Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

ΔιαβάΖΩ άρα υπάρχω #2

Μικρές ψηφίδες για μερικά διαβάσματα των ημερών, χωρίς ιδιαίτερη αξία -οι σημειώσεις μου χωρίς αξία. Τα βιβλία εξαρτάται πώς θα το δει ο καθένας.


Στα «Πετροχελίδονα» ο Αραμπούρου αναπαράγει μεταξύ άλλων τη στερεοτυπική εικόνα ενός άτεγκτου κομμουνιστή πατερούλη που είναι προοδευτικός στα λόγια αλλά παραδοσιακός φαλλοκράτης, αντεστραμμένο είδωλο της (φρανκικής) εξουσίας που αντιμάχεται. Εν τω μεταξύ, δεν αναφέρεται καν σε έναν «σταλινικό εργάτη, θιασώτη της πατριαρχίας» λόγω των περιορισμών της θέσης και της μόρφωσής του, αλλά σε έναν άξεστο και εγωιστή καθηγητή, που είναι έτσι από άποψη -αν όχι από ιδεολογία.
Κι εσύ αναρωτιέσαι ποιος λογοτέχνης θα τολμήσει στην εποχή μας να αναδείξει την τρυφερή μορφή του κομμουνιστή πατέρα, τις άπειρες ευαισθησίες του και τον απροσμέτρητο ψυχικό του πλούτο, αυτά που έχει να προσφέρει στα παιδιά: πάντα λιγότερα από όσα θέλει και πάντα πιο πολλά από όσα μπορεί.

Σε κάποιο άλλο σημείο, ο Αραμπούρου αποφαίνεται ότι ο καπιταλισμός είναι χάλια, αλλά ο κομμουνισμός χειρότερος, γιατί δε σου αφήνει δικαίωμα στη διαφωνία, ενώ στον καπιταλισμό μπορείς τουλάχιστον να μη ζήσεις σαν καπιταλιστής! Άραγε να εννοεί σαν φτωχοδιάβολος, που «απολαμβάνει» την ελευθερία να μην έχει προνόμια; Σαν αρνητής τάξης, που κάνει φιλανθρωπίες και ζει φτωχικά από επιλογή του; Ή μήπως σε κάποια σοσιαλιστική νησίδα; (Δε δίνει διευκρινίσεις, είναι κυριολεκτικά απόφθεγμα, εκτός λογοτεχνικής ροής). Και τι σημαίνει άραγε να ζεις υποχρεωτικά σαν... κομμουνιστής στον κομμουνισμό; Ότι σε αναγκάζουν να μοιράζεσαι και να στερηθείς το δικαίωμα να εκμεταλλεύεσαι άλλους;

Λίγο παρακάτω, σε ένα άλλο απόφθεγμα καταλήγει: «είμαστε αριστεροί, αλλά όχι πάντα». Είναι ζήτημα, βέβαια, τι ορίζει ως «αριστερά» ένας «ντεκαφεϊνέ φιλελεύθερος» (δική του φράση) που χρησιμοποιεί το Podemos για να εφαρμόσει τη θεωρία των δύο άκρων και να κανονικοποιήσει το ακροδεξιό Vox. Κι ίσως είναι κατά βάθος λίγο «αναρχοκουβελικός» -σαν το παρανόμι ενός παλιού αναγνώστη του μπλοκ, αλλά μισεί θανάσιμα τον Φράνκο και τα σταγονίδιά του. Και χρειάζεται πολύ αυτή τη δεξιά, για να μας δείξει -μην αμφιβάλετε στιγμή- πόσο αριστερός είναι.

