Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα καπιταλισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα καπιταλισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2017

Περί σεξουαλικής επανάστασης

Δημοσιεύτηκε στην Κατιούσα

Δε θυμάμαι σε ποιο βιβλίο του Μίσσιου ήταν. Τα βιβλία του έχουν το γενικό χαρακτηριστικό πως μοιάζουν αρκετά μεταξύ τους, σαν κεφάλαια ενός ευρύτερου βιβλίου, αλλά έχουν φθίνουσα πορεία. Όχι απαραίτητα από το κακό στο χειρότερο, αλλά σα να είπε ό,τι ενδιαφέρον είχε να μας πει εξ αρχής και μετά να τα ανακυκλώνει. Γι’ αυτό και πολλοί ξέρουν πχ μόνο το πρώτο βιβλίο (“καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς”) ή τα τρία πρώτα κι αγνοούν τα τελευταία. Ενώ το “ντομάτα με γεύση μπανάνας” πχ, που πρέπει να είναι το τελευταίο του, είναι μάλλον ανέμπνευστο, με αφορμή κάτι που θα μπορούσε ίσως να γίνει άρθρο, αλλά όχι βιβλίο.

Πρέπει να ήταν λοιπόν στα “κεραμίδια στάζουν”, αλλά μπορεί και όχι, που λέει ο Μίσσιος πως το ΕΑΜ -που είχε γενέθλια προχτές- κέρδισε τον κόσμο γιατί πρόβαλε ως όραμα όχι την κοινωνική ή την εθνική αλλά τη σεξουαλική απελευθέρωση. Κι έχασε ξανά τις λαϊκές μάζες, όταν πρόδωσε αυτό το όραμα και τις απογοήτευσε.

Εδώ θα χωρούσε εμβόλιμα μια παράγραφος για το… “νέο ΕΑΜ” που ενσάρκωνε διακηρυκτικά ο ΣΥΡΙΖΑ και μπορεί να μην έχει κάνει τίποτα απολύτως για την κοινωνική χειραφέτηση -ή ακόμα και για την εθνική απελευθέρωση, για όσους πιστεύουν πως είμαστε υποδουλωμένοι ως έθνος στους δανειστές- αλλά κρατάει τη σημαία της σεξουαλικής απελευθέρωσης και της κατάργησης των χρόνιων διακρίσεων που αφορούν τις έμφυλες σχέσεις και το σεξουαλικό αυτοπροσδιορισμό του καθενός.

Δεν ξέρω τι θα ψήφιζε σήμερα ο Μίσσιος, που στο τέλος της ζωής του, με βάση όσα έγραφε, έμοιαζε με αναρχικό οικολόγο, κι αν θα πίστευε πως ο λαός έβγαλε το ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, γιατί τον συσπείρωσε το όραμα της σεξουαλικής απελευθέρωσης -αν και έχω την εντύπωση πως τα τελευταία του έργα άρχισαν να χάνουν σε έμπνευση, ακριβώς εξαιτίας της διάψευσης των προσδοκιών που είχε βασίσει σε αυτό το κομμάτι.

Αφενός όμως η μοναδική ελευθερία που ζει και βασιλεύει στις μέρες μας είναι αυτή του επιχειρηματία να εκμεταλλεύεται τους υπαλλήλους του, που θα μπορούσαμε να το θέσουμε και με σεξουαλικούς όρους: η αστική τάξη πηδάει -ενίοτε και κυριολεκτικά- την εργατική, χωρίς σάλιο και προφυλάξεις. Και το ζητούμενο προφανώς δεν είναι να γίνει το πήδημα πιο γλυκό ή να χαλαρώσουμε και να το απολαύσουμε, όπως προτείνει η σοσιαλδημοκρατία, αλλά να το καταργήσουμε.

Αφετέρου, η πολυδιαφημιζόμενη σεξουαλική επανάσταση έχει οδηγήσει θεωρητικά στη χαλάρωση των περιορισμών κι ένα είδος απελευθέρωσης, που μυρίζει όμως σκλαβιά από μακριά και φέρει έντονα τα σημάδια της προηγούμενης κατάστασης, όπως ο λαιμός του σκύλου που φορούσε για χρόνια κολάρο. Οι προλετάριοι δεν έχουν παρά να χάσουνε τις αλυσίδες τους και να τις κάνουν χειροπέδες και σεξουαλικά φετίχ.

Αυτά δε λέγονται δασκαλίστικα με υψωμένο δάχτυλο και εν είδει επιβεβαίωσης, αλλά για να κρατήσουμε ένα βασικό και πολύτιμο δίδαγμα: η σεξουαλική επανάσταση επήρθε με αστικούς όρους και δεν ήταν καθόλου επαναστατική, εφόσον δε συνδέθηκε με μια πραγματική επανάσταση. Με άλλα λόγια, το σύστημα είναι τόσο δυνατό και ευέλικτο, που μπορεί να να απορροφά και να ενσωματώνει τάσεις και κινήματα, που φαίνεται να αμφισβητούν βασικές πτυχές και χαρακτηριστικά του, αλλά αφήνουν άθικτα τα θεμέλια της κυριαρχίας του.

Ο καπιταλισμός μπορεί να γίνει τα πάντα και τα αντίθετά τους, να χρησιμοποιεί στο δικό του πλαίσιο και με τους δικούς του όρους το δίπολο “πουριτανισμός-απελευθέρωση” και να το παρουσιάζει ως πολυφωνία και ελευθερία επιλογής. Αλλά την ίδια στιγμή δεν αλλάζει στο παραμικρό τις σχέσεις των ανθρώπων, την αλλοτρίωση και την καταπίεση, την ιδιοκτησιακή λογική απέναντι στην -“απελευθερωμένη πλέον”- γυναίκα, που αντιμετωπίζεται ως σάρκα, αντικείμενο και σκεύος ηδονής. Αλλά αυτό δεν αφήνει ανεπηρέαστο -ή σε θέση ισχύος- το ανδρικό φύλο, που κρύει τις δικές του ανασφάλειες πίσω από το ρόλο του επιβήτορα.

Η σημερινή αστική κοινωνία είναι τόσο “απελευθερωμένη” από ταμπού, που το βασικό μέσο σεξουαλικής αγωγής-διαπαιδαγώγησης για τα παιδιά και τους εφήβους είναι το πορνογραφικό υλικό στο διαδίκτυο, μαζί με τα σεξιστικά πρότυπα που προωθούν. Οι διακρίσεις κι η ανισότητα έχουν “καταργηθεί” σε τέτοιο βαθμό, που οι γυναίκες πέφτουν σε καθημερινή βάση θύματα βιασμού, αλλά θεωρείται ότι συναινούν, ότι προκάλεσαν, το ήθελαν, ότι δεν πρέπει να ασκούν υπερβολικά το δικαίωμα της αυτοάμυνας, κοκ…

Το κείμενο αυτό γράφτηκε με αφορμή το θάνατο του Χιου Χέφνερ κι όσα ειπώθηκαν σχετικά, το νομοσχέδιο για την αλλαγή φύλου, την επικοινωνιακή μπάλα που προσπαθεί να παίξει με το θέμα ο Σύριζα και τα έμμισθα τρολ του στο διαδίκτυο, με το απαραίτητο τσουβάλιασμα κομμουνιστών και φασιστών (γιατί αλλιώς τι ΠΑΣΟΚ είσαι;) και πολλές περιπτώσεις βιασμών με δικαστικές αποφάσεις που βγάζουν λάδι τους δράστες.

Κι αν χρειάζεται κάποιο επιμύθιο στο τέλος, δεν είναι να αναθεωρήσουμε τι εννοούμε προοδευτικό και συντηρητικό ή να αντιπαραθέσω τη σεξουαλική απελευθέρωση στην κοινωνική, αλλά να δούμε πώς μπαίνει συγκεκριμένα στην πράξη, πότε μπαίνει ως προκάλυμμα για να αποκρύψει κάτι άλλο και πώς μπορούμε να αποφύγουμε από τη δική μας πλευρά τον κίνδυνο της ενσωμάτωσης στο σύστημα, που τα αλέθει όλα, σαν τον καλό μύλο της αντίδρασης…

Τρίτη 19 Απριλίου 2016

Περί δομικής κρίσης

Μπαίνοντας στα χωράφια της πολιτικής οικονομίας, έχω πάντα το φόβο πως τσαλαβουτώ σε πελάγη ημιμάθειας. Το οποίο ισχύει πιθανότατα για όλα τα πεδία, εφόσον η γνώση ποτέ δε σταματά και εξελίσσεται. Αλλά ας μείνουμε σε αυτά που (νομίζουμε πως) γνωρίζουμε.

Ένα από τα πρώτα βασικά πράγματα που μαθαίνει ένας αρχάριος στη μαρξιστική πολιτική οικονομία, είναι ο νομοτελειακός κύκλος των καπιταλιστικών κρίσεων υπερσυσσώρευσης, που εμφανίζονται κάθε τόσο κι απαξιώνουν ένα μέρος των υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων, για να μπορέσουν τα εναπομείναντα κι ισχυρότερα να συνεχίσουν τη διαδικασία διευρυμένης αναπαραγωγής τους.

Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για τη συχνότητα εμφάνισης των κρίσεων και τη δυνατότητα να προβλέψουμε τον ακριβή χρόνο εκδήλωσής της, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την πρώτη, γενική εκτίμηση του Μαρξ (περίπου μία κρίση ανά δεκαετία) και τη θεωρία των κύκλων του Κοντράτιεφ. Αυτό που πρέπει να κρατήσει κανείς είναι ότι η ανάπτυξη είναι στιγμή του κρισιακού κύκλου, που προετοιμάζει την επόμενη φάση ύφεσης. Και ότι οι δύο αυτές στιγμές έχουν σε μεγάλο βαθμό συγκεραστεί, σε μια προσπάθεια των αρχών να μετριάσουν τις συνέπειες της κρίσης, η οποία μακροπρόθεσμα καταλήγει μάλλον στο αντίθετο αποτέλεσμα. Δηλ σε μια παρατεταμένη ύφεση, που την ακολουθεί ή μάλλον τη διακόπτει μια σύντομη περίοδος πρόσκαιρης κι αναιμικής ανάπτυξης.

Από τα παραπάνω προκύπτει ο κυκλικός κι επαναλαμβανόμενος χαρακτήρας των κρίσεων στον καπιταλισμό. Υπάρχει ωστόσο μια προσέγγιση, που χωρίς να αναιρεί αυτή την ανάλυση, κάνει λόγο για δομική κρίση του συστήματος και θεωρεί πως είναι λάθος να μιλάμε σήμερα για μια τυπική, κυκλική καπιταλιστική κρίση. Κάποιες εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις μάλιστα θεωρούσαν πως έχουν πιάσει τον Πάπα από το αλάθητό του, και τόνιζαν το βάθος αυτής της δομικής κρίσης, επαναλαμβάνοντας μονότονα (και κυκλικά, σαν κρίση) πως το ΚΚΕ βλέπει τη σύγχρονη κρίση στατικά, ως μία από τα ίδια, επανάληψη των όσων ήδη γνωρίζαμε από τις γραφές, κτλ.

Και τι είναι τότε, αφού δεν είναι κυκλική κρίση; Μήπως είναι η τελική κρίση του συστήματος, δεύτε τον τελευταίο ασπασμό και πρέπει να την αξιοποιήσουμε για την επαναστατική υπόθεση; Κι επίσης: Από πού βγαίνει ότι η δομική κρίση δεν είναι κυκλική; Και ποιος λέει πως ο κυκλικός χαρακτήρας της κρίσης δεν είναι ταυτόχρονα και δομικός, ότι δεν απορρέει δηλαδή αναπόφευκτα από τα δομικά χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού συστήματος (πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους, κτλ); Αυτό το σημείο, ομολογώ πως πάντα με μπέρδευε.

Μέχρι που σχετικά πρόσφατα κατάφερα να βγάλω μια άκρη (έτσι πιστεύω τουλάχιστον) με κάτι που δεν είμαι σίγουρος κατά πόσο εκφράζει θεωρητικά όλους όσους κάνουν λόγο για δομική κρίση και δεν είναι απαραίτητα σωστό, βγάζει όμως κάποιο νόημα και είναι μια θέση με την οποία μπορεί να αντιπαρατεθεί κανείς.

Μια θέση που εκφράζεται μεταξύ άλλων από το Μαυρουδέα, που σε γενικές γραμμές υποστηρίζει ότι η κρίση του 29' ήταν τόσο βαθιά, που σηματοδότησε συνολικές αλλαγές στην αρχιτεκτονική δομή του συστήματος, τη στροφή προς το new deal και προς κεϊνσιανές, αναδιανεμητικές πολιτικές. Αντιστοίχως, η πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 70' έβαλε τέλος στη 'χρυσή τριακονταετία' του μεταπολεμικού κεϊνσιανισμού και όρισε χρονικά τη στροφή προς το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, που κυριάρχησε μετά την επικράτηση της αντεπανάστασης και τις ανατροπές στις σοσιαλιστικές χώρες. Με τον ίδιο τρόπο λοιπόν, η σημερινή δομική κρίση που εκδηλώθηκε αρχικά το 08' στις ΗΠΑ, σηματοδοτεί μια αντίστοιχη αλλαγή στο πρότυπο καπιταλιστικό υπόδειγμα, που τα βασικά χαρακτηριστικά του δεν έχουν αναφανεί πλήρως ακόμα.

Η συγκεκριμένη περιοδολόγηση των καπιταλιστικών κρίσεων παρουσιάζει ενδιαφέρον κι ορισμένα ερμηνευτικά πλεονεκτήματα, Υπάρχει όμως και αντίλογος. Καταρχάς το διαφορετικό υπόδειγμα του καπιταλιστικού τρόπου ανάπτυξης οφείλεται πρωτίστως, κατά τη γνώμη μου, στον εκάστοτε διεθνή συσχετισμό και τις διαφορετικές ιστορικές συνθήκες που υπαγορεύουν τα χαρακτηριστικά του. Η κεϊνσιανιστική εποχή δεν ήταν μια εποχή ήπιου καπιταλισμού, αλλά η άμυνα του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου ενάντια στο αντίπαλο σοβιετικό δέος και την ισχύ του επαναστατικού κινήματος στις χώρες του δυτικού κόσμου. Οι γενικές τακτικές της άρχουσας τάξης, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, είναι χοντρικά μιλώντας το καρότο και το μαστίγιο. Εφόσον η αστική τάξη δε νιώθει να απειλείται, δεν υπάρχει κανείς λόγος να επιμείνει στο πρώτο και καταφεύγει στο δεύτερο, περικόπτοντας τους μισθούς και τις παραχωρήσεις που αναγκάστηκε να κάνει κατά τη διάρκεια του σύντομου εικοστού αιώνα. Αυτό καθορίζει την υπαρξιακή κρίση της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και τα πενιχρά όρια των διάφορων αναβιώσεών της, από τον ελληνικό Σύριζα και τους Podemos στην Ισπανία, ως τον επικεφαλής των Εργατικών στην Αγγλία και την υποψηφιότητα του δημοκρατικού Σάντερς στις ΗΠΑ.

