Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πανσπουδαστική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πανσπουδαστική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2023

El maestro de kolotoumba – Ένας Παπακαλιάτης της πολιτικής

Λίγο πριν σβήσουν τα φώτα, ο Ανδρουλάκης στρέφει ξανά τους προβολείς πάνω του, γιατί δεν μπορεί να ζήσει χωρίς την προσοχή μας, και κάνει τα πάντα για να την τραβήξει, με μια σειρά επικοινωνιακά ταρατατζούμ και διαβολικά κόλπα, που τα αγιάζει ο ιερός σκοπός των πωλήσεων.

-Μη! Μη Μίμη! Όχι τον Μίμη! Είναι παγίδα…

Το βιβλίο του Ανδρουλάκη ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των προϊόντων που επιβεβαιώνουν τον κανόνα πως δεν υπάρχει αρνητική διαφήμιση. Ντόρος να γίνεται, οι πωλήσεις να ανεβαίνουν. Και κάθε αναφορά, θετική ή επικριτική, βοηθάει σε αυτόν τον σκοπό. Ιδίως αν είναι επικριτική. Διόλου τυχαία, το βιβλίο του θεωρείται από τα πλέον πολυσυζητημένα της χρονιάς που έριξε αυλαία πριν από λίγες μέρες.

Αν όλος αυτός ο ντόρος ήταν μια παγίδα για να πάρει το βιβλίο ο κόσμος από περιέργεια, η κε του μπλοκ έπεσε με τα μούτρα, και βασικά συνειδητά, εν γνώσει των συνεπειών. Και αν εξαρτάται από τη δική της γνώμη – συμβουλή το αν θα πέσουν και άλλοι, θα ήταν σε δίλημμα για την τελική της απόφα-ν-ση: Θα μπορούσε ίσως, αλλά όχι σε αυτήν την τιμή. Μπορείτε να το δανειστείτε από άλλον. Ή να περιμένετε να φύγει από την ενιαία τιμή –και την επικαιρότητα. Αλλά ως τότε θα έχει βγει κι ο δεύτερος τόμος, με επιπλέον λόγους να στολίζουμε τον συγγραφέα.

Σε κάθε περίπτωση, μπορούμε να δούμε κάποιες παραμέτρους και να ξαναδούμε στο τέλος το ερώτημα προς τα πού γέρνει η πλάστιγγα. Στη σωστή πλευρά της ιστορίας, είναι a priori η σωστή απάντηση. Και ο Μίμης έχει πολλά χρόνια που την εγκατέλειψε συνειδητά, θεωρώντας πως βουλιάζει κι ας κατέληξε ο ίδιος ναυάγιο –αν δηλαδή ήταν ποτέ ουσιαστικά οργανικό της κομμάτι, υπηρετώντας κάποιον σκοπό πέρα από τις δικές του φιλοδοξίες.

Ξεκινώντας να διαβάζεις ένα βιβλίο του Μίμη, δεν είσαι απλά υποψιασμένος αλλά περίπου βέβαιος για αυτά που θα συναντήσεις και πως κάποια στοιχεία θα εμφανιστούν νομοτελειακά, όπως οι βασικές, υποχρεωτικές κινήσεις στο πρόγραμμα του καλλιτεχνικού πατινάζ. Κι αν δεις τριπλό άξελ και κυβιστήσεις, από άτομα που ξεχνάνε σε μια νύχτα τις πολιτικές τους αρχές, θα σου φύγει το καφάσι του Γιατρομανωλάκη…

Ξέρεις πχ πως θα φας υποχρεωτικά στη μάπα μπόλικη εγωπάθεια και ναρκισσισμό και ότι όλες σχεδόν οι γυναίκες υποκύπτουν στην ακαταμάχητη γοητεία του Μίμη, όπως περίπου συμβαίνει στα σίριαλ του Παπακαλιάτη: από δεξιές, κεντρώες μέχρι αριστερές, και από μάνες μέχρι παιδιά στην ενηλικίωση –για να μη γίνουν δυσάρεστοι συνειρμοί με τον Λιγνάδη.

Ελάχιστες εκπλήξεις και (οπορτουνιστικές) παρεκκλίσεις μπορεί να περιμένει κανείς από αυτό το σενάριο. Πχ να πει ο Ανδρουλάκης νάρκισσο κάποιον άλλον (τσεκ, γίνεται στο εν λόγω βιβλίο) και ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα. Ή να πει κάποια πρωταγωνίστρια τον Παπακαλιάτη «μαλάκα» (τσεκ, σε μια από τις ταινίες του). Αυτό το τελευταίο είναι κάτι που λείπει πραγματικά από τα βιβλία του Μίμη, οπότε συμπληρώνουν το κενό αναγκαστικά οι αναγνώστες του.

Σε έναν δίκαιο κόσμο (αλλά δε ζούμε σε τέτοιον) το επόμενο σίριαλ του Χριστόφορου θα ήταν για τη ζωή του σύντεκνου, συντοπίτη Μίμη, που είναι γεμάτη περιπέτεια και περιστατικά από τις ζωές των άλλων (όχι την ταινία, κυριολεκτικά). Κι εσύ να ψάχνεις να βρεις από ποια ταινία/σειρά έκλεψε ο ένας τις σκηνοθετικές ιδέες του και από ποιον σύντροφο ο άλλος τις αναμνήσεις «του». Να κάνει ο Καταλειφός τον Χαρίλαο, η Καβογιάννη την Αλέκα στον ρόλο της ζωής της, και η Χαρούλα Αλεξίου τη Δαμανάκη (ωχ θε μου, θε μου), που φεύγει (από το Κόμμα) και αφήνει πίσω της συντρίμμια… αλλά γκρεμίζει έκτοτε ό,τι βρει στο διάβα της, από τον Συνασπισμό ως το κραταιό ΠΑΣΟΚ. Και ο Παπακαλιάτης, ως Ανδρουλάκης και άνδρακλας μαζί, να πετάει ατάκες για την «Παπαρήγα την καλή», όπως στους Απαράδεκτους, γιατί καλό είναι να τα έχεις καλά με το Κόμμα. Και όταν δεις πως δεν έχει προσβάσεις στο σύστημα, να φεύγεις τρέχοντας σαν ποδοβολητό Σελήνης και σαν τον Μίμη το ’91. Ήσουν ποντίκι και δεν το ήξερες

Μια σειρά για τον Μαέστρο της πολιτικής κυβίστησης, που ήταν συμπτωματικά μέλος-και όχι αρχηγός- μιας Κόκκινης Ορχήστρας, και εδώ και τρεις δεκαετίες γράφει ένα βιβλίο κάθε χρόνο κατά μέσο όρο, γιατί πρώτα ζούμε και μετά γράφουμε. Και ο Μίμης, που έζησε δέκα ζωές στα νιάτα του (μαζί με αυτές που έκλεψε), δεν έχει σοβαρή ενεργό πολιτική δράση από το ’93, κι ας πέρασε για λίγο απ’ τη Βουλή, κι ας φαντασιώνεται ότι είναι μια δεξαμενή πολιτικής σκέψης από την οποία αντλούν οι μεγάλοι πολιτικοί ηγέτες (ε, πρόεδρε!). Έτσι, ελλείψει ζωής αφιερώθηκε στο β’ ημίχρονο στη συγγραφή και ελλείψει άλλων αξιών εξαργύρωσε όσα κρυμμένα τιμαλφή είχε στο πολιτικό γιουσουρούμ, για ένα κυβερνητικό κουστούμ'.

Συνεπώς, όταν ισχυρίζεται πως σπάει τη σιωπή του για τον φάκελο του Πολυτεχνείου, 49 χρόνια μετά από τα γεγονότα (ούτε καν 50, σαν παραχώρηση σταδίου σε ΠΑΕ), το μόνο που σπάει είναι το ρεκόρ φλυαρίας του και τα νεύρα των άλλων. Μας το επιβεβαιώνουν οι παλιοί του σύντροφοι στην κοινή επιστολή 15 βετεράνων αγωνιστών της Αντι-Εφεε, όπου γράφουν:

"Ο ίδιος υποστηρίζει πως μιλάει για πρώτη φορά ύστερα από 49 χρόνια, προφανώς για να δώσει μια ακόμη δραματική ένταση στη «μαρτυρία» του. Τον διαψεύδει ο εαυτός του. Καθένας που ενδιαφέρεται μπορεί να ανατρέξει στις πολλές προηγούμενες και έντυπες δημόσιες αφηγήσεις του. Σε αυτές, όπως και στην τωρινή, προσθέτει ή αφαιρεί σκηνές από τον αντιδικτατορικό βίο του ανάλογα με τις πολιτικές ή προσωπικές επιδιώξεις του της στιγμής."

Το επιβεβαιώνει και ο ίδιος –όπως λέει το κείμενο των 15-, αγωνιώντας να διαφημίσει παλιότερα βιβλία του και γεμίζοντας το τελευταίο με αναφορές-παραπομπές σε αυτά. Πιστοποιεί έτσι ότι δεν πρόκειται για άγνωστες ιστορίες από την κρύπτη του κινήματος, αλλά για πολυκαιρισμένα τεύχη που έχει ξαναπουλήσει –σιγά μην τα άφηνε- και τα επαναφέρει ως καινούρια, σαν τα κομματάκια του Τείχους του Βερολίνου, που δεν τελειώνουν ποτέ. «Είμαι ένα από αυτά», θα μπορούσε να μας διηγηθεί σε ένα μελλοντικό βιβλίο του ο Μίμης, για να αποκτήσει συλλεκτική αξία ως πυρότουβλο. Ενώ και ό,τι καινούριο γράφει, μάλλον δεν είναι καν δικό του αυθεντικό βίωμα, όπως σημειώνει το ίδιο κείμενο των 15, αποδίδοντάς του ως ρετσινιά την ωραία λέξη «κλεπτομνήμων».

"Ο Μίμης Ανδρουλάκης αναφέρεται σε πολλά και σε πολλούς. Για τα περισσότερα όμως δεν παραθέτει καμία ιστορική πηγή. Κανένα αντικειμενικό στοιχείο που να επιβεβαιώνει τα λεγόμενά του. Αντί αυτού λειτουργεί ως αδίστακτος κλεπτομνήμων, υφαρπάζοντας αφηγήσεις άλλων που παρουσιάζει δικές του ως προσωπικές μαρτυρίες προκειμένου να δώσει ισχύ στους αναπόδεικτους ισχυρισμούς του. Τσιμπολογάει περιστατικά και φράσεις, τα μεταπλάθει σε διαλόγους, που παραθέτει εντός εισαγωγικών, και τα πλασάρει με τρόπο που να φαίνεται ότι ήταν «αυτόπτης μάρτυς». Και όπου δυσκολεύεται ή δεν έχει υλικό προς απαλλοτρίωση που να τον βολεύει ή θέλει να προσδώσει μεγαλύτερη δραματική ένταση στα λεγόμενά του, καταφεύγει στο ακόμα πιο εξωφρενικό: επικαλείται λόγια που του έχουν δήθεν «εκμυστηρευτεί» ή «εξομολογηθεί» ακριβοί σύντροφοι που από χρόνια δεν βρίσκονται στη ζωή και, φυσικά, δεν μπορούν ούτε να τον διαψεύσουν ούτε να τον επιβεβαιώσουν."

Ξεκινώντας λοιπόν την ανάγνωση, είσαι προετοιμασμένος για όλο το αμίμητο πακέτο του Μίμη. Απύθμενο εγωκεντρισμό, ναρκισσισμό, κοπέλες που ανακαλύπτουν το σημείο G τους ανάμεσα στα αυτιά και το μυαλό τους με όσα λέει ο Μίμης (πού και να είχε δηλαδή το παράστημα του Μίκη και του Χαρίλαου –ή έστω του Χριστόφορου) και πέφτουν ανάσκελα. Φαφλατάδικες αναλύσεις επί παντός του επιστητού και επιστημονικού πεδίου, που θα ήταν ίσως ευχάριστες, λογοτεχνίζουσες συγγραφικές ασκήσεις, αν δεν τις πλάσαρε με το αλαζονικό ύφος της αυθεντίας. Και προφανώς αντικομμουνισμό με το βαμβάκι, θεωρητική υπέρβαση του Μαρξ (ιδεολογικό ΜΑΤ σε δυο σελίδες) και άπειρα προσωπικά κατορθώματα. Εσείς γνωρίζατε πως ο Μίμης έγραψε περίπου μόνος του όλη την έκθεση του ΚΚΕ για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου το ’76, αλλά την άλλαξε αριστοτεχνικά ο Φαράκος στα κρίσιμα σημεία; Διάβασε Μίμη, και θα δεις…

Ο –κατά Μίμη- Μίμης δεν είχε (απλώς) παντού και πάντα δίκιο. Είχε σταθερές αμετακίνητες αρχές και αξίες, που ακολουθούν ευέλικτα τις πολιτικές του μετακινήσεις. Πολεμούσε πάντα την Ανατολασία, με τις σημερινές του σοσιαλδημοκρατικές ιδέες, πάλευε μέσα από το Κόμμα για την οργανωτική του υπέρβαση (να μια ενδιαφέρουσα ομολογία) και για έναν νέο πολιτικό αστερισμό της νέας Αριστεράς, χωρίς στεγανά και ένα μόρφωμα χωρίς μορφή, όπως ταιριάζει σε όσους παίρνουν το σχήμα του συρμού.

Εισαγωγικά ο Ανδρουλάκης σημειώνει πως εμείς είμαστε οι άλλοι (που ίσχυε ακριβώς επί λέξει στο 13ο Συνέδριο, όταν τόσα στελέχη πέρασαν στην άλλη όχθη του Αχέροντα και έλεγαν για μας πως έχουμε πεθάνει). Είμαστε δηλαδή το άθροισμα των ανθρώπων που μας περιβάλλουν και μας επηρεάζουν. Ο κύκλος μας καθορίζει την προσωπικότητα και τις προσλαμβάνουσές μας, άλλο αν τελικά άπαντες υπάρχουν για να εγγράφονται στον κύκλο του Ανδρουλάκη, που τους επισκιάζει σα φωτεινός (ανατέλλων) ήλιος – παντογνώστης.

Όλα αυτά τα ξέρεις εκ των προτέρων. Τα συνυπολογίζεις, οπλίζεσαι με υπομονή και μαζοχισμό για να τα αντιμετωπίσεις και περιμένεις κάποια αποζημίωση από τυχόν παράπλευρα οφέλη: κάποιο ενδιαφέρον κουτσομπολιό, ένα ζουμερό παρασκήνιο, μια ωραία ιστορία με γαργαλιστικές λεπτομέρειες, από αυτές που άκουγες μικρός για το 13ο Συνέδριο για να αδειάσεις το πιάτο σου, και σε τρέφουν πολιτικά(ντικα), με αστικό πατατάκι –και ξύγαλο στο Γιουσουρούμ (όχι αυτό που ξεπουλήθηκε ο Μίμης).

