Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βιβλίο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βιβλίο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2025

Ένα βιβλίο είναι λίγο, πολύ λίγο

Καλά όλα αυτά, αλλά δεν έχετε συγκεκριμένες προτάσεις.
Κι όμως έχουμε. Συγκεκριμένες σαν την ανάλυση της κατάστασης του Βλαδίμηρου. Πλήρως κοστολογημένες, μέχρι 9 ευρώ το πολύ -παζάρι, αφού. Και ρεαλιστικές σαν το πλάνο του Βλάσση να διαβάσει το «Εκκρεμές του Φουκώ» και το σχέδιο να βρεις λίγο χρόνο μες στη μέρα για διάβασμα.

Οι τακτικοί αναγνώστες του μπλοκ θα ξέρουν ήδη τα μισά, σημασία όμως έχει πώς πουλάς κάτι και η προσωπική ιστορία κάθε αναγνώστη πίσω από το βιβλίο του -τι τον τράβηξε, τι τον κράτησε και γιατί το θυμάται.


-Ο άγγελος του Μονάχου, 6 ευρώ, στον πάγκο του Πατάκη.
Ένα μυθιστόρημα που δείχνει ότι: α. ο Χίτλερ ήταν... ευγενής ψυχή (χορτοφάγος, ζωόφιλος κτλ), συνδεμένη με αποτρόπαια εγκλήματα, πολύ προτού καταλάβουν οι Ναζί την εξουσία, και β. η πραγματική ζωή δίνει τις καλύτερες ιστορίες, πέραν κάθε φαντασίας. Συνίσταται για όσους γοητεύονται από τη νουάρ συσκευασία και το Βερολίνο του Μεσοπολέμου -που είναι η Μητρόπολη της έμπνευσης της σύγχρονης λογοτεχνίας.

-Στην ίδια κατηγορία, βρίσκει κανείς διάφορα βιβλία του Κούτσερ και τις περιπέτειες του Ρατ, περίπου 800 σελίδες και 5 ευρώ η μία, τόσο από την «Ποικίλη Στοά» (τον εκδοτικό που τις πρωτόφερε στην Ελλάδα) όσο και από τη «Διόπτρα», που μυρίστηκε την επιτυχία και πήρε τα δικαιώματα, αλλά μάλλον δε δικαιώθηκε για την επένδυση.

Τι έχει να πει σχετικά η κε του μπλοκ;

Ότι μέτρησα άπειρες επαναλήψεις του «κατανεύω», στα όρια του drinking game (παιχνίδι με σφηνάκια, μάνα), και έμεινα με την απορία πώς λένε οι Γερμανοί το «κατένευσε» και γιατί το αγαπούν τόσο. Ότι όσο προχωρά η σειρά, τα βιβλία γίνονται καλύτερα, ξεφεύγουν από το πρίσμα του πρωταγωνιστή και εστιάζουν σε πολλά πρόσωπα. Και πως το Babylon Berlin -η σειρά που βασίζεται στις περιπέτειες του Ρατ- επιβεβαιώνει αλλά ως εξαίρεση τον κανόνα ότι τα βιβλία υπερέχουν πάντα από τη μεταφορά του στην οθόνη -μικρή ή μεγάλη.

Το Babylon Berlin έχει μια θέση στο πάνθεο με τις καλύτερες, πιο πολιτικές δουλειές στον αιώνα μας -που μέχρι να ωριμάσουν οι συνθήκες, είναι αιώνας παρακμής και υποχώρησης, και το βγάζει προς τα έξω με την πολιτιστική παραγωγή του. Ενδεικτικά, ο 3ος κύκλος έχει «εκτός ύλης» μια άγνωστη απόπειρα ανατροπής του Χίτλερ και εσωτερικού ξεκαθαρίσματος στους Ναζί -πολύ πριν τη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών. Καθώς και τη γοητευτική ιστορία του Γιόχαν Ρουκέλη Τρόλμαν, του τσιγγάνου πυγμάχου που ταπείνωσε επανειλημμένα τους άριους ανταγωνιστές του και τη θεωρία της λευκής υπεροχής. Τίποτα από αυτά δε βρίσκει θέση στο πρωτότυπο βιβλίο, ενσωματώνονται αρμονικά όμως στην πλοκή της σειράς.


Μου φαίνεται πως η καλύτερη περιπέτεια -από όσες έχω διαβάσει- είναι η «Πατρίδα», δηλαδή η τέταρτη (και αντιστοίχως ο 5ος τηλεοπτικός κύκλος που δεν έχει βγει ακόμα), που διαδραματίζεται κυρίως στην Ανατολική Πρωσία. Καλύτερα όμως να τα πάρεις κάποιος με τη σειρά, για να μη χάσει τη συνέχεια.

-«Πεθαμένοι στα γέλια», εκδόσεις Opera.
Απολαυστική σάτιρα των 50 αποχρώσεων του εθνικισμού στην Ισπανία. Ίσως είναι προαπαιτούμενη, όμως, μια μικρή εξοικείωση, για να το εκτιμήσει κανείς. Το βιβλίο ήταν η αφορμή για μια βουτιά στο συγγραφικό σύμπαν του Καταλανού Πάμπλο Τουσέτ, που μπορεί να μη δικαίωσε πλήρως τις αρχικές προσδοκίες -πχ στο διαφημισμένο «ό,τι καλύτερο μπορεί να συμβεί σε ένα κρουασάν»- αλλά δεν τη μετάνιωσα.
Συνίσταται σε όποιον εκτιμά τον σαρκασμό και τους Ισπανούς με τις αντιφάσεις τους.

-«Κόμπρα» και «13 ώρες» του νοτιοαφρικανού Ντίον Μέγερ, εκδόσεις Στερέωμα.
Τα συνιστώ -ιδίως το πρώτο- σε όσους θέλουν ωραία γραφή, κινηματογραφική πλοκή και να διαβάσουν κάτι μονορούφι, έχοντας λίγες ώρες για ξόδεμα. Σχετικά ανώδυνα αλλά όχι φτηνά και αδιάφορα.

Στην ίδια κατηγορία βάζω και το βιβλίο «Το πρωί θα έχω φύγει» από τις εκδόσεις Οξύ, το τρίτο στη σειρά με τις περιπέτειες του Σον Ντάφι. Ο Μακ Κίντυ γράφει ωραία, για τη Βόρεια Ιρλανδία της δεκαετίας με τις βάτες, κι ας στάζει χολή για την ποπ μουσική της εποχής και τη γενέτειρά του. Η περιγραφή του Μπέλφαστ ως απόλυτης... σκατούπολης είναι τόσο δυνατή, που με έπεισε να μην το επισκεφτώ ποτέ. Αλλά μπορεί να πείσει άλλους για το ακριβώς αντίθετο...

-«Σου έχω εμπιστοσύνη», εκδόσεις Καστανιώτη, από το δίδυμο Καρλότο - Αμπάτε.

Ακαταμάχητος ρεαλισμός, που σε τραβά από τα μαλλιά -σαν τη νύχτα στη «Βικτώρια» του Αλκαίου. Η ερωτική σχέση κέρδους-μαφίας και ο «αγγελικός κόσμος» της βιομηχανίας τροφίμων είναι οι βασικοί άξονες ενός βιβλίου, που μπορεί να διαβαστεί κι ως εισαγωγή στη μοναδική περίπτωση του Μάσιμο Καρλότο: ενός αγωνιστή της «Λότα Κοντινούα», που εγκλωβίζεται σε μια υπόθεση κακοδικίας, καταδικάζεται εκδικητικά σε πολυετή κάθειρξη, βρίσκει τρόπους να επιβιώσει στο κολαστήριο της φυλακής και περνά πολλά από αυτά τα στοιχεία στα βιβλία του -τις περιπέτειες του «Αλιγάτορα», κ.ά. Δεν ξέρω πόση βάση έχουν όσα γράφει για τον ηθικό κώδικα της παλιάς γενιάς λαθρεμπόρων και τη μεταγενέστερη μετάλλαξη της μαφίας, αλλά προσωπικά τον βάζω στο κορυφαίο ράφι του ιταλικού νουάρ -παρά τον σκληρό ανταγωνισμό.

Πολύ κοντά στην κορυφή είναι και το Suburra (εκδόσεις Εστία). Μια αριστοτεχνική παρουσίαση του υποκόσμου και της διαπλοκής του με την πολιτική και δικαστική εξουσία. Συνίσταται για όσους δεν έχουν/θέλουν να ξετινάξουν αφελείς αυταπάτες για έντιμα και ηθικά στοιχεία που επιπλέουν τάχα στον βούρκο του συστήματος. Το έβλεπα για πολλά συναπτά έτη στον πάγκο της «Εστίας» στο παζάρι, αλλά φέτος δεν μπόρεσα να το εντοπίσω, με μια πρόχειρη έρευνα.

Στον ίδιο πάγκο μπορεί πάντως να βρει κανείς μια πολύ ενδιαφέρουσα βιογραφία του Πέτρου Κόκκαλη από την Κατίνα Τέντα-Λατίφη (οι σφισσες κρατούσαν διπλό επίθετο και ξεχώριζαν στον καιρό τους, πολλά χρόνια πριν τη Γιάννα, τη Φάνη Πάλλη κτλ). Στις σελίδες του θα δει πόσα πρόσφερε και πόσα θυσίασε ο Κόκκαλης και γιατί τον θεωρούσαν όλοι «άγιο άνθρωπο». Η γραφή της Λατίφη είναι τόσο άμεση, που νιώθεις να στα διηγείται κάποιος γνωστός-σφος και ως τέτοια την «αποχαιρέτησα» νοερά όταν πέθανε -και ας μην ήταν πιθανότατα «δικιά μας», στην τελική ευθεία της ζωής της.

Τιμητική αναφορά στη δολοφονία του Σωκράτη (εκδόσεις Πατάκη), του Ισπανού Τσικότ. Ευχάριστο ανάγνωσμα, χωρίς να είναι κάτι σπουδαίο, αλλά θα μείνει χαραγμένο στη μνήμη μου. Γιατί καθώς το ξεφύλλιζα μια φορά προχωρώντας στην αμαρτωλή «Δράμας» -μερικά τετράγωνα μακριά από τον τόπο του εγκλήματος με το 12χρονο κοριτσάκι-, με σταματά μια θείτσα να με ειρωνευτεί -«το Κοράνι είναι;- γιατί είχε πράσινο εξώφυλλο και εγώ αρκετά μούσια για τα γούστα της. Κρίμα που δεν είχα έτοιμη αραβική ατάκα, για να επιβεβαιώσω τους φόβους της.
-Αλλάχ ακμπάρ...

Αλλά η πιο inception φάση (ντεζαβού, μάνα) μου έτυχε μια φορά σε πεζόδρομο, με το βιβλίο στο χέρι, να διαβάζω για ένα αγόρι που περπατούσε πάντα με ένα βιβλίο στο χέρι. Το βιβλίο ήταν του Γκενασιά, η «Λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων», που είχαν αυτομολήσει από το σοσιαλιστικό μπλοκ, αλλά δεν ήταν όλοι αντιφρονούντες. Πολιτικά έμπαζε, σαν γραφή ήταν μεθυστική ανά σημεία, οπότε έψαξα για τη συνέχεια, «οι χώρες της επαγγελίας» (που ήταν εξαντλημένο κι έφτασα μέχρι το «Δίεδρο» στα Γιάννενα). Κι όλα κυλούσαν ομαλά, σε λογικά αντικομμουνιστικά πλαίσια, μέχρι που ένας από τους ήρωες -παλιός κομμουνιστής και αδερφός του πρωταγωνιστή- έγινε Σαούλ, είδε το φως το αληθινό και κατέληξε μοναχός που κάνει θαύματα με την πίστη που τον έσωσε. Περίπου χίλιες σελίδες -ως τότε- διαγράφηκαν μονοκοπανιά, και δε νομίζω να συγχωρήσω στα κοντά τον συγγραφέα για αυτή την αίσθηση ματαιότητας.

-.-

Εδώ κολλά κανονικά ένα μικρό παράρτημα με τις «φόλες» που πρέπει αποφύγει κανείς πάση θυσία από το παζάρι. Αλλά φροντίζω ασυνείδητα να αποβάλω τις τραυματικές στιγμές και δεν έχω συγκρατήσει πολλές.

Θέση σε μια τέτοια λίστα θα είχε πχ «η Δίκη των Πρωθυπουργών» (του μακαρίτη Διακομανώλη), που ήθελε ίσως να γράψει κάτι έξυπνο κι αλληγορικό για τη σύγχρονη Ελλάδα, αλλά θριαμβεύουν τα αφόρητα κλισέ, η κακή έμπνευση και η έλλειψη φαντασίας.

Ακόμα χειρότερο είναι το αστυνομικό «ο Παπαγάλος πέταξε», που δίνει σημεία γραφής από το όνομα του πρωταγωνιστή (Φάνης Ντούρος) και συνεχίζει ακόμα πιο δυναμικά ντούρα, με παιδική πλοκή και παρεκβάσεις για θέματα -πχ η χρήση των social media- χωρίς λογοτεχνικά προσχήματα, που μοιάζουν με εκθεσούλες δημοτικού...

Το «πόσες λέξεις;» της Όλγας Σελλά (εκδόσεις Στερέωμα) είναι μια αναδρομή στα χρόνια της στην Καθημερινή και το πρόσφατο παρελθόν της χώρας, πολιτιστικό πρωτίστως -που είναι και ο κλάδος του ρεπορτάζ της- και γενικώς. Ο έξυπνος τίτλος (φετίχ για την παλιά γενιά της δημοσιογραφίας) και το θέμα υπόσχονταν κάτι ενδιαφέρον και ο τρόπος γραφής δεν είναι κακός. Το βιβλίο δε θα είχε θέση εδώ, αν δεν ήταν απογοητευτικό, πολιτικά μιλώντας. Η Σελλά είναι/ήταν της «αριστεράς και της προόδου», διηγείται κάποια ωραία ανέκδοτα -πχ για τους εκδότες που ταξίδευαν σε διεθνή φεστιβάλ και έκλειναν τη βραδιά τους με αντάρτικα τραγούδια- αλλά η συνείδησή της ακολουθεί τις υλικές απολαβές της και -πολιτικά- τη θλιβερή πορεία της ΔΗΜΑΡ. Απ’ τον Δεκέμβρη του '08 κρατά μόνο τα μπάχαλα κι ότι δυσκολευόταν να γυρίσει σπίτι της, από τις μεγάλες πορείες των επόμενων χρόνων κρατά τη Μαρφίν και ότι οι απεργίες έκλειναν τα θέατρα... και εμείς κρατάμε ότι ξόδεψε τελικά πάρα πολλές λέξεις για να μας πει ότι έγινε σφουγγοκωλάριος της εξουσίας.

-.-

Αν η λίστα με τις προτάσεις έχει πολύ... νουάρ χρώμα, είναι συνειδητή επιλογή. Δε νομίζω ότι η βάση του μπλοκ περιμένει από μένα να της υποδείξω τα προφανή: τον πάγκο της «Σύγχρονης Εποχής», το εκδοτικό «Εντός» με τα απομνημονεύματα πολλών αγωνιστών της Δρακογενιάς -όπως του Τσέκερη-, τον πάγκο του «Αλφειού» με τους τόμους των ΚΟΜΕΠ του Μεσοπολέμου, της Αντίστασης και του Εμφυλίου ή τα βιβλία του Βραχνιάρη για τη Θεσσαλία (Κιλελέρ, εξέγερση Τρικάλων κ.ά.). Και τις προλεκάλτ εκδόσεις «Ειρήνη», όπου βρίσκεις πχ αυτοβιογραφικά βιβλία του Χόνεκερ και του Κάνταρ, με συλλεκτικά προλογικά σημειώματα του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κάρολου Παπούλια -γιατί τέτοια ήταν εκείνη η εποχή...

Ή επίσης -για να μη λέω μόνο τα δικά μας- την «Πλατεία Μπελογιάννη -πρώην Ομονοίας» του Αλεξάτου από το ΚΨΜ, που απαντά στο άθλιο «Πλατεία Λένιν, πρώην Συντάγματος» του Δ. Φύσσα. Τις «μαρτυρίες από τη γερμανική επανάσταση» του Βίκτορ Σερζ, από red marks. Ή τις αναμνήσεις του Μπενά από διάφορες εποχές («του Εμφυλίου», «της Δικτατορίας» κτλ). Και διάφοροι τόμοι «Αρχειοτάξια», με ενδιαφέρουσες θεματικές (το ’56 ή το ’89) και σκοπιά που είναι ασφαλώς απέναντι. Ή παλιά τεύχη «Άνθη του Κακού», για την «αλητεία» και το συλλεκτικό του πράγματος. Ή μια έκδοση της ΔΟΕ για τα 100 χρόνια από την Οχτωβριανή με παλιές σοβιετικές αφίσες (όπως αυτές στην αρχική φωτό -και ανάμεσά τους η πασίγνωστη με την κοπέλα που φωνάζει: ΒΙΒΛΙΑ!). Και πολλά άλλα που ξεχνάω...

Αντ’ αυτού, για να είναι "πλήρης" ο κατάλογος, θα συμπληρώσω μερικούς ακόμα τίτλους, που ήταν είναι φετινές προτάσεις -αλλά όχι απαραίτητα προτάσεις, γιατί δεν πρόλαβα να τα διαβάσω όλα.

