Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα σπίτι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα σπίτι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

Μολών λαβέ

Αφού λοιπόν δε βγαίνουμε στο δρόμο να αντιδράσουμε, σκέφτηκαν πως μπορούν και τους παίρνει να μας πάρουν τα σπίτια και να πετάξουν κόσμο στο δρόμο. Το οποίο διαβάζεται όμως κι ανάποδα. Τώρα τουλάχιστον που κάποιους θα τους πετάξουν στο δρόμο, τι άλλο μένει πια για να το πάρουν κι αυτοί απόφαση να κατέβουν από μόνοι τους στο δρόμο, με άλλους όρους;

Θα μου κλείσεις το σπίτι, με έχεις κάνει αλήτη

Κι αλήθεια θα περάσει έτσι αυτό, χωρίς καμιά αντίδραση; Γιατί, ξέρω εγώ, του αλήτη η καρδιά δε σου κρατάει κακία; Μα αν υπάρχουν κάποιοι αλήτες εδώ, δεν είναι άλλοι από τον κυβερνητικό λόχο του «ναι σε όλα». Είναι η πολιτική αλητεία της ΔΦΑ (δεύτερη φορά αριστερά) και του επικεφαλής της προσωπικά, που κοροϊδεύει στην ψύχρα το λαό, όσο και αν το Σεπτέμβρη είχε εκλείψει πια το δικαίωμα το δικαίωμα στην αυταπάτη –μετά από το δικαίωμα στην ελπίδα που ερχόταν, κόλλησε όμως κάπου στο δρόμο, όπου θα μας πετάξουν όλους κάποια μέρα.

Αλλά ναι, εντάξει, ξέχασα, αυτός είναι καλό παιδί, αλλά τον πίεσαν οι ξένοι, οι κακοί, και αυτός δεν ήθελε, αλλά μετά ήθελε, γιατί τον είχαν κλεισμένο 17 ώρες σε ένα μπουντρούμι, που τον λυγά. Που 17 να είναι οι ώρες του κι οι μέρες της κυβέρνησής του.
Κούλα, με ακούς; Πολύ κωλόπαιδο ο Αλέξης…

Όπως λέει πάντως κι ο Μώμος, το πιο εκπληκτικό, πασοκικό, μυστηριακό και πιο μεγάλο σε όλα αυτά, δεν είναι μονάχα η αλαζονεία, ο ξετσίπωτος τομαρισμός, δεν είναι η δόξα, δεν είναι τα λεφτά, αλλά η φοβερή επιχείρηση στοχοποίησης όσων παύουν να ευθυγραμμίζονται με την κυβερνητική, μνημονιακή πολιτική και τα αντιλαϊκά της μέτρα, επιδιώκοντας να σώσουν την υστεροφημία τους ή την πολιτική τους καριέρα. Όλοι θυμούνται, για παράδειγμα, το απίστευτο σόου του καλοκαιριού και πώς ξεσπάθωναν τα δελτία ειδήσεων ενάντια στη Ζωή (τι είπατε;) και το Βαρουφάκη, κοντεύοντας να τους καταστήσουν σχεδόν συμπαθείς, με την κανιβαλική τους διάθεση. Φαντάσου δηλ τι θα είχε να ακούσει ο Γκάμπριελ, έτσι και δεν είχε παραιτηθεί και τι μεθόδους ζούγκλας (Τριανταφυλλόπουλου) θα είχαν επιστρατευτεί για να σκαλίσουν το παρελθόν του (και δεν εννοώ προφανώς με αυτό ότι ήταν υποψήφιος της Πανσπουδαστικής, για ένα φεγγάρι).

Κι ενώ τα ΜΜΕ, καταπιάνονται, ως συνήθως, με την παραπολιτική πτυχή του πράγματος, και τη φοιτητική φιλία Τσίπρα-Σακελλαρίδη, που χάλασε, ο κυβερνητικός λόχος έμεινε με 153 βουλευτές, αφού ως κι ο ανεκδιήγητος Παναγούλης έκανε την έκπληξη και διαφοροποιήθηκε. Και τώρα βλέπει (η κυβέρνηση) το λάδι στο καντήλι της να σώνεται –λίγο ακόμα δηλ και θα πηγαίναμε και σε νέες εκλογές μες στο 15’ (όχι άλλες κάλπες, έλεος).

Εν τω μεταξύ η Αυγή έκανε την πάπια, με ένα πρωτοσέλιδο για τις ευρωπαϊκές αξίες, που δεν πρέπει να ηττηθούν και σε άφηνε με την απορία, αν εννοούσε: α. τις στρατιωτικές επεμβάσεις των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών, β. ότι η ΕΕ σημαίνει μνημόνια διαρκείας για το λαό, ή γ. το συγκριτικά χαμηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης στις χώρες του ευρωπαϊκού βορρά και τα νέα δεδομένα στα οποία πρέπει να προσαρμοστούμε κι εμείς –αν θέλουμε να παραμείνουμε πιστοί στις μεγάλες ευρωπαϊκές αξίες.

Έχουμε πόλεμο, όχι όμως αυτόν που μας πλασάρουν, αλλά αυτόν που μας κήρυξαν (χρόνια τώρα) οι τζιχαντιστές των τραπεζιτών και των βιομηχάνων. Πόλεμο ταξικό, όπου ισχύει απόλυτα το λακωνικό «ή ταν ή επί τας» για την ταξική μας αξιοπρέπεια, γιατί τα αντικρουόμενα συμφέροντα δε γίνεται να παντρευτούν. Όπως και το «μολών λαβέ», που είπε πολύ εύστοχα χτες στη Βουλή ο Παφίλης. Και το οποίο δεν αφορά μόνο τους ηρωικούς Λακεδαιμόνιους, ούτε φυσικά (πολύ περισσότερο) τους ούτε καν τριακόσιους νοματαίους των «πλην Λακεδαιμονίων», που δεν έκλεισαν ούτε την Αμαλίας χτες το απόγευμα στο Σύνταγμα, και συνεχίζουν να πετάνε από νίκη σε νίκη.

