Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα οπενχάιμερ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα οπενχάιμερ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2025

Η ιστορία του «Ο»

Η ταινία του Νόλαν βγήκε στις αίθουσες και έκανε ντόρο το καλοκαίρι του ’23. Εγώ πήρα το ογκωδέστατο βιβλίο στο οποίο βασίστηκε αρχές του ’24. Κατάφερα να το βγάλω λίγο πριν εκπνεύσει η χρονιά. Και καταγράφω μερικά σημεία μες στο ’25 πλέον, μακριά από το άγχος της επικαιρότητας, γιατί το θέμα είναι διαχρονικά ενδιαφέρον.


Δεν πρόκειται για λογοτεχνία, παρόλα αυτά επιβεβαιώνει τον κανόνα που θέλει τα βιβλία ανώτερα από τη μεταφορά τους σε κάποια οθόνη -μικρή ή μεγάλη. Αν και πιθανότατα, η ιστορία του Οπενχάιμερ θα ταίριαζε καλύτερα σε μια σειρά -παρά σε ταινία- για να εμβαθύνει σε χαρακτήρες και γεγονότα, χωρίς το άγχος του Νόλαν να τα πει όλα σε ένα τρίωρο, με καταιγιστικό μοντάζ και συνεχή βομβαρδισμό πληροφοριών που δύσκολα απορροφούνται στο σύνολό τους.

Στο βιβλίο αντιλαμβάνεσαι πολύ καλύτερα το περιβάλλον της επιστημονικής του ενηλικίωσης, τις σχέσεις τους με άλλους κορυφαίους φυσικούς (στους οποίους ο Αϊνστάιν προστέθηκε αρκετά αργότερα και δεν είχε τόσο κομβικό ρόλο, ενώ ήταν ανέκαθεν καχύποπτος έως ανοιχτός πολέμιος της κβαντικής φυσικής) και το πλαίσιο των προβληματισμών και των αναζητήσεων που διαμόρφωσαν τη δική του πορεία, εντός και εκτός εργαστηρίων -με έμφαση στο «και».

Ο «Όπι» γκρεμίζει το στερεότυπο του «τρελού επιστήμονα» που ζει σε γυάλα αποκομμένος από τα εγκόσμια. Όχι γιατί δεν είναι «αφηρημένη διανόηση» -πολλές φορές ξεχνάει να φάει και η μορφή του μοιάζει ένα βήμα πριν την εξαΰλωση. Αλλά γιατί συγκλονίζεται από την άνοδο του φασισμού και τον αγώνα των Ισπανών για δημοκρατία. Ενδιαφέρεται για τον συνδικαλισμό και τα δικαιώματα των συναδέλφων του. Διακατέχεται σχεδόν από τύψεις για την οικονομική άνεση της οικογένειάς του. Χρηματοδοτεί μια σειρά καμπάνιες - σκοπούς των κομμουνιστών. Και ασφαλώς δεν είναι το μόνο μέλος της επιστημονικής κοινότητας με αντίστοιχες ευαισθησίες.

Καθόλα μη στερεοτυπική είναι και η μη ανταγωνιστική στάση του απέναντι στους νεότερους -ή και σε αρχάριους- συναδέλφους - μαθητές του. Διορθώνει άτυπα τις εργασίες τους, γράφει μαζί τους επιστημονικές ανακοινώσεις για να αναδειχθούν - καταξιωθούν, ενώ βασίζεται και στις ικανότητες των άλλων για να καλύψουν δικές του τυχόν ελλείψεις. Φαίνεται πχ να υστερεί σχετικά στην εργαστηριακή πράξη -σε αντίθεση με τον μικρό του αδερφό- και στους σύνθετους μαθηματικούς υπολογισμούς, ενώ συχνά δεν έχει την υπομονή να δουλέψει εξαντλητικά πάνω στις λαμπρές θεωρητικές συλλήψεις - ιδέες του, που άνοιξαν διαδρόμους για τους υπόλοιπους.

Αναφέροντας τον Οπενχάιμερ ως πατέρα της ατομικής βόμβας, τείνουμε να ξεχνάμε τον ασύλληπτο όγκο συλλογικής επιστημονικής δουλειάς που απαιτήθηκε. Ο Όπι ήταν ένας ιδιοφυής θεωρητικός φυσικός, που ανέπτυξε επιτελικές ικανότητες και αποδείχτηκε ιδανικός για τη διεύθυνση του σχετικού πειράματος. Δε θα κατάφερνε τίποτα, όμως, χωρίς την καθοριστική συμβολή των καλύτερων φυσικών των ΗΠΑ -και όχι μόνο- ή τη συγκέντρωση τεράστιων πόρων από το κράτος για τις δοκιμές και τις εγκαταστάσεις, όπου είχε στεγαστεί μια μικρή πολιτεία.

Εν κατακλείδι, η κατάκτηση της γνώσης της διάσπασης του ατόμου ήταν καρπός συλλογικής προσπάθειας πολλών επιστημόνων που συνεργάστηκαν δουλεύοντας ο καθένας στο δικό του κομμάτι. Αυτό, παρεμπιπτόντως, δείχνει την περιορισμένη αξία των πληροφοριών που θα μπορούσε θεωρητικά να μεταδώσει ένας πιθανός κατάσκοπος (ο Οπενχάιμερ το ήξερε πολύ καλά και θεωρούσε απλώς θέμα χρόνου την κατάκτηση της σχετικής γνώσης από τους σοβιετικούς επιστήμονες). Το βασικό, όμως, είναι ότι δείχνει τον αναντικατάστατο ρόλο της συνεργασίας και του κεντρικού σχεδιασμού στην επιστημονική εξέλιξη, η οποία ασφυκτιά στα στεγανά μιας ιδιωτικής, ανταγωνιστικής οικονομίας, που φυλακίζει τη γνώση σε πατέντες και δικαιώματα, αντί να την διαχέει.

Πολλοί θεατές της ταινίας του Νόλαν θεωρούσαν πως η ταινία έπρεπε να τελειώσει κάπου στο δίωρο, με την κορύφωση της επιτυχούς δοκιμής και τη βουβή έκσταση για ένα συγκλονιστικό επίτευγμα, που θα έδινε ένα δυνατό και συναρπαστικό φινάλε. Αυτή είναι όμως μια αρκετά ρηχή προσέγγιση, που αγνοεί δυο βασικά στοιχεία, τα οποία προσθέτουν στην ουσία αλλά και στη... δραματική πτυχή της υπόθεσης.

α) τους προβληματισμούς του Οπενχάιμερ -και όχι μόνο- για τις πρακτικές συνέπειες και τους τρόπους χρήσης της ανακάλυψής του. β) την απομάκρυνσή του, με ατιμωτικό τρόπο, από τα πυρηνικά προγράμματα των ΗΠΑ, με τη ρετσινιά του ύποπτου στοιχείου -λόγω των ιδεών του και του κομμουνιστικού του παρελθόντος.
Κατά κάποιον τρόπο, όλα αυτά συνδέονται. Διώχτηκε γιατί εξέφραζε δημόσια τις ανησυχίες του. Και είχε τέτοιους προβληματισμούς χάρη στην ιδεολογία και τις αξίες με τις οποίες ήρθε σε επαφή στα νιάτα του.