Πρέπει επίσης να συνυπολογίσουμε πως η ανάλυση του Μαυρουδέα συνδέεται πιθανότατα με την ανάλυση περί ολοκληρωτικού καπιταλισμού, δηλ ενός νέου σταδίου καπιταλιστικής ανάπτυξης μετά τον ιμπεριαλισμό, που αναιρεί την κλασική ανάλυση του Λένιν στη σχετική μπροσούρα του για τον ιμπεριαλισμό (ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, και τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό ως το τελευταίο εκείνο σκαλοπατάκι πριν το άλμα στη σοσιαλιστική κοινωνία). Αν υποθέσουμε βέβαια ότι αυτή η επεξεργασία υπάρχει τουλάχιστον εδώ και είκοσι χρόνια, δεν είναι λογικό να υποθέσουμε ότι έχει ήδη παλιώσει, ότι υπάρχουν νέες τάσεις και διεργασίες που την καθιστούν αναχρονιστική και ότι πρέπει να αναζητήσουμε ένα νέο-νέο στάδιο, που διαδέχεται τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό; Γιατί να σταματήσουμε εκεί την αναθεώρηση (επαναθεμελίωση) του Λένιν;

Ας συμφωνήσουμε όμως ότι το πιο σημαντικό δεν είναι μια 'βυζαντινολογία' (που μόνο τέτοια δεν είναι πάντως) για το φύλο των αγγέλων και το στάδιο ανάπτυξης του σύγχρονου καπιταλισμού, αλλά η ουσία του πράγματος και τα βασικά γνωρίσματα που καθορίζουν την εξέλιξή του, οι νέες τάσεις που εμφανίζονται ή που ωριμάζουν στο εσωτερικό του, κτλ. Και σε αυτό το πεδίο υπάρχουν πολλά να επισημανθούν, καθώς πλάι στην τάση ολοκλήρωσης των καπιταλιστικών οικονομιών και τον αναβαθμισμένο ρόλο των διακρατικών, ιμπεριαλιστικών οργανισμών, μπορεί να συμπεριλάβει κανείς την εκτίμηση του κόμματος για το συγχρονισμένο χαρακτήρα αυτής της κρίσης, μια σημείωση σ' ένα άρθρο του Μαργαρίτη για τις οξυμένες αντιθέσεις που οδηγούν ουσιαστικά στη διάλυση των κρατών που βρίσκονταν στον "άξονα του κακού" (Ιράκ, Λιβύη και πρόσφατα Ουκρανία, Συρία). Ακόμα και την (προς συζήτηση) εκτίμηση του Θοδωρή, σε ένα σημερινό ενδιαφέρον άρθρο του, ότι πρώτη φορά η κρίση χτύπησε την καρδιά του καπιταλιστικού συστήματος, δηλ το χρηματοπιστωτικό τομέα.

Είναι προφανές κι αυτονόητο πως πρέπει να παρακολουθούμε διαρκώς τις οικονομικές εξελίξεις στο αντίπαλο, ταξικό στρατόπεδο. Αναρωτιέμαι όμως -κι εδώ σκοντάφτω ξανά στα της δομικής κρίσης- ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της και ποια πρακτικά καθήκοντα απορρέουν από μια τέτοια συγκυρία. Για την ακρίβεια, ποια διαφορετικά πρακτικά καθήκοντα υπαγορεύει, τι νέο, διαφορετικό κομίζει αυτή η ανάλυση στο πεδίο της πράξης, ως προέκταση της θεωρητικής επεξεργασίας της; Και γιατί δε μοιράζονται τις γνώσεις τους μαζί μας, για να φωτίσουν όσους βλέπουν παντού και πάντα μία από τα ίδια;

Περισσότερα για αυτό όμως, σε κάποιο από τα επόμενα σημειώματα.

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

Είναι με τον καπιταλισμό ηλίθιε

Στον ελληνικό στρατό, οποιαδήποτε φυσική παρουσία κοντά στην ηλικία σου, τα ενδιαφέροντα και τη νοοτροπία σου είναι πολύτιμο αποκούμπι και στήριγμα –κάτι σαν το Κουκουέ. Κι αν μιλάμε για πολιτική, κοντά σου σημαίνει απλά να ασχολείται με αυτήν ή να δηλώνει κάτι αριστερό, γενικά κι αόριστα, για να μπορείς να πιάσεις στοιχειωδώς μια συζήτηση, να μαλώνετε και από μέσα σου να τον ευγνωμονείς: σε ευχαριστώ ρε φίλε, που είσαι εδώ να βριζόμαστε, γιατί δε θα την πάλευα κάστανο...

Θεωρητικά η πολιτική συζήτηση απαγορεύεται εντός στρατεύματος, ντεμέκ για να διασφαλίζει πως δε θα ξανάχουμε στρατιωτική χούντα –λες και την κρίσιμη ώρα, δε θα κληθούν οι ένοπλες δυνάμεις να καθαρίσουν για το αστικό καθεστώς. Αλλά στην πράξη επιβάλλεται, για να μπορέσεις να αντέξεις το φανταρικό, αν και είναι σχετικά δύσκολο να βρεις άνθρωπο να την ανοίξεις, λες και έχει απαγορευτεί ντε φάκτο. Αν και κατά βάση αυτά τα δύο έρχονται και κουμπώνουν, γιατί καμία απαγόρευση δεν θα μπορούσε να σταθεί χωρίς συναίνεση. Και ο στρατός μπορεί να σου διδάξει πόσο βαθιά πολιτικές είναι μια σειρά («μη πολιτικές») καθημερινές πρακτικές και θεσμοί, ακόμα κι η απαγόρευση της πολιτικής συζήτησης.

Τα πάντα είναι πολιτικά. Και αυτό, παρεμπιπτόντως, δείχνει πόσο σχηματική και ακρωτηριασμένη είναι η σκέψη κάποιων πρώην σφων, που θέλουν να μιλάνε μόνο για τα μικρά, καθημερινά προβλήματα του λαού, πχ οικονομικής φύσης, τάχα για να μην τον τρομάξουν, αποφεύγοντας συστηματικά, όπως ο διάολος το λιβάνι, κάθε αναφορά στο πολιτικό κομμάτι και το στρατηγικό στόχο.

Στο στρατό λοιπόν, το δικό μου αποκούμπι στο κέντρο εκπαίδευσης, ήταν, για να φανταστείς, ένας «αριστερός», τσοχατζοπουλικός πασόκος. Το συνάντησα τυχαία άλλη μια φορά, πριν τις διπλές εκλογές του 12’, που μου έλεγε πως το Πασοκ είναι τελειωμένη υπόθεση, ότι πρέπει να τσακιστεί στις εκλογές και πως αυτός με τους δικούς του βρισκόταν σε συνεννόηση με τη Σακοράφα, για να δούνε τι θα κάνουν. Τον θυμήθηκα ξανά το βράδυ των εκλογών, που κατάλαβα τι ακριβώς (θα) έκαναν οι δικοί του και σε τι έκταση, με την οργανωμένη μετακίνηση και δράση πασόκων παραγόντων υπέρ του Σύριζα-ΕΚΜ. Κι αν το είχα καταλάβει εγώ, σκεφτόμουν πως δεν μπορεί να μην το είχανε δει και άλλοι στο Κόμμα και να μην είχε γίνει εγκαίρως αντιληπτό. Ή μήπως μπορεί; Μπορεί; Δεν μπορεί... Ε Γιάννη Μπέζο;

Από την άλλη βέβαια, μπορεί να πετύχεις στη μονάδα και κάποιον σφο, που να τον ξέρεις από πριν ή να τον αναγνωρίσεις με το ραντάρ σου και τα ειδικά, κρυφά σημάδια που βοηθούν για αυτόν το σκοπό, λες και είμαστε κάποια οργανωμένη μειονότητα, πο δρα συνωμοτικά και στην παρανομία. Κάποιος Ρίζος, κάποια λέξη-κλειδί (Σύνθημα; -Νύχι. –Παρασύνθημα; -Κρέας.), κάποιο υπονοούμενο... Αλλά ένας σφος δεν είναι πάντα εγγύηση για συζήτηση κι όχι μόνο επειδή θα συμφωνείτε στα βασικά. Μου έλεγε πχ μια γερή επιρροπή μας πως προσπαθούσε να ανοίξει πρν από κάμποσα χρόνια κουβέντες με κάτι γκρουπούσκουλους, που συγκριτικά με τους άλλους ήταν όαση στην απολιτίκ έρημο, κι ερχόταν σαν μικρός Ταλιμπάν (με την καλή έννοια) ένας μικρός, οργανωμένος συντροφάκος να τις βομβαρδίσει με την ατάκα (προς τους γκρούπι):
-Δηλαδή είσαι με τον καπιταλισμό.

Που κι έτσι να είναι (και ήταν) δεν πας στο μέσο της ταινίας να πεις στον άλλο: ο μπάτλερ το ‘κανε. Του αφήνεις το δικαίωμα και το πλεονέκτημα της αμφιβολίας, για να το βρει μόνος του.

Αλλά η Ζωή δεν είναι ταινία (ίσως την κάνει κάποτε ο Γαβράς), για να βγάλεις συμπεράσματα στο τέλος ή –ακόμα χειρότερα- να μη βγάζεις ποτέ, συνεχίζοντας τα ίδια λάθη, από καλλιτεχνική άποψη, τέχνη για την τέχνη, χωρίς νόημα. Είναι σαν εκείνο το σκίτσο του Ζάχαρη, που αποτυπώνει ακουστικά τη λυκοσυμμαχία και (το πρόβατο) λέει: κάτσε να δούμε πρώτα τι θα έρθει...


Κι η αλήθεια είναι πως τα επιμέρους συστατικά του (μικρο)αστικού πολιτικού χυλού, όσο αριστερά και ριζοσπαστικό κι αν δηλώνουν, κάνουν ό,τι μπορούν για να επιβεβαιώσουν μια ώρα αρχύτερα τις χειρότερες υποψίες μας, την πιο απλοϊκή και σχηματική εκτίμηση, το πιο χοντροκομμένο στερεότυπο (είστε Πασόκοι), και το πιο κλισέ επιχείρημα. Πως δηλαδή σε τελική (και σε αρχική μπορώ να σου πω) ανάλυση ΕΙΝΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ. Όχι γιατί όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας αλλά γιατί αντικειμενικά, είναι με τον καπιταλισμό.

Η Νδ δεν έχει κανένα απολύτως πρόβλημα να πει ανοιχτά κι ειλικρινά πως είναι με τον καπιταλισμό και τον υπερασπίζεται από θέση αρχής. Οι φασίστες ψοφάν (καλό ψόφο) για να δείξουν πως είναι αντισυστημικοί, αλλά στην πραγματικότητα είναι τσιράκια των εφοπλιστών, τα μαντρόσκυλα των αφεντικών. Με άλλα λόγια, είναι με τον καπιταλισμό.

Το Πασόκ, ακόμα και στα καλύτερά του, ήταν απλώς με τον τρίτο δρόμο (προς τον καπιταλισμό). Ο Σύριζα, είναι ακόμα πιο πίσω, σαφώς με τον καπιταλισμό, απλώς τον θέλει πιο ήπιο, καλύτερο, υγιή κι ανθρώπινο. Αλλά υγιής καπιταλισμός υπάρχει μόνο σε άρρωστα, οπορτουνιστικά μυαλά (και δε μιλάμε καν για αθώες, παιδικές αρρώστιες) που δε νιώθουν πλέον την παραμικρή ανάγκη για μια φραστική έστω αναφορά στο σοσιαλισμό ως προοπτική.

Το Ποτάμι είναι η πιο ακραιφνής κεντρώα, νεοφιλελεύθερη (αν όχι συγκαλυμμένα φασιστική) εκδοχή του καπιταλισμού. Ενώ η ΛαΕ είναι με τον παλιό, καλό Σύριζα, δηλ με τον παλιό, καλό καπιταλισμό ή με μια πιο συνεπή εκδοχή του καλού, υγιούς καπιταλισμού που λανσάρει ο Σύριζα. Υπάρχει καλύτερο κεφάλαιο και το θέλουμε.

Το εξωκοινοβούλιο είναι με το μεταβατικό πρόγραμμα, που δεν είναι ακόμα σοσιαλισμό, ούτε όμως καπιταλισμός. Δηλ είναι με τον καπιταλισμό, αλλά όχι ακριβώς, μα στο περίπου, και τον μαζικό, λαϊκό εκβιασμό, που θα τον αναγκάσει να μην είναι, θα του δημιουργήσει υπαρξιακά προβλήματα, κρίση ταυτότητας, μα τι να είμαι άραγε..., κτλ. Άσε που οι περισσότεροι είναι αντισοβιετικοί και αντισταλινικοί, δηλ ντροπαλοί αντικομμουνιστές, όπως έλεγε ο Κάππος. Άρα είναι με τα μπούνια με τον καπιταλισμό.

Οπότε τώρα ξέρεις. Όχι πως κρίνεται ο σοσιαλισμός σε αυτές τις εκλογές, αλλά όλοι οι άλλοι είναι με τον καπιταλισμό.
Ο βασικός κίνδυνος που υπάρχει όμως είναι να πάρει κανείς φόρα και να αρχίσει σα ζηλωτής να επεκτείνεται στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος, οπότε να μας βγάλει όλους σκάρτους, λίγο-πολύ με τον καπιταλισμό, και να μη μείνει κανείς από τη δική μας πλευρά να υπερασπίζεται την επανάσταση, πχ γιατί το 6ο Συνέδριο της Κομιντέρν κι η 6η Ολομέλεια έβαζαν τη λογική των σταδίων και της δημοκρατικής επανάστασης, με τάσεις γρήγορης μετεξέλιξης σε σοσιαλιστική, και πάει λέγοντας.

Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Περί ειρηνικής συνύπαρξης

Αναδημοσίευση από το περιοδικό Ατέχνως


Ο Λένιν εισήγαγε στην πολιτική ορολογία την έννοια της ειρηνικής συνύπαρξης, ως ειδικής μορφής ταξικής πάλης των δύο αντικρουόμενων συστημάτων, σοσιαλισμού και καπιταλισμού, σε παγκόσμια κλίμακα. Το βασικό σκεπτικό ήταν πως η σοβιετική Ρωσία, που είχε ρημαχτεί απ’ τις πολύχρονες πολεμικές συγκρούσεις, και το νεαρό σοσιαλιστικό κράτος χρειάζονταν μια «ανακωχή» και μια ειρηνική περίοδο, για να επουλώσουν τις πληγές τους, να αναπτυχθούν απρόσκοπτα και να πατήσουν σε γερές βάσεις, χωρίς να εγκαταλείπουν το στρατηγικό στόχο της παγκόσμιας επικράτησης του σοσιαλισμού.

Το φαινομενικά παράδοξο είναι ότι η ανάλυση του Λένιν ξεχάστηκε ως ένα βαθμό από τους σοβιετικούς, που ταύτισαν μεταπολεμικά την τακτική της ειρηνικής συνύπαρξης με τη δυνατότητα ειρηνικού, κοινοβουλευτικού περάσματος στο σοσιαλισμό (και ας βοούσε περί του αντιθέτου η πραγματικότητα, πχ στη Χιλή του Αγιέντε) και με τη διαπλοκή του ταξικού στοιχείου με τις οικουμενικές αξίες. Ενώ ακολουθήθηκε πιστά από το αντίπαλο στρατόπεδο, που διδάχτηκε στο δεύτερο παγκόσμιο πως δεν είναι εύκολο να νικήσει σε μια κατά μέτωπο επίθεση με τα όπλα τους σοβιετικούς και προέταξε άλλες μεθόδους, χωρίς προφανώς να εγκαταλείψει το πεδίο των πολεμικών συγκρούσεων, που είναι σύμφυτο φαινόμενο με τον ιμπεριαλισμό. Αντιστρέφοντας μια γνωστή φράση του φον Κλαούζεβιτς, θα λέγαμε πως η ιμπεριαλιστική πολιτική και ειρήνη ήταν συνέχεια του ιμπεριαλιστικού πολέμου με άλλα μέσα (ή ακόμα και με τα ίδια, αλλά συγκαλυμμένα και σε δεύτερο πλάνο).

Η αντικειμενική συνύπαρξη των δύο συστημάτων επέφερε αναπόφευκτα μια μεταξύ τους αλληλεπίδραση, την οποία όμως δεν ερμηνεύουν όλοι με τον ίδιο τρόπο.
Οι κατακτήσεις της σοσιαλιστικής κοινωνίας και τα δικαιώματα που απολάμβαναν οι σοβιετικοί πολίτες φώτιζαν, με τη διεθνή τους ακτινοβολία, το δρόμο και τους αγώνες κι άλλων λαών, υποχρεώνοντας τις αστικές κυβερνήσεις πολλών καπιταλιστικών χωρών να κάνουν ευρύτατες παραχωρήσεις, που τις ονομάζουμε κωδικοποιημένα «κοινωνικό κράτος». Και οι οποίες δεν οφείλονται απλά στην ύπαρξη ενός αντίπαλου δέους γενικά και αόριστα. Οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί των ΗΠΑ και της ΕΕ με τη σημερινή Ρωσία και τον ανερχόμενο κινέζικο καπιταλισμό, κάθε άλλο παρά δίνουν ώθηση στις κατακτήσεις και το βιοτικό επίπεδο των λαών –ας μην ξεχνάμε τι σημαίνει ο όρος «κινεζοποίηση» για τα μεροκάματα και τους… «ανταγωνιστικούς μισθούς» των 300 και 400 ευρώ. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως το ξήλωμα του πουλόβερ για το κοινωνικό κράτος άρχισε πριν από τρεις δεκαετίες, συμπίπτοντας χρονικά με την τελική εκδήλωση της αντεπανάστασης στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, για να φτάσει στην κορύφωσή του με το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης. Ας θυμηθούμε επίσης το παράδειγμα του ασφαλιστικού στην χώρα μας και τους πρώτους αντεργατικούς νόμους που θεσπίστηκαν τη διετία 90-92’.

Το ζήτημα είναι πως κάποιοι νοσταλγούν αυτή τη μεταπολεμική κατάσταση ισορροπίας και τα δικαιώματα που εξασφάλιζε στους εργαζόμενους, κάνοντας λόγο για μεταβατικούς στόχους ανάκτησής τους, αλλά αγνοούν τους παράγοντες και το διεθνή συσχετισμό που καθόριζε αυτή την ισορροπία, ή –ακόμα χειρότερα- απορρίπτουν συλλήβδην την προσφορά της ΕΣΣΔ και την πείρα του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε, ως αρνητική.

Ένα ακόμα σχετικό παράδειγμα, είναι η υιοθέτηση υπολογιστικών μεθόδων προγραμματισμού από τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, που οδήγησε κάποιους αναλυτές στην επεξεργασία της θεωρίας της σύγκλισης των δύο συστημάτων και της τελικής τους εξομοίωσης. Μια θεωρία που υποτιμούσε σκόπιμα την ειδοποιό διαφορά στους σκοπούς και τα μέσα των δύο παραγωγικών μοντέλων, καθώς κι ότι ο σχεδιασμός μεγάλης κλίμακας στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις και η συγκέντρωση των μονοπωλίων, δε σημαίνει τίποτα άλλο από την περαιτέρω όξυνση του μεταξύ τους ανταγωνισμού σε δυσθεώρητα ύψη.

Από την άλλη πλευρά, ούτε ο σοσιαλιστικός σχηματισμός παρέμεινε ανεπηρέαστος από αυτή την παράλληλη συνύπαρξη με το καπιταλιστικό μπλοκ. Αναγκάστηκε πχ να σπαταλήσει πολλούς πόρους για στρατιωτικές δαπάνες (ακριβώς γιατί η συνύπαρξη τελικά δεν ήταν, εκ των πραγμάτων, και τόσο ειρηνική), που τους στερήθηκε από άλλα πεδία ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξή του. Υποχρεώθηκε επίσης σε κάποιες περιπτώσεις να τηρήσει αμυντική στάση και να «κλειστεί στο καβούκι του» -όπως πχ με την κατασκευή του τείχους του Βερολίνου- για να υπερασπιστεί τα κεκτημένα και να σταματήσει την αφαίμαξη των πόρων του από την καπιταλιστική δύση.

Αυτού του είδους ο ανταγωνισμός δε λειτουργούσε ευεργετικά με όρους άμιλλας, αλλά επιβαρυντικά για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, που χρειάστηκε να μεταχειριστεί σε αρκετές περιπτώσεις μέσα και μεθόδους από το οπλοστάσιο του αντιπάλου του. Κι αυτό συνέβη για τον ίδιο ακριβώς λόγο που ο «ελεύθερος ανταγωνισμός» δημόσιου κι ιδιωτικού τομέα σε μια καπιταλιστική οικονομία δεν οδηγεί στη βελτίωση και των δύο, αλλά στην υιοθέτηση ιδιωτικο-οικονομικών κριτηρίων της αγοράς και από τους οργανισμούς του δημοσίου, προκειμένου να φανούν «ανταγωνιστικοί».

Ερχόμαστε λοιπόν στο δια ταύτα. Οι λαοί του πλανήτη έχουν ζήσει τη συνύπαρξη που αναλύσαμε (κι έχει περάσει στην ορολογία του δυτικού κόσμου ως ψυχρός πόλεμος) αλλά και τη «γλύκα» της τελευταίας 25ετίας, μετά το «τέλος της ιστορίας» και τη σχεδόν καθολική επικράτηση των αστικών δυνάμεων, που τη συνοψίζει εύγλωττα αυτή η αφίσα με το Λένιν να ρωτά στα ρωσικά: «λοιπόν, πώς τα περνάτε στον καπιταλισμό»; Με άλλα λόγια έχουμε πάρει γεύση από καπιταλισμό απέναντι σε σοσιαλισμό, με τις απαραίτητες φιλολαϊκές προσαρμογές, κι από καπιταλισμό σκέτο, χωρίς ζάχαρη για τα υποζύγια και τους κυρ-Μέντιους, που τραβάνε το κάρο, χωρίς δηλαδή «ανθρώπινο πρόσωπο» και λοιπά προσωπεία. Τίθεται λοιπόν εύλογα ένα ερώτημα (συμπληρωματικό προς αυτό που θέτει η αφίσα με το Βλαδίμηρο).

Δεν έχουμε άραγε περιέργεια να δοκιμάσουμε και την τρίτη επιλογή που μας μένει;

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014

Σήψη

Την αφορμή για το σημερινό κείμενο την έδωσε ένα παλιότερο εύστοχο σχόλιο του σεχτάρ του τρομερού (που τώρα μάλλον διακοπεύει κι έχει γίνει σεχτάρ ο θαλασσινός) σε εκείνη τη συζήτηση με τους φλογερούς φιλογερμανούς για τους γερμανούς που είναι (;) φίλοι μας. Έγραφε λοιπόν ο σεχτάρ: «λέμε πως οι «capitalies», λόγω ανεπτυγμένου καπιταλισμού είναι πιο ώριμες να περάσουν στο σοσιαλισμό. Έχω κάποιες ενστάσεις. Από πολλά χρόνια δε μιλάμε, και σωστά, απλά για ώριμο καπιταλισμό, αλλά για υπερώριμο καπιταλισμό. Καπιταλισμό που σαπίζει. Αν κάτι σαπίζει, τότε σαπίζει παντού. Σαπίζουν κι οι δυνάμεις παραγωγής, σαπίζουν κι οι άνθρωποι. Και διαπίστωνε ότι αυτές οι χώρες (σαν τη γερμανία, την αμερική και την αγγλία) ίσως να ήταν αντικειμενικά πιο εύκολο να περάσουν στο σοσιαλισμό πριν από 50-70 χρόνια, παρά σήμερα.

Η κοινωνική νομοτέλεια δεν είναι κάτι μονοσήμαντο, αλλά ένα ορισμένο φάσμα δυνατοτήτων με άξονα τη βασική αντίθεση της κάθε εποχής. Το γνωστό δίλημμα «κομμουνισμός ή βαρβαρότητα» δεν εξασφαλίζει την αναπόφευκτη νίκη της κομμουνιστικής προοπτικής, ούτε αποκλείει αυτομάτως το δεύτερο σκέλος. Αλλά προειδοποιεί την ανθρωπότητα για τις επιλογές και τις εναλλακτικές που έχει, για την καταστροφή που μας απειλεί ως αντίβαρο στο δρόμο της εξέλιξης.

Ο ιμπεριαλισμός είναι καπιταλισμός που σαπίζει, έγραφε κάποτε ο βλαδίμηρος –και μας υπενθυμίζει ο σεχτάρ. Αλλά δεν πρόκειται να πέσει από μόνος του σαν (υπερ)ώριμο φρούτο. Αν δε φροντίσουμε εμείς για αυτό, θα ρημάξει στο ενδιάμεσο κάθε ικμάδα και ζωντανό πόρο της κοινωνίας, οδηγώντας την σε σήψη και παρακμή. Η οποία δεν αναιρείται από την αντιφατική πρόοδο και τα επιτεύγματα των επιστημών και της τεχνολογίας –απεναντίας τονίζει τις δυνατότητες που μένουν εγκλωβισμένες κι αναξιοποίητες (πίσω από την κουρτίνα δύο) στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Ούτε και από την προσωρινή νίκη της αντεπανάστασης και τις κοσμοκτονικές αλλαγές, όπου αναφέρεται εμμέσως και ο στίχος του τριπολίτη: ο σάπιος κόσμος εκεί που σάπιζε ξανατονώθηκε, και οι εξεγέρσεις μας είναι εν γένει εκτός του κλίματος.

Η σαπίλα του καπιταλιστικού κόσμου και της αστικής κοινωνίας αποτυπώνεται ανάγλυφα στα σημεία των καιρών. Σάπιες αξίες κι ιδανικά, μουχλιασμένες ιδέες. Άνεργοι που σαπίζουν άπραγοι και λιώνουν τα νιάτα μας στην ανεργία, με τα κομμάτια μας... (έλα ντε, τι μπορεί να κάνει καλή ρίμα; Η σαξεστορία;). Τόνοι φρούτων που σαπίζουν στοιβαγμένα και απούλητα, αντί να θρέφουν το λαό της χώρας που τα παράγει, ληγμένα προϊόντα για τους φτωχότερους, που δε μπορούν να έχουν και υψηλές απαιτήσεις. Παρασιτικές επενδύσεις κεφαλαίων για γρήγορο και μέγιστο κέρδος σε μη παραγωγικούς τομείς, σαπρόφυτα που παρασιτούν εις βάρος μας ως τσιράκια της εξουσίας στην τηλεόραση και σε άλλους αστικούς μηχανισμούς χειραγώγησης.  Ακόμα κι η δική μας εσωτερική σαπίλα, που επιβιώνει πολλές φορές ως κατάλοιπο κι αντανάκλαση όσων μας περιβάλλουν.

Κι η ειρωνεία της υπόθεσης είναι πως η κυρίαρχη προπαγάνδα αυτού του σάπιου κόσμου, επιχειρεί να απομονώσει τους κόκκινους ως λεπρούς, τους χλευάζει σα γραφικά απολιθώματα εκτός εποχής ή τους εξορίζει, όταν γίνονται πιο επικίνδυνοι, για να μη μολύνουν τους υπόλοιπους. Και αποδίδει σε αυτούς την εικόνα της, τη δική της σαπίλα, που μας τυλίγει από χίλιες μεριές κι όσο πάει σφίγγει τον κλοιό γύρω μας.