Αλλά είναι υπόθεση όλου του λαού, να βροντοφωνάξει, να διεκδικήσει και να καταφέρει να μην περάσει «κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη»…

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015

Κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη

Η κε του μπλοκ αντιγράφει και δημοσιεύει σήμερα ένα άκρως επίκαιρο απόσπασμα από το πολύ ενδιαφέρον και αξιόλογο βιβλίο «η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ» των Μπόγιερ και Μόρε. Η ιστορία που μας αφηγούνται βασίζεται σε αληθινή συνέντευξη από την Αμερική της κρίσης του μεσοπολέμου (ενώ στην πρώτη έκδοσή του στις ΗΠΑ σημειωνόταν πως για αυτονόητους λόγους δε δινόταν το όνομα της πόλης ή η ακριβής θέση της). Ίσως η ιστορία φανεί σε κάποιους απλοϊκή και προβλέψιμη ως προς το τέλος της, αλλά σε περιόδους κρίσης, οι ταξικές αντιθέσεις είναι εξαιρετικά απλές, σε δύο στρατόπεδα που γίνονται καθαρά σ’ όλους. Όσο για το τέλος της μεταξύ τους πάλης, ο δικός μας στόχος είναι να βγει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από την προβλέψιμη επικράτηση των ισχυρών



Η οικονομική κρίση έμοιαζε με κάποια φυσική καταστροφή, κάτι σαν πλημμύρα, τυφώνα ή θύελλα, που αφάνιζε τα πάντα στο πέρασμά της. Κάπως έτσι αποτυπώθηκε στο μυαλό του κοινού ανθρώπου. Όμως, αντίθετα με τη θύελλα, η κρίση δεν κόπαζε. Συνεχιζόταν χρόνο με το χρόνο, 1929, 1930, 1931, 1932, 1933, έπαιρνε ολοένα νέες διαστάσεις, βάθαινε όλο και πιο πολύ, στερούσε δουλειές και στέγη, πετούσε εκατομμύρια άστεγους στους δρόμους· εξαπλώθηκε στη Λατινική Αμερική και την Ευρώπη, παγίδεψε ολόκληρες χώρες και ηπείρους, την περήφανη αυτοκρατορία της Μεγάλης Βρετανίας, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Αυστρία, τα Βαλκάνια, ολόκληρη την Αφρική και την Ασία. Η παγκόσμια παραγωγή μειώθηκε κατά 42%, ενώ το παγκόσμιο εμπόριο κατά 65%. Υπήρχαν 50.000.000 άνεργοι σε όλο τον κόσμο.

Όμως ο Ερυθρός Σταυρός δεν έσπευσε σε βοήθεια όταν χτύπησε η κρίση. Δεν παρουσιάστηκαν οργανισμοί για να φροντίσουν του αρρώστους και πεινασμένους παρά το γεγονός ότι ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός τους ξεπερνούσε κατά πολύ όσους τραυμάτισε ή άφησε άστεγους οποιοσδήποτε τυφώνας ή σεισμός. Στην αρχή ο κάθε άνθρωπος βρέθηκε μόνος, σιωπηλός μέσα στο σπίτι του· προσπαθούσε να κρύψει την ανεργία και τη φτώχεια του, σαν να ήταν κάποια ντροπιαστική αρρώστια. Αντίθετα με τον τυφώνα, οι καταστροφές της οικονομικής κρίσης δεν έγιναν άμεσα αντιληπτές, γιατί δεν κάλυπταν μια ορισμένη περιοχή. Αντίθετα, η κρίση βρισκόταν παντού και για πολύ καιρό δεν παρουσιαζόταν τίποτε το ασυνήθιστο. Πίσω όμως από τις κρύες και ανέκφραστες προσόψεις των λαϊκών πολυκατοικιών, των μονοκατοικιών και των διαμερισμάτων, κρυμμένοι από τη δημόσια θέα άντρες και γυναίκες έδιναν τον αγώνα τους, μόνοι τους στην αρχή, θεωρώντας την καταστροφή σαν προσωπική τους ευθύνη ενώ μέσα τους υψωνόταν ένας φοβερός πανικός.

Τέτοια ήταν η περίπτωση του Πίτερ Γκρόσαπ, ενός ψηλού λεπτού πενηνταπεντάχρονου άντρα με λευκό, όλο γωνίες, πρόσωπο που δεν του άρεσε να μιλάει πολύ. Είχε δουλέψει σαν ειδικευμένος επιπλοποιός επί είκοσι έξι χρόνια στη βιομηχανία επίπλων Τόντι σε μια μεσοδυτική πόλη 300.000 κατοίκων. Μέχρι την ημέρα της απόλυσής του, την 1η του Γενάρη 1930, αντιμετώπιζε τον εαυτό του αι τη ζωή του με ήρεμη ικανοποίηση. Αγαπούσε αυτά που είχε. Αγαπούσε το σπίτι του, για το οποίο χρωστούσε μόνο 1.800 δολάρια από την πρώτη υποθήκη, αγαπούσε τη γυναίκα του και τα δυο παιδιά του. Η δεκαεπτάχρονη Μαίρη φοιτούσε στην Ακαδημία Σέικρεντ Χαρτ και ο δεκαεννιάχρονος Τζορτζ τέλειωνε τον πρώτο χρόνο στο πανεπιστήμιο της πολιτείας.

Η καλύτερή του ώρα ήταν όταν καθόταν στην πολυθρόνα του μετά το δείπνο. Δε μιλούσε πολύ. Άνοιγε τη Ντέιλι Ρέκορντ και διάβαζε ακούγοντας ταυτόχρονα ραδιόφωνο. Του άρεσε ο Κάμερον στην «ώρα του Φορντ». Τα λόγια του είχαν νόημα. Ένας άνθρωπος βγάζει όσα ακριβώς κερδίζει από τη δουλειά του. Στη ζωή, δεν παίρνεις τίποτα περισσότερο απ’ όσα προσφέρεις. Μετά από τέτοιες σκέψεις έριχνε μια ματιά στη Φάνι στην κουζίνα, που συνήθως φορούσε το γκρι πουλόβερ της. Εκείνη, όταν τελείωνε το πλύσιμο των πιάτων, καθόταν για λίγο δίπλα του στη μικρή δερμάτινη καρέκλα που ταίριαζε με την πολυθρόνα του. Μερικές φορές ο Πίτερ έπιανε τα σκληρά από τις δουλειές χέρια της και τα γύριζε για να δει το απλό δαχτυλίδι, τη βέρα που ης είχε χαρίσει είκοσι ένα χρόνια πριν. Του άρεσε αυτό το δαχτυλίδι.