Μια τέτοια ιστορία, για παράδειγμα, μου είπε μεταξύ τύρου και ξύγαλου ένας σφος, για το Κόμμα (ένα είναι το Κόμμα) και το Συνέδριο (ένα είναι το Συνέδριο, τότε που ήμασταν από δυο κόμματα κομματικοί και παραλίγο να μέναμε χωρίς κόμμα), που παιζόταν ποιος θα έχει τους συσχετισμούς. Και οι σφοι στο αυτοκίνητο που μετέφερε τους αντιπροσώπους της οργάνωσης από την επαρχία, κοιτάζονταν καχύποπτα μεταξύ τους, πεθαμένες καλησπέρες που έλεγε και ο Άλκης, μέχρι που μια τυχαίως (;) ερριμμένη ατάκα επιβεβαίωσε πως ήταν όλοι από τη σωστή πλευρά της ιστορίας –που δεν τελείωσε το ’89- και έλιωσαν αυτομάτως οι πάγοι και το ψυχροσυντροφικό κλίμα. Έναν αναθεωρητή είχαμε μόνο, πάει, τον πήραν χτες, έφυγε...

Κι ελπίζω να μη δω τώρα γραμμένη την ιστορία στο επόμενο βιβλίο του Μίμη…

Μια τέτοια ιστορία, για αντιπαράδειγμα, δεν είναι οι οικογενειακές καταβολές του Ανδρουλάκη, που παρατίθενται επί μακρόν, με εξαντλητικές (για τον αναγνώστη) λεπτομέρειες και ακατάσχετη φλυαρία, που συνδέει γενεαλογικά τον Μίμη με όλα τα επαναστατικά γεγονότα του νησιού –κι όχι μόνο- δείχνοντας πως α. στην Κρήτη είναι όλοι ένα τεράστιο σόι με ενδοοικογενειακές αντιθέσεις και βεντέτες και β. ότι ο αθεράπευτος ναρκισσισμός του Μίμη επεκτείνεται στο οικογενειακό του δέντρο, που είναι ολόκληρο δάσος. Κι ας μην έχει κορμο-στασιά δέντρου ο ίδιος, παραπέμποντας μάλλον σε ναρ-κισσο ως πρόσωπο (απλή συνωνυμία με το γνωστό ρεύμα) και δη αναρριχητικό, για να ανέβει γρήγορα στην ιεραρχία.

Όλα αυτά αποτελούν θεωρητικά καρπό πολύχρονης προσωπικής μελέτης του συγγραφέα για τις ρίζες του, αλλά η πολυσέλιδη έκθεσή τους καταλήγει τόσο ανιαρή, που κάποια στιγμή χάνεις τον μπούσουλα με τόσα ονόματα –όπως βασικά και με κάθε τι που δε σου τραβά το ενδιαφέρον.

Εδώ μπορεί να βρει κανείς ένα κλασικό δείγμα ατόφιας κακής λογοτεχνίας, με αδύναμους και ελάχιστα ρεαλιστικούς διαλόγους μεταξύ του Μ.Α. (που είναι μια διαλεκτικά αντεστραμμένη ΑΜ, αυτού μεγαλειότης) και του γιου του, που υπάρχει απλώς για να επιβεβαιώνει τον πατέρα του, ως συμπληρωματική παρουσία –όπως προκύπτει τουλάχιστον από τη στιχομυθία που μεταφέρει ο αυτάρεσκος συγγραφέας.

Συμβαίνει δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από όσα του καταλογίζει σε μια κριτική της ΕφΣυν ο Πετρόπουλος, που μεταξύ άλλων στενοχωριέται γιατί δε βρήκε τον φάκελο του Ανδρουλάκη στην Ασφάλεια, μαζί με τους άλλους που «έπεσαν στα χέρια του», και είναι πιθανό να διεκδικεί φαντασιακά μαζί με τον Μίμη τον τίτλο του αυτοαποκαλούμενου δεξιού χεριού του Χαρίλαου –έναν χαρακτηρισμό από τον οποίο αμφότεροι δικαιολόγησαν μόνο το «δεξι-ός» με τη διαδρομή τους.

Αν ξεπεράσει κανείς τον σκόπελο της εισαγωγής, στη συνέχεια βγαίνει στο ανοιχτό πέλαγος και το κείμενο ρέει γενικά ευχάριστα, με αρκετές ιστορίες, γαργαλιστικές λεπτομέρειες που νοστιμίζουν την αφήγηση, ενδιαφέρουσες περιγραφές για σκηνικά και γεγονότα, τον κόσμο των ανδρών και των γυναικών στη μικρή κοινωνία του Αγίου Νικολάου της προδικτατορικής εποχής, την πολιτική ατμόσφαιρα της χούντας, τα καλλιτεχνικά δρώμενα και τις μπουάτ κοκ.

Οι 500 και πλέον σελίδες του τόμου φεύγουν εύκολα σε λίγες μέρες. Κάτι που μόνο αυτονόητο δεν είναι, αν λάβουμε υπόψη πχ τον «Κόκκινο Κάβουρα», όπου ο Μίμης πούλησε την ιστορία για έναν πράκτορα της Ασφάλειας που δρούσε ως ανώτερο στέλεχος του ΚΚΕ –και μας αποκάλυψε σαν δώρο την ταυτότητά του η κυβέρνηση της Αλλαγής, όταν ήρθε στα πράγματα. Αλλά όποιος πήγε με μεγάλο καλάθι, ώστε να χωρέσει τις προσδοκίες του για αγνό και άδολο πατατάκι, το γέμισε με τα ερωτικά κατορθώματα του ακαταμάχητου μαέστρου Μίμη και άλλες ανούσιες ιστορίες. Και αν εξαιρέσεις το πρώτο κεφάλαιο, κουβέντα για πευκοβελόνες –και το ΚΚΕ, έστω την αναθεωρητική ομάδα όπου ήταν και η Βάνα Καρούλου Λέκκα.

Όσοι έχουν πάρει οριστικά διαζύγιο με το διάβασμα ή απλώς δεν μπορούν τόσες σελίδες Μίμη ή τσιγκουνεύονται τα χρήματα κτλ, αλλά παρόλα αυτά τους κεντρίζει το ενδιαφέρον όλος ο ντόρος που έγινε, μπορούν να μπουν στο κλίμα ακούγοντας εδώ (https://youtu.be/d_RWvZC-1XM) μια σχετική συνέντευξη του Ανδρουλάκη. Προσωπικά ομολογώ πως το απέφυγα, γιατί δυσκολεύτηκα να χωρέσω τα αρχικά ερεθίσματα σε ένα κείμενο (και δε χρειαζόμουν επιπρόσθετα), κι επιπλέον γιατί οι προφορικές τοποθετήσεις του Μίμη είναι κατά κανόνα πιο ανερμάτιστες και ενοχλητικές.

Υπάρχουν δύο ακόμα βασικά σημεία, που ο Ανδρουλάκης τα συνδέει σε μια ενιαία θεματική και δε γίνεται να τα προσπεράσουμε. Οι αναφορές στον Κώστα Τζιαντζή (αδερφό του Θόδωρου, που παρέμεινε στο ΚΚΕ και διετέλεσε μέλος του ΠΓ) και την Πανσπουδαστική νούμερο 8, τη συγγραφή της οποίας αποδίδει εμμέσως πλην σαφώς στον πρώτο, που ήταν γραμματέας της Σπουδάζουσας.

Όσα γράφει ο Ανδρουλάκης για τον Τζιαντζή δεν είναι μια απλή, μονοσήμαντη εμπάθεια αλλά ένας ερωτικός λίβελος άνευ προηγουμένου, που όσο πιο χυδαία εξελίσσεται, τόσο πιο εμφατικά πιστοποιεί πως δεν είναι απλή ζήλια, αλλά μια αναδρομική ερωτική εξομολόγηση για κάποιον που τον ερεθίζει και μετά θάνατον, λες και του έριξε πολιτική χυλόπιτακαι του έφαγε τη θέση. Σε κάποιο σημείο παραδέχεται ανοιχτά μάλιστα, σε στιγμές σπάνιας ειλικρίνειας, την απαράμιλλη γοητεία που ασκούσε ο Τζιαντζής –την οποία ωστόσο, για να ‘μαι ειλικρινής, δε νομίζω ότι μπορεί να εισπράξει ένας σύγχρονος αναγνώστης των γραπτών κειμένων του, που δεν τον πρόλαβε και δεν τον έζησε μες στο Κόμμα ήβεδτω το ρεύμα.

Ο Ανδρουλάκης χαρακτηρίζει μεγαλόστομα «ύβρη» την Πανσπουδαστική Νο 8 (σε ένα παράδοξο πρωθύστερο σχήμα με την πολιτική του εμμονή στο σύνθημα της «κάθαρσης» επί Κοσκωτά), αν κι ο ίδιος διαπράττει μια σειρά τέτοιες, με ελαφριά καρδιά. Και αν κάποιος, παρακολουθώντας την σχετική δημόσια αντιπαράθεση, έχει μείνει με την εντύπωση πως η ύβρις του Μίμη έγκειται στην εκδοχή που δίνει για τον συγγραφέα του περιβόητου τεύχους, ίσως έχει δίκιο να μπερδευτεί, αλλά δεν είναι έτσι. Γιατί η ύβρις αφορά συνολικά τον ερωτικό λίβελο ενός πολιτικού νάνου που πάσχει από σύνδρομα. Και γιατί το ΚΚΕ είναι κόμμα με θέσεις που τις χρεώνονται όλοι συνολικά και όχι μια ομάδα, ένα άτομο ή ο «συγγραφέας» μιας θέσης ή μιας πολιτικής εκτίμησης. Θυμάμαι, εξάλλου, την «υπερασπιστική γραμμή» κάποιων σφων, στα δικά μου φοιτητικά χρόνια, που όταν τους ρωτούσε το αριστεροχώρι της εποχής για το διασημότερο τεύχος περιοδικού στα χρονικά, έκαναν συνδικαλιστική τρίπλα και απαντούσαν αναλόγως με αυτόν που ρωτούσε, παραπέμποντάς τον στον Τζιαντζή ή το Λαφαζάνη, δηλαδή τους δικούς τους συντρόφους πλέον –που τότε ήταν στο ΚΚΕ κι ήξεραν από πρώτο χέρι πώς και τι. Άλλο αν δε βγήκαν ποτέ να μιλήσουν…

Δεν είναι πολλά άλλωστε τα στελέχη που είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στα πρώτα βήματα της ΚΝΕ και τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και παραμένουν σήμερα οργανωτικά στο ΚΚΕ –άλλη υπόθεση αν το επαναπροσεγγίζουν πολιτικά σήμερα, μετά από χρόνια. Γι’ αυτό και στο περσινό podcast της ΚΝΕ για το Πολυτεχνείο είχαν μιλήσει ο Παφίλης (που σπούδαζε όμως στη Θεσσαλονίκη) και η Αλαβάνου που κινούνταν για αρκετό καιρό σε άλλους χώρους και έχει δώσει παλιότερα μαρτυρίες για όσα έγιναν στο Πολυτεχνείο, που αντιφάσκουν ίσως σε επιμέρους σημεία με την τελευταία τοποθέτησή της (και αυτό δεν το σημειώνω για να την μειώσω –κάθε άλλο).

Οι 15 που ένιωσαν την ανάγκη να απαντήσουν στον Ανδρουλάκη είναι τα «παιδιά του Νοέμβρη», ο πυρήνας της Αντι-Εφεε και των δυνάμεων της ΚΝΕ της εποχής, ανεξάρτητα απ’ το πού βρίσκονται σήμερα –ή το πού θα ήθελαν να βρίσκονται, αν μπορούσαν να γυρίσουν τον χρόνο πίσω. Δίνουν πληρωμένη απάντηση στις χυδαιότητες του Μίμη, υπερασπίζονται την τιμή του Τζιαντζή αλλά και της ΚΝΕ και επιφυλάσσονται να δουν τι άλλο λέει στον δεύτερο τόμο, για να αποδομήσουν πλήρως τον αυτάρεσκο πολιτικό του λόγο.

Δεν κάνουν όμως συγκεκριμένη αναφορά σε εκείνο το τεύχος (είναι το νούμερο 8, το ξέρουν όλοι με αυτό), γιατί δεν είναι το θέμα τους. Ίσως όμως και να μην ταυτίζονται οι απόψεις τους για αυτό το ζήτημα, για να έχουν κοινή τοποθέτηση. Το τελευταίο είναι απλή εικασία, που δεν πατάει κάπου συγκεκριμένα, στέκεται όμως σε ένα κενό, που έχει επισημανθεί και από άλλους –όχι απαραίτητα φίλα προσκείμενους στη δική μας σκοπιά. Αν δε μιλήσουν για το επίμαχο ζήτημα οι εκπρόσωποι μιας γενιάς που έζησε από πρώτο χέρι τα γεγονότα και αποσύρεται σταδιακά από το προσκήνιο (ακόμα και βιολογικά), ποιος θα το κάνει στη θέση τους; Αν σιωπούν, αν δεν αποκαταστήσουν την αλήθεια με τις προσωπικές τους μαρτυρίες, αφήνουν ένα κενό, στο οποίο θα πατήσει ο κάθε τυχοδιώκτης Ανδρουλάκης, για να ρίξει τη δική του σπέκουλα.

Είναι μεγάλος ο πειρασμός να ξεστρατίσουμε σε μια ανάλυση για το τεύχος με τη διαχρονική αίγλη –ενισχυμένος και με πρόσφατες αφορμές, μετά το βιβλίο του Ανδρουλάκη- αλλά έτσι θα χάναμε το δάσος και την ουσία. Που δεν αφορά τόσο το νούμερο 8, ούτε στενά το Πολυτεχνείο και τα γεγονότα της εποχής, αλλά εξίσου και ακόμα περισσότερο τα χρόνια της Μεταπολίτευσης –στα οποία θα αναφέρεται ο επόμενος τόμος του Μίμη, πατώντας στο ίδιο κενό –κι ας είναι κενό. Στην απουσία πολιτικών μαρτυριών, απομνημονευμάτων, βιβλίων από τα πρωταγωνιστικά στελέχη της περιόδου, που θα φωτίσουν άγνωστες πτυχές και θα δώσουν τη δική τους ερμηνεία για μια σειρά γεγονότα –και ας μη συμπίπτει πλήρως με την επίσημη οπτική του Κόμματος, που θα καταγραφεί στον υπό συγγραφή σχετικό τόμο.

