Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα γκίκας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα γκίκας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2016

Το σωφρονιστικό σύστημα της ΕΣΣΔ - Μέρος Β'

Η κε του μπλοκ αντιγράφει και δημοσιεύει το δεύτερο μέρος για το σοβιετικό σωφρονιστικό σύστημα, από τη σχετική υποενότητα στο βιβλίο του Αναστάση Γκίκα για τη συμβολή των Ελλήνων στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Το αναφέρω ως σωφρονιστικό (τόσο εδώ όσο και στον τίτλο της ανάρτησης), κατόπιν σχετικής υπόδειξης αρκετών σφων αναγνωστών, μολονότι ο ίδιος ο συγγραφέας επιλέγει να το γράφει ως "ποινικό", όπως θα δείτε διαβάζοντας αυτό το μέρος.

Ούτως ή άλλως όλα αυτά είναι δευτερεύουσας σημασίας ως προς την (πολύ ενδιαφέρουσα) ουσία του πράγματος και τα στοιχεία που μας δίνει για μια τόσο δυσφημισμένη περίοδο και πτυχή του υπαρκτού σοσιαλισμού. Στοιχεία που εντυπωσίασαν ακόμα και τον ίδιο τον ερευνητή της μελέτης από την οποία προέρχονται όλες οι παραθέσεις αναφορικά με το ΒΑΜΙag, που αντιγράφει ο Γκίκας.

-.-.-

Θα κλείσουμε αυτή τη σύντομη παρένθεση για το ποινικό σύστημα στην ΕΣΣΔ παραθέτοντας ορισμένα στοιχεία από μια πρόσφατη αρχειακή έρευνα γύρω από την εκπαιδευτική-πολιτιστική δραστηριότητα στα Gulag. Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής παρουσιάστηκαν στο περιοδικό Canadian Slavonic Papers (τεύχος Σεπτεμβρίου - Δεκεμβρίου 2004) και υπήρξαν αποκαλυπτικά ακόμα και για τον ίδιο τον ερευνητή που τη διεξήγε. Ξεκινώντας από τον Τύπο των Gulag -και ειδικότερα τον Τύπο του BAMIag, ενός εκ των πολυπληθέστερων του δικτύου Gulag στην Άπω Ανατολή- ο συγγραφέας της μελέτης W.T.Bell κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, πολύ πέραν της καθιερωμένης εικόνας που έχει καθιερωθεί στη βιβλιογραφία τύπου Σολζενίτσιν, τα Gulag αποτελούσαν τμήμα της διαδικασίας μετασχηματισμού της κοινωνίας, επιστρατεύοντας την εργασία, την εκπαίδευση και την κουλτούρα ως κύρια οχήματα για τη διαμόρφωση του ατόμου.

Ο ίδιος διευκρινίζει εξ αρχής πως η έρευνά του δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία στα πλαίσια της σύγχρονης ιστοριογραφίας, αφού πλήθος ακαδημαϊκών μελετών έχουν ήδη αναδείξει το ζήτημα της πολιτιστική-εκπαιδευτικής επανάστασης ως αναπόσπαστο παράγοντα στη διαμόρφωση ενός νέου τύπου ανθρώπου στη Σοβιετική Ένωση κατά τη δεκαετία του 1930: διαδικασία που επεκτάθηκε και στο ποινικό σύστημα της ΕΣΣΔ. Πράγματι, επισημαίνει ο Bell, από πολύ νωρίς, "οι μπολσεβίκοι... έδιναν έμφαση κυρίως στην επιμορφωτική, παρά στην κατασταλτική [punitive] πλευρά του ποινικού συστήματος". Η άποψη αυτή επαναλαμβάνεται και στα σχετικά κομματικά έγγραφα της περιόδου του λεγόμενου "Μεγάλου Τρόμου".

Το BAMIag διέθετε ειδικό Τμήμα Εκπαίδευσης και Πολιτισμού (KVCh), το οποίο και ήταν υπεύθυνο για όλες τις ανάλογες δραστηριότητες. "Οι αρχές", σημειώνει ο συγγραφέας, "διέθεταν αναμφισβήτητα σημαντικές πηγές" (χρήματα, προσωπικό, εγκαταστάσεις, κλπ) για την έκδοση, για παράδειγμα, εφημερίδων ή περιοδικών ποικίλης ύλης, των οποίων η ποιότητα σε πολλές περιπτώσεις "δεν είχε τίποτε να ζηλέψει" από τα αντίστοιχα έντυπα που κυκλοφορούσαν στην επικράτεια. Ο Τύπος των Gulag στόχευε, συν τοις άλλοις, στο να αποτελέσει συνδετικό κρίκο των έγκλειστων με τον "έξω κόσμο", γεγονός που φανέρωνε σύμφωνα με τον Bell την πρόθεση της κεντρικής εξουσίας, όχι να τους απομονώσει από την υπόλοιπη κοινωνία, αλλά να τους διατηρήσει ως αναπόσπαστο κομμάτι αυτής.

Το εύρος της ύλης εκτεινόταν από περιγραφές των αποτελεσμάτων της άμιλλας μεταξύ των τμημάτων ή των μπριγάδων εργασίας, βιογραφίες των καλύτερων εργατών (οι έγκλειστοι δεν αναφέρονταν ποτέ ως κατάδικοι, κλπ, αλλά ως εργάτες, ιδιότητα που δε μείωνε την προσωπικότητά τους: ως γνωστό ο εργάτης διέθετε ανυψωμένη θέση στην ΕΣΣΔ), άρθρα για διάφορα θέματα πολιτισμού, υγιεινής, κλπ. Υπήρχαν τέλος εκδόσεις αφιερωμένες στην καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, οι οποίες περιείχαν από πληροφορίες γύρω από τη ρωσική γλώσσα μέχρι μαθηματικά προβλήματα. Το τιράζ της κυριότερης εφημερίδας, της Stroitel Bama άγγιζε τις 10.000, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις έφτανε και τις 20.000 φύλλα. Οι κρατούμενοι ενθαρρύνονταν στο να στέλνουν επιστολές στην εφημερίδα (συνήθης πρακτική στη Σοβιετική Ένωση) γράφοντας τις γνώμες τους "όχι μόνο για τα καλώς αλλά και για τα κακώς κείμενα".

Το έντυπο Λογοτεχνία και Τέχνη του BAMIag κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1936 ως ένθετο της Stroilet Bama. Πραγματευόταν σύγχρονα ζητήματα και προσεγγίσεις αναφορικά με τη λογοτεχνία στη Σοβιετική Ένωση, προσφέροντας παράλληλα και ιδιαίτερα εξεζητημένες αναλύσεις όπως "για το φορμαλισμό και το νατουραλισμό στη λογοτεχνία". Το υλικό του ένθετου εμπλουτιζόταν επίσης συχνά με αφιερώματα σε κλασικούς και σύγχρονους Ρώσους συγγραφείς (Μαγιακόφσκι, Πούσκιν, Γκόρκι, κ.ά).

Εκτός αυτού, εκδιδόταν επιπλέον μια λογοτεχνική επιθεώρηση, την οποία συνέγραφαν και επιμελούνταν οι ίδιοι οι κρατούμενοι. Διέθετε 35-50 σελίδες και η μέση κυκλοφορία της έφτανε τα 3.000 αντίτυπα. Αναμεταξύ των συμβαλλόντων σε υλικό (ποιήματα, μικρές ιστορίες) αναδείχτηκαν σημαντικά ονόματα των σοβιετικών γραμμάτων και τεχνών, όπως ο Vasilii Azhaev, ο οποίος γράφοντας τις πρώτες ιστορίες του όντας έγκλειστος στο BAMIag στα μέσα της δεκαετίας του 1930 (καταδικάστηκε για αντεπαναστατική δράση), έφτασε να τιμάται το 1948 με το Βραβείο Στάλιν (μετέπειτα Κρατικό Βραβείο) για τη συγγραφική του δουλειά.

Η πολιτιστική δραστηριότητα στο ΒΑΜΙag συμπληρωνόταν, όπως μαθαίνουμε, από μουσικά σχήματα έγχορδων και κρουστών, καθώς και από μια υπό σύσταση συμφωνική ορχήστρα. Λειτουργούσε ακόμα δραματικός κύκλος, του οποίου οι παραστάσεις καλύπτονταν συχνά μέσα από τις στήλες του Τύπου. Υπήρχαν τέλος οι λεγόμενες κόκκινες γωνιές, βιβλιοθήκες, πολιτικοί κύκλοι συζητήσεων, κ.ά., ενώ παράλληλα διοργανώνονταν και αθλητικοί αγώνες*.

