Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα τσάκωνας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα τσάκωνας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 11 Ιουνίου 2016

Αυτοί που φεύγουν κι αυτοί που μένουν

Μισεύεις και τα μάτια μου δακρύζουν λυπημένα

Αυτό το τραγούδι παίζει κάπου στην εμβληματική ταινία "μάθε παιδί μου γράμματα", που είναι γυρισμένη στα πρόθυρα της Αλλαγής. Κι αν είναι κάτι που μπορεί να σου φέρει δάκρυα στα μάτια δεν είναι οι αναμνήσεις κι η συγκίνηση για αυτούς που φεύγουν, ούτε η απελπισία για αυτούς που μένουν, κι ας είναι η μοίρα τους σακατεμένη, κι ό,τι αγαπάνε, ξενιτεύεται. (Που καμιά φορά μοιάζει χειρότερο κι από το συνήθη θάνατο, γιατί αυτός είναι αργός, καθημερινός, αλλά όχι αναπόφευκτος. Θεωρητικά εσύ το "επέλεξες" κι υποχρεώνεσαι να το κάνεις με τη θέλησή σου). Δεν είναι φιλιά και δακρυγόνα, στο τέλος του χειμώνα, τα μάτια σου θα καίνε, από χαρά θα κλαίνε. Και πού την είδες δηλ τη χαρά; Εδώ κανείς δε χαίρεται (κανείς δεν τραγουδά), χαμένε, α χαμένε -που λέει κι ο Τραμπάκουλας. Είναι βασικά ότι δεν έχει αλλάξει σχεδόν τίποτα (άντε το πολύ το δέρμα των καιρών) από όσα περιέγραφε η ταινία.

Εντάξει, τώρα γίνεστε εμπαθείς, άκου δεν άλλαξε τίποτα, σε λίγο θα μας πείτε ότι δεν πέτυχε τίποτα κι η Αλλαγή.
Καταρχάς, μισή Αλλαγή μετά, ο Τσάκωνας το είχε γυρίσει και γύριζε το "μάθε παιδί μου μπάσκετ" (γιατί τα γράμματα πού να φτουρήσουν) και μετά την "κλασική περίπτωση βλάβης", που την προέβαλε -λέει- κάποτε μια αναρχική ομάδα, για να ακολουθήσει συζήτηση πάνω στο βρώμικο ρόλο και την καταπίεση των μικρών αφεντικών. (Αελ, τρακτέρ και) love is in the air, όπως και το πολιτικό μήνυμα, αν θες να το βρεις με το ζόρι. Και βόηθα παναγιά, τώρα με τον Άγγελο στον πάγκο.

Ενώ ο Καλογερόπουλος γύριζε το "όνειρο αριστερής νύχτας", που το γιούχαρε το κοινό στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, και η μόνη αξιόλογη σκηνή είναι ίσως αυτή με τον κόκορα και τη μαοϊκή συναγωνίστρια, που ήταν υπέρ της ένοπλης επανάστασης, αλλά δεν άντεχε να αντικρίσει στο χωριό τον αποκεφαλισμό του.
Gallo rojo es valiente, pero el negro es traicionero

Κι επίσης, δε βελτιώθηκε ραγδαία η παιδεία τώρα που κόβουν τις ώρες των αρχαίων από το πρωτότυπο και των θρησκευτικών -άλλο που η εκκλησία εξακολουθεί να είναι παντού, σαν τους παπάδες στην έκθεση του Σωκράτη;
Δεν αποκαταστάθηκε η ιστορική αλήθεια (την αλήθεια ρε...) με την αναγνώριση της αντίστασης; Αλλά ξέρεις, έκανε κι αυτή κάτι ακρότητες κι ανάγκασε κάτι αγνά, αθώα παλικάρια να καταταγούν στα Τάγματα Ασφαλείας για να γλιτώσουν από τον κομμουνισμό. Άλλο αν έπεσε λήθη (το αντίθετο της αλήθειας) σε όλα αυτά, που βολεύει για να λέει ο καθένας ότι θέλει και να πιστεύει πχ ότι παλεύει και σήμερα, για να γλιτώσει από τους κομμουνιστές της ΔΦΑ και τον Κατρούγκαλο, που συν τοις άλλοις, είναι κι αποστάτης της τάξης του. (Αυτοί είναι οι χειρότεροι, ξέρεις, σκυλιά λυσσασμένα. Λένιν, Μαρξ, Ένγκελς... και τώρα ο Κατρούγκαλος!)