Πχ μια συλλογή διηγημάτων, στίχων και κόμικ αναγνωστών του Red n Noir, εν μέσω καραντίνας, που αποτυπώνει την πρώτη πρόσληψη της πανδημίας, τη νοοτροπία και τις αντιδράσεις ενός υποψιασμένου θεωρητικά κόσμου με κινηματικές αναφορές. Δεν είναι αξιόλογα όλα τα δείγματα γραφής, αλλά έχει και μικρά διαμαντάκια, όπως το διήγημα «τηλεφωνικό σεξ» με τις dominatrix κοπέλες που στέλνουν τους υποτακτικούς πελάτες τους στο γκούλαγκ...

Το αφιέρωμα του «Μετρονόμου» στον Λοΐζο έχει πλήθος στοιχείων και μαθαίνεις πάντα λεπτομέρειες που σε εκπλήσσουν, όπως ότι η αντίφα Καίτη Γαρμπή έχει τραγουδήσει (και δισκογραφήσει) το «πασαπόρτι»: μη βροντοχτυπάς τις χάντρες... Ή ότι ένας απ’ τους δίσκους του Λοΐζου δεν κυκλοφόρησε από δισκογραφική εταιρεία, αλλά από την ΕΣΑΚ (!), δηλαδή τη συνδικαλιστική μας παράταξη στον ιδιωτικό τομέα! Απίστευτη εποχή...

Σημειώνω και την αυτοβιογραφία της παλαιστίνιας αγωνίστριας Λέιλας Χαλέντ «Ολαός μου θα ζήσει» (εκδόσεις Ασυνέχεια). Και κρατάω κάβα τα υπόλοιπα -μην ξεφύγει και άλλο σε έκταση το κείμενο- επιφυλασσόμενος για μια άλλη παρουσίαση. Όχι πως θα είναι όλα καλά, αλλά λειτουργεί ο νόμος των μειωμένων προσδοκιών, όπως με τον ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα.

Και τα μισά απ’ όσα πήρα να είναι καλά...

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2025

Όταν θα πάω κυρά μου στο παζάρι

Κουλτούρα είναι να λες τα ζουμπούλια ασφόδελους, λέει νομίζω κάπου ο Αρκάς στον Καλό Λύκο του, πριν γίνει ποιμενικός κυβερνητικός. Και να λες το παζάρι βιβλίου «Bazaar», θα πρόσθετα εγώ, για να μην προσβάλλεται η αισθητική της διανόησης. Το βιβλιοπάζαρο στην Κλαυθμώνος δεν έχει πολλή διανόηση, παρά μόνο πλέμπα -στην οποία κατεξοχήν απευθύνεται. Έχει όμως την αγγλική μετάφραση του «Καλού Λύκου» -που αξίζει ένα ξεφύλλισμα, απλώς για να δεις πώς αποδόθηκε το λογοπαίγνιο «λαγοί με πετραχήλια»-, σε μια γωνιά με παλιά τεύχη «Κόρτο Μαλτέζε» και «Έρικ Καστέλ». Κι έχει το πλεονέκτημα να μην ντρέπεται για αυτό που είναι και να το δηλώνει ευθαρσώς: παζάρι. Κι ας μην έχει επιπλέον παζάρεμα στο τέλος -τόσα δίνω, πόσα θες, θα μας κάνετε μια καλύτερη τιμούλα;

Κι αν κάποιοι φτωχικό το βρίσκουν το παζάρι, δεν τους γέλασε. Ακολουθούν μερικά σημεία που το αποδεικνύουν (;).

-.-

Προχωράς με πλάγια βήματα, παράλληλα με τους πάγκους, σαν καβουράκι πλάι σε μια θάλασσα βιβλία, με ασαφή όρια, όπου μόνο το έμπειρο μάτι διακρίνει τις αλλαγές από εκδοτικό σε εκδοτικό. Ξεκουράζεις το βλέμμα σου στο απέραντο γαλάζιο, τους τίτλους και τα παρδαλά εξώφυλλα, ώσπου ξαφνικά. ΣΚΑΤΑ! Πέφτεις πάνω σε φασιστοβιβλία -έθνος, τιμή, όλη η αλήθεια για τους κομμουνιστές- και φεύγεις αηδιασμένος, σα να έχει πατήσει σκατά και λάσπες, η σιχασιά στο βλέμμα, θες να ξεπλύνεις τα μάτια σου.

Αλλά ας είμαι ειλικρινής. Θα διηγηθώ μια ένοχη αηδία -στον αντίποδα της ένοχης απόλαυσης. Κι εγώ έχω διαβάσει πχ το «ποιος σκότωσε τον Νίκο Τεμπονέρα», βγαλμένο απευθείας από την πηγάδα με τα κονσερβοκούτια, που λέει τον Καλαμπόκα εξιλαστήριο θύμα, τον Κοντογιαννόπουλο «οπορτουνιστή», τον Ράλλη «Κερένσκι», τους Πασόκους συντροφοσυνοδοιπόρους και «εξηγεί» πως ο Τεμπονέρας σκοτώθηκε στη διάρκεια επίθεσης ακροκουκουέδων εναντίον μιας ειρηνικής ομάδας Οννεδιτών -sic. Συγγραφέας είναι ο Μιχάλης Αρβανίτης, συνήγορος υπεράσπισης του Καλαμπόκα, που στη συνέχεια έγινε βουλευτής της χρυσής αυγής -κοίτα να δεις κάτι συμπτώσεις στην ακροδεξιά πολυκατοικία. Κι εγώ το πήρα, γιατί το είχα βρει κάποτε στο παζάρι, με παρέσυρε ο τίτλος και δεν ήξερα -ακόμα- τι είναι το εκδοτικό «Πελασγός», αν και θα έπρεπε να το υποψιαστώ από το όνομα. Τουλάχιστον έγινα σε κάτι σοφότερος βαφτίζοντας «πείρα» το λάθος μου.

-.-

Αν το σκεφτείς, πάντως, είμαστε μια φρικτή μειοψηφία, που σε λίγα χρόνια θα προκαλεί φρίκη στο αμύητο κοινό: ίου, διαβάζεις βιβλία

Βγάλε πχ όσους έχουν αλλεργία με το διάβασμα, όσους το έχουν άρρητο τάμα να μη διαβάσουν ποτέ, αυτούς που θέλουν αλλά λιποθυμάν στην ιδέα. Αυτούς που έχουν διάσπαση προσοχής από τις οθόνες, που δεν μπορούν να διαβάσουν πάνω από 280 χαρακτήρες ή ένα ποστ στο ΦΒ -κατά προτίμηση σε χρωματιστό πλαίσιο, με μεγάλα γράμματα. Αυτούς που είναι τσακισμένοι από κούραση και δεν μπορούν να διαβάσουν ούτε υπότιτλους σε ταινία, πριν κλείσουν τα μάτια τους. Αυτούς που παίρνουν βιβλία για διακοσμητικά στο νέο τους έπιπλο. Και αυτούς που ψηφίζουν από θέση αρχής μπουρδελότσαρκα αντί για βιβλιότσαρκα.

Κι ύστερα το τηλεοπτικό ποίμνιο που διαβάζει μόνο ό,τι έχει βγει σε τηλεοπτική σειρά -κι εγώ έκανα το λάθος να δοκιμάσω τις «17 Κλωστές», μη βαράτε-, τον στρατό πιστών Μαντά και Δημουλίδου. Όσους ψωνίζουν βιβλία για χόμπι (μαγειρική, αλιεία και μπριτζ) -μακρινοί συγγενείς του ανθρώπου και των αληθινών βιβλίων. Όσους λιμπίζονται βιβλία κατάλληλα για προσάναμμα στο τζάκι του Πέπε Καρβάλιο, για να «μάθουν τι μας κρύβουν» -Πελασγός, Λιακόπουλος κτλ.

Βγάλε μετά όσους υποτιμούν το νουάρ-νεοπολάρ, τον έξυπνο σαρκασμό και ό,τι δεν είναι ακατανόητο, βαρύ και ασήκωτο, για μικρά, εκλεκτά κοινά, βγάζω κι εγώ εμένα από όσα δεν εκτιμώ ή δε φτάνω ως νόημα. Τι μένει στο τέλος; Ούτε ένας στους είκοσι -μια ζωή στο 5% θα είστε! Συνηθισμένα τα βουνά -είτε είναι τα ψηλά του Ζαχαρία, είτε μαγικά σαν του Μαν. Αν θέλεις κάποιον να εκπέμπει στο ίδιο ανανγωστικό μήκος κύματος, είναι σα να ψάχνεις εμμονικά ψύλλους στα άχυρα ή το άλλο σου μισό ή μια ώριμη επαναστατική κατάσταση. Και αν θεωρείς τη φυλή των βιβλιόφιλων ενιαία και αλληλέγγυα, είναι σα να βλέπεις ένα ενωμένο έθνος, χωρίς τάξεις και διακρίσεις.

-.-

Μπαίνοντας στο παζάρι, επιλέγεις μικρό ή μεγαλύτερο (τροχήλατο) καλάθι για να στοιβάζεις τα προϊόντα -ενώ σκέφτεσαι μήπως χρειαζόσουν καρότσι, να χωρά και ένα παιδί -και τα βιβλία τα έχεις όλα σαν παιδιά σου. Βγαίνοντας κρατάς τον σεκιουριτά στην έξοδο ως τελευταία εικόνα, ενώ γυρίζεις κεφάτος, με σακούλες ψώνια ανά χείρας. Προβληματίζεσαι γιατί όλα γύρω μας θυμίζουν σούπερ-μάρκετ, αν οι εκπτώσεις στην τιμή επιδρούν διαλεκτικά στο περιεχόμενο. Αναρωτιέσαι αν έγινες αυτό που κορόιδευες, καταναλωτικό ον, κι αν δικαιούσαι μια ένοχη απόλαυση -όπως όλοι οι άλλοι. Πριν σε πνίξουν οι ενοχές, βρίσκεις σανίδα σωτηρίας στη λογική: Όχι, διάολε! Τα βιβλία στη χώρα μας είναι πανάκριβα χωρίς λόγο, και όλοι πάνε «Πολιτεία» ή όπου αλλού σπάει η ενιαία τιμή, μετά το 18μηνο -ανώτατο όριο προφυλάκισης και βιβλιοκράτησης. Και αν, για μια φορά στα χρονικά, συμπίπτουν τα συμφέροντα παραγωγού και καταναλωτή, δε χρειάζεται να έχεις τύψεις και γι’ αυτό. Στην τελική, αν είναι να μας βγει κάπου καταναλωτικό ένστικτο, ας είναι για τα βιβλία.

-Ναι αλλά θα τα διαβάσεις όλα αυτά;

Πολύ καλή ερώτηση, προχωράμε στην επόμενη. Κάπου το έχει απαντήσει πειστικά ο Έκο αυτό, για την πρακτική αξία των αδιάβαστων βιβλίων, αλλά ας μην καταφύγουμε σε τσιτάτα. Στην τελική δεν έχει σημασία. Είναι κάπως σαν το δημόσιο χρέος, το χρέος της Μπαρτσελόνα ή το χρέος στη ζωή (και τον Λαμπράκη). Σημασία δεν έχει να το ξεπληρώσεις εντελώς, αλλά να εξυπηρετείται. Δεν πειράζει να μεγαλώνει δίπλα σου η στοίβα με τα αδιάβαστα, αρκεί να συνεχίζεις κανονικά τις δόσεις σου και να διαβάζεις συνεχώς.

Η ενιαία τιμή είναι σοβαρό ζήτημα -το αντιλαμβάνεσαι πχ όταν βρίσκεις στην Πολιτεία την Κομεπ πιο φτηνά από ό,τι την παίρνει ένας συνδρομητής. Αλλά το βασικό πρόβλημα με τα βιβλία είναι η έλλειψη κουλτούρας δανεισμού και δημόσιων βιβλιοθηκών που να τον ενθαρρύνουν. Το αμέσως επόμενο πρόβλημα είναι τα βιβλία που δανείζεις σε συντρόφους αλλά δε στα επιστρέφουν ποτέ -όχι επειδή τα διάβασαν απαραίτητα- και σε κάνουν να χάνεις την πίστη στους ανθρώπους. Όλα αυτά δε θα γίνονταν ποτέ όμως στη Σοβιετία, που ήταν ο παράδεισος του βιβλίου, με χιλιάδες τίτλους σε τιράζ με εκατομμύρια αντίτυπα, εκατοντάδες δημόσιες δανειστικές βλβιοθήκες και εκπαιδευμένο κοινό, που κρατά μέχρι σήμερα τις αναγνωστικές του συνήθειες.

-.-

Δε βαρέθηκες, κάθε χρόνο, να πέφτεις στα ίδια βιβλία;

Μα δεν είναι ακριβώς τα ίδια. Ποτέ δεν μπαίνεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι και στο ίδιο παζάρι. Αλλάζουν κάποιοι τίτλοι, κάποιοι εκδοτικοί, κάποιοι υπάλληλοι αλλάζουν τις θέσεις τους στον πάγκο, για να έχεις άλλη εικόνα κάθε φορά. Αλλάζουμε και εμείς οι ίδιοι, από χρόνο σε χρόνο, διευρύνουμε τα γούστα και τους ορίζοντες, βρίσκουμε νέα ενδιαφέροντα, παίρνουμε κάτι που άλλες χρονιές δε θα μας είχε κάνει εντύπωση, αλλά τώρα παίρνεις την απόφαση να δοκιμάσεις κάτι καινούριο, διαφορετικό.

Κι ύστερα πας να το βάλεις στη βιβλιοθήκη, φτάνεις στο ράφι με το είδος του και βλέπεις μπροστά σου το αντίτυπο που είχες πάρει πέρσι κι αναπαύεται αδιάβαστο, μέχρι να το πιάσεις στα χέρια σου. Και τώρα έχεις δύο -και την ευκαιρία να κάνεις ένα «αυθόρμητο» δωράκι σε κάποιον τυχερό φίλο, ή ένα give away (αν ήσουν περσόνα-ινφλουένσερ). Ανάθεμα το παζάρι, τα ίδια και τα ίδια φέρνει κάθε χρόνο...

-.-

Πάντα, κάθε φορά, κάποιος θα σκεφτεί το ίδιο: ας το αφήσω εδώ και αν είναι, γυρνάω να το πάρω αργότερα.
Για να ανακαλύψει πώς εφαρμόζεται ο νόμος του Μέρφι στην πράξη και να μην το βρει ποτέ. Εκτός και αν έχει σκεφτεί να πετά πετραδάκια πίσω του. Ή άλλα βιβλία, που δε θα αγόραζε ποτέ. Ή άλλους επισκέπτες που μπαίνουν στον δρόμο του -ας φανούν επιτέλους σε κάτι χρήσιμοι. Ή αν μπορούσε να μαρκάρει τις γωνίες, σαν σκυλάκι.

Υπάρχει και εξελιγμένη εκδοχή: δε θα το πάρω φέτος, κάθε χρόνο εδώ το βλέπω, το παίρνω άλλη φορά. Και μετά δεν το ξαναβρίσκεις ποτέ.

Είναι μάλλον συλλογική ευθύνη, κάρμα που πληρώνουμε για όσους βάζουν βιβλία στο καλάθι τους, στην πορεία μετανιώνουν και τα αφήνουν στην τύχη, στον πρώτο πάγκο που θα βρουν, γιατί βαριούνται να γυρίσουν πίσω ή να ρωτήσουν έναν υπάλληλο και προτιμούν να κάνουν δύσκολη τη ζωή του. Καλά να πάθουμε...

-.-

Σήμερα είναι η μέρα του Βαλεντίνου, που είναι μια εμπορική βλακεία, όπως κάθε πτυχή της ζωής μας, ακόμα και τα βιβλία. Αλλά για ποιον θα μιλήσεις, σε μια μέρα αφιερωμένη στον έρωτα, αν όχι για διάβασμα, έντυπους μαγικούς κόσμους και ταξίδια πάνω σε σελίδες; Σύντροφοι ερωτικοί, που δε θέλουν καν μονογαμία και αποκλειστικότητα. Όσο ταξιδεύεις, πλουτίζεις σε γνώσεις και συναίσθημα, έχεις περισσότερα να μοιραστείς -χωρίς να τα χάνεις. Και δε θα χαθούν ποτέ στα γρανάζια του διαδικτύου (e-book, tinder και άλλες εφαρμογές).

Και αν ο έρωτας είναι συνώνυμο της επανάστασης, τα βιβλία σίγουρα δεν μπορούν να την φέρουν. Τι θα ήταν όμως χωρίς αυτά όσοι ονειρεύονται την επανάσταση και ο κόσμος που θέλουμε να φτιάξουμε;

Το νόημα όλων των παραπάνω ήταν να γίνουν εισαγωγή για συγκεκριμένες βιβλιοπροτάσεις από το παζάρι. Καλύτερα όμως να μην τις στριμώξω σε μια παράγραφο ως υστερόγραφο -έχει δίκιο ο σφος που λέει ότι πλατειάζω. Εκτός απροόπτου, θα τις δούμε αναλυτικά στο επόμενο κείμενο. Ένα βιβλίο είναι λίγο, πολύ λίγο...

