Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αγροτιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αγροτιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2024

Η κάθοδος των μυρίων

Τι τα θέλουμε τα όπλα, τι τα θέμε τα Ραφάλ;
Θα τα κάνουμε δρεπάνια, να σας πάρ’με τα κεφάλ’...

Και μυριάδες ήταν, και από κάθε γωνιά της χώρας ήρθαν (Δωριείς, Μυρμιδόνες, Αχαιοί κτλ) και τον βαρύ οπλισμό τους έφεραν (γκλίτσες, δόρατα και άρματα-τρακτέρ) και το Σύνταγμα κατέλαβαν (ειρηνικά). Είχαν πρόγραμμα κι ήταν αποφασισμένοι, γιατί στερούνται τα βασικά και αυτονόητα, αλλά αρνούνται να πέσουν αμαχητί και να θυσιαστούν σαν Ιφιγένειες για σκοπό αλλότριο. Κι ας είχαν κάποιες σημαντικές απώλειες οπλισμού στην πορεία και τα περίχωρα.


Κι ήταν όντως μύριοι -τουλάχιστον. Εκτός και αν έχεις χάσει τα ταξικά γυαλιά σου και τους βλέπεις σαν «δεκανίκια του 41%», κάνοντας «μπιρσιμιές» απ’ την ανάποδη, για να τους βγάλεις λιγότερους και από την επίσημη εκτίμηση της αστυνομίας, όπως με ζήλο περισσό έκαναν τα πορωμένα συριζοτρόλ.

Θέλει θράσος χιλίων τρολ για να κάνεις κρεμαστάρια όσα δε φτάνεις, να μειώνεις κάθε απεργία (γιατί δεν είναι διαρκείας) και κάθε αγώνα (πχ γιατί δεν είναι ένοπλος), όταν είσαι άκαπνος στον δρόμο και παρεμβαίνεις μόνο από το πληκτρολόγιο, χωρίς να έχεις κοινωνική αναφορά και πραγματικό αντίκρισμα στον κόσμο. Ποια είμαι εγώ, μήπως είμαι κάποια; που ρωτούσε κι η Δήμητρα στα Λυκαβήττεια ’92. Ναι, γιατί τώρα πια υπάρχει η ανωνυμία του διαδικτύου, που είναι ο ιδανικός λασποβιότοπος για τέτοια τρωκτικά -ούτε καν αλεπούδες όπως στον μύθο του Αισώπου- που θα τα ξαναβρούμε στο επιμύθιο.

Η κάθοδος των μυρίων αγροτών την Τρίτη ήταν μαζική -αν και όχι ακριβώς παλλαϊκή-, με συγκινητικές στιγμές και ισχυρούς συμβολισμούς. Αλλά απείχε κάπως από το να κάνει πράξη το σύνθημα «εργατιά-αγροτιά, μια φωνή και μια γροθιά» (*) φανερώνοντας μια γενική αμηχανία σε διάφορα επίπεδα και πολιτικά μπλοκ. (*μια φωνή άλλωστε δεν είναι ούτε οι ίδιοι οι εργάτες μεταξύ τους. Πολλοί έχουν καταδικάσει τον εαυτό τους σε αφωνία, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα, προσμένουν ίσως κάποιο θάμα από την κάλπη και ένα ηγέτη-σωτήρα, χωρίς να βάζουν μυαλό και να βγάζουν συμπεράσματα. Πόσο μάλλον να δείξουν πυγμή = γροθιά, σταματώντας να εξυψώνουν πολιτικούς νάνους-πυγμαίους, για να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και τον ουρανό, και να γίνουν γροθιά στο κατεστημένο, σαν τον Τεόφιλο Στίβενσον).

Ο Μητσοτάκης πχ ξυνόταν στην γκλίτσα του αγρότη, λέγοντας ότι έξυσε τον πάτο του βαρελιού και τις αντοχές της οικονομίας -μόνο η κοροϊδία φαίνεται να μην έχει πάτο. Η κυβέρνηση έδωσε ρέστα για να ματαιώσει το συλλαλητήριο, με τους γαλάζιους συνδικαλιστές ως πέμπτη φάλαγγα, αλλά όταν απέτυχε το σχέδιο, είπε πως θα τους καλοδεχτεί, χωρίς πολύ μαστίγιο -ούτε όμως και με καρότο. Οι μπαλούρδοι τηρούσαν αμήχανοι τις εντολές και αναπολούσαν τις καλές εποχές του Σημίτη, που ξεφούσκωναν λάστιχα τρακτέρ και φούσκωναν σαν παγώνια. Οι δυνάμεις «ήπιας καταστολής» με τα μικρόφωνα (κανάλια κτλ) βαρούσαν μια στο καρφί και μια στο πέταλο -αλλά κάποιος πρέπει να τους πει ότι οι αγρότες... «είναι δεκανίκια του συστήματος», για να μην παλεύουν μόνοι τους μάταια οι αρδ. Κι οι μαντάμ-Σουσούδες που φρίττουν από θέση αρχής με τον ελληνικό επαρχιωτισμό, αγανακτούσαν με την κατάντια της Ευρώπης και τα τρακτέρ στα Ηλύσια Πεδία.
Κελ ντεκαντάνς. Μα τέλος πάντων, αν δεν έχουν αφορολόγητο πετρέλαιο, ας κάψουν παντεσπάνι
.

Στο ευρύτερο αριστεροχώρι μπορούσε να διακρίνει κανείς αντίστοιχη αμηχανία, απέναντι στο άγνωστο και σε έναν χώρο με τον οποίο διατηρεί ελάχιστες επαφές και διαύλους επικοινωνίας. Τίποτα δεν αποτυπώνει καλύτερα αυτό το αίσθημα από το πανό της ΝΑΡ (Νέα Αριστερά), που έχει συνδιάσκεψη τις ίδιες ακριβώς μέρες με το συνέδριο του ΝΑΡ (ούτε επίτηδες να το έκαναν) και από το λιτό σύνθημα που έδειχνε την εξουσία στη φαντασία: οι αγρότες έχουν δίκιο.

Ένα μέρος της πρωτοπορίας του φοιτηταριάτου μπορεί να (υπο)δέχτηκε τους αγρότες με μια σκέψη (Μάο Τσε Τουνγκ) και έναν προβληματισμό για την πάλη των τάξεων που παραμένει ιστορικά αδικαίωτη, όπως ο ινστρούκτορας του Τραμπάκουλα, και για τη διαλεκτική άρση της αντίθεσης πόλης-χωριού στην κοινωνία του μέλλοντος. Ενώ το ευρύ κοινό γεφύρωνε το χάσμα με ατάκες και μεμέ για τσίπ’ρα, σκίστιτς, παλουκώστιτς κοκ.

Αν το γνωστό τραγούδι «ήρθε ο βουλευτής στο χωριό» μιλά για την υποκρισία της (εκάστοτε) εξουσίας και της τωρινής κυβέρνησης, δεν παύει ωστόσο να ισχύει και για πολλούς από εμάς ότι «κι εμένα οι παππούδες μου ήταν αγρότες». Δεν είναι τυχαίο ίσως πως ακόμα και τα τραγούδια που μας συνδέουν με την αγροτιά, είναι μιας άλλης εποχής (του Μπακαλάκου, από τον καιρό που ο Βασίλης ήταν πράγματι νέος) και ευτυχώς δεν υπάρχει βουκολικό τραπ ή άλλο αντίστοιχο είδος -ή δεν έχει γίνει δημοφιλές. Και ότι η καλύτερη προσπάθεια για να κλείσει αυτό το χάσμα ήταν από τους αγρότες, με τα τρακτέρ που είχαν μουσικές κόρνες και έπαιζαν σύγχρονες μελωδίες, από λαϊκά μέχρι Μάικλ Τζάκσον και smooth criminal.

Η ύπαιθρος είναι ένας άλλος, άγνωστος κόσμος, από τον οποίο μπορεί να αντλούμε ρίζες και καταγωγή, αλλά είμαστε εσωτερικοί μετανάστες δεύτερης γενιάς, με ελάχιστες αναμνήσεις και βιωματικές γνώσεις για τη ζωή του και τις ανάγκες του. Πολύ λίγοι ξέρουν τι είναι η ΚΑΠ και πού στοχεύει και ελάχιστοι έχουν ακούσει ως αρκτικόλεκξο τον ΟΠΕΚΕΠΕ που καίει τους αγρότες. Κάποιοι διαδηλωτές φωτογράφιζαν τα τρακτέρ σαν εξωτικό αξιοθέατο -ή ωραίο ντεκόρ για μια ανάρτηση στον τοίχο τους- ενώ και οι αγρότες φωτογραφίζονταν με φόντο τη Βουλή, σαν μικρό ενθύμιο για τη συνάντηση δυο παράλληλων κόσμων, που μπορεί να τέμνονται σταυρικά στο σφυροδρέπανο, αλλά έχουνε χάσει την επαφή σαν εξωγήινοι ρομαντικοί που κυριεύσαν μια πόλη, έστω και για μια μέρα, συμβολικά.

