Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αυταπάτες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αυταπάτες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2017

Δυο χρόνια Σύριζα - Αγάπη μόνο

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν η Πρώτη Φορά Αριστερά (ΠΦΑ), που προτού γίνει δεύτερη (ΔΦΑ) κι αυξήσει το ΦΠΑ, ψήφισε τρίτη φορά Μνημόνιο (ΤΦΜ). Κι η ιστορία συνεχίζει να επαναλαμβάνεται σα φάρσα και τραγωδία, όχι μία αλλά πολλές φορές, όσο ο λαός δεν απαγκιστρώνεται από τις φρούδες ελπίδες του για τους σωτήρες και την κυβέρνηση που θα τον απαγκιστρώσει τάχα από τα μνημόνια. Κι όσο συνεχίζει ακάθεκτος στην ίδια ρότα, γιατί... τις χειρότερες αυταπάτες μας δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα...

Ο καθένας γνωρίζει μικρές, καθημερινές περιπτώσεις ψηφοφόρων της ΠΦΑ με μεγάλες προσδοκίες (ακόμα κι αν φαίνονταν μικρές, πχ "έστω και ένα να κάνει") που γνώρισαν με ιδιαίτερα πρωτότυπο τρόπο την περιβόητη "αριστερή μελαγχολία", όχι εξαιτίας κάποιας ήττας της "αριστεράς", αλλά λόγω του εκλογικού της θριάμβου.

Του Τάσου Αναστασίου
Ένας σφος μου έλεγε για μια γνωστή του, που την πρώτη μετεκλογική βδομάδα, δεν μπορούσε να βάλει κώλο κάτω από τη χαρά της, κι είτε ήταν στο σπίτι της είτε στο γραφείο, σηκωνόταν κάθε λίγο, μονολογώντας: τι χαρά δεν μπορώ να το πιστέψω...
Πίστευε και μη ερεύνα...
Δεν ξέρω όμως τη συνέχεια της ιστορίας. Αν σήμερα δηλαδή μπορεί να καθίσει, κι αν κράτησε τουλάχιστον όρθιο το φρόνημα και το ηθικό της ή βυθίστηκε απογοητευμένη στον καναπέ της, περνώντας τα διάφορα στάδια του πένθους...

Ένας ξάδελφός μου, που δεν είχε ποτέ ιδιαίτερες πολιτικές ανησυχίες, και σπούδασε φαρμακευτική στο εξωτερικό για να πάρει το φαρμακείο των γονιών του (έτοιμη, στρωμένη δουλειά), είδε τα ζόρια στο χώρο, ψήφισε Σύριζα συνειδητά, με τα τσαρούχια, έφαγε την κρυάδα και γύρισε στην πρότερη κατάσταση, βλέποντας σήμερα το δικό του να είναι το μόνο φαρμακείο στην ευρύτερη περιοχή, που μένει κλειστό τα Σαββατοκύριακα, τις αργίες, κτλ.

Μοιάζει λίγο με την ιστορία από τα Ξυπνήματα (την ταινία με τον ντε Νίρο και το Ρ. Γουίλιαμς), με τους ασθενείς που ξύπνησαν ξαφνικά από τον αιώνιο λήθαργό τους, έζησαν για λίγο καιρό (αλλά σε συμπυκνωμένο πολιτικό χρόνο) σαν άνθρωποι, κι επέστρεψαν εξίσου απότομα και με οδυνηρό τρόπο στο (πολιτικό τους) "κώμα", την αφωνία και την ακινησία τους. Ενώ ο Σύριζα είναι το φάρμακο, το Ελ-Ντόπα, το όπιο του λαού, που τον κινητοποίησε προσωρινά και τον ξαναέστειλε γρήγορα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, να βρει ένα Μητσοτάκη ως "εναλλακτική".

Αλλά θα μου πεις, εδώ την πάτησε (;) κοτζάμ φαραμακοβιομήχανος σαν τον Τράκη, που ένιωθε μετά προδομένος... Πόσο μάλλον η πλέμπα.

Ένας θείος μου (από το ίδιο σόι), μεγαλογιατρός, δεξιός από κούνια, με Ελεύθερο Τύπο (την εφημερίδα, όχι τις αναρχικές εκδόσεις) και ΑΝΤ-1 (προτιμούσε τους "Μεν και Δεν" του Ρώμα από τις σειρές του Μέγκα), που είχε ένα όροφο μόνο για το κανίς του (που έμοιαζε λίγο στο Τερεζουλίνι) έκανε την επανάστασή του το 12' κι έγινε ξαφνικά Σύριζα, προτρέποντας και εμάς μάλιστα -όχι με πολύ ευγενικό τρόπο- να τον ψηφίσουμε!