Διαβάζοντας τα «Πετροχελίδονα» έπεσα πρώτη φορά και στην έννοια του «ταξισμού», ένα είδος ρατσισμού προς τα κατώτερα στρώματα -την πλέμπα, τους εργάτες-, ενίοτε και από αριστερούς του σαλονιού. Υπάρχει όμως και ο «αντίστροφος ταξισμός», η γενικευμένη προκατάληψη ενάντια στους κακούς και άπληστους πλούσιους, η οποία τόσο φαίνεται να στενοχωρεί πχ τον Στάθη Καλύβα στη σειρά εκπομπών που επιμελείται για τη Μεταπολίτευση*.
Επιτέλους ένας ταξικός όρος, ίσως σκεφτούν κάποιοι, πέρα από τις συνήθεις αναφορές σε σεξισμό, ρατσισμό κτλ. Από την άλλη, είναι απλώς άλλη μια έννοια δίπλα σε άλλους -ισμούς, αντί να δούμε το ταξικό υπόβαθρο κάθε διάκρισης και καταπίεσης. Χώρια που καταλήγουμε να μην κρίνουμε ένα άτομο από την τάξη του αλλά για τις αρετές του -πχ το ταλέντο του Βαγγέλη να γράφει στίχους...
Αυτό που μας λείπει δεν είναι ο ταξισμός αλλά η ταξική συνείδηση. Η πιο στοιχειώδης που θα δίδασκε στους εργάτες μια μεγάλη (φαϊτκλαμπική) αλήθεια: πως το πρόβατο και ο λύκος δεν είναι φίλοι (και τα πρόβατα είναι τέτοια -για σφαγή- όσο μένουν χωρίς οργάνωση και όχι όταν κατεβαίνουν μαζικά στον δρόμο). Κι είναι καιρός να κοπεί ο «ανάποδος ταξισμός», που βγάζει τα αφεντικά διαχρονικούς φίλους και ευεργέτες μας -που η αόρατη χειρ της αγοράς να μας κόβει μισθούς και να τους δίνει κεφάλαια να λιμνάζουν, να φέρνουν κρίση και νέο ψαλίδι στους μισθούς.

(*μικρή παρένθεση στη ροή της ανάρτησης.
Ο Καλύβας στενοχωριέται επίσης για την παρεξηγημένη έννοια της «τάξης» -όπως λέμε «νόμος και τάξη». Δεν ασχολείται όμως με τάξεις, όπως η εργατική, και αν πρέπει να μιλήσει για τις κυρίαρχες, το πολύ-πολύ να χρησιμοποιήσει τον όρο «ελίτ». Είμαστε πολύ μακριά από την εποχή που ο Μαρξ έλεγε πως αυτός δεν ανακάλυψε την πάλη των τάξεων, αλλά ότι αυτή υποχρεωτικά θα οδηγήσει στη δικτατορία του προλεταριάτου. Πλέον κάθε τι ταξικό είναι ύποπτο και εξοβελίζεται από τον δημόσιο λόγο.

Και όσο για τα κακώς κείμενα που μας περιβάλλουν, φταίνε πάντα κάποια πρόσωπα, τα οποία μπορούν να αλλάξουν, αλλά ποτέ το σύστημα. Γιατί όταν λέμε πως φταίει το σύστημα, τότε δε φταίει κανείς και βγαίνουν όλοι λάδι. Οπότε καλύτερα να λέμε ότι φταίει ο τάδε και ο δείνα, για να αφήσουμε το σύστημα στο απυρόβλητο...)

-Ίσως κουράζει η επανάληψη, αλλά η μεγαλύτερη προσφορά του Καμιλέρι στο νουάρ είναι πως το απαλλάσσει από τη μαυρίλα του, την επιτηδευμένη σκοτεινιά που περνιέται για βαθυστόχαστη. Με υλικά από την καθημερινή ζωή, που είναι γεμάτη φαγητά, φωνακλάδες γείτονες, ηλίθιους μπάτσους, δημοσιογράφους - κοράκια, κουτσομπόλες θείτσες, ερωτικά πάθη, όλα τόσο παρόντα και οικεία στα καθ’ ημάς, σαν τους μαφιόζους.

Η πραγματική ζωή δεν έχει γαμάτους μοιραίους τύπους, αυτοκαταστροφικούς πλην ακαταμάχητους -πρωτίστως για το άλλο φύλο. Ίσως έχει πολλούς που θα ήθελαν να είναι τέτοιοι και βαυκαλίζονται πως το κατάφεραν ή το καταγράφουν στη λογοτεχνική φαντασία τους, με υπεργαμάτα alter ego, όπου το όνειρό τους παίρνει εκδίκηση από τη ζωή -αλλά αυτό είναι άλλη υπόθεση που δεν αφορά κανέναν από το αναγνωστικό κοινό.

Ταυτόχρονα, ο Καμιλέρι δε χάνει από τα χέρια του το νυστέρι της κοινωνικής κριτικής, γιατί τα πιο σοβαρά πράγματα μπορούν να ειπωθούν σαν αστεία, με κωμικό τρόπο. Κι είναι πολύ σπουδαίο να μην περνιέσαι για σπουδαίος και να μην έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου ή για το κομμάτι προσοχής που του αντιστοιχεί -είτε είσαι λογοτέχνης, είτε όχι. Για αυτό ήταν σπουδαίος ο Σιτσιλιάνος -παρά τις αντινομίες του.

