Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παλλαϊκό. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παλλαϊκό. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018

Το σοβιετικό Σύνταγμα του 77′ και το “παλλαϊκό κράτος”

Δημοσιεύτηκε στην Κατιούσα

Τις προάλλες συμπληρώθηκαν 41 χρόνια από την έγκριση του νέου σοβιετικού Συντάγματος, στην περίοδο της διακυβέρνησης του Μπρέζνιεφ. Το νέο Σύνταγμα περιείχε 28 άρθρα από το προηγούμενο που είχε ψηφιστεί το 1936, και διατηρούσε αρκετά προοδευτικά στοιχεία, επιβεβαιώνοντας μεταξύ άλλων τον πρωτοπόρο ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος και το σοσιαλιστικό χαρακτήρα του κράτους. Η βασική αλλαγή ωστόσο αφορούσε ακριβώς αυτό το στοιχείο, το χαρακτήρα του κράτους, που θεωρούνταν πλέον παλλαϊκό, κράτος όλου του λαού, και όχι κράτους της εργατικής τάξης, δηλαδή “δικτατορία του προλεταριάτου”.

Πιστοποιούσε έτσι και στο επίπεδο του εποικοδομήματος, σε ένα σημαντικό τομέα, τη στροφή που είχε σηματοδοτήσει είκοσι χρόνια πριν το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, με τη διαδικασία της αποσταλινοποίησης. Ρίζες αυτής της αντίληψης, ωστόσο, μπορούμε να βρούμε και σε αρκετά προγενέστερες επεξεργασίες, που αντιμετώπιζαν πχ τη Λαϊκή Δημοκρατία ως εναλλακτικό δρόμο στο σοσιαλισμό, διαφορετικό από τη ΔτΠ (δικτατορία του προλεταριάτου) που ήταν ο σοβιετικός δρόμος που ακολούθησε η Οχτωβριανή Επανάσταση. Ουσιαστικά, στο επίκεντρο βρισκόταν αυτή ακριβώς η έννοια, στην οποία κατά καιρούς έχει ασκηθεί πολύπλευρη κριτική από διάφορες σκοπιές, με το Λένιν ωστόσο να γράφει πως μαρξιστές δεν ήταν όσοι παραδέχονταν γενικά την ταξική πάλη -κάτι που έκαναν ακόμα και αστοί αναλυτές- αλλά μονάχα όσοι δέχονταν πως οδηγεί υποχρεωτικά σε αυτό το αποτέλεσμα: την εργατική εξουσία, δηλαδή τη δικτατορία του προλεταριάτου.

Κατά κανόνα, η κριτική αυτή είχε μικροαστική αφετηρία, που λυγίζει κι αναδιπλώνεται μπροστά στις δυσκολίες της ταξικής πάλης, απορρίπτει τη βία και τη “δικτατορία” -που όμως διαιωνίζει τη δικτατορία της αστικής τάξης, με όλους τους δημοκρατικούς μανδύες της- και αποκόβει τα δύο συνθετικά του όρου. Την απασχολεί δηλαδή πως η ΔτΠ θα πάψει να είναι “δικτατορία”, και όχι πώς θα συνεχίσει -ή αν θα πάψει- να είναι “εργατική”, του προλεταριάτου. Αυτή η σοσιαλδημοκρατική τάση φαινόταν να επηρεάζει το ΚΚΣΕ, κυριαρχώντας σταδιακά στις γραμμές του, κι αυτός ο ταξικός χαρακτήρας του κράτους ήταν που αναιρούνταν από το θεωρητικό σχήμα του “παλλαϊκού κράτους”, παρά την ανελέητη κριτική που είχαν ασκήσει οι Κλασικοί σε αντίστοιχες έννοιες στην εποχή τους, όπως πχ ο Μαρξ στην μπροσούρα του για το Πρόγραμμα της Γκότα.