Έτσι περνούσαν τα βράδια πριν απολυθεί, την Πρωτοχρονιά του 1930. Δεκαοκτώ μήνες αργότερα, το καλοκαίρι του 1931, τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά. Ο κ. Γκρόσαπ καθόταν στην πολυθρόνα του όλη τη μέρα και έφερνε τα γεγονότα στο μυαλό του για να δει πού είχε κάνει λάθος. Ίσως αν είχε γίνει ηλεκτρολόγος μηχανικός, ή κάποιο άλλο επάγγελμα του μέλλοντος, τα πράγματα να μην έπαιρναν αυτή την τροπή.

Δεν ήταν και τόσο άσχημα στην αρχή. Κάποτε-κάποτε έβγαινε από το σπίτι ντυμένος με τα καλά του και περπατούσε γρήγορα στητός και με πολυάσχολο ύφος σαν να βιαζόταν να προλάβει κάποιο επαγγελματικό ραντεβού. Πάντοτε όμως κατέληγε στο πάρκο. «Κάτι θα γίνει», έλεγε στη γυναικά του, «το λέει κι ο ίδιος ο Πρόεδρος». Όταν απολύθηκε είχε στη Φερστ Νάσιοναλ Μπανκ 312,62 δολάρια. Ρευστοποίησε κι ένα ασφαλιστήριο 5.000 δολαρίων και πήρε 1.900 δολάρια. Αν δεν υπήρχαν οι δόσεις της υποθήκες, που ήταν 58,50 δολάρια το μήνα, τα λεφτά θα κρατούσαν περισσότερο.

Με μεγάλη λύπη αποχωρίστηκε το ρολόι του, και ακόμα έκανε τη γνώριμη κίνηση για να το αγγίξει. Αυτό τον έκανε να νιώθει ένα αίσθημα κενού, όμοιο με της τσέπης του, όταν έβαζε το χέρι για να βρει κάτι που δεν ήταν στη θέση του. Το είχε δώσει μόνο για 15 δολάρια και η Φάνι είχε δώσει τη βέρα της για ακόμα λιγότερα. «Προσπαθείς να με γελοιοποιήσεις και έβαλες ενέχυρο τη βέρα σου;» τη ρώτησε. «Θες να μου πεις ότι θα ήθελες να είχες παντρευτεί κάποιον άλλο;» Εκείνες τις μέρες γινόταν έξω φρενών με το παραμικρό, όπως όταν το ρώτησε γιατί δεν πήγαινε μια βόλτα κι αυτός άρχισε να βρίζει λέγοντας πως δεν μπορούσε α μείνει κάποιος σπίτι του χωρίς να αρχίσουν να του λεν να φύγει.

Ίσως αν είχε διαλέξει να δουλέψει στο ραδιόφωνο, τα πράγματα να μην έρχονταν έτσι, σκεφτόταν ο κ. Γκρόσαπ ενώ καθόταν στην πολυθρόνα του και κοιτούσε τον απέναντι τοίχο. Άκουγε τη γυναίκα του που πηγαινοερχόταν στην κουζίνα κάνοντας μικρούς θορύβους σαν του ποντικού, σα να φοβόταν μήπως και κάποιος δυνατότερος θόρυβος τον ενοχλήσει. Το σπίτι ήταν πολύ ήσυχο. Τα δυο παιδιά είχαν φύγει.

Ο Τζορτζ αναγκάστηκε να παρατήσει το πανεπιστήμιο. Πρώτα πήγε στο Σικάγο, μετά στο Σεν Λιούις και το Ντάλας ψάχνοντας για δουλειά. Μακάρι η Φάνι να μην ανησυχούσε τόσο πολύ γι’ αυτόν. Δε θα έπεφτε δα κι από το τρένο. Την τελευταία φορά που είχαν νέα του, βρισκόταν στο Σαν Ντιέγκο, όπου είχε πάει με οτοστόπ από το Ντάλας. Του έλειπε η κόρη του, η Μαίρη. Είχε παντρευτεί. Ο κ. Γκρόσαπ δε συμπαθούσε τον άντρα της Μαίρης. Μερικές φορές φοβόταν ότι είχε φύγει από το σπίτι μόνο και μόνο για να διευκολύνει την κατάσταση. Δεν υπήρχαν λεφτά και ο άντρας του σπιτιού καθόταν χωρίς να κάνει τίποτα.

Τους τελευταίους έξι μήνες έρχονταν ειδοποιήσεις από την τράπεζα για τις καθυστερημένες δόσεις της υποθήκης. Μέρα με τη μέρα. Μέρα με τη μέρα. Δεν άφηνε τον εαυτό του να αποτελειώσει τη σκέψη. Η Ρέκορντ φυσικά είχε δίκιο όταν έλεγε ότι κανένας άνθρωπος που πήγαινε μπροστά, κανένας με εφευρετικό και τολμηρό πνεύμα δεν απευθυνόταν στην Πρόνοια.

Η χειρότερη εμπειρία του ήταν όταν πήγε στο γραφείο Πρόνοιας της περιφέρειας. Αναγκάστηκε να περιμένει στην ουρά μαζί με μαύρους, αλλοδαπούς και άλλους τόσο κουρελιασμένους που δεν αποκλείεται να ήταν αλήτες. Εκείνος ήταν φορολογούμενος αμερικανός πολίτης και δεν πίστευε στις ελεημοσύνες. Ήταν φυσικά και μέλος της AFL (σ.σ: της ρεφορμιστικής συνδικαλιστικής οργάνωσης), μα ούτε και σε αυτήν πίστευε. Τέλος πάντων, ποτέ δε θα πήγαινε εκεί, αν δεν πεινούσε αυτός και η Φάνι.