Κι όμως, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε (το Σύνταγμα και) τα βασικά. Ότι χωρίς τους αγρότες δε θα είχαμε να φάμε -ήταν σύνθημα, πανό, έγινε και πρωτοσέλιδο. Ότι η ΚΑΠ τους οδηγεί σε αφανισμό. Και μαζί με αυτούς την παραγωγή της χώρας και τη δυνατότητα να τρέφει τους κατοίκους της. Ότι το βασικό της κριτήριο δεν είναι οι δικές μας ανάγκες, αλλά το μέγιστο κέρδος που συνδέεται με το ελάχιστο κόστος -για τα μονοπώλια. Ότι οι μεσάζοντες κάνουν διαχρονικά χρυσές δουλειές και τσεπώνουν τη (χαώδη) διαφορά ανάμεσα στον παραγωγό και την τιμή που βλέπουμε στον πάγκο. Ότι οι πλημμύρες δεν κατέστρεψαν μόνο τον πάγκο και κάποιους ιδιώτες, αλλά την αγοραστική δύναμη του εργαζόμενου λαού. Ότι δίνουμε λεφτά για τον πόλεμο στην Ουκρανία και τα Σκόιλ Ελικικού και όχι για να στηρίξουμε τους πλημμυροπαθείς παραγωγούς. Και ότι αν δε μοιραστούμε τον αγώνα τους, θα μοιραστούμε την ήττα και την καταστροφή -που θα είναι κοινή για όλους. Ότι όλες οι κυβερνήσεις διασφαλίζουν αφορολόγητο πετρέλαιο για την αναξιοπαθούσα τάξη των εκατομμυριούχων εφοπλιστών, αλλά το αρνούνται πεισματικά στους χρεοκοπημένους αγρότες. Που δεν κατεβαίνουν στον δρόμο για «τσάι και συμπάθεια», αλλά γιατί δεν έχει ικανοποιηθεί ούτε ένα βασικό τους αίτημα. Και όσοι ήρθαν στην Αθήνα, δεν επιδιώκουν να γίνουν «προνομιακοί συνομιλητές του Μητσοτάκη» και να πουλήσουν μούρη ως παράγοντες, αλλά οργάνωσαν τον αγώνα ενάντια σε όσους σκέφτονται έτσι και έμειναν πίσω.

Και αν όλα αυτά είχαν μια δόση διονυσιακή από καρναβάλι, με άρματα, κόρνες, τραγούδια, χορούς και ευκαιρία για εκδρομή, κάποιες φορές δεν πειράζει να είναι ο αγώνας κι ένα ταξίδι από γιορτή σε γιορτή. Το λένε εξάλλου -όχι οι Τρύπες αλλά- και τα «Αγροτικά» του Μπακαλάκου.

Πανηγύρι, πανηγύρι, πανηγύρι!
Πιάστε χέρια βρε παιδιά
Μη σας σκιάζει ο φόβος πια
Τα νταούλια να βαρούν
Οι αγρότες να χαρούν

Άιντε κι άλλη μια
Για τη λευτεριά
Για να ’ρθει στα χωριά, ξαστεριά.

Και αν κάποιοι έρχονται με θολές συνειδήσεις και απόψεις, κρατώντας πανό του στιλ «ήμασταν νοικοκυραίοι, μας καταντήσατε ζητιάνους», αφενός ο δρόμος είναι το καλύτερο μέρος για να καθαρίσει το μυαλό από την μπόχα της κυρίαρχης προπαγάνδας, αφετέρου την κριτική δεν μπορούν να την κάνουν όσοι τους βλέπουν από μια οθόνη παραμορφωμένα -και ως τάχα μορφωμένα όντα, ενώ είναι υπάκουα, ακίνδυνα τηλε-πρόβατα και ντιπ άσχετοι, πολιτικά και όχι μόνο.

Η πιο αμήχανη στιγμή ήταν ο Κασσελάκης στον ρόλο του λαϊκού ηγέτη, χωρίς κοστούμι και ότο-κιου, δίπλα στους αγρότες, σε μια από τις χειρότερες παραστάσεις του. Τίποτα όμως δε συγκρίνεται με τα γελοία τρολ του φαιδρού κόμματος και την αστεία γραμμή της θλιβερής υπόγας, που μετρούσε στην πορεία ελληνικές σημαίες και έψαχνε να βρει -με το ζόρι- φασίστες, σεξιστές κτλ.

Είναι αν μη τι άλλο κωμικό, όμως, να έχεις φάει στη μάπα τις σημαίες-μπέρτες των Ελληνοσούπερμαν στις πλατείες και τώρα να παίρνεις επικριτικό ύφος καθαρότητας -ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στο αλεύρι. Να μη βλέπουν τα πανό για το Κιλελέρ ή τις σημαίες με τον Μαρίνο Αντύπα -ίσως γιατί αγνοούν ποιος είναι- και να μιλάνε ξεδιάντροπα για «στήριξη των καναλιών», όσοι «αγανάκτησαν» μαζικά στις άνευρες φιέστες εκείνης της άνοιξης, που κύλησαν εθιμοτυπικά και έριξαν τίτλους τέλος στις άδειες του καλοκαιριού. Ή να κρίνουν ως πολιτιστικά κατώτερους τους αγρότες, όσοι θρηνούσαν για ένα δεκαήμερο τον θάνατο του Καρρά, ως λαϊκού ειδώλου, και θα κλάψουν σαν δικό τους άνθρωπο τον Αντύπα -όχι τον Μαρίνο.

Στο τέλος της ημέρας, υπήρχε μια αμήχανη σιωπή για το τι μέλλει γενέσθαι, που την επέτειναν και άλλες παράμετροι. Όπως η αίσθηση ότι η αγροτιά αργοσβήνει μαζί με την επαρχία, σαν τον διαδηλωτή που λιποθύμησε και πήγε στο νοσοκομείο, σε μια υψηλού συμβολισμού σκηνή. Η αίσθηση ότι η μορφή των μπλόκων, που έχει γράψει ηρωικές σελίδες στο πρόσφατο παρελθόν, μπορεί να έχει πιάσει ένα ταβάνι και να χρειάζεται ενίσχυση -εναλλαγή και πολυμορφία. Και η σκληρή επίγνωση ότι στο πλαίσιο αυτού του συστήματος, οι αγρότες δεν έχουν άλλη προοπτική, παρά να παλέψουν για έναν «αργό θάνατο» με καλύτερους όρους.

Αλλά τα μπλόκα συνεχίζουν, δεν κηρύσσουν λήξη και σιωπητήριο. Και δεν υπάρχει πιο δυνατός συμβολισμός από τον αγώνα, για όσους μένουν όρθιοι κι αρνούνται να σκύψουν το κεφάλι. Αλίμονο όμως σε όσους -αγρότες και μη- νομίζουν ότι ο αγώνας αυτός δεν τους αφορά και δεν είναι δικός τους.

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

Θα σας ταράξουμε στη νομιμότητα

Δελτίο Κομινφόρμ V

(Μικρή συλλογή στιγμιότυπων των τελευταίων ημερών)

Όταν στην ΕΔΑ έλεγαν απέναντι στους τραμπούκους και τους παρακρατικούς του μετεμφυλιακού καθεστώτος "θα σας ταράξουμε στη νομιμότητα", (το οποίο με ποδοσφαιρικούς όρους είναι κάτι σαν το "γκολ εσείς, σέντρα εμείς") δε φαντάζονταν πιθανότατα τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό στις νέες, σύγχρονες συνθήκες. Αντιγράφω από σχόλιο στον κυριακάτικο Ρίζο:

Χρειάζονται 75 ευρώ, για να πας αεροπορικώς στην Αλεξανδρούπολη. Και χρειάζονται πάνω από 100 ευρώ για να πας οδικώς (κόστος βενζίνης και διοδίων). Ε, βρέθηκε δικηγόρος που δηλώνει στον Εισαγγελέα ότι αναγκάστηκε να πάει αεροπορικώς, ενώ ήθελε να πάει οδικώς, αλλά δεν τον άφησαν τα μπλόκα των αγροτών. Ο συγκεκριμένος δικηγόρος, μάλιστα, φαίνεται ότι εμποδίστηκε από 68 μπλόκα να φτάσει στον προορισμό του. Με βάση τον αριθμό που αναφέρει υποθέτουμε ότι θα ξεκίναγε από την Αθήνα, θα πήγαινε απ' άκρου σε άκρο στην Κρήτη, θα διέσχιζε μετά όλη την Πελοπόννησο, θα ανέβαινε Ηπειρο, θα κατέβαινε Στερεά, θα συνέχιζε Θεσσαλία και πάει λέγοντας (αμφίβολο κι αν έτσι θα συναντούσε 68 μπλόκα, αλλά για να το αναφέρει κάτι θα ξέρει). Ζητά, λοιπόν, τη δίωξη των επικεφαλής και των 68 μπλόκων (σ.σ. που δεν του επέτρεψαν να ξοδέψει 100 ευρώ και τον ανάγκασαν να πληρώσει μόνο 75). Είναι προφανές πως στην περίπτωσή του έχουμε απόλυτη εφαρμογή της απειλής του Παπαδημούλη: «Θα σας ταράξουμε στη νομιμότητα»...