*Οι μαρτυρίες ατόμων που έζησαν και μετείχαν στα παραπάνω παρουσιάζουν επίσης ενδιαφέρον. Ένα παράδειγμα: στο Gulag του Βαρκουτά, ήταν οι ίδιοι κρατούμενοι, οι οποίοι πρότειναν στη Διοίκηση τη σύσταση θεατρικής ομάδας (1945). Η πρόταση έγινε δεκτή και χρηματοδοτήθηκε από το ειδικό κονδύλι που προορίζονταν για τις πολιτιστικές-εκπαιδευτικές δραστηριότητες. Το Θέατρο του Μπαραμπάνοφ, όπως ονομάστηκε, στελέχωσαν πάνω από 200 άτομα και διέθετε δραματικό σχήμα, οπερέτα, συμφωνική ορχήστρα και τζαζ. Η θεατρική ομάδα του Gulag έδινε παραστάσεις κυρίως εντός του στρατοπέδου, αλλά έκανε και πολλές περιοδείες στα γύρω χωριά και τις πόλεις. Οι παραστάσεις ήταν δωρεάν. Αξίζει να σημειώσουμε πως στα θεατρικά αυτά συμμετείχαν σε ορισμένες περιπτώσεις και οι φαντάροι, το προσωπικό των Gulag που του συνόδευε/φύλαγε: λίγο πριν το ανέβασμα του έργου, αναφέρει μια μαρτυρία, "βγάζανε τα στρατιωτικά τους, βάζανε τη στολή της παράστασης και μαζί με τους εξόριστους ηθοποιούς συμμετείχαν και αυτοί στην παράσταση".

Μέσα και από τις στήλες της Stroitel' Bama τονιζόταν συχνά πως ο "ζήλος" και ο "ηρωισμός" που απαιτούνταν για την "τελική νίκη", δηλαδή την επιτυχή εκπλήρωση του έργου στο οποίο εργάζονταν οι εργάτες των Gulag, σχετιζόταν άμεσα με το επίπεδο της "μορφωτικής-πολιτιστικής τους δύναμης". Το σκεπτικό ήταν πως μέσα από την εργασία τους, οι έγκλειστοι δε συνέβαλαν απλά και μόνο στην κατασκευή, για παράδειγμα, ενός σιδηροδρόμου, αλλά συμμετείχαν στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού, ανοικοδομώντας ταυτόχρονα και τον ίδιο τους τον εαυτό.

Η φιλοσοφική αυτή προσέγγιση στο χαρακτήρα του σωφρονιστικού συστήματος έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά την εμφάνιση και άνοδο του σταχανοφικού κινήματος. Ένα στοιχείο που δε θα βρεθεί πουθενά στη βιβλιογραφία: σταχανοβίτες υπήρχαν και ανάμεσα στους εργάτες των Gulag! Ένας σταχανοβίτης του BAMIag εν ονόματι Egorov, περιέγραψε την προσωπική του εμπειρία σε άρθρο με τίτλο "Πώς έγινα σταχανοβίτης: Για την κολεκτίβα και για τον εαυτό μου". Μια μέρα λοιπόν, ο Egorov είδε ένα σλόγκαν που έγραφε: "Χτες κλέφτης-σήμερα ήρωας της εργασίας". Αργότερα έμαθε πως το σλόγκαν αυτό ανήκε στον Sharov, ένα πρώην μέλος της κολεκτίβας στην οποία εργαζόταν και εκείνος. Ο Sharov είχε πετύχει την υπερπλήρωση της νόρμας κατά 220%. Εμπνεόμενο από το παράδειγμά του, ο Egorov, μπόρεσε να βελτιώσει την εργασία του ώστε να παράγει 300-350% πάνω από την καθορισμένη ημερήσια νόρμα. Οι επενδύσεις αυτές αποδείχτηκαν επωφελείς τόσο για τον ίδιο προσωπικά όσο για την κολεκτίβα του γενικότερα.

Οι ηθικές και υλικές ανταμοιβές των πρωτοπόρων εργατών στα Gulag δεν πρέπει να παραβλεφθούν: Όταν, για παράδειγμα, οι εργάτες του BAMIag διεκπεραίωσαν την κατασκευή ενός καναλιού 227 χιλιομέτρων σε λιγότερο από δυο χρόνια (Σεπτέμβριος 1931-Μάιος 1933) δε χαιρετίστηκαν απλά ως ήρωες από τον Τύπο. 12.484 εξ αυτών έλαβαν εξιτήρια αμέσως μετά τη λήξη του έργου, ενώ άλλοι 59.516 έλαβαν σημαντικές μειώσεις στη χρονική διάρκεια των ποινών τους.

Διευκρινίζεται τέλος στην έρευνα του Bell -και αυτό είναι πολύ σημαντικό- πως οι συνθήκες διαβίωσης στα Gulag δεν ήταν βέβαια εύκολες, αν και ποικίλαν από μέρος σε μέρος και από περίοδο σε περίοδο. Πουθενά όμως δε διαγράφεται κάποια εσκεμμένη πολιτική εκ μέρους της πολιτικής εξουσίας, ώστε να λειτουργούν οι μονάδες αυτές με όρους αρνητικούς (ως και εξοντωτικούς όπως ισχυρίζονται ορισμένοι) για τους κρατούμενους.

Το ποινικό σύστημα της ΕΣΣΔ χρήζει αναμφίβολα ουσιαστικότερης προσοχής και σίγουρα δε διατηρούμε καμιά ψευδαίσθηση αναφορικά με το κατά πόσο καταφέραμε να καλύψουμε το θέμα αυτό επαρκώς μέσα από λίγες και μόνο παραγράφους. Έχει αξία όμως να υπογραμμιστεί πως καμία από τις υπάρχουσες βιβλιογραφικές παραγωγές δεν μπαίνει στον κόπο ούτε καν να το αγγίξει. Έτσι, τα Gulag ειδικότερα, αλλά και το σωφρονιστικό σύστημα της Σοβιετικής Ένωσης στο σύνολό του, αντιμετωπίζονται βάσει μιας ευρύτερα αποκρυσταλλωμένης αντιεπιστημονικής και βαθύτατα αντικομμουνιστικής "παραδοχής" που εξισώνει τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης με τα "Gulag του Στάλιν". Και μέχρι εκεί. Ωστόσο, όσο θα εντρυφούμε βαθύτερα στην ουσία του θέματος τόσο περισσότερο θα εκτίθενται οι ιδεολογικοπολιτικές σκοπιμότητες πίσω από έναν τέτοιο παραλληλισμό.

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2016

Σύντομη επισκόπηση του ποινικού συστήματος της ΕΣΣΔ

Η σημερινή μέρα θα απαιτούσε  ίσως, τιμής ένεκεν, ένα πασοκικό κείμενο, αλλά η κε του μπλοκ προτίμησε να αντιγράψει και να δημοσιεύσει ένα απόσπασμα από το πολύ ενδιαφέρον και χρήσιμο βιβλίο του Αναστάση Γκίκα (του τμήματος Ιστορίας της κετουκε) "Οι Έλληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ", ένα απόσπασμα που αναφέρεται στο σοβιετικό, σωφρονιστικό σύστημα, για το οποίο έχουν γραφτεί πάρα πολλά, αλλά σε ελάχιστα από αυτά μπορεί να βρει κανείς τα παρακάτω στοιχεία (εδώ παρατίθεται το πρώτο μέρος, και πιθανότατα τις επόμενες μέρες θα ακολουθήσει και το δεύτερο, που συμπληρώνει τη σχετική υποενότητα)


Τη δεκαετία του 1930 το σοβιετικό ποινικό σύστημα αποτελούνταν από ένα σωφρονιστικό δίκτυο, το οποίο περιελάμβανε: 1. τις φυλακές, 2 τα στρατόπεδα εργασίας (Gulag), 3. τις "αποικίες εργασίας", και 4. τις ειδικές ανοικτές ζώνες. Ο σοβιετικός πολίτης ο οποίος κρινόταν προφυλακιστέος στελνόταν κατά κανόνα σε μια κανονική φυλακή, ενώ παράλληλα πραγματοποιούνταν οι σχετικές έρευνες για να διαπιστωθεί εάν είναι αθώος ή ένοχος. Στην περίπτωση που η δικαστική αρχή αποφαινόταν καταδικαστικά, τότε ο κατηγορούμενος θα μπορούσε ενδεχομένως -ανάλογα και με τη σοβαρότητα της ποινικής πράξης- να πληρώσει ένα πρόστιμο, ή να φυλακιστεί ή, πολύ πιο σπάνια, να αντιμετωπίσει την ποινή της εκτέλεσης. Ένα πρόστιμο μπορούσε να είναι ένα δεδομένο ποσοστό επί των αμοιβών του για μια καθορισμένη χρονική περίοδο. Εκείνοι που καταδικάζονταν σε φυλάκιση στέλνονταν σε κάποια φυλακή, της οποία ο βαθμός ασφάλειας ποίκιλε ανάλογα με την παράβαση.

Όσοι καταδικάζονταν σε ποινές αναγκαστικής εργασίας με διάρκεια λιγότερη του ενός έτους δε μεταφέρονταν καν σε φυλασσόμενες ποινικές εγκαταστάσεις. Οι καταδικασθέντες δε στερούνταν την ελευθερία τους. Εξέτιαν την ποινή τους στον τόπο εργασίας όπου απασχολούνταν και στο παρελθόν, ή σε συγκεκριμένες παραγωγικές μονάδες οι οποίες έπρεπε να απέχουν το μάξιμουμ 10 χιλιόμετρα από τον τόπο κατοικίας τους. Στην ασυνήθιστη περίπτωση που ο υπόδικος καλούνταν να εκτίσει την ποινή του σε χώρο εργασίας βρισκόμενο πέραν του ορίου των 10 χιλιομέτρων, το κράτος αναλάμβανε τα έξοδα μετακίνησης. Το ποσοστό παρακράτησης επί του μισθού τους δεν υπερέβαινε το 25%. Αυτού του είδους οι ποινές αντιπροσώπευαν το 48% του συνόλου των ποινών που επιβλήθηκαν το 1935 από τα σοβιετικά δικαστήρια.