Γράφει επίσης ο σεχτάρ: τι να τον κάνει ο σοσιαλισμός αυτόν τον κυκεώνα, πχ το διαφημιστικό τομέα, το καρκίνωμα των ΜΜΕ, την «ανάπτυξη» της καταστροφής του περιβάλλοντος, τη βιομηχανία των ναρκωτικών, τη βιομηχανία των όπλων, όλον αυτόν τον εξαμβλωματικό καταναλωτισμό, κλπ, κλπ; Πόσο ώριμα για σοσιαλισμό είναι αντίστοιχα τα μυαλά των ανθρώπων, που είναι βουτηγμένα ως το λαιμό σε αυτή την αποχαύνωση, στη βία, στον ανταγωνισμό, στο “life-style” που μας προβάλλουν σαν πρότυπο τα παπαγαλάκια;

Κι αν η απάντηση στο «τι να (τα) κάνει/κάνουμε» φαντάζει αυτονόητη, ότι δηλαδή θα τα εξαλείψει και θα τα βάλει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, μαζί με όλο το ταξικό παρελθόν των ανθρώπινων κοινωνιών, το βασικό είναι αυτό που σημειώνεται στο δεύτερο σκέλος. Πόσο ώριμες και πεισμένες θα είναι για αυτό, οι συνειδήσεις που είναι χρόνια εκτεθειμένες σε αυτή τη σαπίλα;

Τις ίδιες πάνω-κάτω σκέψεις, σε κάπως διαφορετική κλίμακα, θα μπορούσαμε να κάνουμε ίσως και για την ελλάδα, συγκρίνοντας τα σημερινά δεδομένα με την εποχή του εαμ και την ευκαιρία που μας παρουσιάστηκε τότε. Εάν όμως έχασε τότε ένα τόσο δυνατό κίνημα, παλλαϊκό κι οργανωμένο, που αγκάλιαζε κάθε τομέα της καθημερινής ζωής, κάθε πτυχή της κοινωνικής δραστηριότητας, και είχε σχέδιο, ευνοϊκούς συσχετισμούς, δυναμική και δυναμικό, για να τα αλλάξει, πόσο πιο δύσκολο είναι να τα καταφέρουμε σήμερα χωρίς αυτούς τους όρους; Πόσος πραγματικός χρόνος και δυνατότητες χάθηκαν μέσα σε αυτά τα εβδομήντα χρόνια; Πόσα πισωγυρίσματα έχουν γίνει, πόσο κόπο θα ‘χαμε αποφύγει. Και πόσο πιο σύνθετα είναι σήμερα οι δυσκολίες και τα καθήκοντα που έχει μπροστά του το επαναστατικό κίνημα;

Βαθύτερα ριζωμένες προκαταλήψεις, εκλεπτυσμένη (ή μη) προπαγάνδα για κάθε γούστο, οξυμένη αλλοτρίωση, τάσεις λουμπενοποίησης σε εργατικά στρώματα, χαμένες παραγωγικές δυνατότητες, τα εκτρώματα του αναπτυξιακού μοντέλου της αντιπαροχής, κατεστραμμένα φυσικά τοπία, ναρκωτικά, τζόγος, ο υπόκοσμος της νύχτας, μικροαστισμός... Αυτά και άλλα τόσα αποτελούν την κληρονομιά, που απαρνούμαστε και καλούμαστε να μετασχηματίσουμε επαναστατικά.

Κι η οποία μπορεί να μας οδηγήσει από άλλο δρόμο στα ίδια συμπεράσματα με το βλαδίμηρο, που έλεγε πως για την ημιφεουδαρχική ρωσία ήταν πιο εύκολο να ξεκινήσει το επαναστατικό άλμα, αλλά πιο δύσκολο να συνεχίσει και να το ολοκληρώσει, σε σχέση με τις δυτικές χώρες. Στον ανεπτυγμένο δυτικό κόσμο του σήμερα, όπου οι συνθήκες είναι υπερώριμες για το πέρασμα στο σοσιαλισμό αλλά έχουν αρχίσει να σαπίζουν, το πιο δύσκολο βήμα θα είναι το πρώτο, αυτό δηλ που έκανε στον καιρό της η ρωσία, που θα είναι και το ήμισυ του παντός.


Υγ: κείμενο αφιερωμένο στη μνήμη του φιλολαϊκού blog, που χάρη στις άοκνες και αστείρευτες προσπάθειες του διαχειριστή του, έχει παραδοθεί στη σήψη, την παρακμή και την ανυποληψία.

Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Ελληνικός καπιταλισμός και πρωταθλητισμός

Ενώ η αθλητική κοινή γνώμη βρισκόταν στον απόηχο των πρώτων ημιτελικών του τσου-λου και σε αναμονή των τελευταίων καθοριστικών αγώνων για το φάιναλ φορ της ευρωλίγκα και του χτεσινού τελικού κυπέλλου, έσκασε η βόμβα του θανάτου του τίτο βιλανόβα και σημάδεψε την επικαιρότητα, επισκιάζοντας όλα τα άλλα. Δεν είναι μόνο ότι ο βιλανόβα είχε συνδέσει τη ζωή του με τους μπλαουγκράνα, αλλά ότι συνέδεσε και το θάνατό του με μια ιδιαίτερη ποδοσφαιρική σημειολογία, σε μια περίοδο όπου η ομάδα της μπαρτσελόνα μοιάζει να καρκινοβατεί και να αργοπεθαίνει η κυριαρχία της στο ευρωπαϊκό στερέωμα –λατρεμένο κλισέ

Κάποιοι διαγιγνώσκουν ότι ο καρκίνος αυτός έχει κάνει μετάσταση στη φλύαρη κι ανούσια κατοχή της μπάγερν του γκουαρδιόλα. Άλλοι τον εντοπίζουν στο πούλμαν που βάζει η τσέλση του μουρίνιο μπροστά στην εστία, για να μη δεχτεί γκολ. Και δεν περιορίζεται σε μια ανάλυση για το σκοπό που αγιάζει τα μέσα, αλλά μας δίνει τον πιο απλό ορισμό του «ποδοσφαιρικού μακιαβελισμού», όταν για παράδειγμα ο πορτογάλος γκρινιάζει για τους αντιπάλους του, που παίζουν αμυντικά για να μην αφήσουν τη δική του ομάδα να σκοράρει εύκολα και να κερδίσει.
Κι εν πάση περιπτώσει, όταν τα κάνεις αυτά απέναντι στην μπάρτσα, θα βρεις ίσως και πέντε κομπλεξικούς ή που πηγαίνουν κόντρα στη μόδα με τα αουτσάιντερ, να σε παραδεχτούν. Αλλά αν τα κάνεις αυτά απέναντι στο δαβίδ της ατλέτικο, με τις σφεντόνες και τα νεροπίστολα, κόντρα στα δικά σου πυρηνικά, είναι ζήτημα αν θα βρεις κανένα να σε υποστηρίξει.

Ίσως γι’ αυτό όμως να είναι τόσο γοητευτικό το ποδόσφαιρο κι ο αθλητισμός εν γένει, γιατί ο κάθε «γιατρός»-προπονητής της κερκίδας μπορεί να δώσει τη δική του διάγνωση και να πιαστεί επιλεκτικά από εκείνα τα παραδείγματα που τη δικαιώνουν. Και γιατί δεν αρκεί πάντα να έχεις τους πιο ακριβούς παίκτες και τους καλύτερους γιατρούς, για να πετύχει η θεραπεία.

Δεν είναι τυχαίο πάντως πως ο βιλανόβα είχε μπει στο μάτι του μουρίνιο, που είχε προσπαθήσει με τη σειρά του να του βγάλει το μάτι σε μια συμπλοκή παικτών και τεχνικών επιτελείων που σημάδεψε ένα clasico. Και το μικρό του όνομα δείχνει ότι ήταν ένας συμπαθής ‘ρεβιζιονιστής’ που ήταν το δεξί χέρι του πατερούλη γκουαρδιόλα (με τις... «σταλινικές εκκαθαρίσεις» της παλιάς φρουράς: ντέκο, ετό και ροναλντίνιο), αλλά στην πορεία απογαλακτίστηκε κι είδαν τις σχέσεις τους να ψυχραίνονται μέχρι ένα σημείο και να διαλύεται προσωρινά ο μεταξύ τους δεσμός στο γραφείο πληροφοριών της κομινφόρμ.

Η τακτική και στρατηγική προσέγγιση βέβαια παρέμεινε η ίδια στα βασικά της σημεία. Άρχισαν όμως να συσσωρεύονται στρεβλώσεις και παραβιάσεις των σοσιαλιστικών νομοτελειών, που έκαναν πολλούς να αμφισβητούν πρωταρχικές αξίες, όπως την προτεραιότητα της υποδιαίρεσης Ι (δηλ της παραγωγής μέσων παραγωγής και ταλέντων από την ακαδημία της μασία) και τον πρωτοπόρο ρόλο του τίκι-τάκα. Που στην πραγματικότητα νομίζω ότι είναι εκείνο το μπιμπελό με τις αιωρούμενες σφαίρες που έχουν στα γραφεία τους κάποιοι ψυχίατροι –και που είναι ζήτημα αν υπνωτίζει τελικά τον αντίπαλο και το θεατή στην κερκίδα.

Αφορμή για αυτό το κείμενο πάντως στάθηκε μια τρομερή στιγμή από το μπασκετικό ρεάλ-ολυμπιακός της παρασκευής και το ένα λεπτό σιγής πριν την έναρξη στη μνήμη του βιλανόβα, που το σεβάστηκε απόλυτα το μαδριλένικο κοινό κι ας αφορούσε μια εμβληματική μορφή του μεγάλου τους αντιπάλου –οι παίκτες της ρεάλ μάλιστα φόρεσαν στις φανέλες τους και μια μαύρη κορδέλα σε ένδειξη πένθους. Μία από τις στιγμές που αναρωτιέσαι αν θα μπορούσαμε να ζήσουμε κάποτε στην ελλάδα· κι όταν σκέφτεσαι τι πιθανή κατάληξη θα μπορούσαμε να έχουμε σε αντίστοιχη περίπτωση, κάνεις το σταυρό σου στο θεό του ποδοσφαίρου και όλων των σπορ, που δε θα χρειαστεί ποτέ να μάθουμε στην πράξη την απάντηση. Ή μήπως δεν είναι έτσι;

Προσωπικά μπορώ να σκεφτώ από τα πρόσφατα παραδείγματα την συμπαράσταση της διοίκησης και της ποδοσφαιρικής ομάδας του παοκ στο πένθος της αρειανής οικογένειας για τον αδόκητο χαμό ενός 17χρονου παίκτη της εφηβικής ομάδας. Δεν ξέρω τι αντίδραση θα είχε με την ψυχολογία της μάζας, μια φλεγόμενη τούμπα σε ένα αντίστοιχο λεπτό σιγής. Αλλά που να πάρει ο διάολος, πωρωμένος χούλιγκαν ή μη, υπάρχει ανθρωπιά και φιλότιμο σε έναν κόσμο που πάει στο γήπεδο.

Όλα αυτά μας φέρνουν πάντως στο κλασικό κλισέ περί υπανάπτυκτου πρωταθλήματος –ως εποικοδόμημα ενός εξίσου υπανάπτυκτου ελληνικού καπιταλισμού· γιατί αυτά «ούτε στην ουγκάντα δε γίνονται» και άρχονται τάχα ως μια μορφή στρέβλωσης και παρέκκλισης από τον κανόνα, από όσα βλέπουμε στα ευρωπαϊκά γήπεδα και τον ανεπτυγμένο κόσμο. Όσο να πεις βέβαια, άλλο είναι να βλέπεις στην κερκίδα ως θεατής τα γκολ του μέσι και του ρονάλντο πχ κι άλλο να χτυπιέσαι για τα μάτια του μανιάτη, του τζαβέλα και λοιπών κλαρινογαμπρών κάθε απόχρωσης. Έτσι λοιπόν ανακυκλώνεται σε ένα άλλο επίπεδο η γνωστή συζήτηση περί εξαρτημένων ομάδων που μπαίνουν στο άρμα των μεγάλων δυνάμεων, τη λυκοσυμμαχία της σούπερ λίγκα και την ανάγκη αποδέσμευσης – εξόδου από το πρωτάθλημα, την ευρωζώνη και την κεντρική διαχείριση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων.

Τι σημαίνει όμως ανάπτυξη για το «υπανάπτυκτο» πρωτάθλημα και τον ελληνικό καπιταλισμό; Ανάπτυξη σημαίνει πως από τη μικροαστική ουτοπία της δεκαετίας με τις βάτες με τη μεγάλη διασπορά τίτλων (λάρισα και παοκ πήραν πρωτάθλημα, ενώ καστοριά κι όφη έφτασαν στο κύπελλο) φτάσμε δια της νομοτελειακής διαδικασίας συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης και το νόμο της ανισόμετρης ανάπτυξης στην επικράτηση μιας χούφτας μονοπωλίων και τον οξύτατο μεταξύ τους ανταγωνισμό. Που οδήγησε με τη σειρά του στην κατάρρευση παραδοσιακών δυνάμεων εν μέσω κρίσης (αεκ, άρης, λίμαν μπράδερς, ηρακλής) και την ακόμα μεγαλύτερη μονοπώληση των τίτλων, αρχικά από το ποκ σε μια μορφή διπολισμού και στη συνέχεια στο «μία χώρα-μία ομάδα» με μισό ανταγωνιστή κάθε χρόνο. Σε μια «ελεύθερη αγορά» που χωράει ενάμιση διεκδικητή του τίτλου και μιάμιση ψηφιακή πλατφόρμα με συνδρομητές.

Ανάπτυξη σημαίνει κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός (για τους φίλους κμκ) και σύμφυση κράτους-μονοπωλίων –όπου ως μονοπώλιο δε νοείται πχ ο μπακάλης ενός χωριού, που χωρίς άλλο ανταγωνιστή «μονοπωλεί» τη συγκεκριμένη αγορά, αλλά μια οικονομική σχέση σε ανεπτυγμένη υλική βάση. Αυτή η σύμφυση γίνεται φανερή στο ελληνικό πρωτάθλημα με τις κρατικοδίαιτες παε (ποδοσφαιρικές ανώνυμες εταιρίες), τα χρέη προς το δημόσιο που συσσωρεύονται, τις ευγενείς χορηγίες του οπαπ πριν ξεπουληθεί ως κερδοφόρο φιλέτο, το γηπεδικό πολλών ομάδων, τα άρθρα 44 και 99, συγκάλυψη στημένων παιχνιδιών, κοκ. Μια απλή απαρίθμηση θα απαιτούσε καλό αρχείο και πολύ χρόνο. Και είναι τελείως ανώφελο κι αποπροσανατολιστικό να μετρήσουμε ποιο σκάνδαλο είναι μεγαλύτερο και ποια ομάδα βγαίνει πιο ωφελημένη στο ζύγι της εύνοιας.

Παράλληλα χάνονται και κάποια τελευταία ίχνη ρομαντισμού: οι ποιητές της κερκίδας, η ενιαία ώρα διεξαγωγής των αναμετρήσεων, η ραδιοφωνική τους μετάδοση, το φοβερό σήμα έναρξης από το «μικρόφωνο στα γήπεδα» της παλιάς έρα σπορ -που τώρα έχει μετακομίσει ‘στο κόκκινο’ αλλά χωρίς την παλιά του αίγλη.



