Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μανιφέστο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μανιφέστο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

Προοίμιο προγράμματος

Το πρώτο μαρξιστικό βιβλίο που σου δίνουν να διαβάσεις εννιά στις δέκα φορές, όταν είσαι πρωτάρης είναι το κομμουνιστικό μανιφέστο. Το πρόγραμμα δηλαδή που έγραψαν οι μαρξ και ένγκελς για την ένωση κομμουνιστών εν έτει 1848. Το οποίο είναι μικρό, συγκριτικά εύκολο και μπορεί να σε κάνει να νιώθεις ότι δεν ανήκεις τουλάχιστον στην ίδια συνομοταξία με τον πέτρο, τον γιόχαν, τον φρανς (ποτέ τους δε διάβασαν μαρξ). Ε όχι κύριε, εμείς έχουμε διαβάσει κι ένα κομμουνιστικό μανιφέστο.

Γιατί όμως θεωρείται τόσο σημαντικό τελικά; Μια απορία που εννιά στις δέκα φορές συνεχίζει να σου μένει και αφού το έχεις διαβάσει για πρώτη φορά, παρά την αρχική ικανοποίηση που αποκομίζεις, επειδή το ολοκλήρωσες χωρίς να στουκάρεις σε έννοιες βαριές και ασήκωτες και υψηλά νοήματα, που πρέπει είτε να υποκριθείς πως τα κατανόησες και σε βρίσκουν σύμφωνο, είτε να τα κάνεις κρεμαστάρια.

Γιατί θεωρείται λοιπόν τόσο σημαντικό το κομμουνιστικό μανιφέστο; Ασφαλώς γιατί περιέχει κάποιες ζωντανές, διαχρονικές ιδέες που το καθιστούν και σήμερα εξαιρετικά επίκαιρο, όπως σχεδόν κάθε έργο των κλασικών. Ποια είναι όμως η ιδιαίτερη σημασία του που το κατέστησε σπουδαίο κι εμβληματικό;

Πρέπει να το δεις στην εποχή του, είναι μια κλασική διαλεκτική απάντηση για τους κλασικούς του διαλεκτικού υλισμού και το έργο τους. Αν όμως μπορούσε ο πρωτάρης να το κάνει αυτό και να πραγματοποιεί τέτοιου είδους αφαιρέσεις, τότε το αυθόρμητο θα βρισκόταν στο ύψος του συνειδητού και θα ήμασταν στα πρόθυρα της επαναστατικής κατάστασης, από την άποψη του υποκειμενικού παράγοντα. Αυτές οι αφαιρέσεις ωστόσο παραμένουν ζητούμενο ακόμα και για τα θεωρητικά πιο συνειδητά, πρωτοπόρα στοιχεία. Είναι ζητούμενο δηλ κατά πόσο έχουμε καταλάβει την εποχή μας, για να μπορούμε να κάνουμε αφαίρεση σε κάποια προηγούμενη και να βρούμε το συνδετικό νήμα της εξέλιξης που τις ενώνει για να ξαναφτάσουμε στο σήμερα και να το κατανοήσουμε καλύτερα.

Το κομμουνιστικό μανιφέστο λοιπόν είναι τόσο σπουδαίο γιατί επί της ουσίας πρόκειται για το πρώτο κομμουνιστικό πρόγραμμα της ιστορίας. Τη πρώτη συστηματική περιγραφή των ιδεών και των σκοπών του αγώνα του κομμουνιστικού κινήματος, που ξεπηδούσε σε εμβρυακή μορφή μέσα από τις μεγάλες επαναστάσεις εκείνης της εποχής. Κατά συνέπεια, κάθε κομμουνιστικό πρόγραμμα οφείλει να είναι ένα είδος κομμουνιστικού μανιφέστου της εποχής του. Και κάθε καινούρια προσπάθεια συγγραφής ενός τέτοιου μανιφέστου πρέπει να παίρνει υπ’ όψιν της το πρωτότυπο, καθώς και όλο τον πλούτο της προϊστορίας αντίστοιχων προσπαθειών που το ακολούθησαν. Να τον εξετάζει κριτικά στην εξέλιξή του, να τον αφομοιώνει ουσιαστικά και να τον ενσωματώνει στο καινούριο μανιφέστο, προσαρμοσμένα στα σύγχρονα δεδομένα.