Προσπάθησε να εξηγήσει στην κοινωνική λειτουργό ότι η δική του περίπτωση ήταν διαφορετική. Δεν ήταν αλήτης. Όταν μπορούσε να σταθεί ξανά στα πόδια του… τότε όμως η υπάλληλος χαμογέλασε κουρασμένα με φιλικό ύφος, που όμως φάνηκε κοροϊδευτικό στον κ. Γκρόσαπ, και φώναξε: «Ο επόμενος!» Ήταν δύσκολο να ζήσουν δυο άνθρωποι με 12 δολάρια το μήνα.

Αν δανειζόταν χρήματα για να ξοφλήσει την υποθήκη; Τηλεφώνησε στην τράπεζα. Του είπαν ότι ήταν ήδη αργά. Η υπόθεση βρισκόταν στα δικαστήρια και αναμενόταν η απόφαση.
Η γυναίκα του στεκόταν στην πόρτα της κουζίνας. Έκανε πως δεν την είδε.
«Πίτερ», του είπε, «πρέπει να σου μιλήσω».
Δε γύρισε να την κοιτάξει. Δεν είχαν τίποτα να πουν.
«Πίτερ, πρέπει να κάνουμε κάτι!»
«Να κάνουμε; Νομίζεις ότι κάθομαι γιατί μου αρέσει;»
Ένα τρεμούλιασμα φάνηκε στο στόμα της Κας Γκρόσαπ.
«Πίτερ, ποτέ δε μου μιλούσες με αυτόν τον τρόπο».
Την κοίταξε. Εκείνη συνέχιζε να τον κοιτά σταθερά.

«Μιλούσα με την Κα Φλάερτι δίπλα. Λέει πως αν πας στο Συμβούλιο Ανέργων στην οδό Σπίερ, δε θα μας κάνουν έξωση».
Ο κ. Γκρόσαπ δοκίμασε ειλικρινή έκπληξη.
«Να πάω σε αυτή τη φωλιά των κομμουνιστών; Καλύτερα να πεθάνω».
«Η Κα Φλάερτι είναι μέλος. Πρέπει κάτι να κάνουμε. Ο σερίφης θα έρθει όπου να ‘ναι». Μέσα στην έξαψή του ο κ. Γκρόσαπ σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και στάθηκε με μεγαλοπρέπεια.
«Η Ρέκορντ λέει ότι αυτοί οι τύποι είναι κομμουνιστές!»
«Μπορεί να μου πάρουν το σπίτι», είπε και η φωνή του έσπασε απότομα, «μα εγώ δε ζητάω βοήθεια από κομμουνιστές!

Έφτασαν την επόμενη μέρα. Ο κ. Γκρόσαπ δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Ακόμα και όταν τα βαριά τους βήματα αντηχούσαν μέσα στο σπίτι, όταν κατέβασαν τα κρεβάτια και έβγαλαν τον παλιό καναπέ στο δρόμο, ακόμα και τότε δεν μπορούσε να το πιστέψει. Το λήστευαν και ήταν μόνος. Δεν υπήρχε κανείς να το βοηθήσει. Δεν υπήρχε αστυνομία για να της τηλεφωνήσει, γιατί αυτή η ίδια τον πετούσε στο δρόμο. Ή, τουλάχιστον, οι βοηθοί του σερίφη.

Η Κα Γκρόσαπ στεκόταν στη μεγάλη κουζίνα μαζεμένη σε μια γωνιά για να μην εμποδίζει, με πρόσωπο σοβαρό και γερασμένο. Ο κ. Γκρόσαπ ακολουθούσε τους σερίφηδες σα σκιά μέσα έξω πιάνοντας τα έπιπλα που φοβόταν ότι θα πέσουν ή θα γρατσουνιστούν. Έξω στο δρόμο στάθηκε ζαλισμένος δίπλα στην περιουσία του που κάποτε του έδινε δύναμη και σιγουριά, το ψυγείο, το Άτγουοτερ Κεντ, τα κατσαρολικά, τη φωτογραφία από το γάμο τους, την κορνιζαρισμένη φωτογραφία του Τζορτζ με την ομάδα του μπέιζμπολ, στο γυμνάσιο, τα κρεβάτια και τα στρώματα όπου κοιμούνταν, τα πιάτα όπου έτρωγαν. Ένας σερίφης εξέταζε προσεκτικά τα σεντόνια της Κα Γκρόσαπ. Οι γείτονες στέκονταν γύρω από τον κ. Γκρόσαπ, αλλά εκείνος δεν ήταν σε θέση να νιώσει τη συμπόνια τους, ούτε και να καταλάβει τι συνέβαινε.

Δύο αστυνομικοί έβγαζαν από την πόρτα την πολυθρόνα του. Την κουβαλούσαν με κόπο και τα βήματά τους δεν ήταν σταθερά, ώσπου ο ένας παραπάτησε και, πριν προλάβει να τρέξει σε βοήθεια ο Γκρόσαπ, η πολυθρόνα σωριάστηκε στα σκαλιά.
«Θεέ μου!» φώναξε ο Γκρόσαπ, «δεν μπορείτε να μου το κάνετε αυτό!»

Κατάλαβε ότι ο κ. Φλάερτι τον τραβούσε από το μανίκι και προσπαθούσε κάτι να του πει, μα η οργή του ήταν τόσο έντονη που δεν του απάντησε. Οι αστυνομικοί στέκονταν τώρα στη βεράντα και κοιτούσαν μια ομάδα από άντρες και γυναίκες που πλησίαζε. Ένας ψηλός μαύρος, προφανώς ο επικεφαλής, στεκόταν δίπλα στον κ. Φλάερτι.

«Μα το Θεό!» φώναξε ξανά ο κ. Γκρόσαπ προσπαθώντας να ορθώσει την πολυθρόνα και να βάλει στη θέση του το μεγάλο δερμάτινο μαξιλάρι της, «δεν μπορείτε να μεταχειρίζεστε την περιουσία του άλλου με αυτόν τον τρόπο».
Κοίταξε γύρω του. Το πρόσωπό του έκανε σπασμούς. Ο κ. Φλάερτι του είπε: «Είμαστε από το Συμβούλιο Ανέργων. Θέλουμε να βοηθήσουμε».
«Λοιπόν, μα το Θεό, αν θέλετε να βοηθήσετε, τότε κάντε κάτι!»
Ο ψηλός μαύρος κοίταξε για μια στιγμή τους πέντε αστυνομικούς στη βεράντα και μετά την ομάδα των τριάντα ανέργων.
«Πηγαίνετέ τα πίσω», είπε.