Στις αποικίες εργασίας και στα Gulag στέλνονταν εκείνοι που είχαν διαπράξει σοβαρές παρατυπίες (ανθρωποκτονία, ληστεία, βιασμός, οικονομικά αδικήματα, κλπ), καθώς επίσης και ένα μεγάλο ποσοστό εκείνων που καταδικάζονταν για αντεπαναστατικές δραστηριότητες. Παραβάτες του ποινικού δικαίου, οι οποίοι καταδικάζονταν σε κάθειρξη μεγαλύτερη των 3 ετών μπορούσαν επίσης ενδεχομένως να σταλούν στα Gulag. Έχοντας τελέσει μέρος της ποινής του σε κάποιο Gulag, ένας φυλακισμένος μπορούσε στη συνέχεια να μεταφερθεί σε μια αποικία εργασίας ή σε μια ειδική ανοικτή ζώνη.

Τα Gulag ήταν ιδιαίτερα εκτενείς περιοχές όπου οι φυλακισμένοι ζούσαν και εργάζονταν υπό στενή επίβλεψη. Σε αυτά εξέτιαν τις ποινές τους όσοι κρίνονταν ένοχοι για σοβαρά εγκλήματα του ποινικού δικαίου, για αντεπαναστατικές ενέργειες ή για αδικήματα γενικά για τα οποία προβλέπονταν ποινές κάθειρξης άνω των τριών ετών. Ο αριθμός τους το 1940 ήταν 53.

Την ίδια χρονιά υπήρχαν επίσης 425 αποικίες εργασίας. Αυτές ήταν πολύ μικρότερες μονάδες από τα Gulag και χαρακτηρίζονταν από ένα πολύ πιο ελεύθερο καθεστώς κράτησης με λιγότερη επίβλεψη. Εκεί στέλνονταν κρατούμενοι με μικρότερες ποινές, που είχαν διαπράξει τις λιγότερο σοβαρές εγκληματικές ή πολιτικές παραβάσεις. Εργάζονταν ελεύθερα στα εργοστάσια ή τους αγρούς και αποτελούσαν μέρος της κοινωνίας των πολιτών. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το σύνολο των αμοιβών που κέρδιζε από την εργασία του παρέμενε στο φυλακισμένο, ο οποίος από αυτή την άποψη αντιμετωπιζόταν όπως ο οποιοσδήποτε άλλος εργαζόμενος.

Τέλος, οι ειδικές ανοιχτές ζώνες ήταν γενικά γεωργικές περιοχές που προορίζονταν κυρίως για εκείνους που είχαν αποκουλακοποιηθεί κατά τη διάρκεια της κολεκτιβοποίησης. Ένας αριθμός εκ των καταδικασθέντων που βρίσκονταν ένοχοι για δευτερεύουσες εγκληματικές ή πολιτικές παραβάσεις εξέτιαν επίσης τις ποινές τους στις περιοχές αυτές.

Ενδεικτικός των σχετικά χαλαρών μέτρων φύλαξης των έγκλειστων στα Gulag και τις αποικίες εργασίας είναι ο αναλογικά μεγάλος αριθμός των αποδράσεων: μόνο την περίοδο 1934-1939 απέδρασαν συνολικά 311.926 άτομα. Στη συνέχεια τα μέτρα φύλαξης βελτιώθηκαν σημαντικά.

Η Έκθεση για τις "Συνθήκες στην Ποινική Αποικία Εργασίας του Nizhni Novgorod", την οποία συνέταξαν οι Σύμβουλοι του Προεδρείου του Ανώτατου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ Kiselev και Novikov, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη βαρύτητα που προσέδιδε η σοβιετική εξουσία στην ποιότητα του σωφρονιστικού συστήματος της χώρας. Εκτός από τις αυστηρές συστάσεις που γίνονται γύρω από τις συνθήκες διαμονής, σίτισης και εργασίας των κρατούμενων, έκπληξη προκαλεί η αναφορά στην εκπαιδευτική-πολιτιστική δραστηριότητα του ιδρύματος. Ακολούθως, υπογραμμίζεται η αναγκαιότητα για αύξηση του ήδη υπάρχοντος αριθμού συνδρομητών σε εφημερίδες και περιοδικά, για την επέκταση της Λέσχης των κρατούμενων, καθώς και για τη διεύρυνση των προγραμμάτων κατά του αναλφαβητισμού, όπως και άλλων μαθημάτων διαφόρων κατευθύνσεων που διδάσκονταν στην Αποικία*.

*Άλλα στοιχεία που παρατίθενται στην έρευνα και αξίζει να αναφερθούν περιλαμβάνουν, α) το γεγονός πως η εργασία δεν ήταν υποχρεωτική (το 64,8% εργαζόταν, εξασφαλίζοντας και ένα επιπρόσθετο εισόδημα το οποίο είτε κρατούσαν είτε διέθεταν για αγορά διαφόρων αγαθών μέσα στην Αποικία -πέραν των βασικών που ήταν βέβαια δωρεάν) και β) πως σε ένα μεγάλο ποσοστό -περίπου το ένα τρίτο- των έγκλειστων ήταν άτομα που είχαν κριθεί προφυλακιστέοι αναμένοντας τελεσίδικη απόφαση της αρμόδιας δικαστικής αρχής. Βλέπε Έκθεση για τις "Συνθήκες στην Ποινική Αποικία Εργασίας του Nizhni Novgorod", 10 Αυγούστου 1932.

Το ποινικό σύστημα της ΕΣΣΔ σχολίασε ο Αμερικανός Δικαστής Leibowitz, οι εντυπώσεις του οποίου δημοσιεύτηκαν στο γνωστό περιοδικό Life τον Ιούνιο του 1959 και εμφανίζονται διαμετρικά αντίθετες σε σχέση με την παγιωμένη εικόνα στην υπάρχουσα βιβλιογραφία: "Τα Σοβιετικά επιτεύγματα σε αυτόν τον τομέα είναι τόσο εκπληκτικά που κάνουν τις αμερικανικές μεθόδους να φαντάζουν απαρχαιωμένες". Όπως αναφέρει ο ίδιος, η Ποινική Αποικία του Krukovd, μπορεί να διέθετε "μουντά, μη εντυπωσιακά κτίρια", ωστόσο, παρουσίαζε παράλληλα "ευφυή, ανθρώπινη, διορατική διοίκηση από πάνω ως κάτω... Οι τρόφιμοι... δεν είχαν εκείνη την καταπονημένη, ντροπιασμένη όψη ενός Αμερικανού τροφίμου... Πρέπει κανείς να γνωρίζει από πρώτο χέρι την αρρωστημένη ατμόσφαιρα του προαύλιου μιας μέσης αμερικανικής φυλακής προκειμένου να μπορέσει να εκτιμήσει αυτό που είδα και αυτό που ένιωσα καθώς παρατηρούσα αυτούς τους Ρώσους τρόφιμους... Έτρωγαν με άνεση: τέσσερα άτομα ανά τραπέζι και αρκετό φαγητό για όλους... Στην πραγματικότητα αμείβονται για την εργασία που εκτελούν στη φυλακή, όπως ακριβώς θα αμείβονταν για μια αντίστοιχη δουλειά έξω. Είναι δύσκολο να αναλογιστεί κανείς πόσο σημαντικό είναι αυτό το γεγονός από μόνο του... Αμείβονται και πληρώνουν για την ίδια τους την κράτηση... Το υπόλοιπο πηγαίνει προς υποστήριξη των οικογενειών τους...

ΠΙΝΑΚΑΣ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ ΣΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΣΣΔ

                                                    1924-25                1925-26
Σχολές                                                122                        304
Εκπαιδευτικό προσωπικό                   251                        348
Κύκλοι μαθημάτων Πολιτικής           162                        204
Κύκλοι μαθημάτων Θεάτ-Μουσικής 374                        401
""   "" φυσικού πολιτισμού                 279                        393
Αριθμός σεμιναρίων                       16.471                  20.294

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

Ο κόκκινος δήμαρχος

Τα σενάρια καθαίρεσης του δημάρχου πατρέων, κώστα πελετίδη, εξαιτίας της άρνησής του να συναινέσει στην προώθηση της αξιολόγησης, μου θύμισαν συνειρμικά όσα είχα διαβάσει στο βιβλίο του αναστάση γκίκα «ρήξη κι ενσωμάτωση» για το παράδειγμα της καβάλας και την ανάδειξη του πρώτου κομμουνιστή δήμαρχου στις εκλογές του 34’, του μήτσου παρτσαλίδη. Παρακάτω αντιγράφω κάποια αποσπάσματα από το αντίστοιχο υποκεφάλαιο και τις σελίδες 471-480 του βιβλίου, θεωρώντας τα συγκεκριμένα σημεία επίκαιρα και διδακτικά για όσα έχουμε μπροστά μας να αντιμετωπίσουμε. Να ευχαριστήσω επίσης, με την ευκαιρία, το λαθραναγνώστη για την τεχνική βοήθεια και το σκανάρισμα των επίμαχων σελίδων.

Παρά την ένταση και έκταση του αντικομμουνισμού, παρά την πληθώρα των κατασταλτικών μεθόδων που επιστρατεύθηκαν από τις Αρχές, (τοπικές, περιφερειακές και εθνικές) η ανοδική πορεία του Κόμματος δεν κατέστη εφικτό να ανακοπεί. Τουναντίον, καθώς πλησίαζαν οι τοπικές εκλογές του 1934, το ενδεχόμενο μιας κομμουνιστικής πλειοψηφίας φάνταζε όλο και πιο αναπόφευκτο.