-.-

Δηλώνω υπεύθυνα πως το «κυρά μου» στον τίτλο δεν έχει υπονοούμενα για την επικαιρότητα και την Κωνσταντοπούλου, που πήγε να παίξει το χαρτί του «σεξισμού» απέναντι στον Παφίλη -φαντάσου πόσα αντίστοιχα σκηνικά θα εφεύρισκε η Αχτσιόγλου, αν είχε εκλεγεί στον ΣΥΡΙΖΑ. Και -αν κατάλαβα καλά- υπονόησε πως το ΚΚΕ δεν ήταν καν στην κυβέρνηση του βουνού -θα είχε δίκιο αν το έλεγε πχ για την κυβέρνηση Τζαννετάκη, που ήταν υπουργός ο πατέρας της, αλλά εδώ ψάξε βρες το νόημα.

Είναι τρομερό πώς τα εξαρτημένα αντανακλαστικά στο αριστεροχώρι καθιστούν συμπαθή τη Ζωή -που δε δηλώνει καν αριστερή. Ή πως υπάρχει κόσμος που θεωρεί αντίπαλο δέος της ΝΔ μια πολιτικό που υπερψηφίζει τα Ωνάσεια, στοχοποιεί το ΚΚΕ και κάνει μήνυση στην Κανέλλη, διαλέγοντας αντίπαλο εν όψει της απεργίας για το έγκλημα των Τεμπών -για την οποία το κόμμα της δεν κάνει το παραμικρό. Και η οποία θα είχε εύκολα μια θέση στη φασιστο-Νίκη, αν ξεμείνει από ψήφους το δικό της...

Κι είναι επίσης απορίας άξιο πώς τα κανάλια, που αγνοούν συστηματικά τον ΓΓ και τις θέσεις του κόμματος, τώρα ζητούν ένα δικό του σχόλιο για την Κωνσταντοπούλου και ήθελαν να στείλουν κάμερες στη «Σύγρονη Εποχή» -στην παρουσίαση της συλλογής του Γουλιάμου- για να πάρουν δηλώσεις από τον Κουτσούμπα.

Ποιος είπε πως τα συστημικά κανάλια δεν αγαπούν το καλό βιβλίο;

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

ΔιαβάΖΩ άρα υπάρχω #2

Μικρές ψηφίδες για μερικά διαβάσματα των ημερών, χωρίς ιδιαίτερη αξία -οι σημειώσεις μου χωρίς αξία. Τα βιβλία εξαρτάται πώς θα το δει ο καθένας.


Στα «Πετροχελίδονα» ο Αραμπούρου αναπαράγει μεταξύ άλλων τη στερεοτυπική εικόνα ενός άτεγκτου κομμουνιστή πατερούλη που είναι προοδευτικός στα λόγια αλλά παραδοσιακός φαλλοκράτης, αντεστραμμένο είδωλο της (φρανκικής) εξουσίας που αντιμάχεται. Εν τω μεταξύ, δεν αναφέρεται καν σε έναν «σταλινικό εργάτη, θιασώτη της πατριαρχίας» λόγω των περιορισμών της θέσης και της μόρφωσής του, αλλά σε έναν άξεστο και εγωιστή καθηγητή, που είναι έτσι από άποψη -αν όχι από ιδεολογία.
Κι εσύ αναρωτιέσαι ποιος λογοτέχνης θα τολμήσει στην εποχή μας να αναδείξει την τρυφερή μορφή του κομμουνιστή πατέρα, τις άπειρες ευαισθησίες του και τον απροσμέτρητο ψυχικό του πλούτο, αυτά που έχει να προσφέρει στα παιδιά: πάντα λιγότερα από όσα θέλει και πάντα πιο πολλά από όσα μπορεί.

Σε κάποιο άλλο σημείο, ο Αραμπούρου αποφαίνεται ότι ο καπιταλισμός είναι χάλια, αλλά ο κομμουνισμός χειρότερος, γιατί δε σου αφήνει δικαίωμα στη διαφωνία, ενώ στον καπιταλισμό μπορείς τουλάχιστον να μη ζήσεις σαν καπιταλιστής! Άραγε να εννοεί σαν φτωχοδιάβολος, που «απολαμβάνει» την ελευθερία να μην έχει προνόμια; Σαν αρνητής τάξης, που κάνει φιλανθρωπίες και ζει φτωχικά από επιλογή του; Ή μήπως σε κάποια σοσιαλιστική νησίδα; (Δε δίνει διευκρινίσεις, είναι κυριολεκτικά απόφθεγμα, εκτός λογοτεχνικής ροής). Και τι σημαίνει άραγε να ζεις υποχρεωτικά σαν... κομμουνιστής στον κομμουνισμό; Ότι σε αναγκάζουν να μοιράζεσαι και να στερηθείς το δικαίωμα να εκμεταλλεύεσαι άλλους;

Λίγο παρακάτω, σε ένα άλλο απόφθεγμα καταλήγει: «είμαστε αριστεροί, αλλά όχι πάντα». Είναι ζήτημα, βέβαια, τι ορίζει ως «αριστερά» ένας «ντεκαφεϊνέ φιλελεύθερος» (δική του φράση) που χρησιμοποιεί το Podemos για να εφαρμόσει τη θεωρία των δύο άκρων και να κανονικοποιήσει το ακροδεξιό Vox. Κι ίσως είναι κατά βάθος λίγο «αναρχοκουβελικός» -σαν το παρανόμι ενός παλιού αναγνώστη του μπλοκ, αλλά μισεί θανάσιμα τον Φράνκο και τα σταγονίδιά του. Και χρειάζεται πολύ αυτή τη δεξιά, για να μας δείξει -μην αμφιβάλετε στιγμή- πόσο αριστερός είναι.

Διαβάζοντας τα «Πετροχελίδονα» έπεσα πρώτη φορά και στην έννοια του «ταξισμού», ένα είδος ρατσισμού προς τα κατώτερα στρώματα -την πλέμπα, τους εργάτες-, ενίοτε και από αριστερούς του σαλονιού. Υπάρχει όμως και ο «αντίστροφος ταξισμός», η γενικευμένη προκατάληψη ενάντια στους κακούς και άπληστους πλούσιους, η οποία τόσο φαίνεται να στενοχωρεί πχ τον Στάθη Καλύβα στη σειρά εκπομπών που επιμελείται για τη Μεταπολίτευση*.
Επιτέλους ένας ταξικός όρος, ίσως σκεφτούν κάποιοι, πέρα από τις συνήθεις αναφορές σε σεξισμό, ρατσισμό κτλ. Από την άλλη, είναι απλώς άλλη μια έννοια δίπλα σε άλλους -ισμούς, αντί να δούμε το ταξικό υπόβαθρο κάθε διάκρισης και καταπίεσης. Χώρια που καταλήγουμε να μην κρίνουμε ένα άτομο από την τάξη του αλλά για τις αρετές του -πχ το ταλέντο του Βαγγέλη να γράφει στίχους...
Αυτό που μας λείπει δεν είναι ο ταξισμός αλλά η ταξική συνείδηση. Η πιο στοιχειώδης που θα δίδασκε στους εργάτες μια μεγάλη (φαϊτκλαμπική) αλήθεια: πως το πρόβατο και ο λύκος δεν είναι φίλοι (και τα πρόβατα είναι τέτοια -για σφαγή- όσο μένουν χωρίς οργάνωση και όχι όταν κατεβαίνουν μαζικά στον δρόμο). Κι είναι καιρός να κοπεί ο «ανάποδος ταξισμός», που βγάζει τα αφεντικά διαχρονικούς φίλους και ευεργέτες μας -που η αόρατη χειρ της αγοράς να μας κόβει μισθούς και να τους δίνει κεφάλαια να λιμνάζουν, να φέρνουν κρίση και νέο ψαλίδι στους μισθούς.

(*μικρή παρένθεση στη ροή της ανάρτησης.
Ο Καλύβας στενοχωριέται επίσης για την παρεξηγημένη έννοια της «τάξης» -όπως λέμε «νόμος και τάξη». Δεν ασχολείται όμως με τάξεις, όπως η εργατική, και αν πρέπει να μιλήσει για τις κυρίαρχες, το πολύ-πολύ να χρησιμοποιήσει τον όρο «ελίτ». Είμαστε πολύ μακριά από την εποχή που ο Μαρξ έλεγε πως αυτός δεν ανακάλυψε την πάλη των τάξεων, αλλά ότι αυτή υποχρεωτικά θα οδηγήσει στη δικτατορία του προλεταριάτου. Πλέον κάθε τι ταξικό είναι ύποπτο και εξοβελίζεται από τον δημόσιο λόγο.

Και όσο για τα κακώς κείμενα που μας περιβάλλουν, φταίνε πάντα κάποια πρόσωπα, τα οποία μπορούν να αλλάξουν, αλλά ποτέ το σύστημα. Γιατί όταν λέμε πως φταίει το σύστημα, τότε δε φταίει κανείς και βγαίνουν όλοι λάδι. Οπότε καλύτερα να λέμε ότι φταίει ο τάδε και ο δείνα, για να αφήσουμε το σύστημα στο απυρόβλητο...)

-Ίσως κουράζει η επανάληψη, αλλά η μεγαλύτερη προσφορά του Καμιλέρι στο νουάρ είναι πως το απαλλάσσει από τη μαυρίλα του, την επιτηδευμένη σκοτεινιά που περνιέται για βαθυστόχαστη. Με υλικά από την καθημερινή ζωή, που είναι γεμάτη φαγητά, φωνακλάδες γείτονες, ηλίθιους μπάτσους, δημοσιογράφους - κοράκια, κουτσομπόλες θείτσες, ερωτικά πάθη, όλα τόσο παρόντα και οικεία στα καθ’ ημάς, σαν τους μαφιόζους.

Η πραγματική ζωή δεν έχει γαμάτους μοιραίους τύπους, αυτοκαταστροφικούς πλην ακαταμάχητους -πρωτίστως για το άλλο φύλο. Ίσως έχει πολλούς που θα ήθελαν να είναι τέτοιοι και βαυκαλίζονται πως το κατάφεραν ή το καταγράφουν στη λογοτεχνική φαντασία τους, με υπεργαμάτα alter ego, όπου το όνειρό τους παίρνει εκδίκηση από τη ζωή -αλλά αυτό είναι άλλη υπόθεση που δεν αφορά κανέναν από το αναγνωστικό κοινό.

Ταυτόχρονα, ο Καμιλέρι δε χάνει από τα χέρια του το νυστέρι της κοινωνικής κριτικής, γιατί τα πιο σοβαρά πράγματα μπορούν να ειπωθούν σαν αστεία, με κωμικό τρόπο. Κι είναι πολύ σπουδαίο να μην περνιέσαι για σπουδαίος και να μην έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου ή για το κομμάτι προσοχής που του αντιστοιχεί -είτε είσαι λογοτέχνης, είτε όχι. Για αυτό ήταν σπουδαίος ο Σιτσιλιάνος -παρά τις αντινομίες του.

-Ένα σωρό κόσμος (δηλαδή καμιά δεκαριά βιβλιοκριτικοί) μιλάνε για το Deepfake του Μαλαφέκα, αλλά η σωστή σειρά απαιτεί να πιάσεις τις περιπέτειες του Μιχάλη Κρόκου από την αρχή και το «Δε λες κουβέντα». Ξεκινώντας, είχα συνεχείς συνειρμούς με το ΦΕΚ και το «μήλο φιρίκι» της Φρουτοπίας (του έφυγε το «ρι» και έγινε φύκι...), αλλά ήμουν λίγο μαλάκας. Οκ, δε βρήκα πολλά επιχειρήματα για να αντικρούσω το κλισέ ότι δεν έχουμε σπουδαία λογοτεχνία στην Ελλάδα. Ήταν έξυπνο, ευκολοδιάβαστο, με ωραία γραφή, αλλά ήθελα λίγο παραπάνω κριτική για την Documenta, λίγο πιο αιχμηρό λόγο, λίγο λιγότερο μοιραίο ήρωα. Του έδωσα όμως δεύτερη ευκαιρία, μεταξύ άλλων γιατί η Μεσακτή καταπιάνεται με την Ικαρία, τους φασαίους, ξώφαλτσα με τους Κνίτες, και προπαντός με το ελληνικό καλοκαίρι, που είναι πιο αθάνατο και από λογοτεχνία -σιγά πόσοι διαβάζουν βιβλία στην ξαπλώστρα, στην τελική.

Και τώρα, φέρτε μας το Deepfake.

-Τι γνώμη έχεις για τον Φαζαρντί; Αρκετά καλή. Αλλά...

Δεν είναι ότι δε γράφει ωραία. Δεν είναι ότι δεν έχει πολιτικό στίγμα -εννοείται πως έχει και είναι η βασική απόλαυση που προσφέρουν τα βιβλία του- ή ότι πρόδωσε τα ιδανικά της νιότης του, σαν τον Κον Μπεντίτ και άλλους εκείνης της γενιάς του Μάη. Δεν είναι ότι δεν περνάς καλά γυρνώντας τις σελίδες, με λίγο βιτριολικό χιούμορ -χωρίς το «λίγο» εν προκειμένω. Ούτε πως είναι πρόβλημα τα εσωτερικά αστεία και οι συνειρμοί που δύσκολα πιάνεις αν δεν έχεις προσλαμβάνουσες από τη γαλλική κουλτούρα, ιστορία και επικαιρότητα.
Είναι απλώς ότι κάποια από αυτά μοιάζουν πιο πολύ με χαβαλέ, προορισμένα για τον κύκλο μιας παρέας και όχι ενός αναγνωστικού κοινού. Κι αναρωτιέσαι αν αρκούν ως πρώτη ύλη για να φτιάξουν πραγματικά καλή λογοτεχνία.
Αλλά γιατί να βάζουμε πάντα τόσο ψηλά τον πήχη -σοσιαλισμός ή τίποτα; Και ποιος είπε ότι οι ενδιάμεσοι στόχοι δεν προσφέρουν μια κάποια -κάθε άλλο παρά ένοχη- απόλαυση;

-Αν διαβάσεις κριτικές και σχόλια αναγνωστών για την «αλήθεια για την υπόθεση του Χάρι Κέμπερτ», πιθανότατα θα δεις τα πάντα και τα αντίθετά τους. Και το καλύτερο είναι πως ισχύουν όλα και έχουν δίκιο, από τη σκοπιά που το λένε. Κυλάει πολύ εύκολα, έχει εντυπωσιακές ανατροπές -σε κάποιο σημείο μου θύμισε την ταινία «Knives Out»- αλλά ίσως μια-δυο παραπάνω από όσες θα έπρεπε. Και παράλληλα έχει μάλλον αδύναμους -σε κάποιες πτυχές τους- χαρακτήρες, πρόζα, ιστορία αγάπης και κριτικό στίγμα. Κι επίσης, αρκετές επαναλήψεις, εμπλουτισμένες όμως, και με λόγο ύπαρξης.

Δεν ξέρω αν θα το συνιστούσα -σίγουρα πάντως δε θα απέτρεπα κάποιον να το διαβάσει- ούτε αν θα δοκίμαζα άλλο βιβλίο του Ζοέλ. Μου άφησε την ίδια γεύση που μου αφήνουν αρκετές φορές τα βιβλία του Πατάκη. Σχετικά αξιόλογα, σχετικά εύπεπτα, σπανίως «πατάτες» ή εντελώς αδιάφορα -εκτός από κάποιες αβάσταχτες εκδηλώσεις ναρκισσισμού του Μίμη.

Σε κάποια σημεία το βιβλίο μοιάζει με λογοτεχνικό «Inception» -ένα βιβλίο που μιλάει για έναν συγγραφέα που ψάχνει τι να γράψει και εμπνεύστηκε από τον συγγραφέα ενός άλλου βιβλίου και ασχολείται μεταξύ άλλων με την ιστορία της συγγραφής του, για να βρει τελικά πως το έγραψε κάποιος άλλος. Παρεμπιπτόντως, αναφέρεται και στους αόρατους συγγραφείς -ghost writers- που βγάζουν τη βρώμικη δουλειά για κάποιο μεγάλο όνομα και συμπληρώνουν τα κενά της έμπνευσής του. Άλλος ένας «κλάδος» που μπορεί να πληγεί άμεσα από την τεχνητή νοημοσύνη -βλέπε και στη συνέχεια του κειμένου. Αν και το βασικό πρόβλημα στην έμπνευση δεν είναι η μηχανή που γράφει σαν άνθρωπος -και τον υποκαθιστά- αλλά το ακριβώς αντίστροφο...