Και αυτό είναι το δικό μου βασικό συμπέρασμα για όσα είπε και όσα ετοιμάζεται να πει ο Μίμης στο βιβλίο του. Ο Ανδρουλάκης υπήρξε κατά μία έννοια διορατικός –αν όχι προφητικός- και ήταν τόσο «μπροστά από την εποχή του», (εποχή περάσματος από την επαναστατική αισιοδοξία στην αντεπανάσταση), που κάηκε πρόωρα. Γιατί αν δεν καείς εσύ, αν δεν καεί αυτός, πώς θα γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ κυβερνώσα αριστερά και ο Μίμης στέλεχος στο ραδιόφωνο του Κόκκαλη;

Είδε το ’89 ως ευκαιρία να υποκαταστήσει ο Συνασπισμός το ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν είχαν ωριμάσει ακόμα οι συνθήκες. Εγκατέλειψε νωρίς τον ΣΥΝ, διαβλέποντας το εκλογικό του ναυάγιο και την έλλειψη βραχυπρόθεσμης προοπτικής. Αγάπησε παράφορα το ΠΑΣΟΚ, αφού δεν μπορούσε να το πολεμήσει, αλλά έφτασε αργά στα πράσινα έδρα της Βουλής, με την αμφίπλευρη διεύρυνση του ’04, γιατί χρεώθηκε τη «στρατηγική του ‘89» -σε αντίθεση πχ με την εύκολη και ομαλή μετάβαση της Δαμανάκη. Πρόλαβε τον ανατέλλοντα ήλιο στη Δύση του και δε φρόντισε να χτίσει γέφυρες με τους παλιούς του συντρόφους στον ΣΥΡΙΖΑ, που γινόταν επιτέλους ΠΑΣΟΚ στη θέση του έκπτωτου μνημονιακού χαλίφη. Και είδε τελικά έναν άλλον Ανδρουλάκη να γίνεται πρόεδρος ακόμα και σε αυτό το ημιθανές ΠΑΣΟΚ. Τέτοιο σενάριο, ούτε στις σειρές του Παπακαλιάτη…

Ο φλύαρος Μίμης ξαναπουλά κομμάτια του εαυτού του, γιατί δεν έχει ιδανικά και άλλο χαρτί να παίξει. Λίγο πριν σβήσουν τα φώτα, τα παλιά του παράσημα στο κόμμα είναι τα μόνα που έχουν ίσως μια κάποια αξία στο ανταλλακτήριο της αγοράς και μπορούν να του δώσουν κάποια λεπτά δημοσιότητας που αποζητά σαν στερημένος και εξαρτημένος. Ο καθένας παίρνει απόφαση και την «πολιτική ευθύνη» για το αν θα αγοράσει τα υστερόγραφα του πολιτικού Παπακαλιάτη –που τουλάχιστον γίνεται διασκεδαστικός, έστω σαν γελωτοποιός. Αλλά η ουσία είναι αλλού. Γιατί είναι αδιανόητο να υπάρχουν μόνο τέτοιες «μαρτυρίες», σαν τις δικές του, επειδή άλλοι αγωνιστές είναι πολύ σεμνοί για να μιλήσουν για τον εαυτό τους και να πουλήσουν την ιστορία τους –πόσο μάλλον να ξεπουλήσουν την ιστορία τους, όπως η αφεντιά του, που λάτρεψε τα αφεντικά, μια για πάντα…

Τετάρτη 24 Μαΐου 2017

Σημειώσεις για τις φοιτητικές εκλογές

Οι φοιτητικές εκλογές είναι πρωτίστως μια προσωπική και συλλογική συλλογή στιγμών, που θα έχεις να διηγείσαι στα εγγόνια σου -κι ας μην ενδιαφέρονται να τις ακούσουν, εσύ θα τις λες σαν γεροπαράξενος- ή στους πρωτοετείς φοιτητές, όταν είσαι το απολίθωμα της σπουδάζουσας, ηλικιακά μιλώντας, για να τρώνε όλο το φαΐ τους και να πουλάνε όλους τους Ρίζους που χρεώθηκαν.
Τέτοιες ιστορίες μπορείτε να διαβάσετε στο αφιέρωμα της Κατιούσα στις φοιτητικές εκλογές, που θα το βρείτε εδώ.

Φυσικά και μας ενδιαφέρει η εκλογική άνοδος, ιδίως όταν είναι συνεχής και σε βάθος χρόνου, και θα την πανηγυρίσουμε, ευτυχώς χωρίς τα υβριστικά συνθήματα παλιότερων ετών -κι ας περιορίζει αυτό κάποιους λίγους σφους που θέλουν να ξεσπάσουν και να βγάλουν όλη την ένταση των ημερών. Αλλά δε θα έχει την παραμικρή αξία, αν δεν αποτυπώνει μια αντίστοιχη κινηματική άνοδο και μια πραγματική αλλαγή συσχετισμών σε τέτοιο επίπεδο. Η δεύτερη θέση πίσω από το βούρκο και τη στασιμότητα που εκφράζει η ΔΑΠ δε θα έχει καμία αξία αν το φοιτητικό κίνημα παραμένει κομπάρσος στο περιθώριο των εξελίξεων.

Στις τελευταίες -απεργιακές κι όχι μόνο- κινητοποιήσεις, τα μπλοκ του ΜΑΣ είναι πολύ μαζικά, παρουσιάζοντας αρκετά ενθαρρυντική εικόνα. Πολλές φορές είναι από μόνα τους μεγαλύτερα σε όγκο απ' όσο όλο το αριστεροχώρι μαζί. Και μένω προσωπικά με την απορία, γιατί να μη γίνονται πιο τακτικά παμφοιτητικά συλλαλητήρια που να συγκεντρώνουν -τουλάχιστον- τον ίδιο -και παραπάνω- κόσμο. Αλλά έξω από το χορό, οι απορίες δεν κοστίζουν τίποτα, ούτε μπορούν να απαντηθούν σοβαρά κι υπεύθυνα.

Το Πανεπιστήμιο προσφέρει τις πιο ευνοϊκές συνθήκες για ζύμωση και διακίνηση ιδεών, μεταξύ άλλων και των επαναστατικών, κι αυτό είναι που κάνει τις κυρίαρχες καθεστωτικές φωνές να λυσσάνε για το άσυλο, τα κόμματα στα πανεπιστήμια και άλλα χαρακτηριστικά αυτής της ιδιαιτερότητας.

Το Πανεπιστήμιο είναι η μεγαλύτερη -ή μάλλον... ευκολότερη- δεξαμενή στρατολόγησης νέων μελών ή απλώς ατόμων που έρχονται σε επαφή με ριζοσπαστικές ιδεές και προσεγγίζουν τις θέσεις μας και την ιδεολογία μας. Είναι όμως κι ο ιδανικός τρόπος να αποκοπείς από την πραγματικότητα και να κλειστείς σε μια γυάλα θερμοκηπίου, αλλά να μην μπορείς να ζήσεις εκτός αυτής (όπως συμβαίνει δηλ με πολλές οργανώσεις του εξωκοινοβουλίου).

Το συμπέρασμα απ' όλα αυτά είναι ότι πρέπει να πέφτει βάρος: α. στους χώρους δουλειάς, όπου να μεταφέρεται όμως, στο μέτρο του δυνατού, ο αμφιθεατρικός ενθουσιασμός κι η δουλειά σε καθημερινή βάση, χωρίς φυσικά άλλα στοιχεία φοιτητικής ανεμελιάς και των αντίστοιχων ρυθμών. Και β. στην ουσιαστική αφομοίωση του δυναμικού της οργάνωσης -που είναι σα μεγάλο σχολείο, αλλά δεν είναι απαραίτητο να αποφοιτήσουμε όλοι.
Το συμπέρασμα δεν είναι προφανώς να μη δίνεται βάρος στη σπουδάζουσα, γιατί οι φοιτητές είναι διαταξικό στρώμα, όπου εμφιλοχωρεί ο μικροαστισμός. Ρίχνω βάρος κάπου, σημαίνει ιεραρχώ προτεραιότητες και καθήκοντα, όχι ότι σνομπάρω κάποια άλλα μέτωπα. Εξάλλου, ένα μεγάλο μέρος των φοιτητών θα είναι στην αυριανή βάρδια της εργατικής τάξης.

Αυτά ως προς το γενικό κομμάτι. Πάμε πιο ειδικά στη φετινή αναμέτρηση, που μπορεί να μοιάζει ως μία από τα ίδια -σαν τη μέρα της μαρμότας- αλλά μπορεί να φέρει ποσοτικές αλλαγές στην ίδια κατεύθυνση, που σταδιακά να οδηγήσουν σε μια καινούρια ποιότητα.

Οι φετινές εκλογές γίνονται στα πρόθυρα του καλοκαιριού -αφού δεν εισακούστηκε η γαλάζια πρόταση να αναβληθεί η απεργία κι όχι οι εκλογές. Αυτό μπορεί να ανησυχεί τους δαπίτες και το μηχανισμό του, μη τυχόν δεν μπορέσουν να μαζέψουν τα τρενάκια τους, αλλά γενικά είναι αστάθμητος παράγοντας, που μπορεί να μειώσει τη συμμετοχή -όπως θα μπορούσε να είναι και τα λεωφορεία του ΟΑΣΘ στη Θεσσαλονίκη, και ειδικά στη Σίνδο, αλλά τελικά ανέστειλαν τη στάση εργασίας τους. Εάν πάντως η απεργία παίζει κάποιο ρόλο, σαν προμήνυμα και στη δημιουργία κλίματος, τότε πάμε καλά.

Μια άλλη σταθερά των εκλογών είναι τα διαφορετικά σχήματα ΕΑΑΚ στην ίδια σχολή, που μαζί μιλάνε - χώρια καταλαβαίνονται, μαζί χτυπιούνται – χωριστά κατεβαίνουν, αλλά καταγράφονται αθροιστικά κι ενωτικά, ως ΕΑΑΚ. Η ενότητα άλλωστε είναι διαλεκτική, ενότητα και πάλη (ενίοτε και ξύλο) των αντιθέτων. Αλλά πού να τα καταλάβουν οι δογματικοί αυτά...

Το ξύλο κι οι ενδοσυντροφικές καδρονιές είναι διαχρονική αξία. Αυτό που αλλάζει κάθε φορά είναι η αφορμή -όπως στο γαλατικό χωριό. Το 09' το ξύλο έπεσε για να μην μπει η αμελητέα ποσότητα του ΣΕΚ στα σχήματα -εφόσον ήταν ήδη συνιστώσα της Ανταρσυα. Πέρυσι το επίδικο ήταν η συμμετοχή της ΑΡΕΝ που έμεινε ορφανή από Σύριζα. Φέτος το διακύβευμα είναι Αρις-Αρας, δηλ ΛαΕ-ΑντΑρΣυΑ σε ευρύτερη κλίμακα, ποιον εκφράζουν τα/η ΕΑΑΚ, αλλά με διαβαθμίσεις και αποκλίνουσες γραμμές, ακόμα κι εντός των ίδιων οργανώσεων.
Τι έχουν να χωρίσουνε ΛαΕ και ΑντΑρΣυα... Βρείτε το θέμα του ξύλου της επόμενης χρονιάς και κερδίστε πλόυσια δώρα.

Κορυφαία στιγμή στο χαρτοπόλεμο ανακοινώσεων μετά από ένα ενωτικό ξύλο στη Θεσσαλονίκη ήταν η καταγγελία (της νΚΑ αν θυμάμαι καλά) προς την ηγεσία της ΛαΕ (λατρεμένο κλισέ ο διαχωρισμός από τη βάση, αν και πίστευα πως έχει αξία χρήσης μόνο εναντίον του ΚΚΕ) και πιο ειδικά της ΛαΕ Α' Θεσσαλονίκης...
Με βάση τα παραπάνω, υποθέτω πως αν το ξύλο έπεφτε πχ στα ΤΕΙ της Σίνδου η καταγγελία θα αφορούσε την ηγεσία της ΛαΕ της Β' Θεσσαλονίκης. Έτσι, να μην τσουβαλιάζουμε και να παίζουμε με τις εσωτερικές αντιθέσεις τους, όπως με τις ενδοϊμπεριαλιστικές...

Ποιες μπορεί να είναι οι μικρές, ποσοτικές αλλαγές στην κάλπη στις επόμενες αναμετρήσεις;
Εδραίωση στη 2η θέση, ποσοστά πάνω από 20%, σημαντική άνοδο στα ΤΕΙ, περισσότερες πρωτιές σε σχολές. Να μην αναστηθούν οι ΠΑΣΟΚing DEAD, που αλλάζουν μορφή κι ονόματα, συνεχίζουν να υφίστανται μες σε άλλα σχήματα και περιφέρονται σαν αστρική ύλη. Να καταποντιστεί επιτέλους η ΔΑΠ που έχει πέσει μεν κάτω από το 40%, αλλά μένει κραταία με τη δύναμη της (δικής μας) αδράνειας...


Ε ας γίνουν αυτά σε πρώτη φάση και μετά βλέπουμε...

Κυριακή 14 Μαΐου 2017

Δελτίο Κομινφόρμ 11

Ας μαζέψουμε μερικές ειδήσεις της εβδομάδας για το αρχείο.

Χτες διεξήχθη η Γιουροβίζιον, γιορτάζοντας τη διαφορετικότητα, με μια σειρά πανομοιότυπα τραγούδια, και νικητή έναν Πορτογάλο (Εαακίτη, όπως λέει το Λαϊκό Στρώμα) που ήθελε να φορέσει ένα μπλουζάκι με ένα σύνθημα για τους πρόσφυγες, αλλά δεν τον άφησαν οι γιουροβιζιονικές αρχές, γνωστές για τις ανθρωπιστικές τους ευαισθησίες και τη δυσανεξία τους στα πολιτικά μηνύματα, που δεν αφορούν τον αντισταλινισμό, κι άλλες τέτοιες πανανθρώπινες ευρωπαϊκές αξίες.

Εντύπωση προκάλεσε πάντως κι ο αποκλεισμός της ρωσικής συμμετοχής, γιατί λέει η τραγουδίστριά της επισκέφτηκε "παράνομα" την Κριμαία, που η φασιστική κυβέρνηση της Ουκρανίας τη θεωρεί δικό της έδαφος υπό ρωσική κατοχή.

Τα τελευταία χρόνια, η αγαπημένη ασχολία του κοινού της εκάστοτε διοργανώτριας ήταν να δείχνει τον ευρωπαϊκό του πολιτισμό, αποδοκιμάζοντας τη ρώσικη συμμετοχή. Τώρα τους απέκλεισαν εξ αρχής για να ξεμπερδεύουν μια ώρα αρχύτερα. Κι επειδή τους τραγουδιστές δεν μπορούν να τους βγάλουν ντοπέ, όπως τους αθλητές πέρσι στο Ρίο, βρίσκουν άλλες μεθόδους, που παραπέμπουν σε "ψυχροπολεμικές" εποχές, κι ας μην υπάρχει πια Σοβιετική Ένωση.

Αν τυχόν, πάντως, κάποιοι μπερδεύονται και ξεγελιούνται πχ με τις εικόνες από την πολυπληθή, πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση στη Μόσχα, έρχονται κάποιες ειδήσεις, όπως αυτή με τις συλλήψεις μελών του ΚΕΚΡ-ΕΚΚ, για να τους χαλάσει έναν ωραίο συλλογισμό και να τους προσγειώσει στην πραγματικότητα της ιμπεριαλιστικής Ρωσίας.

