγει στο γυαλί και μέσο να μπει σε κάποιο μέσο. Κι εμείς που το ‘χαμε όνειρο από μικροί, μένουμε στην απ’ έξω. Κι εκδικούμαστε κλέβοντας κι εμείς με τη σειρά μας τις θέσεις των άλλων. Γινόμαστε πλασιέ, πωλητές, γραμματείς και φαρισαίοι. Τα όνειρά μας να δούμε πότε θα πάρουν εκδίκηση.
Στη δημοσιογραφία λοιπόν οφείλουμε το ευ ζην. Αλλά αν περιμέναμε να βγάλουμε από αυτήν τα προς το ζην, το ζην θα ήταν εντελώς αμφίβολο. Τη βγάζεις δεν τη βγάζεις.
Σπουδάσαμε κάτι που δεν είναι επιστήμη, δεν είναι τίποτα. Και βρίσκουμε άλλα τίποτα και τα κάνουμε νούμερα της σόου μπιζ για να κάνουμε νούμερα στην (K)AGB. Το τίποτα που θέλει να γίνει κάτι. Το όνειρο του μικροαστού, που ζηλεύει τη δόξα του αστού.
Μπορεί να μην είναι επιστήμη, αλλά είναι λειτούργημα. Κι έτσι μπλέκεται διαλεκτικά με αυτό του δικαστή και του δασκάλου. Και βλέπεις τις μεγάλες περσόνες του χώρου να διδάσκουν μαθήματα αγωγής του πολίτη και να γίνονται τηλεοπτικοί εισαγγελείς, συνήθως όταν γίνονται απεργίες, (πείνας, διαρκείας, γενικές, χωρίς διάκριση).
Η κόλαση του δάντη έγραφε στην είσοδό της, αφήστε απ’ έξω κάθε ελπίδα. Ο μαρξ το παράφρασε για τον επιστήμονα που έπρεπε πριν αρχίσει να μελετά το αντικείμενό του να αφήσει έξω κάθε προκατάληψη. Εμείς επιστήμονες δεν είμαστε, αλλά είμαστε σατανάδες με κέρατα κι έχουμε θέση ρεζερβέ, πρώτο καζάνι πίστα, στην κόλαση. Αν κι ίσως μας ταίριαζε περισσότερο ο ρόλος του όφη του κατηραμένου, που ξεγελά τον κόσμο και δαγκώνει το μήλο. Αλλά εκείνο ήταν το μήλο της γνώσης, ενώ εμείς πασάρουμε το άλλο της χιονάτης και ρίχνουμε υπνωτικό στην ταξική συνείδηση του τηλεθεατή, μέχρι να έρθει ο πρίγκηπας (όχι ο κροπότκιν) να τον φιλήσει και να αφυπνιστεί. Κι η επιγραφή μας λέει, αφήστε στην είσοδο κάθε ίχνος αξιοπρέπειας, μαζί με τα άλλα προσωπικά σας αντικείμενα, πριν μπείτε στον χώρο. Κρατήστε και τη μύτη σας καλού-κακού. Το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται.
Φοιτητές-σπουδαστές, ενωμένοι νικητές. Και στη μέση οι δημοσιογράφοι με τα υπαρξιακά τους να καταγράφουν τη ζωή που κυλάει δίπλα τους, σαν ηδονοβλεψίες. Ένας χώρος για αποτυχημένους.
Οι αποτυχημένοι αθλητές γίνονται αθλητικογράφοι, προπονητές της κερκίδας και της εφημερίδας που πληρώνονται. Οι αποτυχημένοι σκηνοθέτες, κριτικοί κινηματογράφου (σαν το μεγάλο ράφα). Κι οι αποτυχημένοι πολιτικοί, αναλυτές, συντάκτες κι αρθρογράφοι. Έτσι κι αλλιώς ο δρόμος είναι διπλής κατεύθυνσης και τα μεταξύ τους όρια δυσδιάκριτα. Κάτι σαν σχέση αλληλεξάρτησης, σαν αυτές που είχε το άρθρο του λουκά στο ρίζο για τον σύγχρονο ιμπεριαλισμό. Εξάλλου οι καλύτεροι τηλεοπτικοί εκπρόσωποι του κόμματος είναι δημοσιογράφοι: ο μπογιό κι η κανέλλη.