Ναι αλλά μήπως έτσι, με τη φυγή, γίνεσαι κι εσύ αποστάτης της τάξης σου που δραπετεύει από τα προβλήματα και την ταξική πάλη στη χώρα σου; (Καλά, με αυτήν την έννοια κι ο Αργεντίνος Τσε δεν ήταν παρά ένας "αποστάτης"...) Μήπως βοηθάς τη ΔΦΑ να τους διώξει όλους και να μείνουμε μόνοι μας σαν το ανέκδοτο με το Λεωνίδα*;

(*Έχει βάλει ο Μπρέζνιεφ που λες στο μάτι μιας μικρούλα, της υπόσχεται πως θα της κάνει όποια χάρη θελήσει κι αυτή του ζητάει να ανοίξει για μια μέρα τα σύνορα.
-Πονηρούλα, θες να μείνουμε μόνοι μας... της απαντά αυτός.
Και τώρα που αυτά γίνονται στον υπαρκτό καπιταλισμό κι όχι στα αντισοβιετικά ανέκδοτα; Τώρα τι έχουμε να πούμε;
Α ξέχασα, αφού στην κυβέρνηση είναι οι κομμουνιστές κι η χώρα μας είναι η τελευταία σοβιετική της Ευρώπης...)

Και τι θα γίνει όταν τελειώσουμε τον πλανήτη και δεν υπάρχουν πια άλλα καταφύγια να αποδράσουμε; Γιατί το κεφάλαιο έχει τελειώσει τον πλανήτη από την ανάποδη κι αφού δεν έχει πια άλλους "παραδείσους" να βρει, θα κάνει κόλαση την ενδοχώρα, για να συνεχίσει απρόσκοπτα να κερδοσκοπεί.

Μήπως θα χρειαζόταν ένα τείχος του Βερολίνου, για να σταματήσει την αφαίμαξη του επιστημονικού δυναμικού; Μήπως τίθεται νέο εθνικό ζήτημα, όπως λένε κάποιες αναλύσεις που επαναθεμελιώνουν το μαρξισμό και καταλήγουν να τον ξεριζώνουν από τα θεμέλια;

Όχι σφε, ταξικό είναι το ζήτημα. Κι όχι, δεν είσαι αποστάτης της τάξης σου. Κι η δική σου ψυχή, συνείδηση, ή όπως το ορίζουμε τέλος πάντων, το ξέρει πόσο (δε) θα σου λείψει το αριστεροχώρι (με την καλή έννοια εδώ), το κίνημα κι η ελληνική ιδιαιτερότητα. Το ζήτημα είναι ότι... πατρίς-οικογένεια... και η θρησκεία μένει ως παυσίπονο στην κοιλάδα των ατέλειωτων δακρύων που λέμε ζωή -με τη συμβατική έννοια του όρου.

Αλλά γιατί η αγάπη για τους δικούς μας να μπαίνει τροχοπέδη στον αγώνα και τις θυσίες που απαιτεί αντί να μας δίνει ένα επιπλέον κίνητρο; Γιατί το δέσιμο με αυτόν τον τόπο, τις ρεματιές και τα πεζούλια του, τις παραλίες και τα καταγώγια του, μας δένει τα χέρια στην πράξη; Γιατί να μην είναι αρκετό να μας κρατήσει εδώ και να το παλέψουμε ως το τέλος; Κι από την άλλη, πού διαφέρουμε όσοι μένουμε πίσω και βολευόμαστε με λιγότερο ουρανό και τη μίζερη ανασφάλειά μας για το άγνωστο;

-Δε φεύγω ρε, να εδώ μέχρι τη γωνία θα πάω και θα ξανάρθω.
Λέει στον μπράβο του ένα από τα θύματα της Άμυνας Ζώνης, σε μια από τις αγαπημένες σειρές κι ατάκες του Φιλολαϊκού. Και δε γυρνάει ποτέ πίσω γιατί πάει να συναντήσει στη γωνία το δολοφόνο του.
Σε εσένα το λέω, φίλε ξενιτεμένη, που βαυκαλίζεσαι πως όλα είναι προσωρινά κι ότι σε λίγο καιρό, στην πρώτη ευκαιρία δηλ, θα γυρίσεις πίσω.
Μα αν δεν μπορείς να κάνεις τη ζωή σου όπως τη θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: να μην την εξευτελίζεις. Και να μη γίνεις ποτέ σαν τους ελληνοαμερικάνους, που δουλεύει ο Μακ Πάπας, και ψηφίζουν Τραμπ.

