Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ρόζα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ρόζα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

Λόγω της ημέρας

Η χτεσινή μέρα ήταν φορτωμένη με κάποιες μαζεμένες σημαντικές επετείους, που επιβάλλουν κατά τη γνώμη μου, την αναδημοσίευση δυο κειμένων -έστω και με μια μέρα καθυστέρηση.

Μπορείτε επίσης να επισκεφτείτε στους παρακάτω συνδέσμους ένα κείμενο για δύο άλλες δημαντικές επετείους.
Τα γενέθλια του ποιητή Νασίμ Χικμέτ
Και το θάνατο του κομμουνιστή γιατρού Πέτρου Κόκκαλη

Η κόκκινη Ρόζα


Η κόκκινη Ρόζα. Η Ρόζα μας.

Που έπεσε νεκρή μια μέρα σαν και σήμερα από τους τραμπούκους των ξεπουλημένων σοσιαλιστών ηγετών (Έμπερτ, Νόσκε), που τέθηκαν στην υπηρεσία της αντεπανάστασης.
Που έζησε στο κορμί της, μαζί με το σύντροφό της, Καρλ Λίμπκνεχτ, την προδοσία των ρεφορμιστών και πώς αυτή στρώνει το δρόμο στο φασισμό.
Που μπήκε επικεφαλής στο πιο δυνατό, το πιο ωραίο κίνημα της γερμανικής ιστορίας, που δεν ήταν δυστυχώς αρκετά ώριμο, αλλά αν κατάφερνε να νικήσει, θα άλλαζε το ρου της παγκόσμιας ιστορίας.

Που άφησε πίσω της πολύτιμη παρακαταθήκη με το θεωρητικό της έργο, και μια σειρά αξιόλογες και επίκαιρες μπροσούρες, όπως το «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση», σαν πρωθύστερο «κατηγορώ» σε όσους καπηλεύτηκαν το όνομά της, και το έδωσαν σε ένα ίδρυμα του ευρωκομμουνιστικού αναθεωρητισμού.
Που ήταν η πιο φλογερή και συνεπής πολέμιος του σωβινισμού και του μιλιταρισμού. Και διέθετε οξυμένο, κριτικό πνεύμα, ακόμα κι απέναντι στην ίδια την επανάσταση, ακόμα κι όταν λάθευε. Όπως είχε πει για αυτήν ο Λένιν, ήταν ένας από τους αετούς της επανάστασης, ακόμα κι αν πετούσε κάποτε πολύ χαμηλά, εκεί που φτάνουν οι κότες.
Που είχε πλακουτσωτή μύτη και μάλλον καχεκτικό σώμα, αλλά ασκούσε ακαταμάχητη γοητεία στους συντρόφους και τους συνομιλητές της, όχι με την εμφάνιση, αλλά με το επαναστατικό πνεύμα, τις ικανότητες και την αφοσίωσή της στον αγώνα.

Που η ακτινοβολία της φτάνει ως την εποχή μας και τη φωτίζει με το παράδειγμά της.
Που εμπνέει πολλούς γονείς να βαφτίσουν προς τιμήν της τα κορίτσια τους με το όνομά της.
Που την τραγούδησαν ο Μητροπάνος κι η Δημητριάδη. Ενέπνευσε τον Καζαντζάκη, το Μικρούτσικο και τον Αλκαίο με τη Ρόζα του, που τον κοιτούσε μουδιασμένο να βλέπει πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία, αλλά οπισθοχωρεί καμιά φορά, και γίνεται σιωπή…

Η δική μας Ρόζα, η κόκκινη Ρόζα Λούξεμπουργκ –τι σου ‘χω φυλαγμένα…


Ατέχνω(ς) ακόμα μάτια μου, Ατέχνω(ς)




Το Ατέχνως ήρθε στο διαδικτυακό αέρα στις 15 Γενάρη του 2015, συμπτωματικά μόλις δέκα ημέρες πριν τα πολιτικά «εγκαίνια» της πρωτοδεύτερης φοράς Αριστερά, που τρίτωσε τα μνημόνια. Προφανώς αυτό το μεσοδιάστημα δεν ήταν οι δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο, όπως δεν τον συγκλόνισαν ούτε και οι δώδεκα μήνες που ακολούθησαν, είτε στην πραγματική ζωή, είτε στο μικρόκοσμο του διαδικτύου. Θέλουμε να πιστεύουμε όμως πως συγκριτικά με την κυβέρνηση τουλάχιστον, κάτι παραπάνω καταφέραμε να αλλάξουμε ως περιοδικό, φέρνοντας κάτι καινούριο και διαφορετικό.

Το Ατέχνως επιχείρησε να καλύψει ένα κενό στο διαδικτυακό χάρτη, χωρίς να παραβλέπει τα δικά του κενά και τις διάφορες ελλείψεις του, που δεν περιλαμβάνουν πάντως τα ερυθρά αιμοσφαίρια και την πρωτότυπη κριτική ματιά. Και το βλέπουμε έκτοτε να αναπτύσσεται καθημερινά, σαν ένα μικρό μωρό ενός έτους, που ακόμα μπουσουλάει, αλλά έχει κάνει και πολλά ποιοτικά άλματα. Και λέει τις πρώτες του λεξούλες, αλλά επιδιώκει να αρθρώνει έναν ποιοτικό εναλλακτικό λόγο, που είναι κι ο βασικός λόγος της ύπαρξής του.

Δεν είναι ωραίο να περιαυτολογεί κανείς, αλλά αυτή η συστολή υποχωρεί κι αναστέλλεται, όταν πρόκειται για ένα τέτοιο, συλλογικό εγχείρημα, με μια σειρά αξιόλογους γραφιάδες, που έκαναν πράξη τη βασική μας δέσμευση για πρωτότυπη ύλη, με ποικίλη θεματολογία και καθημερινή ροή κειμένων. Με την αφορμή αυτή νιώθουμε την ανάγκη να ευχαριστήσουμε όλους τους συνεργάτες μας που έχουν βάλει το δικό τους λιθαράκι σε αυτή την προσπάθεια του περιοδικού, έστω και αν αυτό ήταν ένα μόνο κείμενο, ακόμα κι αν στο ενδιάμεσο έχουν χωρίσει οι δρόμοι μας.

Κυρίως όμως οφείλουμε μια ειδική αναφορά στο αναγνωστικό κοινό του Ατέχνως, που μας υποδέχτηκε ζεστά από την πρώτη στιγμή και ανανεώνει καθημερινά την εμπιστοσύνη του στο περιοδικό. Συνηθίζουμε να μιλάμε με όρους κινήματος, για βαθιές ρίζες κι ακατάλυτους δεσμούς με τον κόσμο. Για εμάς αυτά δεν ήταν καθόλου αυτονόητα, συνεπώς θέλουμε να σας ευχαριστήσουμε για την καθημερινή επαφή και την ανάδραση, με τις παρατηρήσεις σας, τις συμβουλές-προτάσεις σας, τα σχόλια, κτλ. Και να σας προτρέψουμε να γίνετε πιο αυστηροί μαζί μας, στις υποδείξεις σας και την κριτική σας, για να συμβάλλετε με κάθε πιθανό τρόπο στη βελτίωση της ύλης του περιοδικού.

Κουβαλάμε την πείρα του πρώτου χρόνου, όλες τις ευχάριστες και τις όποιες αρνητικές στιγμές, και συνεχίζουμε με όρεξη και θέληση να κάνουμε ακόμα περισσότερα, να έχουμε πιο ενεργή παρουσία κι εξωστρεφή δραστηριότητα, με ανοιχτές εκδηλώσεις κι άλλες ιδέες που σκοπεύουμε να εντάξουμε στο σχεδιασμό μας.

Ένα χρόνο μετά, είμαστε όρθιοι πάνω στη σχεδία μας και συνεχίζουμε το ταξίδι μας, μαζί με πολλούς συντρόφους που (σε αντίθεση με αυτούς του ομηρικού Οδυσσέα) αυξάνονται και πληθύνονται. Κι όπως λέει, παραφρασμένος, ο στίχος που επιλέξαμε στον τίτλο.

Ατέχνω(ς) ακόμα μάτια μου, Ατέχνω(ς)

Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

Σαν γυναίκα κι εγώ

Η ιδέα της ταύτισης του κομμουνισμού με το γυναικείο φύλο δεν είναι καινούρια. Κρατάει από την εποχή του αριστοφάνη. Από το ειρηνικό φεμινιστικό κίνημα με την λυσιστράτη και την κορύφωσή του στις εκκλησιάζουσες με την πραξαγόρα. Οι γυναίκες παίρνουν την εξουσία στα χέρια τους κι εφαρμόζουν ένα καθεστώς κοινοκτημοσύνης που βασίζεται στη δουλεία. Όσο μπροστά από την εποχή του κι αν ήταν ο αρίστος, δεν έπαυε να δεσμεύεται από τα όριά της και τις ολιγαρχικές του πεποιθήσεις. Εξάλλου και στο σοσιαλισμό ακόμα θα έχουμε ταξικά κατάλοιπα.


Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι η κοινοκτημοσύνη δε μένει μόνο στα υλικά αγαθά, αλλά επιβάλλεται και στον ερωτικό τομέα. Θα ‘ρθουν οι κομμουνιστές και θα μας πάρουν τις γυναίκες. Πολλούς αιώνες μπροστά από τον χρυσό δικό του ο αρίστος.
Αν κι η δική του ουτοπία στόχευε στο αντίθετο βασικά: να μην αφήσει κανέναν ακτήμονα κι ανέραστο. Κάθε νέα γυναίκα έπρεπε πρώτα να πάει με έναν γέρο κι άσχημο άντρα, προτού χαρεί τον έρωτα με έναν νέο της αρεσκείας της κι αντιστρόφως. Κι αυτό γιατί το χρήμα θα έχανε κάθε αξία κι οι γέροι δε θα είχαν κανέναν τρόπο να προσελκύσουν το άλλο φύλο.

Το μικρό απολίθωμα γνώρισε τις κωμωδίες του αρίστου διασκευασμένες σε κόμικς από το δίδυμο ακοκαλίδη-αποστολίδη και κρατά για αυτές μια ξεχωριστή θέση στο σεντούκι με τις παιδικές του αναμνήσεις. Καλαίσθητες διασκευές, με σεβασμό στο πρωτότυπο κι έξυπνους αναχρονισμούς που έδεναν τον χρυσό αιώνα με το παρόν της χρυσής δεκαετίας με τις βάτες.
Στις εκκλησιάζουσες πχ, το νέο σύστημα ονομάζεται πραξισμός, από το όνομα της πραξαγόρας (κι ας μην ξεχνάμε ότι ο γκράμσι ανέφερε το μαρξισμό στα τετράδια της φυλακής ως φιλοσοφία της πράξης). Το προτσές των κοινωνικοποιήσεων προχωρά με γνήσια πασοκικό στιλ και ρυθμούς δημοσίου. Και μία από τις βουλευτίνες σκοτώνεται στη δουλειά και τραγουδάει τη μαίρη παναγιωταρά του κηλαηδόνη.

Ο «πρωτόγονος κομμουνισμός» ήταν η ουτοπία της επιστροφής σε ένα ωραιοποιημένο κοινοτικό παρελθόν, χωρίς ταξικές διακρίσεις, η ανάμνηση του οποίου παρέμενε ακόμα ζωντανή στα χρόνια του αριστοφάνη και καταγράφεται –μεταξύ άλλων και- στο μύθο του απολεσθέντα παραδείσου. Η ιδέα του κομμουνισμού άρχισε να παίρνει σάρκα κι οστά κατά το σύντομο –χρυσό- εικοστό αιώνα των επαναστάσεων, κατ’ εικόνα κι ομοίωση των σπουδαίων μορφών του γυναικείου κινήματος.