Οι προεκλογικές περίοδοι στην Καβάλα δε διέφεραν και πολύ από την υπόλοιπη χώρα, συνοδευόμενες δίχως εξαίρεση από παρενοχλήσεις υποψηφίων, διώξεις μελών, οπαδών και φίλων του Κόμματος, κατασχέσεις προεκλογικού υλικού, απαγορεύσεις συγκεντρώσεων, κοκ. Έτσι, παρότι το ΚΚΕ δεν ήταν (επισήμως τουλάχιστον) παράνομο, οι μετέχοντες στην προεκλογική του προσπάθεια συλλαμβάνονταν ακόμα και μέσα από το εκλογικό του κέντρο. Βάσει του Ιδιώνυμου καθίσταντο έκνομοι «διότι κατείχον κομμουνιστικάς προκηρύξεις»!

Οι δημοτικές εκλογές του 1934 υπήρξαν οι πιο πολωμένες στη μεσοπολεμική ιστορία της πόλης. Όντας αντιμέτωπα με το ενδεχόμενο εκλογής κομμουνιστή δημάρχου, τα δύο μεγάλα αστικά κόμματα των Φιλελευθέρων και των Λαϊκών αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους πίσω από έναν κοινό υποψήφιο. (...) Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων γέμισαν με τίτλους όπως «Προτιμήσατε μεταξύ αστισμού και κομμουνισμού»! Από την άλλη μεριά ο Ριζοσπάστης πρόβαλλε την αντιπαράθεση των δύο εκλογικών μπλοκ ως μια αναγωγή της ταξικής πάλης στο επίπεδο των τοπικών εκλογών. Ως μια μάχη, όπου αντιμέτωποι βρίσκονταν οι εκπρόσωποι της εργατικής τάξης με τους εκπροσώπους της αστικής. Η ταξική αυτή διαφοροποίηση αποτυπωνόταν και στην κοινωνική σύνθεση των συνδυασμών των δύο αντίπαλων παρατάξεων. Ακολούθως, ο «συνδυασμός των εθνικών μας κομμάτων» περιελάμβανε 28 άτομα, εκ των οποίων οι τέσσερις ήταν καπνέμποροι, τέσσερις δραστηριοποιούνταν στον χώρο του εμπορίου, δύο ήταν κτηματίες, ενώ οι υπόλοιποι ασκούσαν διάφορα «ευυπόληπτα» επαγγέλματα (δικηγόροι, γιατροί, κλπ). Κανείς απολύτως δεν προερχόταν από τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Κανείς δεν ήταν απλός εργάτης ή αγρότης. Σε αντίθεση, ο εκλογικός συνδυασμός του Ενιαίου Μετώπου (ΚΚΕ) αποτελούνταν στην πλειοψηφία του από καπνεργάτες, τρεις εκ των οποίων μάλιστα ήταν εξόριστοι λόγω της συνδικαλιστικής τους δράσης.

Το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν ένας θρίαμβος για το Κομμουνιστικό Κόμμα το οποίο έλαβε πάνω από το 50% των ψήφων: το υψηλότερο ποσοστό του στην πόλη ως τότε. Συγκεκριμένα, στις δημοτικές εκλογές του Φλεβάρη του 1934 έλαβαν: Ο υποψήφιος δήμαρχος του ενιαίου συνδυασμού Φιλελευθέρων και Λαϊκών, Κ. Τερμεντζής, 2.110 ψήφους ή 28,14%. Ο φερόμενος ως «ανεξάρτητος» υποψήφιος προερχόμενος από το Κόμμα των Φιλελευθέρων, Α. Νικολαΐδης, 1.609 ή 21,45%. Ενώ ο υποψήφιος του Ενιαίου Μετώπου, Μ. Παρτσαλίδης, 3.781 ψήφους ή 50,41%.

(...) Η πρώτη συνεδρίαση του «κόκκινου» Δημοτικού Συμβουλίου πραγματοποιήθηκε ανοικτών των θυρών, με τους εργάτες να κατακλύζουν κυριολεκτικά την αίθουσα. Οι αλλαγές στον χαρακτήρα και τη νοοτροπία της νεοεκλεγείσας Αρχής καταγράφηκαν από τον ανταποκριτή του Ταχυδρόμου, ο οποίος δεν παρέλειψε να επισημάνει πως ακόμα και οι σύμβουλοι της μειοψηφίας «διεπίστωσαν ότι μαζί με τα πρόσωπα άλλαξαν και οι μέθοδοι της διοικήσεως... Πότε αφίχθησαν οι σύμβουλοι της πλειοψηφίας δεν ηδυνήθημεν να το εξακριβώσωμεν. Λόγω της εργατικής των εμφανίσεως δεν εγένετο αισθητή η εμφάνισίς των. Και μόνο όταν κατέλαβον με την έναρξη της συνεδριάσεως τας θέσεις των, προέβημεν εις την... αναγνώρισίν των!»

Πρώτο θέμα στην ατζέντα: η χορήγηση στους άνεργους επιδόματος ύψους 200.000 δραχμών. Οι αντιδράσεις της «αστικής» αντιπολίτευσης, αν και μετρημένες, δεν επέτρεψαν την υπερψήφιση του μέτρου. Και αυτό γιατί η «κόκκινη» πλειοψηφία βρισκόταν ουσιαστικά στη μειοψηφία: 2 από τους νεοεκλεγέντες κομμουνιστές δημοτικούς συμβούλους δε μετείχαν στην ψηφοφορία γιατί ήταν εξόριστοι. Τελικά –και υπό την πίεση των εργαζομένων που παρευρίσκονταν στην αίθουσα- οι σύμβουλοι της «μειοψηφίας» αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, συμφωνώντας στην χορήγηση τουλάχιστον του ποσού των 150.000 δραχμών. Η κατάκτηση αυτή υπέρ των εργαζομένων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, τα οποία δοκιμάζονταν έντονα από την ανεργία και την ανέχεια, δεν ήταν η μόνη που πέτυχε η «κόκκινη» δημαρχία στη σύντομη διάρκεια της θητείας της. Ανάμεσα στα μέτρα που ελήφθησαν σχεδόν από την επομένη της ανάληψης των καθηκόντων της περιλαμβάνονταν: δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη (που ως τότε χορηγούνταν επί πληρωμή), αγορά φαρμάκων με έξοδα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης για τους μη έχοντες, άμεση καταγραφή των απόρων της πόλης ώστε να τους δοθεί ειδικό επίδομα κ.ά.

(...) Στο σύντομο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την εκλογή του «κόκκινου» Δημοτικού Συμβουλίου μέχρι και την ουσιαστική παύση του, έγιναν διάφορες ενέργειες για την υπονόμευσή του: Οι κομμουνιστές δημοτικοί σύμβουλοι παρενοχλούνταν συνεχώς από τις Αρχές, διώκονταν, συλλαμβάνονταν ή απολύονταν από τις δουλειές τους.

Δύο μήνες μετά από τις δημοτικές εκλογές, ο δήμαρχος και το σύνολο της «πλειοψηφούσας» παράταξης βρέθηκαν ενώπιον της δικαιοσύνης διωκόμενοι με το Ιδιώνυμο! Η κατηγορία που τους απαγγέλθηκε ήταν ότι «συνέταξαν και διένειμαν κατά χιλιάδας ανά διαφόρους συνοικίας της πόλεως προκηρύξεις εντύπους αυτόχρημα επαναστατικάς, κατά του κοινωνικού καθεστώτος, περιεχομένου, κλπ.» Ως μάρτυρες κατηγορίας στη δίκη εκλήθησαν να καταθέσουν οι: Ι. Καλλέργης (Επιτελάρχης του Δ’ Σώματος Στρατού), Στ. Μπριλλάκης (Διοικητής της Χωροφυλακής), Γ. Δούλος (Αντισυνταγματάρχης Μηχανικού), Ε. Αλεξάκης (Ανθυπασπιστής του Τμήματος Ασφάλειας), τρεις άλλοι από την αστυνομία και το στρατό, καθώς και δύο συνδικαλιστές της «συντηρητικής παράταξης». Της υπεράσπισης ηγήθηκε για ακόμη μία φορά το ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ Μ. Πορφυρογένης. Παράλληλα με τη δίκη διεξάγονταν μαζικές εκδηλώσεις αλληλεγγύης υπέρ των κατηγορουμένων σε όλη την πόλη. Σύσσωμη η εργατική τάξη της Καβάλας, οι καπνεργάτες, οι υποδηματεργάτες, οι οικοδόμοι, οι ραπτεργάτες, κ.ά. κατέβηκαν σε απεργία διαμαρτυρίας.

Ο «κόκκινος» δήμαρχος μετέτρεψε το εδώλιο του κατηγορούμενου σε βήμα καταγγελίας. Ξεκινώντας την αγόρευσή του υπογράμμισε μεταξύ άλλων: «Η δίκη η σημερινή έχει εξαιρετικήν σημασίαν, όπως εξαιρετικήν σημασίαν έχει δια την ιστορίαν του Κομμουνιστικού Κόμματος η δια πρώτην φορά εκλογή κομμουνιστού δημάρχου εις την Ελλάδα». Ο πρόεδρος του δικαστηρίου τον διέκοψε αμέσως, ισχυριζόμενος πως «το δικαστήριο δε δικάζει κόμματα, ούτε προγράμματα, μόνον εγκλήματα και εγκληματίες. Η δήλωσις συνεπώς αν είσθε κομμουνιστής ή όχι ουδεμίαν επιρροήν επί της αποφάσεως του δικαστηρίου δύναται να έχει»!