Στο ίδιο φύλλο, παρεμπιπτόντως, αξίζει να βρείτε και να διαβάστε τη συνέντευξη του Άρη Πολυγένη απ' το μπλόκο της Νίκαιας για το ζωντανό λόγο του κι αρκετά σπαρταριστά σημεία, πχ για το κουμπί της Αλέξαινας και την πρόταση περί καταγγελίας μετά διαλόγου και για την ακρίβεια μετά από το διάλογο με την κυβέρνηση:

Σιγά μη γίνει η μούρη κρέας της κυβέρνησης, αν εμείς την καταγγείλουμε. Εδώ ένας ολόκληρος αγωνιζόμενος λαός τους φωνάζει καθημερινά για την αντιλαϊκή πολιτική τους κι αυτοί νομίζουν ότι κάπου έχει συναυλία και ...πάνε να την ακούσουν.
Πιστεύει κανείς σοβαρός και μυαλωμένος άνθρωπος ότι μια κυβέρνηση η οποία είναι αποφασισμένη - το λέει και δημοσίως - ν' ανταποκριθεί με κάθε τρόπο σε ό,τι ζητάνε οι εταίροι της, ΕΕ και ΔΝΤ, αλλά και οι εκπρόσωποι του μεγάλου κεφαλαίου στη χώρα μας, με τους οποίους έχει «νταλαβέρια» και συμφωνεί μαζί τους, γιατί τα συμφέροντά τους υπηρετεί, θα πειστεί με τον διάλογο ν' αλλάξει αποφάσεις και πολιτική; Μόνο με την κλιμάκωση του αγώνα μπορείς κάτι να κερδίσεις
.

Αλλά η διαπάλη των δύο γραμμών στους αγρότες (αγωνιστικής και συμβιβαστικής) συνεχίζεται.

Κι ενώ η είσοδος των τρακτέρ στην πρωτεύουσα απαγορεύτηκε γιατί παρέβαινε τον ΚΟΚ (κώδικας οδικής κυκλοφορίας), ο δολοφόνος του Παύλου Φύσσα αποφυλακίστηκε με περιοριστικούς όρους, γιατί συμπληρώθηκε το ανώτατο διάστημα προφυλάκισης που προβλέπεται από το νόμο. Και όπως θα ξέρετε, η αριστερή κυβέρνηση θα ταράξει στη νομιμότητα και τους φασίστες...

Να δούμε όμως τι προβλέπει ο νόμος και για την εντυπωσιακή κινητοποίηση που προανήγγειλε τις προάλλες ο Πελετίδης και την πολυήμερη μαραθώνια πορεία, με πρωτοβουλία της δημοτικής αρχής, από την πόλη της Πάτρας ως το Σύνταγμα, για να παρθούν μέτρα ενάντια στην ανεργία κι υπέρ της προστασίας των ανέργων και των οικογενειών τους.


Στα γραφικά στιγμιότυπα της περασμένης βδομάδας, περιλαμβάνεται σίγουρα η φιλοσοφική αποδόμηση του Μαρξ από μια φαιδρή δαπίτισσα και η ακόμα πιο φαιδρή γραμμή άμυνας κάποιων δικών της, που ανακάλυψαν σεξισμό πίσω από το ανελέητο τρολάρισμα που δέχτηκε στη συνέχεια (δείτε εδώ και μια ανάρτηση του Ζούκοφ, που μάζεψε τα καλύτερα).

Καθώς κι ένα (δεν ξέρω τι επίθετο να βάλω, μου έχουν τελειώσει) πρωτοσέλιδο του Μακελειού του Χίου, που ακολουθεί γραμμή (κκε) εσωτερικού, ταυτίζοντας λανθασμένα τον Μπρέζνιεφ και το σφο με το μουστάκι.


Επίσης παλεύουμε για αστική δικτατορία του προλεταριάτου...

Κλείνουμε με δυο-τρία επετειακά.
Τις προάλλες συμπληρώθηκαν τριάντα χρόνια από την εκτόξευση του διαστημικού σταθμού Μιρ (που αν δεν κάνω λάθος σημαίνει "ειρήνη" αλλά και "κόσμος" κι είναι φοβερό που χρησιμοποιούν οι Ρώσοι την ίδια λέξη για αυτές τις δύο έννοιες). Μπορείτε να διαβάσετε εδώ ένα επιστημονικό άρθρο που δεν είναι από τη δική μας πολιτική σκοπιά, αλλά έχει πολλές, ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες.

Και φυσικά σήμερα είναι η επέτειος ίδρυσης της Επον και του Κόκκινου Στρατού (ακολουθώντας τους συνδέσμους μπορείτε να διαβάσετε σχετικά κείμενα από το Ατέχνως).


Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

Αγρότη μπορείς χωρίς τον τσιφλικά

Πιάνουμε το νήμα από εκεί που το είχαμε αφήσει στην τελευταία σχετική ανάρτηση, για να συνεχίσουμε με δύο-τρία ακόμη σημεία.

Ένα κοινό στοιχείο στον αγροτικό πληθυσμό είναι η βαθιά σύνδεσή του με τη γη που καλλιεργεί. Ένα χαρακτηριστικό που καθορίζει μια λανθάνουσα αντιιμπεριαλιστική συνείδηση σε αυτά τα στρώματα, που βρήκε έκφραση πχ στη μαζική συμμετοχή τους στο Αντιστασιακό κίνημα κατά της ναζιστικής κατοχής. Και το οποίο αποτυπώνεται και στον περίφημο λόγο του Άρη Βελουχιώτη στη Λαμία, με τη διάκριση της αγάπης του λαού για τον τόπο του και την αδιάφορη πλουτοκρατία, που δεν έχει κανένα ψυχικό δεσμό με εδάφη, δεν έμεινε πίσω να τα υπερασπιστεί και μπορεί ανά πάσα στιγμή να φύγει, παίρνοντας μαζί της τα κεφάλαιά της.

Μπορούμε λοιπόν να συμπληρώσουμε το γνωστό σύνθημα για τους προλετάριους που δεν έχουνε πατρίδα, γιατί τα συμφέροντά τους δεν είναι εθνικά, αλλά αυτό δε σημαίνει πως δεν πονάνε τον τόπο τους, το λαό που ζει σε αυτόν και μαζί όλους τους τόπους και τους λαούς του κόσμου. Σε αντίθεση με το κεφάλαιο που δεν έχει πατρίδα παρά μόνο εκεί που βγάζει κέρδος και δε θα είχε πρόβλημα να εγκαταλείψει (αν μπορούσε) εν όψει μιας τέτοιας προοπτικής, ακόμα και τον πλανήτη μας, τον οποίο καταστρέφει συστηματικά.

Ένα δεύτερο σημείο αφορά την προοπτική από ιστορική σκοπιά και ως προς το δικό μας στρατηγικό στόχο.
Απαλλοτριώνοντας μαζικά τους μικροκαλλιεργητές και οδηγώντας τους βίαια στην προλεταριοποίηση, το καπιταλιστικό σύστημα σκάβει το λάκκο του σα γερο-τυφλοπόντικας και "επιλύει" με τα δικά του κριτήρια ένα ακανθώδες ζήτημα, τη μικρή έγγεια ιδιοκτησία, που διαφορετικά θα το κληρονομούσε η σοσιαλιστική εξουσία του μέλλοντος, όπως μας δείχνει και η πείρα της οικοδόμησης κατά τον εικοστό αιώνα. Παράλληλα η εξέλιξη του καπιταλισμού στερεί από μια σειρά στρώματα (όχι μόνο αγροτικά) την αντικειμενική βάση των μικροαστικών τους αυταπατών, δηλ τη μικρή ιδιοκτησία, αυξάνοντας θεαματικά τη δεξαμενή άντλησης-στρατολόγησης δυνάμεων για το ταξικό, επαναστατικά κίνημα.