-Ένα σωρό κόσμος (δηλαδή καμιά δεκαριά βιβλιοκριτικοί) μιλάνε για το Deepfake του Μαλαφέκα, αλλά η σωστή σειρά απαιτεί να πιάσεις τις περιπέτειες του Μιχάλη Κρόκου από την αρχή και το «Δε λες κουβέντα». Ξεκινώντας, είχα συνεχείς συνειρμούς με το ΦΕΚ και το «μήλο φιρίκι» της Φρουτοπίας (του έφυγε το «ρι» και έγινε φύκι...), αλλά ήμουν λίγο μαλάκας. Οκ, δε βρήκα πολλά επιχειρήματα για να αντικρούσω το κλισέ ότι δεν έχουμε σπουδαία λογοτεχνία στην Ελλάδα. Ήταν έξυπνο, ευκολοδιάβαστο, με ωραία γραφή, αλλά ήθελα λίγο παραπάνω κριτική για την Documenta, λίγο πιο αιχμηρό λόγο, λίγο λιγότερο μοιραίο ήρωα. Του έδωσα όμως δεύτερη ευκαιρία, μεταξύ άλλων γιατί η Μεσακτή καταπιάνεται με την Ικαρία, τους φασαίους, ξώφαλτσα με τους Κνίτες, και προπαντός με το ελληνικό καλοκαίρι, που είναι πιο αθάνατο και από λογοτεχνία -σιγά πόσοι διαβάζουν βιβλία στην ξαπλώστρα, στην τελική.

Και τώρα, φέρτε μας το Deepfake.

-Τι γνώμη έχεις για τον Φαζαρντί; Αρκετά καλή. Αλλά...

Δεν είναι ότι δε γράφει ωραία. Δεν είναι ότι δεν έχει πολιτικό στίγμα -εννοείται πως έχει και είναι η βασική απόλαυση που προσφέρουν τα βιβλία του- ή ότι πρόδωσε τα ιδανικά της νιότης του, σαν τον Κον Μπεντίτ και άλλους εκείνης της γενιάς του Μάη. Δεν είναι ότι δεν περνάς καλά γυρνώντας τις σελίδες, με λίγο βιτριολικό χιούμορ -χωρίς το «λίγο» εν προκειμένω. Ούτε πως είναι πρόβλημα τα εσωτερικά αστεία και οι συνειρμοί που δύσκολα πιάνεις αν δεν έχεις προσλαμβάνουσες από τη γαλλική κουλτούρα, ιστορία και επικαιρότητα.
Είναι απλώς ότι κάποια από αυτά μοιάζουν πιο πολύ με χαβαλέ, προορισμένα για τον κύκλο μιας παρέας και όχι ενός αναγνωστικού κοινού. Κι αναρωτιέσαι αν αρκούν ως πρώτη ύλη για να φτιάξουν πραγματικά καλή λογοτεχνία.
Αλλά γιατί να βάζουμε πάντα τόσο ψηλά τον πήχη -σοσιαλισμός ή τίποτα; Και ποιος είπε ότι οι ενδιάμεσοι στόχοι δεν προσφέρουν μια κάποια -κάθε άλλο παρά ένοχη- απόλαυση;

-Αν διαβάσεις κριτικές και σχόλια αναγνωστών για την «αλήθεια για την υπόθεση του Χάρι Κέμπερτ», πιθανότατα θα δεις τα πάντα και τα αντίθετά τους. Και το καλύτερο είναι πως ισχύουν όλα και έχουν δίκιο, από τη σκοπιά που το λένε. Κυλάει πολύ εύκολα, έχει εντυπωσιακές ανατροπές -σε κάποιο σημείο μου θύμισε την ταινία «Knives Out»- αλλά ίσως μια-δυο παραπάνω από όσες θα έπρεπε. Και παράλληλα έχει μάλλον αδύναμους -σε κάποιες πτυχές τους- χαρακτήρες, πρόζα, ιστορία αγάπης και κριτικό στίγμα. Κι επίσης, αρκετές επαναλήψεις, εμπλουτισμένες όμως, και με λόγο ύπαρξης.