Παρά την οφθαλμοφανή υποκρισία της έδρας, ο Μ. Παρτσαλίδης συνέχισε απτόητος: «Το Κομμουνιστικό Κόμμα κατεβαίνει στις δημοτικές εκλογές για να καταλάβει τους δήμους και τις κοινότητες και αποδείξει έμπρακτα ότι αγωνίζεται για τα συμφέροντα όλων των καταπιεζομένων. Εδώ στην Καβάλα η νίκη του Κομμουνιστικού Κόμματος ήτο βέβαιη. Ξέραμε πως η κεφαλαιοκρατία με όλα τα μέσα που διαθέτει πήγαινε να αποτρέψει την επιτυχία μας. Μα αυτό δεν το κατόρθωσε και για αυτό φρόντιζε να βρει τρόπο να μη μας παραδώσει δημαρχία. Εδώ όλα τα αστικά κόμματα, παρά τις διαφορές τους, ενώθηκαν μα δεν πέτυχαν να αποτρέψουν την καταστροφήν της πόλεως, όπως έλεγαν. Ημείς, το Ενιαίο Μέτωπο Εργατών-Αγροτών, ξέραμε πως η κεφαλαιοκρατία θα μετήρχετο όλα τα μέσα για να αποτρέψει την επιτυχία μας... Παρόλα ταύτα, μας έστειλαν οι εργάτες στη δημαρχία, την οποία χρησιμοποιήσαμε και θα χρησιμοποιήσουμε για τα συμφέροντα των εργαζομένων».

Το κατηγορητήριο κατά του δημάρχου κατέρρευσε και ο Μ. Παρτσαλίδης κρίθηκε αθώος. Ωστόσο, άλλα 5 μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου καταδικάστηκαν με το Ιδιώνυμο, περιορίζοντας ακόμη περισσότερο την ήδη μειωμένη παρουσία των κομμουνιστών σε αυτό. Αλλά ούτε και ο «κόκκινος» δήμαρχος θα διαφύγει τελικά της καταδιωκτικής μανίας των Αρχών. Στις 14.7.1934 γνωστοποιήθηκε η δίμηνη (προσωρινή) του παύση έπειτα από νομαρχιακή απόφαση, το περιεχόμενο της οποίας δεν ανακοινώθηκε με το αιτιολογικό ότι ήταν «εκ φύσεως εμπιστευτική». Δώδεκα ημέρες μετά, παύτηκε και ο κομμουνιστής δήμαρχος Σερρών.

Ο απολογισμός της τρίμηνης δημαρχίας, παρά τα όποια εμπόδια και τις δυσκολίες, υπήρξε πραγματικά πλούσιος. Πραγματοποιήθηκαν κατασκευές δρόμων και υπονόμων στις εργατικές συνοικίες, αυξήθηκαν τα μεροκάματα σε οικοδόμους και τεχνίτες, υπερδιπλασιάστηκε ο αριθμός των παιδιών στα οποία χορηγούνταν μαθητικά συσσίτια (με χρηματικούς πόρους που προήλθαν από ανάλογες περικοπές στους μισθούς του δημάρχου και του Δημοτικού Συμβουλίου), οργανώθηκαν παιδικές εξοχές, δόθηκαν μισθοί στους μαθητευόμενους εργάτες που μέχρι τότε εργάζονταν αμισθί, αναβαθμίστηκε σημαντικά ο ρόλος των συνοικιακών συλλόγων ως μαζικών φορέων μέσα από τους οποίους οι απλοί πολίτες αποκτούσαν λόγο στα κοινά της πόλης, κ.ά.

Με τη λήξη της δίμηνης προσωρινής του παύσης, κατά την οποία επικεφαλής του δήμου ορίστηκε κάποιος από την τεχνητά διαμορφωμένη «πλειοψηφία», ο Μ. Παρτσαλίδης ανέλαβε και πάλι χρέη δημάρχου στις 16 Αυγούστου. Δύο βδομάδες αργότερα (1η του Σεπτέμβρη) αποφασίστηκε η εκτόπισή του. Χιλιάδες εργάτες κινητοποιήθηκαν άμεσα σε μια χαρακτηριζόμενη από τον Ταχυδρόμο ως «καθαρώς πολιτική απεργία» διαμαρτυρίας. Στις 5 του Σεπτέμβρη κηρύχθηκε γενική απεργία στην Καβάλα με συμμετοχή που άγγιξε το 100%. Οι Αρχές, αντιμέτωπες με τη λαϊκή οργή, ανέστειλαν αυθημερόν την απόφαση της εκτόπισής του. Ο «κόκκινος» δήμαρχος θα εξοριστεί τελικά στη Γαύδο στις 9.9.1934 με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς να κοινοποιηθεί η σχετική απόφαση, ώστε να αποτραπούν παρόμοιες μαζικές εκδηλώσεις και κινητοποιήσεις.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε βεβαίως γνώση των περιορισμών που αναπόφευκτα προέκυπταν για μια εκλεγμένη κομμουνιστική Αρχή σε συνθήκες κυριαρχίας της αστικής τάξης σε εθνικό επίπεδο. Σε σχετική του προκήρυξη για τις τοπικές εκλογές το Ενιαίο Μέτωπο ξεκαθάριζε πως «...μέσα στο σημερινό αστικό κράτος δεν πρέπει να γελιόμαστε ότι είναι δυνατό να υπάρξει καμία δημοτική εξουσία στα χέρια των κομμουνιστών, τη στιγμή κατά την οποία βρίσκεται κάτω από το πέλμα του κρατικού μηχανισμού. Η δημοτική αρχή είναι όργανο για την πραγματοποίηση της πολιτικής της μπουρζουαζίας... Η πραγματοποίησις του προγράμματός μας προβλέπει ένα διαρκή αγώνα, μια μαζική πίεση μέσα και έξω από το Δήμο. Η αναπόφευκτη σύγκρουση με τον κρατικό μηχανισμό δε θα μας εμποδίσει καθόλου να χρησιμοποιήσουμε το Δήμο για την εξυπηρέτηση των φτωχών εργαζομένων με οποιουσδήποτε τρόπους, σε οποιεσδήποτε περιστάσεις».


Αξίζει να σημειωθεί για την ιστορία πως τέσσερις από τους «κόκκινους» δημοτικούς συμβούλους, που καταδικάστηκαν με το Ιδιώνυμο τον Απρίλη του 1934, παραδόθηκαν εν συνεχεία από τις ελληνικές Αρχές στις φασιστικές δυνάμεις κατοχής (μαζί με τους υπόλοιπους πολιτικούς κρατουμένους). Εξ αυτών, ο Γιάννης Ευθυμιάδης εκτελέστηκε με άλλους 105 αγωνιστές στο Κούρνοβο (6.6.1943), ενώ οι Δημοσθένης Μακέδος και Νίκος Νεγρεπόντης βρέθηκαν ανάμεσα στους 200 κομμουνιστές εκτελεσθέντες της Καισαριανής (1.5.1944).

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014

Περί συντεχνίας

Ας δούμε καταρχάς κάποια ενδιαφέροντα σημεία που θα μας φανούν χρήσιμα στη συνέχεια.

Οι συντεχνίες συνένωναν τους χειροτέχνες των πόλεων ενός ορισμένου επαγγέλματος ή κάμποσων συναφών επαγγελμάτων. Μέλη των  συντεχνιών με πλέρια δικαιώματα ήταν μόνο οι χειροτέχνες μάστοροι… Οι συντεχνίες περιφρουρούσαν με επιμέλεια το αποκλειστικό δικαίωμα των μελών τους να ασχολούνται με το δοσμένο επάγγελμα και ρύθμιζαν το προτσές της παραγωγής: καθόριζαν τη διάρκεια της εργάσιμης μέρας, τον αριθμό των καλφάδων και των μαθητευόμενων του κάθε μάστορα, καθόριζαν την ποιότητα των πρώτων υλών και του έτοιμου προϊόντος, καθώς και την τιμή του, συχνά αγόραζαν από κοινού τις πρώτες ύλες. Οι μέθοδες δουλειάς που είχαν καθιερωθεί από τη μακρόχρονη παράδοση ήταν υποχρεωτικές για όλους. Η αυστηρή ρύθμιση είχε σκοπό να πετύχει ώστε κανένας μάστορας να μην ανέβει πιο ψηλά από τους άλλους. Εκτός απ’ αυτό, οι συντεχνίες αποτελούσαν και οργανώσεις αλληλοβοήθειας.
(Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Πολιτική Οικονομία, 1961, σελ. 57-60)