Ρούχα-τσεκ. Βαλίτσες-τσεκ. Η χούφτα με το χώμα το ελληνικό, σαν αυτή που κρατούσε ο Ζαχαριάδης-τσεκ. Οι δίσκοι του Καζαντζίδη-τσεκ.
Όχι, δεν είναι αναχρονιστικό να ακούς Καζαντζίδη κι ας φωνάζει σα λαβωμένο λιοντάρι σε κάποια σημεία. Αναχρονισμός είναι που αναγκάζεσαι να φύγεις γκασταρμπάιτερ ή γκαστβίσενσαφτλερ ξέρω γω κι αυτό το σύστημα που μας γυρίζει ολοταχώς στον εργασιακό μεσαίωνα. Αν φύγεις, ο χρόνος δε θα γυρίσει πίσω και πιθανότατα ούτε εσύ, αλλά συνέχισε τουλάχιστον να παλεύεις, για να σταματήσουν να γυρίζουν προς τα πίσω τα ρολόγια κι ο χρόνος της ιστορίας.


Ε ναι Πουλόπουλος. Όχι γιατί παίρνουμε (πουλο)πουλο, ένας-ένας από δω. Αλλά έτσι, επειδή κολλάει...

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2015

Τα έξι χρόνια να μη γίνουνε επτά

Έξι χρόνια στο δημοτικό, έξι χρόνια στο γυμνάσιο… μα πού πήγαν τα έξι χρόνια που λείπουν; Και πόσες εξάδες μας λείπουν σήμερα;

Επτά χρόνια στο γύψο, επτά χρόνια «σοσιαλμανία», οκτώ χρόνια (παρ)αλλαγή, τέλος της ιστορίας κι επτά μεταβατικά χρόνια μαυρίλας, οκτώ χρόνια εκσυγχρονισμού, πέντε χρόνια σεμνά και ταπεινά, έξι χρόνια μνημόνιο –να μη γίνουνε επτά.
Μα πού πήγαν σχεδόν πενήντα χρόνια (βάσανα και διωγμοί); Και πού χάθηκαν, αφού τίποτα δεν πάει χαμένο στη χαμένη μας ζωή;

Με το θάνατο του Τσάκωνα πολλοί από εμάς θάβουμε ένα κομμάτι των παιδικών μας χρόνων, αλλά βρίσκουμε αφορμή να ξεθάψουμε τις αναμνήσεις μας, απενοχοποιημένες κι ανάμεικτες, πολιτικές μαζί με την καλτιά: Από τα ελπιδοφόρα πρώτα βήματα με τον Βέγγο, στην απότομη χαβαλέ προσγείωση στο κλίμα της δεκαετίας, που τα συνδύαζε όλα: ρόδα, τσάντα και κοπάνα (τους φασίστες), θηλυκό θηριοτροφείο, μεγάλη απόφραξη, κοκ. Από το μάθε παιδί μου γράμματα, στο μάθε παιδί μου μπάσκετ (προφητικό, καθώς βγήκε λίγο πριν από το Ευρωμπάσκετ του 87’ με πρωταγωνιστή το Σταύρο Μαυρίδη, που αργότερα στα Εγκλήματα έπαιζε τον κύριο Κουτσούμπα!). Κι από εκεί στις βιντεοκασέτες, τα ανέκδοτα με τον (προ)ηγούμενο στο 090, και τις λούμπεν, ανέμπνευστες επιθεωρήσεις. Εκεί όπου είχε παίξει και τον Καραγκιόζη σε ένα σκετς, για να γίνει ιδανική, ζωντανή ενσάρκωση ενός λαϊκού ήρωα, με την εμφάνισή του (φαλάκρα, λεπτό μουστάκι) και το μοναδικό γρέζι στη φωνή του, που έγινε το σήμα κατατεθέν του.

Μια αντιφατική διαδρομή που δείχνει τι ήταν και τι θα μπορούσε να γίνει, όχι μόνο ο Τσάκωνας αλλά μια ολόκληρη γενιά και ο κινηματογράφος/η τέχνη της μεταπολίτευσης συνολικά. Και επειδή αυτά τα αντιφατικά στοιχεία συνυπάρχουν ειρηνικά κι εξ αδιαιρέτου σε ένα αξεδιάλυτο κουβάρι, πρέπει κάπως να τα παντρέψουμε μέσα μας, με τις αισθητικές και κοσμοθεωρητικές μας αρχές, να νικήσουμε τις ιδεολογικές μας τύψεις. Κι αυτή η υπερνίκηση, η αποενοχοποίηση ονομάζεται καλτ, που είναι το όνομα που δίνουμε σε ό,τι μας φαίνεται καταγέλαστο και φτηνό, αλλά γελάμε πρωτογενώς με αυτό, γιατί μας φαίνεται όντως αστείο ή γιατί μάθαμε να το θεωρούμε τέτοιο από πολύ μικροί, πολύ πριν αποκτήσουμε πολύπλοκο και πιο απαιτητικό κριτήριο.