Παρόλα αυτά, και στο προηγούμενο Σύνταγμα υπήρχαν αδύνατα σημεία, καθώς ο διαχωρισμός των εκλογικών περιφερειών γινόταν σε εδαφική βάση, ανά περιοχές δηλαδή, κι όχι με βάση τις παραγωγικές μονάδες και τους χώρους δουλειάς. Προφανώς υπήρχε παράλληλα και κάποια σχετική διαπάλη, που συνεχιζόταν στο χρόνο, χωρίς να είναι τίποτα δεδομένο, ως οριστική κατάκτηση.

Πέρα από την κριτική ενός λάθους πάντως, ή μάλλον για να είναι ολοκληρωμένη αυτή η κριτική, είναι απαραίτητο να δούμε ποια σημεία μπορεί να ερμηνεύουν ένα ατόπημα, ποιοι παράγοντες το ευνόησαν και ποια υπαρκτά προβλήματα κλήθηκαν να λύσουν οι Σοβιετικοί, που προχώρησαν σε αυτές τις λανθασμένες επιλογές.

Είναι γνωστό πως μια τάξη που βρίσκεται στην πρωτοπορία, καταφέρνει να προβάλλει ως εκπρόσωπος όλου του έθνους, να συσπειρώσει γύρω της τις υπόλοιπες τάξεις, για να παίξει αυτόν τον ηγεμονικό ρόλο. Είναι επίσης γνωστό πως κατά τη διάρκεια του πολέμου κατά των ναζί -που ονομάστηκε Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος, και ας μην ήταν στενά τέτοιος- οι Σοβιετικοί επιδίωξαν με διάφορους τρόπους και ελιγμούς την ευρύτερη δυνατή συσπείρωση όλων των λαών της Σοβιετικής Ένωσης -αφού εκκαθάρισαν πρώτα τις δικές τους γραμμές στο Κόμμα από ασταθή και ύποπτα στοιχεία- ιεραρχώντας ως απόλυτη προτεραιότητα την επιβίωση του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο. Είναι επίσης εύλογο πως μια συνταγή που πετυχαίνει αποτελέσματα και νικάει, μπορεί να συνεχιστεί και να επεκταθεί σε ένα άλλο πλαίσιο, με διαφορετικές συνθήκες, που δε δικαιολογούν τη συνέχισή της.

Είναι σημαντικό όμως πως η μεγάλη πλειοψηφία των λαών της Σοβιετικής Ένωσης δεν πάλευαν γενικά και αόριστα ενάντια στον εισβολέα, αλλά για την υπεράσπιση της σοσιαλιστικής τους πατρίδας -ενώ όσοι έβλεπαν τα συμφέροντά τους να θίγονται από αυτήν, πέρασαν ανοιχτά με το πλευρό των Ναζί. Είναι επίσης σημαντικό πως η εργατική τάξη και η πολιτική της πρωτοπορία θα πετύχει αυτή την ευρεία συσπείρωση με την επιβεβαίωση του ρόλου της στην πράξη, σε μια σειρά καθήκοντα, και όχι κάνοντας από θέση αρχής υποχωρήσεις απέναντι σε άλλες, σύμμαχες τάξεις, στο όνομα μιας εθνικής ή παλλαϊκής ενότητας.

Ένα δεύτερο θεωρητικό ζήτημα που έμπαινε γενικά, είναι το εξής: αν η δικτατορία του προλεταριάτου είναι η μεταβατική μορφή μέχρι την εμφάνιση του κομμουνισμού και η ταξική πάλη οξύνεται στο σοσιαλισμό -όπως είχε γράψει ο Στάλιν- τότε πώς και πότε ακριβώς φτάνουμε στην απονέκρωση του κράτους, που θα μας οδηγήσει στο κομμουνιστικό στάδιο; Πώς δικαιολογείται ο ισχυρισμός της όξυνσης, εφόσον το κόμμα των μπολσεβίκων εκτιμούσε πχ τη δεκαετία του 30′ πως έχουν τεθεί οι βάσεις του σοσιαλισμού και έχουν εξαλειφθεί οι εναντίον του απειλές από τη σοβιετική κοινωνία;