Αλλά αυτή η ένταξη δε γίνεται αυτόματα. Δεν είναι καθόλου σίγουρο πως ένας μαγαζάτορας που βρισκόταν στο όριο της επιβίωσης αλλά αδιαφορούσε για το μαζικό κίνημα και τις δράσεις του, βγάζει τα απαραίτητα συμπεράσματα και ριζοσπαστικοποιείται η δράση του, επειδή αναγκάζεται να κλείσει το μαγαζί του.
Από την άλλη, οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις έχουν πολλαπλές συνέπειες και δεν αφήνουν απλώς αναξιοποίητες τις παραγωγικές δυνάμεις πχ μιας χώρας σαν την Ελλάδα, αλλά τις υποθηκεύουν και σε βάθος χρόνου τις καταστρέφουν/αχρηστεύουν. Είναι πχ αδιανόητο μια χώρα σαν τη δική μας να μην έχει διατροφική αυτάρκεια στα βασικά είδη και να εγκαταλείπει σταδιακά παραδοσιακές καλλιέργειες όπως τα καπνά και το βαμβάκι, γιατί δεν είναι ανταγωνιστικές ως προς το κόστος παραγωγής τους στις χώρες του τρίτου κόσμου. Και είναι άλλο να γίνει μια παρόμοια επιλογή στα πλαίσια ενός κεντρικού σχεδιασμού σε παγκόσμια κλίμακα με κριτήριο τις λαϊκές ανάγκες και την ικανοποίησή τους, και τελείως διαφορετικό να συμβαίνει με όρους αύξησης του καπιταλιστικού κέρδους.

Από αυτήν την άποψη, μπορεί να οξύνονται οι αντιφάσεις και ο κοινωνικός αναβρασμός, ως μια βασική προϋπόθεση του επαναστατικού άλματος, αλλά μακροσκοπικά επιδεινώνεται η βάση εκκίνησης ενός πιθανού σοσιαλιστικού εγχειρήματος στο μέλλον. Κι αυτό καθιστά άμεση κι επιτακτική την αναγκαιότητά του -ή με άλλα λόγια, όσο γρηγορότερα, τόσο καλύτερα.

Στην ανάγνωση κάποιων (καζακόπληκτων, κατά φαντασίαν 15ιστών, λαφαζανικών ή ό,τι άλλο) αυτά τα δύο σημεία, δηλ ο λαϊκός πατριωτισμός (εντός ή εκτός εισαγωγικών) με την έννοια της αγάπης για τον τόπο σου, και οι αναξιοποίητες παραγωγικές δυνάμεις, λόγω της ΚΑΠ και των προτεραιοτήτων της ΕΕ (όπου υποτίθεται πως θα τρώγαμε με χρυσά κουτάλια), αναδεικνύουν το ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας. Και την αναγκαιότητα ενός σχεδίου, όπου το εθνικό νόμισμα κι η ρήξη με την ΕΕ δεν μπαίνουν καν ως (κατά φαντασίαν) μεταβατικοί επαναστατικοί κρίκοι, αλλά ως εργαλεία-προϋποθέσεις για την ανάκτηση αυτής της ανεξαρτησίας, την παραγωγική ανασυγκρότηση, γενικά και αόριστα, χωρίς ταξικό πρόσημο, κτλ.

Είναι αρκετά ενδιαφέρουσα λοιπόν, σε σχέση και με τα παραπάνω, το κίνημα των αγροτών, που παρά τη συστηματική προσπάθεια να παρουσιαστούν ως φασίστες ή υποκινούμενοι, και παρά τις όποιες υπαρκτές αντιφάσεις τους (και δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικά), συγκροτούν ένα ενιαίο μέτωπο αγώνα, με ταξική αναφορά. Που ως προς αυτήν ακριβώς την άποψη, φαίνεται να υλοποιεί ή να θέτει τις βάσεις για μια πλευρά της πρότασης για Λαϊκή Συμμαχία, που συγκροτείται ακριβώς με ταξικά, κοινωνικά κριτήρια και δεν περιορίζει την απεύθυνσή της με βάση την κομματική-πολιτική ένταξη του καθενός (πχ αυτός είναι δεξιός, άρα δεν επιμένουμε, αυτός είναι Συριζαίος, άρα έχουμε καλύτερες πιθανότητες).

Οι αγρότες λοιπόν δεν αυτοπροσδιορίζονται ούτε κομματικά (και έχουν αποκρούσει πολύ εύστοχα όποιον θέλησε να τους καπελώσει) ούτε εθνικά (κι ας κολλάνε πολλοί ντούροι αγωνιστές, όταν βλέπουν ελληνικές σημαίες και χάνουν το δάσος), αλλά ταξική. Είναιο η φτωχομεσαία αγροτιά που πλήττεται άμεσα και αντιμετωπίζει ζήτημα επιβίωσης, όχι προνομιούχοι νεοτσιφλικάδες.  Κι έδιωξαν με συνοπτικές διαδικασίες από το πανελλαδικό συλλαλητήριο της Παρασκευής τους φασίστες που ήθελαν να βγουν να μιλήσουν και να τους καπελώσουν ως "Έλληνες" και όχι ως εκπρόσωποι κάποιου μπλόκου (που δεν ήταν).
Κι αυτή είναι μια πολύτιμη παρακαταθήκη για τη συνέχεια...

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

Κατσαρίδες της πόλης

Οι γραφικές επιθέσεις στο ΚΚΕ, με αφορμή το αγροτικό, αυξάνονται και πληθύνονται, σημάδι ότι το καράβι καλά αρμενίζει, αφού η γραμμή του ενοχλεί διάφορες εφεδρείες του συστήματος: Καζάκης, Εργατικός Αγώνας (ως πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα), αναρίθμητα διαδικτυακά προφίλ, που δεν αντιστοιχούν σε εξίσου αναρίθμητους κατόχους... όρεξη να έχει κανείς να καταγράφει και να απαριθμεί. Αρκεί να μη μένει στο ρόλο και τις λειτουργίες του παρατηρητήριου κρουσμάτων αντικομμουνισμού και να εμβαθύνει σε πιο ουσιαστικά ζητήματα.

Οι μέρες μετά τη διήμερη κάθοδο των αγροτών στην πρωτεύουσα, μοιάζουν κάπως με κινηματική επιλόχειο κατάθλιψη, με τους Τεμπωρύχους τους κινήματος να περδικλώνονται στα σκαλιά του Μαξίμου, ποιος θα τα πρωτοανέβει και τους μπαρουτοκαπνισμένους αγωνιστές του πληκτρολογίου να ζητάνε τα ρέστα, γιατί δεν έγινε κάτι πιο δυναμικό, που θα πυροδοτούσε εξελίξεις και πιο ενδιαφέρουσες διαδικασίες, από την πτώση της (συγ)κυβέρνησης μέχρι την έναρξη του προτσές της κολεκτιβοποίησης. Ζητάνε δηλ στην πραγματικότητα να βγάλει κάποιος άλλος το φίδι από την τρύπα, για να καλύψει το δικό τους κενό και την τεράστια τρύπα που άφησαν με την (πλην Λακεδαιμονίων) αμελητέα έως ανύπαρκτη παρουσία τους στις διαδηλώσεις αυτού του διημέρου. Και για να δικαιολογήσουν αυτήν την ανυπαρξία, τη θεωρητικοποιούν, ψάχνουν εναγωνίως να βρουν φωτογραφίες με άλλου είδους μαυρόφιδα στις κινητοποιήσεις και το ρίχνουν στην κριτική υψηλής ραπτικής για τα αντιφατικά χαρακτηριστικά και την έλλειψη καθαρής στόχευσης. Μια κριτική που συνειρμικά μου θυμίζει τη διανοουμενίστικη καθαρεύουσα (που θέλησε να στήσει ένα νεκρό, τεχνητό ιδίωμα, αποκαθαρμένο από ξενες λέξεις και γλωσσικά δάνεια -με τα άλλα δάνεια δεν είχε πρόβλημα) και τον αντιδραστικό της ρόλο στη γλώσσα και τη σκέψη γενικότερα.