Όσο για το θεσμό-διαγωνισμό, μπορείτε να διαβάσετε εδώ ένα χορταστικό αφιέρωμα του μονίμως αχόρταστου Λαϊκού Στρώματος, σε δύο μέρη. Κι όχι, να μην περιμένετε τρίτο, επειδή νίκησε ο Εαακίτης...

-Σε άλλα νέα, η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ ζήτησε να αλλάξει η μέρα της απεργίας, επειδή συνέπιπτε με τις φοιτητικές εκλογές, που είχαν οριστεί για τις 17. Κι η ΔΑΠ ξέρει να ορίζει τις προτεραιότητές της και να καταλαβαίνει τι είναι πραγματικά σημαντικό. Σε επόμενο επεισόδιο, μπορεί να ζητήσει την αναβολή της διεξαγωγής της επανάστασης, επειδή είχε προγραμματίσει τις ίδιες μέρες μια εκδρομή στη Μύκονο -όπου μπορεί να μείνουν πολιτικοί εξόριστοι, μετά την επικράτησή μας.

Την ίδια στιγμή, η ΠΑΣΠ της Πάτρας (όχι πως έχουν βασικές διαφορές μεταξύ τους από πόλη σε πόλη, αλλά έχει κι αυτό τη σημασία του: της Πάτρας, κοντά στο "ηρωικό Καλέντζι") καταγγέλλει την Πανσπουδαστική για την παρακάτω φοβερή προεκλογική αφίσα της και την αδιαφάνεια στο δήμο, με την κόκκινη δημοτική αρχή και τα "δικά μας παιδιά" που μπήκαν από το παράθυρο. Να γελάνε και τα τσιμέντα που διόρισε ο Ανδρέας...


Κι η έμπνευση των συντρόφων συνεχίζεται, πηγαίνοντας από το καλό στο καλύτερο, καλώντας τους φοιτητές να μαυρίσουν τον παλιό κακό δικομματισμό (ΔΑΠΑΣΠ) για... καθαρά αγωνιστικούς λόγους.


Αλλά τι τα θες, οι Κνίτες δεν έχουν χιούμορ, αφού.

Όσο για τις φοιτητικές εκλογές, τελικά αναβλήθηκαν αυτές για μια βδομάδα, κι όπως ανακοινώνει η νεολαία της ΛαΕ -δηλ βασικά Αραν κι Αρας, που γεφύρωσαν το ιστορικό (;) χάσμα- θα κατεβούν σε αυτές κανονικά ως ΕΑΑΚ -για όσους τυχόν διατηρούσαν αμφιβολίες- αφού ατσάλωσαν την ενότητα με ξύλα (μεταξύ τους) κι αγώνες.
Πώς δενότανε το σχήμα...

Κρατήστε στα υπόψη και μια πρόσφατη δημοσκόπηση, που δείχνει την Ανταρσυα κοντά στο 2%, πάνω από ΛαΕ και Πλεύση, σε ένα περίεργο ερωτικό τρίγωνο, με τη ΛαΕ στη μέση, και το στόχο του 3% ως διακύβευμα κι επίδικο μαζί. Αλλά δεν υπάρχει ευτυχία που να κόβεται στα τρία...

Στο ίδιο πολιτικό μήκος κύματος, αξίζει μια αναφορά και στο πρωτοσέλιδο του Δρόμου της Αριστεράς, με ένα άρθρο του Τζ. Πέτρας που λέει "ομόφωνα στον Τσίπρα το βραβείο του προδότη της χρονιάς". Και σε αφήνει να αναρωτιέσαι τι βραβείο αξίζει σε αυτούς που πίστευαν τον Τσίπρα για δικό τους και προδόθηκαν από την πορεία του...

-Μία από τις ειδήσεις των ημερών είναι κι η συνέντευξη του ΓΓ στη Lifo, που συνήθως κυκλοφορεί με περιεχόμενο επιπέδου Σώτης, αλλά αυτή τη βδομάδα είχε ένα διαφορετικό τεύχος, με συνέντευξη Θεοδωράκη κι αναφορά στη Φρίντα Κάλο (όπου ευτυχώς είχε τα γνωστά αντισταλινικά στερεότυπα και μας έφερε στα ίσια μας).

Η συνέντευξη σχολιάστηκε για χίλιους δυο άλλους λόγους, εκτός από το περιεχόμενό της. Αξίζει να σταθεί κανείς με προσοχή στις απαντήσεις του Κουτσούμπα για το άνοιγμα της Κούβας στις αγορές, το μισθό που παίρνει, το... "κλειστό καταστατικό" του κόμματος, και το σύμφωνο συμβίωσης (ή την επιφύλαξη του κόμματος για το δικαίωμα της υιοθεσίας στα ομόφυλα ζευγάρια)

-Στο τζημερικό μέτωπο, τη στιγμή που όλοι οι υπόλοιποι πάθαιναν ΣΚΑΪ, ήρθε το (τρισάθλιο κατά τα άλλα) δίδυμο Λυριτζή-Οικονόμου να κάνει την έκπληξη και να κόψει το επικοινωνιακό σόου του "πολιτικού μάνατζερ" στον αέρα, για να τον βάλει στη θέση του, όπως κανείς άλλος μέχρι τώρα. Και αν δεν το πιστεύετε, υπάρχει το βίντεο (κι η περιγραφή εδώ) όπου ομολογώ πως περίμενα να 'ρθει μια ανατροπή, ο Πρετεντέρης έστω, μια κωλοτούμπα, ένα χάπι εντ όπου θα τα βρούνε στο κοινό μέτωπο της λογικής... Αλλά τελικά όχι.
Τα ύστερα του κόσμου (της εκμετάλλευσης).

Μας έφερε όμως στα ίσια το συγκρότημα Αλαφούζου, με τον αρθρογράφο του Πάσχο, που πάσχει από ανίατο αντικομμουνισμό, και δεν τάσσεται μεν υπέρ του Τζήμερου, αλλά δεν μπορεί να πιστέψει κιόλας αυτούς που λένε ψέματα για το Καλίν -όπου κι αν βρίσκεται αυτό. Εννοεί προφανώς το γνωστό αστικό μύθο για το Κατίν, αλλά μπορεί να τον επηρεάζει το (γεωστρατηγικής σημασίας) Καλίνινγκραντ της Ρωσίας (που όλως παραδόξως δεν έχει αλλάξει όνομα) ή ακόμα κι η Καλίνκα.

Μπορείτε επίσης να διαβάσετε εδώ τον αξιοσημείωτο συντονισμό φασιστοειδών και Τζήμερου, που σχολιάζει ο χτεσινός Ρίζος.

-Στο ΚΚΛΙ, εν τω μεταξύ, η διάσπαση είναι μη αναστρέψιμο γεγονός, και το ρήγμα βαθαίνει με νέα επεισόδια. Κι αν τα δύο τμήματα που διεκδικούν τον τίτλο, τα έντυπα και τα χρήματα του κόμματος θυμίζουν κάπως την κατάσταση που επικρατούσε μετά τη διάσπαση του 68' με το λεγόμενο "εσ." σε εμάς, η κρίση αγκαλιάζει και τη νεολαία, με σκηνικά που παραπέμπουν συνειρμικά στην κρίση της ΚΝΕ το 89'.

Η πιο συνεπής πτέρυγα φαίνεται να έχει την πλειοψηφία στις τάξεις της νεολαίας κι εμπόδισε την απόπειρα σύγκλησης ολομέλειας της νεολαίας στα γραφεία της Μαδρίτης από την άλλη πτέρυγα, που έχει βγάλει μάλιστα κι αφίσα καταγγελίας κατά της φράξιας, όπως την ονομάζει, σε ανακοίνωσή της όπου την κατηγορεί για μαφιόζικες μεθόδους...

Υγ: για τον τραγικό εκτροχιασμό του τρένου έξω από τη Θεσσαλονίκη, μπορείτε να διαβάσετε αυτό το κείμενο στην Κατιούσα

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

Τα έθιμα του Πολυτεχνείου

Το πιο παραδοσιακό έθιμο στο γιορτασμό (γιατί ή είμαστε δημοτικιστές ή δεν είμαστε) του Πολυτεχνείου είναι η αναφορά στο τεύχος της Πανσπ… Μάλλον όχι, το πιο παραδοσιακό έθιμο είναι τα ξύλα και τα σκηνικά εν είδει επαναστατικής γυμναστικής και χωρίς κανένα λόγο στο χώρο του Πολυτεχνείου, που στην επίσημη, αρχοντοβλαχική διάλεκτο του Λαϊκού Στρώματος (που κοροϊδεύει ασύστολα τα λαϊκά στρώματα για το τρίτο μέρος του αφιερώματός του) μεταφέρονται ως εξής: αντηλλάχθησαν (γιατί ή δεν είμαστε δημοτικιστές ή είμαστε) σπρωξίδια κι επιδόθηκαν μπουκετίδια…
Ένα έθιμο που τηρήθηκε πιστά και φέτος, θυμίζοντας λίγο το γαλατικό χωριό και τα… παιδιά να ξεσπάνε πάνω στο εξωκοινοβούλιο, αφού (κατά δική τους, κυνική ομολογία) δε βρήκαν Ρωμαίους –δηλ εμάς. Αυτά όμως θα τα δούμε καλύτερα στην ανταπόκριση από τον τριήμερο γιορτασμό συνολικά –γιατί ή είσαι δημοτ… αν και το Πολυτεχνείο δεν ήτανε γιορτή, ήτανε εξέγερση και πάλη λαϊκή.

Το δεύτερο πιο παραδοσιακό έθιμο του Πολυτεχνείου, λοιπόν, είναι η αναφορά στο τεύχος της Πανσπουδαστικής νο 8. Κινείται στα όρια της νομοτέλειας πως κάθε χρόνο κάποιος, κάπου, κάποτε, θα το ξεφουρνίσει. Κάποιος-α συνδικαλιστής-στρια ή κάποιος-α μπαχαλάκιας-ισσα ή κάποιο μέλος κάποιας γκρούπας, σε κάποιο πηγαδάκι ή κάποια τοποθέτηση κάποιας συνέλευσης σε κάποιο αμφιθέατρο κάποιου φοιτητικού συλλόγου σε κάποια πόλη, είναι βέβαιο πως θα πει με το ύφος του θριάμβου να λάμπει στα μάτια του.
Και η Πανσπουδαστική νο 8; Τι έχετε να μας πείτε για την Πανσπουδαστική νο 8; Όλοι θυμόμαστε τι έγινε με την Πανσπουδαστική νο 8...
Κι όσο απομακρυνόμαστε από τα γεγονότα, τόσο μεγαλώνει η ακλόνητη σιγουριά για το πώς ήταν και τόσο πιο χοντροκομμένα τα παρουσιάζει, όποιος θέλει να κερδίσει την προσοχή (και την ψήφο) του κοινού του, εντυπωσιάζοντάς το. Με όσο περισσότερη βεβαιότητα ισχυριστεί κανείς πως το ΚΚΕ κατήγγειλε την εξέγερση του Πολυτεχνείου ως προβοκάτσια, και δε συμμετείχε ποτέ σε αυτήν (ούτε σε όλο τον αντιδικτατορικό αγώνα, μπορώ να σου πω) ή μπήκε εκ των υστέρων, για να την καπελώσει, τόσο πιο πιθανό είναι να βρει ακροατήριο και να πείσει κόσμο πως μιλάει σαν ειδικός επί του θέματος κι ότι όσα λέει είναι αδιαμφισβήτητα.

Κατά τη γνώμη μου, κάποια πράγματα τείνουν να χάσουν το ενδιαφέρον και το νόημά τους, δια της τόσο συχνής επανάληψης, σε βαθμό που να αποφεύγεις να έρθεις ξανά σε επαφή μαζί τους, γιατί έχεις βαρεθεί να τα ακούς, και παρόλα αυτά να διαπιστώνεις σε κάποια φάση πως αγνοείς ή δε θυμάσαι όλες τις λεπτομέρειες. Και στο καπάκι, βλέπεις κάτι λίβελους σαν κι αυτόν που δημοσιεύτηκε χτες στην «αντικαπιταλιστική Παντιέρα», να αναρωτιούνται αν θα μιλήσει κανείς επιτέλους. Μα γιατί δε σπάει επιτέλους η σιωπή για ένα τέτοιο, μείζον ζήτημα, που ποτέ δε συζητάμε, τέτοιες μέρες κάθε χρόνο; Αν και ο αρθρογράφος, θα έπρεπε να προβληματιστεί ακριβώς από αυτό το σημείο. Κάποια από τα στελέχη της Αντι-ΕΦΕΕ, που είχαν καθοδηγητική ευθύνη (πχ Τζιαντζής, Λαφαζάνης), αποχώρησαν κάποια στιγμή, στην πορεία των πραγμάτων, από το ΚΚΕ. Δεδομένου πως γνώριζαν από πρώτο χέρι κάποια πράγματα και ότι έχουν τοποθετηθεί αυτοκριτικά ως προς διάφορες πτυχές του κομματικού του παρελθόντος, δεν είναι εύλογο πως αν είχαν κάτι να προσάψουν στο Κουκουέ γι’ αυτό το ζήτημα, αν είχαν στη διάθεσή τους κάποιο στοιχείο που να αποδείκνυε πως έβλεπε την εξέγερση ως προβοκάτσια, αποκλείεται να μην το χρησιμοποιούσαν εις βάρος του αναδρομικά; Λέω εγώ τώρα…

Με την ευκαιρία, είχα σκεφτεί πως εν όψει και της συγγραφής του τρίτου τόμου του δοκιμίου ιστορίας (και την περίοδο 1968-91, που περιλαμβάνει και το Πολυτεχνείο), θα είχε ενδιαφέρον να μαζευτούν σε ένα νήμα διάφορες παραπομπές και βιβλιοπροτάσεις, σε μια ανάρτηση του στιλ «πες μου τι να διαβάσω για το Πολυτεχνείο» και ειδικά για το επίμαχο τεύχος (είναι το νούμερο 8, το ξέρουν όλοι με αυτό). Δεν είχα όμως το χρόνο να επεξεργαστώ αυτή την ιδέα, κι έτσι μένει στο ράφι προς μελλοντική αξιοποίηση…

Αυτό πάντως που έχει περισσότερη αξία είναι να δει κανείς πίσω από αυτά και να αναμετρηθεί με γενικότερα ερωτήματα, προτού αποφανθεί για… «τον προδοτικό και υπονομευτικό ρόλο της ΚΝΕ» στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, να αναστοχαστεί για την ίδια την εξέγερση και να την τοποθετήσει στις πραγματικές της διαστάσεις. Δεν υπονοώ τη γνωστή παράμετρο της βολεμένης γενιάς του Πολυτεχνείου –αν δεχτούμε αυτόν τον όρο για να χρονολογούμε την ιστορία- που δεν ακυρώνει στο παραμικρό την αξία της εξέγερσης και δεν αποτελεί κριτήριο για μια εκ των υστέρων αξιολόγηση, ούτε και τον ιδεολογικό της απόηχο που καθόρισε εν πολλοίς αυτό που επικράτησε μεταπολιτευτικά να λέγεται «αριστερά» στη χώρα μας και το περιεχόμενο του όρου. Αλλά πιο ειδικά ζητήματα για τις δυνατότητες επιτυχίας και τα αποτελέσματά της.