Δεν ξέρω αν θα το συνιστούσα -σίγουρα πάντως δε θα απέτρεπα κάποιον να το διαβάσει- ούτε αν θα δοκίμαζα άλλο βιβλίο του Ζοέλ. Μου άφησε την ίδια γεύση που μου αφήνουν αρκετές φορές τα βιβλία του Πατάκη. Σχετικά αξιόλογα, σχετικά εύπεπτα, σπανίως «πατάτες» ή εντελώς αδιάφορα -εκτός από κάποιες αβάσταχτες εκδηλώσεις ναρκισσισμού του Μίμη.

Σε κάποια σημεία το βιβλίο μοιάζει με λογοτεχνικό «Inception» -ένα βιβλίο που μιλάει για έναν συγγραφέα που ψάχνει τι να γράψει και εμπνεύστηκε από τον συγγραφέα ενός άλλου βιβλίου και ασχολείται μεταξύ άλλων με την ιστορία της συγγραφής του, για να βρει τελικά πως το έγραψε κάποιος άλλος. Παρεμπιπτόντως, αναφέρεται και στους αόρατους συγγραφείς -ghost writers- που βγάζουν τη βρώμικη δουλειά για κάποιο μεγάλο όνομα και συμπληρώνουν τα κενά της έμπνευσής του. Άλλος ένας «κλάδος» που μπορεί να πληγεί άμεσα από την τεχνητή νοημοσύνη -βλέπε και στη συνέχεια του κειμένου. Αν και το βασικό πρόβλημα στην έμπνευση δεν είναι η μηχανή που γράφει σαν άνθρωπος -και τον υποκαθιστά- αλλά το ακριβώς αντίστροφο...

-Τι κάνεις όταν δε σου πάει -και δεν πας ένα βιβλίο; Πόσο μάλλον όταν είναι βραβευμένο και κερδίζει εγκωμιαστικά σχόλια από όσους το διάβασαν; Όταν σκοντάφτεις, το αφήνεις και συνεχίζεις με κάτι άλλο -γιατί η ζωή είναι πολύ μικρή για να διαβάσεις όσα θέλεις; Ή εν τέλει νικάει ο ψυχαναγκασμός σου να μην αφήνεις μισές δουλειές; Κι αν στο έχει συστήσει εκείνος ο υπάλληλος-μορφή στην «Πολιτεία» -εσένα και καμιά εκατοστή πελάτες ακόμα- στο τμήμα Α’ της λογοτεχνίας, που κατάφερε να κάνει σχεδόν μόνος του ευπώλητη (best seller) την επανέκδοσή του; Κι αν προέρχεται από τη λατρεμένη Γιουγκοσλαβία; Αν επιμένουν όλοι να βλέπουν ανυπέρβλητες αρετές και υψηλά νοήματα που εσύ δεν έφτασες ποτέ όσο ξεφύλλιζες αδιάφορα τις σελίδες, με ένα κράμα βιαστικής βαρεμάρας, για να τελειώσουν επιτέλους -και δεν ήταν καν πάνω από 100; Νιώθεις τότε λειψός, ότι χάνεις κάτι, λόγω δικού σου λάθους; Κι αν φταίει ότι μοιάζει με κινηματογραφικό σενάριο, αλλά εσύ δεν ήσουν ποτέ σινεφίλ και δε σου άρεσε καμιά ταινία -μέχρι αποδείξεως του εναντίου- και δε σύγκρινες το χαρτί με καμία οθόνη; Αν πάλι φταίει ότι δε συνέπεσες - συναντήθηκες ποτέ και πουθενά με τον υπαρξισμό -φιλοσοφικά ή λογοτεχνικά μιλώντας;

Όλα αυτά είναι σκέψεις με αφορμή (ότι διάβασα) τη νουβέλα «Στόμα γεμάτο χώμα». Και αν χρειάζεται ένα δεύτερο δείγμα -που να ταιριάζει με τα παραπάνω- θα έλεγα το «Άμστερνταμ» του Μακ Γιούαν -βραβευμένο με Booker, που μόνο ασφαλής σύμβουλος δεν είναι τελικά. Αλλά περί ορέξεως κολοκυθόπιτα -και αυτός είναι ο βασικός λόγος που την αντιπαθούσα για πολλά χρόνια -είτε γλυκιά είτε αλμυρή- μέχρι να δω το αληθινό φως και να αναθεωρήσω. Για την κολοκυθόπιτα, όχι για αυτά που διάβασα...