Στο λεπτό, μπροστά στα μάτια του κ. Γκρόσαπ, όλη η πολύτιμη περιουσία του, η πολυθρόνα του, ακόμα και το μεγάλο ψυγείο, οι σανίδες του κρεβατιού, οι φωτογραφίες, τα πάντα επέστρεφαν στο σπίτι. Οι γείτονες άρπαξαν και εκείνοι κατσαρολικά και στρώματα, και παραπατώντας, γελώντας δυνατά και φωνάζοντας με ενθουσιασμό, ανέβαιναν στη βεράντα και έμπαιναν μέσα στο σπίτι. Πήγε να γίνει μια μικροσυμπλοκή με τους αστυνομικούς, αλλά με τη βοήθεια όλο και περισσότερων γειτόνων το εμπόδιο αυτό παρακάμφθηκε.

Ο κ. Γκρόσαπ δεν κατάλαβε ποτέ πώς έγιναν όλα αυτά. Ήταν σαν ένα όμορφο όνειρο. Είχε ξανά το σπίτι του. Είχε δύναμη. Είχε φίλους. Η πολυθρόνα του ήταν στη θέση της. Η γυναίκα του ξαφνικά ξανάνιωσε. Έφτασαν αστυνομικές ενισχύσεις, αλλά έφυγαν μόλις αντίκρισαν το πολυάριθμο πλήθος έξω από το σπίτι. Κάποιος στην κουζίνα έφτιαχνε καφέ και σάντουιτς.

Ήταν σα γιορτή. Όλοι φώναζαν και γελούσαν. Ο κ. Γκρόσαπ έσφιξε τα χέρια τουλάχιστον είκοσι πέντε αντρών που δεν είχε ξαναδεί στη ζωή του. Ο μαύρος ηγέτης των ανέργων, ο Χιου Χέντερσον, με ένα σάντουιτς στο χέρι, έβγαλε λόγο στην μπροστινή βεράντα.

Σε λίγο ο κ. Γκρόσαπ συνειδητοποιούσε ότι είχε αρχίσει να βγάζει κι ατός λόγο. «Μετά από μια ζωή σκληρής δουλειάς», είπε, «να σου παίρνουν το σπίτι. Δεν είναι σωστό. Έβγαλαν την πολυθρόνα μου, τα πάντα, στο δρόμο. Δούλεψα σκληρά σε όλη μου τη ζωή. Δεν είναι σωστό».
Όλοι επιδοκίμασαν με φωνές. Μερικοί έφυγαν, αλλά οι περισσότεροι βρίσκονταν μέσα στο σπίτι. «Θα μείνουμε για λίγο», είπε ο κ. Χέντερσον, «για να σιγουρευτούμε ότι δε θα ξανάρθει η αστυνομία».

Η μεγάλη ένταση, η αδυσώπητη μοναξιά εγκατέλειπαν σιγά-σιγά τον κ. Γκρόσαπ. Δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο δυστυχισμένος ήταν. Ένας άνθρωπος δεν μπορεί να κατορθώσει τίποτα μόνος του. Δεν ήξερε πόσοι άνθρωποι περνούσαν τα ίδια βάσανα με τα δικά του.
Κάτι είχε αλλάξει μέσα του. Ένιωθε πως είχε βγει από τη φυλακή του απομονωμένου εαυτού του. Τώρα πια δεν καθόταν σπίτι όλη μέρα. Έρχονταν στιγμές, στις πικετοφορίες ή όταν μαχόταν με την αστυνομία καθώς βοηθούσε να μεταφερθούν μέσα τα έπιπλα κάποιους άλλου, που παραξενευόταν για το πόσο κλειστός άνθρωπος υπήρξε κάποτε. Και δεν ήταν, φυσικά, διασκεδαστικό. Αναπτυσσόταν μέσα από τις αντιξοότητες και το ίδιο έκανε το μεγαλύτερο μέρος της χώρας.

Σάββατο 5 Ιουνίου 2010

Συνεργάτες μου καλοί

Βράδυ στη Σόλωνος. Στο μυαλό τριγυρίζουν τα άμεσα κινηματικά ζητήματα. Τα βήματα του γιασικεβίτσιους, το κόψιμο του τσίλντρες, το πέμπτο φάουλ του τεόντοσιτς που κανονικά ήταν επιθετικό. Τα λέω στο τηλέφωνο στο συνεργάτη της κε του μπλοκ σε θέματα παναθηναϊκού. Κι ήξερες ότι στην τσόχα απέναντι από το γήπεδο έχουν τσιτάρει μπόρχες που λέει ότι ο παράδεισος πρέπει να είναι ένα είδος βιβλιοθήκης;

Οι μπάτσοι βγαίνουν παγανιά με μηχανάκια. Γουρλώνω τα μάτια να τους θαυμάσω.
-Ώπα, σταμάτα εδώ λίγο, λέει ο ένας. Κατεβαίνει και με πλησιάζει.
-Τι έγινε, δεν έχεις ξαναδεί αστυνομικούς;
Πού, στα εξάρχεια; Όχι, ποτέ κύριε μπάτσε μου. Πρώτη φορά μου συμβαίνει.
Και να σκεφτείς ότι είναι η περιοχή με τη μικρότερη εγκληματικότητα. Χωρίς τράπεζες, σούπερ μάρκετ. Αν δεν είχε και μπάτσους θα είχε μηδενικά ποσοστά.

Εδώ το βλέμμα μας πρόδωσε, αλλά γενικά βοηθάει.
Στο στρατό, στο σχολείο, στις συνελεύσεις, στη σχέση με το σύντροφό σου. Ακόμα και στην οργάνωση, σε καμιά δύσκολη συνεργασία.
Ξέρεις τι είναι να μην κοιτάζεις τον άλλον όταν σου μιλάει; Τον έχεις σκοτώσει. Δεν ακούς με τα μάτια, αλλά του χαλάς το παιχνίδι της υποταγής που θέλει να παίξει.
Let's play masters and servants.