Ναι, δεν τον ψηφίσαμε τελικά. Κι ομολογώ πως δεν έμαθα τι συνέχεια είχε το δικό του ειδύλλιο με την ΠΦΑ, αλλά αυτός σίγουρα δικαιολογείται για τις όποιες ελπίδες έτρεφε, και μπορεί το ταξικό του ένστικτο να μην τον ξεγέλασε. Εδώ την πάτησε εξάλλου σύσσωμο σχεδόν το αριστεροχώρι, άτομα -υποτίθεται- διαβασμένα και υποψιασμένα. Και συνέχισαν το δικό τους ειδύλλιο, περπατώντας μαζί στο ηλιοβασίλεμα (του νέου πράσινου ήλιου) μέχρι το δημοψήφισμα τουλάχιστον.

Άλλες κωμικοτραγικές περιπτώσεις Συριζαίων ψηφοφόρων μπορεί να αλιεύσει κανείς πχ στο χτεσινό επεισόδιο της τηλεοπτικής Ελληνοφρένειας. Και βασικά στο δικό του περιβάλλον, όπου ακούγονταν με αβάσταχτη μονοτονία οι ίδιες ελαφρές φράσεις.
Έστω κι ένα να κάνει...
Έστω και τα μισά να κάνει απ' όσα λέει...

Πρέπει να διαχωρίσουμε όμως τους κλασικούς σκληροπυρηνικούς Συριζαίους, που είναι σκυλιά του (ταξικού) πολέμου, χρεωμένα στην άλλη (ταξική) μπάντα, και λένε -ή μπορεί και να πιστεύουν- τις ίδιες μπαρούφες, ακόμα και σήμερα,
από τον απλό κόσμο, που πέρασε τα διάφορα στάδια του πένθους, για να φτάσει σήμερα σε αυτό της αποδοχής του γεγονότος, όπως δείχνει κι η μετέπειτα στάση του -εκλογική και μη.

Σε αυτήν την απογοήτευση συμπυκνώνεται ο πιο βρώμικος ρόλος κι η μεγαλύτερη ζημιά του Σύριζα (και κάθε σοσιαλδημοκρατικού μορφώματος), αντικειμενικά κι ανεξάρτητα από τις όποιες προθέσεις του (που κάθε άλλο παρά αγαθές τις θεωρώ): στην εμπέδωση του αστικού αξιώματος ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική, και στο ανώδυνο (για το σύστημα) κλείσιμο του όποιου ρήγματος εκείνης της περιόδου, πριν καν μπορέσει να ξεδιπλωθεί και να αναδείξει τη δυναμική του (αν είχε).

Μπαίνουν δύο κρίσιμα σχετικά ζητήματα: το πρώτο είναι το δύσκολο καθήκον να μεταπειστεί αυτός ο κόσμος και να δει κριτικά τις επιλογές του, να βγάλει συμπεράσματα, να μη βουλιάξει στην απάθεια και την ιδιώτευση.
Εδώ ελλοχεύει βέβαια ο κίνδυνος να γίνει κανείς σας-τα-λεγάκιας, κι απωθητικός, όπως δηλ ο καθένας που έχει δίκιο ή μας θυμίζει τα λάθη μας. Χρειάζεται λοιπόν προσοχή και τακτική ευελιξία για να μη σκεπαστεί η ουσία από καβγάδες και τραυματικά βιώματα, που θα πεισμώσουν τον άλλο και θα τον εμποδίζουν να κάνει πίσω και να παραδεχτεί ένα λάθος του, για να μη ρίξει τα μούτρα του.
Και δεν εννοώ απαραίτητα (με την ευελιξία) την τακτική της Ελληνοφρένειας πχ, που το πήγαινε λάου-λάου, για να μην έρθει σε ρήξη με το κοινό της, κι έκανε τον Μπαλούρδο Συριζαίο μόλις την επόμενη χρονιά, μετά το δημοψήφισμα.