Ο σοσιαλισμός που γνωρίσαμε είχε την όψη της ρόζας, με το στραβό περπάτημα, σαν τα ζιγκ-ζαγκ της ιστορίας και την πλακουτσωτή μύτη. Το άρωμα της νάντιας κρούπσκαγια και την παιδαγωγική της φροντίδα για το λένιν και το σοβιετικό λαό. Την τόλμη της βαλεντίνας τερένσκοβα –κι ας μη στέριωσε ο γάμος της με την κουμπαριά του γκαντέμη του νικήτα. Τον ηρωισμό της απασιονάρια που πέθανε ευτυχισμένη, νοέμβρη του 89’, ένα μήνα πριν διαλυθεί το σύμπαν. Τα μπράτσα της νταρντάνας κολχόζνικας από την ύπαιθρο. Τη δύναμη της κοζάκας. Τα όμορφα, λεπτά χαρακτηριστικά κοριτσιών σαν τα κρύα τα νερά από την ουκρανία, που τα μαγάρισαν έλληνες νταβάδες.

Αν δε μπορείς να έχεις αυτό που αγαπάς (μικρό κομμουνισμό έτοιμο για άμεση απονέκρωση), αγάπα τουλάχιστον αυτό που έχεις (τον υπαρκτό). Κι αν σε προδώσει στην πορεία, μην κάνεις σαν απατημένος εραστής κι αρχίσεις να λες ότι όλες οι σοβιετίες τέτοιες είναι και πάντα στο τέλος μας προδίδουν. Κάνε την αυτοκριτική σου και κράτα την μέσα σου με νοσταλγία. Από το ολότελα καλή και η ανάμνηση. Σα δεσμώτες προλετάριοι στο πλατωνικό σπήλαιο, θα σπάσουμε τις αλυσίδες και θα κάνουμε την ιδέα πράξη. Μην ακούς τους ζηλόφθονους που λένε ότι η δομή της αγάπης μας έμοιαζε με την πολιτεία του πλάτωνα.

Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο. Κι όσο ζουν ακόμα, στον επίγειο παράδεισο, δηλ στον κομμουνισμό, όπου δεν υπάρχουν αντιθέσεις κι η βασική αντίφαση θα είναι η συζήτηση για το φύλο των αγγέλων. Κι επειδή δεν υπάρχουν άγγελοι σου λέω, θα συζητάμε για το φύλο του σοσιαλισμού και τη διπλή κοινωνική φύση της σοβιετίας. Θηλυκός σοσιαλισμός με ανδρικά κατάλοιπα που πεθαίνουν σταδιακά.

Οι κομμουνιστές κατοχύρωσαν πρώτοι στην πράξη το δικαίωμα ψήφου για τις γυναίκες στις εκλογές για την κυβέρνηση του βουνού. Έβγαλαν την πρώτη γυναίκα αρχηγό κόμματος (και το μαράκι-δαμανάκι που περίσσευε το δάνεισαν στον συνασπισμό). Άλλο αν το αστικό λάιφ στάιλ λύσσαξε να τη βγάλει σιδηρά κυρία χωρίς θηλυκότητα. Τα πρότυπά τους προωθούν τις χαζογκόμενες κάθε φύλου. Όσες δε μπορούν να ακολουθήσουν καταλήγουν καταθλιπτικές με σύνδρομα κατωτερότητας. Οτιδήποτε διαφορετικό πέφτει στον καιάδα της αισθητικής. Η μόνη αποδεκτή παρέκκλιση είναι το πρότυπο της δυναμικής σκύλλας, σαν τη διαμαντοπούλου, που απ’ το πολύ λίφτινγκ και τράβηγμα, έχει γίνει σα νεκροκεφαλή με περούκα.

Στην χρυσή δεκαετία, η αλέκα είχε γράψει και μια μαρξιστική μελέτη για το γυναικείο ζήτημα. Την η εποχή που ήταν –ακόμα- στα πάνω του εκείνος ο φεμινισμός που έβλεπε τους άνδρες ως εχθρούς του γυναικείου κινήματος. Σήμερα τα μέλη του πολίτ μπιρό δε γράφουν πλέον βιβλία –σημείο των καιρών. Κι ο ρηχός φεμινισμός βαδίζει χέρι-χέρι με την αντίληψη του ακηδεμόνευτου για το κίνημα και την πρωτοπορία.
Κίνημα χωρίς κόμμα, ψάρι χωρίς ποδήλατο.

Οι κομμουνιστές αναγνωρίζουν τη διπλή καταπίεση της γυναίκας. Ξέρουν ότι οι ταξικές κοινωνίες είναι πατριαρχικές κι ότι η πρωτόγονη μητριαρχία δεν ήταν απλά μια αντεστραμμένη πατριαρχία με διακρίσεις και προνόμια. Παλεύουν για την ισότητα των δύο φύλων που ολοκληρώνεται στον κομμουνισμό με την κατάργηση κάθε είδους ανισότητας. Και προσπαθούν να την εφαρμόσουν στο σήμερα, ξεκινώντας μέσα στο σπίτι τους και το κόμμα.

Θα ξέρουμε ότι έχουμε πλησιάσει το στόχο τη μέρα που τα μισά μέλη της κεντρικής επιτροπής θα είναι γυναίκες (επειδή το αξίζουν, όχι με ποσόστωση) κι ο θηλυκός μου γονιός δε θα μείνει σπίτι να κάνει δουλειές τη μέρα της απεργίας, για να μπορέσουν να πορευτούν οι δυο μαντράχαλοι της οικογένειας.

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

Η κραυγή

Κίνησα πρωί-πρωί για το διόνυσο, στην πεντέλη. Κρατούσα τα «Γράμματα» της ρόζας λούξεμπουργκ κι ήθελα να τα διαβάσω ψηλά στη μοναξιά, κάτου από τα πεύκα.


Γυάλιζε ο αέρας ακίνητος κι άστραφτε σαν ατσάλι. Απάνω του, σαν ξόμπλια σμαλτωμένα τα δέντρα, οι πεταλούδες, τα σπίτια των ανθρώπων. Η πεντέλη μπροστά μου, η μάνα με τον ανοιχτό πληγωμένο κόρφο, που είχε γεννήσει τους θεούς. Ζερβά μου ο πάρνης γαλάζιος και τραχύς. Μύριζε το θυμάρι, η αφάνα. Οι βελόνες των πεύκων διχαλωτές, έσταζαν στον ήλιο.

Στο διόνυσο βρήκα έναν παλιό μου φίλο. Είχα χρόνια να τον δω. Α! τους ηρωικούς αγώνες μας για τη δημοτική γλώσσα, τα μανιφέστα που ξαπολούσαμε, τις κρυφές μας συνεδρίες στα υπόγεια ενός μεγάλου σπιτιού, τους νέους που φέρναμε στα κατηχούμενα τούτα να τους φωτίσουμε, να πληθύνουμε, ν’ ανεβούμε από τα υπόγεια, να φωτίσουμε την ελλάδα.

Έπειτα σκορπίσαμε. Άλλοι παντρεύτηκαν, άλλοι βαρέθηκαν, άλλοι διορίστηκαν κι ησύχασαν. Όταν τους συναντώ στο δρόμο, κάνω πως δεν τους βλέπω από ευγένεια –φοβούμαι μήπως θυμηθούν και κοκκινίσουν. Μα σήμερα δε μπόρεσα να ξεφύγω. Μόλις πρόβαλα στο μικρό ξενοδοχείο του διονύσου, να ο φίλος μου με το μπαστούνι του, με το καπέλο γυριστό, να μην τον κάψει ο ήλιος, γλυκοκουβέντιαζε με πεντ’ έξι κοπέλες.
Πώς πάχυνε! Τα μάτια του ήταν πρησμένα, τα μάγουλά του κρέμουνταν, το πηγούνι του αναπαύονταν απάνου στο διπλό προγούλι.

-Πώς πάχυνες! του είπα.
-Ναι, πήρα τον κατήφορο. Στρώνω τραπέζι για τα σκουλήκια. Γεροντόπαχο. Δε σκοτίζομαι πια για τίποτα, δε μπορώ πια να αφομοιώσω καμιά καινούρια ιδέα. Είμαι ήσυχος.
Και σε λίγο πρόσθεσε:
-Άλλαξαν οι συνήθειές μου. Παντρεύτηκα βλέπεις. Δεν περπατώ πια, βαριέμαι. Αγαπώ τις απλές κουβέντες, τη μαστίχα και τα παιδιά μου.
Θέλησα να του θυμίσω τους αγώνες μας. Όλα τα θυμόταν ήσυχα, χωρίς θλίψη, χωρίς ντροπή.
-Κάμαμε ό,τι μπορούσαμε. Σήμερα οι νέοι άλλαξαν. Γίνηκαν επαναστάτες, δε σέβουνται.

Έφριξα. Μια στιγμή θάρρεψα πως άρχισε ο φίλος μου να αποσυντίθεται και να μυρίζει. Έφυγα. Άρχισα να ανεβαίνω το βουνό. Κουδούνια, πρόβατα ακούστηκαν, σα νερά που κατεβαίνουν. Το δάσος ευώδιαζε ρετσίνα, η θάλασσα άστραψε ξαφνικά, πνοή γλυκύτατη φύσηξε και δρόσισε τα μελίγγια μου.

Μα καθόλου δε θεράπευε πια την καρδιά μου όλη τούτη η ωραιότητα. Σαν παμπάλαιη μου φάνηκε Σειρήνα, που μάταια μάχουνταν να μας γοητέψει και να ξεχάσουμε το τραχύ, χωρίς γλύκα κι ωραιότητα σύγχρονο χρέος.
Ανέβαινα βιαστικός, κλεισμένος μέσα στην αγωνία μου. Σήμερα μια γυναίκα άσκημη, χλωμή, απελπισμένη, ανένδοτη, ήταν μαζί μου. Ως άγγιζε το χέρι μου το μικρό βιβλιαράκι της ρόζας λούξεμπουργκ, έφρισσα, σα να με άγγιζε το νευρικό, νεκρό της χέρι και με οδήγαε.

Μια μέρα την είχα δει σε μια μικρή γερμανική πολιτεία, πάνου σε ένα τραπέζι, να μιλάει σε χιλιάδες εργάτες και πεινασμένους. Ήταν αδύναμη, σα ραχητική, φορούσε ένα παλιό σάλι, έτρεμε από το κρύο κι έβηχε. Μα ποτέ δε θα ξεχάσω την κραυγή που τινάχτηκε από το ανεμικό της στόμα κι ανέβηκε στον ουρανό: ελευτερία, φως δικαιοσύνη. Να χαθούμε, όλοι αδέλφια, για να σώσουμε τη γης!

Πολλοί κλαίγαν, άλλοι βλαστημούσαν και φοβέριζαν. Οι καλοθρεμμένοι αστοί περνούσαν και σφύριζαν. Ήρθαν οι αστυφύλακες και την κατέβασαν από το τραπέζι και την πήραν στη φυλακή. Ποτέ δε θα ξεχάσω τη ματιά της προς τους αψηλούς, βάρβαρους στρατιώτες. Έλεος, αγανάχτηση και θλίψη. Σα να μετρούσε όσο σκοτάδι υπάρχει ακόμα, πόση σκλαβιά και τι αγώνας χρειάζεται!