Όλα αυτά όμως αποτελούν ελληνικό προνόμιο κι ιδιαιτερότητα; Τι γίνεται άραγε στον ανεπτυγμένο δυτικό κόσμο και τις κορυφαίες διοργανώσεις του κόσμου; Στο τσου-λου πρωταγωνιστούν σταθερά σχεδόν οι ίδιες ομάδες. Η πρέμιερ λιγκ διαφημίζεται ς το καλύτερο πρωτάθλημα, αλλά το οφείλει εν πολλοίς και στο εκτεταμένο ξέπλυμα χρήματος που γίνεται για διάφορα πετροδόλαρα και ‘ρώσους ολιγάρχες’. Στην ισπανία ο δικομματισμός μπάρτσα-ρεάλ κινδυνεύει να καταπιεί τα πάντα. Ατλέτικο και λίβερπουλ γίνονται ‘δημοκρατικά άλλοθι’ ενός συγκεντρωτικού συστήματος, όπου ο πρωταθλητισμός λειτουργεί με όρους καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Κι η αφηρημένη ισότητα του αστικού δικαίου (έντεκα αυτοί-έντεκα εμείς) επιχειρεί να αποκρύψει τις τεράστιες ανισότητες και την ανισομετρία που διέπει τις σύγχρονες ποδοσφαιρικές μπίζνες. Ο ολλανδικός αίαντας πχ δε θα μπορέσει ποτέ μάλλον να επαναλάβει το θαύμα του 95’ με τα μωρά του φαν χάαλ, γιατί τα μεγάλα κλαμπ τα κλέβουν από την κούνια τους σχεδόν, πριν καλά-καλά ωριμάσουν ως ταλέντα.

Στην αδιάφθορη γερμανία, εκτός από το σκάνδαλο της ζίμενς, ξέσπασε σχετικά πρόσφατα και το σκάνδαλο χόιτσερ με τα στημένα παιχνίδια. Ναι αλλά εκεί το κράτος λειτουργεί και τιμώρησε τους ενόχους, ίσως πει κανείς. Αυτό αφενός είναι η μισή αλήθεια, γιατί απλώς βρέθηκε ένας αποδιοπομπαίος τράγος που ξεπέρασε ίσως κάποια όρια, αλλά παζάρεψε με διαπραγμάτευση τη θέση του, γιατί γνώριζε πολλά και μπορούσε να πάρει κι άλλους μαζί του. Αφετέρου και στην ελλάδα μπήκαν στη φυλακή ο μπέος (που τώρα πάει για δήμαρχος στο βόλο) και ο ψωμιάδης –φαίνεται το ‘χει το όνομα και τους κυνηγάει ανηλεώς το σύστημα τους ψωμιάδηδες, απ’ όπου κι αν προέρχονται.

Η σοσιαλδημοκρατική νησίδα της σουηδίας, μπορεί να έχει ένα σχεδόν ερασιτεχνικό πρωτάθλημα, όπου η διασκέδαση έχει προτεραιότητα και χαίρεται να το βλέπει ο κόσμος· αλλά πρόσφατα θρήνησε ένα νεκρό από συμπλοκές χούλιγκαν, σε μια είδηση που έσκισε τον υμένα της αθωότητας και σόκαρε τη σουηδία –αναλογικά όπως είχε σοκάρει και τη γειτονική νορβηγία η περίπτωση του φασίστα μπρέιβικ.

Κλείνουμε την ανάρτηση με μια είδηση από το προχτεσινό από τον προχτεσινό αγώνα μπάσκετ τσσκα-παο, που ήταν πιθανότατα ο τελευταίος αγώνας των ρώσων στο συγκεκριμένο κλειστό, καθώς μετά από 45 χρόνια λειτουργίας (δεν κλείνει, αλλά) ιδιωτικοποιείται κι αναμένεται να αλλάξει η χρήση του κι οι δραστηριότητες που θα φιλοξενεί.

Ούτως ή άλλως βέβαια, σε όποιο γήπεδο κι αν παίζει η τσσκα, δεν πρόκειται ποτέ να γίνει καυτή έδρα, όχι μόνο λόγω των πολικών θερμοκρασιών, αλλά και των όχι ιδιαίτερα θερμών εκδηλώσεων του ρώσικου κοινού, που έχει μάθει να παρακολουθεί ήρεμα τους αγώνες, σα να βλέπει τα μπολσόι και δείχνει έτσι ένα κομμάτι της παλιάς σοβιετικής του παιδείας που κρατάει ακόμα.

Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Ο χάρτης της κρίσης

Ένα καλό παράδειγμα (αν και όχι το πιο χαρακτηριστικό) του πώς εννοεί η αστική τάξη και οι δημοσιολόγοι της ότι η κρίση δημιουργεί νέες ευκαιρίες (σσ: για κερδοφορία) είναι και ο χώρος του βιβλίου. Όπου, πέρα από την υπόθεση που έχει προκύψει για το σπάσιμο της ενιαίας τιμής και την ενίσχυση των μονοπωλίων, έχει ανοίξει τα τελευταία χρόνια μια φάμπρικα παραγωγής βιβλίων για την τρέχουσα καπιταλιστική κρίση (ο χάρτης της κρίσης, το λεξικό της κρίσης, ο μινώταυρος του χρέους, κοκ), με μπεστ σέλερ που κεντρίζουν το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού κι αποφέρουν ζεστό χρήμα στους εκδοτικούς οίκους –χώρια το προφίλ των «ανήσυχων εκδόσεων» με κοινωνικό προβληματισμό, που τους χαρίζουν.

Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι μες σε αυτή την πλουραλιστική πολυφωνία, μπορεί να βρει κανείς πολλά κι ενδιαφέροντα στοιχεία και να διαβάσει σχεδόν τα πάντα για την κρίση και τα βασικά της χαρακτηριστικά, εκτός από την ουσία (εξαιρούνται οι συνήθεις λακεδαιμόνιοι που επιβεβαιώνουν απλώς τον κανόνα): ότι πρόκειται δηλ για μια καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Κι όπου τελικά συναντάται αυτός ο όρος, αναφέρεται μάλλον τυχαία, ως ίσος μεταξύ άλλων, που τον ακυρώνουν και αναιρούν την ουσία του.

Ο δραγασάκης για παράδειγμα σε ένα άρθρο του (στο συλλογικό «κυβέρνηση της αριστεράς» από τις εκδόσεις τόπος), αναφέρει κάπου την κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων μαζί με την κρίση του ευρωσυστήματος και του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Κι έτσι είναι καλυμμένος από κάθε πλευρά. Αν του ασκήσουμε κριτική ότι συσκοτίζει τον πραγματικό χαρακτήρα της κρίσης, θα μας παραπέμψει στο σχετικό απόσπασμα όπου αναφέρει την κρίση υπερσυσσώρευσης. Κι αν απευθύνεται σε άλλο κοινό με διαφορετικές αναφορές κι απαιτήσεις, θα προτάξει την εκδοχή της κρίσης του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, κλείνοντας το μάτι σε πιο κεϊνσιανές συνταγές διαχείρισης. Αλλά «και στην υπερσυσσώρευση πιστεύομεν», όπως θα ‘λεγε και μια ψυχή.

Μια άλλη εκδοχή αυτής της λογικής, μπορούμε να συναντήσουμε σε διάφορες αναλύσεις περί κρίσης χρέους, που περιορίζουν τη διέξοδο απ’ αυτήν σε μερικά αιτήματα γύρω από τη διαχείριση-εξάλειψή του και κάποια συναφή μέτρα, που απορρέουν άμεσα από αυτή την κίνηση. Τα οποία με τη σειρά τους μπορεί να κυμαίνονται από την παύση πληρωμών ως τη συνολική διαγράφη του χρέους και από την υιοθέτηση εθνικού νομίσματος ως την πλήρη ρήξη-αποδέσμευση από την εε -ανάλογα και με την πολιτική ένταξη του αναλυτή-οικονομολόγου. Όσοι εξ αυτών μάλιστα δεν έχουν πετάξει στον κάδο της αναθεώρησης το μαρξ και την ανάλυση του κεφαλαίου για τις κρίσεις, νιώθουν υποχρεωμένοι να κάνουν ένα διαχωρισμό με βάση τις διαλεκτικές κατηγορίες της Λογικής του χέγκελ (φαινόμενο-ουσία), για να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι ναι μεν υπάρχει κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων, αλλά εκδηλώνεται με τη μορφή της κρίσης χρέους.

Κι έτσι ανοίγει μια παλιά ενδιαφέρουσα συζήτηση μεθοδολογικού χαρακτήρα γύρω από την ουσία και το φαίνεσθαι, τη μορφή και το περιεχόμενο, την αιτία και το σύμπτωμα· σε τελική ανάλυση για το δίπολο τακτική-στρατηγική και τη μεταξύ τους σύνδεση. Οι όψιμοι εραστές της τακτικής θεωρούν μεθοδολογικά λάθος να αγνοούμε την ειδική μορφή εκδήλωσης του φαινομένου, με σωστές αλλά αφηρημένες εκτιμήσεις για το γενικό του χαρακτήρα και να μην καθορίζουμε την τακτική μας στη συγκυρία, συνυπολογίζοντας κι αυτή την παράμετρο.

Μεθοδολογικά μιλώντας βέβαια, όταν το πρόβλημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι η κρίση και ζητούμενο η διέξοδος προς όφελος του λαού, η λύση που προτείνουμε δεν μπορεί να περιοριστεί στην παράμετρο του χρέους και στην καταπολέμηση ενός συμπτώματος. Είναι δηλ τηρουμένων των αναλογιών, σα να προσπαθούμε να εξουδετερώσουμε ένα μικρόβιο ή μια ασθένεια με αντιπυρετικά, που αντιμετωπίζουν το σύμπτωμα, αφήνοντας όμως στο απυρόβλητο τη γενεσιουργό του αιτία. Ή σε ένα άλλο επίπεδο, να αναποδογυρίζουμε τη βασική αιτιακή σχέση, θεωρώντας πχ πως το μνημόνιο έφερε την κρίση –κι όχι αντίστροφα. Ενώ, όπως είχε πει σε μια ομιλία του και ο γόντικας, ο σεισμός φέρνει το τσουνάμι κι όχι το τσουνάμι το σεισμό.

Με άλλα λόγια η βασική προϋπόθεση για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος –εν προκειμένω της κρίσης- είναι να συμφωνήσουμε πρώτα στον εντοπισμό της ουσίας του. Επανερχόμαστε έτσι στον αρχικό προβληματισμό και την πληθώρα προσεγγίσεων, που σκεπάζουν σα σωρός από σκουπίδια και συσκοτίζουν το πραγματικό ερώτημα: ποιος έχει κρίση και τι είδους είναι αυτή;

Προτού σταχυολογήσουμε μερικές πιθανές κι απίθανες απαντήσεις, που έχουν δοθεί κατά καιρούς σε αυτό, θέλω να σταθώ σε δύο ακόμα προσεγγίσεις, που εκκινούν από τη θεωρία της υπερσυσσώρευσης, για να διαφοροποιηθούν στα σημεία, όχι τόσο απ’ αυτό καθαυτό το θεωρητικό σχήμα, αλλά από την πρόταση του κκε.

Έχω καταρχάς υπόψη μου μια προσέγγιση του μ-λ χώρου (που δεν έχω καταλάβει ακόμα τι στάση θα κρατήσει στις ευρωεκλογές, αν και λογικά οι πισωμουλούδες θα επιμείνουν στην αποχή), που έχει μαοϊκή προέλευση, ήδη από τα χρόνια του σινοσοβιετικού σχίσματος, με τους κινέζους να έχουν την πολιτική στο τιμόνι και να κατηγορούν τους σοβιετικούς για στείρο οικονομισμό και υποτίμηση της πολιτικής διάστασης. Τα ίδια περίπου πολιτικά κουσούρια, αν έχω καταλάβει καλά, αποδίδουν και τα μ-λ στο κόμμα, γιατί τάχα μιλάει για στενά οικονομική κρίση κι όχι συνολικά για κρίση του καπιταλισμού.

Την ίδια κατηγορία περί οικονομισμού χρεώνουν στο κκε διάφορες οπορτουνιστικές ομάδες, επειδή αρνείται να θέσει μεταβατικούς πολιτικούς στόχους στα πλαίσια του συστήματος και περιορίζεται σε άμεσες, οικονομικές διεκδικήσεις στο σήμερα. Εκκινούν ωστόσο από τελείως διαφορετική αφετηρία σε σχέση με τα μ-λ. που απορρίπτουν επίσης ως ρεφορμιστικό το λεγόμενο μεταβατικό πρόγραμμα, αλλά σχεδόν και κάθε άλλη άμεση διεκδίκηση.

Διαφορετική αφετηρία –εφόσον απαρνείται συνολικά κάθε έννοια πολιτικής- αλλά σχετικά παρόμοιο σκεπτικό, με υπερτίμηση-αποθέωση του υποκειμενικού παράγοντα, ακολουθεί και ένα κομμάτι της αναρχίας, που θεωρεί την κρίση αποτέλεσμα όχι κάποιων οικονομικών νόμων, αλλά αποκλειστικά καρπό των αυξημένων εργατικών αντιστάσεων και των μικρών παραγωγικών σαμποτάζ στους χώρους δουλειάς.

Η δεύτερη προσέγγιση προέρχεται κι αυτή από το εξωκοινοβούλιο και κάνει λόγο για δομική κρίση του καπιταλισμού –που δεν ξέρω αν απαντάται ως όρος στους κλασικούς ή αν έχει αλτουσεριανή προέλευση, αλλά δε μου φαίνεται εντελώς λάθος, εφόσον εννοεί ότι η κρίση αφορά κι απορρέει από τη φύση και την εσωτερική λογική του συστήματος κι όχι από κάποια τυχαία εξωτερικά χαρακτηριστικά του, που επιδέχονται διορθώσεων. Το πρόβλημα αρχίζει, όταν αντιπαρατίθεται το σχήμα της δομικής κρίσης, στην εκτίμηση του κόμματος περί κυκλικής καπιταλιστικής κρίσης, που υποτιμά –λέει- το βάθος της και την αντιμετωπίζει ως ‘μία από τα ίδια’ και όχι ως το μεγαλύτερο κλονισμό του συστήματος μετά το παγκόσμιο κραχ του 29’.