Η συντεχνία ως φεουδαρχική μορφή οργάνωσης της χειρωνακτικής εργασίας, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο Βυζάντιο τον 9ο αιώνα (στην Ιταλία το 10ο και εν συνεχεία στην υπόλοιπη Ευρώπη), ενώ από τα μέσα του 14ου άρχισε να αποκτά σημαντική δύναμη κι επιρροή. (…) Έως το 1890 οι συντεχνίες (σινάφια, ισνάφια, ρουφέτια ή βιομηχανικές κοινωνίες) αποτελούσαν ουσιαστικά επαγγελματικές οργανώσεις. (…) Η συντεχνιακή οργάνωση εξελίχτηκε ιστορικά, παράλληλα και σε άμεση συνάρτηση, με την ανάπτυξη του καπιταλισμού και τις ανάγκες του αστικού εκσυγχρονισμού. Έτσι, μετά το 1890 άρχισαν να εμφανίζονται και μικτά σωματεία (εργατών-εργοδοτών), ενώ το 1909 (για την οθωμανική αυτοκρατορία) και το 1914 (για το ελληνικό κράτος) καθιερώθηκε νομοθετικά ο πλήρης διαχωρισμός εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων.
(Αναστάσης Γκίκας, Από την πείρα του κινήματος των οικοδόμων στην Ελλάδα, Σύγχρονη Εποχή, σελ 11-13)

Μέλη της συντεχνίας μπορούσαν να είναι μόνο οι μάστορες, δηλαδή όσοι είχαν επαρκή εμπειρία για την άσκηση του επαγγέλματος. Οι μάστορες διέθεταν συνήθως κατάστημα, εργαστήρι ή συνεργείο, όπου απασχολούσαν μαθητευόμενους και καλφάδες ως μισθωτούς τους. Επομένως οι μάστορες ήσαν συνήθως και εργοδότες, οι δε συντεχνίες ήσαν κυρίως εργοδοτικές οργανώσεις. Οι μαθητευόμενοι και οι καλφάδες δεν ήσαν μέλη των συντεχνιών, αλλά τελούσαν υπό τον έλεγχό τους: οι συντεχνίες έπρεπε να ενημερωθούν για τις προσλήψεις τους, θέσπιζαν κανόνες για τις σχέσεις μεταξύ εργοδοτών και μισθωτών, επέβαλαν πειθαρχικές ποινές στους παραβάτες μισθωτούς, κλπ.
(Γκούτος Χ. Γ., Εργασιακές Σχέσεις των οικοδόμων στη χερσαία Ελλάδα μετά το 1800, Διδακτορική Διατριβή, Πάντειος, 1985, σ. 204)

Στη μακρά διάρκεια της ιστορίας των Ευρωπαϊκών συντεχνιών, οι χειροτέχνες –που αποτελούσαν το κύριο σώμα των βιομηχανικών εργατών στα χρόνια του Μεσαίωνα- ήταν βασικά ανεξάρτητοι παραγωγοί. Κύριοι των εργαλείων της δουλειάς τους, αγόραζαν οι ίδιοι τις πρώτες ύλες και πουλούσαν μόνοι τα τελειωμένα προϊόντα τους. Οι συντεχνίες κανόνιζαν τους όρους των εμπορικών ανταλλαγών, φρόντιζαν τους αρρώστους και τους ηλικιωμένους και μπορούσαν να επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό το πολιτικό καθεστώς μέσα στο οποίο ζούσαν… Όμως αυτό το συντεχνιακό εργαστήρι, με τους ανεξάρτητους εργαζόμενους και τη μονοπωλιακή υφή του, ήταν αληθινό εμπόδιο στον καπιταλισμό που ανέβαινε… Σιγά-σιγά οι γκίλντες (σ.σ. συντεχνίες) επηρεάζονταν όλο και περισσότερο από τους πλούσιους μαστόρους και εμπόρους και για να αποκλείσουν από τις τάξεις τους καινούρια μέλη, καθιέρωσαν ορισμένα αυστηρά περιοριστικά μέτρα… Μια νέα μεγάλη φάση στην ανάπτυξη της βιομηχανίας και κατά συνέπεια στην προλεταριοποίηση των χειροτεχνών, άρχισε με την εμφάνιση της Μανιφακτούρας… Το αποτέλεσμα ήταν να σβήσει σιγά-σιγά η χειροτεχνία σα βασικός τρόπος βιομηχανικής παραγωγής, να προλεταριοποιηθούν τα μέλη των συντεχνιών και να υπονομευτούν συστηματικά οι ίδιες οι συντεχνίες… Έτσι, οι ανεξάρτητοι χειροτέχνες, μεταβλήθηκαν –αν εξαιρέσει κανείς μερικά ιστορικά κατάλοιπα- σε μισθωτούς δούλους των καπιταλιστών.
(Φόστερ Ου, Ιστορία του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος, Εκδ. Εταιρία Ελληνικού Βιβλίου, Αθήνα, 1978 –και εκδόσεις Μόρφωση, 1959- σελ 18-20).



Ας δούμε τώρα μερικά βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν απ’ όσα διαβάσαμε παραπάνω.

Ο κυρίαρχος δημόσιος λόγος κι η προπαγάνδα των καναλιών και του αστικού τύπου χαρακτηρίζουν συντεχνίες τους κλάδους που παλεύουν να διασφαλίσουν τα δικαιώματά τους. Αλλά οι συντεχνίες δεν είναι καν σωματεία εργαζομένων, είναι ενώσεις μαστόρων, αυτοαπασχολούμενων επαγγελματιών και εργοδοτών. Η συντεχνία είναι «φεουδαρχική μορφή οργάνωσης της εργασίας», προτού καν εμφανιστεί η σύγχρονη εργατική τάξη στο προσκήνιο.

Το παλιό, συντεχνιακό πνεύμα επιβιώνει σε εκείνα τα κίτρινα συνδικάτα που αποκλείουν από τις τάξεις τους (και την τάξη τους γενικότερα) τους αντίστοιχους καλφάδες της σημερινής εποχής, ως κατώτερους και δεύτερης ταχύτητας εργαζόμενους. Αποκλείουν δηλαδή κάθε λογής συμβασιούχους (αορίστου κι ορισμένου χρόνου), τους πενταμηνίτες των προγραμμάτων της κοινωφελούς –που δε θεωρούνται καν εργαζόμενοι με πλήρη δικαιώματα-, τους ευέλικτους και ελαστικούς εργαζόμενους της νέας βάρδιας.

Επιβιώνει εν μέρει, ως πρόδρομη μορφή τους, στο τραστ και τα καρτέλ των καπιταλιστών, που μοιράζουν με συμφωνίες μεταξύ τους την πίτα της αγοράς, με διαιτητή και συλλογικό εκφραστή των συμφερόντων τους απέναντι στις άλλες κοινωνικές τάξεις, το αστικό κράτος και τους πολιτικούς του εκπροσώπους. Συμφωνίες που εντάσσονται στο πλαίσιο μιας διαλεκτικά αντιφατικής κατάστασης, όπου οι όροι της παραγωγής προγραμματίζονται και σχεδιάζονται σε ανώτερη κλίμακα, παράλληλα όμως εντείνεται ο άναρχος χαρακτήρας της καπιταλιστικής παραγωγής, που οργανώνεται με βάση το μέγιστο δυνατό κέρδος κι όχι την κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών.

Το συντεχνιακό πνεύμα εκφράζεται πρωτίστως από τους αρνητικούς συσχετισμούς στα σωματεία και εκείνες τις δυνάμεις, που σπέρνουν την αυταπάτη της ατομικής λύσης σε ευρύτερη κλαδική κλίμακα, διεκδικούν την ικανοποίηση του στενού ειδικού συμφέροντος του χώρου τους, χωρίς να βαθαίνουν τους δεσμούς τους με το σύνολο της εργατικής τάξης, να οργανώνουν την πάλη τους σε συντονισμό με άλλους κλάδους που αντιμετωπίζουν παρεμφερή προβλήματα –εξάλλου όλα τα προβλήματα στις σημερινές συνθήκες έχουν κοινή ρίζα. Κι όσο πιο φανερό γίνεται αυτό, τόσο πιο πολύ επιχειρούν να το κρύψουν πίσω από επιμέρους δευτερογενείς αιτίες (μνημόνιο, κυβερνητική διαχείριση, κτλ).

Ο συντεχνιασμός δεν είναι απλά μια φεουδαρχική επιβίωση ως έκφραση της οικονομικής καθυστέρησης της χώρας και του «υπανάπτυκτου» καπιταλιστικού σχηματισμού της. Ο καπιταλισμός έχει πάρει ό,τι φεουδαρχικό κατάλοιπο παρέμεινε ζωντανό μετά την επικράτησή του και το ενέταξε ως γρανάζι στη δική του μηχανή χειραγώγησης κι άλωσης των συνειδήσεων.

Ο συντεχνιασμός σήμερα εκφράζεται από τα εργοδοτικά σωματεία, που αντικαθιστούν τις παλιές εργοδοτικές, συντεχνιακές ενώσεις και δεν είναι καν ανεξάρτητα για να φτάσουν έστω στο επίπεδο συνείδησης του τρεϊντιγιουνιονισμού και του αυθόρμητου οικονομισμού. Είναι με δυο λόγια έκφραση της επιρροής της αστικής τάξης στο κίνημα. Κι αν αυτός είναι επίσης ένας σύντομος και περιεκτικός ορισμός του οπορτουνισμού, έχουμε μια πολύ καλή εξήγηση γιατί κυριαρχεί το συντεχνιακό πνεύμα στα σωματεία, όπου υπερτερούν οι δυνάμεις του ποικιλώνυμου οπορτουνισμού.