Σαν μια αναρχική ομάδα που έκανε κάποτε προβολή της κλασικής περίπτωσης βλάβης, και θα ακολουθούσε συζήτηση για την ταξική θέση και το ρόλο των μικρών αφεντικών, που καταδυναστεύουν τους μαθητευόμενούς τους, με αφορμή τα καψόνια του μαστρο-Τσάκωνα στο βοηθό του, Τάσο Κωστή. Τα ιδεολογικά άλλοθι που ψάχνουμε είναι πολλές φορές πιο καλτ κι από αυτές τις ένοχες, αμαρτωλές απολαύσεις μας.



Κι αυτό που μένει στο τέλος της ημέρας είναι μια μελαγχολία για το μαρασμό του πολιτικού, στρατευμένου κινηματογράφου, που δεν καθορίζεται βέβαια από το θάνατο του Τσάκωνα, αλλά κρίθηκε όσο αυτός ήταν ακόμα εν ζωή· και για την έλλειψη νέων τέτοιων ταινιών, σαν το μάθε παιδί μου γράμματα, που να μη μοιάζουν αναχρονιστικές, αντιγράφοντας το παρελθόν, αλλά να πιάνουν το σφυγμό της εποχής μας.

Κι αυτό που μένει ως αντίβαρο αισιοδοξίας είναι πως παρόλα όσα, παρά το ραγδαίο εκφυλισμό των ιδανικών και την επικράτηση της δικτατορίας του χαβαλέ, υπάρχουν ακόμα παιδιά που αντιδρούν και βγαίνουν μαζικά στο δρόμο, για να μάθουν γράμματα –περνώντας και από το μεγάλο σχολείο του αγώνα. Τα συλλαλητήρια των φοιτητών και των μαθητών αυτές τις μέρες, ήταν τα πιο μαζικά κι ελπιδοφόρα των τελευταίων ετών. Βοηθάει όσο να πεις και ο Συριζαίος Πάγκαλος, που τη Δευτέρα στον ενικό εκστόμισε πολλά μαργαριτάρια (πέραν της επίμαχης φράσης περί γενοκτονίας κι εθνοκάθαρσης), με κορυφαίο ίσως –λόγω ιδιαίτερου συμβολισμού- αυτό για τους δικτατορικούς φοιτητές.

Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010

Κι ύστερα θα σου πουν να πας πανεπιστήμιο

Έλεγα να γράψω κάτι για τις εγγραφές τώρα που είναι επίκαιρο.
Πρώτες εικόνες, εντυπώσεις από τις οργανώσεις, τρόπος προσέγγισης της καθεμιάς. Να 'λεγε καθένας τις εμπειρίες του και μετά να τα μαζεύαμε και να τα βγάζαμε σε ένα λεύκωμα.

Αλλά δε θα μου έβγαινε τώρα στα κοντά. Κι εναλλακτικά είπα να βάλω ένα κείμενο που είχα γράψει προ επταετίας για τους πρωτοετείς της δημοσιογραφίας. Προσωπική συμβολή στην έλλειψη έμπνευσης και πρωτοτυπίας που μαστίζει τέτοιου είδους κείμενα.

Κοιτώντας το τώρα από τα βάθη του χρόνου και το ύψος της ιστορίας η κε του μπλοκ το αποκηρύσσει. Αλλά ξέρει να το κρίνει διαλεκτικά και να διακρίνει στοιχεία συνέχειας που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν στο σήμερα. Όποιος άλλος το βλέπει έτσι μπορεί να τα αξιοποιήσει ελεύθερα.

Η πρώτη ερώτηση που σού ‘ρχεται στο μυαλό εννιά φορές στις δέκα, όταν πρωτοπηγαίνεις στη σχολή σου είναι: «και τώρα πώς διάολο θα μάθω εγώ τι πρέπει να κάνω εδώ που ήρθα;» Οπότε βρίσκεις ένα σωρό συμφοιτητές σου από μεγάλα έτη, με χαμόγελο στο στόμα πρόθυμους να σε ξεψαρώσουν.
Κι έτσι η δεύτερη ερώτηση που σού ‘ρχεται είναι: «Γιατί πέφτουν πάνω μου όλοι αυτοί οι πέφτουλες και μου ζητάνε τηλέφωνα και διευθύνσεις; Είμαι τόσο αξιαγάπητος και δεν το ήξερα;»

Εάν είσαι κοπέλα σχετικά εμφανίσιμη δεν χρειάζεται να ανησυχείς. Σύντομα θα δεις πως σε αυτή τη σχολή υπάρχουν πολλοί λιγούρηδες που ψοφάν να το παίξουν γόηδες στις πρωτοετείς.
Αν πάλι δεν ανήκεις στην κατηγορία της όμορφης, γοητευτικής κοπέλας και πάλι υπάρχει εξήγηση. Μάλλον έχεις πέσει σε κάποιο μέλος παράταξης που προσπαθεί να γίνει φίλος σου, να σε καλοπιάσει και να σε κλείσει για τις εκλογές των φοιτητών την άνοιξη.
Πριν σιχτιρίσεις την τύχη σου όμως, πρέπει να ξέρεις πως δεν ισχύουν για όλους τα ίδια…