-Τι κάνεις όταν δε σου πάει -και δεν πας ένα βιβλίο; Πόσο μάλλον όταν είναι βραβευμένο και κερδίζει εγκωμιαστικά σχόλια από όσους το διάβασαν; Όταν σκοντάφτεις, το αφήνεις και συνεχίζεις με κάτι άλλο -γιατί η ζωή είναι πολύ μικρή για να διαβάσεις όσα θέλεις; Ή εν τέλει νικάει ο ψυχαναγκασμός σου να μην αφήνεις μισές δουλειές; Κι αν στο έχει συστήσει εκείνος ο υπάλληλος-μορφή στην «Πολιτεία» -εσένα και καμιά εκατοστή πελάτες ακόμα- στο τμήμα Α’ της λογοτεχνίας, που κατάφερε να κάνει σχεδόν μόνος του ευπώλητη (best seller) την επανέκδοσή του; Κι αν προέρχεται από τη λατρεμένη Γιουγκοσλαβία; Αν επιμένουν όλοι να βλέπουν ανυπέρβλητες αρετές και υψηλά νοήματα που εσύ δεν έφτασες ποτέ όσο ξεφύλλιζες αδιάφορα τις σελίδες, με ένα κράμα βιαστικής βαρεμάρας, για να τελειώσουν επιτέλους -και δεν ήταν καν πάνω από 100; Νιώθεις τότε λειψός, ότι χάνεις κάτι, λόγω δικού σου λάθους; Κι αν φταίει ότι μοιάζει με κινηματογραφικό σενάριο, αλλά εσύ δεν ήσουν ποτέ σινεφίλ και δε σου άρεσε καμιά ταινία -μέχρι αποδείξεως του εναντίου- και δε σύγκρινες το χαρτί με καμία οθόνη; Αν πάλι φταίει ότι δε συνέπεσες - συναντήθηκες ποτέ και πουθενά με τον υπαρξισμό -φιλοσοφικά ή λογοτεχνικά μιλώντας;

Όλα αυτά είναι σκέψεις με αφορμή (ότι διάβασα) τη νουβέλα «Στόμα γεμάτο χώμα». Και αν χρειάζεται ένα δεύτερο δείγμα -που να ταιριάζει με τα παραπάνω- θα έλεγα το «Άμστερνταμ» του Μακ Γιούαν -βραβευμένο με Booker, που μόνο ασφαλής σύμβουλος δεν είναι τελικά. Αλλά περί ορέξεως κολοκυθόπιτα -και αυτός είναι ο βασικός λόγος που την αντιπαθούσα για πολλά χρόνια -είτε γλυκιά είτε αλμυρή- μέχρι να δω το αληθινό φως και να αναθεωρήσω. Για την κολοκυθόπιτα, όχι για αυτά που διάβασα...


-Είναι μια καλή ευκαιρία να μπουν εδώ κωδικοποιημένα κάτι υστερόγραφα που μου είχαν μείνει για τον Οπενχάιμερ -από την ιστορία του «Ο» -κι αυτό ανάγνωσμα των ημερών ήταν και από τα πιο ενδιαφέροντα.

Ήδη πριν τον Αύγουστου του ’45, οι ΗΠΑ είχαν ισοπεδώσει με... συμβατικούς βομβαρδισμούς το Τόκιο και άλλες πόλεις της Ιαπωνίας, με (πολλές) δεκάδες χιλιάδες θύματα, αμάχους στη συντριπτική τους πλειοψηφία. Κάτι που συνέβαλε στο να αμβλυνθούν οι επιστημονικές αντιδράσεις-διαφωνίες για την ρίψη της πυρηνικής βόμβας σε αστικά κέντρα, καθώς δε θα άλλαζε δραματικά η λογική και η στόχευση των επιθέσεων...

Η βασική ιδέα του Οπενχάιμερ και των περισσότερων επιστημόνων - συνεργατών του ήταν να συμμετέχουν στο ατομικό πείραμα, για να συμβάλουν στην ήττα της ναζιστικής Γερμανίας, με τον φόβο ότι ο Χίτλερ μπορεί να αποκτούσε πρώτος το υπερόπλο της βόμβας και την εικασία ότι οι Ναζί είχαν σχετικό προβάδισμα, υπό την καθοδήγηση του Χάιζενμπεργκ. Ωστόσο, μετά τη συντριβή τους, την άνοιξη του ’45, οι ίδιοι επιστήμονες προβληματίζονταν για το νόημα της δικής τους συμμετοχής, την ολοκλήρωση του προγράμματος και τις σκοπιμότητες που θα υπηρετούσε.

Τόσο ο Οπενχάιμερ όσο και άλλοι φυσικοί είχαν σαφή άποψη για το μελλοντικό status quo των πυρηνικών, πιστεύοντας πως η σχετική γνώση έπρεπε να διαμοιραστεί σε όλα τα κράτη και να συγκροτηθεί ένα διακρατικό όργανο, ώστε να υπάρχει ένα είδος κεντρικής διαχείρισης της πυρηνικής ενέργειας, στο πλαίσιο και τη λογική που είχε η δημιουργία του ΟΗΕ. Προειδοποιούσαν ότι σε αντίθετη περίπτωση, το αποτέλεσμα θα ήταν μια κούρσα διαρκείας χωρίς τέλος για τη διατήρηση ή την εξουδετέρωση του «πυρηνικού πλεονεκτήματος» -όπως ακριβώς και έγινε.

Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων στο πυρηνικό πρόγραμμα των ΗΠΑ είχε αυξημένο αίσθημα κοινωνικής ευθύνης και την πεποίθηση ότι συνεχίζουν τον πόλεμο ενάντια στον φασισμό με άλλα μέσα. Σε μεγάλο βαθμό εξαπατήθηκαν από την κυβέρνηση των ΗΠΑ για τον τρόπο χρήσης του όπλου, ενώ απογοητεύτηκαν εν μέρει από τους χειρισμούς και τις διαπραγματεύσεις του Οπενχάιμερ στις αρμόδιες επιτροπές, καθώς τον είχαν εμπιστευτεί ως ένα είδος εγγυητή, για να μην παρεκτραπεί το πρόγραμμα από τους αρχικούς του στόχους.

Κατά συνέπεια, δεν έχουμε να κάνουμε με το «δράμα» ενός επιστήμονα που βαυκαλίζεται πως η επιστήμη του είναι ουδέτερη και δεν μπορεί να ελέγξει τις δυνάμεις που απελευθερώνει ή να προβλέψει τους συγκεκριμένους τρόπους χρήσης μιας ανακάλυψης - εφεύρεσης, από τον άνθρωπο -sic- γενικά και αόριστα. Έχουμε να κάνουμε με το δράμα της ανθρωπότητας συνολικά που βλέπει τα ισχυρά οικονομικά-γεωπολιτικά συμφέροντα να εγκλωβίζουν την γνώση και να την αξιοποιούν για το κέρδος τους, ακόμα και αν αυτό περνάει από τη μαζική καταστροφή κρατών, λαών και του πλανήτη συνολικά.

Το βιβλίο παίρνει περίπου ως δεδομένη την επίσημη αρχή όλων των κυβερνήσεων των ΗΠΑ ότι είναι επιλήψιμο -και μάλλον ύποπτο- να δηλώνει κάποιος κομμουνιστής και να δρα ως τέτοιος. Συνεπώς αφιερώνει αρκετό χώρο για να δείξει πως ο Οπενχάιμερ ήταν απλός συνοδοιπόρος, που είχε διακόψει κάθε σχετική επαφή ή δραστηριότητα, και ελάχιστα σημεία για να υποβάλει σε κριτική αυτή την εδραιωμένη πίστη, που χρεώνεται εν πολλοίς στο κλίμα του μακαρθικού παροξυσμού παρά στη γενική στρατηγική των ΗΠΑ.

Στην πραγματικότητα, όμως, αν μπορούμε να «κατηγορήσουμε» για κάτι τον Όπι δεν είναι για τις αρχές που είχε στα νιάτα του -και συνέχισαν να τον επηρεάζουν ως ένα βαθμό και αργότερα- αλλά γιατί δεν άντεξε την πίεση που του ασκήθηκε και σταδιακά τις εγκατέλειψε. Δεν έβαλε ποτέ αποφασιστικό βέτο -αν υποθέσουμε ότι είχε τέτοια δυνατότητα- για τη ρίψη της βόμβας σε αστικά κέντρα, επιχειρεί να εξευμενίσει τους ανακριτές του -αντί να χολωθεί με την έλλειψη εμπιστοσύνης και την υποτιμητική στάση τους-, πασχίζει να φανεί νομιμόφρων και να παραγράψει το ριζοσπαστικό παρελθόν του με διακηρύξεις που διατηρούν το δικό του ύφος αλλά δεν απέχουν πολύ από δηλώσεις μετανοίας-φρονημάτων.

Εσωτερικεύει ως ένα βαθμό την πίεση και τις σταθερές των αντιπάλων του, ασπάζεται και παρουσιάζει πλέον ως δικές του τις απόψεις τους για την πυρηνική στρατηγική των ΗΠΑ ή τη φύση της ΕΣΣΔ, εγκαταλείποντας την προηγούμενη αντιφασιστική, «λαϊκομετωπική» προσέγγισή του. Υιοθετεί ακόμα και μια σχεδόν στρατιωτική εμφάνιση με κοντοκουρεμένη κόμη, μακριά από τα ατίθασα, ατημέλητα μαλλιά που είχε. Κι ενώ καταρρέει, ψυχικά και οργανικά, από το κυνήγι μαγισσών που εξαπολύεται (και) εναντίον του, συνεχίζει την προσπάθεια να αποδείξει ότι αξίζει την εμπιστοσύνη όσων τον βάζουν στο στόχαστρο και τον διώκουν και να διασκεδάσει τις «αρνητικές» εντυπώσεις που είχε δημιουργήσει η παλιά του δράση.

Όταν μιλάμε, λοιπόν, για θρίαμβο και τραγωδία του Ρόμπερτ Οπενχάιμερ -που είναι και ο τίτλος του βιβλίου- αυτά δεν έχουν να κάνουν με την άνοδο και την πτώση του, αλλά με το προσωπικό-συλλογικό δράμα που βιώνει, που το συμπύκνωσε πολύ εύστοχα σε μια φράση ο Αϊνστάιν.

Ο Όπι αγαπάει μια γυναίκα που δεν τον αγαπά: την αμερικανική κυβέρνηση!


-
Να κλείσω με τα πρακτικά της ημερίδας της ΚΝΕ για την τεχνητή νοημοσύνη; Όχι, γιατί είναι τεράστιο θέμα που θέλει ειδική ανάλυση και ανάρτηση. Ως ορεκτικό, όμως, ας αναλογιστούμε πόσο μη τυχαίο και αθώο είναι το γεγονός ότι οι ΗΠΑ «εξορίζουν» ουσιαστικά το κινέζικο Τικ-Τοκ από την επικράτειά τους, στο πλαίσιο ενός «ψηφιακού πολέμου» -που συνεχίζει με άλλα μέσα τη μεταξύ τους σύγκρουση. Αλήθεια, όμως, πώς θα κάλυπταν τα πάντα ανεξάρτητα ΜΜΕ το θέμα αν οι βασικοί ρόλοι (ΗΠΑ, Κίνας) ήταν αντίστροφα κατανεμημένοι;

Τρίτη 8 Αυγούστου 2017

Βιβλική ανάρτηση ΙΙ

Συνεχίζουμε από εκεί που είχαμε μείνει, και ρίχνουμε μια ματιά στο ευρύτερο αριστεροχώρι και κάποιες εκδόσεις του.

Η ΔΕΑ και το εκδοτικό Red Marks (ενδιαφέρον λογοπαίγνιο) κυκλοφόρησαν φέτος στα ελληνικά μια ογκώδη βιογραφία του Μαρξ, γραμμένη από το Φραντς Μέρινγκ, το σύντροφο της Λούξεμπουργκ και του Λίμπκνεχτ, που πέθανε δύο βδομάδες μετά τη δολοφονία τους, πιθανότατα καταπονημένος από την ήττα της εξέγερσης των Σπαρτακιστών. Μια βιογραφία που ήρθε ως συνέχεια της χρέωσης που ανέλαβε στο SPD να επιμεληθεί της έκδοσης της αλληλογραφίας των Μαρξ-Ένγκελς, αλλά έχει δεχτεί βάσιμη κριτική για κάποια σημεία και εκτιμήσεις της. Στα αξιοσημείωτα πως η κυβερνητική ΕφΣυν έκανε διαγωνισμό μες στο Μάη, όπου τρεις αναγνώστες της κέρδιζαν ισάριθμα αντίτυπα.

Υπάρχει επίσης μια καινούρια έκδοση της μικρής μπροσούρας του Τζόνι Ριντ "πώς λειτουργούν τα σοβιέτ", αλλά κρατάω μια επιφύλαξη, καθώς δεν είμαι σίγουρος αν πρόκειται για το ίδιο εκδοτικό ή για πρωτοβουλία άλλου χώρου.

Ένα άλλο βιβλίο που εξέδωσαν είναι το "Έτος Ένα της Επανάστασης", του Βίκτορ Σερζ, αναρχικού που προσέγγισε για μερικά χρόνια τους μπολσεβίκους και την τρίτη διεθνή και γράφει για τα εμπόδια και τις δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει η επανάσταση, κάτι που υπαγόρευσε σε μεγάλο βαθμό τα μέσα που έπρεπε να μεταχειριστεί απέναντι στους αντιπάλους της. Ο ίδιος ωστόσο δε βρισκόταν στη σοβιετική Ρωσία εκείνη την περίοδο, γι' αυτό προσωπικά βρήκα πιο ενδιαφέρον το "αναμνήσεις ενός επαναστάτη" που έχει κυκλοφορήσει κι αυτό στα ελληνικά.

Το ωραίο της υπόθεσης είναι πως την ίδια ακριβώς ι-ΔΕΑ για την επέτειο είχε και το ΣΕΚ (από το οποίο προέκυψε ως διάσπαση η ΔΕΑ) που εξέδωσε σχεδόν ταυτόχρονα το ίδιο βιβλίο από το δικό του εκδοτικό (Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο). Έτσι μπορεί να δει κανείς τα δύο βιβλία (που είναι ένα) δίπλα-δίπλα σε κάποια βιβλιοπωλεία, σε φάση "βρείτε τις διαφορές".

Παρόμοια περίπτωση με το Βίκτορ Σερζ είναι ο Αλφρέντ Ροσμέρ, αναρχοσυνδικαλιστής και στέλεχος της Προφιντέρν στα πρώτα της βήματα, που έγραψε τη "Μόσχα του Λένιν", αν και ο τίτλος είναι λιγάκι παραπλανητικός, καθώς γράφει ελάχιστα για την καθημερινή ζωή στην πρωτεύουσα της χώρας των Σοβιέτ κι αναφέρεται περισσότερο στην πολιτική του δραστηριότητα, τους μήνες που έμεινε σε αυτήν, μέχρι το θάνατο του Λένιν, κάνοντας σε αρκετές περιπτώσεις εκτενές ρεπορτάζ για διάφορες συνεδριάσεις -κάτι που έχει σαφώς μια σχετική αξία, αλλά και συγκεκριμένο ταβάνι.

Κι αυτό το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο". Κι έχει ένα ενδιαφέρον, γιατί μπορεί οι Σερζ και Ροσμέρ να συμπίπτουν με τους τροτσκιστές στην καταγγελία του "σταλινικού Θερμιδώρ", αλλά στη συνέχεια διαφώνησαν και συγκρούστηκαν και με τον ίδιο τον Τρότσκι.

Περνάμε στο ΚΨΜ, που είχε τις προάλλες εκπτώσεις 50% για φοιτητές και ανέργους (και βασικά για όλο τον κόσμο). Το οποίο είναι κάπως διαφορετικό και ευρύτερο από τις προηγούμενες περιπτώσεις, με την έννοια που το ΝΑΡ είναι ευρύτερο και πιο πολυσυλλεκτικό σε σχέση με τους τροτσκιστές. Το ΚΨΜ εξάλλου έχει πολιτική αναφορά στο ΝΑΡ αλλά δεν ανήκει σε αυτό και είναι κατά μία έννοια το αντίπαλο δέος στο εκδοτικό "Τόπος" στο χώρο της "αριστερής διανόησης". (Παρεμπιπτόντως, από αυτό το εκδοτικό κυκλοφόρησε ένα σύντομο χρονικό της Επανάστασης με τίτλο "Ικάρια Πτήση" και ένα βιβλίο του Χ. Κεφαλή για το Λένιν που κριτικάρει της διαστρεβλώσεις του από "την κυρίαρχη ιδεολογία και το σταλινισμό"...)

Έτσι λοιπόν, μπορεί να δει κανείς σε μια συλλογική έκδοσή του για τα 100 χρόνια της Οχτωβριανής κείμενα του Μαργαρίτη και του Μπογιόπουλου (που συνεργάζονται έτσι κι αλλιώς με το εκδοτικό). Η πολυσυλλεκτικότητα αποτυπώνεται και στα τετράδια με διάφορες μορφές του κομμουνιστικού κινήματος -σαν τις φιγούρες του Λαϊκού Στρώματος για την Κομμουνόπολη- που έχουν από το Λένιν μέχρι τον Γκράμσι και τον Τρότσκι. Αλλά αυτό που κάνει θραύση είναι φυσικά το τετράδιο που έχει το σφο με το μουστάκι, που αφήνει τους άλλους να τρώνε τη σκόνη του.


Στον ίδιο (πολιτικό-εκδοτικό) χώρο μπορεί να βρει κανείς το διπλό αφιέρωμα που κάνουν τα Τετράδια Μαρξισμού (η αντίστοιχη δική τους Κομεπ, αλλά κι αυτή πιο πολυσυλλεκτική) στον κόκκινο Οχτώβρη. Αλλά το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι μάλλον σε αυτά που έρχονται.
-το βιβλίο του Παυλίδη "Ιστορία και Κομμουνισμός" -που υποθέτω πως συνεχίζει από εκεί που είχε σταματήσει στο βιβλίο του για το φαινόμενο της γραφειοκρατίας στην ΕΣΣΔ.
-ένα βιβλίο των Μηνακάκη-Μαυροειδή, που θα λέει τα δικά τους (για ανέκδοτο ιστορικά πλην εκμεταλλευτικό κοινωνικό σχηματισμό).
-και κάτι ακόμα από δική μας σκοπιά (χωρίς εισαγωγικά), που δεν ξέρω όμως αν είναι ανακοινώσιμο ακόμα.