Το δεύτερο σημείο είναι να αναγνωρίσουμε πως πέρα από το στρατηγικό στόχο για τη δημιουργία του Σύριζα ως νέο ΠαΣοΚ και τη συνειδητή, υπόγεια δράση μηχανισμών για την ανάδειξή του (ή κι ως αποτέλεσμα όλων αυτών) υπήρξε ένα ευρύ κοινωνικό ρεύμα, που η ΠΦΑ πέτυχε να εγκλωβίσει και να το εισπράξει εκλογικά. Ένα ρεύμα που αγκάλιασε πολύ κόσμο, απολιτίκ ψήφους και πολλές αφυπνισμένες συνειδήσεις, που έφεραν εμφανή τα σημάδια του μακροχρόνιου λήθαργου (όπως τα σημάδια του μαξιλαριού στο μάγουλο του αγουροξυπνημένου) αλλά δεν ήταν προδικασμένο πως θα νανουρίζονταν ξανά (όπως το όχι αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του ναι).

Το ζητούμενο λοιπόν δεν ήταν αν το ΚΚΕ θα μπορούσε να παίξει αυτό το ρόλο μιλώντας για μια "αριστερή κυβέρνηση", γιατί τότε δε θα ήταν ΚΚΕ, αλλά κάτι διαφορετικό, που ίσως τότε κάποιοι να το επικροτούσαν.
Το ζητούμενο είναι ποιες/πόσες από αυτές τις συνειδήσεις μπορούσαν να κερδηθούν ή τέλος πάντων να προσεγγιστούν. Το ζητούμενο γενικά είναι η συγκέντρωση δυνάμεων μέσα από κάθε κρίσιμη, κινηματική καμπή. Να κερδίζονται ολοένα περισσότερες συνειδήσεις, να χτίζονται ολοένα και πιο ισχυροί δεσμοί.

Τη διετία 10-12 δεν τέθηκε ασφαλώς ποτέ ζήτημα εξουσίας. Υπήρχε όμως ένα ρευστό σκηνικό, που οδήγησε σε γενικότερες ανακατατάξεις/αναδιαμορφώσεις. Κι ένας κόσμος που ψαχνόταν, βγήκε στο δρόμο αρκετές φορές και δεν ήταν δοσμένο εξ αρχής πως θα γυρνούσε σπίτι του και ότι θα κατέληγε στο όπιο του Σύριζα. Όχι στο σύνολό του, τουλάχιστον.

Αυτή η ικανότητα λοιπόν, να μπορεί να κερδίζει τις μάζες και να εξουδετερώνει μπανανόφλουδες κι αυταπάτες τύπου Σύριζα είναι από τα κύρια καθήκοντα που πρέπει να απασχολήσει, κατά τη γνώμη μου, ένα κομμουνιστικό κόμμα παντός καιρού.

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

Αρνητικοί συσχετισμοί

Το λεύκωμα “αρνητικοί συσχετισμοί” του Πάνου Ζάχαρη κυκλοφορεί εδώ και λίγες μέρες από τις εκδόσεις “Τόπος” στα βιβλιοπωλεία, περιλαμβάνοντας λίγες επιλεγμένες γελοιογραφίες της τελευταίας τριετίας που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα “το Ποντίκι” και στο δικό μας ηλεκτρονικό περιοδικό, το “Ατέχνως”.


Το να σκιαγραφείς και να γελοιογραφείς κάτω από αρνητικούς συσχετισμούς, μοιάζει κάπως με το δύσκολο καθήκον της αγωνιστικής δράσης σε μη επαναστατικές συνθήκες. Αλλά και με το γέλιο που (μας) δίνει διέξοδο από μια μίζερη καθημερινότητα, που παραμένει πεισματικά ίδια και απαράλλαχτη, όσο δεν παίρνουμε εμείς πρωτοβουλία να την αλλάξουμε.

Στο προλογικό σημείωμα της έκδοσης, ο Χρίστος Χαραλαμπόπουλος, παρομοιάζει τους σκιτσογράφους με τερματοφύλακες που “παρατηρούν, καταγράφουν και προετοιμάζονται για τη στιγμή που θα τους χρειαστούν” ενώ “κάθε σκίτσο τους είναι μια απόκρουση, αντίδραση, σωτήρια κι αναγκαία, γιατί χωρίς αυτήν δεν υπάρχει σύνθεση και ζωή δίχως σύνθεση, είναι μισή”.