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν έριξε τη χούντα, ούτε κατάφερε τα έξι χρόνια να μη γίνουνε επτά, όπως έλεγε το σύνθημα των φοιτητών. Πιθανόν να συντέλεσε όμως στο να μη γίνουν περισσότερα, στην επιτάχυνση του τέλους της. Και σε κάθε περίπτωση, η μεγάλη της συνεισφορά ήταν πως ανάγκασε τη χούντα να δείξει το πραγματικό της πρόσωπο, έριξε τις μάσκες του «εκδημοκρατισού» της κι έκαψε οριστικά το χαρτί της «φιλελευθεροποίησής» της, που μπορούσε να οδηγήσει σε μια μακροχρόνια κατάσταση –πχ κάτι αντίστοιχο με τη στρατιωτική «δημοκρατία» της γειτονικής Τουρκίας. Αυτά ως προς την αξία της εξέγερσης και τον κλασικό απαξιωτικό αφορισμό που ισχυρίζεται πως το μόνο αποτέλεσμα ήταν μια απλή, αλλαγή φρουράς, από τον Παπαδόπουλο στον Ιωαννίδη, που ήρθε στα πράγματα μία βδομάδα μετά.

Όπως, όμως, δεν μπορούμε να έχουμε την προσδοκία από ένα ιστορικό υποκείμενο να φέρει εις πέρας κάτι που δεν έχει τεθεί στο ιστορικό προσκήνιο, κατ’ αντιστοιχία, δεν μπορούμε να κρίνουμε την εξέγερση του Πολυτεχνείου από τη μη επίτευξη ενός στόχου, που αντικειμενικά βρισκόταν έξω από την εμβέλεια των δυνατοτήτων της: δηλ να ρίξει τη χούντα. Από τη στιγμή όμως, που αυτό γινόταν φανερό και στα δρώντα υποκείμενα της εποχής, τους έθετε κάποιες πολύ συγκεκριμένες παραμέτρους. Η εξέγερση δεν έπρεπε να παρασυρθεί απ’ το φλογερό ενθουσιασμό της στιγμής και να πάει πιο μακριά απ’ όσο θα μπορούσε –κάτι που επιδίωκαν πχ τα συνθήματα «κάτω το κράτος», «κάτω το κεφάλαιο», κτλ, που αντικειμενικά λειτουργούσαν προβοκατόρικα, αν δε γράφονταν δηλ από μασκαρεμένους ασφαλίτες με πολιτικά. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με κάποια άτολμη, ρεφορμιστική λογική μικρών μεταρρυθμιστικών βημάτων (αυτή την πρέσβευε κυρίως το ΚΚΕ εσωτερικού, με τη θετική στάση που τήρησε απέναντι στο εγχείρημα της χουντικής «φιλελευθεροποίησης»), αλλά με ρεαλιστική εκτίμηση των συσχετισμών και της συγκεκριμένης κατάστασης. Η συγκέντρωση δυνάμεων δεν είχε φτάσει σε εκείνο το σημείο, που θα επέτρεπε στην εξέγερση να πάει μέχρι τέλους, μπορούσε όμως να ανέβει κατακόρυφα μέσω αυτής της εξέλιξης και να ανοίξει τελείως διαφορετικές προοπτικές.

Αυτό στη δεδομένη στιγμή σήμαινε πως έπρεπε να υπάρχει κι ένα σχέδιο διεξόδου για την κατάληψη, τόσο για τους φοιτητές που κλείστηκαν στο Πολυτεχνείο, όσο –κυρίως- για το φοιτητικό και το λαϊκό κίνημα και τη συνέχειά τους, να μην παιχτούν δηλ όλα (ή τίποτα), σε μια συγκυρία που δεν ήταν ευνοϊκή για κάτι τέτοιο. Αυτά μπορεί να είναι ψιλά γράμματα για τον κλασικό αριστεριστή, που ζει και αναπνέει για αυτό το «όλα ή τίποτα», ή για ένα φλεγόμενο, φοιτητικό αμφιθέατρο, αλλά δεν μπορεί παρά να απασχολούν τη συνειδητή πρωτοπορία του κινήματος. Κι αξίζει να σημειωθεί πως τους υπόλοιπους οκτώ μήνες της χούντας, που αντιστοιχούν στην «περίοδο Ιωαννίδη», δεν υπήρχε κάποια αξιόλογη εκδήλωση συλλογικής κι οργανωμένης αντίδρασης, μολονότι η μέχρι τότε τάση του κινήματος ήταν σαφώς ανοδική, και η χούντα όδευε προς το τέλος της –ή τη δημοκρατική μετεξέλιξή της.

Με βάση αυτά τα δεδομένα λοιπόν πρέπει να κριθεί, νηφάλια και ιστορικά, στο πλαίσιο της εποχής της, η δράση, η στάση και τα όποια πιθανά λάθη της ΚΝΕ, μακριά από εύκολους αφορισμούς κι απλοϊκά σχήματα.

Στο αρχικό προσχέδιο είχα υπολογίσει να αναφερθώ και στο ζήτημα της «ενότητας και πάλης των αντιθέτων» μες σε ένα ενιαίο κίνημα, όπως στο Πολυτεχνείο, και στο αποτέλεσμα της συνύπαρξης αυτών των αντικρουόμενων πολιτικών σχεδίων. Αλλά ας το κρατήσουμε κάβα για κάποια μελλοντική ανάλυση.

Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Για τις φοιτητικές εκλογές

Κάθε χρόνο στις φοιτητικές εκλογές προκύπτουν διάφορα μικρά και μεγαλύτερα ερωτήματα. Πώς θα πείσεις για παράδειγμα τις φιλικές ψήφους σου που ταλαντεύονται και βαριούνται πολλές φορές τις εκλογές σα διαδικασία, να έρθουν τελικά να σε/μας (δηλ ΜΑΣ) ψηφίσουν; Μια σφισσα έλεγε ότι ένα ακαταμάχητο κόλπο για τις δικές της φίλες ήταν να επικαλεστεί κάτι γυναικολογικό και την ανάγκη να την εφοδιάσουν με τις απαραίτητες προμήθειες. Στα αγοράκια όμως δε θα έπιανε αυτό, αφενός για αντικειμενικούς λόγους κι αφετέρου γιατί είναι από τη φύση τους πιο ζαμαν-φου, συνεπώς χρειάζεται κάτι διαφορετικό. Το καλύτερο βέβαια είναι να τους πιάσεις και να τους έχεις μιλήσει πολιτικά από πριν, αλλά δεν είναι πάντα πολύ εύκολο να σε πάρει στα σοβαρά ο κολλητός σου. Για ένα δαπασπίτη οι φιλικές ψήφοι είναι το άλφα και το ωμέγα της δραστηριότητάς του· για ένα σύντροφο όμως μπορεί να γίνει μπελάς και είναι δίκοπο μαχαίρι.

Επόμενη ερώτηση, που έχει εξελιχτεί σε κλασική: μήπως έχει αλλάξει η κοινωνική σύνθεση των φοιτητών τα τελευταία χρόνια; Ειλικρινά δεν το γνωρίζω, αλλά δε νομίζω να έχει αλλάξει δραματικά. Αν και αυτό έχει να κάνει πολλές φορές –πέρα από τις γενικότερες αναδιαρθρώσεις που προωθούνται και συντελούνται στα πανεπιστήμια- και με τις αντιφατικές κυβερνητικές στοχεύσεις στην εκάστοτε συγκυρία –πχ σε προεκλογική περίοδο. Η βάση του 10 στις πανελλαδικές και η κάνουλα των εισακτέων μπορεί να ανοίγει ή να κλείνει σαν ακορντεόν από χρόνο σε χρόνο, καταγράφοντας ωστόσο και μια σταθερή γενική τάση.

Αυτό που σίγουρα είχε αλλάξει στα πανεπιστήμια είναι το γενικό κλίμα που επικρατούσε σε σχέση με μία και μιάμιση δεκαετία πριν. Κάτι που συνδέεται άμεσα και με τις ευθύνες του υποκειμενικού παράγοντα, αλλά αποτυπώνει και υπαρκτές αντικειμενικές διεργασίες. Δε νομίζω δηλ ότι είναι δική μας γεροπαραξενιά, εμάς των «βετεράνων», που βλέπουμε αλλιώς τα πράγματα, τώρα που μας έχει.. ξεβράσει το φοιτηταριάτο και δεν έχουμε πια τόσους γνωστούς στα αμφιθέατρα.

Δηλ σύντροφοι γινόμαστε βενεζουέλα; Εκεί δηλ όπου οι φοιτητές είναι καθαρά αντιδραστικοί στην πλειοψηφία τους και προέρχονται από τα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα. Όχι σφοι δεν έχουμε γίνει βενεζουέλα –όχι ακόμα τουλάχιστον. Πρέπει όμως να μη γυρίζουμε οικειοθελώς την πλάτη μας στην πραγματικότητα.
Το μοντέλο που προωθείται –με επιτυχία ως ένα βαθμό- είναι του φοιτητή που τρέχει σα βέγγος, να περάσει μαθήματα, να μαζέψει διδακτικές μονάδες, να γυρέψει σεμινάρια, να πιάσει καθηγητές και να τους κάνει διάφορα θελήματα, να βρει επαφές κι εφόδια για να γίνει «ανταγωνιστικός» και δεν του μένει χρόνος να ασχοληθεί με κάτι άλλο και με «ανέμελες» συλλογικές διαδικασίες.

Μια άλλη πτυχή που μου επισημάνθηκε πρόσφατα ως αποτύπωμα της κρίσης είναι ότι η εσωτερική μετανάστευση των φοιτητών έχει περιοριστεί δραματικά πια και στα πιο απομακρυσμένα ιδρύματα (κρήτη, θράκη, κτλ) η πλειοψηφία των σπουδαστών αποτελείται από ντόπιους, δηλ από παιδιά που ξεφεύγουν δυσκολότερα από τον κλοιό του οικογενειακού περιβάλλοντος και έχουν κάνει ήδη έναν πρώτο κρίσιμο συμβιβασμό στην επιλογή τους –αφού οι δικοί τους δε μπορούσαν να τους στείλουν σε άλλη πόλη και τη σχολή της αρεσκείας τους.

Αυτό επιδρά αναπόφευκτα στη συνείδηση των φοιτητών, αλλά και στη δική μας παρέμβαση η οποία μπορεί να δίνει προτεραιότητα –και καλά κάνει- στη στρατολόγηση εργατών στους χώρους δουλειάς και να δίνει βάρος στα αποτελέσματα των τει με τα παιδιά των πιο λαϊκών οικογενειών· αλλά έχει ένα ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα στο πανεπιστήμιο, που παραμένει για πολύ κόσμο ο βασικός χώρος συνειδητοποίησης, όπου έρχεται για πρώτη φορά σε ουσιαστική επαφή με κάποιες ριζοσπαστικές και επαναστατικές ιδέες. Και αυτός ακριβώς ο χαρακτήρας του πανεπιστημίου μπαίνει στο στόχαστρο των προωθούμενων αναδιαρθρώσεων.

Ποιος μπορεί να είναι λοιπόν ο δικός μας στόχος σ’ αυτές τις συνθήκες; Και τι μετράει περισσότερο: τα ποσοστά της πανσπουδαστικής ή ο απόλυτος αριθμός ψήφων (και δυνάμει κερδισμένων συνειδήσεων); Βασικά και τα δύο μετράνε, αλλά όταν πέφτει γενικά η συμμετοχή, συνήθως ανεβαίνει το πρώτο και πέφτει αντικειμενικά το δεύτερο. Ένας άμεσος εφικτός στόχος θα ήταν μέχρι πρότινος να ξεπεράσουμε επιτέλους την ημιθανή πασπ στη δεύτερη θέση –όπως έγινε ήδη από φέτος στα τει και φαίνεται να κλειδώνει σήμερα και στα αει. Προέχουν όμως πολύ πιο σημαντικά μέτωπα από τους εκλογικούς δείκτες –κι αυτό μας φέρνει στην επόμενη σειρά ερωτημάτων.

Πού πήγε η μεγάλη περιφανής νίκη για το άρθρο 16; Η τρομερή και περιβόητη γενιά του δεκέμβρη; Πού ήταν το μαχητικό φοιτητικό κίνημα όλα αυτά τα τελευταία χρόνια της κρίσης, των απεργιακών αγώνων και του κοινωνικού αναβρασμού; Ακόμα κι όταν ξεκίνησε φέτος ένας γύρος κινητοποιήσεων, οι κινητοποιήσεις που βγήκαν ήτανε σχετικά άμαζες και σε κάθε περίπτωση ένα μικρό κλάσμα των μεγάλων, φοιτητικών συλλαλητηρίων της προηγούμενης δεκαετίας. Η αλήθεια είναι πως πίσω από την κορύφωση του μαϊούνη και της επόμενης χρονιάς κρύβονταν τα πρώτα σπέρματα της παρακμής. Αλλά οι λόγοι και η ερμηνεία αυτής της πτώσης απαιτεί στενότερη παρακολούθηση και γνώση του χώρου από τη δική μου, που άρχισα να χάνω την επαφή με τα αμφιθέατρα, σχεδόν παράλληλα με την απομάκρυνση του φκ από το επίκεντρο των αγωνιστικών διεργασιών.

Ένα ακόμα ενδιαφέρον ερώτημα που προκύπτει από το δοσμένο συσχετισμό δύναμης είναι πως η ανάλυση ψήφου των εθνικών εκλογών δίνει συντριπτικά ποσοστά στο σύριζα και τη νδ να πέφτει κάτω από το μέσο όρο της, ενώ στα πανεπιστήμια τα μεγέθη κι οι όροι αντιστρέφονται διαλεκτικά, με τη δαπ να είναι κατεστημένο τις τρεις τελευταίες δεκαετίες και την αρεν του σύριζα να παραμένει αμελητέα ποσότητα –και να διασπάται μάλιστα με το σχέδιο βήτα (αλαβάνος και πρώην κοε) που κατέβηκε φέτος ως αριστερό δίκτυο. Όπως σχολίασε στην προηγούμενη ανάρτηση και ο ΡΓ, ακόμα και τους εαακίτες να προσθέσεις (που είχαν πολλές διαρροές προς σύριζα τον ιούνη του 12’) κάποια νούμερα απλώς δε βγαίνουν. Εκτός και αν υποθέσουμε ότι ο σύριζα έχει ρεύμα στη μη φοιτητιώσα νεολαία, δηλ σε σπουδαστές ιεκ, νέους εργάτες, κτλ. Να γελάνε και τα μωρά παιδιά δηλ, όπως λέει και το επίμαχο βιντεάκι της κνε.