Μέχρι να έρθει δίπλα μου προλαβαίνω να σκεφτώ τα πάντα.
Τον παναγούλη που έλεγε ότι εξαγρίωνε σκόπιμα τους βασανιστές του για να τον χτυπάν πάνω στα νεύρα τους και να λιποθυμάει. Τους εβραίους ναζί που έκαναν ενέσεις στους συλληφθέντες για να μην χάσουν τις αισθήσεις τους και να συνεχίσουν να τους δέρνουν. Το συμμαθητή μου από το σχολείο που έγινε αξιωματικός μπάτσος λόγω οικογένειας.

Ο μπάτσος ζητάει ταυτότητα. Μα εγώ την ψάχνω απ' τα δεκαεννιά.
-Έχεις μαζί σου τίποτα παράνομο;
Τυπικά όχι (ακόμη). Εκτός κι αν κηρύξατε τίποτα και δεν το 'μαθα.
-Άνοιξε την τσάντα σου... Φέρε λίγο το φακό!
Ναι, είναι παλιό μοντέλο. Δεν έχει φωτάκι με αισθητήρα, όπως τα ψυγεία.
Το πάρτι ξεκινάει.

Πρώτη πιάνει την απόφαση του συνεδρίου. -Είσαι οργανωμένος;
-Όχι πια. Ο κλασικός ο μαλάκας ο πρώην σύντροφος που λέει τον πόνο του σε όλους και δε σκέφτεται πού μιλάει.
-Διαφωνίες; ρωτάει ένας μικρός που έχει το ρόλο του καλού. Μπορεί και να 'ναι κιόλας.
-Περίπου.

Κοίτα να δεις, όταν ψάχνεσαι σε προβληματίζουν διάφορα. Δε σημαίνει ντε και καλά ότι διαφωνείς. Αλλά ποιος το καταλαβαίνει αυτό; Η νιφάδα απορούσε γιατί είμαι στην οργάνωση πριν βαδίσει στα χνάρια της κουκούλου. Κι ύστερα έπαιρνε το τσιμπρό της το βλέμμα και πάγωνε το σύμπαν. Βοηθάνε πολύ τα μάτια.

Ναι, αλλά μετά ο σύντροφος έχει αντιλήψεις.
Μερικά πράγματα είναι καλύτερο να τα έχεις στον ενικό. Έστω και με κίνδυνο να μην τα έχεις καθόλου. Αλλά αν δεν έχεις πληθυντικό εξ αρχής πώς να διαλέξεις και να συνθέσεις για να έχεις στο τέλος δική σου αντίληψη;
Απ' το μηδέν πάλι στο τίποτα καταλήγεις.

-Ήμουν κι εγώ παλιά, λέει ψιθυριστά ο καλός μπάτσος. Αγρίνιο. Στα 15 μου.
Τι τα ήθελες τα ματ αφού ήσουνα... σε μας. Ο κύκλος του τσώρτσιλ σε γρήγορη κίνηση (φαστ φόργουορντ). Αν δεν είσαι κνίτης στα δεκαπέντε πώς θα γίνεις μπάτσος στα είκοσι;

Κι ύστερα τι έγινε; Άσε, ξέρω. Ανεργία κι απαλεψιά.
Είναι κάτι νομοί όπου ο ένας στους δύο γίνεται μπάτσος ή εποπ. Κι αν δεν είχαν κάποια στρατόπεδα θα έπρεπε να κλείσουν και να βάλουν λουκέτο. Κι άντε μετά να πεις ότι οι μπάτσοι είναι του λαού παιδιά. Πετάς σκατά σε αυτούς και την κοινωνία τους, καθαρίζεις κι έχεις καθαρή και τη συνείδησή σου.

Μετά έβγαλε το πρόγραμμα (και καταστατικό) του κκσε του 61', από το 22ο συνέδριο. Εκείνο που έβαζε άμεσο καθήκον την οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας με ενιαία παλλαϊκή ιδιοκτησία. Και στο καπάκι την κόντρα.
Θα μου πεις: και με τη σακε και με το ρεβιζιονισμό, πώς γίνεται;
Εδώ οι άλλοι δηλώνουν αναρχοσταλινικοί, σε αυτό θα κολλήσουμε;

Επόμενο έπιασε το λούκατς, αλλά κάπως άγαρμπα.
Κοίτα. Και μένα μου τη δίνει που εκθειάζει το εικοστό και την αποσταλινοποίηση αλλά δεν είναι λόγος αυτός να σκίζουμε το εξώφυλλο.

Κερασάκι το συλλογικό του ΚΨΜ για τον ιμπεριαλισμό όπου γράφει όλη η ντριμ τιμ κι ο χαριτάκης λέει για το μεσιανισμό του προλεταριάτου και του κόμματος. Ενώ οι εργάτες μπορούν λέει να παλέψουν μέσα από τα συνδικάτα χωρίς κόμμα και καθοδήγηση. Κι αναρωτιέσαι ποιος πάσχει τελικά από μεσιανισμό.

Κι αν ήμουν φετιχιστής κι είχα κανά γυναικείο εσώρουχο; Να το μυρίζω και να θυμάμαι τη δικιά μου; Αν είχα τίποτα γυναικείο για να της δώσω; Αν είχα χάπια ή κάτι παρόμοιο; Μην τα πειράζεις αυτά, είναι βιταμίνες για την τριχόπτωση.

Τελευταία πιάνει τα χαρτιά μου που τα έχω σαν αυτιστικό χωρισμένα σε στήλες.
-Τι σημειώσεις είναι αυτές; Όλες για σένα και την αγάπη μας.
Του φαίνεται ανώμαλο. Το ίδιο και σε αρκετούς συντρόφους.
Τις ξεφυλλίζει. Βρίσκει μια προκήρυξη της εδυε για το λαμπράκη, αλλά δεν του κάνει. Άνθρακες ο θησαυρός.