Μιαν άλλη μέρα: είχε κηρυχτεί ο παγκόσμιος πόλεμος, τα γερμανικά σιδερόφραχτα στρατεύματα κίνησαν να δρασκελίσουν τα σύνορα και να μπουν στη ρωσία.
Άξαφνα μια χλωμή γυναίκα όρμησε, στάθηκε απάνου στα σύνορα κι άνοιξε τα δυο μικρά της αδύναμα χέρια να σταματήσει τους στρατούς που προχωρούσαν. Ήταν η ρόζα λούξεμπουργκ.
Τη φυλακίζουν. Από τη φυλακή της κοιτάζει τον ήλιο, τα πουλιά, τα σύννεφα, ακουμπισμένη στα κάγκελα. Ξαπλωμένος στην κορφή του βουνού διαβάζω τα γράμματά της στην αγαπημένη της φιλενάδα τη σόνια.

Κάποτε μου φαίνεται πως δεν είμαι ανθρώπινο πλάσμα, μα ένα πουλί ή ένα οποιοδήποτε ζώο, που πήρε ανθρώπινη μορφή. Περσότερο ταιριάζει στην ψυχή μου μια γωνίτσα περβόλι, ένα χωράφι και να ‘μια ξαπλωμένη στο χορτάρι, ανάμεσα στα έντομα, παρά να βρίσκομαι σε ένα συνέδριο σοσιαλιστικό. Σε σένα μπορώ να κάμω μια τέτοια εξομολόγηση γιατί βέβαια δε θα με φανταστείς εσύ πως προδίνω την ιδέα. Το ξέρεις πως με όλα αυτά, ελπίζω να πεθάνω στο μετερίζι μου: σε μια μάχη στα οδοφράγματα, ή μέσα στη φυλακή..

Γιομάτη επικίντυνα πλούτη κι αντινομίες ήταν η ψυχή της, όπως κάθε μεγάλη ψυχή. Και παρακάτου γράφει:
Τη στιγμή που σου γράφω ένας μεγάλος βάβουλος μπήκε στο κελί της φυλακής μου. Το γιομώνει με τη βαριά, σα βαρύτονου, φωνή του. Τι ωραίος που είναι, τι βαθύτατη χαρά ζωής αναπηδάει μέσα από το βούισμά του, το γιομάτο δύναμη, ζέστα καλοκαιριάτικη και μυρωδιές από τα λουλούδια!

Σονίτσα, γράφει μιαν άλλη μέρα, παραπονιέσαι με λόγια πικρά γιατί με κρατούν τόσον καιρό φυλακή και φωνάζεις: πώς είναι δυνατόν οι άνθρωποι να ορίζουν την τύχη άλλων ανθρώπων; Αγαπητό, μικρό μου πουλί, σε όλη την ιστορία ανθρώποι ορίζουν την τύχη άλλων ανθρώπων κι η αδικία τούτη, έχει βαθύτατα τις ρίζες της στις υλικές συνθήκες της ζωής.


Μονάχα η εξέλιξη, μέσα από αναρίθμητες σπασμωδικές κρίσεις, μπορεί να φέρει τη λύτρωση. Σήμερα ζούμε ένα από τα πιο τρικυμισμένα κεφάλαια της εξέλιξης αυτής και συ ρωτάς: προς τι όλα τούτα; Το ερώτημα τούτο δεν έχει νόημα όταν αγκαλιάσεις ολάκερο τον κύκλο της ζωής. Προς τι να υπάρχουν πουλιά στον κόσμο; Δεν ξέρω. Μα χαίρουμαι που υπάρχουν και γλυκύτατα παρηγοριέμαι, γρικώντας ξαφνικά ένα βιαστικό τσι-τσι-μπε να μου έρχεται μακριάθε, απάνου από τον τοίχο.

Άλλωστε υπερτιμάς τη γαλήνη μου. Δυστυχώς η εσωτερική μου ισορροπία και μακαριότητα ταράζεται κι από τον πιο ανάλαφρο ίσκιο που περνάει ποπάνω μου κι υποφέρω τότε αδήγητο μαρτύριο. Μα τις στιγμές αυτές μου είναι αδύνατο να προφέρω λέξη.


Σε ένα άλλο γράμμα της, περιγράφει με πόνο τα βουβάλια που σέρνουν μεγάλα κάρα και κουβαλούν στις φυλακές τα αιματωμένα ρούχα από τον πόλεμο. Ένας στρατιώτης τα χτυπούσε και τα χάραζε, έως το αίμα, τη ράχη τους:
Την ώρα που ξεφόρτωναν τα κάρα, τα βουβάλια έμεναν ακίνητα, εξαντλημένα και το ένα, εκείνο που έτρεχε αίμα, κοίταζε θλιμμένο, ίσα μπροστά του. όλη του η μορφή και τα μεγάλα του μαύρα μάτια, τα τόσο γλυκά, είχαν την έκφραση παιδιού που τιμωρήθηκε σκληρά χωρίς να ξέρει την αιτία. Έκλαψε πολύ και δεν ξέρει πια πώς να γλιτώσει από το μαρτύριο κι από την κτηνώδη βία.

Στεκόμουνα μπροστά στο κάρο και το πληγωμένο ζώο με κοίταζε. Τα δάκρυα τινάχτηκαν από τα μάτια μου. Ήσαν τα δάκρυά του. Ω δύστυχο βουβάλι μου, αγαπημένη φτωχέ αδερφέ μου, είμαστε κι οι δυο ανυπεράσπιστοι και βουβοί, ενωμένοι κι οι δυο στον πόνο, στην ανημποριά και στη λαχτάρα!


Θάμα είναι η ευαισθησία τούτη της καρδιάς σε μια γυναίκα με τόση οξύτατη λογική και διαλεκτική δεινότητα και σοφία. Κι ακόμα περισσότερο η ρόζα λούξεμπουργκ είχε και την Τρίτη ανώτατη αρετή: δεν ήταν μονάχα λεπτότατα παθαινόμενη καρδιά, δεν ήταν μονάχα ανυπέρβλητα λαγαρός θεωρητικός νους –μα ήταν και μια ζωή γιομάτη πράξη: αμείλιχτος πολεμιστής, έτρεχε από πόλη σε πόλη, μιλούσε στις πλατείες, στα καφενεία, στα εργοστάσια, πήγαινε μπροστά από τους εργάτες σε συλλαλητήρια κι απεργίες.

Σονίτσα, σονίτσα, κράτα ό,τι κι αν γίνει, τη γαλήνη σου και την ηρεμία. Τέτοια είναι η ζωή και πρέπει να την παίρνεις όπως είναι, με γενναιότητα με όρθιο το κεφάλι και με χαμόγελο στα χείλη, μπροστά και ενάντια στα πάντα!

Και στο τελευταίο της γράμμα, λίγο πριν τη σκοτώσουν:

Η ψυχή μου βρίσκεται σε τέτοιο πυρετό, που είναι αδύνατο να δέχουμαι πια τους φίλους μου και να νιώθω πως μας επιβλέπουν οι φύλακες. Το βάσταξα με υπομονή όλα τούτα τα χρόνια κι αν ήταν άλλοι καιροί, θα ‘κανα ακόμα υπομονή. Μα τώρα που όλα συθέμελα άλλαξαν, δεν το ανέχομαι πια. Να με επιβλέπουν την ώρα που μιλώ και να μη με αφήνουν να προφέρω λέξη για ό,τι βαθύτατα με ενδιαφέρει, μου κατήντησε τόσο μαρτύριο, που προτιμώ να στερηθώ κάθε επίσκεψη, ωσότου να μπορέσουμε να ισωθούμε σαν ελεύτεροι άνθρωποι.

Σε λίγο καιρό, το γενάρη του 1919, τη σκότωσαν!
Αχ! Πως ανέβηκε ξαφνικά, μέσα στην πεντέλη, η κραυγή: -Βοήθεια!
Δεν ήταν μια γυναίκα που φώναζε –ήταν η κραυγή, η σημερινή, ολάκερης της γης.

Κατέβαινα το βουνό ταραγμένος. Τα δάκρυα είχαν τιναχτεί από τα μάτια μου. Πώς όταν είδα τη γυναίκα τούτη στη μακρινή πολιτεία να φωνάζει απάνω στο τραπέζι, μικρή, αδύναμη κι άσκημη, πώς να μη χυθώ να σφίξω το χέρι της και να πάω μαζί της! Μα θυμούμαι, περιάχτηκεα κι απόστρεψα το πρόσωπό μου. Ένας γιατρός, που ήταν μαζί μου είπε: θα είναι υστερική, θα την πάντρευα να ησυχάσει. Κι εγώ γέλασα θυμούμαι.

Φρίσσω λογαριάζοντας σήμερα πόσο κτήνος μπορεί να ‘ναι ο άνθρωπος χωρίς να το νιώθει. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα ξεπέσει τόσο, μεγαλύτερη αμαρτία δεν έκαμα. Και τώρα τα δάκρυα ανεβαίνουν, μια καρδιά χτυπάει και γιομίζει με αντίλαλο την ερημιά, η ζωή ανασηκώνεται όλη απάνου στους αδύναμους, καμπουριασμένους ώμους της χλωμής τούτης μεγαλομάρτυρης αδελφής.

Έφυγε η κραυγή από το στήθος της, λευτερώθηκε από το εφήμερο κορμί της και δουλεύει, φωνάζοντας πολεμικά μέσα στα στήθη των ανθρώπων.
Τέτοια η κραυγή τη λευτεριάς. Έκαμε χρόνια να φτάσει και να χτυπήσει την ψυχή μου. Άλλες ψυχές, πιο χαμηλά, πιο πέρα, ακόμα δεν τη γρίκησαν. Βλέπουν μια γυναίκα να ανοίγει τα στόμα της, να σηκώνει τα χέρια απάνου σε ένα τραπέζι, μα δεν ακούν τι λέει: ύστερα από πέντε, δέκα χρόνια, θα ακούσουν. Κι η ψυχή τους θα τιναχτεί κραυγάζοντας.
Η κραυγή της ρόζας λούξεμπουργκ σκίζει τα σωθικά μας:
-Βοήθεια!

Ο αέρας άλλαξε, αναπνέει μιαν άνοιξη βαριά, γιομάτη θειάφι. Ποιος φώναξε; Εμείς φωνάζουμε, οι αδικημένοι άνθρωποι! Κι ύστερα σιωπή. Ξεχνούμε από τεμπελιά, από συνήθεια, από φόβο. Μα ξάφνου πάλι η κραυγή σκίζει τα σωθικά μας. Γιατί δεν είναι απόξω, δεν είναι μακριά, δεν έρχεται, για να μπορούμε να ξεφύγουμε –μέσα στην καρδιά κάθεται η κραυγή και φωνάζει.

Ανήλεη, αυστηρή είναι η στιγμή που περνούμε. Δε στρέφουμε πια το πρόσωπό μας στον ουρανό, ζητώντας βοήθεια. Ξέρουμε, ουρανός και γης είναι ένα. Ο νους, ας είναι ο ποιητής ουρανού και γης. Αυτός ανέλαβε όλη την ευθύνη του χαμού ή της σωτηρίας. Ο νους μας είναι σαν το «μικρό σκορπιό» μιας αφρικάνικης παράδοσης, που αν την ήξερε, πολύ θα την αγαπούσε η ρόζα λούξεμπουργκ.

Ο μικρός σκορπιός είπε:
-Εγώ, ο μικρός σκορπιός ποτέ δε θα επικαλεστώ το όνομα του θεού. Εγώ, ο μικρός σκορπιός, όταν θέλω να κάμω τίποτα, θα το κάμω με την ουρά μου!

Νίκος Καζαντζάκης

Από τον πρόλογο στην ελληνική έκδοση της μπροσούρας της λούξεμπουργκ σοσιαλισμός και δημοκρατία, εκδόσεις κοροντζή. Με αφορμή τη σημερινή επέτειο της δολοφονίας της ρόζας από τους σοσιαλφασίστες.