Παράλληλα, υπήρχε μια αντίθεση μεταξύ του εσωτερικού μετώπου, όπου είχαν τεθεί οι βάσεις του σοσιαλισμού και οι βασικές κοινωνικές τάξεις (εργατική τάξη, αγροτιά, διανόηση) δεν είχαν ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ τους, και του εξωτερικού τομέα, με τον Ψυχρό Πόλεμο και τα σφυριά του ιμπεριαλισμού να βαράνε συντονισμένα στην ίδια κατεύθυνση, βάζοντας στο στόχαστρο τη Σοβιετική Ένωση. Ασφαλώς αυτά τα δύο δε χωρίζονταν με στεγανά, δημιουργούνταν όμως μια ιδιαίτερη “παράδοξη” κατάσταση, που προκαλούσε και αντίστοιχες παραδοξολογίες σε θεωρητικό επίπεδο, όπως πχ το σχήμα του “κομμουνιστικού κράτους”, με τις κρατικές, πχ στρατιωτικές δομές, να διατηρούνται ενάντια στις εξωτερικές απειλές, τη στιγμή που στο εσωτερικό θα ξεκινούσε η οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Κάποια πράγματα μπορεί να μοιάζουν προφανή, αλλά τα συμπεράσματα δεν είναι τόσο εύκολα. Η ταξική πάλη προφανώς δε σταματά ποτέ, ο κίνδυνος της παλινόρθωσης παραμονεύει και δίπλα μας θα φτάσει κάποια μέρα, αν χάσουμε τα ταξικά γυαλιά μας, για να παραφράσουμε ένα γνωστό στίχο του Φώντα Λάδη. Η οικοδόμηση δεν είναι ένα προτσές που προχωρά αυθόρμητα, από μόνο του, χωρίς συνειδητή δράση. Κι έιναι ζητούμενο πώς θα κερδίζεται συνεχώς το ενδιαφέρον και η συμμετοχή των μαζών σε αυτήν, παράλληλα με την απαιτούμενη εγρήγορση ενάντια στον ταξικό εχθρό, που δεν είναι άμεσα ορατός και κρύπτεσθαι φιλεί ή μπορεί να βρίσκεται μέσα μας, στη δύναμη της συνήθειας, του παλιού που αργοπεθαίνει, αλλά αντιστέκεται κι επιβιώνει με χίλιους τρόπους, από κάθε πιθανή χαραμάδα. Όσο για την απονέκρωση, είναι οπωσδήποτε κάτι που θα απασχολήσει τις επόμενες γενιές, ακόμα και αν υποθέσουμε πως εμείς θα “αξιωθούμε” να προλάβουμε μια επανάσταση στα κοντά.

Σε κάθε περίπτωση, μπορούμε να κρατήσουμε ως γενική αρχή πως παρά τα όσα λέγονταν -και είχαν μια κάποια βάση- για το γιγαντισμό και την υπέρμετρη διόγκωση του δημόσιου τομέα στη Σοβιετική Ένωση και το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, στην πράξη είχαμε εφαρμογή αυτού που σημείωνε ο Ένγκελς για το “μισο-κράτος”, που παύει να είναι ουσιαστικά τέτοιο από τη στιγμή που παίρνει στην κατοχή του τα μέσα παραγωγής στο όνομα ολόκληρης της κοινωνίας και σταδιακά -σε βάθος χρόνου- παύει να είναι ένας καταπιεστικός μηχανισμός, εφόσον εκφράζει τη συντριπτική πλειοψηφία και τα συμφέροντά της ενάντια σε μια χούφτα εκμεταλλευτών που υπερασπίζονται το παλιό.