Αλλά το βασικό για έναν τερματοφύλακα, είναι να έχει καλές εξόδους (από την εστία του, την ΕΕ, το σύστημα και όχι εξόδους του Μεσολογγίου), να είναι αποφασισμένος για αυτές και να μην τις αφήνει στου δρόμου τα μισά, μπες-βγες κι ήξεις-αφήξεις. Στο άλμπουμ του Πάνου Ζάχαρη, υπάρχει μια ειδική ενότητα για τη μεγάλη ιδέα της καπιταλιστικής Ευρωλάνδης, τη λυκοσυμμαχία, που “δεν πρέπει” να εγκαταλείψουμε, για να… μη μας φάει ο λύκος.

Μόνο που ένας τερματοφύλακας-σκιτσογράφος μπορεί απλώς να μας προσφέρει μικρές καθημερινές (δι)εξόδους κι όχι τη νίκη στο πιάτο. Γι’ αυτήν πρέπει εμείς μόνοι μας να παλέψουμε. Αυτό ακριβώς αναδεικνύει η τελευταία θεματική ενότητα του άλμπουμ, που εστιάζει στις δικές μας ευθύνες. Κανείς δε γίνεται πρόβατο επί σφαγή, χωρίς τη δική του συναίνεση. Όταν δηλαδή φοβάται ακόμα και να βελάξει, μη τυχόν προκληθεί νευρικότητα στις αγορές από την αντίδρασή του -όπως το προβατάκι στο εξώφυλλο της έκδοσης.

Θυμάμαι πως ο υπάλληλος του βιβλιοπωλείου, όπου ζήτησα το αλμπουμάκι, θυμόταν την έκδοση αλλά όχι το ράφι στο οποίο βρισκόταν, και ψάχνοντας στον υπολογιστή, πληκτρολογούσε στην αρχή λάθος, ανορθόγραφα, τον τίτλο, πιστεύοντας ενδόμυχα πως θα υπήρχε κάποιο λογοπαίγνιο με το πρόβατο στο εξώφυλλο και τον τίτλο: “αρνι-τικοί συσχετισμοί” ή κάτι αντίστοιχο. Κι ίσως να είχε δίκιο, γιατί τα πρόβατα που προσπαθούν να αποφύγουν το λύκο της ΕΕ είναι συχνό μοτίβο στα σκίτσα του Ζάχαρη, χωρίς να είναι όμως αθώα του αίματος, ακόμα κι αν πρόκειται για το δικό τους, τη δική τους σφαγή, εφόσον στοιχίζονται στη λογική “σφάξε με αγά μου να αγιάσω” και αποφεύγουν συνειδητά το μαζικό αγώνα, για να μη γίνουν “κοπάδι”.

Γιατί αρνητικοί συσχετισμοί; Γιατί το άλμπουμ πάει ενάντια στο ρεύμα και τις συλλογικές αυταπάτες μιας χώρας, όπου κάποιοι μαγεύτηκαν με τις 17 ώρες (διαπραγμάτευσης) που συγκλόνισαν τον κόσμο. Κι οι άλλοι μισοί τους “αντιπολιτεύονται” από τη σκοπιά του γαλάζιου “σανσεξ στόρι” . Ή ακόμα χειρότερα υψώνοντας φράχτες στα σύνορα, που “μποδίζουν τους ανθρώπους να βαδίσουν” και στρώνουν το έδαφος για το νεοναζί ζόμπι που πλανάται κάτω από την Ευρώπη.

“Και γιατί να αγοράσω το άλμπουμ, αφού έχω δει ήδη τα περισσότερα σκίτσα του στο διαδίκτυο;” μπορεί εύλογα να αναρωτηθεί κανείς. Όχι, δεν είναι μόνο για να στηρίξει την προσωπική δουλειά του Πάνου και το πρώτο προσωπικό του λεύκωμα, ούτε γιατί είναι φίλος και σύντροφος, και δημοσίευσε εδώ μερικά σκίτσα.

Είναι γιατί τα σκίτσα του μοιάζουν με ένα άλμπουμ πολιτικών αναμνήσεων, που το ξεφυλλίζεις και θυμάσαι διάφορες στιγμές και ψηφίδες της τελευταίας τριετίας. Τόσο εύστοχα που αποδίδουν και συμπυκνώνουν το κλίμα των ημερών, αλλά αρκούντως διαχρονικά για να μην τα καταπιεί, σαν κινούμενη άμμος, η επικαιρότητα και ο εφήμερος χαρακτήρας της.