Είναι μάλλον κοινή, εδραιωμένη πεποίθηση ότι ο Οπενχάιμερ διώχθηκε αναδρομικά, στο πλαίσιο της μακαρθικής υστερίας από φανατικούς Ρεπουμπλικάνους, που έκαναν τον αντικομμουνισμό όχημα για την προσωπική τους καριέρα. Αλλά αυτό δεν είναι ακριβές κι η μισή αλήθεια είναι από τους χειρότερους τρόπους να πει κανείς ψέματα. Ο Οπενχάιμερ αντιμετώπιζε διαχρονικά ένα τείχος καχυποψίας, ήδη από τα χρόνια του Ρούζβελτ, όσο ήταν επικεφαλής του πυρηνικού προγράμματος! Εξετάστηκε εξονυχιστικά το παρελθόν του. Ανακρίθηκε επανειλημμένα για κάποιες επαφές του. Κλήθηκε να δώσει ονόματα υπόπτων και πληροφορίες για τις συναντήσεις του μαζί τους. Βρισκόταν για πολλά χρόνια υπό παρακολούθηση. Τα τηλέφωνα της οικίας του ήταν παγιδευμένα. Ενώ τη δεκαετία του ’50 είχε ήδη, προ πολλού, απομακρυνθεί από τον πυρήνα των αποφάσεων, αν και διατηρούσε συμβουλευτικό ρόλο.

Ο βασικός επιστημονικός αντίπαλος - κατήγορος του «Ο», Λέβι (Λιούι) Στράους (Στρος), είχε άμεση παρασκηνιακή συνεργασία με το FBI, αλλά δεν επιθυμούσε την εμπλοκή του Μακάρθι, που θα κατέστρεφε το σχέδιο με την επιπόλαια υστερία του. Ο Οπενχάιμερ (δια)σύρθηκε σε μια διαδικασία-παρωδία, που τυπικά δεν ήταν δίκη -άφηνε έτσι πολλά περιθώρια παρασηνιακής δράσης στους κατηγόρους, ενώ στερούσε από τον ίδιο βασικά δικαιώματα που θα είχε ένας κατηγορούμενος -πχ να δει τη δικογραφία και τα έγγραφα που τον αφορούν. Υποβλήθηκε σε διάφορες ταπεινώσεις -πχ υποχρεώθηκε να δώσει λόγο για μια εξωσυζυγική του σχέση ενώπιον της συζύγου του- και τελικά του αφαιρέθηκε η άδεια πρόσβασης σε προγράμματα ασφαλείας, όχι γιατί αποδείχτηκε η ενοχή του για κατασκοπία -παρά την τραβηγμένη από τα μαλλιά θεωρία συνωμοσίας που παρουσιάστηκε- αλλά με το στίγμα του ύποπτου και επικίνδυνου...

Περιττό να σημειωθεί πως αν όλα αυτά -ή και ένα μέρος τους- είχαν συμβεί στον αντίστοιχο Σοβιετικό Οπενχάιμερ, θα είχε ανακηρυχθεί σε παγκόσμιο σύμβολο δημοκρατίας, θα είχε τιμηθεί με κάποιο Νόμπελ (Φυσικής ή και Ειρήνης) και δε θα περιμέναμε μια ταινία για να γίνει γνωστός στο ευρύτερο κοινό, μισό και πλέον αιώνα μετά τον θάνατό του. Αντιθέτως, ο Όπι δε γνώρισε ποτέ κάποια αντίστοιχη διάκριση -πχ για την καθοριστική συμβολή του στη γνώση μας για τις μαύρες τρύπες-, παρά μόνο ένα τείχος οργανωμένης καχυποψίας, ενώ μετά την περιπέτεια και τη στοχοποίησή του, έπαψε να είναι παραγωγικός και να κάνει επιστημονικές ανακοινώσεις -κατά μια άλλη εκδοχή, σε αυτό συνέβαλε η εμπλοκή του στα γρανάζια της πολιτικής και η απομάκρυνσή του από το επιστημονικό του πεδίο. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι ο Οπενχάιμερ αντιμετωπίστηκε με εχθρότητα επειδή συμπαθούσε έναν σύμμαχο των ΗΠΑ στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενίοτε και για την εβραϊκή του καταγωγή, ουδέποτε όμως για τη γερμανική υπηκοότητα των προγόνων του -αν και η ναζιστική Γερμανία ήταν ο βασικός εχθρός στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η βασική κατηγορία εναντίον του ήταν η δράση του στο πλαίσιο διαφόρων κομμουνιστικών συσπειρώσεων -στα χρονικά του ελληνικού κράτους έχουν καταγραφεί ως... «παραφυάδες»- και οι κομμουνιστές που κινούνταν στον κύκλο του. Ανάμεσά τους ο αδερφός του, ο έρωτας της ζωής του και η σύζυγός του -χήρα ενός αφοσιωμένου αγωνιστή των Διεθνών Ταξιαρχιών. Το αξιοπερίεργο είναι πως δε διευκρινίζεται ποτέ κατηγορηματικά αν ήταν όντως οργανωμένο μέλος ή απλώς στις παρυφές του ΚΚ. Ο ίδιος το αρνήθηκε επανειλημμένα -αν και θα είχε κάθε λόγο να αποκρύψει μια τέτοια ιδιότητα, αντιμέτωπος με την ασφυκτική πίεση μιας ενορχηστρωμένης αντικομμουνιστικής υστερίας, που εξελίχθηκε σε κυνήγι μαγισσών.

Ο Όπι είναι μάλλον συνοδοιπόρος -όρος με ιδιαίτερο ιστορικό φορτίο και στα καθ’ ημάς. Είναι ένθερμος αντιφασίστας, οπαδός του Ρούσβελτ και του New Deal, «ακτιβιστής» που αναπτύσσει δράση σε αρκετά συνδικαλιστικά και αντιπολεμικά μέτωπα, δεκτικός στις σοσιαλιστικές ιδέες. Αλλά πιθανότατα όχι συνειδητοποιημένος κομμουνιστής, όπως δείχνουν οι πράξεις του -αν και δεν είναι καλός σύμβουλος να κρίνουμε μια περίοδο, γνωρίζοντας την κατάληξη μιας προσωπικής διαδρομής.

Αυτό που ίσως επιτείνει τη σύγχυση είναι η λαϊκομετωπική προσέγγιση του ΚΚ ΗΠΑ που έτεινε να εξελιχθεί σε «πολιτική ουράς» -για να μείνουμε σε δικούς μας όρους- απέναντι στους Democrats του Ρούζβελτ και μολονότι είχε κάποιες εντυπωσιακές επιτυχίες, δεν ξεπέρασε ποτέ τα όρια ενός κεϊνσιανού New Deal. Μια άλλη πηγή σύγχυσης είναι οι χαλαροί οργανωτικοί δεσμοί του κόμματος με τα μέλη του. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μικρός Οπενχάιμερ γράφεται μέλος, συμπληρώνοντας τα στοιχεία του στο σχετικό απόκομμα μιας εργατικής εφημερίδας -πρακτική που σώζεται στα καθ’ ημάς, ως τις μέρες μας, πχ στην «Εργατική Αλληλεγγύη» του τροτσκιστικού ΣΕΚ.

Όλα αυτά όμως μικρή σημασία έχουν. Η δράση του Οπενχάιμερ στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’30 είναι ούτως ή άλλως πλούσια -σχεδόν πρωτοπόρα σε κάποιους τομείς- και οι πράξεις λένε περισσότερα από οποιαδήποτε θεωρητική, ιδεολογική ένταξη. Αρκετά μέλη και στελέχη τον θεωρούν ούτως ή άλλως δικό τους ή τον συναντούν τόσο συχνά στις δράσεις τους, που σχηματίζουν τη λανθασμένη εντύπωση ότι έχει οργανωθεί. Ο Όπι είναι από τα λίγα άτομα που έχει μελετήσει το «Κεφάλαιο» του Μαρξ -κάτι που τον καθιστούσε πιο διαβασμένο από τη συντριπτική πλειοψηφία των κομματικών μελών και στελεχών. Ενώ παράλληλα είναι σε θέση να κατανοήσει τους λόγους που οδηγούν τη Σοβιετική Ένωση στην υπογραφή του συμφώνου Μολότοβ-Ρίμπεντροπ -αν και κατά μια άλλη ερμηνεία, τότε αρχίζει η σταδιακή απομάκρυνσή του από τον κομμουνισμό.