Το βασικό ποιοτικό στοιχείο εδώ είναι ίσως οι λεγόμενες κατσαρίδες της πόλης, δηλ η εμφάνιση ενός (μικρο)αστικού ως προς τον τρόπο ζωής και κατά ετυμολογική σχεδόν προέκταση και τη συνείδηση στρώματος, που βλέπει αφ' υψηλού τους αμόρφωτους κι άξεστους χωριάτες, αλλά μισεί κατά κανόνα στο πρόσωπό τους κάθε συλλογική μορφή διεκδίκησης. Κάτι που δεν αναιρείται αλλά μάλλον συμπληρώνεται από την αντίστροφη τάση: τις αποδράσεις-εκτονώσεις, με ελεγχόμενες δόσεις "επιστροφής στη φύση", την επίκληση της λαϊκής τους καταγωγής (και με οι παππούδες μου ήταν αγρότες) σε περιόδους αγωνιστικής έξαρσης ή τη συχνή νοσταλγία ενός φαντασιακού χαμένου παραδείσου με μικρές αγροτικές κοινότητες-κομμούνες, που προσφέρεται για αυτοδιαχειριστικά, αμεσοδημοκρατικά εγχειρήματα, εναλλακτικό εμπόριο, βιολογικά προϊόντα, βεγκανισμό κι άλλα τινά παρόμοια.

Κάνω λόγο για κατσαρίδες των πόλεων, γιατί ως γνωστόν αυτό το είδος θα επιβιώσει ακόμα κι από πυρηνικό πόλεμο. Και το παράδοξο είναι πως όσο κι αν συνθλίβονται τα μικροαστικά στρώματα, τόσο βλέπουν με έχθρα και αδιαφορία, σαν κάτι ξένο από αυτούς ή μια εικόνα από το μέλλον που θέλουν να αποφύγουν, τις λαϊκές μάζες. Τόσο κατορθώνει η μικροαστική συνείδηση (που δεν αντιστοιχεί πια στην κοινωνική θέση του φορέα της) να επιβιώνει σαν κατσαρίδα και να αναδύεται από τα συντρίμμια της κρίσης.

Αν κάποτε ο Ραφαηλίδης χαρακτήριζε την πρωτεύουσα συνομοσπονδία ελληνικών χωριών θεωρώντας ότι η Αθήνα διατηρεί το στίγμα και τα πατροπαράδοτα κουσούρια της ελληνικής επαρχίας, σήμερα πρέπει να αναδείξουμε και μια άλλη πτυχή. Όχι μόνο την αντίστροφη τάση, ότι δηλ η επαρχία κολλάει τα κουσούρια των μεγαλουπόλεων, με έναν φαιδρό κι αντιαισθητικό μιμητισμό, αλλά ότι οι κατσαρίδες αυτές διατηρούν τα παλιά τους "έμφυτα" ελαττώματα, αναπτύσσοντας παράλληλα καινούρια, επίκτητα από το αστικό τους περιβάλλον.

Αν για παράδειγμα ο αγροτικός πληθυσμός τείνει να έχει μια σχετικά καθυστερημένη συνείδηση, που καθορίζεται από τις αργές μεταβολές στην ύπαιθρο και την κυκλική, επαναλαμβανόμενη κίνηση της φύσης, ή από την προσκόλληση του αγρότη στη μικρή ιδιοκτησία, κτλ, και εκφράζεται ακόμα και σήμερα στις τάσεις των εκλογικών αποτελεσμάτων στην επαρχία, αναρωτιέται κανείς πόσο διαφορετική είναι η συνείδηση που αναπτύσσει ο αστικός πληθυσμός, ο οποίος είναι προσκολλημένος στις πενήντα αποχρώσεις του ΠαΣοΚ, τρέφεται από τις αυταπάτες της σοσιαλδημοκρατίας στις διάφορες εκδοχές της, τρέφοντας με τη σειρά του μικροαστική απέχθεια προς κάθε μορφή οργάνωσης.

Αν το παραδοσιακό πλεονέκτημα των πόλεων (από τη σκοπιά της επανάστασης) ήταν η συγκέντρωση του προλεταριάτου, οι μαζικοί αγώνες και η ταξική συνείδηση που διαμορφωνόταν, σήμερα αφενός δεν υπάρχουν μεγάλες παραγωγικές μονάδες τύπου Πουτίλοφ, αλλά κυρίως σκόρπιοι 'ευέλικτοι' εργαζόμενοι, αφετέρου η αποξένωση στα μεγάλα αστικά κέντρα τσακίζει κόκαλα και καθιστά ακόμα πιο δύσκολη τη δική μας παρέμβαση. Χώρια που οι κάτοικοι των πόλεων έχουν ξεσυνηθίσει από τη σκληραγωγημένη αγροτική ζωή κι είναι ζήτημα πόσοι από εμάς μπορούν να αντέξουν τις κακουχίες και τις θυσίες που απαιτούν αυτές οι περιβόητες πιο ενδιαφέρουσες διαδικασίες (ας σημειωθεί παρεμπιπτόντως η σε μεγάλο βαθμό αγροτική σύνθεση του ΔΣΕ, σε μια χώρα-οικονομία που είχε συνολικά πιο αγροτικό χαρακτήρα).

Με άλλα λόγια, αν όντως η καλύτερη διέξοδος που μπορεί να προσφέρει στα πλαίσιά του το καπιταλιστικό σύστημα στους αγρότες είναι ένας αργός θάνατος (που καθιστά άκρως επίκαιρες τις πιο ενδιαφέρουσες διαδικασίες, κι ας τις βλέπουν κάποιοι ως τη Δευτέρα Παρουσία), δεν πρέπει να παραβλέψουμε τον καθημερινό αργό θάνατο των κατοίκων στις πόλεις και τις διάφορες μορφές παθογένειας με τις οποίες εκδηλώνεται

Τα παραπάνω σκιαγραφούν απλώς τη διακύμανση της αντιθεσης πόλης-χωριού, που θα κληρονομήσει (για να την επιλύσει) κι η κοινωνία του μέλλοντος. Ενώ μένουν για κάβα μεςρικοί προβληματισμοί που θα εκτεθούν σε επόμενο κείμενο.

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

Αγροτικό

Δε θεωρώ τον εαυτό μου ιδιαίτερο γνώστη της κατάστασης στο αγροτικό ζήτημα (άλλο αν και μένα οι παππούδες μου ήταν αγρότες), αλλά δε νομίζω πως χρειάζεται να είσαι ειδικός, για να καταλάβεις μερικά βασικά πράγματα.

Η κυβέρνηση θεωρεί τους αγρότες υποκινούμενους, ενώ αυτοί κατεβαίνουν στο δρόμο, γιατί έχουν θέμα επιβίωσης και για να μην οδηγηθούν στο ξεκλήρισμα. Και πιθανότατα φοροφυγάδες, όπως ειπώθηκε χτες από επίσημα χείλη στα πλαίσια μιας συνάντησης, που δείχνει τις προθέσεις της κυβέρνησης και πώς εννοεί τη μηδενική βάση συζήτησης. Κατά τα άλλα, ζητάει καλή πίστη και διάλογο, για να κερδίσει χρόνο, τώρα που έχει ανοιχτό το μέτωπο του ασφαλιστικού και να επανέρθει πιθανότατα την άνοιξη, που οι γεωργικές εργασίες θα είναι στο φουλ και οι αγρότες δε θα μπορούν να τις εγκαταλείψουν, για να κινητοποιηθούν μαζικά, όπως τώρα.

Όταν λέμε "φοροφυγάδες", εννοούμε βασικά τους αγρότες που δεν μπορούν να πληρώσουν και να ανταποκριθούν στα διαβόητα αντικειμενικά κριτήρια που έχουν θεσπιστεί και θεωρούν πως εφόσον έχεις χωράφια, ένα τρακτέρ που ενδεχομένως το ξεπληρώνεις ακόμα και ένα ή δύο παιδιά, πάει να πει πως αντικειμενικά σου περισσεύει μια μικρή περιουσία για να φορολογηθείς, ακόμα κι αν έχει καταστραφεί η σοδειά σου μες στη χρονιά.

Η ΝΔ που πουλάει αντιπολιτευτικό προφίλ και έχει ΚΑΠοια επιρροή στους αγρότες, είναι αυτή που ξεπούλησε την Αγροτική Τράπεζα (ένα βασικό πυλώνα στήριξης των καλλιεργητών) και ανέβασε τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 65 στα 67 χρόνια για ένα τόσο βαρύ κι απαιτητικό επάγγελμα! Σε μια δεκαετία, που θα βγαίνουν θεωρητικά στη σύνταξη, όσοι φτάνουν τα 62 κι έχουν κλείσει 40 χρόνια ασφαλισμένοι, είναι ζήτημα πόσοι αγρότες θα έχουν ξεκληριστεί και πόσοι θα έχουν επιβιώσει, για να παραμείνουν στο χώρο.