-Είναι οργανωμένος, τι λέμε τώρα...
Εντάξει κι εγώ έτσι νιώθω, αλλά δεν είναι το ίδιο. Πού να σου εξηγώ τώρα. Οι λογοκριτές είναι κατά κανόνα ηλίθιοι. Και τα σκυλιά του συστήματος σαν τον ραν-ταν-πλαν.

Άλλο ενεργός, άλλο οργανωμένος. Σκέψου να ήσουνα χρυσαυγίτης κι όχι ένστολος. Η ουσία δεν αλλάζει. Και στις πορείες πάλι μαζί είστε. Κράτος και παρακράτος, η ισχύς εν τη ενώσει. Αλλά δεν είναι το ίδιο.
Σκέψου κι εμένα σαν ένα είδος παρακομματικού.

Τελικά με πέρασε για μέλος της οργάνωσης και με άφησε ήσυχο. Αυτό θα πει ασφάλεια απέναντι στους ασφαλίτες. Σε τέτοια θέματα η οργάνωση είναι κάτι σαν την ιντεραμέρικαν. Μεγάλη και σίγουρη.

Πήρε άλλος τη σκυτάλη. -Πού είναι το σπίτι σου;
Σπίτι μου είναι εκεί που με αγαπάν. Μπορεί να μένω σε αυτή την πολη, αλλά ποτέ δε θα γίνει σπίτι μου.
-Με φιλοξενεί μια φίλη μου στις εστίες.
Καλή απάντηση. Πιάσαμε κι άσυλο που τους αποθαρρύνει.

-Μόνιμη κατοικία;
Μένω εστίες αλλά είμαι ανέστιος. Και κομματικά άστεγος. Που κάποιες φορές είναι χειρότερα κι απ' όσους δεν έχουν πραγματικά σπίτι.
Έχω ψυχολογία λελέ και λέω θεσσαλονίκη. Άνω τούμπα.
-Παοκτζής; Όλες οι προσβολές μαζεμένες.
-Μπα δε θα ασχολείται με αυτά, λέει ο καλός μπάτσος. Ξέρει από πρώτο χέρι το στερεότυπο. Λέω να μην του το χαλάσω.

Ο σκληρός διαλεκτικός λέει ότι ο πρωταθλητισμός είναι σαν την αξιολόγηση. Αντανάκλαση των εμπορευματικών σχέσεων που προσπαθούν να μετρήσουν τα πάντα και να τα βάλουν στο καλούπι τους.

Η άμιλλα όμως; Οι ολυμπιακοί αγώνες της αρχαιότητας; Μια παρέα παιδιών που τρέχουν για να δουν ποιος είναι ο πιο γρήγορος; Δυο καμάκια που ανταγωνίζονται για ένα κορίτσι; Ο σταχανοβίτης που κυνηγά το μπόνους της υπερκάλυψης;
Πού σταματάει το ένα κι αρχίζει το δεύτερο;

Στη σπουδάζουσα η άμιλλα σταματούσε εκεί που ξεκινούσαν οι γιατροί. Έκαστος στο είδος του και η υγεία στους δείκτες.
Αν το ήξερα πιο πριν αυτό με τις εμπορευματικές σχέσεις θα πήγαινα να το πω στον οικονομικό τους υπεύθυνο που μας την έλεγε. Κι αυτός θα με χτυπούσε φιλικά στην πλάτη με συγκατάνευση και θα ρωτούσε ειρωνικά.
-Τι κλείσιμο έχουμε;

Τελειώνουν τα διαδικαστικά. Έφτασε η ώρα να χωρίσουμε. Χαιρετάω μόνο τον καλό μπάτσο. Να πάμε και για κανά καφέ να τον φέρω πάλι στον ίσιο δρόμο.
-Καλό δρόμο, μου λέει κι αυτός.
Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία. Δρόμος;
Ε όχι και δρόμο ρε συ. Τι μας πέρασες, για τίποτα σαλτιμπάγκους αλαβανικούς; Τίποτα του δρόμου; Με ροζ φυλλάδια για το φεστιβάλ της κοε; Κομμουνιστές ορθόδοξοι είμαστε.

...---...

Ούτε ένας χαφιές δουλειά να μη βρίσκει. Όμορφη που 'ναι η προφητεία αυτή.
Και στις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες ποιος θα δουλεύει;
Στην κοινωνία του μέλλοντος το χαφιέδισμα θα πάψει να είναι ένας μηχανισμός πάνω από την κοινωνία. Θα γίνει συλλογικό και θα απλώσει ρίζες μέσα της όπως στην τιμημένη ντε ντε ερ. Και θα απονεκρωθεί πλήρως στον κομμουνισμό όπου όπως θα έλεγε κι ο ιλιένκοφ, η ηθική θα είναι σαν το αεράκι που αναπνέουμε κι οι χαφιέδες χαρτί υγείας για να σκουπιζόμαστε.

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Βασικά καλησπέρα σας

Στα χρόνια του συντρόφου με το μουστάκι μπήκαν οι βάσεις της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Το σύνταγμα του 36 μάλιστα εκτιμούσε ότι είχαν ολοκληρωθεί. Έτσι μιλούσαμε για ολοκληρωμένο σοσιαλισμό, που ωστόσο παρέμενε ανολοκλήρωτος κομμουνισμός με τάσεις ολοκληρωτισμού σύμφωνα με τν αστική προπαγάνδα.

Είκοσι χρόνια μετά άρχισαν οι παραβάσεις και οι παραβιάσεις της σοσιαλιστικής νομιμότητας που οδήγησαν με τη σειρά τους στην παρέκβαση απ’ τις αρχές οικοδόμησης και στην τελική έκβαση των ανατροπών.

Οι παραβάτες επίγονοι του συντρόφου με το μουστάκι κράτησαν τις βάσεις στο σύνταγμα και τις ξεχαρβάλωσαν στη ζωή. Έχτισαν όμως ένα τείχος προστασίας από την ιμπεριαλιστική περικύκλωση για να κάνουν την παλινόρθωση μόνοι τους, χωρίς βοήθεια απ’ το εξωτερικό.