Σε κάθε περίπτωση, ο Οπενχάιμερ διακόπτει τις όποιες σχέσεις - δράσεις είχε λίγο πριν ή μετά την εμπλοκή των ΗΠΑ στον πόλεμο -και οι αρχές το γνωρίζουν καλά. Ο πραγματικός λόγος της δίωξής του δεν είναι ότι βρέθηκαν νέα στοιχεία για την υποτιθέμενη ενοχή του ή ότι αναθεωρήθηκαν τα παλιά υπό ένα νέο (μακαρθικό) πρίσμα. Αλλά ότι έχει πλέον διεθνές κύρος και οι αντιρρήσεις που εκφράζει σε άρθρα και δημόσιες εμφανίσεις του μπαίνουν εμπόδιο στην υλοποίηση της πολεμικής στρατηγικής των ΗΠΑ -πχ για τη βόμβα υδρογόνου.

Στην πραγματικότητα, αν μπορούμε να επικρίνουμε για κάτι τον Οπενχάιμερ, δεν είναι επειδή είχε αρχές, αλλά μάλλον γιατί τις εγκαταλείπει στην πορεία. Αλλά αυτό, μαζί με κάποια άλλα στοιχεία, ίσως το δούμε σε επόμενο μέρος -και ας βγει μικρότερο σε έκταση.

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

Ο Οπενχάιμερ ήταν κομμουνισταράς

Ψηφιδωτό σημειώσεων


Μύρισε θυμάρι και αντι-ιμπεριαλισμό την περασμένη Δευτέρα στο Σύνταγμα. Όπως στα νιάτα μας, που να ’ταν δυο φορές, και ας μην είχαν πάλι την αξέχαστη Νεανική Δράση για την Ειρήνη. Και αν με ρωτούσες, σφε αναγνώστη, θα έλεγα πως χρειάζονται και άλλες -περισσότερες- τέτοιες κινητοποιήσεις. Να εντείνουμε τη δράση μας, που θα έλεγε και η εισήγηση. Όχι για να τσεκάρουμε τυπικά το σχετικό κουτάκι, όχι ως κάτι παραπάνω, επιπρόσθετο σε όσα κάνουμε -βάλε κάτι και για την Παλαιστίνη- αλλά ως βασικό και αναπόσπαστο μέρος όσων λέμε και κάνουμε.

Είναι βασικό να μη γίνουμε κρέας για τα κανόνια τους. Να μη σφυρίζουμε αδιάφορα όταν ανάβουν εστίες πολέμου στη γειτονιά μας -γιατί είναι βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα θα αρπάξει και το δικό μας σπίτι. Να σπάσει η απάθεια του τύπου «μακριά από τον κώλο μας και όπου θέλει ας είναι», που είναι ο κλασικός ατομισμός αλλά σε κλίμακα χώρας. Να σπάσει το κυρίαρχο δόγμα πως «οι Νατοϊκοί είναι φίλοι μας» -και θέλουν το καλό μας. Να αλλάξουμε τη φθίνουσα πορεία του αυθόρμητου αντι-ιμπεριαλισμού των μαζών. Να ανακτήσει τη χαμένη ιδεολογική του ηγεμονία το σύνθημα «ΕΕ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο».

Δεν είναι ένα ακόμα πεδίο, αλλά ο πυρήνας όσων λέμε. Ανέκαθεν ήταν. Από την εποχή ακόμα που οι Δαπίτες γκρίνιαζαν για τις διακοπές - παρεμβάσεις στα αμφιθέατρα και τις ανακοινώσεις για τον πόλεμο στη Νικαράγουα. Ενώ οι εναλλακτικοί εξηγούσαν με ύφος πως εκτός από τον ιμπεριαλισμό υπάρχει και η μοναξιά. Όχι το ένα εξαιτίας του άλλου, αλλά παρεμπιπτόντως, το ένα δίπλα στο άλλο, σαν ειρηνική συνύπαρξη αλλά με πόλεμο. Σήμερα όλοι αυτοί μας κυβερνάν εναλλάξ ή από κοινού και πασχίζουν να μας βάλουν στη «σωστή πλευρά του πολέμου», δηλαδή στο πλευρό της δικής τους λυκοσυμμαχίας. Και όσο ο λαός κοιμάται με αυτό το πλευρό, κινδυνεύει να βρεθεί στη λάθος πλευρά της κάννης και βασικά στην μπούκα του κανονιού.

Κι όχι, δεν είναι απλό θέμα ο ιμπεριαλισμός. Έχουμε πολλά να αναλύσουμε και να λήξουμε, θεωρητικά, ιστορικά και πρακτικά. Αν είναι αλυσίδα ή πυραμίδα. Αν μπορούμε να πούμε όλες τις χώρες ιμπεριαλιστικές. Αν έχει νόημα, στον αντίποδα, να περιορίζουμε τον όρο σε μια χούφτα χώρες. Αν θα αρχίσουμε να μιλάμε για «εκμετάλλευση έθνους από έθνος», εγκαταλείποντας την ταξική ανάλυση. Τι ακριβώς είναι τα κυριαρχικά δικαιώματα σε μια ιμπεριαλιστική χώρα -ή ενταγμένη στο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Αν περιλαμβάνεται σε αυτά η ΑΟΖ. Αν αυτή η χώρα -ενταγμένη στο σύστημα ή ιμπεριαλιστική- μπορεί ποτέ να διεξάγει έναν δίκαιο πόλεμο. Και αν όχι, τι νόημα έχει να υπερασπιστούμε το έδαφός της. Αν αλλάζει ο χαρακτήρας του πολέμου -δηλαδή η πολιτική μιας χώρας- όταν επιτίθεται ή όταν αμύνεται. Αν θα πάρουμε τα όπλα να πολεμήσουμε. Ή για να ξεκινήσουμε την επανάσταση, στρέφοντάς τα στην κυρίαρχη τάξη και τα όργανά της. Αν θα το κάνουμε μέσα από τον στρατό, λιποτακτώντας ή πολεμώντας σε δικές μας, αυτόνομες μονάδες. Ή αν τελικά θα μας συλλάβουν όλους την πρώτη κιόλας μέρα, οπότε κουβέντα να γίνεται.

Δε χρειάζεται όμως να τα έχεις λυμένα όλα αυτά, για να (αντι)δράσεις. Δε χρειάζεται να είσαι καν κομμουνιστής, για να ζητάς να γυρίσει πίσω η φρεγάτα «Ύδρα» και να μην έχει καμιά συμμετοχή στο ματοκύλισμα των λαών η χώρα σου. Αρκεί να είσαι απλώς έντιμος, απέναντι στη συνείδησή σου πρωτίστως, όπως η αντισμηναγός Αμαλία Π.