Υπάρχει ένας κανόνας που λέει ότι αν δεν κολακέψεις (γλείψεις) τον αναγνώστη σου από την πρώτη σελίδα είναι ζήτημα αν αυτός θα διαβάσει τη δεύτερη. Χίλια μπράβο λοιπόν!!
Όχι όμως για κολακεία, αλλά ειλικρινή.
Κι η δική μας γενιά κι η δική σου είμαστε από «τα παιδιά της μεταρρύθμισης Αρσένη» και είδαμε από πρώτο χέρι τι εστί βερίκοκο. Διπλοβάρδιες σχολείο –φροντιστήριο, άγχος, πίεση, ξενύχτια, κι όλα αυτά με κέντρο τους τις εξετάσεις στο τέλος της χρονιάς να κρίνουν το μέλλον μας (λες και οι κλίσεις και τα ενδιαφέροντα του καθενός φαίνονται από το πόσο έγραψε στα Αρχαία Ελληνικά, ή στα Μαθηματικά).
Είτε λοιπόν είχες τη Δημοσιογραφία πρώτη επιλογή, είτε βρέθηκες κατά λάθος εδώ επειδή τα μόρια δεν σου έφτασαν για νομική, ο έπαινος είναι όλος δικός σου. Και σου αξίζει γιατί κατάφερες να βγεις από αυτήν τη (δήθεν) εκπαιδευτική διαδικασία, όπου στερείσαι τα πάντα (από ελεύθερο χρόνο κι έρωτες μέχρι την ίδια σου την προσωπικότητα) φυσιολογικός άνθρωπος με σώας τας φρένας.
Δεν κατάφεραν να σε τρελάνουν…

Και μετά το Λύκειο ΤΙ; Ήταν ο τίτλος μιας ηλίθιας εκπομπής με τη Σινιώρη που λέει τον καιρό να διαφημίζει ως λύση διάφορες ιδιωτικές σχολές. Μετά το λύκειο σε περιμένει ένας γενναίος, νέος, κόσμος. Το πανεπιστήμιο.
Ετοιμάσου για εκπλήξεις, καθώς επίσης και να μάθεις πόσο μικρός είναι ο κόσμος που ζούμε. Γιατί κατά βάθος όπως λέει και το τραγούδι: όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν.

Θυμήσου τα μαθητικά σου χρόνια. Τους συμμαθητές σου στο γυμνάσιο που μόνο οι μισοί από αυτούς κατάφεραν να τελειώσουν και το λύκειο και να συνεχίσουν σε κάποια ανώτατη σχολή. Τις σκόρπιες γνώσεις που σου γεμίζανε το κεφάλι όλο το χρόνο για να τις πετάξεις στο καλάθι με τα άχρηστα την επομένη των εξετάσεων. Τον σχολικό χουντο- κανονισμό που σε ήθελε πειθήνιο στρατιωτάκι. Τους διευθυντές που απειλούσαν με τιμωρίες όσους πήγαιναν να διαδηλώσουν ενάντια στον πόλεμο.

Και σύγκρινέ τα με την πραγματικότητα στο πανεπιστήμιο. Όπου τα πτυχία χρησιμεύουν μόνο ως περιεχόμενο κορνίζας. Οι εταιρείες μετατρέπουν το πανεπιστήμιο σε ΑΕ και την παιδεία σε εμπόρευμα. Το άσυλο είναι στο στόχαστρο κάθε χρόνο και οι πιέσεις για την κατάργησή του εντείνονται. Εκεί όπου μας δίνουν τόσες «γνώσεις», ίσα- ίσα για να βγούμε απόφοιτοι φτηνοί και αναλώσιμοι στην αγορά εργασίας, ή για να παίξουμε το ρόλο του μελλοντικού ανέργου.
Πόσο μοιάζουν όλα αυτά! Τι μικρός που είν’ ο κόσμος!

