Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λόγος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λόγος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 15 Μαρτίου 2016

Έκθεση ιδεών

Ή αλλιώς "σκέφτομαι και γράφω", όπως έλεγαν τα σχολικά εγχειρίδια στο δημοτικό. Αυτό κι αν είναι δύσκολο, ε; Ίσως γιατί δεν το διδαχτήκαμε ποτέ. Η σχετική άσκηση στο βιβλίο της γλώσσας υπονοούσε βασικά: σκέφτεται κάποιος άλλος, ένας μεγάλος που μας διαβάζει (να ελέγξει αν έχουμε διαβάσει), ένα βοήθημα, κτλ, και γράφω εγώ ό,τι θυμάμαι. Ή εναλλακτικά, σκέφτομαι μόνος μου τι μπορεί να σκέφτονται και να θέλουν να διαβάσουν οι άλλοι (ο καθηγητής, ο διορθωτής, κτλ) και γράφω. Έτσι καταλήγουμε σε μια απέραντη κοιλάδα με φράσεις-κλισέ, λόγο ξύλινο και αφύσικο, που δε συναντάς πουθενά στην πραγματική ζωή, θέσεις κοινότοπες και τετριμμένες, γνωστές σαν την υπόθεση ενός κλασικού έργου, που όλοι την ξέρουν, αλλά θέλουν να δουν πώς θα τη δώσει ο καλλιτέχνης, αν θα το κάνει περίτεχνα, κτλ. Ό,τι γινόταν πάνω-κάτω και στην αρχαιότητα με τα ομηρικά έπη. Αλλά η ανθρώπινη σκέψη έχει εξελιχθεί ραγδαία έκτοτε.

Το βασικό μειονέκτημα όταν έχεις να γράψεις μια έκθεση, είναι πως δεν ξεκινάς από μια εσωτερική παρόρμηση, κάποια δική σου ανάγκη, αλλά επειδή είναι καθήκον σου να το κάνεις. Κι από τη στιγμή που ο σκοπός δεν είναι δικός μας, συνιστά μια μορφή αλλοτρίωσης, βγαίνει κάτι τελείως ξένο στο χαρτί ή την οθόνη κι όχι ένα κομμάτι του εαυτού μας, που μαθαίνουμε να τον κλείνουμε και να τον περιφρουρούμε από τα αδιάκριτα βλέμματα και τις εξωτερικές εκθέσεις. Γιατί τι άλλο είναι η έκθεση ιδεών αν όχι μια μορφή έκθεσης του εαυτού μας στον κοινωνικό μας περίγυρο;

Κι αν ακούγεται κάπως παράξενος ως όρος η αλλοτρίωση σε ένα πεδίο κατεξοχήν πνευματικής εργασίας, θα προσυπέγραφα κάτι που λέει ένας παλιός αθλητικός συντάκτης (της "λαϊκής δεξιάς" από πολιτική άποψη) στο εισαγωγικό σημείωμα της στήλης του: Δε θεωρεί ότι το καθημερινό γράψιμο είναι πνευματική εργασία. Είναι ο ίδιος που συνέγραφε (το "συν" δεν αναφέρεται στη λογοτεχνική του φλέβα, αλλά στο ότι αρθρογραφούσαν εξ ημισείας με τον Καραγιαννίδη)  κάποτε στον Φίλαθλο τη στήλη του Αποδυτηριάκια, που άφησε εποχή με το ιδιαίτερο στιλ γραφής της.

Τι έκθεση ιδεών να συντάξεις όμως αν δεν έχεις μάθει να σκέφτεσαι και να παράγεις δικές σου ιδέες; Η μορφή ακολουθεί πάντα το περιεχόμενο, και όταν αυτό δεν υπάρχει, επιχειρεί απλά να καλύψει με σάλτσες και φραστικά πυροτεχνήματα το απόλυτο κενό. Και αντιστρόφως: οι ωραίες, μεγάλες ιδέες χρειάζονται την κατάλληλη φόρμα για να εκφράσουν και να μεταλαμπαδεύσουν τον πλούτο τους. Η έλλειψη αυτής της φόρμας δεν είναι απαραίτητα προϊόν ελλιπούς τριβής και αμάθειας, εκφραστικής φτώχειας κι ανικανότητας. Αντανακλά πολλές φορές αδυναμία, ελλιπή κατανόηση ή σύγχυση και ως προς το ίδιο το περιεχόμενο. Όταν κομπιάζουμε, χάνουμε τα λόγια μας και τον ειρμό μας, στο γραπτό ή τον προφορικό λόγο, είναι συνήθως γιατί χάνουμε κάτι από την ουσία και δεν την έχουμε καθαρή στο μυαλό μας.

Τις αδυναμίες αυτές μπορεί να τις συναντήσει κανείς και στον κομματικό λόγο ή όσους επιχειρούν να αρθρώσουν πολιτική θέση. Τα κομματικά κλισέ (που δεν είναι απαραίτητα κακά από μόνα τους, όταν αφορούν κάποιες κλασικές, αγαπημένες φράσεις) ο στείρος, μονότονος λόγος που αποπνέει ρουτίνα, χωρίς έμπνευση, μπορεί να αντανακλούν φορμαλιστική σκέψη ή μια μορφή ανασφάλειας εκ μέρους του ομιλητή/αρθρογράφου, που βρίσκει καταφύγιο σε οικεία, απλοϊκά σχήματα.

Η επισήμανση των κακώς κειμένων (και των βαρετών λόγων) δεν είναι προφανώς αφοριστική. Το κομμουνιστικό κίνημα έχει να επιδείξει πολλούς εξαιρετικούς γραφιάδες-ρήτορες (σαν το Λένιν, τον Παφίλη κι άλλους δικηγόρους, που όμως δε θα υπάρχουν στον κομμουνισμό και θα τους κρατήσουμε ως διακοσμητικούς, να αγορεύουν από ευχαρίστηση, βγάζοντας μεγαλεπήβολους λόγους) σε όλα τα επίπεδο: πολιτική ανάλυση, γλαφυρότητα ύφους, συγκρότηση σκέψης, φιλοσοφικός λόγος, αφαιρετική ικανότητα, εκλαΐκευση.

Δεν είναι μόνο το λογοτεχνικό ύφος που θαυμάζει κανείς στους κλασικούς, κι η λεπτή ειρωνεία του Βλαδίμηρου (από τα στοιχεία που προσωπικά εκτιμώ περισσότερο σε έναν γραφιά) πχ στο σημείο με το τυφλοκούταβο, που αναφέρθηκε και στο νήμα μιας πρόσφατης συζήτησης. Αλλά και η αναλυτική ικανότητα βετεράνων κομμουνιστών, που ξέρουν να εντοπίζουν και να συμπυκνώνουν την ουσία του πράγματος σε δυο-τρία σημεία. (Στοιχεία αυτής της ικανότητας μπορεί να βρει κανείς πχ στα σχόλια του Ηλία-Σεχτάρ).

Αν το κόμμα και η οργάνωση είναι ένα μεγάλο σχολείο, όπως κι η ζωή συνολικά άλλωστε, υπάρχουν πολλοί μαθητές που το βαριούνται και κάνουν αγγαρεία, ακόμα κι όταν συμμετέχουν εθελοντικά στα μαθήματά του. Κι αυτό είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο για ένα φορέα που λειτουργεί διαπαιδαγωγητικά κι όπου οι διδάσκοντες γηράσκουν αεί διδασκόμενοι.

Το δικό μου συμπέρασμα, σαν κατακλείδα, είναι πως τα θεωρητικά μαθήματα στο σημερινό αστικό σχολείο -όπου το μόνο ζητούμενο είναι να μάθεις να γράφεις και να πληκτρολογείς κι ας παραμείνεις λειτουργικά αναλφάβητος- είναι άθλια. Αλλά η διδασκαλία τους και η τριβή με αυτά, το να μάθεις να μιλάς σωστά και να γράφεις στρωτά, για να πεις αυτό που θέλεις, δεν αφορούν στενά τους μαθητές της θεωρητικής κατεύθυνσης κι όσους καταλήξουν στη νομική ή τη δημοσιογραφία.

Το σημαντικό λοιπόν για κάθε σφο, και όχι μόνο, είναι να καλλιεργεί συνεχώς αυτές τις ικανότητες, να μην τις αφήσει να αραχνιάσουν. Να εκθέτει συνεχώς τον εαυτό του, να μιλάει σε ανοιχτό κοινό και να γράφει, να γράφει, να γράφει. Κατά την περίφημη προτροπή "να μαθαίνετε, να μαθαίνετε, και να μαθαίνετε" του Βλαδίμηρου προς τους νέους κομσομόλους.