Κατά βάθος όλοι κρύβουν ένα δημοσιογράφο μέσα τους. Όλη στην χώρα είναι δημοσιογράφοι, κατ’ εικόνα κι ομοίωση του θεού της τηλεόρασης. Ψώνια με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους και την ίδια στιγμή ψοφοδεείς υποτελικοί που ποτέ δε σηκώνουν κεφάλι. Και κάθε βράδυ μπροστά στο κουτί, ή σε κάποια ταβέρνα, παίζουμε τους μοιραίους του βάρναλη.
Φταίει το ζαβό το ριζικό μας, φταίει ο θεός που μας μισεί
Φταίει το κεφάλι το κακό μας, μα πρώτα απ’ όλα η τι-βί!
Κι όμως στον κομμουνισμό η δημοσιογραφία θα ακολουθήσει τη μοίρα όλων των κατάλοιπων του παλιού κόσμου και θα απονεκρωθεί. Θα μάθουν όλοι να δημοσιογραφούν, να μη σωπαίνουν, να ερευνάν τα πράγματα και να τα φωτίζουν ως την τελική αιτία τους. Θα γίνουν όλοι δημοσιογράφοι με καλό λέγειν και συγκροτημένη άποψη και δε θα χρειάζονται ειδικοί, γιατί τέτοιοι θα ‘μαστε όλοι.
Κι ίσως αυτό να είναι τελικά που θα δώσει το έναυσμα στον πολύ κόσμο για την επανάσταση. Ας παλέψουμε όλοι για τον κομμουνισμό, όπου δε θα υπάρχουν πλέον δημοσιογράφοι. Ούτε πράβδα, ούτε ιζβέστια.
Χαράς ευαγγέλια...
Στα ηρωικά μμε του απθ εξάλλου ήταν που αποτυπώθηκε στην πράξη η σύνδεση με την κομμουνιστική προοπτική, χάρη στην εκλογική κάθοδο του γιούχου σχήματος με την επωνυμία εσσδ (ένωση κάτι σπουδαστών δημοσιογραφίας). Τελικά το λαϊκό κίνημα με μπροστάρισσα την πανσπουδαστική (τότε) παρενέβη δυναμικά κι ακύρωσε την προβοκάτσια.
Μπορείτε (ενθαρρύνεται κι επιβάλλεται) να επισκεφτείτε και την ιστοσελίδα του περιοδικού: http://www.levga.gr/
7 σχόλια:
Διαφωτιστικα ολα αυτα, αλλα εγω πεθαινω να δω το κειμενο με τη μορφη που δημοσιευτηκε στο περιοδικο. Ασε που αλλο κειμενο περιμενα σημερα... Μονο παραγγελιες δεν σου χουμε κανει ακομα.
Κασπερ
Δεν είναι τίποτα. Λείπουν τα περιαυτολογικά (όπου εαυτός νοείται το περιοδικό) δηλ η αρχή.
Το άλλο που λες μετά. Όχι εν θερμώ.
Από προσωπική εμπειρία μπορώ να πω πως το πιο δύσκολο τεύχος στα περιοδικά είναι το δεύτερο.
Στο πρώτο όλοι έχουν έμπνευση να γράψουν το κομμάτι τους. Στο τρίτο έχει αρχίσει και τσουλάει το κάρο. Στο δεύτερο όμως είναι τα ζόρικα.
Καλή επιτυχία!
Red Ghost
Καλά κουράγια και καλό γράψιμο! θα κοιτάξω με πρώτη ευκαιρία να το πάρω
Ζ.
Καλό ξεκίνημα
visk
Και γιατί ανώνυμο;
Συνειδητά δε θες το όνομα, κι αν ναι γιατί;
Αλλά και τότε, γιατί όχι ψευδόνυμα σαν "Μπρεζνιεφικό Απολίθωμα", προϊόν που ο κόσμος αγαπά κι εμπιστεύεται;
Κι αν θες να πλασάρεις νέο στα ράφια, γιατί όχι ένα πρωτάκουστο, μου ρθε αυθόρμητα/αμεσολάβυτα (α/α δηλαδή) το "Παύλος Μωραϊτης" ας πούμε, να ανάψεις και φωτιές;
Γι' αυτό κι εγώ "έκανα το κομμάτι μου" στο δεύτερο, κόκκινο φάντασμα.
Ανώνυμα άθλιε γιατί μας πιάσανε οι ντροπούλες. Και θα ένιωθα λίγο ψώνιο αν υπέγραφα με το διαδικτυακό ψευδώνυμο.
-Πώς σου φαίνεται το παύλος ρουμελιώτης;
Εμφύλιος αλά 1821 κι έτσι.
Δημοσίευση σχολίου