Μάθε παιδί μου γράμματα. Όπως έλεγε κι ο Τσάκωνας στην ομώνυμη ταινία: «6άρες: 6 χρόνια στο Δημοτικό, 6 χρόνια γυμνάσιο (τότε ήταν και το λύκειο μέσα), 6 χρόνια πανεπιστήμιο, 6 χρόνια μεταπτυχιακά. Και τι κατάλαβα;»
Πόσες φορές δεν αναρωτηθήκες κι εσύ το ίδιο. Ποιο είναι το νόημα σε όλα αυτά; Γιατί χαραμίζουμε τα καλύτερα χρόνια της ζωής μας;
Υποτίθεται για να γίνουμε καλοί επιστήμονες προς όφελος της κοινωνίας! Αυτό είναι όμως το βασικό πρόβλημα της ελληνικής εκπαίδευσης σήμερα. Μας μιλάνε για ανάγκη σύνδεσης της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας. Κι από πότε είναι το βασικό η αγορά εργασίας κι όχι οι ανθρώπινες ανάγκες;
Τι είδους απόφοιτους μέσης και ανώτατης εκπαίδευσης θα βγάζει το εκπαιδευτικό μας σύστημα; Φτηνό και υπάκουο εργατικό δυναμικό με περιορισμένες γνώσεις για τα κέρδη των εταιρειών και των οικονομικά ισχυρών; Ή ολοκληρωμένους επιστήμονες που θα προσφέρουν την γνώση της επιστήμης τους προς όφελος όλης της κοινωνίας αντί ενός μόνο μέρους της;

Και γιατί ρε γαμώτο να συμβαίνουν όλα αυτά σε μας; Τόσο γκαντέμηδες είμαστε;
Η αλήθεια είναι ότι όλα αυτά μόνο ζήτημα τύχης, ή γκαντεμιάς δεν είναι. Ίσα- ίσα που είναι απόλυτα ώριμη και συνειδητή πολιτική επιλογή των κρατούντων.

Κοίταξε γύρω σου στον μικρόκοσμο της σχολής σου τα διάφορα προβλήματα.
Το απαρχαιωμένο πρόγραμμα σπουδών, τα γεμάτα ελλείψεις σε υποδομή εργαστήρια, τα συγγράμματα που πληρώνουμε και καταρρίπτουν τον μύθο της δωρεάν παιδείας. Αλλά και τα πιο γενικής φύσης. Τα δωμάτια στις Εστίες που δε φτάνουν ούτε για ζήτω, τα λεφτά που στέλνουν οι γονείς και δεν φτάνουν γιατί η ζωή ακριβαίνει. Ή και τα πιο μικρά: το φαγητό στη λέσχη που τρώγεται με πολλά κουράγια, τα πανάκριβα κυλικεία που είναι όλα ιδιωτικά. Όλα σε τελική ανάλυση, από το πιο μεγάλο μέχρι το πιο μικρό, έχουν αίτια, και αυτά τα αίτια, άμεσα ή έμμεσα, έχουν στη βάση τους την πολιτική.
Το ζητούμενο σήμερα είναι αν θα συνεχίσει να χαράσσεται στην παιδεία μια πολιτική που ευνοεί τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, όπως γίνεται και σήμερα, ή αν τελικά το φοιτητικό κίνημα θα οργανωθεί, και θα παλέψει να την ανατρέψει με όσα μέσα μπορεί.
Αυτός είναι ο δρόμος που σε καλούμε να ακολουθήσεις. Γιατί στα συλλογικά προβλήματα δεν υπάρχουν ατομικές λύσεις.

Υπάρχει ένα ρητό που λέει πως τα φοιτητικά χρόνια είναι τα καλύτερα. Κι αυτό ισχύει σε μεγάλο βαθμό, αλλά μπορείς να το δεις από πολλές οπτικές γωνίες. Θα έχεις την ευκαιρία να ηρεμήσεις και να κάνεις μπόλικο χαβαλέ με τις παρέες σου, όσο ποτέ μέχρι τώρα. Όμως είναι μεγαλύτερη μαγκιά να καταφέρεις να πας κόντρα στο ρεύμα της εποχής, του παρτάκια, εγωιστή φοιτητή, που έχει για σλόγκαν ζωής το «δεν βαριέσαι αδερφέ, εμείς να περνάμε καλά». Είναι πολύ μεγαλύτερη μαγκιά να μάθεις να εκφράζεσαι μέσα από συλλογικούς αγώνες, να κάνεις τις ανησυχίες σου αφετηρία για δημιουργία, να παλέψεις για ένα καλύτερο αύριο. Να πας κόντρα σε όσους μας λένε ότι όλα αυτά τα κάνουμε «επειδή είμαστε νέοι και το αίμα μας βράζει». Ή «ότι κυνηγάμε χίμαιρες και ουτοπίες». Ουτοπικό σήμερα είναι να παραμένεις αδρανής και να νομίζεις ότι έτσι τα πράγματα μπορούν να γίνουν καλύτερα.