Αυτά ως προς το γενικό κομμάτι, που γράφτηκε πριν από την ανακοίνωση των φετινών αποτελεσμάτων, για να μείνει ανεπηρέαστο στην ανάλυσή του και να μη φανεί ότι προσπαθεί να δικαιολογήσει ένα κακό ποσοστό ή αντιθέτως να σκεπάσει με ένα καλό ποσοστό κάποια υπαρκτά ζητήματα. Περνάμε τώρα πιο ειδικά και στα φετινά.

Το πρωί η κε του μπλοκ πήρε λίγο κλίμα από την πάτρα, όπου η πανσπουδαστική βγήκε πρώτη δύναμη στην πόλη (δηλ στο σύνολο των ψήφων σε αει και τει). Στο πολυκλαδικό πάνω από το παράρτημα, είδα τη φετινή μας αφίσα, που έχει πιο πλατύ και συμβατικό σύνθημα από άλλες φορές (μαζί πιο δυνατοί), την μπλε αφίσα (!) των εαακ και το ψηφοδέλτιο της δασπ, τα αρχικά από το «δεν ανήκω σε παράταξη», με ένα γραφικό πρώην δαπίτη, που φορούσε φτερωτά σπορτέξ σαν του ερμή. Από τα πανό της πανσπουδαστικής πανελλαδικά, ξεχώρισα το προλεκάλτ έμπνευσης σύνθημα your θέσεις sounds familiar, μια έξυπνη μπηχτή προς τις υπόλοιπες παρατάξεις.

Συνεχίζουμε με ένα γύρο γρήγορων ερωτήσεων.
Μήπως τώρα οι σύντροφοι της σπουδάζουσας θα ξεκουραστούν και θα απολαύσουν τους καρπούς των κόπων τους; Όχι σφοι, οι σύντροφοι δε θα ξεκουραστούν, γιατί για αυτούς ο φετινός μάης σημαίνει (όχι τριπλές, αλλά) τετραπλές εκλογές –κι οι φοιτητικές ήταν απλώς το ζέσταμα. Το φετινό θετικό αποτέλεσμα έχει μάλιστα μια αξία παραπάνω, γιατί έπεσε πάνω στην τούρλα και την πόλωση της επερχόμενης τριπλής κάλπης, που παραδοσιακά ευνοούσε τη δαπασπ –απόδειξη ότι ο σύριζα έχει ακόμα πολλά ψωμιά να φάει για να αντικαταστήσει επάξια την πασοκάρα που γνωρίσαμε σε όλα τα επίπεδα.

Μήπως η χειμερία νάρκη του φκ θα υπνώσει ποτέ τα δικά μας αντανακλαστικά και τη νοσταλγία για τα φοιτητικά; Όχι σύντροφοι, αυτό δεν πρόκειται να γίνει. Και το καταλαβαίνουμε κάθε φορά που έχει εκλογές στα πανεπιστήμια, που είναι κάτι σαν κινητή γιορτή για όσους παραμένουν στην ψυχή αιώνιοι φοιτητές.

Τιμά το spoudastes.gr του ΜΑΣ που μπλόκαρε και δε φόρτωνε από το μεγάλο όγκο επισκεπτών κι έτσι έστελνε κόσμο να ξεπέσει στην ανάγκη της ιστοσελίδας της νΚα κι άλλων λιγότερο αξιόπιστων σελίδων; Όχι. Αλλά στο σοσιαλισμό, που θα πιάσουμε το τρένο της ετε, θα λύσουμε όλα τα τεχνικά ζητήματα και δε θα υπάρχει τέτοιο πρόβλημα –ούτε και δαπίτες στις εκλογές.

Μήπως τα γαρίφαλα είναι εκτός εποχής; Όχι σφοι, το μάη ευδοκιμούν κι όπως λέει και το σύνθημα: νάτη η κάλπη, γαρίφαλα γεμάτη.
Η κάλπη γέμισε γαρίφαλα σε όλα σχεδόν τα φυσικά και τα παιδαγωγικά (ελπίζω μόνο να μην ξεστρατίσουν στην επαγγελματική τους πορεία, για να αλλάξει επιτέλους ο καταθλιπτικός συσχετισμός δύναμης στους δασκάλους), στο πανεπιστήμιο της θεσσαλίας, στην πόλη της πάτρας, στο μαθηματικό αθήνας, που είναι ο μεγαλύτερος τμηματικός σύλλογος, στην αρχιτεκτονική (που δεν είναι πολύ μεγάλη σχολή, αλλά πάντα έχει αίγλη) και σε μια σειρά σχολές, που ακόμα και μια απλή αναφορά τους θα έπαιρνε πολλή ώρα.

Και φυσικά στα ηρωικά μμε του απθ (που οι αθηναίοι τα γράφουν εμμε, γιατί είναι αθηναίοι και δε νιώθουν), όπου πέρσι η πανσπουδαστική ήταν η μόνη παράταξη που κατέβαζε ψηφοδέλτιο και πήρε περίπου 75% (ένας στους τέσσερις έριξε λευκό), ενώ φέτος που κατέβηκαν δειλά κι οι δαπίτες πήραν λιγότερες ψήφους απ’ ό,τι το λευκό πέρσι, εμείς αυξήσαμε τις δικές μας και έτσι έφτασε το ποσοστό μας κοντά στο 90%!

Τώρα ξέρω πως η σπορά έχει καρπίσει και μπορώ να φύγω ήσυχος κι ευτυχισμένος…

Τετάρτη 17 Απριλίου 2013

Δεν ταιριάζετε σου λέω

Για να μιλήσει κανείς για τα φοιτητικά και τις σημερινές εκλογές, που έρχονται χωρίς ανάσα μετά το συνέδριο, πρέπει να έχει διατηρήσει μια στοιχειώδη επαφή με τα αμφιθέατρα. Κι εγώ δε μπορώ να πω ότι ανήκω σε αυτή την κατηγορία.

Ως εξωτερικός παρατηρητής λοιπόν παρακολουθώ με σχετική αμηχανία την παρακμή του φοιτητικού κινήματος την τελευταία πενταετία, χωρίς να είμαι σε θέση να δώσω συνολικά κάποια έγκυρη ερμηνεία για τα αίτιά της. {Αν και θα μπορούσα να πω παρενθετικά πως οι νίκες του προηγούμενου διαστήματος κι ένας συγκεκριμένος τρόπος διαχείρισής τους, που τις πρόβαλλε αποσπασματικά ως τελεσίδικες, έφεραν μέσα τους το σπέρμα της ύφεσης και της ήττας, που ακολούθησε}.

Με αντίστοιχη αμηχανία, που προκύπτει πρωτίστως λόγω άγνοιας, παρακολουθώ κάποιες στιγμές (χρονικές και διαλεκτικές) της διαμόρφωσης της τακτικής μας, αλλά και την πολεμική που ασκείται εναντίον της. Η βασική μας ιδέα για το φοιτητικό κίνημα, όπως την καταλαβαίνω τουλάχιστον, είναι η δημιουργία του Μας, ως κάτι αντίστοιχο με το παμε, με συλλόγους και επιτροπές αγώνα που συσπειρώνονται στις γραμμές του. Κι οφείλω να πω ότι ως γενική ιδέα είναι καλή και κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση –με την υποσημείωση πως πρέπει να ληφθούν υπόψη οι διαφορές κι οι ιδιαιτερότητες της σπουδάζουσας.
Αν κάποιος διαφωνεί και ρωτάει επιτιμητικά «δηλ τι θέλετε, ένα πάμε φοιτητών;» τραβώντας μακρόσυρτα τα φωνήεντα, για να τονίσει την απέχθειά του, έχει μάλλον κάποιο σύνδρομο ή αλεργία στο παμε συνολικά, παρά στη «μηχανιστική του μεταφορά στα πανεπιστήμια».

Το θέμα λοιπόν είναι πώς εφαρμόζεται στην πράξη αυτή η ιδέα. Εδώ υπάρχει συσσωρευμένη αρκετή πείρα, θετική και αρνητική, όπως παραδέχτηκε τις προάλλες και ο σοφιανός σε μια προεκλογική μας εκδήλωση στο πολυτεχνείο. Κι οι αδυναμίες αυτές έχουν να κάνουν κατά τη γνώμη μου σε μεγάλο βαθμό με την απειρία των συντρόφων.

Τη δική μου γενιά μπορεί να τη συνοδεύει διαχρονικά το ερώτημα, γιατί δε μπήκε σε εφαρμογή εν μέσω κινήματος η λογική των αιρετών κι ανακλητών αντιπροσώπων από τις γενικές συνελεύσεις, όταν φαινόταν να υπάρχει η διάθεση και πιθανότατα οι συσχετισμοί να περπατήσει στην πράξη. Ήταν όμως κοινός τόπος ότι η υπάρχουσα κατάσταση ήταν αδιέξοδη και χρειαζόταν επιτακτικά μια διαφορετική μορφή συντονισμού του φ.κ.

Αυτό ακριβώς το σημείο έχει ως αφετηρία η συγκρότηση του μας, για την οποία πολλοί σφοι πιστεύουν πως έπρεπε να έχει ξεκινήσει μερικά χρόνια νωρίτερα· κι αν ήταν ακόμα φοιτητές, θα ήξεραν πολύ καλά πώς και γιατί πρέπει να την προχωρήσουν. Ενώ αντίθετα οι σύντροφοι στη σημερινή σπουδάζουσα καλούνται να εφαρμόσουν μια λογική χωρίς να έχουν προλάβει να γευτούν από πρώτο χέρι την κατάσταση και τα αδιέξοδα που κατέστησαν απαραίτητη την εφαρμογή της.
Κι είναι λογικό στην αρχή να κάνουν κάμποσα λάθη από απειρία ή υπερβάλλοντα ζήλο, που θα τα διορθώσουν στην πορεία, προχωρώντας ψηλαφιστά προς τα μπρος –πχ η αποχή για ένα διάστημα από όλες τις γενικές συνελεύσεις συλλήβδην κι όχι από αυτές που παρουσίαζαν όντως εκφυλιστικά φαινόμενα. Ούτως ή άλλως δεν υπάρχουν έτοιμες συνταγές και κάποιο άλλο προηγούμενο να λειτουργήσει σαν μπούσουλας. Οπότε τα λάθη είναι περίπου μονόδρομος για την κατάκτηση της απαιτούμενης πείρας.

Ο αντίλογος απέναντι σε αυτό το σχέδιο, με τις όποιες αντιφάσεις κι αδυναμίες του, δε βασίζεται σε κάποια ουσιαστική αντιπρόταση, αλλά κατά βάση σε άναρθρες κραυγές και χοντρή παραποίηση της πραγματικότητας, ακόμα κι όταν αυτή φοράει το μανδύα έγκριτων αναλυτών του ακαδημαϊκού κύκλου. Μιλάει πχ για σεχταρισμό και «κόκκινους συλλόγους» με αφορμή το τει λαμίας –λες και το ενωτικό είναι να νομιμοποιήσεις τα όργια και το κράτος εν κράτει των τραμπούκων της δαπ. Ίσως μόνο η σοβαρή συνιστώσα να έχει μια πιο ολοκληρωμένη αντίληψη στο ερώτημα «τι συλλόγους και τι φοιτητικό κίνημα θέλουμε». Αλλά είναι ζήτημα –πέραν των άλλων αδυναμιών της- αν μπορεί να την προωθήσει στις τάξεις της εαακ –πόσο μάλλον στην πραγματική ζωή. Κι αν αυτό είναι το επίπεδο της αντιπαράθεσης, δε μπορούμε να θρέφουμε φρούδες ελπίδες για το ρόλο που θα παίξουν δυνητικά οι άλλες δυνάμεις για μια ανασύνταξη του φ.κ. που είναι και το ζητούμενο.

Όλα τα παραπάνω συνδέονται και με μια σειρά άλλα ζητήματα, που είναι δύσκολο να αναλυθούν εν συντομία.
-την αντίληψη κάθε χώρου για το φοιτηταριάτο, τις προοπτικές και το ρόλο του στην κοινωνία. Κάποιες δυνάμεις θεωρούν τους φοιτητές πρωτοπόρο κομμάτι του κινήματος και τους απόφοιτους ως το πιο δυναμικό κομμάτι της νέας βάρδιας εργαζομένων –εν μέρει για να καλύψουν την αδυναμία παρέμβασής τους σε μεγάλο κομμάτι της εργατικής τάξης. Αν όμως λυγίσουμε το κλαδί από την ανάποδη, θα έχουμε μια τάση υποτίμησης των ειδικών, προνομιακών συνθηκών που προσφέρει ακόμα το πανεπιστήμιο (για μαζικό άνοιγμα, στρατολόγηση και ιδεολογική δουλειά), αλλά και εν γένει της διανόησης.

-Την αυτοτελή δουλειά της οργάνωσης, που έχει βάλει σε προτεραιότητα τα λαϊκά παιδιά των τει κι έχει θέσει πιο αυστηρά κριτήρια σε σχέση με τις στρατολογήσεις του πρόσφατου παρελθόντος. Αυτή η ιεράρχηση ωστόσο δε μπορεί να επηρεάζει αρνητικά την ικανότητά μας να συσπειρώνουμε στο μαζικό κίνημα. Απεναντίας συμπληρώνεται διαλεκτικά κατά τη γνώμη μου από ένα πλατύτερο άνοιγμα σε ακόμα πιο ευρεία κλίμακα στο επίπεδο των συσπειρώσεων –κι εν προκειμένω του μας και της πανεπιστημονικής. Αν και η διαλεκτική στην πράξη δεν είναι κι από τα πιο εύκολα σπορ.

-Την πιθανή αλλαγή της κοινωνικής σύνθεσης του φοιτητικού σώματος τα τελευταία χρόνια. Και την εντελώς βέβαιη αλλαγή της κοινωνικής συμπεριφοράς των φοιτητών εν μέσω κρίσης. Ένα μεγάλο κομμάτι –σίγουρα μεγαλύτερο απ’ ό,τι στο παρελθόν- το ενδιαφέρει να πάρει απλώς το πτυχίο με έναν καλό βαθμό, για να αντιμετωπίσει από καλύτερες θέσεις –έτσι νομίζει δηλ- το ρευστό σκηνικό στο σκλαβοπάζαρο –κατ’ ευφημισμόν αγορά- μισθωτής εργασίας. Ενώ ένα άλλο κομμάτι που έχει αντικειμενικό συμφέρον να παλέψει πιο άμεσα για κάποια ζητήματα, αναγκάζεται πχ να δουλεύει παράλληλα με τις σπουδές του κι αδυνατεί να πάρει ενεργά μέρος στις διαδικασίες του συλλόγου –όταν αυτές υπάρχουν.
Γενικώς το φοιτητικό παράδειγμα αναδεικνύει ανάγλυφα, γιατί η κρίση δεν αποτελεί αυτομάτως προνομιακό πεδίο για ριζοσπαστικές κινηματικές διεργασίες.