Η κε του μπλοκ ετοιμάζει κι ένα μικρό σημείωμα για το θεωρητικό κομμάτι της μπροσούρας και τη διαφωνία της ρόζας με το βλαδίμηρο στο οργανωτικό ζήτημα και το κόμμα νέου τύπου.

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

Εισαγωγή στο ρεφορμισμό

Βάζω εδώ ένα κείμενο που έγραψα για το γκράνμα. Με την έννοια ότι θα το διαβάσει περισσότερος κόσμος και μπορεί να ανοίξει κι εδώ κουβέντα, διαφορετική από αυτή που γίνεται στο αδελφό και σύμμαχο μπλοκ. Είναι μια σύντομη εισαγωγή σε μια σειρά συγκυριακών προβληματισμών πάνω στα προβλήματα της συγκυρίας. Το κακό δηλ είναι ότι μπορεί να έχει και συνέχεια.

Απέχει αρκετά από το να είναι το μπρεζνιεφικό μανιφέστο που θα περίμενε ο propagitor, αλλά μπορεί να θεωρηθεί ως ένα προοίμιο, με έννοιες όπως αυτές ορίζονται από κάποια κείμενα και τσιτάτα των κλασικών (κι όχι μόνο).

Παρεμπιπτόντως, το τσιτάτο δεν έχει απαραίτητα κακή έννοια. Βγαίνει από το ρωσικό ρήμα διαβάζω κι αν μη τι άλλο προϋποθέτει ότι ο σύντροφος κάθισε και διάβασε. Κι αυτό δεν είναι ο κανόνας στις μέρες μας. Το πρόβλημα είναι αυτοί που μένουν στα τσιτάτα χωρίς να διαβάζουν τα συμφραζόμενα. Κι όσοι τα δανείζονται ενώ δε διαβάζουν καθόλου και τα χρησιμοποιούν μεταφυσικά σαν ξόρκια συμπυκνωμένης σοφίας. Κι άντε μετά να τους εξηγήσεις ότι: σύντροφοι, δεν πρέπει να επικαλούμαστε τις αυθεντίες με τσιτάτα. Γιατί όπως έλεγε κι ο μαρξ…

Γιατί για το ρεφορμισμό; Γιατί είναι η κλασική κατάληξη στις συζητήσεις που γίνονται εδώ στο γκράνμα, αλλά και κάθε κουβέντας που σέβεται τον εαυτό της μεταξύ κομμουνιστών ή ατόμων που αυτοαποκαλούνται τέτοιοι. Και να αδερφέ μου που μάθαμε να πληκτρολογούμε ήσυχα κι απλά. Αλλά αν δε δεχτείς ήσυχα κι απλά ότι είσαι ρεφόρμα του κερατά, θα φας μια ενωτική με το καδρόνι που θα είναι όλη δικιά σου.

Άλλοι ρεφορμίζουν γιατί όπως λέει ο ένγκελς (όχι που δε θα ‘χε τσιτάτο) τρέχουν πίσω από τη συγκυρία και ξεχνάν τον τελικό στόχο. Άλλοι κακοφορμίζουν γιατί μένουν κολλημένοι στους τύπους κι αποστεώνονται. Άλλοι το χάνουν στη στρατηγική κι άλλοι στην τακτική. Μα οι πιο πολλοί το χάνουν στη σύνδεση κι αν δεν έχεις το ένα, χάνεις και το άλλο, μαζί με τα αυγά και τα πασχάλια. Αν δεν έχεις στρατηγική πχ, κάνεις τέτοια τους τακτικούς συμβιβασμούς και το κίνημα πάει στο βάλτο με μαθηματική ακρίβεια.

Κι αν μπλέξεις στα μυστικά του βάλτου κάνεις αμάν να τα ξεχωρίσεις. Έχει ρεφορμιστές που πιστεύουν ότι ο σοσιαλισμός θα έρθει με μεταρρυθμίσεις. Ρεβιζιονιστές που αναθεωρούν τον μαρξισμό και τις βασικές του αρχές. Οπορτουνιστές που είναι ευκαιριακοί καιροσκόποι και κοιτάνε την πάρτη τους. Τίμιους οπορτουνιστές που είναι οι πιο επικίνδυνοι. Αριστεριστές που τους διακρίνει αφέλεια μικρού παιδιού κι αναρχίζουν. Χαμός στο ίσωμα. Κουβάρι ολάκερο που μόνο σαν γόρδιος δεσμός ξεμπλέκει. Με μέθοδες σταλινικές και του σπαθιού την κόψη.

Ψάξε βρες τώρα από πού να φυλαχτείς κι από πού θα σου ‘ρθει το χτύπημα. Θέλει προσοχή κι επαγρύπνηση. Όπως γράφει κι ο μίσσιος, ύπουλο πράγμα ο βασικός κίνδυνος και πώς να τον ορίσεις. Αυτός ο πούστης ήταν σαν το μουνί της χήρας, που τα ‘παιζε με τον ψαρά και του ‘τρωγε τα ψάρια, γιατί τον ρώταγε: μπροστά το έχω ή πίσω; Μπροστά, έλεγε ο ψαράς. Η χήρα τούρλωνε τον κώλο της, του ‘παιρνε τα ψάρια. Την άλλη μέρα, πίσω, έλεγε ο ψαράς. Σήκωνε τα φουστάνια της η χήρα, του ‘παιρνε τα ψάρια. Κι ο ψαράς ο καημένος που τη γουστάριζε, μονολογούσε: αν δε σταθεροποιηθεί το απαυτό της χήρας δε βλέπω μεροκάματο.

Έτσι και με το βασικό κίνδυνο, που λες. Μια μας ερχόταν από τα δεξιά, μια από τα αριστερά. εκεί που στραβώναμε τα μάτια μας μελετώντας τα τσιτάτα και τα ντοκουμέντα, για να πούμε πως είναι φανερό πια ότι ο κίνδυνος για το κίνημα είναι από τα αριστερά, να σου και μας έβγαινε από τα δεξιά. Δώσ’ του πάλι απ’ την αρχή να μελετάμε τα ντοκουμέντα, από την ανάποδη τώρα και να λέμε τα αντίθετα.

Όμως κι οι άλλοι που τα βάζουν με το κόμμα και θέλουν σώνει και καλά να το βγάλουνε ρεφορμιστικό και προδομένο, τα ίδια περίπου κάνουν. Τη μία ρεφορμίζει γιατί θέλει λέει, λαϊκή εξουσία χωρίς επανάσταση και μέτωπο με τους μικροαστούς. Και την άλλη ρεφορμίζει απ’ την ανάποδη, γιατί δεν έχει μεταβατικό πρόγραμμα και φαντασιώνεται ημέρες δυαδικής εξουσίας και αδύναμους κρίκους, χωρίς να βάζει συνδετικούς κρίκους και πολιτικά αιτήματα. Σαν το από τέτοιο της χήρας κι εμείς ένα πράγμα.

Η πρώτη φορά που τέθηκε ως θεωρητικό ζήτημα ήταν στις αρχές του αιώνα που ο μπερνστάιν κατέληξε σε εκείνο το εαακίτικο: το κίνημα είναι το παν, ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτα. Η ρόζα λούξεμπουργκ έγραψε ως απάντηση τη μπροσούρα μεταρρύθμιση ή επανάσταση. Λίγο-πολύ έτσι τίθεται το δίλημμα και στη σημερινή συγκυρία. Ας δούμε ένα απόσπασμα.

Η νομοθετική μεταρρύθμιση και η επανάσταση δεν είναι δυο διαφορετικές μέθοδοι της ιστορικής προόδου, που μπορεί κανείς να διαλέξει μέσα στο μπουφέ της ιστορίας, όπως θα διάλεγε τα κρύα και τα ζεστά λουκάνικα. Αλλά διαφορετικές στιγμές στην εξέλιξη της ταξικής κοινωνίας που αλληλοκαθορίζονται και αλληλοσυμπληρώνονται, αλλά και που αποκλείουν συγχρόνως η μία την άλλη, όπως πχ ο βόρειος κι ο νότιος πόλος, η μπουρζουαζία και το προλεταριάτο.

Σε κάθε εποχή η εκάστοτε νομοθεσία είναι ένα προϊόν της επανάστασης. Ενώ η επανάσταση είναι μια πολιτική δημιουργική πράξη της ταξικής ιστορίας, η νομοθεσία είναι η πολιτική συνέχεια της ζωής της κοινωνίας. Η νομοθετική μεταρρυθμιστική εργασία δεν περικλείει μέσα της μια δική της ανεξάρτητη από την επανάσταση κινητήρια δύναμη. Κινείται μέσα σε κάθε ιστορική περίοδο αποκλειστικά πάνω στη γραμμή της προηγηθείσας ανατροπής και μόνο εφόσον υφίσταται ακόμα η ώθηση που της έδωσε αυτή η ανατροπή. Ή για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, κινείται μόνο μέσα στα πλαίσια της κοινωνικής μορφής που έφερε στο φως της μέρας η επανάσταση. Αυτή ακριβώς είναι η ουσία του ζητήματος.

Είναι βασικά εσφαλμένο κι αντι-ιστορικό να θεωρούμε τη νομοθετική μεταρρυθμιστική εργασία σαν διαπλάτυνση της επανάστασης και την επανάσταση σαν επιτάχυνση της μεταρρύθμισης. Μια κοινωνική ανατροπή και μια νομοθετική μεταρρύθμιση είναι δυο διαφορετικές στιγμές, όχι από την άποψη της χρονικής τους διάρκειας, αλλά από την άποψη του ουσιαστικού τους περιεχομένου. Όλο το μυστικό των ιστορικών ανατροπών μέσω της πολιτικής εξουσίας, έγκειται ακριβώς στη μεταβολή των απλών ποσοτικών μεταβολών σε μια καινούρια ποιότητα, συγκεκριμένα: στη μετάβαση από μια ιστορική περίοδο, από μια κοινωνική μορφή, σε μια άλλη.

Γι’ αυτό όποιος κηρύσσεται υπέρ της κοινωνικής μεταρρύθμισης σε αντικατάσταση και σε αντίθεση με την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και της κοινωνικής επανάστασης, δεν επιλέγει στην πραγματικότητα έναν πιο ήρεμο, πιο ασφαλή και βραδύ δρόμο προς τον ίδιο σκοπό, αλλά ένα διαφορετικό σκοπό.

Η δημοκρατία είναι απαραίτητη όχι γιατί καθιστά περιττή την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο, αλλά γιατί αντίθετα την καθιστά αναγκαία και μοναδικά πραγματοποιήσιμη. Κι έτσι στον μπερνστάιν έπεσε η αποστολή να ανακηρύξει τον ορνιθώνα του αστικού κοινοβουλίου σαν το ενδεδειγμένο όργανο για την πραγματοποίηση της φοβερότερης κοσμοϊστορικής ανατροπής: το πέρασμα της κοινωνίας από την καπιταλιστική στη σοσιαλιστική μορφή.


Είναι μεγάλος ο πειρασμός να πω ενδιάμεσα τα δικά μου: σχόλια κι ερμηνείες. Σκόπιμα όμως τα παραθέτω έτσι, για να βγάλει ο καθένας το δικό του συμπέρασμα και να διαλέξει τη φράση που το στηρίζει, σαν κρύο ή ζεστό λουκάνικο, από το μπουφέ της ρόζας. Όπως λένε, περί ορέξεως λουκανικόπιτα. Ή όπως αλλιώς λέγεται στας αθήνας τέλος πάντων.

Πάμε τώρα και σε μια εκλαϊκευτική εκδοχή του αλτουσεριανού αντάρτη γιώργου αλεξάτου, από το τελευταίο του μυθιστόρημα εναλλακτικής ιστορίας, πλατεία μπελογιάννη (εκδόσεις κψμ). Φανταστικός διάλογος-αχτιφάρισμα από οργανωμένο κομμουνιστή σε νεολαίο.