Κάτι τέτοιο όμως αφενός δεν προκύπτει από μια στοιχειωδώς σοβαρή εξέταση επίσημων θέσεων και ντοκουμέντων του κκε. Αφετέρου καταλήγει σε κάπως προβληματικά συμπεράσματα – διαπιστώσεις. Γιατί αν απορρίψουμε τον κυκλικό και επαναλαμβανόμενο κύκλο των καπιταλιστικών κρίσεων ως νομοτέλεια του συστήματος και ως στιγμή που εμπεριέχεται διαλεκτικά στις φάσεις ανάπτυξής του, είναι σα να υποκύπτουμε στον πειρασμό της εσχατολογίας, προσδίδοντας στην παρούσα συγκυρία χαρακτήρα τελικής κρίσης –μετανοείτε- και επιθανάτιου ρόγχου του καπιταλισμού. Αυτό ωστόσο απέχει πολύ από την πραγματικότητα και καταλήγει στο άλλο άκρο, να υποτιμά δηλ τις αντιφατικές δυνατότητες της κεφαλαιοκρατίας για σχετική υπέρβαση της κρίσης εις βάρος του εργαζόμενου λαού –όσο αυτός δεν οργανώνει τις αντιστάσεις του- οι οποίες [δυνατότητες] συμβαδίζουν χέρι-χέρι με τα αδιέξοδα και τις εγγενείς της αντιφάσεις.

Ας επανέλθουμε λοιπόν στο ερώτημα που θέσαμε πριν και να δούμε τι έχουμε ακούσει τα τελευταία χρόνια γι’ αυτό. Ποιος έχει κρίση και τι είδους είναι αυτή στον πυρήνα της;

Είναι μια κρίση ηθική, πνευματική, αξιών και προτύπων; Είναι κρίση της ευρωζώνης (που το 08’ θα μας προστάτευε λέει με τα τείχη της  από την κρίση, στο απάνεμο λιμάνι της), του ευρωσυστήματος ή της παρούσα δομής-αρχιτεκτονικής της εε; Είναι κρίση του παραγωγικού μοντέλου που είχαμε, όπου καταναλώναμε περισσότερα από όσα παράγουμε; Είναι κρίση του νεοφιλελευθερισμού και του καζινοκαπιταλισμού που εκτόπισε την πραγματική οικονομία; Και πόσο πλασματική είναι άραγε η ένταση της εκμετάλλευσης, η κεροδοφορία και η συγχώνευση του χρηματιστικού και βιομηχανικού κεφαλαίου που σημείωσε ο βλαδίμηρος έναν αιώνα πριν; Είναι μήπως κρίση χρέους, δημοσιονομική; Και ποιος πάσχει τελικά από κρίση; Το κράτος; Οι τράπεζες; Η οικολογία; Η εθνική μας οικονομία, γενικά κι αόριστα; Λες δηλ να έχουμε κρίση ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας, όπως λέει ο λαπαβίτσας, από «αριστερή σκοπιά», υιοθετώντας πλήρως τις έννοιες και τα αναλυτικά εργαλεία των αστών οικονομολόγων; Μήπως είναι κρίση πολιτική, του δικομματισμού, λανθασμένης διαχείρισης κι αποφάσεων; Μην είναι κρίση της αριστεράς, που δεν έχει αξιόπιστη πρόταση και πάσχει από τακτικό και στρατηγικό έλλειμμα; Μην είναι όλα αυτά μαζί και τίποτα συνάμα; Μήπως είναι τελικά θέμα ψυχολογίας, που λέει ο σαμαράς; Ή μια οφθαλμαπάτη, που αφήνουμε πίσω μας τώρα που θα φορέσουμε τα καλά μας για να ξαναβγούμε στις αγορές και έρχεται η ανάπτυξη;

Τίνος είναι βρε γυναίκα η κρίση αυτή;
Τίνος είναι βρε γυναίκα η κρίση αυτή;
Μία μου φωνάζει χρέος, μία μου φωνάζει spreads,
τίνος είναι βρε γυναίκα η κρίση αυτή;

Όχι σφε αναγνώστη, δεν είναι τίποτα από τα παραπάνω. Η κρίση δεν ήρθε γιατί τάχα δεν υπάρχουν αρκετά λεφτά ή κεφάλαια και πρέπει να γίνουμε φτηνοί κι ανταγωνιστικοί για να τα προσεγγίσουμε ή να κάνουμε το απαυτό μας παξιμάδι για να τα βγάλουμε πέρα και να μεγαλώσουμε την πίτα. Και να μείνει ολόκληρη για τα αφεντικά και τα σκυλιά που τα φυλάνε, για να μας δώσουν τα ψίχουλα που θα περισσέψουν. Η κρίση είναι η ομολογία ότι έχει συγκεντρωθεί τόσος πλούτος, ότι έχουν συσσωρευτεί τόσα κεφάλαια, που δεν μπορούν να είναι το ίδιο κερδοφόρα με πριν. Κι ότι πρέπει να βγουν από το παιχνίδι κάποιοι ανταγωνιστές –κατά κανόνα οι μικρότεροι παίκτες- για να μείνει αρκετός χώρος για τους υπόλοιπους. Και εκτός από τα κεφάλαια να απαξιωθεί κι η εργατική δύναμη, που τους πλουτίζει, για να αυγατίζουν τα κέρδη τους και να διασφαλίσουν τη διευρυμένη αναπαραγωγή τους.

Η ουσία της κρίσης είναι τόσο απλή, όσο την είχε περιγράψει ένας παλιός κομμουνιστής στις αρχές του αιώνα. Ένα μεγάλο παλούκι που έχουν στον πισινό τους οι αστοί και θέλουν να το χώσουνε στο δικό μας. Κι η λύση δε θα έρθει για όλους μαζί από κοινού, ούτε με διαπραγματεύσεις γύρω από την επιμήκυνσή του ή τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του.


Σίγουρα μένουν ανοιχτά προς μελέτη κι έρευνα αρκετά ζητήματα για την κρίση, πχ για την πορεία εξέλιξής της, το συγχρονισμένο χαρακτήρα της, τη μετατροπή της σε πολιτική, επαναστατική κρίση, την αναιμική ανάκαμψη της οικονομίας, κτλ. Αυτά όμως έρχονται επιπρόσθετα ως εξειδίκευση κι όχι για να συσκοτίσουν το βασικό πυρήνα.

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Είναι η υπεραξία ηλίθιε

Σήμερα που είναι κυριακή, θα μιλήσουμε για ποδόσφαιρο. Παίρνουμε τη σκυτάλη από άλλους red bloggers που καταπιάστηκαν με το θέμα, για να ασχοληθούμε με πολιτική οικονομία και τον κώστα μήτρογλου. Αυτόν το (λούμπεν) προλετάριο της μπάλας με τα αγροτικά σε νέα σμύρνη και περιστέρι –όπου κόλλησε (σ)την αισθητική του μπουρναζίου- που μάλλον δε θα φανταζόταν πως θα βρισκόταν μια μέρα ένας τζήμερος να τον συνδέσει με τον μαρξ και τη θεωρία της υπεραξίας. Ας μην είμαστε όμως δογματικοί. Εδώ έγινε τιμητής του μαρξισμού ένας διανοητής του διαμετρήματος του ιδρυτή της δημιουργίας ξανά. Γιατί να μη δώσουμε μια ευκαιρία και στο μήτρογλου, για να την κάνει γκολ; Αποκλείεται εξάλλου να πει χειρότερες κοτσάνες και να βγει μεγαλύτερος κάγκουρας από το θάνο.

Κάτι μου βρωμάει στο Τζημερολόγιο
Από θεωρητικής πλευράς νομίζω πως το θέμα έχει εξαντληθεί, αν και ήταν μια καλή αφορμή για να ξεσκονίσουμε σκουριασμένες γνώσεις (ή έστω την ημιμάθειά μας) πάνω στο Κεφάλαιο του μαρξ. Το τζημερικό παραλήρημα εστιάζει σε δύο βασικούς άξονες. Η αξία (δηλαδή η ενσωματωμένη εργασία) ενός προϊόντος καθορίζει το όριο γύρω από το οποίο κυμαίνεται η διατίμησή του στην αγορά, αλλά δεν ταυτίζεται με την τελική του τιμή, που διαμορφώνεται από μια σειρά παράγοντες (από τη σπάνη μέχρι τη ζήτηση του αγαθού). Ο τζήμερος αξιοποιεί αυτή τη διαφορά, για να μας πει πως η θεωρία της υπεραξίας δεν έχει καμία απολύτως αξία, γιατί όλα καθορίζονται από το αόρατο χέρι της αγοράς και τον απόλυτο νόμο της προσφοράς και της ζήτησης: τόσα δίνω, πόσα θες, στα λαδάδικα πουλάνε αυτό που θες. Και δεύτερον γιατί εκτός απ’ τους εργάτες, παράγουν αξίες κι άλλοι παράγοντες, όπως το επιχειρηματικό δαιμόνιο ενός καπάτσου καπιταλιστή.

Τι άλλο θα ακούσω χριστέ μου

Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι διάλεξε ένα παράδειγμα παρασιτικής επένδυσης κεφαλαίου (που επιζητά το μέγιστο δυνατό κέρδος και έξω από τη σφαίρα της παραγωγής) για να κολυμπήσει στα κενά τάχα της μαρξιστικής θεωρίας και να βρει επιπλέοντες φελλούς που θα τον πιστέψουν. Προτού αφήσουμε όμως τον τζήμερο να ασχοληθεί με άλλα φλέγοντα οικονομικά προβλήματα, όπως την υπεραξία που παράγουν οι κότες που γεννάν αυγά και τα παράγωγα στο χρηματιστήριο ή τη διέξοδο που βρίσκουν τα συσσωρευμένα αέρια του μπαρμπουνιού, ας βάλω κι εγώ μερικά βασικά σημεία και ερωτήματα.

Κανείς καπιταλιστής δεν μπλέκεται σε μια ποδοσφαιρική ανώνυμη εταιρεία για την αγάπη του στη φανέλα, χωρίς να προσβλέπει σε άμεσα ή έμμεσα κέρδη κι οφέλη. Είτε όταν πουλά τους καλύτερους παίκτες της ομάδας, είτε όταν αγοράζει άλλους, και περιμένει να αυξήσουν τη μεταπωλητική τους αξία ή να εκμεταλλευτεί εμπορικά την εικόνα τους, για να κάνει απόσβεση της μεταγραφής. Είτε έχει μια κερδοφόρο επιχείρηση με έσοδα, από χορηγούς τηλεοπτικά δικαιώματα, εισιτήρια, την uefa, το στοίχημα, κτλ· είτε έχει ελλειμματικούς προϋπολογισμούς και χρέη που συσσωρεύονται –συνήθως με κρατική κάλυψη- αλλά αντλεί εμμέσως οφέλη για άλλες επιχειρηματικές του δραστηριότητες, μέσα από ένα λαοφιλή σύλλογο κι ένα πολύ ισχυρό μοχλό πίεσης. Την ίδια συνταγή δεν ακολουθούν άλλωστε οι μεγαλοεκδότες κι οι καναλάρχες;

Ή μήπως αγνοούν ο τζήμερος κι οι οπαδοί του πως το σύγχρονο ποδόσφαιρο έχει εξελιχθεί σε ένα μεγάλο πλυντήριο βρώμικου χρήματος; Κλασικό παράδειγμα η κοιτίδα του φιλελευθερισμού αγγλία, όπου οι μισές και παραπάνω ομάδες του πρωταθλήματος (premiere league) έχουν τέτοιο ιδιοκτησιακό καθεστώς, με άραβες πετρελαιάδες και άλλους επενδυτές από την αλλοδαπή και τον τρίτο κόσμο.

Είναι τρελοί αυτοί οι μαρξιστές
Ας πάρουμε και την περίπτωση του προλετάριου μήτρογλου. Ακόμα κι αν θεωρήσουμε εργάτες – μισθωτούς τους ποδοσφαιριστές, πόσοι απ’ αυτούς έχουν την τύχη του μήτρογλου και ανήκουν στην αφρόκρεμα που λύνει εφ’ όρου ζωής το οικονομικό της πρόβλημα; Παίρνοντας κανείς τον –πολύ συμπαθή κατά τα άλλα- μήτρογλου ως τυπικό παράδειγμα, είναι σα να μιλάμε για το δημοφιλή μύθο του αυτοδημιούργητου επιχειρηματία, που ξεκίνησε από χαμηλά ως λαντζιέρης στην αστόρια και να τον ανάγουμε σε γενικό κανόνα.

Ο οποίος συμπληρώνει διαλεκτικά από την ανάποδη το μύθο του λεφτά επενδυτή, που πονά την ομάδα και βάζει κεφάλαια από την τσέπη του για να τη σώσει από το αδιέξοδο. Και αν υπάρχουν σήμερα πολλοί πρόθυμοι να τον πιστέψουν και να περιμένουν το σωτήρα καβάλα στο άσπρο άλογο, αυτό αντανακλά δυστυχώς μια γενικότερη τάση, όπου ο μέσος εργάτης έχει μάθει να βλέπει τον εργοδότη και εκμεταλλευτή του σαν ένα είδος ευεργέτη, που του χαρίζει αυτή τη δουλειά.

Είναι κρίμα πάντως που εκείνο το άνεργο παλικάρι από την ιταλία που είχε σαλτάρει από τα τρελά λεφτά που δαπανήθηκαν για την αγορά ενός παίκτη και τον χορό των εκατομμυρίων στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, έφτασε στην απελπισία κι αυτοκτόνησε, πριν ακούσει την τζημερική διδασκαλία για τα καλά κι αγαθά του συστήματος, ώστε να παρηγορηθεί και να αλλάξει την απόφασή του.

Λες να 'χε δίκιο ο Μαρξ τελικά;
Το σύγχρονο ποδόσφαιρο εξελίσσεται κατ’ εικόνα κι ομοίωση του διεθνούς καπιταλισμού -καθρέφτης σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω. Καταργεί τα σύνορα, ευνοεί νομικά και διαιτητικά τους ισχυρούς, βυθίζεται στα σκάνδαλα και τη διαφθορά. Πουλάει την ψυχή του στο διάβολο του χρήματος, της σκοπιμότητας και του αποτελέσματος. Χάνει την αθωότητά του κι ισοπεδώνει τις ιδιαιτερότητες, τη δημιουργία, το κάτι διαφορετικό που θα μπορούσε να φέρει την έκπληξη. Και ακολουθεί την τάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, με τους τίτλους να γίνονται μονοπώλιο μιας χούφτας ομάδων, που τους κατακτούν εναλλάξ, ενώ κάθε έκπληξη είναι μόνο η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.