Το ίδιο οφείλει να κάνει, εφόσον μιλάμε για το πρόγραμμα ενός κόμματος, με τα προηγούμενα προγραμματικά ντοκουμέντα –τα οποία το κκε είχε συμπεριλάβει σε μια ειδική έκδοση για τα 90χρονά του, το 2008. Να αναλύσει την ειδική συμβολή του καθενός, να τα αντιπαραβάλλει με το καινούριο σχέδιο, να εξηγήσει τις αλλαγές που έχουν γίνει κατά καιρούς κι όσες προτείνοναι στο τελευταίο κείμενο, και να εξοπλίσει ιδεολογικά τα κομματικά μέλη, τον ευρύτερο περίγυρο και γενικώς όσους διαβάζουν τις θέσεις. Κι αυτό προκύπτει με δυο τρόπους.

Αφενός ο αναγνώστης θα καταλάβει καλύτερα ότι η αλήθεια είναι έννοια ιστορική, εξελίσσεται μέσα στον χρόνο, κάτι που συμβαίνει και με το μαρξισμό αλλά και με κάθε επιστήμη –σε πλήρη αντίθεση με το αστικό κλισέ περί κλειστού, αποστεωμένου δόγματος, που το επαναλαμβάνουν όσοι δεν τον καταλαβαίνουν και θέλουν να τον κοντύνουν και να τον φέρουν στα μέτρα τους για να τον απορρίψουν, ή όσοι τον πολεμούν συνειδητά και χυδαία.

Μία αλήθεια που εκτείνεται πέρα από τα ιστορικά της όρια μπορεί να καταλήξει σε υπερβολή και τραγική πλάνη. Ένας κομμουνιστής που το γνωρίζει αυτό, δε θα αντιμετωπίσει τις εκάστοτε θέσεις ως αλήθειες που μας έπεσαν εξ αποκαλύψεως, αλλά θα ψάχνει να τις επιβεβαιώσει στην ίδια τη ζωή, την κινούμενη πραγματικότητα γύρω του, να συμβάλει κι ο ίδιος στην κατανόησή τους ή ακόμα και τη συμπλήρωση-διόρθωσή τους.

Αφετέρου αυτή η διαδικασία βοηθά ένα σύντροφο να φτάσει με τους δικούς του συλλογισμούς σε ένα συμπέρασμα και να το κάνει κτήμα του, αντί να το επαναλαμβάνει μηχανικά. Επομένως τον εξοπλίζει, για να μπορεί να ανταποκριθεί καλύτερα στις απαιτήσεις της πολεμικής, και να απαντά στα ζητήματα που προκύπτουν χωρίς αφορισμούς και εξαρτημένα αντανακλαστικά ή κουτάκια στη σκέψη. Να υπερασίζεται λογικά και ουσιαστικά μια θέση ή μια πολιτική επιλογή, χωρίς να προσκολλάται συναισθηματικά σε αυτήν και να μη μπορεί να την εγκαταλείψει στην συνέχεια, προκειμένου να προσεγγίσει την αλήθεια. Γιατί όπως έλεγε ο μαρξ (στην κριτική της πολιτικής οικονομίας, αν δεν κάνω λάθος), παραφράζοντας την δαντική κόλαση, στην είσοδο της επιστήμης πρέπει να αφήνουμε κάθε προκατάληψη.

Αν δε γίνει αυτό, ο σύντροφος μένει ιδεολογικά μετέωρος στις κρίσιμες καμπές, συγκρούεται εσωτερικά, αλλά και με την ίδια την πραγματικότητα, πέφτει σε αντιφάσεις, και νιώθει κενά, τα οποία καλύπτονται κάποιες φορές με μπαλώματα και τη λογική: πάντα τα ίδια λέγαμε. Όχι, δεν λέγαμε πάντα τα ίδια σύντροφε. Η αταλάντευτη πάλη μας στην υπόθεση της επανάστασης και του κομμουνισμού, δε σημαίνει πως έσπασε το καλούπι στα 1848, μετά το πρώτο μανιφέστο. Κι η διαλεκτική ανάπτυξη της θεωρίας δε συνιστά προδοσία κι αναθεωρητισμό.

Οι εκάστοτε αλλαγές επομένως πρέπει να αναλύονται πειστικά και διαλεκτικά. Το επιχείρημα «έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι» δε φτάνει από μόνο του. Κι επειδή τα πάντα ρει –κι ιδίως το νερό μες στο αυλάκι- μπορεί κάποιος να το χρησιμοποιήσει με λάθος τρόπο και να γυρίσει μπούμερανγκ. Για παράδειγμα: έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι από την ανάλυση του λένιν για τον ιμπεριαλισμό, επομένως πρέπει να μιλήσουμε για ένα καινούριο στάδιο στην ανάπτυξη του καπιταλισμού. Το ωραίο της υπόθεσης είναι πως από τότε που εισήγαγαν το νέο στάδιο, αυτό έχει κιόλας παλιώσει, γιατί έχει κυλήσει και άλλο νερό στο αυλάκι, οπότε φτου κι απ’ την αρχή –χωρίς αρχές και μέθοδο.