Κι αυτό είναι εν τέλει και το ζουμί της υπόθεσης. Η ελεγχόμενη κατάρρευση της πασπ θα τροφοδοτήσει πιθανότατα την άνοδο όλων των άλλων χώρων και μπορεί να ρίξει στάχτη στα μάτια για τους πραγματικούς συσχετισμούς και τη δυναμική των πραγμάτων μες στις σχολές. Αλλά το φοιτητικό κίνημα παρέμεινε δυστυχώς ουραγός και σχεδόν παθητικός θεατής των αγωνιστικών κινητοποιήσεων της τελευταίας τριετίας. Φέτος ειδικά –πχ στη θεσσαλονίκη- έχουν βγει ελάχιστες συνελεύσεις στα τμήματα που δε θίγονται άμεσα από τις αλλαγές με το σχέδιο αθηνά. Ενώ η πιθανή πρώτη εμφάνιση των χρυσαυγιτών έρχεται σαν καμπανάκι κινδύνου, σε έναν χώρο όπου πριν από μια πενταετία κάτι τέτοιο θα έμοιαζε αδιανόητο.

Αυτά βέβαια θα έχουμε την ευκαιρία να τα συζητήσουμε καλύτερα και στα σχόλια της ανάρτησης. Επειδή όμως η μέρα των φοιτητικών εκλογών δεν έχει μόνο αυτό τον χαρακτήρα, ας κλείσουμε με κάποια προλεκάλτ (προ)εκλογικά στιγμιότυπα που δίνουν άλλο χρώμα στην όλη διαδικασία.

-Η συγκρότηση φοιτητικής παράταξης με το όνομα «κώστας μήτρογλου» στο πολιτικό του απθ. Κι η αγωνία αν θα τους ξαναδούμε φέτος και αν θα έχουν ακολουθήσει τις επιταγές της μόδας που χαράζει ο ηγέτης.

-Η θρυλούμενη και θρυλική συνάμα είσοδος σφου κνίτη σε μάθημα στη φιλοσοφική του απθ, με μια μπανανόφλουδα ανά χείρας, που την πέταξε επιδεικτικά και έκλεισε με το σύνθημα της προεκλογικής αφίσας προς τους φοιτητές.

Μικρός θεούλης, που θα λέγανε και στο φάιτ κλαμπ –ε, αγιεκμπένι;

Κι η προλεκάλτ αφίσα από το πανεπιστήμιο πειραιά (παπει) με τον κάθετο/διαγώνιο διαχωρισμό του κινήματος από τα διάφορα πολύχρωμα τερατάκια των άλλων δυνάμεων και δυνατό επιμύθιο με τον στίχο που βλέπετε και στον τίτλο της ανάρτησης.
Για του λόγου το αληθές κι η φωτογραφική επιβεβαίωση από το πόρταλ του 902.

Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

Εκλογο-απολογιστική ανάρτηση

Δηλαδή απολογισμός της μέρας των εκλογών. Αν και στα πανεπιστήμια έχει επικρατήσει το αντίθετο κι οι εκλογο-απολογιστικές συνελεύσεις γίνονται πριν τις εκλογές, για να κάνουν απολογισμό του δσ και να εκλέξουν την εφορευτική.

Το μεσημέρι, μια σύντομη βόλτα στα πανεπιστήμια, όπου βρίσκονταν τρεις κι ο κούκος, που μόνος του δεν αρκεί για να φέρει την άνοιξη. Το πρωί οι μάζες βαρέθηκαν να ξυπνήσουν, το μεσημέρι ποιος να τρέχει τώρα, ε και το απόγευμα ψηφίζουν μόνο οι κλασικοί της τελευταίας στιγμής. Πού να είχε και καλό καιρό δηλ, η χαλκιδική δυο τσιγάρα δρόμος είναι με το αμάξι. (Κάποιοι στον χώρο, επιχειρούν να εξάγουν πολιτικά μηνύματα από την αποχή και τον ριζοσπαστισμό που υπολανθάνει σε αυτήν. Εμένα πάλι μου μοιάζει με τα κενά μηνύματα στο κινητό, όπου ψάχνεις να βρεις τι διάολο εννοούσε αυτός που το έστειλε, ενώ αυτός το έκανε χωρίς να καταλαβαίνει).

Νέκρα διάχυτη πάνω από το πτώμα του φοιτητικού συνδικαλισμού, που αποσυντίθεται χρόνο με τον χρόνο, αλλά κάθε τόσο αναγεννιέται από τις στάχτες του και δίνει λουλούδια που ανθίζουν. Σπανίως συμπίπτει όμως με την άνθιση άλλων χώρων. Ντιπ αχρόνιστο, που λένε και στην κάσο.
Μαζευτήκαμε λοιπόν συγγενείς και φίλοι, σφοι κι επιρροές, για τον επικήδειο. Και τα μπιτάκια της δαπάρας να φτάνουν σαν μελωδία της παρακμής στα αυτιά, παίζοντας το ρέκβιεμ της πολιτικής συνείδησης του φοιτητόκοσμου.

Το απόγευμα, επαναστατική σιέστα, για να αντέξουμε το βράδυ και στο καπάκι στην αλέκα, που δεν την φέραμε προεκλογικά, για να φτιάξουμε κλίμα και να μας τονώσει την πολιτική λίμπιντο, αλλά ανήμερα εκλογών, γιατί κατά βάθος είμαστε πολύ άνετοι (λαρζ, ου μην και δελάρζ) και δεν καιγόμαστε για τις εκλογές.

Καλά τα είπε η συντρόφισσα, τα γράφει κι ο δελάρζ εδώ (http://e-globbing.blogspot.com/2011/05/blog-post_19.html), κι ακόμα καλύτερα τα είπε πιο πριν στους δημοσιογράφους, για το χρέος (http://www1.rizospastis.gr/page.do?publDate=19/5/2011&id=13554&pageNo=8&direction=1).

Στο συγκεκριμένο το χάνουμε ενίοτε, αλλά δεν πειράζει. Είπε πχ σε ένα σημείο ότι εμείς μιλάμε με επιστημονικές ορολογίες. Δίκιο έχει, αλλά κάποια είναι πιο πολύ προπαγανδιστικά, για τον κόσμο. Αλλιώς δηλαδή, τι σημαίνει λαϊκή εξουσία με επιστημονικούς όρους;

Είναι μια εξουσία με κοινωνικοποίηση, συνεταιρισμούς κτλ, αλλά χωρίς δικτατορία του προλεταριάτου; Ταυτίζεται με το σοσιαλισμό; Την χωρίζει τυπική απόσταση; Και πώς φτάνουμε σε αυτό το σημείο, στην διεκδίκηση της εξουσίας; Με επαναστατικό άλμα, με μεταβατικά που λένε άλλοι, με κάτι άλλο;

Αυτά ήθελα να τη ρωτήσω στην κουβέντα που ακολούθησε, αλλά δεν πρόλαβα να πάρω σειρά, γιατί θα έχανε το αεροπλάνο. Έχουμε λέει και τοπικά στελέχη να απαντήσουν. Ναι αλλά ο καθένας συνήθως αυτοσχεδιάζει και λέει τα δικά του, για να καλύψει το κενό (είτε το δικό του, ή το γενικό θεωρητικό).
Για μένα η λαϊκή εξουσία είναι κάτι σαν τη δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου, το μεσοδιάστημα της δυαδικής εξουσίας, όπου κρίνεται το ποιος-ποιον. Αλλά εγώ δεν είμαι το κόμμα και μπορεί να λέω τα δικά μου.

Μετά απ' το βελλίδειο, κατευθείαν στα πανεπιστήμια.
Πρώτη στάση η σχολή του κοντόχοντρου. Όπου το σχήμα του στοχοποίησε ένα δαπίτη μπάτσο και φώναξε συνθήματα για τον σοσιαλισμό με τανκς και γραφειοκράτες. Αλλά και το χωρίς εσένα, γρανάζι δε γυρνά, που βασικά το ‘χει ερωτευτεί το εξωκοινοβούλιο κι όταν το λέμε μας σιγοντάρει. Ένας σεκίτης είπε ένα σύνθημα για σταλινικούς, αλλά η περιφρούρηση του κοντόχοντρου τον απομόνωσε και τον παρέδωσε στην χλεύη του κινήματος.
-Ποτέ δεν είναι αργά να αλλάξεις, μου πέταξε σε κάποια φάση, όταν του είπα ότι εγώ είμαι με τους άλλους, δηλ με εμάς, που είμαστε οι άλλοι, δηλ το μας.
-Όχι άλλη αλλαγή. Φτάνει το 81. Χωρίς (άλλες) αυταπάτες...

Τέσσερις δαπίτισσες ανέβηκαν στα τραπέζια (με φόρα απ’ τα μπουζούκια) και φώναζαν διασκευές από οπαδικά συνθήματα του άρη, όπως το δεν έχω γκόμενα δεν έχω λεφτά. Κι ίσως να ψηφίζουνε δαπ για να βρουν το πρώτο, γιατί για το δεύτερο δεν παίζει. Αλλά δε φτάνουν ούτε στο δαχτυλάκι τις εαακίτισσες, όταν αρχίζουν τα αντροσυνθήματα (στα τέτοια μας κτλ).

Εμείς κρατήσαμε πολιτικό πολιτισμό και η γραμμή ήταν να κόψουμε μαχαίρι τις καφρίλες και τις προκλήσεις. Έτσι έμεινε μόνος να τα φωνάζει ο γνωστός καρδιτσιώτης dj που πήγε στους ηλεκτρολόγους. Και το βάρος της καφρίλας από ταξική σκοπιά έπεσε εξ ολοκλήρου στα εαακ, που έχουν πείρα, τεχνογνωσία και κράτησαν ψηλά τη σημαία.

Ιδίως στο πολιτικό, όπου είχαν πρόσφατα κάτι ντράβαλα με τους δαπίτες κι ο σχηματάρχης –που είναι δεύτερη σχολή- έφερε για συμπαράσταση το παλιό του σχήμα από το φυσικό: τη θρυλική αρεφ που είχε χαρακτηριστεί κάποτε κι ως παιδική αρρώστια του αριστερισμού. Κι επειδή η δαπ φοβήθηκε ότι θα τις φάει για αντίποινα, η κάλπη άνοιξε κι έκλεισε με δύο ώρες καθυστέρηση. Κι έτσι τέλειωσαν όλες οι μεγάλες σχολές κι έμεινε το πολιτικό τελευταίο σχεδόν σε όλο το απθ.

Εκεί λοιπόν ακούσαμε για τα κονσερβοκούτια που δεν σκούριασαν ακόμα, φασίστες θα σας θάψουμε βαθιά μέσα στο χώμα. Ένα άλλο που είναι τραγούδι ολόκληρο και λέει για το φασίστα τον παππού τους, το λένιν (ή το στάλιν, ανάλογα με τα κέφια) που θα τινάξει τα μυαλά τους στον αέρα, την εξορία στη σιβηρία, και τα γκουλάγκ που ριμάρουν με τα εαακ. Ένα άλλο που λέει ξύλο, ξύλο, ξύλο διαρκείας από τη νοπε ως το μακεδονίας, αλλά ήταν κάπως ξύλινο σαν τη γλώσσα μας.
Κι επίσης ότι σε κάθε καταμέτρηση δεν ξέρω τι με πιάνει... και κάτι για τον παύλο μπακογιάννη. Κι εκεί λέω του σχηματάρχη ότι μπορεί να μας το γυρίσουν μπούμερανγκ και να μας πουν κι αυτοί για τον νίκο μπελογιάννη. Δεν πειράζει, μου λέει, θα πούμε κι εμείς, ζει, ζει, ο μπελογιάννης ζει, με πέτρουλα, λαμπράκη μας οδηγεί.
Αυτό είναι, άμα έχεις πιει τα κέρατά σου, δεν ορρωδείς προ ουδενός.

Στη θεολογία όπου ψηφίζει ο απολίθωμας αντιθέτως, δεν είχε πολύ χαβαλέ φέτος. Ούτε τρελούς ανεξάρτητους –που μια χρονιά, τους φώναζαν οι δαπίτες δέκα μαλάκες είσαστε κι αυτοί χόρευαν κι απαντούσαν ρυθμικά, δέκα μαλάκες είμαστε... Ούτε την καταπληκτική κίνηση φοιτητή, που εδώ και δυο χρόνια έχει πάρει πτυχίο και σταμάτησε να κατεβαίνει. Κι όταν είχε περάσει το μπαλέτο μας από τη θεολογία, το είδε μια σφισσα στον πίνακα [κκφ] και ρώτησε: τι είναι αυτό; Το κκ φινλανδίας;
-Όχι, το κκ φίτζι, της είπαμε. Μπορεί και φιλιπίννων.

Στο τέλος της βραδιάς είχαμε πάρει τρεις σχολές: φυσικό, εικαστικό και η-μ ως σύνολο. Εκεί έχει δύο κάλπες, μία για ηλεκτρολόγους και μία για μηχανολόγους κι εμείς βγήκαμε δεύτεροι και στις δύο. Αλλά είναι όπως στην άρση βαρών, που προσθέτεις στο τέλος ζετέ κι αρασέ και βγάζεις τον νικητή από το σύνολο. Κάτσε κάτω απ’ τη μπάρα...
Βγήκαμε δεύτεροι σε αρκετές σχολές και χάσαμε μόλις για τέσσερις ψήφους το γεωλογικό. Για άλλες τόσες έχασαν και τα εαακ την αυτοδυναμία στην αρχιτεκτονική, κι αυτή ήταν η μόνη σχολή που βγήκαν πρώτοι, αν δεν κάνω λάθος.

Στα τει καταγγείλαμε τα δέντρα που έβαζε η δαπ να ψηφίσουν κι αποχωρήσαμε. Σε αυτούς τους χώρους, και γενικώς όπου έχει αυτοδυναμία η δαπάρα, τα αστικοδημοκρατικά αιτήματα είναι ακόμα επίκαιρα και προς κατάκτηση. Δημοκρατία, ελευθερία, να φύγει ο βασιλιάς, 1-1-4, κτλ. Δύο επαναστατικά στάδια, σε ένα ενιαίο προτσές.