Σε κάθε περίπτωση, είναι από αντιφατικό έως διασκεδαστικό να βλέπεις την αντιπολίτευση υποχρεωμένη, για τους δικούς της λόγους, να υποστηρίξει αυτές τις κινητοποιήσεις, αλλά να είναι έτοιμη να καταδικάσει το κλείσιμο των δρόμων, δηλ τα μπλόκα και τις κινητοποιήσεις, προτού καν αυτό συμβεί. Ναι στη διεκδίκηση, όχι στον αγώνα κι άλλες τέτοιες εξαλλοσύνες. Αν είναι να 'ρθει θε να ρθει από μόνος του ένας στόχος, αλλιώς θα προσπεράσει.

Την ίδια στιγμή, παραμένει πάντα στην εφεδρεία της κυβέρνησης και του συστήματος ο κοινωνικός αυτοματισμός, με τη μία κοινωνική ομάδα/τάξη να στρέφεται εναντίον της άλλης. Κι αν πριν από μερικά χρόνια είχε ΚΑΠοια πέραση αυτό το επιχείρημα για την καταστροφή της οικονομίας, σήμερα ακούγεται εντελώς κωμικό και υποκριτικό να κρούουν καμπανάκι κινδύνου, όσοι οδήγησαν τους αγρότες και τον ελληνικό λαό σε οικονομική καταστροφή.

Στην ίδια αμήχανη "αντιπολιτευτική" θέση βρίσκονται και μερικά ιδιωτικά κανάλια, που άλλαξαν προσωρινά το γνωστό τροπάριο για τις επιδοτήσεις και τα καγέν. Αλλά πέραν των άλλων έχουν να 'αντιμετωπίσουν' και τον υπέροχο λαϊκό αυθορμητισμό της αγροτιάς, που δεν καταλαβαίνει από τηλεοπτικό σαβουάρ βιβρ και πετάει στον αέρα φράσεις, πχ για τα κωλομάγουλά τους που έχουν παγώσει (περιμένοντας την ζωντανή σύνδεση με το στούντιο) κι άλλα τέτοια ωραία.

Μια εμπειρική απάντηση στο ερώτημα "ποιοι είναι οι δικοί μας αγρότες" είναι η εξής: αυτοί που δεν τους βγάζουν συχνά στα τηλεοπτικά παράθυρα, αλλά κάθε φορά που θα βγουν, ξεχωρίζουν γιατί έχουν συγκροτημένο, ζωντανό λόγο κι επιχειρήματα. Μπορείτε να δείτε εδώ πχ τη χτεσινή εμφάνιση του εκπροσώπου του μπλόκου της Νίκαιας (που θα μπορούσαμε να την πούμε και Κοκκινιάς, αλλά τότε θα παρέπεμπε σε πολύ διαφορετικές καταστάσεις) και να αναζητήστε το αντίστοιχο βίντεο από το χτεσινό Ενικό του Χατζηνικολάου (όπου ήταν κι ο Κουμπούρης, αλλά οι δικοί μας μιλάνε σταθερά μετά τα μεσάνυχτα, μη τύχει και τους δει κάνας εργαζόμενος, που έχει πρωινό ξύπνημα).

Αν έχω καταλάβει καλά, υπάρχουν πάνω από 50 μπλόκα, από τα οποία ασκούμε επιρροή σε καμιά 15αριά περίπου, κι ανάμεσά τους στο μπλόκο της Νίκαιας, που είναι το πιο μαζικό σε όλη την Ελλάδα, κι όταν μαζεύονταν οι αγρότες, τα συγκεντρωμένα τρακτέρια ήταν τόσο πολλά, που έκλεισαν όντως, για ένα διάστημα, την εθνική οδό από τη συμφόρηση.
Στα υπόλοιπα παίζει μπάλα κυρίως η ΝΔ, και ελάχιστα οι χρυσαυγίτες, πχ στον Ισθμό της Κορίνθου, όπου οι αγρότες έβαλαν πανό με το σύνθημα "ή ταν ή επί τας".

Αυτό βέβαια για το οποίο δε μιλάει κανείς αντιπολιτευόμενος, πλην Λακεδαιμονίων -και δεν εννοώ τους Κορίνθιους με το Σπαρτιατικό σύνθημα- είναι η ταμπακέρα, δηλ η ρίζα του προβλήματος: η ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική) της ΕΕ, που αντιμετωπίζεται ως θέσφατο, αλλά στέλνει με μαθηματική ακρίβεια τη φτωχή αγροτιά στον Καιάδα. Κι έχει ιδιαίτερη σημασία πως μιλάμε για έναν από τους πλέον πολύπαθους χώρους, που τον έριξαν στο λάκκο των λεόντων με το δόλωμα πως θα τρώει με χρυσά κουτάλια, πουλώντας τα προϊόντα του σε όλες τις χώρες της Κοινής Αγοράς.

Ίσως από μια μακροσκοπική άποψη, ο καπιταλισμός να κάνει για εμάς τη δουλειά ως γεροτυφλοπόντικας και να σκάβει το δικό του λάκκο, εξαφανίζοντας όλα τα μικρομεσαία στρώματα και οδηγώντας του μικροϊδιοκτήτες καλλιεργητές στην προλεταριοποίηση και την αγκαλιά της εργατικής τάξης.
Αναρωτιέμαι όμως κατά πόσο μπορούμε να βλέπουμε μονοσήμαντα αυτή τη διαδικασία, αφενός γιατί τίποτα δε γίνεται αυτοματοποιημένα (πόσο μάλλον η αλλαγή κι η ριζοσπαστικοποίηση συνειδήσεων), αφετέρου γιατί υποθηκεύονται σε βάθος χρόνου οι παραγωγικές δυνατότητες αυτού του τόπου, με τη σχεδιασμένη εγκατάλειψη παραδοσιακών καλλιεργειών.

Αναρωτιέμαι επίσης σε ποιο βαθμό (και με ποιον τρόπο) ισχύει ο κλασικός διαχωρισμός ανάμεσα στη συντηρητική ύπαιθρο, όπου οι αλλαγές είναι αργές και ανεπαίσθητες, και τα αστικά κέντρα με τους ραγδαίους μετασχηματισμούς, τη συγκεντρωμένη εργατική τάξη, αλλά και τη μεγαλύτερη αποξένωση στις κοινωνικές σχέσεις. Μια διαφορά που αποτυπώνεται ακόμα εν μέρει στην εκλογική συμπεριφορά αυτών των στρωμάτων, αλλά είναι ζήτημα σε ποιο βαθμό διατηρεί την παλιά της αξία ως ερμηνευτικό σχήμα, τουλάχιστον για τις συνθήκες της σημερινής Ελλάδας.

Σε κάθε περίπτωση, οι αγρότες έχουν μπροστά τους, για διαλέξουν, είτε τη συνολική ρήξη με ένα σύστημα που τους αφανίζει βάση σχεδίου, είτε την προοπτική ενός (στην καλύτερη) αργού, βασανιστικού θανάτου, στα πλαίσιά του. Τρίτος δρόμος (που τον δοκίμασαν κι αυτόν, ανεπιτυχώς, στη δεκαετία με τις βάτες) δεν μπορεί να υπάρξει.

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Κολεκτιβοποίηση

Σήμερα η κε του μπλοκ έχει την τιμή να φιλοξενεί μια αναλυτική εργασία του Άναυδου για την κολεκτιβοποίηση που εξετάζει το αντικείμενο από όλες τις πλευρές: το ιστορικό πλαίσιο και τις συνθήκες που επέβαλαν την πολιτική της κολεκτιβοποίησης, τους όρους με τους οποίους προωθήθηκε, τη σκληρή ταξική πάλη με τους κουλάκους, τη διαπάλη και τις διαφορετικές απόψεις μέσα στο κόμμα των μπολσεβίκων, το λιμό της ουκρανίας, κτλ. Το κείμενο του άναυδου είναι αρκετά εκτενές, αλλά αξίζει κατά τη γνώμη μου να διαβαστεί ολόκληρο, σαν ένα ιστορικό ένθετο στον κυριακάτικο ρίζο. Καλή ανάγνωση και κάθε καλόβουλος σχολιαστής ευπρόσδεκτος.