Η γραφειοκρατία αυτονομήθηκε από την κομματική βάση κι από εποικοδόμημα έγινε η βάση της αντεπανάστασης. Η πολιτική στο σοσιαλισμό αποκτά βασικό ρόλο κι αλλάζει η βασική της σχέση με την οικονομία. Ελλείψει βιβλιογραφίας όμως αυτά θα τα δούμε εν καιρώ.

Ιουλιανός μες στους παραβάτες, ο ηρωικός λεωνίδας, άρχισε τις επεμβάσεις στην πράγα και το αφγανιστάν για να συμμαζέψει την καμένη, ξεχερσωμένη γη που του άφησε ο νικήτας.

Αλλά με τον ιούδα τον γκόρμπι το άβατο του μπλοκ μας έγινε αφύλαχτη διάβαση. Κι εμείς πειστήκαμε να προβούμε στο απονενοημένο διάβημα της περεστρόικα σε ρόλο ιδανικού αυτόχειρα, βάζοντας τέλος στην ιστορία της σοβιετίας και του φουκουγιάμα. Κι ύστερα ήρθε η άνοιξη (της πράγας), η νέα τάξη πραγμάτων κι οι βάσεις των αμερικάνων.

Η αρχή είχε γίνει με την απόβαση της νορμανδίας. Απ’ τη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους στη μητρόπολη, οι γιάνκηδες άπλωσαν τις βάσεις τους και δεν ξανάφυγαν. Και να σκεφτείς ότι εμείς ήμασταν που θέλαμε επίμονα το δεύτερο μέτωπο.

Στη θρυλική δεκαετία με τις βάτες, ο παπατζής ανανέωσε τη σύμβαση με τις ηπα κι οι πασόκοι κατέβηκαν στους δρόμους με σημαίες: φεύγουν οι βάσεις που μένουν.

Στο τέλος της δεκαετίας γίναμε για ένα φεγγάρι επιβάτες της εξουσίας για να ξεπλύνουμε τους επιβήτορες αυτού του τόπου αλλά η νεολαία κατέβηκε από το τρένο. Ένα κομμάτι το πήρε η αναρχία, ένα άλλο έμεινε μετέωρο κι απ’ τους υπόλοιπους, άλλοι γύρισαν στο κόμμα κι άλλοι σπίτι τους. Αυτοί οι τελευταίοι ήταν δυστυχώς κι οι περισσότεροι. Όταν ο λαός μένει πολιτικά άστεγος, αφήνει το σπίτι του λαού και πάει στο δικό του.
Δυο χρόνια μετά πετύχαμε τουλάχιστον την κάθαρση εντός του κόμματος, αλλά κάηκαν και πολλά χλωρά μαζί με λίγα ποντίκια που τα κατάτρωγαν.

Έκτοτε παραμένει ζητούμενο η άνοδος του κινήματος κι η ανάβαση απ’ το αφηρημένο στο συγκεκριμένο. Παλεύουμε ενάντια στις κοινωνικές συμβάσεις και το καθεστώς των συμβασιούχων. Ζούμε με το βασικό μισθό που δεν καλύπτει βασικές ανάγκες κι αναγκαζόμαστε να σπαταλάμε απ’ τα ψυχικά μας αποθέματα και να εξοικονομούμε αγώνες κι ενθουσιασμό για την κατάλληλη στιγμή. Που έχει κολλήσει κάπου στο δρόμο, αλλά τηλεφώνησε κι ειδοποίησε πως θ’ αργήσει.

Ο κόσμος καταλαβαίνει πως έχουμε δίκιο κι ας μην καταλαβαίνει πάντα τη γλώσσα μας. Επηρεάζεται όμως από τα αντικομμουνιστικά εκτρώματα του βήματος που βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα σαν την απαγόρευση των εκτρώσεων για να παρουσιάσουν το σοσιαλισμό σαν έκτρωμα, ενώ στην ουσία ήταν απλώς πρώιμος κι επταμηνίτικος.

Στα αμφιθέατρα παλεύουμε με τα μαυροκόκκινα πρόβατα και τις αβάσιμες θεωρίες τους για το νέο επαναστατικό υποκείμενο, την πρωτοπορία του φοιτηταριάτου και το αυθόρμητο βασικό ένστικτο, που μόνο αυτό αναγνωρίζουν ως γνήσια εξεγερσιακό. Αλλά το μαϊούνη δεν πιάσαμε τη βάση και τον παλμό της και μείναμε μετεξεταστέοι.

Σε άλλη φάση θα μιλήσουμε για τις αποφάσεις του κόμματος, τις αντιφάσεις που είναι βασική αρχή της θεωρίας μας, αλλά αν συσσωρευτούν αντιβαίνουν τη σοσιαλιστική νομιμότητα, τον τριφασικό μαρξισμό και τα τρία συστατικά του, τις φάσεις του σοσιαλισμού και τη θεωρία των σταδίων, τον σοσιαλισμό ως οργανικό όλο που είναι καλή φάση και τους συντρόφους που θα τον οικοδομήσουν με διαλεκτική άρνηση του παρελθόντος και μια μεγάλη κατάφαση στη ζωή στην οποία λένε το μέγα ναι.

Ιστορία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα
Από τη σειρά προβλήματα μετάβασης στο σοσιαλισμό
(όλο σε αυτή τη ρημάδα κολλάμε).

Υγ: όσοι αναγνώστες βρίσκονται αθήνα οφείλουν στον εαυτό τους να περάσουν από την πλατεία κλαυθμώνος που φιλοξενεί το παζάρι βιβλίων (σήμερα τελευταία μέρα). Εκεί μπορούν να βρουν μεταξύ άλλων την πολιτική οικονομία της ακαδημίας επιστημών της εσσδ με έξι ευρώ, δυόμισι την ξεχερσωμένη γη του σόλοχοφ κι άλλα τόσα την αριστερή σοσιαλδημοκρατική παρέκκλιση (τρότσκι, ζηνόβιεφ) του συντρόφου με το μουστάκι. Έχει με άλλα τόσα και τη δεξιά αλλά αυτήν να την πάρετε από τη σύγχρονη εποχή να ενισχύσετε και το κόμμα.