Πιο ολοκληρωμένη λοιπόν, σε ό,τι αφορά το 19ο συνέδριο που μας ενδιαφέρει, είναι η εξήγηση της συντακτικής επιτροπής στο εισαγωγικό σημείωμα της τελευταίας κομεπ, που συμπληρώνει ως παράγοντα την ιδεολογικο-πολιτική ωρίμανση του κόμματος και τις επεξεργασίες του στα τελευταία συνέδρια. Αλλά κι αυτό χρειάζεται πιο διεξοδική ανάλυση.

Στον επίλογο αυτού του προοιμίου, ας δούμε ένα ακόμα σημείο. Εξετάζοντας τους ουτοπικούς σοσιαλιστές και το έργο τους ο νεαρός ένγκελς λέει ότι το έργο του φουριέ μπορεί να μην είχε το σπινθηροβόλο πνεύμα του σεν σιμόν, αλλά είχε έρευνα, φιλοσοφία και συστηματική σκέψη, σε αντίθεση με το σενσιμονισμό, που δεν είναι παρά «κοινωνική ποίηση».

Και αυτή η επισήμανση μας δίνει τα δυο βασικά χαρακτηριστικά που πρέπει να συνδυάζει το κείμενο ενός κομμουνιστικού προγράμματος. Αφενός πρέπει να βασίζεται σε μια φιλοσοφική, επιστημονική ανάλυση. Κι αυτό προϋποθέτει μεταξύ άλλων έρευνα κι επιστημονικές μελέτες για τον ελληνικό καπιταλισμό και την κατάσταση της εργατικής τάξης στην ελλάδα, και δραστήρια επαν-ενεργοποίηση του κέντρου μαρξιστικών ερευνών, που εδώ και μερικά χρόνια έχει τυπική παρουσία στα πράγματα, σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν.

Αφετέρου ένα κομμουνιστικό μανιφέστο πρέπει να έχει τη φλόγα του σεν σιμόν και κάθε άλλου επαναστάτη, να είναι ένα είδος κοινωνικής ποίησης που να συνεγείρει και να συγκινεί τα πλήθη χωρίς να χάνει σε επιστημονικές αξιώσεις. Να καθηλώνει και να ξεσηκώνει τον αναγνώστη που το διαβάζει, κι όχι να είναι ένα βαρύ κι ανιαρό κείμενο που να αφορά μόνο έναν κλειστό κύκλο μυημένων, αποθαρρύνοντας τις ευρύτερες μάζες να το διαβάσουν και πολλές φορές ακόμα και τους ίδιους τους συντρόφους.

Αυτό βέβαια, πέραν των όποιων υποκειμενικών αδυναμιών είναι και μια αντικειμενική τάση για την καινούρια γενιά, που σε αντίθεση με κάποιες παλιότερες, μπορεί να γνωρίζει ανάγνωση και γραφή, αλλά αρνείται πεισματικά κι από θέση αρχής να διαβάσει οτιδήποτε ξεπερνά σε έκταση μιας μικρής ανάρτησης, ή μιας ατάκας στο τουίτερ, καταλήγοντας μέσω ετε, σε έναν εντελώς ιδιότυπο αναλφαβητισμό.

Αυτή είναι όμως η κατάσταση που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε και να μετασχηματίσουμε, και εδώ μπαίνει ο παράγοντας της υποκειμενικής ευθύνης. Γιατί οι ωραίες ιδέες και τα μεγάλα νοήματα ενός μανιφέστου αξίζουν ως περιεχόμενο να έχουν και την αντίστοιχα ωραία φόρμα. Κι είναι δικό μας καθήκον να αποτινάξουμε τη σκουριά κάποιων κλισέ και της ξύλινης γλώσσας και να βρούμε την έμπνευση και τις εκφράσεις που θα ανεβάσουν ένα τέτοιο κείμενο στο ύψος κοινωνικής ποίησης. Για να γίνει κτήμα του απλού κόσμου που είναι πρόθυμος να (επιχειρήσει να) το διαβάσει, και να μην του φανεί σαν καταναγκαστικό έργο και θανατική καταδίκη λόγω ανίας.