Αξίζει να το πάρει κανείς για τον εαυτό του, γιατί ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος ότι δε σου έχει ξεφύγει κάτι από τη σατανική έμπνευση του σκιτσογράφου, που κρύβεται -σαν το διάβολο- στις λεπτομέρειες (πχ στο όνομα του “Συριζαίου πολιτευτή” Άρης Τερίδης, που αγανακτεί υποκριτικά με τον εαυτό του και τις δικές του δηλώσεις).

Ή ως δώρο για φίλους, ακόμα και τους λιγότερο μυημένους, σαν ένα πακέτο πολιτικών προκηρύξεων στην ελκυστική συσκευασία των σκίτσων, με αιχμηρά μηνύματα που εντυπώνονται πολύ πιο εύκολα από ό,τι μια βαριά ανάλυση, ένα τσιτάτο ή ένα σύνθημα.

Κλείνουμε με την ανυπόμονη ευχή να είναι καλοτάξιδο το λεύκωμά του, τόσο που να πειστεί να βγάλει σύντομα και δεύτερο (πχ με την πετυχημένη σειρά του Working Dead ή κάποια από τα εξίσου πετυχημένα μοντάζ του). Και με τον επίλογο που διάλεξε ο Ζάχαρης για τη δική του έκδοση, δανειζόμενος έναν άκρως επίκαιρο στίχο του Μανόλη Αναγνωστάκη:

Κι όχι αυταπάτες προπαντός.

Δημοσιεύτηκε στο Ατέχνως

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

Επιστροφή στο μέλλον

Όχι, δεν πρόκειται για το παλιότερο βιβλίο του Πι-Πι, αλλά για τα χρόνια της (δικής του) αθωότητας, όταν ήταν ακόμα στέλεχος της Κνε, στο ίδιο κόμμα με το Λαφάζα, αλλά απέναντί του. Και για την ομώνυμη ταινία του Σπίλμπεργκ, εν έτει 1985 –τότε που πηγαίναμε για ακόμα καλύτερες μέρες και την ανασυγκρότηση (περεστρόικα) του κομμουνιστικού κινήματος, για να πιάσουμε τελικά μηδέν στα δύο- με το Μάικλ Τζέι Φοξ, που γυρίζει τρεις δεκαετίες μπροστά το ρολόι, στις 21 Οκτωβρίου 2015, και τις διάφορες προβλέψεις, εκ των οποίων άλλες επαληθεύτηκαν κι άλλες περιμένουν στο συρτάρι της ιστορίας να επαληθευτούν στο μέλλον.

Τι θα έβλεπε όμως ο έλληνας ομόλογος του Μάικλ Τζέι Φοξ –πέραν του ότι ο βασικός πρωταγωνιστής της ταινίας πάσχει από Πάρκινσον, εδώ και μερικά χρόνια; Θα μπορούσε να δει πχ έναν νέο (και με την ηλικιακή έννοια) παπατζή, που πασχίζει να μιμηθεί τη ρητορική και τα τεχνάσματα του Ανδρέα. Αλλά αν τότε ο Χαρίλαος απαντούσε θυμόσοφα σε ένα παπαγαλάκι: «αλλαγές βλέπω, αλλαγή δε βλέπω», ο σύγχρονος παρατηρητής θα έψαχνε μάταια να βρει έστω και τις πρώτες. Ντάξει, ξέχασέ την την αλλαγή, αλλά ούτε καν μικρές αλλαγές δε βλέπω.

Το βασικό πρόβλημα ωστόσο είναι πως ο λαός σήμερα, σε ρόλο Μάικλ Τζέι Φοξ, γυρίζει τις πλάτες του στο μέλλον, όχι για να μη γίνει συνένοχος στο φόνο (καθώς η συμμετοχή του προκύπτει από την απάθεια μπροστά στο δολοφόνο), αλλά γιατί μένει κολλημένος στο χρυσό μεταπολιτευτικό παρελθόν και τη δεκαετία με τις βάτες. Και αν είχεστα χέρια του μια αντίστοιχη χρονομηχανή, θα πήγαινε πίσω στον Οκτώβρη του 85’, όχι για να διορθώσει κάτι που πήγε στραβά στη συνέχεια, πχ τη «στροφή» με το πρόγραμμα σταθεροποίησης και το πρώτο αντιλαϊκό πακέτο μέτρων του Σημίτη, από το οποίο κλείνουν τριάντα χρόνια αυτό το Φθινόπωρο (και για το οποίο αξίζει να διαβάσει κανείς, αν τη βρει, την μπροσούρα της ΕΣΑΚ για το πραξικόπημα στη ΓΣΕΕ λαο τα δημοκρατικά ήθη της Αλλαγής στο συνδικαλιστικό κίνμα). Αλλά για να μείνει για πάντα εκεί, χωρίς να βλέπει την προοπτική κι αυτό που θα ακολουθήσει. Εξάλλου, το χειρότερο σε αυτές τις συνήθεις, αντιδιαλεκτικές ερωτήσεις της αποκαλούμενης εναλλακτικής ιστορίας, «τι θα γινόταν αν...» και «τι θα αλλάζαμε, αν μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω το χρόνο», δεν είναι απλώς αυτή καθαυτή η αναζήτηση κι ο αντιδιαλεκτικός της χαρακτήρας, αλλά οι απλοϊκές απαντήσεις στις οποίες καταλήγει.