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

Για τη λαϊκή δημοκρατία

Οι από κούνια δεξιοί είχαν κάποτε το λαϊκό κόμμα και σήμερα τη λαϊκή δεξιά. Το λάος του καρατζαφέρη έχει το όνομα, αλά όχι την χάρη. Γι’ αυτό πρέπει να προφέρεται πάντα όπως κι η συμπαθής –πάλαι ποτέ- λδ στην χερσόνησο της ινδοκίνας. Οι πασόκοι κάνουν σήμερα πράξη το σύνθημά τους: πασοκ-λαός στην εξουσία για να αποτινάξουν το όποιο λαϊκό παρελθόν τους και τη ρετσινιά του λαϊκισμού από την χρυσή δεκαετία με τις βάτες.

Κι η αριστερά; Το κόμμα έβαλε ό,τι ουσιαστικό υπήρχε με το λαϊκός και κατοχύρωσε πνευματικά δικαιώματα. Λαϊκή ψήφο στη λαϊκή συσπείρωση για να στεριώσει η λαϊκή συμμαχία και το λαϊκό μέτωπο για λαϊκή εξουσία-λαϊκή οικονομία. Ζήτω το λαϊκό τραγούδι! Ένα με το λαό και τους αγώνες του αυτό το κόμμα. Που μπορεί να το λέγαμε και λαϊκό, αλλά μας πρόλαβαν οι δεξιοί.

Στο εσωτερικού και τις παραφυάδες του έβλεπαν πάντα το λαό αφ’ υψηλού. Και για το εξωκοινοβούλιο ο λαός είναι μια αταξική αφαίρεση που υποτάσσει τους εργάτες στους μικροαστούς. Αλλά το 90’ ένα κομμάτι τους με κουκουέ μόρφωση κατέβηκε στις εκλογές ως λαϊκή αντιπολίτευση. Ένα βήμα πίσω από την εργατική της κολοντάι κι ένα μπροστά από την τροτσκίζουσα αριστερή που πάνε να στήσουν τώρα.

Μπέρδεμα υπάρχει και σε άλλες χώρες. Στο λαϊκό κόμμα της ισπανίας βρίσκονται οι πολιτικοί απόγονοι του φράνκο που πολέμησε κάποτε ενάντια στο λαϊκό μέτωπο των κομμουνιστών και των αναρχικών με λίγο πασόκ της εποχής. Αλλά το λαϊκό μέτωπο της γειτονικής γαλλίας την ίδια εποχή ήταν πιο πασόκ και τήρησε ευμενή ουδετερότητα που βόλεψε τους ισπανούς φασίστες. Μύλος..

Η πικρή αλήθεια της ουνιδάδ ποπουλάρ (λαϊκή ενότητα) στην χιλή λέει ότι από στόμια βγαίνει η δύναμη κι όχι από στόματα. Αλλά στη σοβιετία βαυκαλιζόμασταν για το παλλαϊκό κράτος και το ειρηνικό πέρασμα. Και λίγο αργότερα για το σοσιαλισμό με αγορά. Που αν θες να την εκλαϊκεύσεις τη λες και λαϊκή αγορά. Με πάγκους, πραμάτειες και συντρόφους από τη λδ της κίνας και τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες. Και μαύρους πωλητές να συμβολίζουν τη μαύρη αγορά. Που για τους συμμάχους μας μπορεί να είναι η παραοικονομία και για εμάς κάτι άλλο στα πλαίσια της συμμαχίας.

Κι εμείς εδώ στα καθ’ ημάς; Εμπρός ελάς, ελάς, ελάς για την ελλάδα, το δίκιο και τη λευτεριά. Αλλά ξεχάσαμε να τους βάλουμε ταξικό πρόσημο και την πατήσαμε δύο φορές. Μία με τον παπατζή του και εις την λαοκρατίαν πιστεύουμε. Κι άλλη μία με το γιο του στη ρεβάνς της μεταπολίτευσης. Την πρώτη ως τραγωδία του δεκέμβρη και του δεύτερου αντάρτικου. Και τη δεύτερη με τη φάρσα της πασοκικής αλλαγής και των μη προνομιούχων.