Κάνουμε ευχάριστο φινάλε με λίγη σταλινολογία.
Αυτό το διάστημα κυκλοφόρησε μια βιογραφία της κόρης του σφου με το μουστάκι, Σβετλάνας Αλληλούγεβνα, που είχε φύγει στη Δύση ως αντιφρονούσα, για να επιστρέψει και να ξαναφύγει στη συνέχεια, και έχει γράψει ένα βιβλίο (20 επιστολές σε ένα φίλο) με αρκετές αναφορές στις τρυφερές, προσωπικές στιγμές που είχε με τον πατέρα της (αν τον αγνοείς, σφε αναγνώστη, κοίτα τη φωτό πιο πάνω).

Κυκλοφόρησε επίσης ένα καθαρά αντικομμουνιστικό βιβλίο για τις "τελευταίες μέρες του Στάλιν" του Τζόσουα Ρουμπενστάιν. Μπορείτε να διαβάσετε μια συνέντευξή του σε ελληνική ιστοσελίδα, με φοβερές ερωτήσεις του στιλ:

Ο φόβος που ενέπνεε ο Στάλιν σε οποιονδήποτε βρισκόταν κοντά του φαίνεται να ήταν καθοριστικός στο τέλος της ζωής του, καθώς όπως σημειώνετε έμεινε για ώρες αβοήθητος -αφού κανένας από τους φρουρούς του δεν τολμούσε να μπει στο δωμάτιο του προκειμένου να βεβαιωθεί πως είναι καλά, ενώ και οι γιατροί αρχικά ήταν διστακτικοί στο να τον πλησιάσουν. Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε αυτή την εξέλιξη ως ένα «πλήρωμα του χρόνου» για έναν άνθρωπο που όπως λέτε αντλούσε ικανοποίηση στο να ασκεί φόβο, ενώ παράλληλα τον ενδιέφερε ιδιαίτερα η ασφάλειά του;

Κι επίσης...

Έχοντας μελετήσει σε βάθος τόσο την πορεία, όσο και την ψυχοσύνθεση του Στάλιν, ποια είναι η δική σας ερμηνεία για τόσο αραιές ομιλίες του; Ήταν μία στρατηγική κίνηση ώστε να διατηρηθεί η φήμη της απόλυτης μαρξιστικής αλήθειας πίσω από τα λεγόμενά του, ή θεωρείτε πως υπάρχει και άλλη εξήγηση;


Από τις φωτογραφίες του βιβλίου, όπου Ρώσοι εμιγκρέδες
κερνάνε μπορς για το θάνατο του Στάλιν
Αν το όνομα της δημοσιογράφου σας θυμίζει κάτι, δεν κάνετε λάθος, δεν είναι απλή συνωνυμία. Κάτι που μας δίνει την αφορμή για μια τελευταία βιβλική αναφορά. Ο διευθυντής των ΑΣΚΙ, που κάποτε ήταν στο ρεύμα που γνωρίσαμε (αλλά δεν αγαπήσαμε) κι αργότερα στους θρυλικούς επτά, έγραψε το βιβλίο "κόκκινη Αμερική" (για τους Έλληνες μετανάστες και το όραμα για ένα διαφορετικό κόσμο), που έχει σχέση, τόσο με τη διδακτορική του διατριβή, όσο και με το σενάριο του ντοκιμαντέρ "Ταξισυνειδησία" που υπογράφει ο ίδιος. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, βρίσκουμε ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα, όπου διαβάζουμε πως αυτόν τον καιρό ετοιμάζει το νέο βιβλίο του για την ελληνική αριστερά στον εικοστό αιώνα.
Κι εκεί είναι που σκέφτεσαι πως είναι θαυμάσια ιδέα, κι αυτός ίσως ένα από τα πιο κατάλληλα άτομα για να αναλάβει το θέμα. Αλλά πέντε-έξι χρόνια πριν. Όχι τώρα που είδε το φως το αληθινό και έγινε Συριζαίος...

Υγ: η παραπάνω λίστα είναι σαφώς ενδεικτική κι όχι εξαντλητική...

Τετάρτη 28 Ιουνίου 2017

Το τέλος του κόκκινου ανθρώπου

Αν και η συγγραφέας του έχει σαφώς αντιδραστική σκοπιά κι έχει αφήσει πίσω της το παρελθόν και τις κομμουνιστικές ιδέες της νιότης της, το βιβλίο της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, το Τέλος του Κόκκινου Ανθρώπου, είναι ένα πολύ ενδιαφέρον μωσαϊκό συνεντεύξεων, πορτρέτων, μαρτυριών ή κάτι μεταξύ όλων αυτών, τέλος πάντων, που δίνει ενδιαφέρουσες πτυχές των γεγονότων, μια αντιφατική εικόνα του σοβιετικού (κόκκινου) ανθρώπου που εκλείπει από το ιστορικό προσκήνιο και το πιο σημαντικό, άφθονο υλικό για σκέψη και προβληματισμό.

Επιφυλάσσομαι για μια πιο αναλυτική παρουσίαση-αξιοποίηση στο μέλλον. Σήμερα περιορίζομαι στην αντιγραφή δύο αποσπασμάτων από τις συνεντεύξεις του βιβλίου. Θεώρησα πως είναι πολύ πιο ενδιαφέρον να μην παραθέσω φιλοσοβιετικά αποσπάσματα, από νοσταλγούς της μεγάλης σοβιετικής πατρίδας, αλλά κάποιες χαρακτηριστικές μαρτυρίες ατόμων από την αντίθετη πλευρά. Η πρώτη δείχνει ανάγλυφα τη νοοτροπία και τα "ιδανικά" αυτής της πλευράς, η δεύτερη δίνει μια διαφορετική πτυχή για το πραξικόπημα του Αυγούστου του 91' και το ζήτημα της συμπάθειας του κόσμου προς τη σοβιετική εξουσία (που έπνεε βέβαια τα λοίσθια).

Καλή ανάγνωση.


Αν είναι να πούμε για τη δεκαετία του '90... δε θα έλεγα πως ήταν όμορφη εποχή, ήταν αποκρουστική εποχή. Έγινε μια ανταλλαγή στο μυαλό κατά (σ.σ. πιθανότατα εννοεί "εκατόν...") ογδόντα μοίρες.,, Κάποιοι δεν άντεξαν και τους έστριψε, τα ψυχιατρεία γέμισαν. Επισκεπτόμουν ένα φίλο: ο ένας να φωνάζει "Είμαι ο Στάλιν! Είμαι ο Στάλιν!" και ο άλλος να λέει "Είμαι ο Μπερεζόφσκι! Είμαι ο Μπερεζόφσκι!". Είχαν ολόκληρη πτέρυγα γεμάτη με Στάλιν και Μπερεζόφσκι.. Στο δρόμο έπεφταν όλη την ώρα πυροβολισμοί. Είχε σκοτωθεί ένας τεράστιος αριθμός ανθρώπων. Κάθε μέρα συγκρούονταν μεταξύ τους συμμορίες. Να αρπάξουν. Να προλάβουν. Πριν προλάβει κάποιος άλλος. Τον έναν τον κατέστρεφαν, τον άλλον τον έβαζαν φυλακή. Από το θρόνο στα τάρταρα. Από την άλλη πλευρά, ήταν σκέτη απόλαυση - να τα παρακολουθείς όλα αυτά με τα ίδια σου τα μάτια...

Στις τράπεζες ο κόσμος σχημάτιζε ουρές, ήθελαν να ιδρύσουν δικές τους επιχειρήσεις: να ανοίξουν ένα αρτοποιείο, ένα μαγαζί με ηλεκτρονικά... Έχω σταθεί κι εγώ σ' αυτή την ουρά. Μου έκανε εντύπωση πόσο πολλοί ήμασταν. Μια θείτσα με πλεκτό σκουφάκι στο κεφάλι, ένας μικρός με σπορ σακάκι, ένας γεροδεμένος χωρικός, με εγκληματική φάτσα... Εβδομήντα και χρόνια μάς μάθαιναν πως η ευτυχία δεν είναι στα λεφτά, και πως τα καλύτερα πράγματα στη ζωή είναι δωρεάν. Η αγάπη, για παράδειγμα. Έφτασε όμως να ξεστομίσουν δημόσια "κάντε εμπόριο", "πλουτίστε" και τα ξεχάσαμε όλα. Ξεχάσαμε όλα τα σοβιετικά βιβλιαράκια.  Αυτοί οι άνθρωποι δεν έμοιαζαν καθόλου με εκείνους που καθόμουν κι έπαιζα την κιθάρα μου το πρωί. Τρία ακόρντα είχα μάθει όλα κι όλα. Το μοναδικό που τους συνέδεε με τους ανθρώπους της κουζίνας ήταν το ότι είχαν κι εκείνοι μπουχτίσει τις κόκκινες σημαίες κι όλο το συναφές σκουπιδαριό: τις συγκεντρώσεις της Κομσομόλ, τα μαθήματα πολιτικής ιστορίας... Ο σοσιαλισμός θεωρούσε τον άνθρωπο λιγάκι βλάκα...

Ξέρω πολύ καλά τι θα πει όνειρο. Όλα μυ τα παιδικά χρόνια παρακαλούσα να μου αγοράσουν ένα ποδήλατο και δε μου το αγόραζαν. Ζούσαμε φτωχικά. Στο σχολείο εμπορευόμουν στα κρυφά παντελόνια τζιν, στο πανεπιστήμιο σοβιετικές στρατιωτικές στολές και διάφορα άλλα σοβιετικά μικροπράγματα. Τα αγόραζαν οι ξένοι. Το συνηθισμένο πάρε δώσε. Επί σοβιετικής εποχής για κάτι τέτοιο έμπαινες μέσα τρία με πέντε χρόνια. Ο πατέρας μου με κυνηγούσε με τη λουρίδα και φώναζε: "Μαυραγορίτη! Εγώ έχυσα το αίμα μου για να υπερασπιστώ τη Μόσχα και να έχω μεγαλώσει αυτό το σκατό!". Αυτό που χτες ήταν έγκλημα σήμερα είναι μπίζνα. Αγόραζαν στο ένα μέρος καρφιά, στο άλλο σόλες για τακούνια, τα έβαζα σε μια πλαστική σακουλίτσα μαζί και τα πουλούσα ως νέο προϊόν. Έφερνα στο σπίτι λεφτά. Αγόραζα τα πάντα, γέμιζα το ψυγείο έως πάνω. Οι γονείς μου περίμεναν πως θα έρχονταν να με συλλάβουν. (Γελάει). Έκανα αγοραπωλησίες με είδη για το σπίτι. Χύτρες ταχύτητας, σκεύη για μαγείρεμα στον ατμό... τα έφερνα από τη Γερμανία με το αυτοκίνητο κι από πίσω ένα τρέιλερ γεμάτο. Το μαγαζί ανθούσε... Στο γραφείο είχα ένα χαρτοκιβώτιο, απ' το κομπιούτερ, γεμάτο λεφτά. Μόνο έτσι τα καταλάβαινα τα λεφτά. Έπαιρνα, έπαιρνα από κείνο το χαρτοκιβώτιο και δεν τελείωναν. Τα είχα αγοράσει όλα: αυτοκίνητο, διαμέρισμα, ένα "Ρόλεξ"... Θυμάμαι εκείνη τη μέθη... Να μπορείς να εκπληρώσεις όλες σου τις επιθυμίες, όλες τις μυστικές σου φαντασιώσεις. Έμαθα πολλά πράγματα για μένα τον ίδιο: Πρώτον, ότι δεν είχα γούστο, και δεύτερον πως ήμουν κομπλεξικός. Δεν ξέρω να χρησιμοποιώ τα λεφτά. Δεν ήξερα πως τα πολλά λεφτά πρέπει να δουλεύουν, πως δεν κάνει να μένουν αδρανή. Τα λεφτά δημιουργούν στον άνθρωπο μια αίσθηση όμοια με εκείνη της εξουσίας, της αγάπης... Ονειρευόμουν... Και πήγα στο Μονακό. Στο καζίνο του Μόντε Κάρλο έχασα τεράστια ποσά, πάρα πολλά λεφτά. Είχα παρασυρθεί... Ήμουν δούλος του χαρτόκουτου. Είχα λεφτά ή όχι; Πόσα; Έπρεπε να τα αυξάνω όλη την ώρα. Σταμάτησαν να με ενδιαφέρουν όσα με ενδιέφεραν παλιότερα. Η πολιτική... οι συναντήσεις... Πέθανε ο Ζαχάροφ. Πήγα να τον αποχαιρετήσω. Εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος... Έκλαιγαν όλοι, έκλαιγα κι εγώ. Και να που πριν από λίγο καιρό διαβάζω γι' αυτόν στην εφημερίδα: "Πέθανε ο μεγάλος τρελός της Ρωσίας". Και σκέφτηκα πως είχε πεθάνει εγκαίρως. Επέστρεψε από την Αμερική ο Σολζενίτσιν, έπεσαν όλοι πάνω του. Εκείνος όμως δε μας καταλάβαινε, ούτε εμείς εκείνον. Ήταν σαν ξένος. Είχε έρθει στη Ρωσία κι έβλεπε έξω απ' τα παράθυρά του το Σικάγο...

Πώς θα ήμουν χωρίς την περεστρόικα; Ένας μηχανικός με έναν μισθουλάκο όλο κι όλο... (Γελάει). Και τώρα έχω δική μου κλινική. Έχω κάμποσες εκατοντάδες ανθρώπους που κρέμονται από πάνω μου με τις οικογένειές τους, τους παππούδες, τις γιαγιάδες τους. Εσείς συγκεντρώνεστε, σκέφτεστε, εγώ δεν έχω τέτοια θέματα. Δουλεύω νυχθημερόν. Αγόρασα τον τελευταίο εξοπλισμό, έστειλα χειρουργούς για μετεκπαίδευση στη Γαλλία. Δεν είμαι αλτρουιστής, κερδίζω πολλά. Τα έκανα όλα μόνος μου... Με τριακόσια δολάρια στην τσέπη... Άρχισα τις επιχειρήσεις με κάτι τύπους για συνεταίρους που, αν τώρα δα έμπαιναν στο δωμάτιο, θα πέφτατε κάτω. Γορίλλες σκέτοι! Με ένα άγριο βλέμμα, άλλο πράγμα! Τώρα δεν υπάρχουν πια, έχουν χαθεί σαν τους δεινόσαυρους. Κυκλοφορούσα με αλεξίσφαιρο γιλέκο, με είχαν πυροβολήσει. Αν κάποιος τρώει λιγότερο σαλάμι από μένα δε με ενδιαφέρει. Τον θέλατε όλοι τον καπιταλισμό. Τον ονειρευόσασταν! Μη φωνάζετε λοιπόν πως σας εξαπάτησαν...

-.-

Το πρωί άκουσα στην τηλεόραση για την "ανικανότητα του Γκορμπατσόφ να κυβερνήσει τη χώρα λόγω βαριάς ασθένειάς του"... είδα κάτω απ' τα παράθυρά μου τα τανκς... Τηλεφωνώ στους φίλους μου -είναι όλοι υπέρ του Γέλτσιν. Ενάντια στη χούντα. Θα τον υπερασπιστούμε τον Γέλτσιν! Ανοίγω το ψυγείο, βάζω στην τσέπη μου ένα κομματάκι τυρί. Στο τραπέζι είδα κάτι κουλουράκια, τα μάζεψα. Και για όπλο; Κάτι έπρεπε να πάρω μαζί μου... Στο τραπέζι υπήρχε ένα μεγάλο μαχαίρι κουζίνας... το κράτησα για λίγο στο χέρι μου κι ύστερα το έβαλα στη θέση του. (Άρχισε να σκέφτεται.) Και αν... και αν νικούσαν;

Τώρα δείχνουν στην τηλεόραση στιγμιότυπα: τον Ροποστροπόβιτς που είχε έρθει απ' το Παρίσι να κάθεται με ένα αυτόματο όπλο, τις κοπέλες να φιλεύουν τους στρατιώτες παγωτό... Ένα μπουκέτο λουλούδια πάνω σε ένα τανκς... Τα δικά μου στιγμιότυπα είναι διαφορετικά... Οι γιαγιάδες της Μόσχας να δίνουν σάντουιτς στους στρατιώτες και να τους βάζουν στα σπίτια τους για να χρησιμοποιήσουν την τουαλέτα. Έφεραν μια ολόκληρη μονάδα τανκς στην πρωτεύουσα και δεν είχαν προβλέψει ούτε για φαγητό ούτε για τουαλέτα! Μέσα απ' τους πυργίσκους έβγαιναν οι λεπτοί λαιμοί των παλικαριών, και να κάτι μάτια, γεμάτα φόβο. Δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Την τρίτη μέρα πια κάθονται πάνω στα τανκς, κακόκεφοι, πεινασμένοι. Ξενυχτισμένοι. Οι γυναίκες τους περικυκλώνουν. "Παιδιά μας θα ρίξετε πάνω μας;". Οι στρατιώτες δε μιλάνε, μόνο ένας αξιωματικός γρυλίζει: "Αν μας διατάξουν, θα σας ρίξουμε". Οι στρατιώτες χάθηκαν σαν να τους πήρε ο αέρας, κρύφτηκαν από κάτω. Έτσι ήταν! Τα δικά μου στιγμιότυπα δεν ταυτίζονται με τα δικά σας... Στεκόμαστε σε κλοιό, περιμένουμε επίθεση. Κυκλοφορούν φήμες: σε λίγο θα ρίξουν αέρια, υπάρχουν ελεύθεροι σκοπευτές στις σκεπές... Μας πλησιάζει μια γυναίκα, στο σακάκι της παράσημα: "Ποιον υπερασπίζεστε; Τους καπιταλιστές;" -Ναι, εσένα τι σε κόφτει κοπελιά; Εμείς στεκόμαστε εδώ για την ελευθερία μας". -Εγώ πολέμησα για τη σοβιετική κυβέρνηση, για τους εργάτες και τους αγρότες. Όχι για τα ψιλικατζίδικα και τους συνεταιρισμούς. Αν μου έδιναν τώρα ένα αυτόματο..."