Κολεκτιβοποίηση
Από τον Άναυδο – Φεβρουάριος 2014

Μπροστά 25!
                Μπροστά 25!
Ατσάλινοι
                Εργάτες-χιλιάδες
Ο εχθρός προελαύνει
                Ήρθε η ώρα να τελειώσουμε
Αυτή τη συμμορία
                Των παπάδων και των κουλάκων
Ας καπνίσουν τα τρακτέρ
                Με την δύναμη των χιλίων ίππων
Στη θέση
των εξαντλημένων ψωράλογων
Ο κουλάκος είναι έτοιμος
                Κοίτα ξανά
Με το πριονισμένο δίκαννο
                Χωμένος στις ερημιές
Στο μέτωπο 25!
                Μπροστά 25!
Ατσάλινοι
                Εργάτες-χιλιάδες

(από το εμβατήριο των Εικοσιπέντε Χιλιάδων του Β. Μαγιακόφσκι)

Περιεχόμενα:
1.       Εισαγωγή
2.       Η αγροτική οικονομία στη διάρκεια της ΝΕΠ
3.       Η κρίση των σιτηρών
4.       Οι διαφορετικές απόψεις
5.       Κολεκτιβοποίηση
6.       Αποκουλακοποίηση
7.       Ίλιγγος από τις επιτυχίες
8.       Η αντίσταση
9.       25,000
10.   ΜΤΣ
11.   Λιμός
12.  Τα πρώτα χρόνια
13.   Επίλογος


1. Εισαγωγή
Αν και οι Μπολσεβίκοι κατέλαβαν την εξουσία στη Ρωσία το Νοέμβριο του 1917 η τελική τους επικράτηση έγινε δυνατή μόλις το 1921 (οι Ιάπωνες αποχώρησαν ηττημένοι από το Βλαδιβοστόκ τον Οκτώβριο του 1922) με τη νίκη τους στον εμφύλιο πόλεμο. Στη φωτιά του εμφυλίου σφυρηλατήθηκε η στρατιωτική και πολιτική  συμμαχία του προλεταριάτου με την αγροτιά.  Η συμμαχία αυτή θεμελιώθηκε πάνω στο αμοιβαίο συμφέρον των δύο μερών: οι αγρότες έλαβαν από τη σοβιετική κυβέρνηση γη και προστασία από τους γαιοκτήμονες και τους κουλάκους ενώ οι ίδιοι της έδιναν για περίπου τρία χρόνια  όλο σχεδόν το πλεόνασμα τους.

Ο εμφύλιος άφησε τη χώρα σε μία κατάσταση οικονομικής και κοινωνικής αποσύνθεσης. Ωστόσο το σύστημα του πολεμικού κομμουνισμού, όπως ονομάστηκε, ήταν αδύνατο να διατηρηθεί μετά το τέλος του εμφυλίου γιατί όπως διέγνωσε ο Λένιν η συνέχιση του θα οδηγούσε σε σύγκρουση με την αγροτιά Το 10ο συνέδριο του ΠΚΚ(μπ) (Μάρτιος 1921) εγκαινίασε τη Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ) όπου η ιδιοποίηση από το κράτος ολόκληρου του αγροτικού πλεονάσματος αντικαταστάθηκε από ένα φόρο σε είδος. Παράλληλα επιτράπηκε το ελεύθερο εμπόριο και η λειτουργία μικρών ιδιωτικών βιομηχανιών και βιοτεχνών. Η ΝΕΠ που λογιζόταν σα μία προσωρινή υποχώρηση είχε σαν βασικό στόχο να δώσει το κίνητρο  κυρίως στους αγρότες αλλά και σε άλλα στρώματα να αυξήσουν το επίπεδο της παραγωγής τους. Το κράτος θα ωφελούταν από το πλεόνασμα αυτό μέσω της φορολογίας ελπίζοντας ότι κάποιο μέρος από το υπόλοιπο θα μετατρεπόταν σε επένδυση από τους ιδιώτες.

2. Η αγροτική οικονομία στη διάρκεια της ΝΕΠ
Πριν την Οκτωβριανή επανάσταση το 42% της γης άνηκε στους γαιοκτήμονες, τους αυλικούς και στην εκκλησία. Μετά την επανάσταση όλη αυτή η γη απαλλοτριώθηκε και το μεγαλύτερο μέρος της δόθηκες στους ακτήμονες ενώ στο υπόλοιπο σχηματίστηκαν τα πρώτα κρατικά αγροκτήματα (σοβχόζ). Έτσι ενώ το 1916 υπήρχαν 18 εκατομμύρια αγροκτήματα ο αριθμός τους έφτασε το 1926 τα 25,6 εκατομμύρια. Η αγροτική κοινότητα (mir) που ήταν ο βασικότερος θεσμός στην ύπαιθρο στην προεπαναστατική Ρωσία παρέμεινε σα θεσμός και στη διάρκεια της ΝΕΠ.  Μία σημαντική παράμετρος του αγροτικού ζητήματος ήταν το γεγονός ότι το φυσικό περιβάλλον της ΕΣΣΔ ήταν (και είναι) αρκετά δριμύ ενώ ελάχιστες είναι οι περιοχές που η φύση ευνοεί τη γεωργία.

Η ΕΣΣΔ (ιδρύθηκε το Δεκέμβριο του 1922) ήταν μία αγροτική χώρα με  πληθυσμό 147 περίπου εκατομμύριων όπου το 86,3% ζούσε στην ύπαιθρο (απογραφή 1926).  Το 1927 η βιομηχανία αντιπροσώπευε το 42% του συνολικού προϊόντος (ο σοσιαλιστικός τομέας  αντιπροσώπευε το 86%) ενώ η γεωργία αντιπροσώπευε το 58%.

Ο πρωταρχικός στόχος της σοβιετικής εξουσίας ήταν η εκβιομηχάνιση της χώρας που θ’ ανέβαζε το βιοτικό επίπεδο του λαού και θ’ απάλλασσε τη χώρα από την εξάρτηση από τις καπιταλιστικές χώρες.  Ωστόσο οι πόροι για τις απαραίτητες επενδύσεις δεν θα μπορούσαν να προέρχονται ούτε από την εκμετάλλευση αποικιών ούτε φυσικά από τα δάνεια άλλων καπιταλιστικών χωρών αλλά θα έπρεπε να αναζητηθούν στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ. Οι βασικές πηγές ήταν καταρχήν το κοινωνικοποιημένο κεφάλαιο όπου πλέον όλο το ποσό των προηγούμενων κερδών των κεφαλαιοκρατών μετατρέπονταν σε επενδύσεις, το παραγόμενο πλεόνασμα της βιομηχανίας  και κατά τρίτο η απόσπαση μέρους του πλεονάσματος από την αγροτική παραγωγή μέσω της φορολογίας και του μηχανισμού των τιμών.  Συνεπώς η αναζωογόνηση της γεωργίας ήταν απαραίτητη προϋπόθεση ώστε αυτή να μπορέσει να τροφοδοτήσει το σοβιετικό κράτος με πρώτες ύλες και τρόφιμα απαραίτητα για την ανασυγκρότηση της βιομηχανίας. Η βιομηχανία με τη σειρά της ανάμεσα στ’ άλλα θα τροφοδοτούσε την αγροτική οικονομία με τα απαραίτητα μέσα (μηχανήματα, λιπάσματα κλπ) ώστε να αυξηθεί η παραγωγικότητα και το συνολικό της προϊόν. Η κατάργηση της φεουδαρχίας απάλλαξε τους αγρότες από τα νοίκια που πλήρωναν για να καλλιεργούν τη γη. Χωρίς το βάρος αυτό οι αγρότες ήταν σε θέση να συνδράμουν οικονομικά το κράτος να κτίσει μία ισχυρή βιομηχανία. Επιπλέον δόθηκαν στους αγρότες μία σειρά κινήτρων όπως χαμηλή φορολογία, παροχή πιστώσεων ικανοποιητικές τιμές αγοράς κλπ.

Η αναδιανομή της γης μετά το τέλος του εμφυλίου άφησε το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού στην ιδιοκτησία των κουλάκων. Σε όλη τη χώρα το 31% των αγροκτημάτων δεν είχε ζώα έλξης πάνω από το 34% δεν είχε κάποιο εξοπλισμό οργώματος και μόλις το 18% διέθετε αγροτικά μηχανήματα.  Έτσι το όργωμα ήταν ρηχό, συνήθως με τη χρήση ξύλινου υνιού η σπορά γινόταν με το χέρι και έπεφτε θύμα των πουλιών και του ανέμου.

Το κράτος ενίσχυε με κάθε τρόπο την παραγωγή των φτωχών χωρικών με τη δημιουργία συνεταιρισμών και την παροχή δανείων, μηδενική φορολογία αλλά και προστατεύοντάς τους από την εκμετάλλευση των κουλάκων εφαρμόζοντας αυστηρούς νόμους σχετικά με τη χρήση και την αμοιβή ξένης εργασίας. Για την επιτυχία των στόχων αυτών αναγκαία ήταν η ενίσχυση της συνοχής των φτωχών στρωμάτων κάτω από την καθοδήγηση των κομματικών οργανώσεων. Έτσι το 1924 δημιουργήθηκαν οι αγροτικές επιτροπές αλληλοβοήθειας (Kredtkomy) που σκοπό είχαν τη διανομή σπόρου, δάνειζαν εξοπλισμό σε πολύ χαμηλές τιμές  κλπ.