-.-

Διάφορα ΜΜΕ μέτρησαν τις αντιδράσεις του κόσμου και έσπευσαν να βγάλουν διάφορα «επανορθωτικά» κείμενα, που μετρίαζαν κάπως τις εντυπώσεις από τα αρχικά τους δημοσιεύματα για τους ζαχαρομπαμπάδες του Κουτσούμπα στη Βουλή. Όλα τα ΜΜΕ; Όχι. Γιατί το ηρωικό Protagon αντιστέκεται και κρατά ψηλά τη σημαία του αντικομμουνισμού, σε αυτήν την τελευταία σοβιετική γωνιά της Ευρώπης, με σημαιοφόρο τον Χαρίδημο Τσούκα και τη συμπυκνωμένη σοφία του, που μας κάνει τη χάρη να ασχοληθεί με την «ασόβαρη προσέγγιση του ΓΓ» για ένα τόσο σοβαρό θέμα όπως η φοιτητική πορνεία. Το καταστάλαγμα αυτής της σοφίας μπορεί να κωδικοποιηθεί σε μαργαριτάρια του στιλ:

-Υπάρχουν πολλοί καπιταλισμοί.
-Η Κούβα είναι δεύτερη παγκοσμίως στην πορνεία.
-Στη Σουηδία τα περισσότερα πανεπιστήμια είναι δημόσια και δωρεάν -άρα δεν ευθύνεται η ιδιωτική πρωτοβουλία για τη στροφή των φοιτητών-ιών στην πορνεία.
-Την τελευταία την τρέφουν η ανισότητα και οι οικονομικές δυσκολίες -και όχι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια.
-Οι σοβαρές χώρες καταπιάνονται με το ζήτημα της φοιτητικής φτώχειας και της φοιτητικής σεξουαλικής εργασίας, αλλά όχι με τον κουτσούμπειο τρόπο.

Ας δούμε λίγο πιο προσεκτικά τις αρετές της Τσούκειου μεθοδολογίας.

-Οδηγούνται στην πορνεία οι φοιτήτριες (και οι φοιτητές) της Κούβας, για να εξασφαλίσουν τα δίδακτρά τους; Όχι, γιατί δεν υπάρχουν δίδακτρα. Στοιχειώδες -και δε χρειάζεται να είσαι ο Σέρλοκ Χολμς, για να το διαπιστώσεις.

-Υπάρχει γενικά πορνεία στην Κούβα. Ασφαλώς, αν και πιθανότατα όχι στις διαστάσεις που δείχνουν τα αμερόληπτα στοιχεία του Τσούκα και των αμερόληπτων πηγών του από τις ΗΠΑ, που έχουν πάντα οξυμένες ευαισθησίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Γι’ αυτό και έχουν επιβάλει ένα δολοφονικό εμπάργκο με ανυπολόγιστες συνέπειες στο νησί της επανάστασης. Έχει ακούσει άραγε κάτι για αυτό ο αξιότιμος αρθρογράφος; Ναι, αλλά δεν έχει θέση στην ανάλυσή του, για να μη χαθεί το ήδη έτοιμο συμπέρασμα.

-Υπάρχουν πολλοί καπιταλισμοί; Όχι, μόνο ένας και έχει για θεό του το κέρδος. Υπάρχουν βέβαια πολλές χώρες με διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης. Αλλά αν στο «καλό, σκανδιναβικό μοντέλο» -που δεν είναι ίδιο με τους «άλλους καπιταλισμούς»- υπάρχουν δυσκολίες, φτώχεια και ανισότητες, τότε αλήθεια ποιον καπιταλισμό μπορούμε να αναζητήσουμε, που να έχει εξαλείψει τέτοια φαινόμενα αντί να τα καλλιεργεί και να τα διαφημίζει ως ευκαιρίες; Άγνωστο.

-Υπάρχουν δημόσια πανεπιστήμια στις καπιταλιστικές χώρες; Ναι, αλλά η απάντηση είναι λίγο σχετική. Γιατί πρέπει αμέσως να ρωτήσουμε: Έχουν δίδακτρα; Λειτουργούν με γνώμονα το κέρδος; Διασφαλίζουν δωρεάν συνθήκες σπουδών στους φοιτητές; Κι εδώ αυτομάτως, οι απαντήσεις γίνονται πιο σύνθετες και αλλάζουν την αρχική κατάφαση. Δυστυχώς η Τσούκειος σκέψη δεν έχει φτάσει ακόμα τόσο μακριά, για να καταλάβει πως το πρόβλημα δεν είναι μόνο τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, αλλά η μετατροπή της παιδείας συνολικά σε ένα πανάκριβο εμπόρευμα. Ότι τα δημόσια πανεπιστήμια μετατρέπονται ταχύτατα σε μαγαζάκια -για να ’ναι ανταγωνιστικά- και βλέπουν τις δομές τους να ιδιωτικοποιούνται, παραμένοντας κατ’ όνομα δημόσια.

Αλλά το βασικό ζήτημα που αποκλείει κάθε ελπίδα συνεννόησης με τον Τσούκα και το σινάφι του, είναι εκείνη η φρασούλα περί «φοιτητικής σεξεργασίας», που μπορούμε να τη δούμε διατυπωμένη και σε άλλα σημεία: Η ισχυρότερη αντίληψη περί αυτοδιάθεσης του σώματος και η αυξανόμενη απενοχοποίηση των επ’ αμοιβή σεξουαλικών υπηρεσιών συμβάλλουν στην αποδοχή και ενδυνάμωση του φαινομένου.

Και να πώς η νεοφιλελεύθερη οπτική του Χαρίδημου Τσούκα έρχεται να συναντήσει τους «αντισυστημικούς» αριστερούς ψάλτες της ελεύθερης οικονομίας που προσυπογράφουν το σημείο για την «αυτοδιάθεση του σώματος». Τελικά η πορνεία μπορεί να μην είναι πρόβλημα αλλά μια μορφή ελευθερίας και αποβολής των παλιών μας ταμπού. Σκεφτείτε το...

-.-

Είναι ο «Οπενχάιμερ» το magnus opus του Νόλαν; Μπορεί. Δεν είμαι τόσο σινεφίλ, για να έχω άποψη, αλλά κάνοντας μια μικρή σφυγμομέτρηση στο περιβάλλον μας, θα λάβουμε διάφορες απαντήσεις, από χλιαρές μέχρι πολύ θετικές αντιδράσεις. Πολύ λίγοι όμως θα κινηθούν εκτός αυτού του φάσματος, λέγοντας πως η ταινία δε βλεπόταν ή ότι ήταν ένα σύγχρονο αριστούργημα. Είχε σφιχτό μοντάζ, πυκνό κινηματογραφικό χρόνο -για να παρακολουθήσει τον αντίστοιχο ιστορικό-, εμφανή σκηνοθετική σφραγίδα -ιδίως στην εκκωφαντική απουσία ήχου τη στιγμή της έκρηξης. Είχε επίσης ενδιαφέρον θέμα, με σοβαρές προεκτάσεις, που δεν έκανε χρονικές εκπτώσεις -τελειώνοντας με τη σκηνή της έκρηξης, όπως ήθελε ο μέσος θεατής- και χώρεσε αρκετές από αυτές, χωρίς όμως να εμβαθύνει -που είναι εν μέρει λογικό και αναπόφευκτο, αλλά ως ένα βαθμό και συνειδητή επιλογή. Και έχουμε δει πολλά αριστουργήματα να μην παίρνουν αγαλματάκι, σχεδόν κανένα όμως χωρίς βάθος...

Εξίσου ανοιχτή παραμένει η συζήτηση για τα πολιτικά μηνύματα του «Οπενχάιμερ». Είναι η ταινία ενός μάλλον συντηρητικού σκηνοθέτη, αν δεν κάνω λάθος -ως προς το πολιτικό του στίγμα και όχι ως προς το έργο του- για έναν κομμουνιστή επιστήμονα ή έστω συμπαθούντα, που τον υποψιάζονταν για πράκτορα των Σοβιετικών (κυνηγήθηκε όντως στα χρόνια του Μακαρθισμού απ’ τους αχάριστους ευεργετηθέντες). Η οποία όμως κλείνει με την αποκατάστασή του, χάρη και σε ενέργειες των «Δημοκρατικών», υπηρετώντας τελικά μια τάση που κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια στο Χόλιγουντ και καθορίζει παγκόσμια τα κριτήρια της κοινής γνώμης περί προοδευτικότητας -χαρακτηριστικό παράδειγμα η περσινή «Μπάρμπι» και ας μην τιμήθηκε με Όσκαρ.