-Είναι μια καλή ευκαιρία να μπουν εδώ κωδικοποιημένα κάτι υστερόγραφα που μου είχαν μείνει για τον Οπενχάιμερ -από την ιστορία του «Ο» -κι αυτό ανάγνωσμα των ημερών ήταν και από τα πιο ενδιαφέροντα.

Ήδη πριν τον Αύγουστου του ’45, οι ΗΠΑ είχαν ισοπεδώσει με... συμβατικούς βομβαρδισμούς το Τόκιο και άλλες πόλεις της Ιαπωνίας, με (πολλές) δεκάδες χιλιάδες θύματα, αμάχους στη συντριπτική τους πλειοψηφία. Κάτι που συνέβαλε στο να αμβλυνθούν οι επιστημονικές αντιδράσεις-διαφωνίες για την ρίψη της πυρηνικής βόμβας σε αστικά κέντρα, καθώς δε θα άλλαζε δραματικά η λογική και η στόχευση των επιθέσεων...

Η βασική ιδέα του Οπενχάιμερ και των περισσότερων επιστημόνων - συνεργατών του ήταν να συμμετέχουν στο ατομικό πείραμα, για να συμβάλουν στην ήττα της ναζιστικής Γερμανίας, με τον φόβο ότι ο Χίτλερ μπορεί να αποκτούσε πρώτος το υπερόπλο της βόμβας και την εικασία ότι οι Ναζί είχαν σχετικό προβάδισμα, υπό την καθοδήγηση του Χάιζενμπεργκ. Ωστόσο, μετά τη συντριβή τους, την άνοιξη του ’45, οι ίδιοι επιστήμονες προβληματίζονταν για το νόημα της δικής τους συμμετοχής, την ολοκλήρωση του προγράμματος και τις σκοπιμότητες που θα υπηρετούσε.

Τόσο ο Οπενχάιμερ όσο και άλλοι φυσικοί είχαν σαφή άποψη για το μελλοντικό status quo των πυρηνικών, πιστεύοντας πως η σχετική γνώση έπρεπε να διαμοιραστεί σε όλα τα κράτη και να συγκροτηθεί ένα διακρατικό όργανο, ώστε να υπάρχει ένα είδος κεντρικής διαχείρισης της πυρηνικής ενέργειας, στο πλαίσιο και τη λογική που είχε η δημιουργία του ΟΗΕ. Προειδοποιούσαν ότι σε αντίθετη περίπτωση, το αποτέλεσμα θα ήταν μια κούρσα διαρκείας χωρίς τέλος για τη διατήρηση ή την εξουδετέρωση του «πυρηνικού πλεονεκτήματος» -όπως ακριβώς και έγινε.

Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων στο πυρηνικό πρόγραμμα των ΗΠΑ είχε αυξημένο αίσθημα κοινωνικής ευθύνης και την πεποίθηση ότι συνεχίζουν τον πόλεμο ενάντια στον φασισμό με άλλα μέσα. Σε μεγάλο βαθμό εξαπατήθηκαν από την κυβέρνηση των ΗΠΑ για τον τρόπο χρήσης του όπλου, ενώ απογοητεύτηκαν εν μέρει από τους χειρισμούς και τις διαπραγματεύσεις του Οπενχάιμερ στις αρμόδιες επιτροπές, καθώς τον είχαν εμπιστευτεί ως ένα είδος εγγυητή, για να μην παρεκτραπεί το πρόγραμμα από τους αρχικούς του στόχους.

Κατά συνέπεια, δεν έχουμε να κάνουμε με το «δράμα» ενός επιστήμονα που βαυκαλίζεται πως η επιστήμη του είναι ουδέτερη και δεν μπορεί να ελέγξει τις δυνάμεις που απελευθερώνει ή να προβλέψει τους συγκεκριμένους τρόπους χρήσης μιας ανακάλυψης - εφεύρεσης, από τον άνθρωπο -sic- γενικά και αόριστα. Έχουμε να κάνουμε με το δράμα της ανθρωπότητας συνολικά που βλέπει τα ισχυρά οικονομικά-γεωπολιτικά συμφέροντα να εγκλωβίζουν την γνώση και να την αξιοποιούν για το κέρδος τους, ακόμα και αν αυτό περνάει από τη μαζική καταστροφή κρατών, λαών και του πλανήτη συνολικά.