Δεν πρόκειται να το δεχτούν. Δε θα το κάνουν. Εμείς όμως θα το ζητάμε. Κι έτσι θα πιέζουμε. Κάποια μικρά μπορεί να γίνουν κάτω από λαϊκή πίεση. Τα άλλα δε γίνονται.

Να σου πω και κάτι που αποτελεί τη βάση της πολιτικής σκέψης ενός επαναστάτη. Εμείς επιδιώκουμε αλλαγές που σε πολλούς φαντάζουν απραγματοποίητες. Ο πολύς κόσμος δε μπορεί εύκολα να φανταστεί πως θα υπάρξει κομμουνισμός. Παλιότερα, μέχρι το 1917, δε μπορούσε να φανταστεί πως θα γινόταν σοσιαλιστική επανάσταση και θα νικούσε. Ακόμα παλιότερα, δε μπορούσε να φανταστεί πως θα μπορούσαν οι αμόρφωτοι εργάτες να φτιάξουν συνδικάτα, εργατικά κόμματα και να αγωνιστούν για τα δικά τους συμφέροντα. Ο ρεφορμισμός είναι αυτή ακριβώς η έλλειψη πίστης στη δυνατότητα να πραγματοποιηθούν τα μεγάλα όνειρα. Κι ο ρεφορμισμός είναι πιο εύκολο να πείσει, όσο τα πράγματα μένουνε στάσιμα.

Αύριο μεγαλώνοντας θα μπεις και στο σωματείο σου. Ποια είναι η ρεφορμιστική πολιτική στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα; Το να διεκδικείς μόνο μέχρι εκεί που είσαι σίγουρος πως θα υποχωρήσει η εργοδοσία. Ποια είναι η επαναστατική γραμμή; Το να διεκδικείς, μέχρι εκεί που μπορούν να δώσουν τον αγώνα οι εργάτες. Κι αυτό θα το κρίνεις βλέποντας τις διαθέσεις τους, έχοντας στενή σχέση μαζί τους, όντας σάρκα από τη σάρκα τους. Αν αδιαφορήσεις για τις διαθέσεις τους και προτείνεις αυτά που εσύ φαντάζεσαι σαν επαναστατικά, απλώς γίνεσαι αριστεριστής και ξεκόβεσαι απ’ την τάξη.

Ποια θα ήταν μια συνεπής ρεφορμιστική πολιτική για την επανάσταση; Να μη μιλάμε γι’ αυτήν, γιατί δεν πρόκειται να γίνει. Να κοιτάμε μπας και πετύχουμε τίποτα μικροβελτιώσεις κι αργότερα βλέπουμε. Τι λέμε εμείς; Οι όποιες μικροβελτιώσεις είναι καλές και τις διεκδικούμε. Ακόμα και τις πιο ασήμαντες. Δεν έχουμε όμως καμιά αυταπάτη, πως μέσα απ’ αυτές θα προκύψει κάτι σημαντικό. Προτείνουμε λοιπόν μια πολιτική που ο κόσμος τη βλέπει σα ρεαλιστική. Συσπειρώνοντας τον κόσμο σε αυτή τη βάση, συγκροτούμε ένα μαζικό, λαϊκό κίνημα, που η δυναμική της ανάπτυξής του θα του επιτρέψει να ξεπεράσει και τις όποιες αυταπάτες του. Τότε, στην κρίσιμη στιγμή, ο στόχος εμφανίζεται στο προσκήνιο με τους πραγματικούς όρους επίτευξής του.

Οι κομμουνιστές υποστηρίζουμε τις μεταρρυθμίσεις γιατί ενδιαφερόμαστε να καλυτερεύει η ζωή του λαού, αλλά και γιατί ο κόσμος πείθεται μέσα από μικρές νίκες πως μπορεί να πετύχει και μεγαλύτερες. Σε αυτές τις μεγαλύτερες στοχεύουμε κι αυτές προετοιμάζουμε. Οι ρεφορμιστές αντίθετα μιλάνε για μεταρρυθμίσεις κι όταν τις πετυχαίνουν μέσα από χίλιες-μύριες επιφυλάξεις, αρκούνται σε αυτές. Ο κόσμος τότε μαθαίνει να μη διεκδικεί τα μεγάλα, μαθαίνει να αρκείται στα λίγα, δε μαθαίνει να εμπιστεύεται τις ίδιες του τις δυνάμεις.

Υπάρχουν βέβαια κι οι υπερεπαναστάτες, οι αριστεριστές. Αυτοί υποτιμούν τους αγώνες για τα μικρά, γιατί θεωρούν πως αποπροσανατολίζουν τον κόσμο. Αυτοί νομίζουν πως μπορεί ο κόσμος να ζητήσει τα μεγάλα, χωρίς να έχει περάσει απ’ το σχολείο των αγώνων για τα μικρά τα καθημερινά.


Το απόσπασμα είναι ελάχιστα παραλλαγμένο για να βγαίνει νόημα χωρίς τα συμφραζόμενα του μυθιστορήματος από το υπόλοιπο βιβλίο.

Καλά τα λέει, αλλά δεν τα κάνουν. Ή μήπως τα κάνουν; Είναι ένα ζήτημα πού ακριβώς θα κατέτασσε ο ίδιος με βάση τα παραπάνω τον χώρο του (συνιστώσα της ανταρσύα).

Αλλά αυτό μπορεί να το σκεφτεί ο καθένας μας ξεχωριστά –δουλειά για το σπίτι- και να το συζητήσουμε στα σχόλια, γιατί το εισηγητικό κείμενο έχει ήδη ξεφύγει σε μέγεθος.

Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2010

Η μετακόμιση

Στο πρώτο ντιμπέιτ με τους δημάρχους δεν πήγαμε βελλίδειο γιατί δεν το μάθαμε εγκαίρως κι έτσι χάσαμε τον ζαριά που κάτι σημαίνει στα ρώσικα αλλά δε θυμάμαι τώρα τι ακριβώς. Προχτές ήταν μια εκδήλωση του αριστερού βήματος με ένα σωρό περσόνες της αριστεράς που κάθε κνίτης που σέβεται τον εαυτό του θα ονόμαζε ντριμ τιμ του οπορτουνισμού. Εγώ δεν είμαι παρά κατά φαντασίαν κνίτης που νιώθω τον εαυτό μου για τέτοιο, αλλά δεν τον σέβομαι ιδιαίτερα οπότε μπορώ να παίρνω κεντριστική θέση. Παλιά μου τέχνη. Το χάσαμε όμως γιατί ο κομάντο δεν έκανε καλή συνεννόηση με μια αφίσα που είδε στο δρόμο. Όπως χάσαμε –συνειδητά κι ευτυχώς δηλ- και το πάρτι στο στέκι στο βιολογικό με τα σκυλάδικα και τα όργια στα γρασίδια σε κοινή θέα, ιδανική χορογραφία για τη μελωδία της παρακμής που έπαιζε.

Οπότε κάπου έπρεπε να πάμε και πήγαμε στο ντιμπέιτ με τους περιφερειάρχες. Όπου είχε τον ψωμιάδη με μπόλικους μπράβους και μια ροζ γραβάτα, αλλά αυτός παραείναι εύκολος στόχος για δούλεμα και το αφήνω σε άλλους. Είχε το μπόλαρη του πασοκ που είναι σαν προύχοντας από τα χρόνια της τουρκοκρατίας που έστριβε το μουστάκι του και τα είχε καλά με όσους έριχναν χαράτσια στους έλληνες ραγιάδες. Είχε και το δικό μας το θεοδόση που όπως λέει ο κομάντο είναι μερακλής κι άργησε να έρθει κανά τέταρτο, οπότε ξεκίνησαν το ντιμπέιτ χωρίς αυτόν, αλλά όπως λέει κι η παροιμία έρχεται καλύτερα, όποιος έρχεται τελευταίος. Και λίγο πιο μετά είχε την τετράδα κουράκη, ξηροτύρη, τρεμόπουλο μαζί με τον κούτρα του σεκ κι εμείς να αναρωτιόμαστε τι διαφορετικό θα πουν και γιατί δεν ενώνονται επιτέλους.

Κι ενδιάμεσα ήταν ο βελόπουλος που από αστικής-ρητορικής άποψης είναι ικανό τσουτσέκι και κατεβαίνει με το συνδυασμό καθαρά χέρια. Μετά όμως δε θυμόμουν καλά το όνομα και στο μυαλό μου πάλευαν δύο υποψηφιότητες. Βρώμικα Μυαλά γιατί μόνο εκεί υπάρχουν καθαροί λαοί και καθαρά χέρια. Και το άλλο Καθαρά Νύχια, σαν τον τύπο στο ποίημα του μπρεχτ που είναι βουτηγμένος στη λάσπη ως το λαιμό, αλλά προσπαθεί να κρατήσει τα νύχια του απ’ έξω. Και σαν τους αστούς που έχουν καθαρά, περιποιημένα χέρια και νύχια μανικιούρ σε αντίθεση με τους εργάτες με τα ροζιασμένα χέρια και τα βρώμικα νύχια που είναι νύχια-κρέας με το κόμμα της εργατικής τάξης.
Εμείς δηλ είμαστε το κρέας που αν δεν προσέξουμε μπορεί να γίνει χοιρινό σαν τα γουρούνια του όργουελ που αυτονομήθηκαν απ’ την υπόλοιπη φάρμα κι έκαναν μπίζνες καπιταλιστικές. Και για όλα αυτά φταίει το εικοστό συνέδριο κι η υποδιαίρεση Ι. Αυτά τα χέρια είναι μαχαίρια κι αυτά τα νύχια είναι μειλίχια προς το παρόν αλλά τα ακονίζουμε για την κατάλληλη στιγμή που ωριμάζει σιγά-σιγά και θα ‘ρθει σαν ώριμο τέκνο της οργής.

Ροζιασμένα χέρια. Αυτό είναι όνομα για έναν συνδυασμό της εργατιάς που βγάζει ρόζους και ρόζες μέσα απ’ τα σπλάχνα της. Τι με κοιτάζεις ρόζα σαστισμένο, συχώρα με που δεν καταλαβαίνω πώς έπεσε το τείχος τελικά και τους κατεβάσαμε τα βρακιά το 89’. Βρώμικα παιχνίδια αυτά και δεν είχαμε κι εμείς καθαρό μυαλό να τα καταλάβουμε. Αλλά βρώμικα 89’ υπάρχουν μόνο σε βρώμικα μυαλά σαν των πασόκων, κρυφών και φανερών. Γιατί όπως λέει κι ο ρούσης υπάρχουν πασόκοι με πολιτικά, ενώ οι άλλοι γράφονται κατευθείαν στο μπατσόκ.
Λοιπόν εγώ αν είχα ένα σχήμα του εξωκοινοβουλίου έτσι θα το ‘λεγα, ροζιασμένα χέρια. Αλλά αυτοί είναι σεκίτες χωρίς φαντασία στην εξουσία, ικανοί το πολύ για μια ανταρσία με ύψιλον –αλλά ελπίζω χωρίς τον ύψιλον απ το γκράνμα- μια ανορθογραφία μες στο κεφάλαιο του λάθος λήμματος που λέει ότι το 89’ έγιναν λαϊκές (αντ)επαναστάσεις από τα κάτω και δεξιά κι έριξαν τους δικτάτορες του προλεταριάτου.