Αυτό που νομίζω ότι επιτείνει κάπως τη σύγχυση είναι η στάση του ίδιου του ΚΚ ΗΠΑ, που ταυτίστηκε σχεδόν απόλυτα με το New Deal του Ρούζβελτ, συνέχισε εκ των πραγμάτων να τον στηρίζει στα χρόνια του πολέμου και της Αντιφασιστικής Συμμαχίας, που ήταν μια μορφή «Λαϊκού Μετώπου» σε διεθνή κλίμακα, χωρίς αυταπάτες -άλλο αν καλλιεργήθηκαν τελικά τέτοιες σε μια σειρά ΚΚ- για να φτάσει μεταπολεμικά στον μπραουντερισμό, σε μια υπαρξιακή κρίση και ένα ιδεολογικό τέλμα, με αποτέλεσμα να αποπροσανατολιστούν οι μάζες -και καλά κρασιά, έπεσε στον γκρεμό, καλό κόμμα πρέπει να ήταν...

Ίσως για να απαντήσουμε στο ερώτημα αν ήταν κομμουνιστής ο Οπενχάιμερ, πρέπει να πιάσουμε βασικά το ερώτημα τι γραμμή είχε το ΚΚ ΗΠΑ και τι σήμαινε να είσαι κομμουνιστής τότε -που το πιάνει ακροθιγώς ένας διάλογος της ταινίας, στο πλαίσιο της ανάκρισης.
-
Ήσουν κομμουνιστής;
-Ήμουν με το New Deal
...

Όπως και να έχει, ο Όπι ήταν τουλάχιστον κομμουνίζων, μελετημένος και κατασταλαγμένος (είχε διαβάσει και τους τόμους του «Κεφαλαίου») και είχε ισχυρούς δεσμούς με οργανωμένους κομμουνιστές στο περιβάλλον του. Συνεπώς, μια στοιχειωδώς έντιμη βιογραφική ματιά -έστω κινηματογραφική- δε θα μπορούσε να παραβλέψει και να αποσιωπήσει αυτήν την παράμετρο. Κι ο Νόλαν σίγουρα δεν επιλέγει αυτήν την οδό -ίσα-ίσα.

Σε τελική ανάλυση, εφόσον κατάπιαμε αμάσητη (για λόγους πολιτικής χρησιμότητας) την παραχάραξη στο Τελευταίο Σημείωμα του Βούλγαρη, που το προβάλαμε παντού και το εκθειάσαμε γιατί ένας από τους 200 της Καισαριανής ψιθύρισε «κομμουνιστής ως το τέλος», δε χρειάζεται να κοιτάμε στα δόντια τον γάιδαρο που μας χαρίζει ο Νόλαν.

Δίνει ανοιχτά το πολιτικό στίγμα του Οπενχάιμερ, θέτει εύστοχα το πρόβλημα της σχέσης της επιστήμης με την εξουσία και πόσο ανεξάρτητη (δεν) μπορεί να είναι, βάζει τους ηθικούς προβληματισμούς του επιστήμονα που βλέπει την εφεύρεσή του να μπαίνει στην υπηρεσία άλλων σκοπών από αυτούς για τους οποίους σχεδιάστηκε. Κι αν αφήνει -σκόπιμα- κάποια σημεία ανοιχτά, δίνει τουλάχιστον στον θεατή πολλά ερεθίσματα για να τα ψάξει παραπάνω μόνος του. Όπως σκοπεύει να κάνει και η κε του μπλοκ, έχοντας αγοράσει το ογκώδες βιβλίο στο οποίο βασίστηκε η ταινία -και ας μην είναι γραμμένο από αυστηρά δική μας σκοπιά.

-.-

Μπορεί οι συλλήψεις έξι οπαδών της ΑΕΚ επειδή άναψαν πυρσούς σε μια ταράτσα, δίπλα από το γήπεδο της Λαμίας να μην είναι της ίδιας βαρύτητας με τις σκηνές που περιγράφει ο στίχος «χτυπάνε στην ταράτσα τον Ανδρέα» -και ποιος να το έλεγε τότε ότι ο Λεντάκης θα πήγαινε μια μέρα με αυτούς που τον χτυπούσαν- αλλά το γεγονός δε στερείται καθόλου σημασίας. Όπως λέει και ο 2310, οι οπαδοί γίνονται πειραματόζωα για την αυστηροποίηση του ποινικού κώδικα. Και τα γήπεδα -που ήταν ανέκαθεν πιστός καθρέφτης της κοινωνίας- θεωρούνται προνομιακό πεδίο για την εμπέδωση του δόγματος «νόμος και τάξη». Αυτό δεν αλλάζει επειδή οι οπαδοί αθωώθηκαν λόγω άγνοιας-παρανόησης του αθλητικού νόμου (και τάξη), που είναι περίπου σα να λέμε «λόγω βλακείας». Τουλάχιστον αυτή είναι η μόνη αθώωση -από όσες έχει προτείνει εσχάτως η εισαγγελική έδρα- που δε σε κάνει να αναρωτιέσαι: υπάρχει τίποτα που να μην έχει σαπίσει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας;

Κι αν μαγνητοσκοπηθούν και ανέβουν στο διαδίκτυο οι παρεμβάσεις της σημερινής εκδήλωσης για τον Ποινικό Κώδικα, μπορεί να βρεθεί η αφορμή να πούμε περισσότερα.


-.-

Η σχέση του ΚΚ Πορτογαλίας με το ΚΚΕ μου θυμίζει συνειρμικά το αθλητικό ντοκιμαντέρ Once Brothers, για τον Ντράζεν, τον Ντίβατς και την κάποτε ενιαία Γιουγκοσλαβία. Κάποτε ήμασταν αδελφά κόμματα, τα μόνα που έμειναν όρθια στη λαίλαπα της αντεπανάστασης, και ο Κουνιάλ ήταν ο Πορτογάλος Φλωράκης -και αντιστρόφως. Η Πορτογαλία έζησε τη δική της μεταπολίτευση την ίδια χρονιά με τη δική μας, αλλά χωρίς εκβιαστικά διλήμματα «Καραμανλής ή τανκς», αφού οι φαντάροι που οδηγούσαν τα οχήματα ήταν στην πρώτη γραμμή της Επανάστασης των Γαριφάλων. Κι η δική τους «σοσιαλμανία», με την έννοια μιας σχετικής αριστερόστροφης ιδεολογικής ηγεμονίας, εκφράστηκε στα ονόματα των αστικών τους κομμάτων, καθώς η αντίστοιχη ΝΔ είναι το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, σε διάκριση με το σοσιαλιστικό αντίστοιχο του ΠΑΣΟΚ.