Όλα κρέμονταν από μια κλωστή. Μύριζε αίμα. Δε θυμάμαι καμία γιορτή...

Κυριακή 30 Απριλίου 2017

Η ιστορική πορεία κι η φύση της ΛΔ Κορέας

Το βιβλίο της δημοσιογράφου, Φραγκίσκας Μεγαλούδη, "στη χώρα των Κιμ" είναι ένας πραγματικός θησαυρός που καλύπτει ένα τεράστιο κενό σωστής κι έγκυρης ενημέρωσης για όσα συμβαίνουν στην Κορέα και το οποίο αξίζει να παρουσιαστεί ξεχωριστά -κάτι που θα γίνει στο προσεχές μέλλον. Εδώ επιλέγω να παρουσιάσω-αναπλάσω μερικά σημεία-αποσπάσματα που αφορούν αυτό που σημειώνω και στον τίτλο της ανάρτησης: την ιστορική διαδρομή της ΛΔ Κορέας και κάποια συμπεράσματα που απορρέουν για την κοινωνική φύση της.

Μετά το διαχωρισμό της κορεατικής χερσονήσου στον 38ο παράλληλο, το βόρειο τμήμα της χώρας έδωσε έμφαση στην αγροτική παραγωγή, για να εξασφαλίσει την αυτάρκειά της, αφού μόλις το 19% του εδάφους της ήταν καλλιεργήσιμο. Οι αρχές της χώρας στηρίχτηκε στη συμμαχία της με την Κίνα και τη Σοβιετική Ένωση για να εκπονήσει αρδευτικά έργα μεγάλης κλίμακας και να καλύψει τα κενά εισάγοντας τεχνολογία και καύσιμα. Μετά την ολοκλήρωση της αντεπανάστασης το 91', η κορεατική οικονομία δέχτηκε ένα τεράστιο πλήγμα, με αποτέλεσμα την εμφάνιση λιμού στα μέσα της δεκαετίας και δεκάδες χιλιάδες θύματα (που οι εκτιμήσεις των δυτικών ΜΜΕ πολλαπλασίασαν με τη συνήθη, επιστημονική μεθοδολογία τους).

Η Κορέα αντιμετώπιζε ήδη από τα μέσα της δεκαετίας προβλήματα ρευστότητας, που προσπάθησε να αντιμετωπίσει με εκτεταμένο δανεισμό από την Κίνα, τη Σοβιετική Ένωση αλλά κι από χώρες του ΟΟΣΑ. Η πετρελαϊκή κρίση του 1973 έφερε δραματική πτώση στις εξαγωγές της Κορέας και πολλές δυσκολίες στην εξυπηρέτηση των δανείων. Τη δεκαετία του 80', η ΕΣΣΔ -που αντιμετώπιζε σοβαρά, οικονομικά προβλήματα- άρχισε να απαιτεί τις πληρωμές των δικών της δανείων, αλλά η Κορέα που αδυνατούσε να πληρώσει ακόμα και τους τόκους, κήρυξε στάση πληρωμών. Οι δυτικοί δανειστές της είχαν ήδη συνασπιστεί σε ένα κοινό μέτωπο και το 87', 140 ευρωπαϊκές τράπεζες κήρυξαν τη χώρα σε κατάσταση χρεωκοπίας, αποκλείοντας την πρόσβασή της στις διεθνείς αγορές.

Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης επιδείνωσε δραματικά την κατάσταση, ιδίως στον τομέα του επισιτισμού, της ενέργειας και των εξαγωγών. Η κυβέρνηση ξεκίνησε το 91' μια καμπάνια με την οποία καλούσε το λαό να μειώσει τα γεύματά του, για να μην εξαντληθούν τα αποθέματα τροφής, ενώ προσπάθησε να προσελκύσει ξένους επενδυτές, χωρίς τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Το 94', η κυβέρνηση παραδέχεται ανοιχτά με ραδιοφωνικό διάγγελμα τις σοβαρές διατροφικές ελλείψεις, ενώ ο Κιμ Γιονγκ-ιλ απευθύνει έκκληση στο λαό να ολοκληρώσει την "επίπονη πορεία" (επεισόδιο από τον ανταρτοπόλεμο κατά των Ιαπώνων, που για τις αρχές συμβολίζει τον αγώνα να διατηρηθούν τα σοσιαλιστικά ιδεώδη κι υπό τις πιο δύσκολες συνθήκες, αλλά στη συλλογική μνήμη του λαού έχει ταυτιστεί με τις κακουχίες του λιμού). Οι καταστροφικές πλημμύρες του 95' καταστρέφουν μεγάλες εκτάσεις γης, κι αναγκάζουν την κυβέρνηση να απευθύνει έκκληση για διεθνή ανθρωπιστική βοήθεια -καθώς δεν έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει μόνη της την κατάσταση. Η διεθνής κοινότητα και κυρίως οι ΗΠΑ άσκησαν τη λεγόμενη "διπλωματία του φαγητού", χρησιμοποιώντας την επισιτιστική βοήθεια ως εργαλείο πολιτικής πίεσης και αποσκοπώντας σε καθεστωτικές αλλαγές, που ήταν και ο ευσεβής τους πόθος.
Η Κίνα παρέμεινε βασικός σύμμαχος και στήριγμα της Κορέας, άρχισε όμως να απαιτεί πληρωμές για κάθε αποστολή δημητριακών.

Παράλληλα με την κατάρρευση του συστήματος διανομής τροφίμων, διαλύεται ο κοινωνικός ιστός. Η ικανότητα της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει την κρίση δεν αμφισβητείται ανοιχτά, αλλά ο απλός κόσμος βρίσκει διάφορους τρόπους επιβίωσης, παρακάμπτοντας τον κρατικό μηχανισμό. Βασικά αγαθά και τρόφιμα ανταλλάσσονται σε κάθε γειτονιά, αρχικά αυθόρμητα κι αργότερα οργανωμένα, σε μικρές αγορές, που οι αρχές δεν τολμούσαν να αγγίξουν. Οι αγορές αυτές είχαν εδραιωθεί, όταν ομαλοποιήθηκε η κατάσταση και μαζί τους δημιουργείται σταδιακά μια νέα προνομιούχος "μεσαία τάξη".

Από τα μέσα της περασμένης δεκαετίας, οι αρχές ξεκινούν συστηματικές προσπάθειες να χτυπήσουν το ανεπίσημο εμπόριο, κι όσους πλούτισαν από αυτό, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία. Οι πρώτες απόπειρες να απαγορευτεί η πώληση σιτηρών στις ιδιωτικές αγορές, βρίσκει σοβαρές αντιστάσεις κι εφαρμόζεται επιλεκτικά. Το 07', η κυβέρνηση ελπίζει ότι με το μέτρο της απαγόρευσης της εργασίας των νέων γυναικών (μέχρι 40 ετών) στις αγορές, θα τις αποδιοργανώσει, αφού δε θα υπάρχουν άτομα να τις στελεχώσουν. Αλλά οι πολίτες δείχνουν μεγάλη προσαρμοστικότητα και συνεχίζουν να κινούν τα νήματα του εμπορίου, χωρίς να γίνονται εύκολα αντιληπτοί από τις αρχές.

Η κυβέρνηση προχωρά σε διάφορα μέτρα, όπως την απαγόρευση της καθημερινής λειτουργίας των αγορών, το κλείσιμο των κεντρικών αγορών στις μεγάλες πόλεις, αλλά καταφέρνει να αλλάξει απλώς τη μορφή τους, αφού οι μνήμες του λιμού είναι νωπές και οι αγορές φαντάζουν ως δίχτυ ασφαλείας, που κανείς δεν προτίθεται να εγκαταλείψει εύκολα.

Το πιο σοβαρό μέτρο που ανακοινώνει προσωπικά ο Κιμ-Γιονγκ-ιλ (με τις συμβουλές του τότε προστατευόμενου και κουνιάδου του, Jang-Sung-taek, (που τέσσερα χρόνια θα εκτελούνταν από τον Κιμ Γιονγκ-Ουν με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας) είναι η νομισματική μεταρρύθμιση του γουόν, κι η υποτίμησή του, που είχε ως στόχο να πατάξει το ανεπίσημο εμπόριο, τιμωρώντας όσους είχαν συσσωρεύσει πλούτο από εμπορικές δραστηριότητες.

Ο ξένος τύπος της εποχής (2009) ξόδεψε πολύ μελάνι, περιγράφοντας το "χάος που προκάλεσε η μεταρρύθμιση", τους πανικόβλητους πολίτες, κτλ, κι άλλα πολλά που δε βασίζοντας σε προσωπικές μαρτυρίες, αλλά αφηγήσεις αντιφρονούντων, που ελέγχονται για την αξιοπιστία τους.

Η κυβέρνηση στόχευε στην επαναφορά του ελέγχου της οικονομίας στα χέρια του κράτους και την αποδυνάμωση της μεσαίας τάξης, προσπαθώντας να επιβραβεύσει όσους δεν είχαν αναμιχτεί σε εμπορικές δραστηριότητες. Έτσι, οι εργαζόμενοι στα κρατικά εργοστάσια -που δεν είδαν το μισθό τους να υποτιμάται- απέκτησαν ξαφνικά μεγάλη αγοραστική δύναμη και στράφηκαν σε 'επενδύσεις' στην αγορά, που είχε όμως πολλές ελλείψεις σε τρόφιμα και υλικά αγαθά.

Αυτό προκάλεσε πιθανότατα μαζική δυσαρέσκεια και έτσι, το Φλεβάρη του 2010, ο Κιμ Γιονγκ-Ιλ ζήτησε δημόσια συγνώμη για τη μεταρρύθμιση που "έγινε χωρίς τη σωστή προετοιμασία και προκάλεσε δεινά στους πολίτες". Σύμφωνα με το δυτικό τύπο, ο οικονομικός επικεφαλής του κόμματος, Pak Nam-gi, κατηγορήθηκε ως ο μοναδικός υπαίτιος και καθαιρέθηκε (ή εκτελέστηκε με βάση αναπόδεικτες φήμες).

Συνοψίζοντας, η μεταρρύθμιση του γουόν, άλλαξε την οικονομική διάρθρωση της χώρας και τις εσωτερικές οικονομικές δυναμικές της βορειοκορεατικής κοινωνίας, δεν πέτυχε όμως τον αρχικό της σκοπό. Σταδιακά, μετά το 2010 η κυβέρνηση εγκατέλειψε σταδιακά κάθε προσπάθεια ελέγχου των ανεπίσημων αγορών, αφήνοντας ουσιαστικά τη μεσαία τάξη να αναπτύσσεται, και τις ανεπίσημες εμπορικές δραστηριότητες (μαύρη αγορά) σχεδόν χωρίς κανέναν περιορισμό.

Σε άλλα κεφάλαια, η συγγραφέας αναφέρεται στο σύστημα των κρατικών μισθών (που δίνουν στους πολίτες πρόσβαση σε αγαθά, που στην αγορά έχουν πολλαπλάσια, απαγορευτική τιμή) και στη φύση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στη χώρα, που έχει δύο μορφές. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τους μικροϊδιοκτήτες και τους μικροπωλητές στις ιδιωτικές αγορές, και δραστηριότητες που αγκαλιάζουν σχεδόν το 1/3 του πληθυσμού. Κι η δεύτερη αφορά τις θυγατρικές κρατικών επιχειρήσεων, ανήκουν σε ιδιώτες επενδυτές και λειτουργούν ως ένα είδος κρατικού εμπορικού εκπροσώπου, μιας γέφυρας που συνδέει το κράτος με την αγορά και τις ξένες -συνήθως κινέζικες- επιχειρήσεις.

Θα μπορούσε να γίνει αναφορά σε πολλά ακόμα σημεία (το πλούσιο υπέδαφος της Κορέας και τις σχέσεις με τη γειτονική Κίνα, τις ειδικές ζώνες, κτλ), αλλά έχουμε αρκετά στοιχεία για να πάμε στον επίλογο του βιβλίου και κάποιες εκτιμήσεις της Μεγαλούδη, που σημειώνει ότι ο καπιταλισμός είναι ήδη παρών στη ΛΔ της Κορέας.

Σκοπός του βιβλίου δεν είναι να κάνω μια εκτεταμένη ανάλυση για το πολιτικό μέλλον της Βόρειας Κορέας (σ.σ.: χρησιμοποιεί συμβατικά αυτήν την ονομασία στο βιβλίο). Τα θέμα που προκύπτουν από μια πιθανή ένωση με το νότο ή μια απότομη κατάρρευση είναι πολύπλοκα και θα χρειαζόταν ένας δεύτερος τόμος για να τα αναλύσω. Θέλω όμως να επαναλάβω την πάγια θέση μου, ότι μια απότομη αλλαγή καθεστώτος ή μια κατάρρευση δε θα βελτιώσει τα ανθρώπινα δικαιώματα αλλά θα καταστρέψει εκατοντάδες χιλιάδες ζωές ακόμα. Το πλούσιο υπέδαφος της χώρας αλλά και οι άπειρες δυνατότητες για αξιοποίηση της γης, που θα αγοραστεί πάμφθηνα -ιδίως πολλές περιοχές-φιλέτα μέσα στην Πιονγκ Γιανγκ- θα αποτελέσουν πόλο έλξης για δεκάδες επενδυτές-καρχαρίες, που θα μυρίσουν φρέσκο αίμα. Και αυτή δε θα είναι συνταγή ανάπτυξης αλλά καταστροφής. Κάτι που δυστυχώς το έχουμε ήδη δει να συμβαίνει πολλές φορές.
Και ας μην ξεχνάει κανείς ότι, σε μια άτακτη κατάρρευση, οι προοπτικές για το πού θα μπορούσε να καταλήξει το πυρηνικό οπλοστάσιο της χώρας είναι εφιαλτικές.
Φαντάζομαι ήδη το επιχείρημα πολλών: και τι προτείνεις; να κλείσουμε τα μάτια στις παρεμβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για να μην έρθει ο καπιταλισμός στη χώρα; Το ερώτημα αυτό βασίζεται σε μια εσφαλμένη παραδοχή, διότι όπως πιστεύω ότι έγινε κατανοητό από το βιβλίο, ο καπιταλισμός έχει ήδη εμφανιστεί στη Βόρεια Κορέα. Το θέμα λοιπόν δεν είναι αν θα έρθει ή όχι η ελεύθερη οικονομία, αλλά ποιος θα θέσει τους όρους με τους οποίους θα εφαρμοστεί. Μια κατάρρευση θα σημαίνει τουλάχιστον δύο γενιές ακόμα χαμένες. Οι γενιές αυτές έχουν περισσότερες ελπίδες επιβίωσης στο υπάρχον σύστημα της χώρας, παρά σε μια έξωθεν επιβαλλόμενη δικτατορία.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι ένα τεράστιο ζήτημα, το οποίο όμως μόνο αν αναλυθεί ψύχραιμα θα αντιμετωπιστεί. Χωρίς να μακρηγορήσω, καθώς το θέμα αυτό δεν εξαντλείται σε δύο παραγράφους και εδώ κάνω απλά μια σύντομη αναφορά, θα επαναλάβω ότι η μοναδική οδός παραμένει η ενεργή διπλωματία της διεθνούς κοινότητας με την Πιονγκ Γιανγκ και η αποδοχή της τωρινής της ηγεσίας.
(...) Το ερώτημα που τίθεται -και που μάλλον θα μείνει αναπάντητο- είναι αν υπάρχει τέτοια διάθεση και από τις δύο μεριές, ή αν απλά προτιμούν να παίζουν ένα επικίνδυνο παιχνίδι, περιμένοντας να δουν ποιος τελικά θα χάσει την ψυχραιμία του πρώτος. Με τις επερχόμενες εκλογές στις ΗΠΑ το 2016, και την πιθανή επικράτηση των συντηρητικών κύκλων, και με το πυρηνικό πρόγραμμα της Βόρειας Κορέας να εξελίσσεται, ο δρόμος προς τη διπλωματική λύση προβλέπεται μακρύς και δύσκολος.
Η διαπίστωση της Μεγαλούδη με τη δική μου υπογράμμιση είναι σαφής -κι έχει σημασία πως δεν την κάνει από τη δική μας οπτική γωνία, με την οποία προφανώς δεν ταυτίζεται, όπως φαίνεται από το παραπάνω απόσπασμα.