Εμείς που επικοινωνούμε μαζί σου μέσα από αυτό το κείμενο εκπροσωπούμε την Πανσπουδαστική Κίνηση Συνεργασίας στη Δημοσιογραφία. Δεν πρόκειται να σου πουλήσουμε ψεύτικα, φιλικά συναισθήματα, ούτε να σε κοροϊδέψουμε. Θα σου μιλήσουμε ανοιχτά και πολιτικά για το χάλι της σημερινής εκπαίδευσης, και για όσα πρέπει να κάνουμε για να αντιδράσουμε -κι αυτό είναι που μας κάνει πολλές φορές δυσάρεστους στους άλλους. Θέλουμε να σε βρούμε στους δρόμους για να ζήσουμε μαζί την ομορφιά του αγώνα για όσα δικαιούμαστε.

Πανσπουδαστική Κίνηση Δημοσιογραφίας


Αυτά. Για το ξεκατίνιασμα στην πάτρα σε επόμενο κείμενο.

Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2009

Μάθε παιδί μου γράμματα

Στις παιδικές ερωτήσεις -του τύπου "τι είναι ιμπεριαλισμός"- οι μεγάλοι δίνουν συνήθως απλοϊκές απαντήσεις -του τύπου "επεκτατισμός"-.
Που στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο αφελείς και παιδιάστικες από τις εύλογες ερωτήσεις των παιδιών.
Και σου κάνουν ζημιά που την κουβαλάς μετά σε όλη σου τη ζωή, γιατί σου μαθαίνουν κάτι στρεβλά κι είναι ζήτημα αν θα βρεις τρόπο μετά να το διορθώσεις.

Το ίδιο μπορείς να πάθεις και με τους πρώτους σου ινστρούκτορες και τις απαντήσεις που σου δίνουν.
Γιατί η οργάνωση αποτελεί αναμφισβήτητα σχολείο. Από κάθε άποψη. Σου δίνει πολλά πράγματα, εμπειρίες ζωής και γνώσεις. Αλλά δεν προάγει πάντα την κριτική ικανότητα. Κι άμα κάνεις πολλές αταξίες, στο τέλος σε αποβάλλουν.

Στο σχολείο λοιπόν είναι ζήτημα τι δασκάλους θα πετύχεις και τι θα σου πουν. Γιατί αν αντί για τα εφόδια που χρειάζεσαι σου δώσουν γιούχου απαντήσεις (που δεν απαντούν σε τίποτα επί της ουσίας) αφενός τρελαίνεσαι, αφετέρου άμα τις πάρεις για μπούσουλα, στουκάρεις σε τοίχο.
Του βερολίνου κατά προτίμηση. Και κατά λάθος τον γκρεμίζεις.

Κατά λάθος λένε ότι δόθηκε τότε κι η εντολή δια τηλεφώνου να ανοίξουν τα σύνορα με το δυτικό βερολίνο. Ενώ άλλοι λένε ότι ότι έπεσε γραμμή από τον γκορμπατσόφ στη μόσχα για να ανοίξουν. Τηλεφωνικά κι αυτή.
Σουρεαλιστικές, σε κάθε περίπτωση, καταστάσεις που μόνο η πένα του λογοτέχνη μπορεί να συλλάβει και να αποδώσει. Κατά προτίμηση σε μορφή διηγήματος.
Έχουμε έτοιμο και τον τίτλο: Το λάθος τηλεφώνημα ενός φονιά. Θα κάνει πάταγο στο ριζοσπάστη.

Στην αρχή, τις πρώτες φορές που στουκάρεις, λες κάπου έστριψα λάθος εγώ, κάτι δεν έκανα σωστά. Και την κρατάς τη σύγκρουση μέσα σου, εσωτερική. Αλλά αν παραγίνει το κακό, σε ξεχειλίζει κι αρχίζει το ξέσπασμα.
Και τότε η μπάλα δεν παίρνει μόνο εσένα, ή τον κακό δάσκαλο, παιρνει και το σχολείο που τον εμπιστεύτηκε. Κι αρχίζεις και σιχτιρίζεις. Είμαι 16άρης, σας γαμώ τα λύκεια, ή είμαστε μαϊΟύννοι, το αυτό για τη σπουδάζουσα.
Αρχίζεις στα κρυφά κι ενισχυτική διδασκαλία, ή φροντιστήριο (πιστός στις παραδόσεις του κρυφού σχολειού). Μπας και μάθεις αλλού αυτά που δε σου μαθαίνουν στο σχολείο (πχ ότι το κρυφό σχολειό είναι απλώς μύθος).