Κι ύστερα αρχίσαμε να μιλάμε για το μήνυμα των εκλογών. Εμείς τους αγγέλους κακών νέων που φέρνουν κακά μηνύματα τους σκοτώνουμε. Κι επειδή στις εκλογές όλο τέτοια έρχονται κι ο κόσμος τα ίδια σκατά βγάζει, τις σνομπάρουμε και λέμε πως δε θα αλλάξουμε έτσι τον κόσμο σύντροφοι κι αν μπορούσαν να τον αλλάξουν θα ήταν παράνομες.
Γι’ αυτό κι εμείς στη σοβιετία τις καταργήσαμε κι είχαμε μονοκομματικό σύστημα. Εκλέγαμε όμως αντιπροσώπους στα σοβιέτ στους χώρους παραγωγής που μετά καταργήθηκαν κι έγιναν σε εδαφική βάση. Και πρέπει να μάθω γιατί αλλάξαμε τους πυρήνες και τους κάναμε οργανώσεις βάσης, ενώ τα μου-λού που τους λένε σταλινικούς έχουν κρατήσει τους πυρήνες. Κι αλλάξαμε και τον ύμνο που πρώτα ήταν η διεθνής και τώρα τον ξανάλλαξαν αλλά η μουσική έμεινε ίδια κι όταν παίζουν οι ρώσοι στις διεθνείς διοργανώσεις είναι μια νότα δροσιάς από το παρελθόν μες στη μελωδία της παρακμής, σαν αυτή που παίζει στα γρασίδια στο βιολογικό. Κι εμένα μου άρεσε καλύτερα απ’ τη διεθνή ο σοβιετικός ύμνος κι ας υμνούσαμε τη γραμμή και τον εκάστοτε γραμματέα, είχαμε όμως μεγαλύτερο μέτρο εκπροσώπησης στα σοβιέτ μας.

Κι αυτό από αναρχικής άποψης είναι πολύ σημαντικό γιατί όπως είπε κι ο μπόλαρης μόνο στις μικρές κοινότητες ανθεί πραγματικά η δημοκρατία. Και με αυτό μπορεί να έπιασε από τίποτα ακροδεξιούς αρχαιολάτρες με τις πόλεις-κράτη μέχρι τους προυντονικούς.
Μόνο ημείς οι κομμουνισταί είμεθα με το συγκεντρωτικό κρατισμό. Κι άντε τώρα να εξηγήσεις στον κόσμο τι γίνεται. Να το πιάσεις πολιτικά και να του πεις ότι ο δήμος είναι το μακρύ χέρι της πολιτείας και τσεπώνει ένα σωρό φόρους και δημοτικά τέλη με τον καλλικράτη; Ή να το πιάσεις φιλοσοφικά και να του πεις ότι τέτοια αποκέντρωση δεν είναι ενάντια στο αστικό κράτος αλλά το ενισχύει διαλεκτικά κι ότι το δικό μας σύνθημα επί σοβιετίας ήταν περισσότερο κράτος για να μην έχουμε κράτος. Κι είναι κι αυτό διαλεκτικό γιατί για να μην έχουμε κράτος πρέπει να έχουμε περισσότερη δημοκρατία αλλά κι η δημοκρατία κράτος είναι. Μέχρι που το αλλάξαμε σε περισσότερο (κρατικό) εμπόριο για να μην υπάρχει (μαύρο) εμπόριο κι εκεί το χάσαμε εντελώς.

Τι λέγαμε όμως; Α ναι, για το μήνυμα των εκλογών. Και νάτο το μήνυμα και πες μου το μήνυμα κι άρχισα που λες να ακούω μέσα μου σώπα όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες, ναι αλλά για ποιον χτυπάνε; Μήπως χτυπούσαν για τα γενέθλια του κόμματος όπως το 44; Κι ύστερα οι καμπάνες έγιναν χριστουγεννιάτικες, τζινγκλ μπελς, τζινγκλ χολογουέι, κι άρχισαν τα παιδικά τραγουδάκια. Άστρο φωτεινό θα βγει πρωινό μήνυμα να φέρει απ' τον ουρανό κι από τη γκράβα. Και το αστέρι είχε κάτω του ένα μεγάλο σφυροδρέπανο σαν της σοβιετίας και γύρω του κάτι μικρότερα αστεράκια σαν της κίνας, ένα για την αγροτιά, ένα για την πασεβέ κι άλλο ένα για την εθνική αστική τάξη. Και το μήνυμα απ’ τον ουρανό ήταν χαρμόσυνο για την επουράνια έφοδο που θα έρθει στην τρίτη παρουσία. Πρώτη ήταν η κομμούνα, δεύτερη η χώρα των σοβιέτ, αλλά ο τρίτος γύρος θα είναι ο τελικός. Εκεί που οι υποψήφιοι θα κάνουν ερωτήσεις μεταξύ τους, σε έναν υποψήφιο της αρεσκείας τους ή της απαρέσκειάς τους κι όλοι έκαναν στον μπόλαρη που είναι πασόκος και το σινάφι του ξεπούλησε τα πάντα. Τι με κοιτάζεις ρόζα μουδιασμένο, αυτοί σε σκότωσαν κι ακόμα σταυρώνουν την τάξη και τον αγώνα μας. Κι ως πότε θα πηγαίνουμε με το σταυρό το χέρι κι ύστερα στην πλάτη να ανεβούμε το γολγοθά προσδοκώντας (επ)ανάσταση νεκρών, ελπίδων κι ιδεών;

Κι ήταν χαράς ευαγγέλια για το μήνυμα, μέρα του ευαγγελισμού, που ήρθε ο άγγελος και μας έφερε το χαρμόσυνο νέο ότι η παρθένος μαρία μύρισε τον κρίνο κι έμεινε έγκυος χωρίς να την απαυτώσουν κι η λαϊκή εξουσία ήρθε χωρίς τοκετούς κι επανάσταση.
Μα πως έγινε αυτό το θάμα; ρωτούσαν οι πιστοί κι ο φιντέλ. Κι έλεγαν πως το σύστημα αυτό δε δουλεύει πια.
Μα είναι απλό. Η μελισσούλα πάει στο λουλουδάκι, ο ζουζουνίτσος στη ζουζουνίτσα, ο λέων με την επαναστατική λεοντή στη λέαινα, ο επαναστάτης στην επαναστάτρια κι η τρέλα πάει στα βουνά όπου όλοι μια μέρα θε να βγούμε για αντάρτικο. Γιατί οι εκλογές δε φέρανε καλό μήνυμα κι ο αρχάγγελος μιχαήλ γκορμπατσώφ μας κορόιδεψε κι έγινε έκπτωτος του σατανά. Η παρθένος μαρία είχε τελικά ανεμογκάστρι κι έτσι ο τρίτος γύρος θα είναι ο τελικός.
Όπου όπως είπαμε οι υποψήφιοι θα κάνουν ερωτήσεις ο ένας στον άλλο κι ο θεοδόσης έκανε μια πολύ καλή για το λιμάνι και το νερό που πάνε για ιδιωτικοποίηση κι ο μπόλαρης του έλεγε μα δεν έγινε, ετοιμάζεται, το εξετάζουμε και κάτι τέτοια για να πιαστεί από τα μαλλιά που δεν έχει και μετά από δυο λεπτά αερολογίες ο θεοδόσης αγανάκτησε και ξαναρώτησε για το λιμάνι, δηλ ιδιωτικό ή δημόσιο; και μετά…

Τέλος πάντων πάω μια βόλτα να ξελαμπικάρω, να βοηθήσω και σε μια μετακόμιση, να πάρω καθαρό αέρα και μετά λέμε και τη συνέχεια.

Μια μετακόμιση που θα χει τρελαθεί…

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

Η διαλεκτική της ήττας

Σήμερα που χρειαζόταν να σου απαλύνει το κενό της μέρας και το βράδυ ενός ηττημένου, είναι μακριά. Μόνο καταφύγιο η συμφιλίωση με την ήττα. Εξοικείωση με έναν εχθρό που μαθαίνεις να αγαπάς και να συνυπάρχεις ειρηνικά στον ίδιο χώρο. Ο οποίος είναι ο ζωτικός μας κι εμείς τον παραχωρήσαμε ευγενικά.
Εγώ θα πιάσω μια γωνίτσα στο κρεβάτι.

Μας έχουν στριμώξει σε μια γωνίτσα στο περιθώριο. Παίζουν τη γάτα κι εμείς τα ποντίκια που αν ενωθούμε θα επαναλάβουμε τον άθλο του σκραμπλ. Αλλά τα ποντίκια το σκάνε πρώτα στα δύσκολα κι εγκαταλείπουν το πλοίο. Κι όσα μένουν πίσω τα περιμένει η φάκα.

Μαθαίνεις να αγαπάς αυτό που έχεις. Και ψάχνεις να φτιάξεις μικρές γωνιές, ζεστές, οικείες, ερωτικές, να στεγάσεις αξιοπρεπώς την ήττα σου. Βγαίνεις στο ανοιχτό γήπεδο, μπροστά στις μάζες και χάνεις τη μπάλα, το μπούσουλα, τα βήματά σου. Πανικός κι ανοιχτοφοβία.
Χάνουμε άνευ αγώνα. Είκοσι-μηδέν στο μπάσκετ. Και καλώς τα τα παιδιά, τα 3-0, στο ποδόσφαιρο για να φαίνεται ότι πήραμε τα τρία.

Η υπαρξιακή μας αγωνία είναι η γωνία με το στερητικό άλφα μπροστά. Να ξεφύγουμε από τη γωνία, τη στέρηση και τη νοητική καθυστέρηση. Αλλά καθαρό αέρα θα πάρουμε μια και καλή στο τέλος, όπως ο νίκος. Σαν τελευταία μας επιθυμία.

Σε όλη την ιστορία ήμασταν πάντα οι βόρειοι (με εξαίρεση την υεμένη). Ή οι ανατολικοί. Και μακροπρόθεσμα σχεδόν πάντα οι ηττημένοι. Αρχικά νίκες αλά ζεγκόβια γιατί στο ένας εναντίον ενός είμαστε αχτύπητοι: βιετνάμ, βήτα παγκόσμιος. Κι ύστερα άδοξη ήττα στα χαρτιά και τα παρασκήνια του ψυχρού πολέμου.
Αλεζία; Ποια αλεζία; Όχι, δεν ξέρω καμία τέτοια κυρία.

Η ήττα είναι το πεπρωμένο μας. Τη νομοτέλεια φυγείν αδύνατον. Αλλά η νομοτέλεια είναι φάσμα δυνατοτήτων. Και μπορούμε κάθε φορά να χάνουμε καλύτερα από την προηγούμενη. Να μην κάνουμε τα ίδια λάθη, αλλά καινούρια και πρωτότυπα. Κι έτσι η λαθολογία ανανεώνεται αλλά σπανίως πρωτοτυπεί κι αναμασά διαρκώς τα ίδια.
Είναι σαν αυτό που λένε οι μεταμοντέρνοι. Τα πάντα έχουν ειπωθεί κι απλώς ανακυκλώνονται. Για το κόμμα αυτό είναι περίπου σίγουρο.

Η πείρα είναι το όνομα που έχουμε δώσει στα λάθη μας. Που όπως και να τα πάρεις είναι άπειρα. Αν φτιάξεις ένα έμπειρο κεντρικό όργανο, θα έχεις καλό προπονητή αλλά άπειρους παίκτες. Και μετά θα ψάχνεις να βρεις γιατί δεν πήραν την κατάσταση στα χέρια τους κι αποχαιρετούσαν απαθείς το λένινγκραντ που χάνανε χωρίς να πέσει πιστολιά.
Άσε με να κάνω λάθος.

Όπως λέει κι η ρόζα τα λάθη του αγωνιζόμενου προλεταριάτου είναι ιστορικά πιο γόνιμα από τ’ αλάθητο της καλύτερης κεντρικής επιτροπής. Μες σ’ αυτό το αλάθητο υπάρχουν διαλεκτικά τα χειρότερα λάθη. Καταδικάζουμε τα δεύτερα για να διασώσουμε το πρώτο και συνεχίζουμε.