Η κε του μπλοκ θεωρεί αυτονόητο πως απευθύνεται σε νοήμονες αναγνώστες, που δε θα συνάγουν από τα παραπάνω ότι δε χρειάζεται να υπερασπιστούμε την Κορέα από τις ιμπεριαλιστικές βλέψεις και τα ασύστολα ψεύδη της δυτικής προπαγάνδας, που αναπαράγουν άκριτα και τα ελληνικά ΜΜΕ -και τα οποία αναλύονται και στο βιβλίο της Μεγαλούδη. αΚι επιφυλάσσεται για μια πιο αναλυτική παρουσίαση αυτού του άκρως ενδιαφέροντος βιβλίου, στο προσεχές μέλλον.

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2017

Παζαρεύοντας

Κάθε χρόνο τέτοιο καιρό, τα μαγαζιά έχουν εκπτωτική περίοδο. Κι επειδή είναι αδικία να μην υπάρχουν εκπτώσεις για τα βιβλία (στην τιμή, όχι στο περιεχόμενο), υπάρχει και το παζάρι βιβλίου στην πλατεία Κοτζιά, που δυστυχώς έχει περάσει με το παλιό της όνομα στη συλλογική μνήμη των Αθηνέζων -νεολογισμός της μοδός- και κανείς σχεδόν δεν τη λέει με το σημερινό της όνομα: πλατεία Εθνικής Αντιστάσεως*. Ενώ ακόμα κι ο Ρίζος που τη γράφει έτσι, βάζει δίπλα, διευκρινιστικά σε παρένθεση το "Κοτζιά", για να το καταλάβουν οι συνταξιούχοι πχ, που συνήθως έχουν εκεί προσυγκέντρωση. Κι έτσι λοιπόν έχει μείνει το όνομα του δημάρχου που γκρέμισε το δημοτικό θέατρο, το στολίδι της περιοχής, όπως το περιγράφουν κάποια παλιά χρονικά, για να μην κόβει τη θέα του δημαρχείου, στο χώρο που φιλοξενεί σήμερα το παζάρι.
*Ενώ ακόμα και στο καινούριο όνομα υπάρχει η μάχη του παλιού με το καινούριο, αφού συνηθίζεται η γενική με το καθαρευουσιάνικο κατάλοιπο: Εθνικής Αντιστάσεως κι όχι Αντίστασης.

Το κακό νέο είναι στο παζάρι κάθε χρόνο οι περισσότεροι τίτλοι επαναλαμβάνονται κι απλώς αλλάζουν σειρά και διάταξη, για να σε ξεγελάσουν.Το καλό είναι πως όντως σε ξεγελάνε. Βασικά είναι τόσο πολλοί που σε κάθε βόλτα, ανακαλύπτεις κάτι καινούριο, και κάθε αναδιάταξη σε βοηθάει να πέσεις πάνω σε κάτι που είχε παραπέσει άλλες χρονιές από την έρευνα-βιβλιοτσάρκα σου.
Χώρια ότι υπάρχουν όντως καινούρια πράγματα κάθε φορά, που σε περιμένουν να τα βρεις. Καινούρια είτε με την έννοια ότι δεν υπήρχαν άλλες χρονιές, είτε με τη (χρονική) έννοια πως είναι όντως σχετικά καινούριες* εκδόσεις, των τελευταίων χρόνων.
*Θυμάμαι εν τω μεταξύ σε έναν κυριακάτικο Ρίζο, σχετικά πρόσφατα, ένα άρθρο, που εξηγούσε γιατί πρέπει να γράφουμε "καινούργιος" με γάμα κι όχι όπως το γράφω εγώ (αν και θεωρούνται και τα δύο σωστά) που δυσκολεύομαι να ακολουθήσω τη "γραμμή", γιατί δε μου κάθεται καλά, νιώθω σα να γράφω "πιπεργιά", "ζυγαργιά", κοκ.

Ένα παράδειγμα (σχετικά) καινούριας έκδοσης είναι η συλλογή άρθρων με την οποία είχε κάνει την επίσημη εμφάνισή του το αλήστου μνήμης Μέταλλα, όπως είχε βαφτίσει ο Άθλιος το Μέτωπο Αλληλεγγύης του Αλαβάνου ή απλώς Μέτωπο Αλαβάνου (κολλάει κι αυτό με το αρκτικόλεξο), που εκτός από το Μέταλλα είχε φτιάξει το ΜΑΡΣ και το Σχέδιο Β'. Και τώρα ανησυχώ μήπως δεν είναι καλά, γιατί έχει αρκετούς μήνες να φτιάξει κάτι καινούρ(γ)ιο.
Σε αυτήν την έκδοση λοιπόν, θα βρείτε και ένα κείμενο του πάλαι ποτέ Υ από το διαδικτυακό Γκράνμα που ναυάγησε, ο οποίος είναι τόσο δεξιός, ώστε να χωράει στα πάντα: από το L-Exit στη Βρετανία και τςι αριστερές παρυφές του Κόρμπιν, ως το αφιέρωμα της επιθεώρησης του ΝΑΡ (τετράδια Μαρξισμού) για την ΕΕ.

Αλλά ας επιστρέψουμε στα του παζαριού. Που δεν είναι τέτοιο στην κυριολεξία βέβαια, γιατί δεν έχει παζάρεμα, κι ευτυχώς από μια άποψη, γιατί κρίνοντας εξ ιδίων και την παρόμοια ιδιοσυγκρασία αρκετών σφων, είμαστε παντελώς ανίκανοι για τέτοια πολιτικάντικα προτσές. Κι η μοναδική φορά που θυμάμαι τον εαυτό μου να τα καταφέρνει σε κάτι τέτοιο, ήταν εν αγνοία μου ή μάλλον ακούσια, όταν μου είχε φανεί ακριβό ένα βιβλίο (για το πολιτικό 89' από τις εκδόσεις Ποντίκι) κι είπα να το αφήσω, αλλά τελικά το πήρα, γιατί μου έκανε καλύτερη τιμή ο παλαιοπώλης, για να μη χάσει τον πελάτη...

Είναι εντυπωσιακό επίσης πως με τον καιρό, ο έμπειρος αναγνώστης αναπτύσσει ένα είδος φυσιογνωμισμού απέναντι στα βιβλία και τα εξώφυλλά τους, αποφεύγοντας πχ τις ιλουστρασιόν εκδόσεις, αυτές που έχουν ανάγλυφο τίτλο, τα συνωμοσιολογικά υπονοούμενα, κτλ, για να ξεσκαρτάρει μπόλικη σαβούρα και να κερδίσει χρόνο στην έρευνά του, αφού ούτως ή άλλως θα τον περιμένουν οι φίλοι του πόση ώρα να τελειώσει.
Αλλά έτσι μπορεί να του ξεφύγει κάτι ιδιαίτερο και σημαντικό. Πχ το βιβλίο "ποιος αυτοκτόνησε το Νίκο Ζαχαριάδη" του Αχιλλέα Παπαϊωάννου, που δεν είναι παρά εμπλουτισμένη επανέκδοση της "Διαθήκης του Ν. Ζαχαριάδη", που είχε γράψει ο Α.Π. (όταν -υποτίθεται πως- τον επισκέφτηκε στην εξορία του στο Σοργκούτ, διέσωσε τις κρίσεις του για μια σειρά πρόσωπα και γεγονότα, και κατάφερε να περάσει τις σημειώσεις του κάτω από τη μύτη της ΚGB. Κι ύστερα άλλαξε πλευρό και ταξική μπάντα, πιθανότατα...)
Το εντυπωσιακό σε όλα αυτά δεν είναι οι διάφορες αντι-ΚΚΕ αιχμές, που είναι γραφικά διασκεδαστικές, κάνοντας σχεδόν "ευχάριστο" το ανάγνωσμα, αλλά ότι οι εκδόσεις που βρήκε ο Α.Π. για να το κυκλοφορήσει είναι ο οίκος Μπίμπης (Στερέωμα), στη Θεσσαλονίκη, που είχαν στο ίδιο ράφι μια σειρά περίεργα βιβλία, αρχαιόπληκτων, συνωμοσιολόγων, ακροδεξιών, κοκ. Κι ίσως από μια άποψη να έκανε τελικά πετυχημένη επιλογή για το βιβλίο του...

Επειδή όμως κάθε "εισήγηση" πρέπει να καταλήγει σε συγκεκριμένες προτάσεις-μέτρα, έχουμε και λέμε:
-το βιβλίο του Μπάμπη Καββαδία (παλιότερο στέλεχος της ΚΝΕ, από την "αμαρτωλή" νομική της Αθήνας) για τον Αριστοφάνη και την εποχή του, από τις εκδόσεις Εντός. Έχει αρκετή από την αθυροστομία του ποιητή κι αξιοσημείωτη ικανότητα αναπαράστασης της ατμόσφαιρας εκείνων των χρόνων, ενώ βοηθάει για να δεις με άλλο μάτι την επόμενη επίσκεψή σου στην Αρχαία Αγορά -καθώς θα περνάς πχ μπροστά από το Βουλευτήριο.

-ένα βιβλίο μελέτης-ανάλυσης του Κώστα Κάππου για την ΕΕ και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, που είναι εξαιρετικά επίκαιρο για όλους, εκτός από αυτούς που τιμούν το όνομά του στείρα, ενώ αγνοούν και στρεβλώνουν το πολιτικό του πνεύμα.

-μια συλλογή κειμένων για το ποδόσφαιρο στην Αφρική -ενώ βαδίζουμε στην τελική ευθεία του φετινού Κόπα Άφρικα.
-το δίτομο ιστορικό βιβλίο του Ψυρρούκη για τους ταξικούς αγώνες κατά τον 19ο αιώνα ως τις αρχές του 20ού και τη διαμόρφωση του ιμπεριαλισμού ως ανώτερου-τατου σταδίου του καπιταλισμού.

-Όσοι αντέχουν τη γλώσσα του Χέγκελ, μπορούν να δοκιμάσουν τη Λογική του. Αλλιώς μπορούν να συμβιβαστούν-με με την ιδέα πως όποιος δεν την έχει μελετήσει κι αφομοιώσει, δεν έχει καταλάβει πραγματικά το Κεφάλαιο του Μαρξ και τη μέθοδό του.
-Όσοι έχουν αρχιτεκτονικές γνώσεις κι ανησυχίες, ας τσιμπήσουν παραδίπλα με 3,5 ευρώ μια μελέτη του (δικού μας κι ας μην μπαίνει ακριβώς σε καλούπια) Σαρηγιάννη για την αστικοποίηση στον αρχαίο ελλαδικό χώρο, κατά τη 2η χιλιετία πΧ.

-τις ΚΟΜΕΠ της Αντίστασης και των Δεκεμβριανών (θέλουν όμως δουλειά μυρμηγκιού, με το λεπίδι για να ανοίξουν οι σελίδες) όπου ανάμεσα σε πολλά και ενδιαφέροντα, μπορεί να βρεις κανείς πχ στο τεύχος του Μάρτη του 45', το περιεχόμενο της συμφωνίας της Γιάλτας. Αυτό ως απάντηση πχ στους φωστήρες που λένε πως το ΚΚΕ ξεκίνησε τον ένοπλο αγώνα του ΔΣΕ, επειδή δεν είχε υπόψη του τι συμφώνησαν οι ισχυροί στη Γιάλτα.
Προφανώς εννοούν τη συνάντηση της Μόσχας και το δημοφιλή αστικό μύθο για τα χαρτάκια. Γιατί κανείς δεν αναφέρεται όμως στη διμερή συνάντηση Τσώρτσιλ-Ρούσβελτ στην άλλη όχθη του Ατλαντικού; Εκεί αλήθεια δεν έγινε καμία μοιρασιά και δεν έπαιξαν ζάρια με τις τύχες της Ελλάδας; Γιατί δυο μέτρα και δυο σταθμά;

Αυτές προφανώς είναι ενδεικτικές προτάσεις. Κι έχετε ακόμα λίγο καιρό για να πάτε στο παζάρι, να αγοράσετε ένα κοκοράκι και να φτιάξετε μια λίστα με τις δικές σας προτιμήσεις, μέχρι τις 5 Φλεβάρη που είναι η τελευταία μέρα.

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

Κόκκινος τράγος

Ο κόκκινος τράγος είναι ένα μυθιστόρημα του Κώστα Παρορίτη, που θεωρείται από τους εισηγητές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού στα ελληνικά γράμματα. Επηρεασμένος από τη μεγάλη Οχτωβριανή Επανάσταση και τις ιδέες της, ο Παρορίτης αφιερώνει το βιβλίο "σε όσους πιστεύουνε σε μια απολύτρωση" και τοποθετεί την υπόθεση λίγο πριν την εμπλοκή της Ελλάδας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και τον αποκλεισμό του λιμανιού του Πειραιά από τις δυνάμεις της Αντάντ, στο απόγειο του "εθνικού διχασμού".

Σύμφωνα με τη μικρή περιγραφή του biblionet:
Ο "Κόκκινος τράγος" είναι ένα συνοικιακό καφενείο της Αθήνας, όπου συναντιούνται, σχεδόν καθημερινά, μια ομάδα ανθρώπων διαφορετικών μεταξύ τους· απόκληροι, άνεργοι και άρρωστοι (μία απολυμένη δασκάλα, ένας επίσης απολυμένος καθηγητής, ένας φοιτητής, δυο τρεις εργάτες). Τους ενώνει, ωστόσο, ένα όραμα (για άλλους ξεκάθαρο, για άλλους θαμπό αλλά πάντως ισχυρό, καθοριστικό της συμπεριφοράς τους) για μια ζωή δικαιότερη. Οι θαμώνες του "Κόκκινου τράγου" αποτελούν τον έναν πόλο της ιστορίας· ο άλλος συντίθεται από ανθρώπους που, παρά τις αγαθές τους προθέσεις, χωρίς ιδεολογικό έρεισμα, παρασύρονται από τις προσωπικές τους φιλοδοξίες, δελεάζονται από υποσχέσεις επιτήδειων καιροσκόπων και χάνουν την ηθική τους υπόσταση, για να βρεθούν, κάποια στιγμή συνειδησιακής κρίσης, αντιμέτωποι με τον ίδιο τον εαυτό τους.

Το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε ξανά φέτος απ' τη Σύγχρονη Εποχή. Παρακάτω ακολουθούν ένα μικρό, χαρακτηριστικό απόσπασμα, καθώς και το προλογικό σημείωμα του ίδιου του συγγραφέα, που συμπυκνώνουν τις ιδέες του Παρορίτη για την τέχνη, τη λειτουργία της και το σκοπό που καλείται να υπηρετήσει.


Μα σήμερα δεν μπορούσε να μαζέψει το νου του. Αυτή η καμπάνα του τριβέλιζε το μυαλό.
Πέταξε την πένα πάνω στο τραπέζι.
-Τι πάθανε, μωρέ, σήμερα, μ' αυτή την καμπάνα; Βαλθήκανε να μας τρελάνουνε; φώναξε νευριασμένος.
Ο μπαρμπα-Σταύρος ζύγωσε:
-Δεν το ξέρεις;
-Τι να ξέρω;
-Έχουμε λιτανεία.
-Λιτανεία; Τι διάολο; Πώς του ήρθε πάλε αυτή η ιδέα; Μην ξαναρρώστησε ο βασιλιάς;
-Όχι, είναι για το πουλί.
-Ποιο πουλί πάλε;
-Το πουλί που παρουσιάστηκε στου "Παπά το σπίτι".
-Ε, και τι μ' αυτό; Ένα πουλί.
-Ναι, μα ο παπάς τούς έπεισε όλους πως δεν είναι πουλί.
-Μα τότε τι διάλο μπορεί να 'ναι;
-Αυτό που είπες. Ο Οξαποδός, λέει, μεταμορφωμένος σε πουλί.
Ο Στέφανος δεν μπόρεσε να κρατήσει τα γέλια του.
-Βρε τον αλιτήριο, βρε το θεομπαίχτη.
Ο μπαρμπα-Σταύρος κούνησε το κεφάλι του με τρόπο δισταχτικό:
-Ξέρεις καμιά φορά...
-Α, μπαρμπα-Σταύρο, δε σε νόμιζα για τόσο κουτό. Το ίδιο και την άλλη φορά με την αρρώστια του βασιλιά. Μα είναι πράματα αυτά; Στέκουνται πια αυτά σήμερα;

Ο μπαρμπα-Σταύρος, που είχε μεγάλη εχτίμηση στο μυαλό του Στέφανου, προτίμησε να σωπάσει. Όχι τόσο γιατί είχε πειστεί πως δεν υπάρχει Οξαποδός. Ούτε να το βεβαιώσει μπορούσε αυτό, μα ούτε και να το αρνηθεί τολμούσε. Γι' αυτό το καλύτερο ήτανε να μη γίνεται κουβέντα γι' αυτά τα πράματα. Ας μένουνε αυτά όπως τα βρήκαμε.



Ο Στέφανος ξανάσκυψε πάνω στα δοκίμια που είχε να διορθώσει. Ήτανε κάτι ποιήματα που επρόκειτο να δημοσιευτούνε σ' ένα επαρχιώτικο περιοδικό που τυπωνότανε στην Αθήνα...