Σημειώνω παρενθετικά πως οι μόνοι που θα μπορούσαν ίσως να προλάβουν και να αλλάξουν κάτι, είναι οι κομμουνιστές στην περίπτωση της Σοβιετικής Ένωσης. Και πάλι όμως, δε θα ήταν τόσο απλό. Ακόμα κι αν μπορούσαμε να σκοτώσουμε πχ τον Γκόρμπι, όπως έγραψε μεταξύ σοβαρού κι αστείου (και βασικά το πρώτο) ένας σφος τουιτεράς, στη θέση του θα ήταν κάποιος Γκρίσιν (από εκεί να καταλάβεις) ή στην καλύτερη των περιπτώσεων, ο γίγαντας Λιγκατσόφ, που τα ‘χει ακόμα τετρακόσια και εν έτει 91’ θεωρούσε «αίνιγμα» τον Γκορμπατσόφ (εκτός κι αν αδυνατούσε να μιλήσει πιο καθαρά) και σήμερα παρυφεί στα αριστερά (ου μην κι εκτός) του ΚΚΡΟ, ασκώντας του κριτική από τέτοιες τίμιες θέσεις. Κλείνει η ιστορική παρένθεση.

Και το βασικό πρόβλημα είναι πως όσο ο λαός (ακόμα κι εμείς ως ένα βαθμό) σκέφτεται με τέτοιους όρους του παρελθόντος το μέλλον του, όχι για να διδαχτεί από την πείρα του και να το ετοιμάσει διαφορετικά, χωρίς τα ίδια λάθη, αλλά με όρους καθαρής νοσταλγίας, τόσο θα το βλέπει να γλιστρά μέσα από τις ανοιχτές παλάμες του, που θα στρέφονται στο κεφάλι του, για να το μουντζώσουν, σαν τους αγανακτισμένους.

Και μια μηχανή που θα μας πήγαινε στο 2045, δεδομένου ότι τα πράγματα θα είχαν μείνει όπως και τώρα, θα μας επέτρεπε να δούμε μια Ελλάδα με λαό εξαθλιωμένο, εθνική σύνταξη στα διακόσια ευρώ (αν φυσικά καταφέρουμε τον εθνικό στόχο να παραμείνουμε στο ευρώ), και τον εργασιακό μεσαίωνα να γελά ειρωνικά στην ιδέα μιας επιστροφής στο μέλλον (και την κοινωνία του μέλλοντος που προσπάθησαν να οικοδομήσουν κάποιες χώρες).


Γιατί αν θέλουμε να δούμε αλλαγές στη ζωή μας, χρειάζεται πρώτα μια ριζική, πραγματική αλλαγή –με κατεύθυνση το σοσιαλισμό, όπως λέγαμε στη δεκαετία με τις βάτες, σε έναν τελείως διαφορετικό διεθνή συσχετισμό, που μόνο ο Λιγκατσόφ έχει μείνει να μας θμίζει. Ή μάλλον άμεσα συνδεμένη με την προοπτική του, ως προϋπόθεση, όπως λέμε τρεις δεκαετίες μετά.

Ακους ρε συ; Είναι αυταπάτη λέει ότι μπορούμε να γυρίσουμε πίσω το χρόνο...

Πέμπτη 21 Μαΐου 2009

Η φάμπρικα δε σταματά...