Το άνοιγμα των λεγόμενων κλειστών επαγγελμάτων δεν αποσκοπεί στην καλύτερη εξυπηρέτηση του κοινού, αλλά στη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου στον χώρο σε λίγα κερδοφόρα μονοπώλια, την οργάνωση του προηγούμενου «κλειστού μονοπωλίου» σε ανώτερη κλίμακα, με δυσμενείς όμως όρους για τους μικροϊδιοκτήτες αλλά και για τους «καταναλωτές».

Η υπέρβαση αυτού του μονοπωλίου δε συντελείται έχοντας το βλέμμα μας στραμμένο στο παρελθόν αλλά οργανώνοντας τον αγώνα στην κατεύθυνση της κοινωνικοποίησής του, πείθοντας με επίμονη και σταθερή δουλειά τους μικροϊδιοκτήτες που προλεταριοποιούνται πως το δικό τους αντικειμενικό συμφέρον δε βρίσκεται στην ονειροπόληση του ιζνογκούντ, που θέλει να γίνει αυτός μονοπώλιο στη θέση του μεγαλοαστού χαλίφη –εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις που έχουν όντως τέτοιο ορίζοντα, ως εξαίρεση στο γενικό κανόνα- αλλά σε μια διαφορετική προοπτική, στο πλευρό της εργατικής τάξης. Το συντεχνιακό πνεύμα στέκει πρωτίστως εμπόδιο σε αυτήν ακριβώς την προοπτική και όχι στις επιχειρούμενες καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις.


Τα παραπάνω αποσπάσματα μπορεί να τα βρει κανείς συγκεντρωμένα στο τελευταίο βιβλίο του αναστάση γκίκα «από την πείρα του κινήματος των οικοδόμων στην ελλάδα» στο πρώτο κεφάλαιο με την προϊστορία, τις πρώτες μορφές οργάνωσης, σχέσεις και όρους εργασίας. Και η αναφορά αυτή είναι ένα μόνο από τα πολλά πιθανά ερείσματα που μπορεί να οδηγήσουν όχι μόνο τους σφους αναγνώστες, αλλά κάθε απλό εργάτη να αγοράσει και πρωτίστως να μελετήσει αυτό το βιβλίο και την πολύτιμη πείρα του οικοδομικού κινήματος.

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

Σκούπισε τα μάτια σου

Ή αλλιώς, μια εκδήλωση στην ασοεε για το δεκέμβρη, με ομιλητή τον αναστάση γκίκα, συνεργάτη του τμήματος ιστορίας της κετουκε, δηλ της κε του κόμματος. Πριν αρχίσει, κάναμε βόλτες στον πάγκο με τα βιβλία με τον ολόφρεσκο τόμο του δοκιμίου και στο φουαγιέ με τη διακριτική περιφρούρηση, γιατί οι αναρχικοί έχουν δυνατό στέκι στην ασοεε.

Η εκδήλωση ξεκίνησε με την απαγγελία ενός σύντομου ποιήματος για το κόμμα και το δεκέμβρη όπου ξεχώριζε ο λυρικός στίχος: Κάπα-Κάπα-Έψιλον, σκούπισε τα μάτια σου...!
Προσωπικά ομολογώ ότι μου θύμισε τη διαφήμιση με το σλόγκαν, όχι πια δάκρυα. Αλλά εγώ, έτσι κι αλλιώς, δε σκαμπάζω πολλά περί τέχνης και δεν έχω βαρύνουσα άποψη επί του θέματος.

Στη συνέχεια είδαμε ένα πολύ ωραίο βιντεάκι για το δεκέμβρη και τον ένοπλο αγώνα του δσε, με την βραχνή αφήγηση του θανάση παπαρήγα και τους συντρόφους να χειροκροτάνε σε διάφορα σημεία, μέχρι να τελειώσει το βίντεο. Το κακό με τα βιντεάκια βέβαια, σε αντίθεση με τις ομιλίες, είναι ότι δε μπορείς να τα διακόψεις όσο κρατάει το χειροκρότημα και να βάλεις μετά να παίξει η συνέχεια. Κι έτσι χάσαμε δυο-τρία σημεία.

Κρατήσαμε όμως το σηματάκι του δσε, πάνω δεξιά στα πλάνα, σα να ήταν ένδειξη καταλληλλότητας του προγράμματος (αυστηρά ακατάλληλο για αστούς και ρεφορμιστές, απαραίτητη η έγκριση του πολιτικού φορέα). Ένα εξώφυλλο απ’ το ρίζο της εποχής με τον πρωτοσέλιδο τίτλο: Σκοτώθηκε ο άρης! Κι ένα τραγούδι του ξυλούρη, σε σύνθεση λεοντή, για τους νεκρούς της πλατείας, που κάποιοι σφοι το συνέδεσαν συνειρμικά με τον κοτζαρίδη και το ανέβασαν αφιερωμένο στη μνήμη του στο youtube.

Κι ύστερα άρχισε η ομιλία, με γκολ απ’ τα αποδυτήρια, και το γκίκα να καλωσορίζει φίλους και σφους, λέγοντας στους πρώτους να γίνουν γρήγορα σύντροφοι, γιατί δεν επιτρέπεται –από τις συνθήκες- να έχουν δισταγμούς. Και τους προέτρεψε να πάρουν και να μελετήσουν το δεύτερο τόμο του δοκιμίου ιστορίας, χωρίς να τρομάζουν από το βάρος του, γιατί το πολιτικό του βάρος είναι μεγαλύτερο.

Γενικώς ο γκίκας είναι ένας ωραίος τύπος, σχετικά νέος, που δεν χάνει ευκαιρία να αστειευτεί. Μια με τα φώτα που χαμήλωσαν ξαφνικά για να φτιάξουν ατμόσφαιρα, μία με την ηλικία του, όταν κάποιος του μίλησε στον πληθυντικό, ή και με πιο πολιτικά πράγματα. Όπως σε κάποια φάση που μιλούσε για το συνασπισμό του εαμ και το κκε ως βασική του συνιστ... εεε... ας μην πούμε συνιστώσα καλύτερα, γιατί παραπέμπει αλλού.

Ξεκίνησε την ομιλία του με την καίρια παρατήρηση ότι η ιστορία γράφεται από τους λαούς, αλλά καταγράφεται από τους νικητές. Οι οποίοι προσπαθούν, ιδιαίτερα σε καιρούς κρίσης, να ελέγξουν τις συνειδήσεις, και να ανακατασκευάσουν την ιστορική μνήμη, ειδικά τις σελίδες που έχουν να κάνουν με την ιστορία του κόμματος. Έτσι ο αντάρτης βαφτίζεται κόκκινος τρομοκράτης κτλ. Κατά συνέπεια η ιστορική αλήθεια δεν είναι πολυτέλεια, αλλά αναγκαιότητα.

Λίγες σελίδες της ιστορίας έχουν δεχτεί τόση σπέκουλα, όσο τα δεκεμβριανά. Αλλά το σημαντικό είναι να δούμε πώς φτάσαμε ως εκεί. Μας ανέλυσε λοιπόν την χρεοκοπία του αστικού, πολιτικού κόσμου και την άνοδο του εαμ και του κουκουέ –που κάποιοι τείνουν να υποβαθμίζουν το ρόλο του. Πριν τον δεκέμβρη, το κόμμα είχε φτάσει τα 400 χιλιάδες μέλη κι ο ελας αριθμούσε 120 χιλιάδες στρατιώτες. Ενώ μόνο οι απώλειες της κοα σε έμψυχο δυναμικό, κατά τη διάρκεια της αντίστασης, έφταναν τις πέντε χιλιάδες. Μια βρετανική έκθεση του 43’, αναγνώριζε ότι δεν υπήρχε ουσιαστική αντιπολίτευση στο εαμ.

Ποιοι ήταν όμως αυτοί που πολέμησαν στα δεκεμβριανά;
Το νοέμβρη του 44' ο παπανδρέου έστελνε αγωνιώδη έκκληση στον τσώρτσιλ για στρατιωτική βοήθεια, λέγοντας ότι τα πολιτικά μέσα δεν ήταν πλέον επαρκή. Στις εκθέσεις των βρετανών ήταν φανερό ότι αντιλαμβανόντουσαν πολύ καλά τον ταξικό χαρακτήρα του ελληνικού, εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα –ίσως μόνο σε εμάς να μην ήταν τόσο καθαρό τελικά.

Οι άγγλοι απέσπασαν 60 χιλιάδες στρατιώτες από το ιταλικό μέτωπο ενώ βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη οι επιχειρήσεις κατά των χιτλερικών. Αυτό πρέπει να ιδωθεί παράλληλα με τη –μοναδική στα χρονικά του β ππ- συμφωνία με τους ναζί για την ειρηνική αποχώρηση των δεύτερων από τη θεσσαλονίκη, που θύμιζε τελετή παραλαβής-παράδοσης υπουργείων. Ο ελας τους χάλασε ως ένα βαθμό τα σχέδια αλλά οι ναζί είχαν την ευκαιρία να μεταφέρουν στρατιωτικές μονάδες στο μέτωπο εναντίον των σοβιετικών, που μόνο στις μάχες στη γερμανική επικράτεια, είχαν τριακόσιες χιλιάδες νεκρούς.