Στην τελική όμως κες κεσέ λαοκρατία; Λαοκρατία κι όχι βασιλιά; Κι όχι μονοπώλια; Λαϊκή κυριαρχία; Ελεύθερο λαϊκό κράτος; Μα αυτά τα κορόιδευε ο μαρξ εκατόν πενήντα χρόνια πριν. Και ο αδερφός του χαλβατζή γιατί δεν τίμησε το όνομά του και βγήκε πασόκος λαοκράτης;

Τι σχέση έχει με τη λαϊκή εξουσία και με τις λαϊκές δημοκρατίες στην ανατολική ευρώπη; Τι παραπάνω είχε η τσεχοσλοβακία κι ήταν σ(οσιαλιστική)δ αντί για λδ; Γιατί δεν ήταν κι η ddr με το ίδιο σκεπτικό σοσιαλιστική; Και τι ακριβώς μπορεί να είναι μια λαοκρατική δημοκρατία (της γερμανίας και γενικώς);

Κι είναι κι ο σύντροφος με το μουστάκι που με μπερδεύει λίγο. Γιατί λέει ότι οι λδ ήταν τρόπος περάσματος στο σοσιαλισμό, σε αντίθεση με το σοβιετικό τρόπο περάσματος που ήταν η δικτατορία του προλεταριάτου. Για το στάλιν η λαοκρατία δεν ήταν επ' ουδενί σοσιαλισμός. Αλλά ούτε η δικτατορία του προλεταριάτου ήταν. Κι απ’ όσο θυμάμαι την προδομένη επανάσταση κι ο τρότσκι το ίδιο πιστεύει.

Τότε όμως οι σύντροφοι ήταν γενικώς πολύ μπερδεμένοι. Κι ο στάλιν είχε μιλήσει μέχρι και για κράτος στον κομμουνισμό. Κι εγώ αναρωτιέμαι προβοκατόρικα. Αν στο σοσιαλισμό δεν υπάρχει δικτατορία μιας τάξης κι είναι όλες αδελφωμένες και σφιχταγκαλιασμένες, πού ακριβώς μας χαλάει το παλλαϊκό κράτος του μπρέζνιεφ; Και ποιος άνοιξε το δρόμο για να φτάσουμε ως εκεί;

Όλα αυτά είναι δική μας κληρονομιά και δεν απαρνούμαστε τίποτα. Κι αν εγώ μένω μίζερα μόνο στα στραβά δε σημαίνει πως έχει μόνο τέτοια. Η λαοκρατία είναι το κράτος του εργαζόμενου λαού –που λέει κι ο μάκης- που οργανώνεται σε ένα (είναι το) κόμμα για να πάρει την εξουσία και να αρχίσει να ορίζει τις τύχες του. Κι η λαϊκή εξουσία είναι το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο που μπορεί να καταλάβει χωρίς να τρομάξει με ό,τι συνειρμό του φέρνει στο νου ο σοσιαλισμός κι η σοβιετία.
Είτε είναι προπαγάνδα, είτε όχι.

Για να νικήσουμε όμως δεν αρκεί να μην τρομάξουμε τον κόσμο. Πρέπει να τον εμπνεύσουμε. Ο μαρξ έλεγε άλλωστε ότι το πρόβλημα του κράτους στο σοσιαλισμό μπορεί να απαντηθεί μόνο επιστημονικά και τη λύση του δεν την προσεγγίζουμε ούτε στο ελάχιστο, όσες φορές κι αν συνθέσουμε τη λέξη λαός με τη λέξη κράτος.

(Τα παιδιά του λαού συσπειρώνονται στην πουκουσού)

Κι έτσι φάγαμε το κυρίως μέρος με ιστορικές αναδρομές και θεωρίες. Και πρέπει τώρα να στριμώξω στον επίλογο μια απάντηση στο διαχρονικό ερώτημα: τι να κάνουμε; Λες και το βρήκαν άλλοι για να το πω κι εγώ.