Το περασμένο σάββατο πραγματοποίησα ένα απωθημένο χρόνων.
Πήγα μαζί με το παπαγαλάκι του κρεμλίνου σε κατάληψη αναρχικών. Συγκεκριμένα στην υφανέτ που είχε τριήμερο εκδηλώσεων για τις βιοτεχνολογίες.
Κάτι που ήθελα να κάνω καιρό κι ήταν στη λίστα με όσα είχε να κάνει το παπαγαλάκι πριν φύγει στο ναυτικό.

Πηγαίνοντας σε ένα τέτοιο μέρος με ψυχολογία κνίτη (την οποία δεν έχω χάσει κι ούτε θέλω μάλλον) νιώθεις περίπου σαν αρειανός στη θύρα τέσσερα. Δέος μπροστά στο άνδρο του εχθρού. Που δεν είναι ακριβώς ο ταξικός [εχθρός], αλλά εσύ μεγάλωσες ακούγοντας τα αγαπημένα σου παραμύθια που σε έπειθαν για το αντίθετο.

Ο μύθος ωστόσο απέχει πολύ από την πραγματικότητα.
Ούτε άγρια, ούτε επικίνδυνα είναι τα πράγματα. Ειδικά όσο δε φανερώνεις την ιδεολογική σου ταυτότητα, ή κάποιο κασκόλ στα χρώματα του κόμματος.
Τώρα που το σκέφτομαι μια μπουτίκ για κομμουνιστές θα έκανε χρυσές δουλειές. Χώρια τα ασφάλιστρα για τα τζάμια που θα της τα έσπαγαν κάθε τρεις και τόσο.

Το έτοιμο σχήμα που έχουμε στο κεφάλι μας για αυτά τα μέρη είναι σαν την εικόνα που έχει ένα μικρό παιδί για το δάσος το βράδυ, ή για μια σκοτεινή αποθήκη που δεν έχει μπει ποτέ. Ή σαν την εικόνα του μέσου φιλισταίου για τη σοβιετία.

Το μόνο αντίδοτο είναι να πας κατευθείαν στο φόβο σου. Έτσι τον απομυθοποιείς κι ησυχάζεις. Κρίμα που δε μπορούν να το κάνουν πια οι φιλισταίοι με τη σοβιετία.

Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο ήταν ο πολύς κόσμος κι η απήχηση στη νεολαία. Και δη σε βραδιά γιουροβίζιον. Την οποία είδαν πολλοί σύντροφοι και την επόμενη στην πορεία ειρήνης ήταν βασικό θέμα συζήτησης.
Και τι να λέγαμε δηλ, για τα ποσοστά μας που έπεσαν;

Δεν ξέρω αν η αναρχία παίρνει τα καλύτερα κομμάτια της νεολαίας. Σίγουρα όμως κερδίζει αρκετά.
Κι όπως λέγαμε και σε άλλο ποστ, είναι ζήτημα ποιος της στέλνει τα περισσότερα. Αυτοί που μένουν μακριά και της χαρίζουν πεδία δράσης, ή αυτοί που συμπορεύονται;

Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι ότι της χαρίζουμε θέματα που θα έπρεπε να μας απασχολούν άμεσα. Οι βιοτεχνολογίες είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Κάτι αντίστοιχο κάνουμε και με τις καταλήψεις ανοιχτών χώρων. Τους τις χαρίζουμε ως μέσο καθαυτό και τους αφήνουμε να παίζουν μπάλα μόνοι τους, χωρίς αντίπαλο.

Οι αναρχικοί έχουν βασικά φετιχοποιήσει το μέσο. Φτιάχνουν στο μικρόκοσμό τους μια εναλλακτική γυάλα για να ξεφεύγουν από το σύστημα. Θεωρούν τις γειτονιές προνομιακό χώρο γιατί ανταποκρίνονται στο πρότυπο του προυντόν με τις μικρές αμεσοδημοκρατικές κοινότητες (πέρα από τα όρια των οποίων ξεσκεπάζεται η ουτοπία της αμεσοδημοκρατίας).