Μένει ο επίλογος όπου πρέπει να βγουν πολιτικά συμπεράσματα για τα αποτελέσματα. Όπου η πανσπουδαστική πέφτει για τρίτη σερί χρονιά και πάει να ισοφαρίσει το ανοδικό σερί της περασμένης δεκαετίας. Γιατί συμβαίνει αυτό όμως;

Η μία εκδοχή λέει ότι η ταξική σύνθεση των φοιτητών έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια κι ότι στα πανεπιστήμια μπαίνουν πλέον λιγότερα παιδιά λαϊκών οικογενειών. Οπότε αυτό επηρεάζει και τα αποτελέσματα. Αλλά η ταξική αναγωγή δεν είναι πάντα ασφαλές κριτήριο για γενικές ερμηνείες.
Άλλοι λένε ότι θεωρητικοποιούμε την αποτυχία της γραμμής μας κάνοντας κρεμαστάρια τις εκλογές. Αλλά αυτό δεν εξηγεί γιατί η αποτυχημένη γραμμή προχώρησε τόσο καλά σε κάποιες σχολές, ή και πόλεις συνολικά. Ούτε προκύπτει (σε μένα τουλάχιστον) ότι πάμε για ξεχωριστούς συλλόγους, ξεχωριστές εκλογές, εφεε του βουνού, ή κάτι παρόμοιο.

Η αλήθεια είναι ως συνήθως –κεντριστική ανέκαθεν- κάπου στη μέση. Κι η πτώση των τελευταίων χρόνων έχει μάλλον να κάνει με τη σπουδάζουσα της αθήνας και τη μεγάλη κρίση που πέρασε προ τριετίας, γιατί στις άλλες πόλεις τα αποτελέσματα δεν είναι άσχημα.

Τον επίλογο, όπως λέει και το σύνθημα, τον γράφει το κίνημα (το οποίο θα πει την τελευταία λέξη). Από τη στιγμή που αυτό απουσίαζε τον τελευταίο χρόνο, το αποτέλεσμα δε θα μπορούσε να είναι θεαματικά υπέρ μας. Κι ο καθένας μπορεί να γράψει το τέλος που του αρέσει, σύμφωνα με το έτοιμο σχήμα που έχει στο κεφάλι του, για να ερμηνεύει την πραγματικότητα.

Αν πάντως ντε και καλά θέλει κάποιος να βρει θεωρητικές προεκτάσεις, θα μπορούσε να θέσει το θέμα της σχέσης με τους διανοούμενους εν γένει, τον ταξικό τους προσδιορισμό, το απ’ έξω του βλαδίμηρου, σε συνδυασμό με την καχυποψία του απέναντι στο μικροαστισμό των διανοούμενων της εποχής του, την εργατική στροφή, την κατάσταση του κμε κτλ. Σε κάποια άλλη ανάρτηση..

Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010

Κι ύστερα θα σου πουν να πας πανεπιστήμιο

Έλεγα να γράψω κάτι για τις εγγραφές τώρα που είναι επίκαιρο.
Πρώτες εικόνες, εντυπώσεις από τις οργανώσεις, τρόπος προσέγγισης της καθεμιάς. Να 'λεγε καθένας τις εμπειρίες του και μετά να τα μαζεύαμε και να τα βγάζαμε σε ένα λεύκωμα.

Αλλά δε θα μου έβγαινε τώρα στα κοντά. Κι εναλλακτικά είπα να βάλω ένα κείμενο που είχα γράψει προ επταετίας για τους πρωτοετείς της δημοσιογραφίας. Προσωπική συμβολή στην έλλειψη έμπνευσης και πρωτοτυπίας που μαστίζει τέτοιου είδους κείμενα.

Κοιτώντας το τώρα από τα βάθη του χρόνου και το ύψος της ιστορίας η κε του μπλοκ το αποκηρύσσει. Αλλά ξέρει να το κρίνει διαλεκτικά και να διακρίνει στοιχεία συνέχειας που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν στο σήμερα. Όποιος άλλος το βλέπει έτσι μπορεί να τα αξιοποιήσει ελεύθερα.

Η πρώτη ερώτηση που σού ‘ρχεται στο μυαλό εννιά φορές στις δέκα, όταν πρωτοπηγαίνεις στη σχολή σου είναι: «και τώρα πώς διάολο θα μάθω εγώ τι πρέπει να κάνω εδώ που ήρθα;» Οπότε βρίσκεις ένα σωρό συμφοιτητές σου από μεγάλα έτη, με χαμόγελο στο στόμα πρόθυμους να σε ξεψαρώσουν.
Κι έτσι η δεύτερη ερώτηση που σού ‘ρχεται είναι: «Γιατί πέφτουν πάνω μου όλοι αυτοί οι πέφτουλες και μου ζητάνε τηλέφωνα και διευθύνσεις; Είμαι τόσο αξιαγάπητος και δεν το ήξερα;»

Εάν είσαι κοπέλα σχετικά εμφανίσιμη δεν χρειάζεται να ανησυχείς. Σύντομα θα δεις πως σε αυτή τη σχολή υπάρχουν πολλοί λιγούρηδες που ψοφάν να το παίξουν γόηδες στις πρωτοετείς.
Αν πάλι δεν ανήκεις στην κατηγορία της όμορφης, γοητευτικής κοπέλας και πάλι υπάρχει εξήγηση. Μάλλον έχεις πέσει σε κάποιο μέλος παράταξης που προσπαθεί να γίνει φίλος σου, να σε καλοπιάσει και να σε κλείσει για τις εκλογές των φοιτητών την άνοιξη.
Πριν σιχτιρίσεις την τύχη σου όμως, πρέπει να ξέρεις πως δεν ισχύουν για όλους τα ίδια…

Υπάρχει ένας κανόνας που λέει ότι αν δεν κολακέψεις (γλείψεις) τον αναγνώστη σου από την πρώτη σελίδα είναι ζήτημα αν αυτός θα διαβάσει τη δεύτερη. Χίλια μπράβο λοιπόν!!
Όχι όμως για κολακεία, αλλά ειλικρινή.
Κι η δική μας γενιά κι η δική σου είμαστε από «τα παιδιά της μεταρρύθμισης Αρσένη» και είδαμε από πρώτο χέρι τι εστί βερίκοκο. Διπλοβάρδιες σχολείο –φροντιστήριο, άγχος, πίεση, ξενύχτια, κι όλα αυτά με κέντρο τους τις εξετάσεις στο τέλος της χρονιάς να κρίνουν το μέλλον μας (λες και οι κλίσεις και τα ενδιαφέροντα του καθενός φαίνονται από το πόσο έγραψε στα Αρχαία Ελληνικά, ή στα Μαθηματικά).
Είτε λοιπόν είχες τη Δημοσιογραφία πρώτη επιλογή, είτε βρέθηκες κατά λάθος εδώ επειδή τα μόρια δεν σου έφτασαν για νομική, ο έπαινος είναι όλος δικός σου. Και σου αξίζει γιατί κατάφερες να βγεις από αυτήν τη (δήθεν) εκπαιδευτική διαδικασία, όπου στερείσαι τα πάντα (από ελεύθερο χρόνο κι έρωτες μέχρι την ίδια σου την προσωπικότητα) φυσιολογικός άνθρωπος με σώας τας φρένας.
Δεν κατάφεραν να σε τρελάνουν…

Και μετά το Λύκειο ΤΙ; Ήταν ο τίτλος μιας ηλίθιας εκπομπής με τη Σινιώρη που λέει τον καιρό να διαφημίζει ως λύση διάφορες ιδιωτικές σχολές. Μετά το λύκειο σε περιμένει ένας γενναίος, νέος, κόσμος. Το πανεπιστήμιο.
Ετοιμάσου για εκπλήξεις, καθώς επίσης και να μάθεις πόσο μικρός είναι ο κόσμος που ζούμε. Γιατί κατά βάθος όπως λέει και το τραγούδι: όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν.

Θυμήσου τα μαθητικά σου χρόνια. Τους συμμαθητές σου στο γυμνάσιο που μόνο οι μισοί από αυτούς κατάφεραν να τελειώσουν και το λύκειο και να συνεχίσουν σε κάποια ανώτατη σχολή. Τις σκόρπιες γνώσεις που σου γεμίζανε το κεφάλι όλο το χρόνο για να τις πετάξεις στο καλάθι με τα άχρηστα την επομένη των εξετάσεων. Τον σχολικό χουντο- κανονισμό που σε ήθελε πειθήνιο στρατιωτάκι. Τους διευθυντές που απειλούσαν με τιμωρίες όσους πήγαιναν να διαδηλώσουν ενάντια στον πόλεμο.

Και σύγκρινέ τα με την πραγματικότητα στο πανεπιστήμιο. Όπου τα πτυχία χρησιμεύουν μόνο ως περιεχόμενο κορνίζας. Οι εταιρείες μετατρέπουν το πανεπιστήμιο σε ΑΕ και την παιδεία σε εμπόρευμα. Το άσυλο είναι στο στόχαστρο κάθε χρόνο και οι πιέσεις για την κατάργησή του εντείνονται. Εκεί όπου μας δίνουν τόσες «γνώσεις», ίσα- ίσα για να βγούμε απόφοιτοι φτηνοί και αναλώσιμοι στην αγορά εργασίας, ή για να παίξουμε το ρόλο του μελλοντικού ανέργου.
Πόσο μοιάζουν όλα αυτά! Τι μικρός που είν’ ο κόσμος!

Μάθε παιδί μου γράμματα. Όπως έλεγε κι ο Τσάκωνας στην ομώνυμη ταινία: «6άρες: 6 χρόνια στο Δημοτικό, 6 χρόνια γυμνάσιο (τότε ήταν και το λύκειο μέσα), 6 χρόνια πανεπιστήμιο, 6 χρόνια μεταπτυχιακά. Και τι κατάλαβα;»
Πόσες φορές δεν αναρωτηθήκες κι εσύ το ίδιο. Ποιο είναι το νόημα σε όλα αυτά; Γιατί χαραμίζουμε τα καλύτερα χρόνια της ζωής μας;
Υποτίθεται για να γίνουμε καλοί επιστήμονες προς όφελος της κοινωνίας! Αυτό είναι όμως το βασικό πρόβλημα της ελληνικής εκπαίδευσης σήμερα. Μας μιλάνε για ανάγκη σύνδεσης της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας. Κι από πότε είναι το βασικό η αγορά εργασίας κι όχι οι ανθρώπινες ανάγκες;
Τι είδους απόφοιτους μέσης και ανώτατης εκπαίδευσης θα βγάζει το εκπαιδευτικό μας σύστημα; Φτηνό και υπάκουο εργατικό δυναμικό με περιορισμένες γνώσεις για τα κέρδη των εταιρειών και των οικονομικά ισχυρών; Ή ολοκληρωμένους επιστήμονες που θα προσφέρουν την γνώση της επιστήμης τους προς όφελος όλης της κοινωνίας αντί ενός μόνο μέρους της;

Και γιατί ρε γαμώτο να συμβαίνουν όλα αυτά σε μας; Τόσο γκαντέμηδες είμαστε;
Η αλήθεια είναι ότι όλα αυτά μόνο ζήτημα τύχης, ή γκαντεμιάς δεν είναι. Ίσα- ίσα που είναι απόλυτα ώριμη και συνειδητή πολιτική επιλογή των κρατούντων.

Κοίταξε γύρω σου στον μικρόκοσμο της σχολής σου τα διάφορα προβλήματα.
Το απαρχαιωμένο πρόγραμμα σπουδών, τα γεμάτα ελλείψεις σε υποδομή εργαστήρια, τα συγγράμματα που πληρώνουμε και καταρρίπτουν τον μύθο της δωρεάν παιδείας. Αλλά και τα πιο γενικής φύσης. Τα δωμάτια στις Εστίες που δε φτάνουν ούτε για ζήτω, τα λεφτά που στέλνουν οι γονείς και δεν φτάνουν γιατί η ζωή ακριβαίνει. Ή και τα πιο μικρά: το φαγητό στη λέσχη που τρώγεται με πολλά κουράγια, τα πανάκριβα κυλικεία που είναι όλα ιδιωτικά. Όλα σε τελική ανάλυση, από το πιο μεγάλο μέχρι το πιο μικρό, έχουν αίτια, και αυτά τα αίτια, άμεσα ή έμμεσα, έχουν στη βάση τους την πολιτική.
Το ζητούμενο σήμερα είναι αν θα συνεχίσει να χαράσσεται στην παιδεία μια πολιτική που ευνοεί τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, όπως γίνεται και σήμερα, ή αν τελικά το φοιτητικό κίνημα θα οργανωθεί, και θα παλέψει να την ανατρέψει με όσα μέσα μπορεί.
Αυτός είναι ο δρόμος που σε καλούμε να ακολουθήσεις. Γιατί στα συλλογικά προβλήματα δεν υπάρχουν ατομικές λύσεις.

Υπάρχει ένα ρητό που λέει πως τα φοιτητικά χρόνια είναι τα καλύτερα. Κι αυτό ισχύει σε μεγάλο βαθμό, αλλά μπορείς να το δεις από πολλές οπτικές γωνίες. Θα έχεις την ευκαιρία να ηρεμήσεις και να κάνεις μπόλικο χαβαλέ με τις παρέες σου, όσο ποτέ μέχρι τώρα. Όμως είναι μεγαλύτερη μαγκιά να καταφέρεις να πας κόντρα στο ρεύμα της εποχής, του παρτάκια, εγωιστή φοιτητή, που έχει για σλόγκαν ζωής το «δεν βαριέσαι αδερφέ, εμείς να περνάμε καλά». Είναι πολύ μεγαλύτερη μαγκιά να μάθεις να εκφράζεσαι μέσα από συλλογικούς αγώνες, να κάνεις τις ανησυχίες σου αφετηρία για δημιουργία, να παλέψεις για ένα καλύτερο αύριο. Να πας κόντρα σε όσους μας λένε ότι όλα αυτά τα κάνουμε «επειδή είμαστε νέοι και το αίμα μας βράζει». Ή «ότι κυνηγάμε χίμαιρες και ουτοπίες». Ουτοπικό σήμερα είναι να παραμένεις αδρανής και να νομίζεις ότι έτσι τα πράγματα μπορούν να γίνουν καλύτερα.

Εμείς που επικοινωνούμε μαζί σου μέσα από αυτό το κείμενο εκπροσωπούμε την Πανσπουδαστική Κίνηση Συνεργασίας στη Δημοσιογραφία. Δεν πρόκειται να σου πουλήσουμε ψεύτικα, φιλικά συναισθήματα, ούτε να σε κοροϊδέψουμε. Θα σου μιλήσουμε ανοιχτά και πολιτικά για το χάλι της σημερινής εκπαίδευσης, και για όσα πρέπει να κάνουμε για να αντιδράσουμε -κι αυτό είναι που μας κάνει πολλές φορές δυσάρεστους στους άλλους. Θέλουμε να σε βρούμε στους δρόμους για να ζήσουμε μαζί την ομορφιά του αγώνα για όσα δικαιούμαστε.

Πανσπουδαστική Κίνηση Δημοσιογραφίας


Αυτά. Για το ξεκατίνιασμα στην πάτρα σε επόμενο κείμενο.