Οι συνεταιρισμοί (προμηθευτικοί, αγροτικοί και πιστωτικοί) υπήρχαν και  προπολεμικά Υπήρχε ωστόσο μια βασική διαφορά μεταξύ της άποψης των μπολσεβίκων για τους συνεταιρισμούς σαν ενδιάμεσο στάδιο  πριν τη σοσιαλιστική συλλογική γεωργία και της άποψης των αγροτών που προσχωρούσαν στους συνεταιρισμούς για το αμοιβαίο αλλά βασικά ατομικό κέρδος. Το 1927 το συνεταιριστικό κίνημα κάλυπτε το 37% των νοικοκυριών. Οι συνεταιρισμοί έλκυαν κυρίως τους κουλάκους γιατί επειδή ακριβώς διαχειρίζονταν τα πιο προηγμένα αγροκτήματα γνώριζαν καλύτερα τα οικονομικά πλεονεκτήματα του συνεταιρισμού.  Όντας σε θέση ισχύος  οι κουλάκοι κυριαρχούσαν στις διοικήσεις των συνεταιρισμών και ήταν σε θέση να τους χρησιμοποιήσουν για τα συμφέροντα τους. Αντιμέτωπο με μία κατάσταση όπου οι συνεταιρισμοί βοηθούσαν τους ήδη εύπορους αγρότες το κόμμα προσπάθησε να ασκήσει πιο στενό πολιτικό και οικονομικό έλεγχο. Έτσι οι  πωλήσεις τρακτέρ αλλά και τα δάνεια επιτρεπόντουσαν μόνο σε σοβχόζ, κολχόζ και τους αγροτικούς παραγωγικούς συνεταιρισμούς. Αντίστοιχα οι κουλάκοι δημιουργούσαν  ψευτο-συνεταιρισμούς ώστε να έχουν τη δυνατότητα να αγοράζουν μηχανήματα και να παίρνουν δάνεια σε μία προσπάθεια να ξεγελάσουν τον κρατικό. Το 1927 το 2% των τρακτέρ ήταν ατομική ιδιοκτησία το 23% άνηκε σε κολχόζ το 15% σε σοβχόζ και το 55% αγροτικούς συνεταιρισμούς.

Στα χωριά εξακολουθούσε παράλληλα με τα σοβιέτ να επιβιώνει η κοινότητα στην οποία συμμετείχαν οι άρρενες αρχηγοί των νοικοκυριών με επικεφαλής το γέροντα του χωριού. Ουσιαστικά υπήρχε μία δυαδική εξουσία.  Οι κρατικοί λειτουργοί ήταν κακοπληρωμένοι και έκθετοι στην εξαγορά κυρίως από τη μεριά των κουλάκων ώστε να κλείνουν τα  μάτια όταν παραβιάζονταν οι νόμοι υπενοικίασης της γης, χρησιμοποίησης ξένης εργασίας, και αγοράς μηχανών. Ο πιο διαδεδομένος τρόπος παράκαμψης της νομοθεσίας ήταν η υιοθεσία του ακτήμονα από τον κουλάκο που τον παρουσίαζε σαν συμβοηθών μέλος και όχι εργάτη. Το 1926 το κόμμα προσπάθησε να μειώσει την δύναμη των κοινοτήτων αφαιρώντας τα πολιτικά δικαιώματα από τους κουλάκους και προσπαθώντας να την αντικαταστήσει με το χωριό.

Οι κουλάκοι όντας οι πιο εύποροι και οι πιο μορφωμένοι ήταν οι φυσικοί ηγέτες της υπαίθρου. Για να προστατέψουν την οικονομική τους ηγεμονία αναπόφευκτα είχαν και πολιτική δραστηριότητα κυριαρχώντας στις αγροτικές κοινότητες και υπονομεύοντας την εξουσία του τοπικού σοβιέτ. Εκμεταλλευόμενοι τα κίνητρα της ΝΕΠ εμπόδιζαν κάθε προσπάθεια του κράτους να αυξήσει τον έλεγχο του στην ύπαιθρο. Το 1925-26 το κόμμα προσπάθησε να ενθαρρύνει τη συμμετοχή των αγροτών στην πολιτική ζωή προκηρύσσοντας εκλογές στα σοβιέτ. Σαν αποτέλεσμα υπήρξε αύξηση της πολιτικής δραστηριότητας αντικομουνιστικών δυνάμεων και μάλιστα στη Σιβηρία έγινε προσπάθεια να ξαναδημιουργηθεί η Ένωση Αγροτών (παρακλάδι των σοσιαλεπαναστατών). Χιλιάδες ήταν οι υπογραφές που  μαζεύτηκαν στην αίτηση για αναγνώριση της σαν πολιτικό κόμμα. Σε ορισμένες περιοχές της χώρας οι κουλάκοι κέρδισαν μέχρι και το 10% των εδρών στα τοπικά σοβιέτ.  Σαν αντίδραση το κόμμα το 1926-27 αύξησε από 1% σε 3% το ποσοστό των αγροτών (κουλάκοι) που στερήθηκαν τα πολιτικά τους δικαιώματα. Οι φτωχοί αγρότες δίσταζαν να στραφούν ενάντια στους κουλάκους γιατί τους είχαν ανάγκη τόσο σαν εργοδότες όσο και για να δανειστούν από αυτούς μηχανήματα, ζώα, εργαλεία και χρήματα. Επιπλέον η  πολιτική ελέγχου των κουλάκων ήταν δίκοπο μαχαίρι. Με δεδομένη την οικονομική εξάρτηση των φτωχών χωρικών από τους πλούσιους γείτονες τους αυτοί ήταν και τα πρώτα θύματα όταν οι οικονομικές πολιτικές του σοβιετικού κράτους συρρίκνωναν την οικονομική δραστηριότητα των κουλάκων. Η μη αποπληρωμή των κρατικών δανείων   ήταν ένα άλλο διαδεδομένο πρόβλημα δείχνοντας στο κόμμα ότι η χρήση της πίστης δεν έφερνε κανένα αποτέλεσμα απλώς σπαταλούσε σπάνιους πόρους σε ένα βαρέλι δίχως πάτο όπου οι κύριοι ωφελημένοι ήταν  οι κουλάκοι.

Να σημειωθεί ότι στους κεντρικούς οργανισμούς των συνεταιριστικών οργανώσεων κυριαρχούσαν οι σοσιαλεπαναστάτες και οι αστοί ειδικοί που δεν συμμερίζονταν τις ιδέες των μπολσεβίκων. Ήταν οι ίδιοι που είχαν εργαστεί στη διάρκεια των  μεταρρυθμίσεων Στολίπιν και συνέχιζαν να προωθούν τη συγκέντρωση  των αγροκτημάτων σε ιδιωτική βάση.

Ιστορικά οι αγρότες ήταν βασικοί υποστηρικτές των σοσιαλεπαναστατών (π.χ. στη Σιβηρία είχαν πάρει το 78% των ψήφων στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1917). Οι κομματικές δυνάμεις στην ύπαιθρο ήταν λιγοστές, το 1928 μόλις το 9,8% των μελών του ΠΚΚ (μπ) ήταν αγρότες ενώ αντιστοιχούσαν περίπου 25 κομματικά μέλη ανά 10,000 κατοίκους (σε σύγκριση στις πόλεις η αναλογία ήταν 319 μέλη). Η προσπάθεια του ΠΚΚ να αυξήσει την επιρροή του στην ύπαιθρο με εκστρατείες στρατολόγησης είχε οδηγήσει αρκετούς κουλάκους στις τάξεις του κόμματος Η Κεντρική επιτροπή ελέγχου ανακάλυψε ότι περίπου το 17% των κομματικών μελών στην ύπαιθρο ήταν ‘οικονομικά εξασφαλισμένοι’ αγρότες Έτσι το 1927 το κόμμα εξέδωσε δύο οδηγίες στις κομματικές οργανώσεις της υπαίθρου Σύμφωνα με την πρώτη οι επαρχιακοί κομματικοί πυρήνες έπρεπε να ετοιμάσουν λίστες με την οικονομική διαστρωμάτωση των οικογενειών της περιοχής τους να εφαρμόζουν τις κομματικές οδηγίες αλλά και το σοβιετικό νόμο που προστάτευε τον φτωχό αγρότη και τιμωρούσε τον κουλάκο. Σύμφωνα με τη δεύτερη θα έπρεπε να εκκαθαρίσουν τις γραμμές τους από τους κουλάκους και να προσπαθήσουν να στρατολογήσουν φτωχούς αγρότες και ακτήμονες.