Κάποτε πρέπει να συζητήσουμε σοβαρά για το τι αποφοίτους θέλουμε από την οργάνωση, τι κομμουνιστές χρειάζεται η κοινωνία.
Το πρόβλημα του μαρξιστικού αναλφαβητισμού είναι υπαρκτό και δε λύνεται με σεναριακού τύπου αχτίφ μια φορά στα τόσα. Σε αυτή τη βάση το αίτημα της ελεύθερης πρόσβασης στις κομματικές σχολές για όλα τα μέλη (ενάντια στους στελεχικούς φραγμούς) μπορεί να φαντάζει αριστερίστικο, αλλά έχει βάση.

Ο αντιδιαλεκτικός διαχωρισμός θεωρίας-πράξης είναι το ίδιο αντιεπιστημονικός με τον διαχωρισμό αει-τει. Άκρατος πρακτικισμός, κυνήγι δεικτών ποσοστών και χαμένων θησαυρών, αντί για γνώση, επαφή με τη θεωρία και το μαρξισμό. Το ένα εις βάρος του άλλου, αντί να δεθούν διαλεκτικά.
Στο τέλος πηγαίνεις στις (κ)όβες και νιώθεις πως είσαι μαζί με τον πέτρο, τον γιόχαν, τον φρανς. Ποτέ τους δε διάβασαν μαρξ!
Πώς να απαντήσουν μετά στον μπράουν, τον φίσερ και τα παπαγαλάκια τους που σκεφτήκαν και βρήκαν πως φταίει ο μαρξ;

Κατά τα άλλα την ποδιά την καταργήσαμε προ πολλού, αλλά το κίνημα ανέδειξε νέες μορφές αξεσουάρ, όπως τα κράνη της περιφρούρησης, που θυμίζουν παλιές καλές εποχές.

Θηλέων και αρρένων δεν υπάρχουν, αλλά παλιά που ήταν αλλιώς τα πράγματα, οι σχέσεις χρειάζονταν έγκριση από τον διευθυντή και την καθοδήγηση.
Προσωπικά, βλέποντας την ηθική παρακμή και τα κρατούντα εαακίτικα ήθη, με πιάνει ρομαντική νοσταλγία για τα χρόνια εκείνα.
Με τον πουριτανισμό μου τα έχω βρει μια χαρά, του έχω βρει και ωραίο όνομα (μαρξιστική ηθική) και δε με πιάνουν τύψεις για απολογίες.

Το πρελούδιο της κρίσης του εκπαιδευτικού συστήματος, με τις καταλήψεις και τον τεμπονέρα, το 90-91, ήταν η διάσπαση της κνε ένα χρόνο πριν, η κομσομόλ ναρ κι η παράλληλη ύπαρξή τους που έφτασε μέχρι τα δικαστήρια (για το όνομα και τα περιουσιακά στοιχεία από το διαζύγιο).

Η αντιεκπαιδευτική μεταρρύθμιση της περεστρόικα άνοιξε τους ασκούς του αιόλου και στην ελληνική της εκδοχή.
Ο γκόρμπι ήταν κάτι ανάμεσα σε ευθυμίου και κουτσίκου, που έλεγε αντιδραστικές αηδίες, αλλά εμείς τον πιστεύαμε για μεγάλο μεταρρυθμιστή, γιατί είχε στο κούτελο το σημάδι του εκλεκτού του θεού και του γκρομίκο.

Αλλά έστριψα πολύ λάθος κι εξωκοίλαμε (και δε φταίνε οι οδηγίες αυτή τη φορά).
Στο επόμενο θα πιάσουμε το χαμένο νήμα, για να το επαναφέρουμε στον ιμπεριαλισμό απ' όπου και ξεκινήσαμε.

Υγ: Τα μετρούσε και τα ξαναμετρούσε, αλλά δεν του βγαίνανε.
Έξι χρόνια στους νέους πρωτοπόρους κι έξι χρόνια στους μαθητές δώδεκα. Κι άλλα έξι μετά στη σπουδάζουσα 18. Κι έξι ακόμα μετά στο κόμμα 24. Βάλε κι έξι μέχρι να πάω στους πρωτοπόρους 30.
Αλλά εγώ είμαι 36. Πού πήγαν χαμένα έξι χρόνια;

Γι' αυτό χρειάζεται η δικτατορία του προλεταριάτου. Αλλιώς μετά ξεπέφτεις στις βιντεοκασέτες τύπου μάθε παιδί μου μπάσκετ που γύρισε ο τσάκωνας έξι χρόνια μετά, στον πυρετό του ευρωμπάσκετ, του γκάλη και της αυτοκρατορίας του άρη.

Όχι ότι με χαλούσε η εποχή. Μια χαρά χρόνια ήταν μες στην παρακμή τους, τα καλύτερά μας ίσως. Μέχρι τα επόμενα που θα έλεγε κι ο γκάλης.

(Συνεχίζεται...)