Ποιους άλλους είχαμε στο αστικό στρατόπεδο;
Το βασιλιά, ο οποίος κλωτσούσε αρχικά στο ενδεχόμενο να μείνει μακριά από την ελλάδα, αλλά τελικά παρέμεινε στην βρετανία, για λόγους τακτικής. Παρόλα αυτά ορκίστηκε αντιβασιλέας ο δαμασκηνός, χωρίς να υπάρχει καν βασιλιάς!
Τον παπαδόπουλο και τον μακαρέζο.
Και τους μισούς από τους αιχμάλωτους ταγματασφαλίτες, όπως παραδέχτηκε σε ένα άρθρο του, με τριάντα χρόνια καθυστέρηση, ο λέων σπαής, που αν σημείωσα καλά ήταν υπουργός στρατιωτικών σε εκείνη την κυβέρνηση.

Ο γκίκας μας εξήγησε επίσης το ρόλο του διευθυντή χωροφυλακής άγγελου έβερτ και του υιού μιλτιάδη, που ήταν αρχηγός της εκοφ.
Και για όσους δεν ξέρουν τι είναι η εκοφ... εδώ μπορεί να στενοχωρήσω τον φίλο μου τον κοντόχοντρο, αλλά όχι δεν είπε για τα εαακ. Άρχισε όμως να τραγουδάει ένα σύνθημα, εκοφίτες, χίτες... και το έκοψε στη μέση γιατί αυτολογοκρίθηκε.

Αυτά ήταν λοιπόν τα μπουμπούκια που πολέμησαν το δεκέμβρη εναντίον του ελας. Ή όπως λέει κι ο σύγχρονος μπουμπούκος, απέκρουσαν τον κομμουνιστικό κίνδυνο. Σε αυτό το σημείο ο γκίκας άρχισε ένα μονόλογο, που μόνο αυτολεξεί μπορεί να μεταφερθεί.
Πέτυχα μια βιβλιοπαρουσίαση με τον... εμ... χμ... πώς να τον πούμε... εμ... με τον αξιότιμο υφυπουργό ναυτιλίας, που μιλούσε για το δεκέμβρη. Και ξέρετε πώς φουσκώνει όταν μιλάει για την χωροφυλακή, εκείνη η φλέβα με το μωβ χρώμα, ε; Θα μου πεις, τι κάθεσαι και βλέπεις τον γεωργιάδη; Μαζοχισμός, αλλά πρέπει να ξέρεις τι λέει κι ο εχθρός.

Μετά από τα γεγονότα περάσαμε στα διδάγματα του δεκέμβρη.
Αντίθετα με ό,τι μας πλασάρουν πολλοί ακαδημαϊκοί για το κουκουέ που έκρυβε σατανικά τα σχέδιά του για βίαια κατάληψη της εξουσίας, πίσω από απελευθερωτικά κι αντιφασιστικά μέτωπα, το κόμμα δεν έκρυψε ποτέ τη στρατηγική του, και δε θα άξιζε να λέγεται κομμουνιστικό, αν το έκανε. Μελετάει τη στρατηγική του πάλη και βγάζει διδάγματα από αυτήν, από την θετική κι αρνητική του πείρα.

Τον οκτώβρη του 44' υπήρχε επαναστατική κατάσταση στην ελλάδα, όπου οι από πάνω δε μπορούσαν και οι από κάτω δεν ήθελαν, κατά τον ορισμό του βλαδίμηρου. Με άλλα λόγια είχε μπει το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας. Ουσιαστικά, το θέμα ποιος-ποιον είχε τεθεί για όλη σχεδόν την ευρώπη, μετά το 43’ και τη μάχη του στάλινγκραντ.

Το κουκουέ είχε την εξουσία στα χέρια του και μπορούσε να αξιοποιήσει τις εσωτερικές αντιθέσεις μεταξύ ηπα και αγγλίας, για να την κρατήσει. Αλλά δεν το έκανε. Συνεπώς, ένα βασικό δίδαγμα είναι ότι δεν υπάρχει ενδιάμεση εξουσία, ανάμεσα στην αστική και την εργατική. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι αν είχαμε σωστή στρατηγική, σώνει και καλά θα κερδίζαμε, γιατί υπήρχαν κι άλλες προϋποθέσεις για την τελική νίκη. Θα είχαμε όμως περισσότερες πιθανότητες.

Αυτό το τελευταίο ειδικά μας το είπε με τη λατρεμένη μορφή των αντιρητορικών ερωτήσεων. Μήπως αυτό σημαίνει ότι αν είχαμε εντοπίσει σωστά το ζήτημα της εξουσίας, η τελική νίκη θα ήταν σίγουρη; Όχι, σύντροφοι. Έτσι το βάλαμε στην καρδιά μας, ως μορφή κι ως περιεχόμενο.

Τα επόμενα διδάγματα ήταν:
-η αυτοτελής οργανωτική ύπαρξη της πρωτοπορίας, ως προϋπόθεση για τη δράση της (να ανεβάζει το επίπεδο της συνείδησης των μαζών, να οξύνει την ταξική πάλη κτλ)
-ο πρωτοπόρος ρόλος της εργατικής τάξης στη λαϊκή πάλη –που γενικά σωστό είναι, αλλά νομίζω ότι εν προκειμένω, μάλλον η σημασία της συμμαχίας με τα άλλα λαϊκά στρώματα ήταν που αναδείχτηκε.

-ο ταξικός χαρακτήρας του κράτους, που δε μπορεί να κρυφτεί και να καλλωπιστεί με δημοκρατικούς μανδύες. Στη γερμανία οι ίδιοι επιχειρηματικοί όμιλοι έκαναν κουμάντο τόσο στα χρόνια των ναζί, όσο και μεταπολεμικά. Και στη σύγχρονη εε, οι «δημοκρατικές», εκλεγμένες κυβερνήσεις είναι αυτές που απαγορεύουν τα κκ και το σφυροδρέπανο ως σύμβολο.

-τέταρτο και τελευταίο, ότι η αστική τάξη δεν αποδυναμώνεται, αλλά τουναντίον ισχυροποιείται όταν συμμετέχει σε διεθνείς, ιμπεριαλιστικές ενώσεις.

Για να κλείσει με αυτό που είπε και στην αρχή, διαλεκτικά αντεστραμμένο. Η ιστορία μπορεί να καταγράφεται από τους νικητές, αλλά δεν παύει να γράφεται από τους λαούς. Που ως γνωστόν, όταν έρχονται αντιμέτωπο με την τυραννία, επιλέγουν: τις αλυσίδες ή τα όπλα.

Ένα ιστορικό σύνθημα του εαμ, που παραμένει επίκαιρο. Κι έτσι κάποιοι αναρχικοί σκέφτηκαν να το (αντι)γράψουν στο πανό τους, στη φετινή πορεία του πολυτεχνείου. Αλλά αντέδρασαν οι σύντροφοί τους, από θέση αρχής, γιατί αναπαρήγαν τα συνθήματα των κομμουνιστών...

Εμένα πάλι μου έρχεται στο νου ένας γίγαντας αναλυτής, να επαναλαμβάνει το σύνθημα, να λέει ότι οι λαοί έχουν να επιλέξουν τις αλυσίδες ή τα όπλα, και να επεξηγεί: και οι λαοί έχουν τα δικά τους όπλα, τις εκλογές, την απεργία κλπ. Δυστυχώς δε θυμάμαι ποιος ήταν και πού τον είχα πετυχει.

Στο δεύτερο γύρο με τις ερωτήσεις, ξαναμπήκε με διάφορες μορφές το βασικό ερώτημα για τους λόγους της ήττας. Το πιο σημαντικό από τις απαντήσεις του γκίκα ήταν μια εκπληκτική προτροπή, με αφορμή μια ερώτηση: μην παίρνετε τοις μετρητοίς όσα λέμε εμείς εδώ. Ψάχτε το και μόνοι σας. Οι κομμουνιστές φτάσαμε όπου φτάσαμε αμφισβητώντας.
Να αγιάσει το στόμα του. Αλλά σε αυτό που λέει υπάρχει κι αντίστροφη ανάγνωση. Όσες λίγες φορές τα κάναμε μούσκεμα, εμείς οι κομμουνιστές, την πατήσαμε γιατί δεν είχαμε πνεύμα αμφισβήτησης. Συμφωνώντας άκριτα, φτάσαμε εκεί που φτάσαμε.

Στο τέλος ο γκίκας έκλεισε με μια ευχή, που έμοιαζε με στίχο από το imagine του λένον, λόγω και της ημέρας (8 δεκέμβρη). Να είμαστε στο ίδιο αμφιθέατρο, σε 30-40 χρόνια, και να μελετάμε την τωρινή στρατηγική του κόμματος, του 10’ και του 20’, κάτω από άλλε, νικηφόρες συνθήκες.

Και κάπου εκεί το κλείσαμε, για να πάμε για κανονική τροφή, μετά από τόση τροφή για σκέψη. Γιατί όπως λέει κι ο αναστάσης, νηστικό αρκούδι δεν χορεύει –κι ας είναι σοβιετικό, προσθέτω εγώ. Αν και ο ραφαηλίδης, θα είχε πολύ διαφορετική άποψη επ’ αυτού. Φωνάξαμε για επίλογο το σύνθημα εαμ-ελάς-επόν-οπλα-δσε –μαζί κι ο γκίκας- και στο καπάκι μας είπε: έτοιμους για αντάρτικο σας βλέπω..

Κι έτσι φύγαμε με το χαμόγελο, και το όπλο παρά πόδα. Κι ανανεώσαμε το ραντεβού μας, σε τριάντα-σαράντα χρόνια από τώρα, στο ίδιο αμφιθέατρο, σε μια λεύτερη, σοσιαλιστική ελλάδα.
Venceremos…