Αν λοιπόν σε αυτή τη χώρα θεριεύει σήμερα η ακροδεξιά -τα ορφανά του Σαλαζάρ- και εκμηδενίζεται η αξιοπιστία και η επιρροή του ΚΚΠ, η ευθύνη είναι βασικά δική του και δε μετριάζεται από τις αντίστοιχες ενισχυμένες τάσεις στη φασίζουσα Ευρωλάνδη. Κι είναι απορίας άξιο πώς/γιατί δεν έχει εκφραστεί ως τώρα ένα ρεύμα εσωτερικής αντιπολίτευσης σε αυτόν τον κατήφορο, στο πλαίσιο μιας αυτοκριτικής που να παίρνει αποστάσεις από τη στρατηγική επιλογή του ΚΚ να γίνει ουρά των σοσιαλιστών και της αντιλαϊκής τους κυβέρνησης, στο όνομα του μικρότερου κακού, που φέρνει πάντα το μεγαλύτερο. Και το δικό μας καθήκον δεν είναι να επιχαίρουμε πάνω από το πολιτικό πτώμα ενός τέτοιου ιστορικού κόμματος, ούτε να αφήσουμε ένα γαρίφαλο στη μνήμη της επανάστασης και του ένδοξου παρελθόντος του. Αλλά να το βοηθήσουμε να ξεπεράσει την κρίση του, βγάζοντας πρώτα μια σωστή διάγνωση για τις αιτίες της.

-.-

Ποιο είναι άραγε το μεγαλύτερο επίτευγμα του ΣΥΡΙΖΑ; Ότι κατάφερε να πλασάρει τη θεωρία των δύο άκρων, σαν γνήσιο -έστω γενόσημο του- ΠΑΣΟΚ; Ότι το έκανε σε μια περίπτωση καθαρής ομοφοβικής βίας, φασίζουσας και ρατσιστικής; Ότι ανακάλυψε ομοφοβική επίθεση στην πολιτική κατακραυγή -και όχι μάτσο κράξιμο- του «κοσμαγάπητου» Κασσελάκη -όπως θα μιλούσε για σεξισμό αντίστοιχα, αν είχε εκλεγεί η Αχτσιόγλου στη θέση του; Ότι τα τρολ της υπόγας στοχοποίησαν πλαγίως και το ΚΚΕ για την επίθεση στα διεμφυλικά άτομα; Ότι δικαιώνει κάθε μέρα πιο πολύ το σχήμα του σοσιαλφασισμού -που μιλάει για τα δίδυμα αδελφάκια; Ότι ο Κασσελάκης είναι, σαν παρουσία και ουσία όσων λέει, μια κινούμενη πατριαρχία;

Ας αφήσουμε να το κρίνει η ιστορία. Και ας κρατήσουμε μια ανάλυση για τη συμβασιλεύουσα για κάποια άλλη ανάρτηση.

Πέμπτη 31 Αυγούστου 2023

Όταν η Barbie συνάντησε τον φεμινισμό - Απλά μαθήματα αστικού δικαιωματισμού

Τι είναι και τι θέλει η περιλάλητη, χιλιοτραγουδισμένη ελληνική ιδιαιτερότητα;
Μην είναι τα τρία κόκκινα γράμματα, οι παραφυάδες, περικοκλάδες και καταβολάδες τους στο κίνημα, με τις ισχυρές καταβολές που έχουν ακατάλυτες ρίζες;
Μην είναι οι κάμποι, τα βουνά, οι αντάρτες που ανέβηκαν σε αυτά και η σπορά που άφησαν;

Βασικά, είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι, μες στα θερινά τα σινεμά -εκείνο που μένει τελικά, όπως τραγουδούσε ο Λουκιανός. Μέχρι που έγιναν κι αυτά κομμάτι του τουριστικού μας μύθου κι εξαγώγιμο προϊόν, με αγγλικούς υπότιτλους. Live your myth in Greece.

Μα πάνω απ’ όλα είναι ο προγραμματισμός στη διανομή ταινιών. Η Ελλάδα είναι πιθανότατα η μόνη χώρα όπου η πολυαναμενόμενη πρεμιέρα του Όπενχαϊμερ πήγε έναν μήνα πίσω, για να μη συμπέσει με το κύμα της Βαρβάρας εξ Αμερικής, που τα σαρώνει όλα σαν ατομική βόμβα. Και αυτά είναι όλα όσα χρειάζεται να ξέρει κανείς για τη χώρα μας. Και για το παγκόσμιο κοινό, που κόβει διπλάσια εισιτήρια για την ξανθιά κόκλα παρά για τον επιστήμονα. Και για την κε του μπλοκ, που γράφει για την πρώτη, ενώ τις προάλλες ήταν η πρεμιέρα του Όπενχαϊμερ, που δίνει άπειρο υλικό για πολιτική εμβάθυνση (από την πορεία της συζύγου του και τις δικές του πολιτικές συμπάθειες, μέχρι τα ηθικά διλήμματα ενός επιστήμονα). Και είναι εντυπωσιακό πόσα από αυτά χώρεσαν τελικά στην ταινία, με την τρίωρη διάρκεια, που αποθαρρύνει κάπως το ευρύ κοινό με τα ροζ αξεσουάρ.

Αλλά το δικό μας κοινό διψά για στρατευμένη τέχνη και πολιτικό σινεμά, όπως η Φλώρινα του Καντιώτη διψά για Αγγελόπουλο, και ας άργησε να πάει στα μέρη της η Βαρβάρα και λοιποί βάρβαροι (Περιμένοντας την Μπάρμπι, είναι και αυτή μια κάποια λύσις προοδευτική...). Και ψάχνει βαθιά στην πηγάδα (το κοινό) να βρει μηνύματα κατά της πατριαρχίας, στον φεμινισμό της Ματέλ και της Μπάρμπι. 

Αυτό θα πει πρωτοπορία και ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς. Η τρίτη λήψη θα είναι η τελική. Και στο «Μπάρμπι 3» θα εφοδεύσουμε στον ουρανό, που το βάθος του παραμένει πάντα κόκκινο. Μπορεί και ροζ.


Αλλά πώς να μη φτάσεις σε τέτοιο συμπέρασμα, όταν βλέπεις τη σφισσα Μάργκοτ Ρόμπι να πρωταγωνιστεί σε σποτ του ΠΑΜΕ, δηλώνοντας συμπαράσταση στην απεργία των σεναριογράφων του Χόλιγουντ, οι οποίοι παίρνουν την τύχη και το σενάριο της ζωής τους στα χέρια τους; Και αν η Ελλάδα ήταν μεγαλύτερη αγορά, θα ήταν ζήτημα χρόνου να βγει μια «Μπάρμπι Κνίτισσα», με ταγάρι και γυαλιά αλά Φαραντούρη -πριν γνωρίσει τον Τηλέμαχο του ΠαΣοΚ-, ή μια Μπάρμπι φασαία με σαλβάρι, για να πιάσει το ευρύ καταναλωτικό κοινό. Κι είναι τυχαίο σφοι που στην ταινία ο Κεν παραμένει αμετανόητος Δαπίτης, ενώ η Μπάρμπαρα προσεγγίζει τις παρυφές και τα διάφορα ρεύματα της Νέας Αριστεράς;

Αλλά πόσοι θυμούνται ότι η Μπάρμπι εισέβαλε, μαζί με όλο τον καταναλωτικό ορυμαγδό, στη Σοβιετία, λίγο πριν το τέλος (της ιστορίας της) και ότι στα χασομέρια της Περεστρόικα είχε βγει η «σοβιετική απάντηση» στη Βαρβάρα, που δεν ήταν κάποια σημειολογική ανάλυση, αλλά μια κούκλα τύπου Μπάρμπι αλά σοβιετικά; Λες και είχαν κάτι να ζηλέψουν -αισθητικά και εμπορικά ακόμα μιλώντας- οι ρώσικες Ματριόσκες από τις λογής Βαρβάρες στα δυτικά (εξαιρείται η Αγία Βαρβάρα της δυτικής όχθης).
Άσε μας κουκλίτσα μου...