Βάζω να παίξει η κασέτα (κάπου-κάπου μασάει):
Πρώτα να το πιάσουμε θεωρητικά. Να σώσουμε και το κμε που αργοπεθαίνει. Να δούμε τη σοβιετική πείρα με όρους πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού. Να ξαναδούμε το κράτος κι επανάσταση. Τα όριά του στην πράξη, τι δεν εφαρμόσαμε (γρου-γρου)... Να δούμε τον καπιταλισμό της εποχής μας (γρου-γρου)…

Και να δούμε και την πράξη. Να πιάσουμε τη συγκυρία χωρίς να γλιστρήσουμε πίσω της και να χάσουμε τον τελικό στόχο. Να δώσουμε όραμα στον κόσμο για να παλέψει. Να αναδείξουμε την προοπτική. Να δέσουμε την τακτική με τη στρατηγική μας. Δηλ τη λαϊκή εξουσία με τη λαϊκή εξουσία. Εντάξει, αυτό το πετύχαμε.

(γρου-γρου)

Να πατάμε στην πραγματικότητα για να μπορέσουμε να τη φέρουμε στα μέτρα μας. Και στα έτοιμα σχήματα της δυαδικής εξουσίας με τα σοβιέτ. Τα οποία προκύπτουν αυθόρμητα, αλλά πάνω στην κοπριά της δικής μας δουλειάς, που είναι πάντα επώδυνη, αλλά μπολιάζει το κίνημα με τις ιδέες μας και είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να ανθίσει.

(γρου-γρου)

Άργειε να 'ρθει εκείνη η μέρα κι ήταν όλα σκοτεινά.
Όποιος μένει όμως με σταυρωμένα χέρια, θα ανεβαίνει πάντα τον γολγοθά για να τον σταυρώσουν. Κι όταν έρθει η στιγμή της κρίσης και η βραδιά του (τρίτου γύρου, του) τελικού, μοιραία θα φανεί λίγος και κατώτερος της περίστασης.

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2008

Κομμουνιστές και χιούμορ

Κλασικό δίπολο διαλεκτικής αντίφασης.
Οι κομμουνιστές συνήθως δεν έχουν χιούμορ. Αλλά έχουν πλάκα. Ή αλλιώς το χιούμορ έχει κομμουνιστές (και με το παραπάνω). Οι ιστορίες μας είναι μακράν οι πιο ξεκαρδιστικές.

Ενότητα και πάλη των αντιθέτων. Μόνο με διαλεκτική υπέρβαση μπορούν να αρθεί η αντίθεση και να μετεξελιχθούν οι δυο πόλοι. Οι κομμουνιστές σε επαναθεμελιωτές και το χιούμορ σε ανέκδοτα για τη σοβιετική ένωση.

Όποιος λέει πως δεν έχουμε χιούμορ μας αδικεί. Ή δεν έχει διαβάσει κομματικά ντοκουμέντα.
Πχ τις θέσεις του 12ου συνεδρίου το 87 στο σεφ, με κεντρικό σύνθημα αριστερή προοδευτική κυβέρνηση και αλλαγή με κατεύθυνση το σοσιαλισμό.
Που ήταν αδύνατη στο μαρξισμό και τελικά άλλαξε κατεύθυνση. Πήγε τεχνολογική.
Μια πορεία που κορυφώνεται στο 13ο όπου έχουμε το απαύγασμα της ελληνικής θεωρητικής κομμουνιστικής σκέψης.
Αλλά και το 14ο δεν πάει πίσω. Αν και συνέδριο ανασυγκρότησης, είχε ακόμα κατάλοιπα κι επιρροές.

Σε διεθνές επίπεδο δεσπόζει η περεστρόικα του γκορμπατσόφ του οποίου τα κείμενα από ετυμολογικής άποψης είναι σωστές γελοιογραφίες (γελοία γραπτά κατά το κοινώς λεγόμενον).
Υπήρχε όμως ήδη παράδοση από πριν. Με κορυφαίες θεωρητικές αναλύσεις του στάλιν για το κομμουνιστικό κράτος κι επί μπρέσνιεφ για το παλλαϊκό, που μπήκε και στο σύνταγμα το 77!
Από μαρξιστική σκοπιά πάντα.
Τα διαβάζεις με τη σιγουριά του εκ των υστέρων και απορείς πώς κρατιόντουσαν και δεν τους πιάναν τα γέλια όταν τα έλεγαν.