Η δική μας απάντηση δε μπορεί να είναι η δαιμονοποίηση του μέσου.
Ειδικά όταν έχουμε κακή παρέμβαση σε επίπεδο γειτονιάς, μέτρια συνοχή στις συνοικιακές (κ)όβες και μάλλον άσχημα αντανακλαστικά στα τοπικά θέματα.
Είναι κατάντια να σηκώνουν λαϊκές συνελεύσεις οι αναρχικοί με την παραδοσιακή περιφρόνηση προς το λαϊκό κίνμηα και μια στάση που έχει ως όριό της στην καλύτερη το συλλογικό εγωισμό.
Στην πράξη όμως ποιος δείχνει τελικά περιφρόνηση;

Οι καταλήψεις χώρων εκφράζουν μεταξύ άλλων την ανάγκη του κόσμου να απαντήσει άμεσα στη μιζέρια που τον περικυκλώνει.
Όχι για να βάλει μια γυάλα γύρω του, αλλά για να μην ξεχνάει να ζει συλλογικά και αλλοτριωθεί πλήρως.
Όχι για να φτιάξει μικρές νησίδες κομμουνισμού χτίζοντας τείχη με την κοινωνία γύρω του, αλλά για να φτιάξει πυρήνες που θα αναδεικνύουν άλλες αξίες. Θα λειτουργούν ως πόλος συσπείρωσης ενσωματώνοντας στοιχεία της κοινωνίας του μέλλοντος (χωρίς αυταπάτες για το ρόλο και τα όριά τους).

Να πιστεύεις ότι θα αλλάξεις τον κόσμο αλλάζοντας απλώς τη ζωή σου είναι καθαρά ιδεαλιστικό. Αλλά αν παραπέμπουμε μηχανιστικά το δεύτερο σε ένα απώτερο μέλλον, αφού έχει πραγματοποιηθεί το πρώτο το βλέπουμε αντιδιαλεκτικά.

Ο νέος τύπος ανθρώπου δεν θα προκύψει με μαγικό ραβδάκι στο σοσιαλισμό. Κι αυτό ισχύει και για τον άνθρωπο που θα πάρει την τύχη στα χέρια του και θα κάνει την επανάσταση.

Τέτοιες πρωτοβουλίες δεν φέρνουν από μόνες τους την επανάσταση, αλλά μπορούν να διαμορφώσουν ανθρώπους με άλλες παραστάσεις, μακριά απ' τις κυρίαρχες αξίες και τον ατομισμό.
Το να αφήνουμε αυτό το καθήκον στους αναρχικούς είναι μια πρωτοπόρα προσέγγιση της σχιζοφρένειας.

Οι καταλήψεις αυτές εκφράζουν σε τελική ανάλυση την ανάγκη του κόσμου να ζήσει μια ψευδαίσθηση έστω στο σήμερα, από το να ζήσει με την προσμονή μιας ψεύτικης ελπίδας για το μακρινό μέλλον.
Που βέβαια μόνο ψεύτικη δεν είναι. Αλλά αν μοιάζει με τέτοια, μάλλον σε εμάς ανήκει η ευθύνη, παρά στον κόσμο που το βλέπει έτσι.

Ναι, -θα πει κανείς- αλλά αυτές οι μορφές δεν ελκύουν κανέναν γείτονα. Το πολύ-πολύ φοιτητές από διάφορα σημεία της πόλης, που ανάγουν σε αυταξία τα κοινόβια και μένουν μακριά απ' τον παλμό της γειτονιάς του μέσου νοικοκυραίου (sic).

Ναι, -θα πω κι εγώ- αλλά κι εμείς (που του χαϊδεύουμε τα αυτιά υποτίθεται), στις προφεστιβαλικές έχουμε κατά βάση δικό μας κόσμο. Ελάχιστοι ντόπιοι έρχονται από περιέργεια έστω.

Στη γειτονιά μου το μόνο πολιτιστικό σύλλογο με μια κάποια δραστηριότητα τον έχουν κάτι καλυμμένοι πασόκοι, απ' το πάλαι ποτέ ράδιο-φωνή της τούμπας.
Κι εγώ κάθε φορά που περνάω απ' έξω τους φωνάζω είστε πασόκοι, αλλά αυτό δεν αλλάζει τα πράγματα.

Όσο για το εξωκοινοβούλιο, πρακτικά δεν υπάρχει. Μόνο κάτι σεκίτες που κάνουν τη γνωστή δουλειά μυρμηγκιού με πενιχρά αποτελέσματα.

Πιο πολύ από οποιοδήποτε πάθος για τη λευτεριά, την αναρχία την δυναμώνουν τα δικά μας κενά (λάθη και παρεκκλίσεις).
Μας μένει τουλάχιστον η ιδεολογική υπεροχή.
Το επιβεβαιώσαμε μαζί με το παπαγαλάκι παρακολουθώντας τον πολιτικό προβληματισμό που αναπτύχθηκε στην εκδήλωση.
Το πώς ακριβώς θα το δούμε στο επόμενο κείμενο.