Ξεβράκωμα του Τζήμερου από το Μαρξ 
Γίνεται το σύγχρονο όπιο του λαού, όπως ήταν κάποτε η θρησκεία, με τη διαφορά πως ο κάρολος εννοούσε ως όπιο το παυσίπονο που φτιάχνει ο ίδιος ο λαός με τα υλικά της φαντασίας του, για να αντέξει τη μίζερη ζωή του στην κοιλάδα των δακρύων. Και ο μαρξ δεν τα είχε με το λαό και το παυσίπονό του, αλλά με τους πρεζέμπορους, που τον αφιονίζουν συστηματικά, για να διαιωνίσουν την κυριαρχία τους και την κοιλάδα των δακρύων.

Και για να τελειώσουμε επιστρέφοντας στο αρχικό παράδειγμα. Κανείς αγνός οπαδός δε θα πουλούσε τον καλύτερο παίκτη της ομάδας –πόσο μάλλον όταν ακολουθούν σε λίγες μέρες τα δύο κρίσιμα παιχνίδια της που θα καθορίσουν την ευρωπαϊκή της πορεία και τις πιθανότητες διάκρισής της.

Κάντε ησυχία, διανοείται ο Τζήμερος
Οι θεωρητικές καγκουριές του πολιτικού κομήτη θάνου τζήμερου θυμίζουν έντονα το τρολάρισμα ενός φοιτητικού σχήματος στο αριστοτέλειο με τα αρχικά «κωμήτης»: κώστας μήτρογλου η σωτηρία. Κι η πολιτική κριτική του εναντίον του μαρξ κινείται στο επίπεδο του μέσου χούλιγκαν, γιατί ένας τυπικός μυαλοπώλης σαν κι αυτόν χρειάζεται πάντα ανεγκέφαλους (σαν αυτούς των γηπέδων) για να περνάει τις εξυπνάδες του και να μπορέσει να φανεί σπουδαίος.



Αλλά όσα ενδεικτικά αναφέρθηκαν παραπάνω κι άλλα τόσα στοιχεία για τη διάβρωση του αθλήματος και την πλήρη υποταγή του στα κριτήρια του κέρδους και της αγοράς, μας δίνουν το δικαίωμα να φωνάξουμε με όλη μας τη δύναμη στο διάττοντα κάγκουρα της πολιτικής –αυτή την περίτρανη απόδειξη για τη νομοτελή σύγκλιση φιλελευθερισμού και φασισμού- τη γνωστή φράση που καθιέρωσε ο μπογιόπουλος (που έχει γράψει κι αυτός βιβλίο για το ποδόσφαιρο).

Είναι ο καπιταλισμός ηλίθιε!



Υγ: σε ένα από τα τρομερά σημειώματά του ο τζήμερος απευθύνεται στα… μαρξιστόπουλα -sic- και λέει πως αν καταφέρουν να του απαντήσουν στα εξίσου τρομερά ερωτήματα που τους θέτει –σαν το αίνιγμα της σφίγγας, ένα πράγμα- υπόσχεται να ψηφίσει σύριζα ή ανταρσύα –όπου εντοπίζει μάλλον τους μαρξιστές που θα ήθελε να του απαντήσουν. Κουκουέ ούτε για πλάκα δε λέει να ψηφίσει…


Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

ΚΚΕ και ας μην π... ποτέ

Τι είναι ανώμαλο; -Το σύστημα;
Τι είναι το σύστημα; -Ανώμαλο.
Φώναζαν κάτι τροτσκιστές στις παρελάσεις περηφάνιας των ομοφυλόφιλων (gay pride), με θεωρητικό σκοπό να τους δώσουν κάποιο ταξικό περιεχόμενο.

Τα αστικά επιτελεία σήμερα αποθεώνουν την «ελεύθερη αγορά» όπως έκανε κάποτε το φεμινιστικό –κι όχι μόνο- κίνημα με τον ελεύθερο έρωτα. Κι εδώ κολλάει (και στις δύο) περιπτώσεις το ερώτημα που έβαζε ο βλαδίμηρος, ζητώντας διευκρινίσεις. Ελεύθερος από τι; Από υλικούς περιορισμούς; Από τη μητρότητα; Ελευθερία να εκμεταλλεύεσαι τους άλλους –στη δική μας περίπτωση;

Γιατί όπως γράφει ο πόε, πολλές λέξεις έχουν χάσει τη σημασία τους και μένουν φθαρμένες, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Ακόμα κι η απελευθέρωση χρησιμοποιείται για τις… σκλαβωμένες από τον κρατισμό αγορές. Ενώ η σεξουαλική απελευθέρωση εκφυλίστηκε σε φτηνό αγοραίο εμπόρευμα, ως η άλλη όψη του πουριτανισμού, στο νόμισμα της αστικής υποκρισίας. Κι ενσωματώθηκαν στην χοάνη του συστήματος, που τα αλέθει στον καλό μύλο της αντίδρασης. Σε μια κοινωνία που έχει την αγορά ως μέτρο της ελευθερίας, η τελευταία θα τείνει προς τις αγοραίες –εξ ου και χυδαίες- τυπικές σχέσεις της μιας βραδιάς, σαν απλές εμπορικές συναλλαγές, χωρίς περαιτέρω συναισθηματικές περιπλοκές.

Οι φιλελεύθεροι λοιπόν λένε πως στην αγορά, όπως και στον έρωτα όλα επιτρέπονται κι είναι θεμιτά, ακόμα και τα βίτσια ή η πορνεία. Ο καθένας είναι ελεύθερος πχ να εκδίδει την εργατική του δύναμη στην αγορά ως εμπόρευμα και να έρχεται σε φτηνές αγοραίες σχέσεις με τον εργοδότη του –που του τον φορά κανονικά κι άνευ σιέλου- όχι επειδή του αρέσει, αλλά για να πληρωθεί ένα κομμάτι από την αξία που παράγει και να μπορέσει να βγάλει τα προς το ζην –συνήθως χωρίς μέτρα προφύλαξης γιατί ανεβάζουν το κόστος εργασίας και μειώνουν την απόλαυση για τον εργοδότη.

Κι έτσι ο καθένας μας γίνεται κύριος και νταβατζής του εαυτού του, καθώς πλασάρεται στην αγορά εργασίας και μπορεί να προσδοκά πως μια μέρα θα ανελιχθεί και θα εξελιχθεί σε μια ακριβοπληρωμένη πόρνη πολυτελείας. Αν και τώρα υπάρχουν οργανωμένοι νταβατζήδες, που λέγονται γραφεία ευρέσεως εργασίας και σε νοικιάζουν στον υποψήφιο πελάτη, κρατώντας για λογαριασμό τους ένα μικρό ποσό για το προξενιό που συνήψαν.

Επειδή όμως πρέπει να υπάρχει και λίγο βίτσιο, για να νοστιμίζει η ζωή, ο εκδιδόμενος εργαζόμενος πρέπει να δείχνει πως όλα αυτά του αρέσουν, στην πραγματικότητα τον ενθουσιάζουν ως προοπτική, και ότι είναι πρόθυμος να τα κάνει με ελάχιστο αντίτιμο, ή και εντελώς δωρεάν, να παρακαλά και να βάζει μέσο προκειμένου να εξασφαλίσει έναν πελάτη.
Ναι! Εκμεταλλεύσου με, ξεζούμισέ με, ταπείνωσέ με, κόψε μου τις άδειες και τα επιδόματα, κάνε με απόψε μισθωτό σου σκλάβο αφεντικό, άφησέ με να σε γλείψω για να σε ευχαριστήσω και να κρατήσω τη δουλειά, βάλε με να δουλέψω υπερωρία, στείλε με στην υπερορία πάλι, με τρελαίνεις.

Ο λαός δεν πρέπει να βγαίνει στους δρόμους και να αντιδράει με διαδηλώσεις, γιατί καταστρέφει την αγορά και το ρομαντικό επενδυτικό περιβάλλον ξενερώνοντας τον αστό επιβήτορα. Πρέπει αντίθετα να μένει δεμένος χειροπόδαρα με kinky γούνινες χειροπέδες και trendy αόρατα δεσμά, που ξεπηδάν από οθόνης κι από τη δύναμη της συνήθειας και να χαλαρώσει για να απολαύσει εκουσίως το βιασμό του. Γιατί η βία πηγαίνει πακέτο με τη συναίνεση και εκδηλώνεται πρωτίστως εκεί που την παίρνει –και τον παίρνει ο εργαζόμενος.
Ο οποίος καλείται συνάμα να ακολουθήσει τα προβλεπόμενα από το σύνδρομο της στοκχόλμης και να λατρέψει το βιαστή του σαν ευεργέτη, γιατί μόνος αυτός διαθέτει τέτοια μεγάλα προσόντα, όπως τα μέσα παραγωγής, για να μας ταΐσει. Κι εμείς πρέπει να σκιστούμε στη δουλειά (και γενικώς), να γίνουμε τελειομανείς, εργασιομανείς και νυμφομανείς, προκειμένου να τον ικανοποιήσουμε. Και να απομονώσουμε τους ξενέρωτους με τα μούσια και τα ταγάρια που μας ζαλίζουν με συνδικάτα, αντιτιθέμενα συμφέροντα και ταξική ζάλη.

Γιατί υπάρχουν κι αυτά τα σκουριασμένα μυαλά, κάτι απολιθώματα του περασμένου αιώνα, που έχουν κολλήσει στις ορθόδοξες, μονογαμικές σχέσεις και τη μόνιμη σταθερή δουλειά, λες κι έχουμε παντρευτεί το αντικείμενο των σπουδών μας και τη δουλειά μας. Δε θέλουν αλλαγές που θα τονώσουν τη ρουτινιάρικη εργασιακή μας σχέση, αρρωσταίνουν με την ημιαπασχόληση, τις εποχιακές δουλειές και τα one night stand μεροκάματα. Είναι γεμάτοι ταμπού κι αγκυλώσεις και δε θέλουν να ακούσουν για κινητικότητα απελπιστικά διαθέσιμων δημόσιων υπαλλήλων, που εξοικειώνονται με τις καινούριες κινήσεις και στάσεις πληρωμών σε μισθούς και συντάξεις. Δε σκαμπάζουν από βίτσια νεκρόφιλων, με το βαμπίρ του κεφαλαίου που ρουφά άπληστα ζωντανή εργασία για να αναπαραχθεί και έναν κόσμο που θέλει να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα –ή και ο ίδιος ο γείτονας ει δυνατόν- και να φάνε μεταξύ τους τις σάρκες τους, για να τη βρούνε.


Τι είναι όμως φετίχ; Το περιγράφει πολύ καλά ο αρκάς στον ισοβίτη, με ένα γέρο κρατούμενο που έχει ξεχάσει πως ακριβώς είναι οι γυναίκες –τις μπερδεύει με τους μπουφέδες- και τον πρώτο καιρό στη φυλακή του άρεσε να σκέφτεται ότι είναι στο μπαρ ενός ξενοδοχείου με μια όμορφη γυναίκα, το γκαρσόνι τους σερβίριζε σαμπάνια και αυτοί έπιναν το τελευταίο ποτήρι πριν ανέβουν στο δωμάτιο. Όσο περνούσαν όμως τα χρόνια άρχισε να ξεχνά. Στην αρχή ξέχασε πώς ήταν τα ξενοδοχεία, μετά πώς είναι η σαμπάνια και στο τέλος ξέχασε πως είναι οι γυναίκες. Και τώρα πια όταν έχει ερωτικές φαντασιώσεις, σκέφτεται γκαρσόνια.

Το φετίχ βασικά είναι ένα υποκατάστατο, που παίρνει τη θέση της βασικής κατάστασης. Η σημερινή γενιά μακροχρόνια ανέργων, που έχει ξεχάσει πως είναι τελικά να σταυρώνεις μια δουλειά, θα χαίρεται απλά όταν την καλούν σε συνεντεύξεις –γιατί επιτέλους μου απάντησε κάποιος- κι ας μην την προσλάβουν ποτέ και θα ικανοποιείται χαϊδεύοντας την εφημερίδα ή την οθόνη με τις μικρές αγγελίες, σαν τον παππού κρατούμενο.

Ο καπιταλισμός είναι μια κατεξοχήν φετιχιστική και βιτσιόζα κοινωνία, που μπορεί να ικανοποιεί τα πιο εκκεντρικά βίτσια της ελίτ, αλλά να αφήνει ακάλυπτες τις πιο βασικές ανάγκες της συντριπτικής πλειοψηφίας, που προκρίνει το ‘να έχεις’ αντί του ‘να είσαι’, ως το βασικό τρόπο για να εκφράσουμε την προσωπικότητά μας, να νιώσουμε επιβεβαίωση και να οικειοποιηθούμε κάθε τι ωραίο γύρω μας. Ευνοεί το περιτύλιγμα και τη λογική της βιτρίνας αντί για το περιεχόμενο, προβάλλοντας πρότυπα που πρέπει να αντιγράψουμε όλοι για να νιώσουμε ευτυχισμένοι.

Μεταμορφώνει με το ραβδί του τις παραγωγικές σχέσεις που αναπτύσσουν μεταξύ του οι άνθρωποι σε σχέσεις μεταξύ πραγμάτων –κι εκεί εδράζεται ο φετιχισμός του εμπορεύματος που αναλύει και ο κάρολος. Καθιστά την εξουσία ‘αφροδισιακό’ και την ιδιοκτησία στο απόλυτο φετίχ που προσκυνά η αστική κοινωνία. Δημιουργεί ψευδείς συνειδήσεις με αντεστραμμένα είδωλα και λανθασμένη αντίληψη-κοσμοθεώρηση της πραγματικότητας, θεωρώντας την αλληλεγγύη και τη συνεργασία, σχεδόν διαστροφικές συμπεριφορές.

Φετίχ είναι η προτεραιότητα της βιωσιμότητας του χρέους και των δανειστών έναντι του λαού που το αποπληρώνει. Κι η ‘παραγωγή για την παραγωγή’ με μοναδικό σκοπό (όχι την κατανάλωση και την ανταλλαγή των προϊόντων με κάτι άλλο που μας λείπει, αλλά) την πώληση και το κέρδος.
Φετίχ είναι και να απομονώνεις ένα μέρος από το όλο, πχ το νόμισμα από την οικονομία και τους σκοπούς που υπηρετεί, ένα αίτημα-κρίκο από την αλυσίδα που απαιτείται για να σπάσουμε τις αλυσίδες μας, τη μορφή από το περιεχόμενο, ένα μέσο (πχ κοινοβουλευτική δουλειά) από το σκοπό, ένα επιμέρους μέτωπο από τα υπόλοιπα –πχ τις σεξιστικές διακρίσεις.