Τον τελευταίο καιρό γίνεται μια προσπάθεια στο διαδίκτυο να καταρριφθεί ο αστικός μύθος περί χιούμορ και κομμουνιστών. Υπάρχει κι η ιδέα να συλλέξουμε υπογραφές σχετικά στο ριζοσπάστη.
Την προσπάθεια τη σηκώνουν κυρίως κάποιοι σφοι μπλόγκερς, με έμπνευση και καλό χιούμορ.
Δεν υπάρχει ανησυχία όμως. Αποτελούν απλώς την εξαίρεση που επιβεβαιώνει την εξαίρεση και τίποτα παραπάνω.

Για να προσπαθούν βέβαια πάει να πει έχουν κάτι να αποδείξουν.
Κυρίως ότι τους κάνει η πλάκα η ίδια η ζωή. Τη ρεβάνς την παίρνουν ξεσπώντας στα μπλοκς. Το διαδικτυακό χιούμορ είναι καταφύγιο για πολύ κόσμο που δεν την παλεύει.

Υπάρχουν διάφορες προσεγγίσεις επί του θέματος.
Ας δούμε τις βασικότερες:
-οι κομμουνιστές έχουν χιούμορ. Πιστεύουν ότι μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο.
Μέχρι να αλλάξουν οι ίδιοι τόσο ώστε να μην το προσπαθούν πλέον.
-Οι κομμουνιστές έχουν χιούμορ. Φαίνεται εξάλλου κι από τους ηγέτες που εκλέγουν.
Μην το πάρτε πατριωτικά για στελέχη του εσωτερικού. Σκεφτείτε ηγέτες του εξωτερικού (δεν εννοώ τον φλωράκη).
Ας πούμε την τελευταία σύνθεση του πολιτμπιρό του ΚΚΣΕ.
Κι ακόμη πιο πριν τον τσερνιένκο.

Οι κνίτες έχουν άθλιο χιούμορ.
Στις εκδηλώσεις γελάνε με άθλια κρύα αστεία που πετάν οι ομιλητές για να ευθυμήσουμε
.
Ναι, αλλά εκεί πηγαίνει περίπου ως γραμμμή.
Χωρίς γραμμή ο κνίτης δε γελεί.
(Πάει δεν πάει... το 'γραψα. Εξάλλου και το άλλο ρήμα απ' το σύνθημα, συνηρημένο σε άω-ώ είναι κανονικά).

Έχουμε χιούμορ αλλά το κρατάμε μεταξύ μας.
Που να τρέχεις να λες παραέξω τα καλά αστεία που σκέφτεσαι. Και άμα δεν είναι κομματικά σωστό (κοματίκαλυ κορέκτ) και βρεις το μπελά σου;

Ο διαχωρισμός πάει όπως στη σκηνή με το ανέκδοτο στις ζωές των άλλων (που είναι ωραία ταινία, αλλά αισχρή).
Ο απλός κόσμος σαρκάζει και γελάει με ανέκδοτα σαν αυτό με τον χόνεκερ και τον ήλιο.
Η νομενκλατούρα γελάει με τον φόβο των άλλων μετά το ανέκδοτο. Κι επίσης με τις κρυάδες του αποπάνω.

-Εννοείται ότι έχουν.
Για τη γενιά μου (γενιά του απολιθώματος κι όχι γενιά των 700) ζωντανή απόδειξη είναι η ελληνοφρένεια.
Για μένα που είμαι αποστάτης (και) της γενιάς μου, είναι ο χάρρυ κλυνν.
Προς λαού, όχι τώρα βέβαια. Έχει χρόνια να πει κάτι αστείο. Εννοώ παλιά, στα θρυλικά 80 'ς, που έκανε αξεπέραστη αριστοφανική σάτιρα. Θα κάνουμε προσεχώς και αφιέρωμα.