Τελικά όμως, αξίζει τόσο ντόρο η ταινία; Τόσες αναλύσεις με κινηματικό άλλοθι που περνάνε από σαράντα κύματα φεμινισμού;
Αν πιστέψεις τον Πι-Τζι με τα ντολμαδάκια, ναι. Αν πιστέψεις τον Βαρουφάκη, όχι. Η αλήθεια δεν είναι κάπου στη μέση, αλλά -ας πούμε- διαλεκτική, και ναι και όχι. Ή μάλλον, Σεμπάστιαν -όχι, όχι, ναι.

Όχι, δεν είναι μια τυπική χαζοχαρούμενη ταινία για 15χρονα.
Όχι, δεν είναι ένας ύμνος στη γυναικεία χειραφέτηση -σίγουρα όχι από τη δική μας σκοπιά.
Ναι, περνάει σχετικά ανώδυνα -αν φοβάσαι ότι θα σβήσεις από ανία.
Και -επίσης- ναι, περνά ξώφαλτσα, σχετικά ανώδυνα μηνύματα. Αλλά θα ήταν τεράστιο λάθος να την πάρει κανείς αψήφιστα, σαν κάτι αδιάφορο κι ανάξιο λόγου. Τίποτα δεν μπορεί να είναι αδιάφορο, όταν τροφοδοτεί τόσες συζητήσεις -ακόμα και αν αυτές δεν έχουν τόσο ενδιαφέρον και αναλώνονται στα ίδια.

Υπάρχουν πολλές ταινίες που προσπαθούν να πουν κάτι, βάζουν μερικούς προβληματισμούς αλλά μένουν στα ρηχά. Είτε γιατί δε γίνεται να περιμένουμε από μια ταινία να τα πει όλα, είτε γιατί -πολύ περισσότερο- δεν μπορούμε να περιμένουμε από το Χόλιγουντ να φτάσει σε βάθος και πολλή ουσία.
Υπάρχουν πολλές χολιγουντιανές παραγωγές, που βάζουν δυο-τρια ενδιαφέροντα σημεία, φτάνουν στη βρύση αλλά δεν πίνουν νερό, όπως έγραφε ο αείμνηστος Αντωνάκος στις κριτικές του στον Ρίζο. Που έχουν μια θολή, προοδευτική οπτική, με Democrat ταβάνι και αντικειμενικούς περιορισμούς.

Η Μπάρμπι δεν ανήκει όμως σε αυτή την κατηγορία.
Δε βάζει απλώς δυο-τρία σημεία -έστω απλοϊκά-, αλλά το σύνολο της γραμμής του αστικού δικαιωματισμού-φεμινισμού. Με πολύ απλό και έξυπνο τρόπο. Και γι’ αυτό ακριβώς άκρως αποτελεσματικό και «επικίνδυνο».

Ντάξει, μήπως υπερβάλλει η κε του μπλοκ και το χάνουμε λίγο; Όχι σύντροφοι, δεν μπορούμε να το πούμε αυτό. Σκέψου να πρέπει να πιάσεις ένα 15χρονο για να του εξηγήσεις... Ή μάλλον όχι, καλύτερα να το δούμε αυτό στο τέλος. Ας συνεχίσουμε με τα υπόλοιπα.

Δηλαδή θες να μας πεις ότι δεν έχει τίποτα καλό η ταινία;
Αντιθέτως! Έχει πολλές έξυπνες ιδέες και ωραία εκτελεσμένες. Αυτή ακριβώς είναι η δύναμή της, παρά τις αρκετές ευκολίες και τους διδακτικούς, λυρικούς μονολόγους με τα «υψηλά νοήματα» -αν δεν προσέξεις, τα έχασες.

Το βασικό μήνυμα στις κοπέλες, μικρότερες και μεγαλύτερες, είναι να αποβάλουν κάθε κόμπλεξ για τον εαυτό τους και να τον αγαπήσουν όπως ακριβώς είναι. Μπήκα στον πειρασμό πως το μήνυμα «μην αλλάξεις ποτέ τίποτα» δεν αφορά τόσο τον εαυτό μας, όσο τον κόσμο που ζούμε. Αλλά μπορεί να είμαι απλώς καχύποπτος, κολλημένος.
Είναι όντως βασικό να μην αφήνουμε τα στερεότυπα να μας δημιουργούν σύνδρομα κατωτερότητας. Και ας μη μας λέει η ταινία ποιος καλλιεργεί συστηματικά αυτά τα στερεότυπα, πρωτίστως στις γυναίκες, και τι ρόλο έπαιξε η Μπάρμπι και η Ματέλ στην εδραίωσή τους.

Στη δική μου οπτική, η πιο δυνατή στιγμή της ταινίας είναι όταν αναδεικνύει την αυθόρμητη αποδοχή της υποδούλωσης από τα θύματά της. Όσο η κανονική Μπάρμπι λείπει στον πραγματικό κόσμο, οι υπόλοιπες δέχονται πρόθυμα την πατριαρχία του Κεν, που τις αποβλακώνει, τις βάζει στο κοινωνικό περιθώριο για να σερβίρουν μπύρες, αλλά τους προσφέρει το «ευχάριστο συναίσθημα» της απαλλαγής από κάθε άγχος και σοβαρή ευθύνη.

Εξίσου εύστοχη είναι η σατιρική ματιά στις αφύσικες κινήσεις κάθε κούκλας, με τους ανατομικούς περιορισμούς αλλά και τις προκαθορισμένες κινήσεις, όπως οι ψεύτικες χαιρετούρες με τον σπασμένο καρπό. Μια κριτική που φαίνεται να επεκτείνεται σε όλο τον πλαστικό κόσμο της Μπάρμπι, τις ανούσιες δραστηριότητες και την καθολική έλλειψη νοήματος που τον διακρίνει. Για παράδειγμα, ο Κεν στην παραλία δεν είναι ένας τυπικός ναυαγοσώστης, ούτε καν λουόμενος και γενικά δεν ξέρει να κολυμπά. Είναι απλά ο Κεν στην παραλία, αυτό που λέει η περιγραφή της συσκευασίας του, και τίποτα άλλο πέραν αυτού.

Η ίδια έλλειψη νοήματος φαίνεται πάντως να διακρίνει αρκετές επίγειες δραστηριότητες στον πραγματικό κόσμο. Η σκηνή με τους τεχνοκράτες που κυνηγούν την Μπάρμπι και βραχυκυκλώνουν ψάχνοντας την έξοδο μπορεί να εκληφθεί και ως μια ξώφαλτση κριτική στη θλιβερή αναποτελεσματικότητα της κάστας των golden boys και την πηχτή βλακεία (στα όρια του λειτουργικού αναλφαβητισμού) που ξεπροβάλλει κάτω από τη μάσκα της γραφειοκρατικής σοβαροφάνειας.

Στο εσωτερικό του κτιρίου, βλέπουμε μεγάλα διαχωριστικά (σεπαρέ) που κρατούν απομονωμένους τους υπαλλήλους στους κατώτερους ορόφους, τονίζοντας ενδεχομένως την αποξένωσή τους. Η αλλοτρίωση όμως χτυπά εξίσου και τα υψηλότερα πατώματα (ρετιρέ), όπως στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας, του οποίου τα μέλη δε βρίσκουν καν χρόνο να γαργαληθούν, σε ένα διάλειμμα από τις βαρετές συσκέψεις κορυφής...

Μεγαλωμένη σε έναν πλαστικό κόσμο με επίπλαστα αξιώματα για τα υποκατάστατα και τις λογής εκδοχές της, η Μπάρμπι προσπερνά την εκμετάλλευση αλλά απορεί φωναχτά και ενίσταται γιατί δε βλέπει καμία γυναίκα ανάμεσα στα στελέχη της Ματέλ. Οι προβληματισμοί για τη φύση της εργασίας, τους ταξικούς φραγμούς και άλλα τέτοια ξύλινα -και ουδόλως πλαστικά- περισσεύουν, για να πέσουμε στη γνωστή πεπατημένη ότι αν μας κυβερνούσαν περισσότερες γυναίκες -ας ήταν και αστές- ο κόσμος μας θα ήταν καλύτερος.

Η Μπάρμπιλαντ παρουσιάζει μια άνευρη εκδοχή «μητριαρχίας», χωρίς βάθος και ριζοσπαστικές αιχμές. Κινείται πολύ πίσω από τα αντιπολεμικά μηνύματα της Λυσιστράτης ή το τολμηρό, ανατρεπτικό περιεχόμενο του Αριστοφάνη στις Εκκλησιάζουσες. Είναι κατώτερη ακόμα και από την επιδερμική προσέγγιση του Casa de Papel στο επεισόδιο της «μητριαρχίας» ή και από το τραγούδι «Barbie Girl» των Aqua, που το περάσαμε για σαχλό, όταν βγήκε, αλλά σατιρίζει εύστοχα τη λογική της κοινωνίας που παράγει μαζικά «Μπάρμπι» κάθε χρώματος -και φύλου.

Η ζωή σε πλαστικό είναι φανταστική
Μπορείς να χτενίσεις τα μαλλιά μου,
να με γδύσεις οπουδήποτε...

Το ανδρικό φύλο αντιμετωπίζεται από εχθρικά -ως δυνητικός αντίπαλος της girl power και της γυναικείας χειραφέτησης- ως απλό συμπλήρωμα στο πλευρό των γυναικών -και απ’ το πλευρό τους, για να αντιστρέψουμε τον πασίγνωστο μύθο των Πρωτόπλαστων. Η πατριαρχία της Κεν-ο-κρατίας όμως, τους αφήνει ένα μεγάλο κενό, που δεν μπορεί να το καλύψει μια εφήμερη και απατηλή αίσθηση ανωτερότητας-επιβεβαίωσης ενάντια στις γυναίκες. Αν πάντως η σκηνοθετική οδηγία προς τον Ράιαν Γκόσλινγκ ήταν να ενσαρκώσει το αδιάφορο κενό ως έννοια, έχουμε να κάνουμε με μια μοναδική ερμηνεία, που φτάνει σε απλησίαστα ρηχά επίπεδα.

Η ταινία παίζει εμφανώς σε διάφορα σημεία με τον μύθο των Πρωτόπλαστων και την απώλεια ενός (πρωτο)πλαστικού παραδείσου. Αυτή όμως δε συνδέεται με το φρούτο της γνώσης, τον καρπό της ηδονής ή την πρώτη εργασιακή εμπειρία, αλλά με την απόκτηση μήτρας και το πρώτο ραντεβού στον γυναικολόγο...

Τα πάντα κινούνται γύρω από το έμφυλο ζήτημα και δεν υπάρχει χώρος για επικίνδυνες εμβαθύνσεις σε απαγορευμένες θεματικές. Το σύστημα, σήμερα, όχι μόνο δεν έχει πρόβλημα να αποδεχτεί και να ενσωματώσει τέτοιου είδους προσεγγίσεις, αλλά επιλέγει να τις προβάλλει επιθετικά, φορώντας τη μάσκα της κοινωνικής ευαισθησίας, για να καταδικάσει την καταπίεση και τις διακρίσεις που το ίδιο προκαλεί. Αρκεί τα βέλη της κριτικής να στρέφονται στις παράγωγες αντιθέσεις, αφήνοντας στο απυρόβλητο τη βασική αντίθεση της αστικής κοινωνίας.

Ακόμα και η πολιτικοποιημένη κόρη της σχεδιάστριας της Ματέλ ενσαρκώνει αρχικά μια καρικατούρα γραφικής φεμινίστριας, που θυμίζει λίγο την «υστερική» Ρόζα του Αρκά. Διόλου τυχαία, αυτή είναι και η μόνη φορά που ακούγεται σε όλη την ταινία η λέξη «καπιταλισμός»...

Αυτή η ροζ λαίλαπα είναι το καλύτερο απορρυπαντικό για το ξέπλυμα της Ματέλ και της «εταιρικής ευθύνης» της. Ξαφνικά η «κοινωνικά ευαίσθητη» Ματέλ δεν είναι ένα μονοπώλιο με εκατομμύρια κέρδη, χτισμένα στην εκμετάλλευση, ούτε και ευθύνεται για τα στερεότυπα που καλλιέργησε συνειδητά επί δεκαετίες, εφόσον τώρα έχει άλλη ατζέντα και σχεδιάζει ακόμα και τη... μελαγχολική - καταθλιπτική Μπάρμπι.

Οι αντιδράσεις του κοινού και της βασικής ομάδας στην οποία στοχεύει -δηλαδή κορίτσια της εφηβείας- δεν αφορούν τόσο τα φεμινιστικά μηνύματα της ταινίας αλλά εκδηλώνονται με όρους μόδας και εξαντλούνται στα ροζ ρουλαχάκια. Γίνονται δηλαδή και αυτές ένα είδος εμπορεύματος και πηγή κέρδους για τη Ματέλ.

Αλλά αυτήν την Μπαρμπι-μανία δεν την χωρίζει σινικό τείχος με τις «ψαγμένες αντιδράσεις», το πλήθος των φεμινιστικών αναλύσεων και τα σεντόνια στους τοίχους των ΜΚΔ, ακόμα και στη χώρα μας. Στην τελική, δεν έχει τόση σημασία αν η ταινία έχει τόσες διαστάσεις και πιάνει τόσο βαθιά ζητήματα, όπως θέλουν ίσως να πιστεύουν κάποιοι, αλλά ότι πυροδοτεί αντίστοιχους συνειρμούς και πραγματικές συζητήσεις.

Ανακεφαλαιώνοντας.
Η ταινία δεν είναι απογοητευτική, όπως λέει ο Γιάνης. Είναι πολύ καλή για αυτό που είναι και αυτό που θέλει να πετύχει.
Η ταινία «Μπάρμπι» δεν είναι ούτε ένα φεμινιστικό μανιφέστο, όπως βαυκαλίζονται κάποιοι. Είναι μανιφέστο του αστικού δικαιωματισμού, με αρκετά χαμηλό ταβάνι και συγκεκριμένες στοχεύσεις. Είναι σενάριο έξυπνο, καλοδουλεμένο και γι’ αυτό πιο «επικίνδυνο».

Κι είναι πολύ επικίνδυνο να κολυμπήσεις κόντρα στο ρεύμα, να δοκιμάσεις να αποδοκιμάσεις την Μπάρμπι, να πας να ασκήσεις κριτική και να το αποδομήσεις σε μια παρέα 15χρονων. Βασικά είναι πολύ δύσκολο να μη φανείς ένας γραφικός μπάρμπας (boomer), που ζει σε άλλες εποχές και βλέπει παντού ιμπεριαλιστικό δάχτυλο.

Ίσως όμως είναι πιο εύκολο να πείσεις τα παιδιά να αφήσουν τη μόδα να περάσει και να πάνε να δουν τον Οπενχάιμερ, που δίνει αφορμή για προβληματισμούς και αναζητήσεις σε μεγαλύτερο βάθος. Η ιστορία του πατέρα της ατομικής βόμβας δίνει περισσότερο πολιτικό υλικό από οποιοδήποτε μανιφέστο ατομικού δικαιωματισμού, ξεκομμένου από τις κοινωνικές συνθήκες.