Όλο το σύστημα είναι άρρωστο και ταυτισμένο με το φετιχισμό και τη διαστροφή. Και η«υγιής επιχειρηματικότητα» υπάρχει μόνο σε αρρωστημένα διεστραμμένα μυαλά της σοσιαλδημοκρατίας, παλιάς και σύγχρονης, που διαστρέφουν κάθε έννοια αριστεράς, κάθε γνήσια ριζοσπαστική διάθεση, και στοχεύουν στην αναστροφή, την επιστροφή στο ευτυχισμένο 2009 προ κρίσης. Αλλά η διάψευση θα έρθει οδυνηρή σα διάστρεμμα.
Το πρόβλημα εξάλλου δεν εντοπίζεται στα πρόσωπα, αλλά στους λόγους για τους οποίους ενεργούν έτσι. {Η αιτία του φασισμού πχ δεν ήταν ο διεστραμμένος νους ενός ημίτρελου ηγέτη, αλλά το διεστραμμένο σύστημα που τον έστρεψε ενάντια στις τάξεις που τον απειλούσαν. Όσο είμαστε μες σε αυτό το σύστημα όμως, ο φασισμός είναι ένα απόλυτα φυσιο-λογικό αποτέλεσμα}.

Αυτό το διεστραμμένο σύστημα λοιπόν αξιοποιεί τη δύναμη της συνήθειας, για να παρουσιάσει ως φυσιο-λογικές τις δικές του ανωμαλίες. Και διαστρέφει τις έννοιες, για να παρουσιάσει ως ‘ανωμαλία’ οτιδήποτε παρεκκλίνει από τα δικά του πλαίσια.

Οι φιλελεύθεροι μας βεβαιώνουν πως ο καπιταλισμός τα πάντα εν σοφία εποίησε. Προνοούν για αυτό ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης και η περίφημη αόρατη χείρα του άνταμ σμιθ. Ενώ την ίδια στιγμή μας βάζουν κανονικά χείρα και μας απειλεί το δυσθεώρητο παλούκι της κρίσης. Γιατί όπως εκλαΐκευε στους εργάτες της εποχής του ένας παλιότερος κομμουνιστής, η κρίση είναι ένα τεράστιο παλούκι που χουν οι αστοί στον κώλο τους και θέλουν να το χώσουν στο δικό μας. Και δε μπορούμε να το εξαφανίσουμε-διαγράψουμε, χωρίς να αλλάξουμε τίποτα άλλο, ώστε να είμαστε άπαντες ευχαριστημένοι και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Ούτε να βάλουμε βαζελίνη, για να μην πονάει τόσο, όπως μας συμβουλεύουν οι διάφορες εκδοχές της σοσιαλδημοκρατίας.

Το ‘χε πιάσει πολύ καλά εξάλλου κι ο χάρρυ κλυνν στον αστυνόμο μπέκα.
Βα-ζε-λί-νη.
Αυτό είναι το μυστήριο κι η διαχρονική πρόταση της σοσιαλδημοκρατίας ενάντια στον καπιταλισμό.
Ευχαριστούμε αλλά δε θα πάρουμε.

Αυτή η ακατανόητη, στείρα άρνηση είναι που τρελαίνει τους επίδοξους βιαστές και τη βαφτίζουν ταμπού, χάρη στους δημοσιολόγους και τα παπαγαλάκια τους στις οθόνες, για να δείξουν πόσο καθυστερημένοι, αναχρονιστικοί και συντηρητικοί είμαστε –σα να κυκλοφορούμε με σωβρακοφανέλα ένα πράγμα. Ενώ η τολμηρή κι ατρόμητη κυβέρνηση, θα μας πάρει και τα σώβρακα, σπάζοντας αυγά και μαζί κάθε ταμπού.
Ταμπού η μονιμότητα στο δημόσιο, ταμπού και η σύνταξη στα 65, ταμπού και το ταμείο ανεργίας, εφόσον η δουλειά είναι σαν τις ερωτικές σχέσεις, όποιος θέλει βρίσκει, αλλιώς είναι ανίκανος κι έχει αυτός πρόβλημα ή είναι μπακούρης από άποψη.

Το ταμπού όμως, αν το δούμε ιστορικά, προήλθε ως δαιμονοποίηση και μέτρο περιορισμού της σεξουαλικής πράξης και κατά συνέπεια της τεκνοποίησης, σε συνθήκες που τα πολλά παιδιά ήταν δυστυχία, γιατί δεν μπορούσαν να τα θρέψουν. Και ω τι συγκίνηση, που επιστρέφουμε στις παραδοσιακές αξίες, και τα ίδια ταμπού, σήμερα που ο κόσμος δε μπορεί να θρέψει καλά-καλά τον εαυτό του, πόσο μάλλον ένα παιδί –τουλάχιστον έχει πλέον αντισύλληψη και μπορεί να κάνει ελεύθερο έρωτα. Ελεύθερο από τι όμως, που λέει κι ο λένιν.

Κι έτσι ήδη η απεργία θεωρείται ταμπού για πολλούς εργαζόμενους, ακριβώς με αυτό το σκεπτικό, γιατί φοβούνται πως θα χάσουν τη δουλειά τους και δε θα μπορούν να θρέψουν τα παιδιά τους. Ενώ κάποιες λέξεις, όπως σωματείο, εργατική τάξη, ταξική πάλη, δεν μπορεί καν να τις εκστομίσει, γιατί θα χάσει αυτομάτως –λες και παίζουμε επιτραπέζιο ταμπού, κι είναι στη λίστα με τις απαγορευμένες λέξεις.

Το θέμα λοιπόν είναι πότε θα σπάσουμε τα ταμπού από την ανάποδη, το μέγα ταμπού της ταξικής πάλης, να βγούμε από το ταμπούρι μας και να κατεβούμε στον ομαλό, να πάρουμε τουφέκι ενάντια στο ανώμαλο σύστημά τους, που ξεζουμίζει τη ζωή από τις χαρές και τους χυμούς της, και να τους δείξουμε τη γλύκα απ’ την ανάποδη.


Να γυρίσει ο τροχός –της ιστορίας, που κινείται από την ταξική πάλη- και να πηδήξει ο φτωχός, εργαζόμενος λαός, στο μεγάλο άλμα προς την κοινωνία του μέλλοντος. Και τότε πια να μην ισχύει το σύνθημα στον τίτλο της ανάρτησης..

Κι ο κομμουνισμός δε θα ‘ρθει να ικανοποιήσει όλα τα βίτσια –μέχρι να ‘χει πχ ο καθένας στη διάθεσή του ένα κρουαζιερόπλοιο- αλλά να τα εξαλείψει και να γιατρέψει τους βιτσιόζους, καλλιεργώντας στη θέση τους κάθε λογής και γούστο που θα αναπτύσσει ολόπλευρα την ανθρώπινη προσωπικότητα. Αλλά αυτό είναι το θέμα μιας άλλης ανάρτησης

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

Α-αντι-αντι-ιμπεριαλίστα


Το τελευταίο διάστημα ποικίλες αφορμές «γαργάλησαν» το θυμικό της κε του μπλοκ για αυτήν την ανάρτηση. Από τον βαθιά ειρωνικό και προλεκάλτ συνάμα τίτλο «ένας είναι ο εχθρός ο αντι-ιμπεριαλισμός;» μιας επιστολής στον πρόσφατο προσυνεδριακό διάλογο του κόμματος, που είχε στο τέλος κι ένα.. ρητορικό ερωτηματικό με προφανή απάντηση. Και το διασκευασμένο σύνθημα «στον καπιταλισμό καμιά υποταγή, η μόνη υπερδύναμη είναι οι λαοί» που φωνάξαμε στην πορεία αλληλεγγύης για το λαϊκό ξέσπασμα στη γείτονα τουρκία. Μέχρι το αντι-ιμπεριαλιστικό διήμερο της οργάνωσης, που ξεκινά σήμερα στη σούδα και συνεχίζει για εικοστή δεύτερη συνεχή χρονιά, πάντα με το ίδιο όνομα, γιατί θα ήταν άστοχο κι αστείο ίσως να μετονομαστεί.

Έτσι, η κε του μπλοκ προχώρησε σε μερικές ιντριγκαδόρικες υποθέσεις, με χαλαρή καλοκαιρινή διάθεση και μοναδικό προφανή σκοπό το.. (αυτο)τρολάρισμα, προκειμένου να βγουν πολιτικά συμπεράσματα και το απαραίτητο ηθικό δίδαγμα για το επαναστατικό προτσές.

Αν παίρναμε λοιπόν το κλαδί να το λυγίσουμε από τη μία πλευρά, τότε το διήμερο της οργάνωσης θα λεγόταν αντικαπιταλιστικό και θα διαδηλώναμε στη σούδα έξω από τις καπιταλιστικές βάσεις του αμερικανονατοϊκού καπιταλισμού που γίνονται ορμητήριο για τις καπιταλιστικές επεμβάσεις του ανά την υφήλιο, φωνάζοντας συνθήματα όπως: «ένας είναι ο εχθρός, ο καπιταλισμός» και «οι καπιταλιστές τη γη ξαναμοιράζουν, με των λαών το αίμα τα σύνορα χαράζουν», καταγγέλλοντας το βρώμικο παιχνίδι συμφερόντων και τις ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις που αναπτύσσονται στην περιοχή με τους αγωγούς και τους υπόλοιπους γεωστρατηγικούς σχεδιασμούς.

Και τώρα ας το λυγίσουμε από την ανάποδη κι ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε το αντίστροφο σκηνικό με τα αντίστοιχα συνθήματα που θα φωνάζαμε στην αυριανή πορεία.
Ματ βία αυταρχισμός, αυτός είναι ο ιμπεριαλισμός.
Ή εναλλακτικά, ανθρώπινος δε γίνεται ο ιμπεριαλισμός.
Και επίσης
Το μέλλον μας δεν είναι ο ιμπεριαλισμός, είναι…
Όπα, στάσου λίγο. Αν είναι να είμαστε συνεπείς πούροι αντι-ιμπεριαλιστές, δε μπορεί να έχουμε μαξιμαλιστικές αναφορές σε επαναστάσεις και κομμουνισμούς, που τρομάζουν κι απομακρύνουν τον κόσμο. Οπότε πρέπει να προσαρμόσουμε κάπως το σύνθημα.
Το μέλλον μας δεν είναι ο ιμπεριαλισμός, είναι το μεταβατικό πρόγραμμα κι η εθνική ανεξαρτησία.
Πολύ καλύτερα έτσι. Θέλει λίγη δουλειά η ρίμα και το μέτρο βέβαια, αλλά δεν είναι αυτό το κύριο.

Στο βραδινό γλέντι μετά την πορεία, θα διασκεδάζαμε με καζαντζίδη και θα διασκευάζαμε τους στίχους από τη μαντουβάλα. Όχι όπως στους απαράδεκτους, που έκαναν όλα τα φωνήεντα γιώτα. Μιντιβίλι, ιγίπι γλικί μι, λιχτιρί νι ίρθις στιν ιγκιλί μι.
Αλλά με ταξικό νόημα, από τη σκοπιά του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.
Καπιτάλα κουφάλα μεγάλη (τιριριν, τιριριν…)
Λαχταρώ να σου φάω το κεφάλι (τιριριν, τιριριν…)
Εκτός κι αν κρινόταν και αυτή η αναφορά αριστερίστικη και το αλλάζαμε σε «ιμπεριάλα». Παλιο-ιμπεριαλόσκυλα θα πεθάνετε..

Αυτή η νέα κατάσταση θα επηρέαζε αναπόφευκτα και τα συνθήματα του εξωκοινοβουλευτικού χώρου. Οι συμπαθείς τροτσκιστές του σεκ πχ θα έτρεχαν σαν παλαβά παιδιά χαρά γεμάτα και θα συνόδευαν το χορευτικό τους με την πολεμική ιαχή α-αντι-αντι-ιμπεριαλίστα (που θα ‘κοβε το αίμα κάθε φασίστα από τα γέλια). Από όπου προέκυψε κι ο τίτλος της σημερινής ανάρτησης.

Σκέψου επίσης το μαρξ να ‘χε προλάβει τη στροφή στον 20ό αιώνα και το μεταίχμιο της μετάβασης στο ιμπεριαλιστικό στάδιο και αντί για το Κεφάλαιο (das Kapital) να είχε γράψει για το Imperium –την αυτοκρατορία- πολύ πριν από τους χαρντ και νέγκρι. Και την πάλαι ποτέ σοβαρή συνιστώσα, που ανακαλύπτει εκ νέου το εθνικό ζήτημα στην εποχή μας, να επαναθεμελιώσει τις θεωρητικές της αναλύσεις και να κάνει λόγο για «ολοκληρωτικό ιμπεριαλισμό» ως μετεξέλιξη του ανώτερου σταδίου που έβαζε ο βλαδίμηρος. Τείνοντας όμως έτσι προς τη θεωρία του υπερκαπιταλισμού και τις υπερταξικές αναλύσεις του καρλ κάουτσκι. Κι είναι ζήτημα να προσέξεις και να μη μπερδέψεις τους καρόλους κατά το προτσές της επαναθεμελίωσης.

Κι έτσι θα αντιστρέφονταν όλα και ο καπιταλισμός θα ήταν το ανώτερο στάδιο του ιμπεριαλισμού· της ιστορίας των υποτελών εθνών, των προτεκτοράτων και του οικονομικού επεκτατισμού (sic). Το ίδιο σχηματικά με την αντίληψη που μας λέει πως η επαναστατική συνείδηση πρέπει υποχρεωτικά να περάσει στο προτσές της διαμόρφωσής της απ’ τη φάση ενός θολού αντι-ιμπεριαλισμού, προτού φτάσει δια της συνεχούς ωρίμανσης στο ανώτατο στάδιο της αντικαπιταλιστικής συνείδησης και στην πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας. Και να τα αντιπαραθέτει χρονικά, αντί να μάθει να τα συνδέει διαλεκτικά.

Και ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα από όλα αυτά σφε αναγνώστη; Τι θέλει να μας πει άραγε η κε του μπλοκ; Α, τίποτα ιδιαίτερο. Απλά πως οι μονομέρειες κάθε είδους είναι κακό πράγμα κι αντίκεινται στη διαλεκτική σκέψη, φτωχαίνοντας τους ορίζοντες της δικής μας.
Κι όσο για το (αντι-ιμπεριαλιστικό) διήμερο, ό,τι αξιόλογο προκύψει κι υποπέσει στις κεραίες της κε θα καταγραφεί ξεχωριστά.