Πέταξε χάμω την πένα. "Ουφ. Τι πλήξη. Τα ίδια και τα ίδια. μα δε βαρεθήκανε πια, δεν έχουνε να πούνε και τίποτις νεότερο; Όλο για την ερωμένη τους θα μας μιλούνε; Όλο για τα πουλάκια, για τα δεντράκια, για τα συννεφάκια, για τ' αστεράκια; Καλά, δε λέει κανείς. Μα χορτάσαμε πια. Χρειαζόμαστε κάτι καινούργιο, χριστιανοί μου. Κοιτάξτε και γύρω σας. Όλος ο κόσμος δεν είναι ο εαυτούλης σας. Η ζωή είναι πολύ πλατιά. Απλώστε τη ματιά σας, βυθίστε τη σκέψη σας, μεστώστε το αίστημά σας, δέστε το σφιχτά με το νου σα διαμάντι, πυρώστε το νου σας με τη φλόγα της καρδιάς..."

Η καμπάνα ξακολουθούσε να σημαίνει, σαν ένα άλογο που το σπηρουνίζουνε να τρέχει αδιάκοπα και κείνο τρέχει, τρέχει, τρέχει, ιδροκοπώντας, αφρίζοντας, λαχανιάζοντας...

Τώρα πήρε να διορθώσει κάτι άλλα δοκίμια. Ήτανε ένα κριτικό άρθρο πάνω σε κάποιο σοσιαλιστικό ρομάντζο. Ο κριτικός, που ήτανε ένα όνομα φημισμένο στους δημοσιογραφικούς κύκλους, του τα 'ψελνε γερά. Αυτό δεν είναι ρομάντζο, αυτό είναι μπροσούρα. Η τέχνη είναι συγκίνηση και τίποτις παραπάνω. Αυτό δα έλειπε τώρα να καθίσει ο τεχνίτης να μιλήσει για φουγάρα, γι' απεργίες και για μεροκάματα. Η τέχνη δεν ξέρει σκοπούς. Η τέχνη ξέρει μόνο τον εαυτό της.

Ο Στέφανος χαμογελούσε. Ο κριτικός μεταχειριζότανε έναν αψηλό διδαχτικό τόνο, που 'δειχνε καθαρά την προσπάθειά του να διδάξει το σοσιαλιστή συγγραφέα το χρέος του. Τονέ μεταχειριζότανε σα μαθητή που δεν ξέρει το μάθημά του ή σαν άνθρωπο παραστρατισμένο, που τονέ λυπότανε και ζητούσε να ξαναγυρίσει στην ίσια στράτα.

Ο Στέφανος ένιωσε μια σιχασιά μέσα του. "Δεν ντρέπουνται, δεν ντρέπουνται". Τι αξία μπορεί να 'χει μια τέχνη τόσο εγωιστική, τόσο κοντόθωρη, που δε βλέπει παραπέρα από τη μύτη της; Σίγουρα, αυτός ο αιστητικός, με το μεγάλο όνομα, δεν ξέρει τι λέει. Περίεργο. Εκατομμύρια εργάτες, που παλεύουνε να υψωθούνε προς το φως, να μην μπορούνε να γεννήσουνε μια καινούργια τέχνη; Γιατί; Αν δε βγει μέσα από το λαό, που δυστυχάει, η καινούργια τέχνη, τότε από πού θα βγει; Από τους σάπιους στην ψυχή και στο σώμα; Όχι από τους γερούς που δημιουργούνε τη ζωή με τα χέρια τους, μα από τους τεμπέληδες και τους μοιρολάτρες, που όλα τα βλέπουνε όμορφα ή αδιάφορα με το κουρασμένο τους μάτι;

* * *

Ξέρω πως και το βιβλίο μου αυτό θα δώσει πάλε το σύνθημα σε μια νέα σταυροφορία εναντίον μου. Όλοι οι συντηρητικοί, όλοι οι καθυστερημένοι, όλοι οι δούλοι του κοινού και του χιλιοειπωμένου θα δώσουνε τα χέρια σε μια κοινή επίθεση. Οι κατηγόριες τους, που τις αναμασούνε τώρα χρόνια, θ' αντηχήσουνε πάλε βραχνές, όσο και ύποπτες με όλους τους τόνους. Μου είναι τόσο γνωστές. Υποδουλώνω την Τέχνη στην Ιδέα! Ω, οι μεγάλοι ιεροφάντες της Τέχνης, που δεν κρύβουνε καμιά ιδέα στο κεφάλι τους! Μα, εμείς, που πιστεύουμε πως Ιδέα και Τέχνη δεν είναι πράματα χωριστά, τους ρίχνουμε μια σπλαχνική ματιά και τραβάμε το δρόμο μας αδιάφοροι. Η Τέχνη μας, το ξέρουμε, ταράζει τα νεύρα των ευαίσθητων, των ωραιόπαθων, όλων εκείνων όσοι, συνηθισμένοι στα βαλτονέρια της καθημερινής ζωής, δεν ανέχουνται και δεν επιτρέπουνε με την ψευτοαριστοκρατική τους αντίληψη καμία νέα, αντρίκεια προσπάθεια. Μα, εμείς, που πιστεύουμε πως ο άνθρωπος ζει σε μια φριχτή σκλαβιά, τόσο οικονομική, όσο και ψυχική και πνευματική, εννοούμε να κρατήσουμε τα μάτια μας γυρισμένα προς το φως της Καινούργιας Ημέρας. Πατώντας πάντα στο ρωμαίικο το χώμα, δεν ξεχνούμε ποτέ τον αιώνιο Άνθρωπο. Ο Άνθρωπος αυτός μας ενδιαφέρει. Ο Άνθρωπος που, σπάζοντας τα σύνορα, παλεύει σήμερα ηρωικά να συντρίψει τις υλικές και τις ψυχικές αλυσίδες του, που δεν τον αφήνουνε να βαδίσει προς έναν κόσμο ανώτερο. Αυτόν τον άνθρωπο, που και στην Ελλάδα, άρχισε να παλεύει για τον ίδιο σκοπό, εμείς τονέ βλέπουμε και τονέ πονούμε.

Σ' αυτόν αφιερώνουμε και την Τέχνη μας, μικρή, μεγάλη, όποια κι αν είναι, μα πάντοτε τίμια και αγνή. Γιατί πιστεύουμε πως η Τέχνη, σαν ένα καθαρό κι αυτή της ομαδικής ζωής φαινόμενο, δεν έχει σκοπό να ικανοποιήσει ορισμένες προσωπικές και αυθαίρετες ιδέες η αρρώστιες μας, που καμιά ανάγκη της ζωής δεν τις δικαιολογεί, παρά σαν ένας κοινωνικός κι αυτή παράγοντας να κάνει το χρέος της κάθε φορά που η Ζωή νιώθει την ανάγκη ν' αναπλαστεί.

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2017

Βιβλιότσαρκα

Παίρνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις της βάσης, η κε του μπλοκ προχωρά στην εξειδίκευση κάποιων σημείων της προηγούμενης "βιβλικής" ανάρτησης.

-Ήξερες, σφε αναγνώστη, πως στην Πολιτεία μπορείς να βρεις την ΚΟΜΕΠ με 20% έκπτωση, δηλ με 4,80 ευρώ, την ίδια στιγμή, που τριακόσια μέτρα παρακεί, στο βιβλιοπωλείο της Σύγχρονης Εποχής, κάνει έξι ευρώ, που είναι η κανονική της τιμή; Κι ότι ο μόνος τρόπος να σου βγει φτηνότερα είναι να γραφτείς συνδρομητής στην ΚΟΜΕΠ, με 25 ευρώ το χρόνο;

Πώς γκένεν αυτό; Αν καταλαβαίνω καλά, η Πολιτεία προπληρώνει τα κομμάτια (τιράζ) που παίρνει, είτε τα πουλάει είτε όχι -όπως κάνουν δηλαδή κάποιοι σφοι με τους Οδηγητές που χρεώνονται- κι εξασφαλίζει ως αντάλλαγμα προνομιακές τιμές για το δικό της κοινό. Κι αυτό ενώ οι περισσότεροι παίκτες πασχίζουν να φανούν συνεπείς στις συμβατικές τους υποχρεώσεις, για να μη βγάλουν κακό όνομα στην πιάτσα.

Αν πάλι είσαι από την επαρχία, η Πολιτεία σου εξασφαλίζει δωρεάν μεταφορικά για διαδικτυακές παραγγελίες, άνω των 30 ευρώ. Που σημαίνει πρακτικά πως μπορεί να διαλύσει τον ανταγωνισμό, σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Κι ο μόνος λόγος να προτιμήσεις για τις αγορές σου ένα μικρό βιβλιοπωλείο, είναι για να επιβραβεύσεις τον εναλλακτικό του χαρακτήρα (όπως το "Καράβι" στα Χανιά), τις πρωτοβουλίες-εκδηλώσεις που κάνει (όπως οι "Ακυβέρνητες Πολιτείες" στη Θεσσαλονίκη) ή το απόθεμά τους σε παλιά, εξαντλημένα βιβλία (όπως το "Στίγμα" στην Πάτρα).
Όταν κλείνουν εξάλλου βιβλιοπωλεία σαν τον Ελευθερουδάκη και τον Παπασωτηρίου, καταλαβαίνει κανείς πόσο ασφυκτικά είναι τα πράγματα για τους μικρομεσαίους.

Παράλληλα, η Πολιτεία χτίζει το μύθο του καλού, εναλλακτικού εργοδότη. Είναι μαγαζί γωνία, έχει εδώ και χρόνια τους ίδιους υπαλλήλους (που ξέρουν σχεδόν απέξω κάθε ράφι στο οργανωμένο χάος των χιλιάδων βιβλίων και της μικρής πολιτείας που φτιάχνουν) ενώ προβάλλει σε πρώτο πλάνο αρκετά εναλλακτικά βιβλία με αριστερό πρόσημο κι αναφορές (για άλλες περιπτώσεις χρειάζονται εισαγωγικά και για άλλες όχι).

Το ερώτημα λοιπόν είναι από τη δική μας πλευρά αξιολογούμε θετικά αυτή τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση στο χώρο του βιβλίου (όταν μάλιστα προσφέρεται με εναλλακτική συσκευασία και φτηνές, προσιτές τιμές) που από την άλλη περιορίζει την ποικιλομορφία, το εύρος της βιβλιότσαρκας, τη χαρά της αναζήτησης ή μάλλον τη μεταθέτει στα παλαιοβιβλιοπωλεία -τα μόνα που μπορούν να έχουν κάτι διαφορετικό.
Ή αν τέλος πάντων η εναντίωση σε αυτό το προτσές έχει ένα συναισθηματικό, ρομαντικό (με την έννοια του αντιδραστικού, του αναχρονιστικού) χαρακτήρα.

-Το μόνο βιβλιοπωλείο που μπορεί να ανταγωνιστεί εν μέρει την Πολιτεία είναι η Πρωτοπορία, που έχει τον Αρκά, τα Ελληνικά Γράμματα, μεταχειρισμένα βιβλία και πολλούς, επιλεγμένους τίτλους με 40% έκπτωση (για να "γιορτάσει" τα 40 χρόνια λειτουργίας του).

Έτσι λοιπόν στην Πρωτοπορία μπορεί να βρει κανείς το Κεφάλαιο (στον 21ο αιώνα) του Πικετί, με ένα 20ευρω (40% κάτω απ' την αρχική του τιμή). Αν κι ο Sniper που το ξεφύλλισε λέει ότι το βασικό του πλεονέκτημα είναι η μυρωδιά του, ενώ κατά τα άλλα είναι γεμάτο γλυκανάλατες κοινοτοπίες της σοσιαλδημοκρατίας, ενάντια στην ασυδοσία του κεφαλαίου, αλλά όχι απαραίτητα κι ενάντια στο κεφάλαιο (εκτός και αν το γράψουμε με κεφαλαίο, υπονοώντας το Κεφάλαιο του Μαρξ). Αλλά αυτό είναι το πιθανό "τίμημα" για τις δικές μας ελλείψεις στο κομμάτι της επικαιροποίησης -όπως τις σημείωνε κι ο Σεχτάρ σε ένα σχόλιό του.

Στην ίδια βιβλιότσαρκα, πετύχαμε και τις θρυλικές -λόγω ονόματος- εκδόσεις Οπορτούνα κι ένα βιβλίο για τους πρώτους αναρχικούς της Πάτρας και της Ηλείας, που επηρεάστηκαν τον 19ο αιώνα από Ιταλούς ομοϊδεάτες τους. Δεν ξέρω αν θα ήταν βάσιμος ο ισχυρισμός πως ο αναρχισμός βρήκε πρόσφορο έδαφος στη νότια Ευρώπη, σε λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες με έντονο μικροαστικό στοιχείο (και πολλά μικρά βιβλιοπωλεία). Αλλά ο ταξικός αναγωγισμός δεν είναι ασφαλές κριτήριο για απόλυτα συμπεράσματα, αν σκεφτούμε ότι στις ίδιες χώρες συγκροτήθηκαν στη συνέχεια ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα -που ακολούθησαν βέβαια πολύ διαφορετικές πορείες ως τις μέρες μας.

-Αντί επιλόγου, στο σημερινό σημείωμα, καταγράφω μερικές ιδέες για διάφορες (επαν)εκδόσεις, που σε μένα τουλάχιστον φαίνονται πολύ ενδιαφέρουσες, αν κάποιος αναλάμβανε το ρίσκο τους.

-τα ενθυμήματα του Μπόση από τον Αϊ-Στράτη, συμπληρωματικά σε όσα αφηγείται ο Καζάκος.
-η μελέτη της Αλέκας για το γυναικείο ζήτημα -αν είναι κι επικαιροποιημένη, συμπληρωμένη, τόσο το καλύτερο.
-οι εντυπώσεις του Δελαστίκ* από το δημοσιογραφικό του ταξίδι στη ΛΔ του Αφγανιστάν, πριν από τρεις περίπου δεκαετίες.
(*ο οποίος παραιτήθηκε από τη θέση του διευθυντή του ΠΡΙΝ, φροντίζοντας ακόμα και στο τελευταίο του σημείωμα από αυτό το πόστο, να δείξει πως έφτασε τα 64, αλλά μυαλό δεν έβαλε, και συνεχίζει να τρέφει/καλλιεργεί αυταπάτες για την κυβερνώσα αριστερά και τις προθέσεις της)
-το βιβλίο του Θέμου Κορνάρου, του κουμπάρου της εργατικής τάξης, για το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου.
-μια μπροσούρα (σοβιετική αν θυμάμαι καλά) σχετική με προβλήματα της σύγχρονης εποχής, από την οποία, λέει, πήρε το όνομά του και το εκδοτικό της Σύγχρονης Εποχής (αυτό τουλάχιστον έλεγε μια ετικέτα στο παλαιοπωλείο του Γκεζερλή, όπου είχα βρει το βιλίο).

-Το μέρος της διδακτορικής διατριβής του Σκολαρίκου για τον ευρωκομμουνισμό, που δε χώρεσε για λόγους οικονομίας στο αντίστοιχο βιβλίο, αλλά παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον (αναφορά στους φιλοσόφους που κινήθηκαν σε αντίστοιχα μήκη κύματος: Πουλαντζάς, Αλτουσέρ, κτλ).
-Η Λογική του Κεφαλαίου του Βαζιούλιν, κι άλλα έργα σοβιετικών φιλοσόφων.
-Το Crossing the River, του Victor Grossman που παρουσιάστηκε κι εδώ σε μια πρόσφατη ανάρτηση.
-Ντοκουμέντα από εσωτερικές, κομματικές διαδικασίες του διαστήματος που εξετάζει ο τρίτος τόμος του δοκιμίου Ιστορίας του Κόμματος.

Επίσης, υπάρχει έλλειμμα αξιόλογων, στρατευμένων λογοτεχνών (χωρίς να λείπουν τα ερεθίσματα κι οι ενδιαφέροντες καιροί) και επιστημονικών μελετών για μια σειρά ζητήματα (νομίζω πως τα βήματα που γίνονται δεν μπορούν να καλύψουν το κενό που αφήνει η απουσία του ΚΜΕ).

Αρκετές από τις παραπάνω ιδέες (πχ τα εσωτερικά κομματικά ντοκουμέντα) θα μπορούσε να τις υλοποιήσει, αντικειμενικά, μόνο η Σύγχρονη  Εποχή. Δεν παίζουν όμως, σε καμία περίπτωση, ρόλο κάποιας έμμεσης πρότασης ή υπόδειξης για το τι πρέπει να γίνει.

Δεν ξέρω και δεν μπορώ να έχω γνώμη για τα κριτήρια με τα οποία παίρνονται οι αντίστοιχες αποφάσεις. Δεν μπορώ, όμως, να μη σημειώσω το "αδιέξοδο" κάποιων συντρόφων (οργανωμένων και μη) που "έχουν κάτι να πουν (ή να εκδώσουν)" αλλά αναγκαστικά είτε προχωρούν στη δαπανηρή λύση της "αυτοέκδοσης", είτε καταφεύγουν στην αγορά, όπου οι εναλλακτικές του είναι μετρημένα κουκιά (Τόπος, Καψιμί, Εντός και καμία ακόμα).

Κι επειδή δεν έχω (και δεν ψάχνω ακριβώς) την απάντηση στα παραπάνω, κλείνω βάζοντας απλώς τον προβληματισμό.