Βεβαίως έχουν. Οι σοβιετικοί πχ έχασαν το τρένο της επιστημονικο-τεχνικής επανάστασης (οι φίλοι μας φωνάζουν ετε) λέγοντας ότι το βινύλλιο βγάζει καλύτερο ήχο από τον ψηφιακό.
Κι άντε αυτοί ξέραν γιατί το λέγαν. Εμείς που τους πιστέψαμε στα αλήθεια πόσο χιούμορ κουβαλάμε;

Αυτή είναι μια από τις λίγες γραμμές που τηρώ ακόμα απαρέγκλιτα.
Αν δεν ακούγεται σκρατς δε μου αρέσουν κάποια κομμάτια.
Και σε άλλα ξενερώνω αν δεν υπάρχει μάσημα κασέτας, όπως στην αρχική μορφή στην οποία τα πρωτάκουσα και τα θυμάμαι.

-Εννοείται πως είχαν.
Το γελαστό παιδί πρέπει να γράφτηκε για τον μπέρια αν δεν κάνω λάθος.

-Πηγαίνει και συγκριτικά. Όπου εννοείται ότι (υπερ)έχουμε.
Τουλάχιστον η σιωπηρή πλειοψηφία των σφων που δεν έχει δε βαυκαλίζεται περί του αντιθέτου. Σε αντίθεση με τον υπόλοιπο κόσμο που συνεχίζει απτόητος.

Προσωπικά αν ακούσω άλλη μια φορά το ανέκδοτο με τον γάιδαρο που πετάει και το ριζοσπάστη θα αρχίσω να γκαρίζω εγώ ο ίδος. Αν δε, ο χιουμορίστας που το λέει το πιστεύει για έξυπνο και πρωτότυπο, ίσως προσπαθήσω να πετάξω κιόλας.

Το αυτό ισχύει και με το άλλο ανέκδοτο με τον σούπερμαν, το μωρό, το γορίλα και τον μπογιόπουλο. Την επόμενη φορά σκέφτομαι να αρχίσω να χτυπάω τα στήθια μου.
Που δεν είναι ερωτικό κάλεσμα. Έτσι ειδοποιείς την περιφρούρηση που καταφτάνει με κοντόξυλα.

Κατά τα άλλα τη τη γλυκιά μας σοβιετία και τους πολίτες της τη διέκριναν ανέμελα γέλια και χαρά.
Ίσως όχι χιούμορ βέβαια. Ή τουλάχιστον όχι τόσο έξυπνο.
Το πικρόχολο είναι πιο καυστικό. Κι έχω σοβαρούς λόγους να πιστεύω ότι στον καπιταλισμό έχεις πιο πολλά ερείσματα για να βγάλεις χολή και πίκρα.

Τελικώς τα ανέμελα γέλια το 89-91 μας βγήκαν ξινά. Και γίναν γέλια μέχρι δακρύων το 89-91.

Όπως λέει και μια θρυλική ατάκα -στην παραφρασμένη εκδοχή της:
Σύντροφοί μου μας γέλασαν.

Πράγματι. Η ιστορία μας πέταξε ένα ειρωνικό χα! κατάμουτρα.
Κι εμείς ακόμα ψάχνουμε να της απαντήσουμε.

Επιμύθιο: ρωτήστε τον κνίτη της γειτονιάς σας αν πιστεύει ότι οι κομμουνιστές έχουν χιούμορ.
Ο μέσος κνίτης θα σου πει ότι όσα λέγονται περί του αντιθέτου είναι αστικός μύθος. Εννοείται πως έχουμε.
Δύο τινά συμβαίνουν λοιπόν.
Ή έχει δίκιο, οπότε πράγματι έχουμε χιούμορ (σενάριο που συγκεντρώνει και τις λιγότερες πιθανότητες).
Ή λέει εν γνώσει του κάτι που ολοφάνερα δεν ισχύει. Δείχνοντας πως ξέρει να λέει πετυχημένα χωρατά.

Το άλλο με τον τσερνιένκο το ξέρετε...;