Η ήττα φέρνει πάντα μιζέρια κι αμπελοφιλοσοφία για να βρεις τα αίτια. Αν είσαι νικητής, τα ‘χεις όλα λυμένα και δεν ψάχνεις το γιατί. Αν είσαι πχ όμορφος και ματσωμένος δεν έχεις και πολλά κίνητρα για να αλλάξεις τον κόσμο.
Το πρόβλημα είναι ότι στις τάξεις μας μαζεύονται όλοι οι προβληματικοί και γινόμαστε άσυλο για αναξιοπαθούντες κομπλεξικούς. Η ηττοπάθεια γίνεται δεύτερη φύση των συντρόφων. Και κρύβεται με διάφορα ψευδώνυμα, του στιλ αντικειμενικές συνθήκες.

Η νίκη του συστήματος είναι ότι σε κάνει να φαντασιώνεσαι ανώδυνες νίκες για να ξεχνάς τις μεγάλες ήττες της καθημερινότητας. Η ζεμπεκιά όπου ψηλώνεις δέκα πόντους και βρίσκεις το μπόι που χάνεις στη δουλειά. Μικρά κορίτσια ή μεγάλοι φαλλοί ως έπαθλα για τον τίμιο συμβιβασμό να κάνεις τον αληθινό έρωτα κρεμαστάρια. Κάποιοι μένουν με τη γλυκιά ήττα της μιας βραδιάς κι εγώ μένω αήττητος σαν τη βλακεία.

Και πάνω απ’ όλα το γήπεδο. Γαλάτες που πλακώνονται μεταξύ τους γιατί δεν τους παίρνει να τα βάλουν με τους ρωμαίους και μετουσιώνουν εκεί την οργή και την ταξική τους συνείδηση. Και να πεις ότι έχουμε κάνα μαγικό ζωμό κι εφησυχάζουμε..

Δεν είμαστε εμείς ηττοπαθείς. Η ζωή είναι σκατά. Η ήττα είναι αντικειμενική. Κι οι σύντροφοι απλώς αρκετά έξυπνοι για να την καταλάβουν. Και να μην κλείσουν τα μάτια στην πραγματικότητα φωνάζοντας υστερικά νίκη, νίκη σαν σεκίτες. Που και το 89 ακόμα νίκη το θεωρούνε.

Τα μικροαστικά ξεσπάσματα είναι καταδικασμένα σε ήττα. Η απόδειξη ότι δεν ξέρεις να χάνεις κι ότι δεν έχεις καμία ελπίδα να νικήσεις. Χτυπάς με θυμό τον αντίπαλο που σε έχει βάλει από κάτω για να εκτονωθείς και να ξεθυμάνεις. Κι αντί να τον βγάλεις νοκ άουτ παίρνεις αποβολή (ντισκαλιφιέ) από την ταξική πάλη.

Οι ντούροι αγωνιστές είναι διαρκώς ερεθισμένοι, σαν ταύροι σε υαλοπωλείο και τα βλέπουν όλα κόκκινο πανί. Στην πραγματικότητα όμως πάσχουν από αχρωματοψία και κινηματικό πριαπισμό που θολώνει το πολιτικό τους κριτήριο.

Κι έτσι καταστρώνουμε επαναστάσεις επί χάρτου και παίζουμε επιτραπέζια. Το αγαπημένο μας είναι το κερδίστε χάνοντας, που είναι απλά μαθήματα διαλεκτικής. Θανάτω θάνατον πατήσας.
Και κατά βάση θυμίζει ομοιοπαθητική. Που είναι η διαλεκτική των μεταφυσικών. Όπως λέμε πιο πολύ κράτος για να μην υπάρχει κράτος.

Κλείνουμε ανακωχή άνευ όρων με την πραγματικότητα. Κρατάμε μικρές αντιστάσεις για να έχουμε ιδεολογικό άλλοθι και καθαρή συνείδηση. Και κάτι να τρυπώνει μες στο πουκάμισο, μη μοιάζει τελείως αδειανό.
Τελικά καλύτερα που δεν ήρθε. Θα την έπαιρνε κι αυτή η μπάλα και το κενό της μέρας θα έμοιαζε μεγαλύτερο.

Αλλά στο τέλος η κομμουνιστική ορθοδοξία και μεταφυσική θα νικήσει. Στο μαγγανοπήγαδο της ήττας μου περνώ. Άντε και στον μελιγαλά*.
Vencerémos, vencerémos.

*Ο αστερίσκος αφορά μεταξύ άλλων και το εξής
http://www2.rizospastis.gr/wwwengine/story.do?id=5836622

Κυριακή 1 Αυγούστου 2010

Πλάκα μου κάμπινγκ...

Κανονικά τέτοια εποχή θα σου έγραφα για τις ντάτσες στο ποσείδι.
Γιατί γίνεται κακός χαμός και συνωστίζονται όλοι πάντα γύρω από ένα συγκεκριμένο τραπέζι στην καντίνα. Για τη σχέση της σταχανοβίτικης νόρμας με το σουβλάκι και το υγρό λεμόνι που ρίχνεις για να μαυρίσουν γρήγορα και να μη φαίνονται ωμά. Και μια δεκάρικη ανάλυση, γιατί παλιά το ποσείδι ήταν αλλιώς. Και το χειρότερο δεν είναι που γερνάμε και γκρινιάζουμε. Αλλά ότι η γκρίνια έχει βάση. Γιατί όντως παλιά το ποσείδι δεν ήταν έτσι.

Θα σου έλεγα και για ένα ερωτικό γράμμα που βρήκαμε κάποτε πεταμένο. Το έγραφε μια κοπέλα σε ένα σύντροφο, μάλλον στέλεχος. Μπορεί να μην είμαι όσο έξυπνη θες και να μην τρέχω σε πορείες, αλλά έχω αισθήματα.
-Τώρα δηλ έχεις στοιχεία; -Όχι ρε συ, ούτε που ξέρω για ποιον λέει. -Τότε γιατί αναπαράγεις την προβοκάτσια;
Ο μέσος σύντροφος παραείναι ρομαντικός και κολλημένος με το παρελθόν για να ξεγράψει το δικό του τόσο εύκολα.

Φέτος όμως πήγαμε αλλού. Σε ένα κάμπινγκ της πλάκας στη νάξο, όπου η οργάνωση των νΚαπελεύθερων κύλησε σαν τέντζερης και βρήκε την ανοργανωσιά του ιδιοκτήτη που έψαχνε την αρπαχτή. Και στο καπάκι ένα πρόγραμμα εκδηλώσεων πλανιόταν πάνω απ' το νΚάμπινγκ το οποίο άρχισε τελικά να παίρνει σάρκα κι οστά απ' την τρίτη μέρα -κατά τας γραφάς- κι είχε από ζίζεκ και σύριζα παντιού μέχρι κι εκδήλωση για τον ιμπεριαλισμό!

Τι άλλο; Βόλτα στην απείρανθο και περιοδεία της λίλας στο χωριό του γλέζου. Πιο πριν ο κοντόχοντρος χτύπησε την πόρτα του για ενότητα της αριστεράς, αλλά αυτός έλειπε.
Μυστική εκδρομή στα μεταλλεία που αν δεν είχα βύσμα ως απολίθωμα μάλλον δε θα τη μάθαινα εγκαίρως. Ο ξεναγός μας -πατέρας σφισσας, αλλά πασόκος δημοπρούχοντας- μας έστειλε να μοιραστούμε σε δύο ταβέρνες, αλλά εμείς δεν αντέχαμε άλλες διασπάσεις. Πήγαμε όλοι στη μία και καταστρέψαμε την προεκλογική του εκστρατεία. Άντε τώρα να τα βγάλει πέρα με τους φουρτουνάκηδες που ένιωσαν ριγμένοι.

Αχτίφ παλιού τύπου για την τουρκία όπου θα λέμε σαν πυθίες, στάλιν γουόζ ράιτ εντ τρότσκι λεφτ, ώστε ο καθένας να καταλαβαίνει αυτό που του αρέσει.
Νίψον ανομήματα μη μονάν όψιν.
Κι ένα μάλλον ξενέρωτο πάρτι ακριβώς δίπλα απ' το μπαρ που έκλεισε το ξεκίνημα που είχε κλείσει και το διπλανό κάμπινγκ. Η χαρά του ρασκόλνικοβ.

Γενική αίσθηση όμως ήταν πως άλλες χρονιές τα πράγματα ήταν πιο άγρια. Ίσως γιατί είχε περισσότερα τασάκια -της χαρι-τάσης. Ή ίσως γιατί φέτος ο κόσμος φοβήθηκε την αρνητική δημοσιότητα στο μπλοκ κι αυτολογοκρίθηκε.

Μέχρι τώρα μου είχε τύχει να περνάω από πηγαδάκια και να στερεύουν στο λεπτό από κουβέντες ή απλά να αλλάζουν θέμα συζήτησης. Φέτος ήταν η πρώτη φορά που είδα να ξεστήνουν από δίπλα μου και να πηγαίνουν τη σκηνή τους σε απόσταση ασφαλείας από τη δική μου. Εξαιτίας του ήλιου, λέει η επίσημη εκδοχή. Αν και το κάμπινγκ ήταν άθλιο και δεν είχε παρά σκόρπιες σκιές εδώ κι εκεί σε όλη του την έκταση -που δεν ήταν και τόσο μεγάλη για να χωρέσει άνετα τα στίφη μας.

Κακώς όμως. Ενίοτε βέβαια τυχαίνει κι εκθέτω κόσμο ασυναίσθητα. Βασικά όμως όταν όλοι περιμένουν να γράψω κάτι -καλή ώρα- εμένα με πιάνει το αντιδραστικό μου και δε γράφω απολύτως τίποτα.

Γι' αυτό λοιπόν προτιμώ να σου πω για τη θάλασσα. Που σου κάνει τα μαλλιά μπούκλες, τη φωνή μπάσα και το λίπος γραμμώσεις. Φεύγουν τα πιασίματα κι έρχεται η έμπνευση σαν το αλάτι.
Μες στο νερό δεν υπάρχουν χοντροί και λεπτοί, κνίτες και βάρβαροι, πρώην και μεταλλαγμένοι. Είμαστε όλοι σύντροφοι. Περίπου όπως στον κομμουνισμό.
Το νερό είναι καλός αγωγός των κομμουνιστικών ιδεών και τις μεταφέρει πολύ πιο γρήγορα απ' ό,τι το ίντερνετ στη στεριά. Κι έτσι έφτασαν στο νησί του φιντέλ και της επανάστασης, αλλά παλεύουν ακόμα να πιάσουν ριζες στην ηπειρωτική ευρώπη και το δυτικό κόσμο.

Τα νεογέννητα μωρά ξέρουν να κολυμπάν άριστα. Με τον καιρό όμως οι άνθρωποι αλλοτριώνονται, ξεχνούν τη φυσική τους κατάσταση και καταλήγουν ναυάγια της ταξικής πάλης που τους ξεβράζει δεσμώτες στο σπήλαιο της παραβολής του πλάτωνα.

Κάποιοι ατρόμητοι βουτηχτές κάνουν το μεγάλο άλμα και πνίγονται πρόωρα και βολουνταριστικά. Άλλοι πνίγονται στη δουλειά, ή σε μια κουταλιά θαλασσινό νερό και βουλιάζουν κάθε νύχτα στη στεριά. Κι είναι κι αυτοί που άκουσαν κάπου ότι η θάλασσα είναι κρύα και φοβούνται να μπουν μέσα και να δοκιμάσουν μόνοι τους. Μένουν στο περιθώριο και περιμένουν το ραβδί του μωυσή να την ανοίξει στα δύο για να περάσουν απέναντι.