Το βιβλίο παίρνει περίπου ως δεδομένη την επίσημη αρχή όλων των κυβερνήσεων των ΗΠΑ ότι είναι επιλήψιμο -και μάλλον ύποπτο- να δηλώνει κάποιος κομμουνιστής και να δρα ως τέτοιος. Συνεπώς αφιερώνει αρκετό χώρο για να δείξει πως ο Οπενχάιμερ ήταν απλός συνοδοιπόρος, που είχε διακόψει κάθε σχετική επαφή ή δραστηριότητα, και ελάχιστα σημεία για να υποβάλει σε κριτική αυτή την εδραιωμένη πίστη, που χρεώνεται εν πολλοίς στο κλίμα του μακαρθικού παροξυσμού παρά στη γενική στρατηγική των ΗΠΑ.

Στην πραγματικότητα, όμως, αν μπορούμε να «κατηγορήσουμε» για κάτι τον Όπι δεν είναι για τις αρχές που είχε στα νιάτα του -και συνέχισαν να τον επηρεάζουν ως ένα βαθμό και αργότερα- αλλά γιατί δεν άντεξε την πίεση που του ασκήθηκε και σταδιακά τις εγκατέλειψε. Δεν έβαλε ποτέ αποφασιστικό βέτο -αν υποθέσουμε ότι είχε τέτοια δυνατότητα- για τη ρίψη της βόμβας σε αστικά κέντρα, επιχειρεί να εξευμενίσει τους ανακριτές του -αντί να χολωθεί με την έλλειψη εμπιστοσύνης και την υποτιμητική στάση τους-, πασχίζει να φανεί νομιμόφρων και να παραγράψει το ριζοσπαστικό παρελθόν του με διακηρύξεις που διατηρούν το δικό του ύφος αλλά δεν απέχουν πολύ από δηλώσεις μετανοίας-φρονημάτων.

Εσωτερικεύει ως ένα βαθμό την πίεση και τις σταθερές των αντιπάλων του, ασπάζεται και παρουσιάζει πλέον ως δικές του τις απόψεις τους για την πυρηνική στρατηγική των ΗΠΑ ή τη φύση της ΕΣΣΔ, εγκαταλείποντας την προηγούμενη αντιφασιστική, «λαϊκομετωπική» προσέγγισή του. Υιοθετεί ακόμα και μια σχεδόν στρατιωτική εμφάνιση με κοντοκουρεμένη κόμη, μακριά από τα ατίθασα, ατημέλητα μαλλιά που είχε. Κι ενώ καταρρέει, ψυχικά και οργανικά, από το κυνήγι μαγισσών που εξαπολύεται (και) εναντίον του, συνεχίζει την προσπάθεια να αποδείξει ότι αξίζει την εμπιστοσύνη όσων τον βάζουν στο στόχαστρο και τον διώκουν και να διασκεδάσει τις «αρνητικές» εντυπώσεις που είχε δημιουργήσει η παλιά του δράση.

Όταν μιλάμε, λοιπόν, για θρίαμβο και τραγωδία του Ρόμπερτ Οπενχάιμερ -που είναι και ο τίτλος του βιβλίου- αυτά δεν έχουν να κάνουν με την άνοδο και την πτώση του, αλλά με το προσωπικό-συλλογικό δράμα που βιώνει, που το συμπύκνωσε πολύ εύστοχα σε μια φράση ο Αϊνστάιν.

Ο Όπι αγαπάει μια γυναίκα που δεν τον αγαπά: την αμερικανική κυβέρνηση!


-
Να κλείσω με τα πρακτικά της ημερίδας της ΚΝΕ για την τεχνητή νοημοσύνη; Όχι, γιατί είναι τεράστιο θέμα που θέλει ειδική ανάλυση και ανάρτηση. Ως ορεκτικό, όμως, ας αναλογιστούμε πόσο μη τυχαίο και αθώο είναι το γεγονός ότι οι ΗΠΑ «εξορίζουν» ουσιαστικά το κινέζικο Τικ-Τοκ από την επικράτειά τους, στο πλαίσιο ενός «ψηφιακού πολέμου» -που συνεχίζει με άλλα μέσα τη μεταξύ τους σύγκρουση. Αλήθεια, όμως, πώς θα κάλυπταν τα πάντα ανεξάρτητα ΜΜΕ το θέμα αν οι βασικοί ρόλοι (ΗΠΑ, Κίνας) ήταν αντίστροφα κατανεμημένοι;

Δεν υπάρχουν σχόλια: