Στην ανάλυση του ποιήματος, ο σύντροφος άβερελ είχε σταθεί στην κλιμάκωση των νοημάτων κάθε στροφής.
Φαντάσου ότι δεν υπάρχει παράδεισος, είναι εύκολο αν προσπαθήσεις.
Φαντάσου ότι δεν υπάρχουν χώρες, δεν είναι δύσκολο να το κάνεις.
Φαντάσου ότι δεν υπάρχει ιδιοκτησία, αμφιβάλλω αν μπορείς να το κάνεις.
Ο φόβος κάθε μικροαστού που είναι χαμένος από χέρι στον καπιταλισμό, αλλά τρέμει μην έρθουν οι κομμουνιστές και του πάρουν την περιουσία. Και για να καταλαγιάσουν οι φόβοι του, του μιλάμε για λαϊκή εξουσία, ή μεταβατικό πρόγραμμα, αναλόγως την πολιτική ένταξη.
Εκεί που το χάνει λίγο ο στιχουργός είναι στο ρεφραίν. Μπορεί να λες ότι είμαι ονειροπόλος αλλά δεν είμαι ο μόνος και ελπίζω να έρθεις μαζί μας. Ας δώσει ο παντοδύναμος λαός!
Μπορεί δηλ να μας λες ουτοπικούς, αλλά η απάντησή μας είναι ότι είμαστε πολλοί. Όχι, ξέρω ‘γω ρεαλιστές, απ’ τη σκοπιά του διαλεκτικού υλισμού, κι άλλα τέτοια ξύλινα. Αλλά πολλοί.
Είμαστε το 99% όπως έλεγε και το κίνημα εναντίον της wall street στην πόλη όπου δολοφόνησαν τον λένον. Μαζί με την ελπίδα της ουτοπίας που πεθαίνει πάντα τελευταία κι ανασταίνεται κάθε φορά στο τέλος της ιστορίας του φουκουγιάμα.
Ενώ αν έβαζες τον ίδιο αριθμό επί τοις εκατό, σε οτιδήποτε σχετικό με τους κομμουνιστές, θα έφριτταν άπαντες με τα σταλινικά ποσοστά. Που αν τα αναλύσεις είναι αντεστραμμένα τα τρία εξάρια του αντίχριστου και σχηματίζουν το σατανικό 999, με το κόμμα στο ρόλο της υποδιαστολής. Τέτοιοι ήταν πάντα τους οι εβραιομπολσεβίκοι και ας έχουν το θράσος να παρουσιάζονται με αξιώσεις –κομμουνιστικής- ορθοδοξίας.
Θα μου πεις βέβαια, για στάσου ρε σύντροφε, τραγούδι έγραφε ο άνθρωπος, όχι μανιφέστο. Κι έπειτα είναι κι ένα άλλο ζήτημα. Πού να τα χωρέσεις τόσα νοήματα σε ένα τραγούδι; Ο στίχος δε μου φτάνει δεκατρείς συλλαβές. Πού να μπει η ανάλυση για το δια-ματ και τις ζιου-ζίτσου λαβές;
Σαν εκείνο το σύνθημά μας που λέει αγώνας-(μετά το δεκέμβρη βγήκε και δεύτερη εκδοχή που έλεγε οργάνωση)-ρήξη-ανατροπή, η ιστορία γράφεται με πάλη ταξική (παλιότερα λέγαμε και με ανυπακοή, αλλά έτσι είναι πιο μεστό κι επιστημονικό).Το σωστό –λέω εγώ- θα ‘ταν να λέμε ότι η ιστορία γράφεται με ταξική πάλη, που δρα σε ένα αντικειμενικό πλαίσιο που ορίζει η διαλεκτική σχέση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων, παραγωγικών σχέσεων. Φαντάσου τώρα να το λέμε όλο αυτό στο σύνθημα έμμετρα. Αμφιβάλλω, αν μπορείς να το κάνεις.
Το ίδιο πρόβλημα είχαμε και με το θέμα της τελευταίας διεθνούς συνάντησης των κκ στην αθήνα. Στη σύντομη εκδοχή του ήταν «ο σοσιαλισμός είναι το μέλλον». Στην πλήρη ανάπτυξή του όμως, φτάνει τη μία παράγραφο* και μοιάζει με εκφώνηση θέματος στις πανελλήνιες. Δεν είναι ακριβώς εύκολο να το πεις, αν σε ρωτήσει κανείς.
(*σσ: «Ο Σοσιαλισμός είναι το μέλλον. Η διεθνής κατάσταση και η εμπειρία των κομμουνιστών 20 χρόνια μετά την αντεπανάσταση στην ΕΣΣΔ. Τα καθήκοντα για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, ιμπεριαλιστικών πολέμων, των σύγχρονων λαϊκών αγώνων και εξεγέρσεων, για τα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα, την ενίσχυση του προλεταριακού διεθνισμού και του αντιιμπεριαλιστικού μετώπου, για την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του Σοσιαλισμού»)
Όπως και να ‘χει, το φαντασιακό –κι η θέσμισή του- είναι σπουδαία υπόθεση. Ο κόσμος βρίσκει στη φαντασία του καταφύγιο από τη μίζερη πραγματικότητα, που είναι ποτισμένη από την ήττα και μας τυλίγει, σαν υγρασία. Οι ιδέες μας αρχίζουν να μουχλιάζουν και στις πιο προχωρημένες περιπτώσεις πρασινίζουν εμφανώς και πέφτουν στην αγκαλιά της σοσιαλδημοκρατίας. Πολλοί σύντροφοι –με την ευρεία έννοια- νιώθουν έντονα την ανάγκη να αποδράσουν και φαντάζονται νίκες, ασφαλείς νησίδες κι εκδίκηση από τον ταξικό εχθρό, που μένει στο επίπεδο του θυμικού.
Στη σοβιετία πειραματίστηκαν με την έννοια του χρήσιμου μύθου. Όπως το 1941 με την επίκληση της τσαρικής άμυνας εναντίον του ναπολέοντα, για να συσπειρώσουν τους ρώσους μουζίκους στο μεγάλο, πατριωτικό πόλεμο κατά του φασισμού. Ή με τη θεωρία του σοσιαλισμού σε μια χώρα. Που εκτός από θεωρητική επεξεργασία, ήταν κι ένα άκρως αποτελεσματικό σύνθημα που κέντρισε το φαντασιακό των λαών της σοβιετικής ένωσης και τους έδωσε έναν στόχο. Και αυτοί που έλεγαν ότι όλα αυτά είναι παραμύθια της χαλιμάς, είδαν τις μάζες να γίνονται ο ήρωας του παραμυθιού, και να κατορθώνουν με μυθικές προσπάθειες, τον ένα άθλο μετά τον άλλο.
Το εικοστό συνέδριο του νικήτα, εκτός από σημείο καμπής για τη ρεβιζιονιστική στροφή, είχε και μια άλλη πτυχή, σχετικά δευτερεύουσα, αλλά όχι τελείως ασήμαντη. Ο σοβιετικός κυριούλης λέει ότι κατάφερε να πληγώσει τη συλλογική, ιστορική μνήμη ενός ολόκληρου λαού, αφήνοντας στο φαντασιακό του ένα μεγάλο κενό, που δεν αντικαταστάθηκε.

Αυτή η σύνδεση του υπαρκτού (σοσιαλισμού) με το μυθικό στην περίπτωση της σοβιετίας, φέρνει συνειρμικά στο νου την φρουτοπία, που –όπως και η εσσδ- είναι μοναδική, η μόνη υπαρκτή –δεν υπάρχει άλλη καμία. Εκεί ο αγώνας των φρούτων –και των σύμμαχων ζαρζαβατικών- απέδωσε καρπούς, κι έτσι έγινε πράξη το σύνθημα, φρούτο μπορείς χωρίς αφεντικά, και μανάβηδες να σε δυναστεύουν.
Εκεί τα φρούτα μαζεύονται στις προεκλογικές συγκεντρώσεις και φωνάζουν αντι-ιμπεριαλιστικά συνθήματα: άνθρωποι-ψυγεία η ίδια συμμορία. Κι ο αιμίλιος το μήλο διοργανώνει προεκλογική φιέστα για να σιγουρέψει το τελικό αποτέλεσμα μολονότι είναι ο ένας και μοναδικός υποψήφιος. Εκλέγεται με σταλινικά ποσοστά, βάζοντας ακόμα και τα δέντρα να ψηφίσουν και δίνει συνεντεύξεις σε δυτικούς δημοσιογράφους, όπως στον πίκο απίκο.
Εκεί οι προδότες, σαν το σωτήρη το καρπούζι που ήταν τροτσκιστής κι ήθελε να δώσει τον χάρτη στους μανάβηδες, παρά τις τύψεις του, αποτυγχάνουν στο σχέδιό τους και μετανοούν.
Εκεί τα βλίτα δεν είναι κουτά, και τα παντζάρια δεν είναι δειλά.
Εργατιά κι αγροτιά σφιχταγκαλιάζονται με τη διανόηση κι οικοδομούν απερίσπαστες το σοσιαλισμό. Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός λειτουργεί ομαλά κι απαρέγκλιτα. Οι αντιφρονούντες ούτε καν διαφωνούν. Δε φραξιονίζουν και δε διαγράφονται. Κι ό, τι άλλο φανταστεί ο καθένας, σαν στίχος από το imagine της νέας εποχής και του νέου κόσμου, του σοσιαλισμού.
Κάθε κρεμμύδι μοσχοβολά, τα κολοκύθια είναι δυνατά.
Κολοκύθια τούμπανα, δηλ. Άμαξες για την έφοδο στο σοσιαλισμό, που τα μεσάνυχτα ξανάγιναν κολοκύθες. Και μένει ένα φάντασμα που πλανάται πάνω από την ευρώπη –και όχι μόνο- και τις νύχτες τρυπάει τους τοίχους και τα απομεινάρια από το τείχος του βερολίνου.
Αλλά οι μνήμες από τα κατορθώματά της μένουν ζωντανές κι επίκαιρες.
Όσο κι αν τα χρόνια θα περνούν, δεν πρόκειται ποτέ να μαραθούν