Και το μεγάλο ζήτημα παραμένει από τι θα πάμε σε αυτή τη ζωή.
Αν θα πάμε αυθόρμητα χωρίς σχέδιο, καπετάνιο κι ιεραρχίες, αλλά με σχεδία καρυδότσουφλο στους ψυχρούς ανέμους της αλλαγής που φυσάνε κόντρα. Ή αν θα πάμε σαν τιτανικός με τις σιδερένιες νομοτέλειες να πέσουμε πάνω στο παγόβουνο. Αντί για τον πάγο σπάσαμε εμείς και τα σύνορα χαράχτηκαν, με των λαών το αίμα.

Κι είναι και το άλλο.
Ποτέ δεν κατάλαβα πολύ καλά γιατί κρυώνουμε κι όταν μπαίνουμε κι όταν βγαίνουμε από τη θάλασσα. Εντάξει, όταν μπαίνεις είναι πιο κρύα απ' ό,τι έξω. Αλλά όταν βγαίνεις; Ρώτησα και τη ρόζα που ξέρει από φυσική. Όταν βγαίνεις, κρυώνεις λέει μόνο όταν φυσάει. Και το βράδυ η θάλασσα είναι πάντα ζεστή από τον ήλιο που μάζεψε μέσα της. Το δοκιμάσαμε κι είχε δίκιο.
Καλοκαιράκι, βραδινό μπανάκι.

Εγώ έδωσα στον εαυτό μου άλλη εξήγηση, πιο λογοτεχνική. Όταν βγαίνεις απ' τη θάλασσα σε πιάνει παγωμάρα που την αποχωρίζεσαι. Περνάει από τη βάση στο εποικοδόμημα κι απ' το μυαλό στο σώμα. Και καταλήγει σύγκρυο, σαν αυτό που με πιάνει ενίοτε όταν είναι να αποχωριστώ τη ρόζα.

Το θέμα είναι γιατί την αφήσαμε εξ αρχής και βγήκαμε στη στεριά. Κι είμαστε έκτοτε σαν ψάρια έξω απ' τα νερά μας. Στα οποία η κε του μπλοκ στέκει αλληλέγγυα κι αρνείται από θέση αρχής να τα φάει ή να τα πειράξει. Εκτός απ' τα ψάρια του αλφαβητίξ που είναι πάντα καλή αφορμή για καβγάδες μεταξύ μας. Κάπου πρέπει να ξεδίνουμε όσο δε μας παίρνει να τα βάλουμε με τους ρωμαίους.

Όπως θα 'λεγε κι ο ρουσώ, αν υπήρχε κάποιος να σταματήσει τον πρώτο οργανισμό που άφησε τη θάλασσα και βγήκε στη στεριά για να ζήσει, θα είχαμε γλιτώσει από όλα τα δεινά.
Αλλά με τι να τον σταματήσει, με καραμπίνα; Τότε δεν υπήρχαν ούτε όπλα, ούτε άνθρωποι. Αυτούς τους βρήκαμε αργότερα στη στεριά.
Ο πολιτισμός κι η ανθρωπότητα ως πηγή δυστυχίας. Αν είναι να το πιάσουμε φροϋδικά να το πάμε βαθιά ως τις ρίζες και να το πιάσουμε απ' το κύτταρο, όπως κάνουμε συνήθως στον όμιλο.

Ίσως κάποτε σου πω και για τη ρόζα. Μπορεί στο επόμενο ταξίδι.
Η κε του μπλοκ αναχωρεί χωρίς ανάσα για το λιμάνι της σμύρνης και τους σταλινικούς σφους του εμεπ, με ενδιάμεσο σταθμό την αθήνα. Για τους άλλους που πηγαίνουν κατευθείαν από νάξο ενδιάμεσος σταθμός θα είναι η μύκονος. Είναι κι εκεί πατρίδα με επαναθεμελίωση.
Άντε και του χρόνου νΚάμπινγκ εκεί.

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010

Ένα κακό κείμενο

Δεν πίνεις, δεν καπνίζεις… ε, τι διάολο κάνεις τότε;
-Βαριέμαι.

Υπό άλλες συνθήκες θα σου έλεγα τρώω. Τώρα όμως είμαι σε θερινή νάρκη κι υπολειτουργώ. Περιορίζω στο ελάχιστο σκέψη, τροφή, μετακινήσεις κι ανταλλαγές με το περιβάλλον. Μόνο με τα υγρά γίνεται δουλειά. Πίνω μπόλικα και τα μετασχηματίζω διαλεκτικά σε ιδρώτα. Κοινώς τον πίνουμε κάθε μέρα που λέει κι ο κακάριν. Τσακ!

Ο άνεμος της αλλαγής απ’ το βερολίνο σάρωσε την ευρώπη σα λίβας που καίει τα σπαρτά. Κι οι λαοί κοιτάν με δεμένα χέρια, ακίνητοι σα γιοι της άπνοιας.
Χωρίς εσένα, φύλλο δεν κουνιέται.
Εργάτη μην κοιτάς το σύμπαν να πηδιέται
.
Το θερμόμετρο είναι κολλημένο και βαριέται να κατέβει. Ακόμα κι ο αίολος βαριέται να φυσήξει. Κάνει μόνο ένα ξέπνοο φου γεμάτο σάλια που έρχονται και κολλάν στο σώμα σου και γίνονται –από υγρασία- ιδρώτας.

Βαριέμαι να διαβάσω. Βαριέμαι να τελειώσω την πρόταση που άρχισα να γράφω χωρίς να ανοίξω το παράθυρο που άνοιξα πριν πέντε λεπτά. Βαριέμαι τα ανέκδοτα που είναι βγαλμένα απ’ τη ζωή. Τι να μας πουν κι αυτά από τη ζωή τους. Σιγά τη ζωή..

Βαριέμαι αφόρητα όσους παίζουν με τις λέξεις, κάνουν την ανία μανία και το βαριέμαι ενεργητική φωνή. Και πιστεύουν πως λύνεις το πρόβλημα αν αρχίσεις να (β)αράς τους μπάτσους και να σπας βιτρίνες έτσι για ποικιλία μπας και γίνει το βαριέται βαριετέ. Ενώ στην ουσία δεν αλλάζει ούτε μια οξεία στο μονότονο τόνο της ζωής μας.

Πρέπει να στα 'χω ξαναπεί. Βαριέμαι να πω ή να σκεφτώ κάτι καινούριο.
Το ίδιο είναι. Όχι ψέματα. Οι πιο πολλοί βαριούνται μόνο το δεύτερο κι απλώς λένε συνέχεια τα ίδια. Οι πιο ικανοί από αυτούς γίνονται αριστεροί οικονομολόγοι και τους καλούν από πόλη σε πόλη. Δε βαριέσαι. Τζάμπα διακοπές και κινηματικός τουρισμός.

Συνήθως βαριέμαι τους άλλους κι αυτά που λένε. Κι αν μου τα λένε πχ με μια ταινία τόσο το καλύτερο, γιατί δεν τους έχω απέναντι και μπορώ να αποκοιμηθώ χωρίς τύψεις. Αλλά δεν είναι δικό τους το λάθος. Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς κι οι βαρετοί με μένα. Κατά βάθος μάλλον τον εαυτό μου βαριέμαι.

Με βαριέμαι και μες στις παρέες. Φιλική συμμετοχή και μπρεχτική αποστασιοποίηση. Ωσεί παρών το 90 τοις εκατό, βλέπει απ’ έξω το υπόλοιπο δέκα και κρατιέται να μη γελάσει. Μισές σκέψεις σκοντάφτουν στη μέση και γίνονται σαρδάμ.

Κι έχω αποκτήσει τρομερή οικειότητα με τη βαρεμάρα μου. Μπορεί να της βγάλω κι όνομα. Να αρχίσουμε να παίζουμε χαρτιά όπως ο ισοβίτης με τις ερινύες του. Ή να της μάθω σκάκι όπως ο κόκορας στο πουλί του που ήταν άχρηστο.

Βαριέμαι να βαριέμαι με τον τρόπο των άλλων. Με το δικό μου τρόπο βαριέμαι δημιουργικά, ακόμα κι όταν βαριέμαι θανάσιμα. Η βαρεμάρα ένας καθημερινός θάνατος κι ο δικός μου θέλω να είναι αξιοπρεπής. Η βαριεστημάρα είναι γενική νομοτέλεια, αλλά ο καθένας βρίσκει το δικό του, ιδιαίτερο δρόμο γι’ αυτήν. Ευρωκομμουνιστές ακόμα και στη βαρεμάρα.

Η στασιμότητα είναι το παν, η κίνηση δεν είναι τίποτα.
Το βασικό πρόβλημα της εποχής είναι ότι ζούμε σε έναν τόσο βαρετό κόσμο που ο κόσμος βαριέται να τον αλλάξει. Και κατά βάθος δεν έχει χρόνο και χρήματα για να βαριέται και να εφευρίσκει προβλήματα για τον εαυτό του.

Κάποιοι τη βρίσκουν με τη μπάλα. Το σημαντικότερο δευτερεύον πράγμα στον κόσμο. Και το λιγότερο βαρετό απ’ όσα θανάσιμα βαρετά γεμίζουν το κενό μέχρι να αρχίσουν οι ρημάδες οι πιο ενδιαφέρουσες διαδικασίες κι η πραγματική ζωή.

Εσχάτως τη βρίσκω μόνο σε κάτι τραπέζια ενότητας της αριστεράς. Την επόμενη φορά θα τους πω να υπογράψουμε κάνα κείμενο, να κάνουμε καμιά πρωτοβουλία να περάσει η ώρα. Οι άλλοι που φτιάχνουν τι παραπάνω έχουν δηλ; Κι αυτοί κάπως έτσι θα τις ξεκίνησαν. Σε στιγμές νηφαλιότητας, με ποτηράκια πλάι στο κύμα.

Όχι, εσένα δε σε βαριέμαι. Έλα αν θες σπίτι να δεις πώς είναι μια βαρετή μέρα (αλλά αν έρθεις θα γίνει πιο όμορφη). Ή μια βαρετή ζωή, τώρα που φεύγεις μακριά.

Μέσα σε όλη αυτή τη δίνη, φεύγει ο κάσπερ μας στρατό. Κι έχει τον κοντόχοντρο να του λέει για το σπάρτακο και τη βοήθεια στο στρατό.
Ναι βέβαια. Πάντα βοηθάει να έχεις έναν φανταστικό φίλο στο στρατό για να την παλεύεις. Ειδικά αν πας πρώτη μέρα στο γιατρό και του πεις, να από εδώ κι ο φίλος μου ο σπάρτακος, παίρνεις δυο χρόνια αναβολή και καθαρίζεις.

Δε μειώνω κανέναν και τιποτα. Αφού ξέρεις, κι εγώ φανατικά με τη ρόζα είμαι. Αλλά δε φτάνει ούτε για ζήτω ρε συ. Τι δίκτυο μου λες όταν μέσα ο καθένας είναι μονάδα χωρίς δομές και συνδικαλισμό;

Δες το τουλάχιστον απ' την καλή του πλευρά. Είναι οι τελευταίες διακοπές που δικαιούσαι. Μην κοιτάς που εγώ συνηθίζω ακάθεκτος.

Από σήμερα η κε του μπλοκ διακόπτει τις διακοπές διαρκείας της κι ετοιμάζεται να εκδράμει στο αιγαίο πέλαγος για καλοκαιρινές διακοπές. Το μπλοκ περνάει στους αναγνώστες του και περιμένει την ανταπόκριση της βιργινίας για την εκδήλωση των δικηγόρων με τον κύριλλο.

Βενσερέμος (κάποτε..)

Γιώργος Βαρεμένος για το μπλοκ σφυροδρέπανο