Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα επαναστατική κατάσταση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα επαναστατική κατάσταση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2017

Υποκείμενο-ρήμα-αντικείμενο

Γενικά κι αφαιρετικά μιλώντας, οι αντικειμενικές συνθήκες αντιστοιχούν σε υλικούς όρους, το κοινωνικό είναι που καθορίζει τη συνείδηση του υποκειμενικού παράγοντα, σε τελική ανάλυση. Ο άνθρωπος όμως δημιουργεί πάντα την ιστορία (του), είναι το υποκείμενο και το αντικείμενό της και διαμορφώνει τις συνθήκες που τον διαμορφώνουν. Η βάση επικαθορίζει το εποικοδόμημα, αλλά σε μια διαλεκτική σχέση, όπου υπάρχει κι η αντίστροφη επενέργεια.

Σε ένα άλλο επίπεδο, το "αντικειμενικό" αντιστοιχεί στα μέσα παραγωγής και το "υποκειμενικό" στις σχέσεις στις οποίες έρχονται μεταξύ τους τα υποκείμενα που συμμετέχουν στην παραγωγή. Αλλά η βασική παραγωγική δύναμη είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, που απελευθερώνει πλήρως τις δυνατότητές του στην κοινωνία του μέλλοντος, εμβαθύνοντας παράλληλα στη διαλεκτική των παραγωγικών δυνάμεων με τις παραγωγικές σχέσεις.

Η επανάσταση είναι δύσκολος στόχος -σε κάποιους φαίνεται βουνό και σε άλλους άπιαστο όνειρο αριστερής νυκτός. Είναι δύσκολο να γίνει και να επικρατήσει, κι ακόμα πιο δύσκολο να εδραιωθεί και να μακροημερεύσει, επιβιώνοντας από τα μαύρα κοράκια που θα πέσουν πάνω της, ενίοτε και από τις δικές μας γραμμές, είτε δρουν συνειδητά είτε ακούσια (πλην αντικειμενικά) ως τέτοια. Όταν συμβεί όμως, φαντάζει το πιο εύκολο και φυσιολογικό πράγμα του κόσμου κι όχι η εξαίρεση στο μίζερο κανόνα.

Πόσο αντικειμενική είναι όμως; Κατά πόσο υπακούει σε κανόνες που την καθορίζουν κι υπαγορεύουν τα βήματά της;

Η επανάσταση έχει ένα υποκείμενο -τις εξεγερμένες μάζες και την πρωτοπορία τους- κι αντικειμενικές προϋποθέσεις-συνθήκες, που οριοθετούν τη δράση τους σε ένα συγκεκριμένο φάσμα δυνατοτήτων. Κι αυτή είναι η νομοτέλεια.

Έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη. Ή κόκκινη από ζωή ή κόκκινη από θάνατο. Αλλά κανείς δε μας υπόσχεται τη ζωή ως βέβαιο αποτέλεσμα κι έπαθλο του αγώνα. Πρέπει να φροντίσουμε εμείς γι' αυτό. Καμία επανάσταση δε νικάει ερήμην του υποκειμενικού παράγοντα, αντικειμενικά κι ανεξάρτητα από τη θέλησή του.

Αλλά η θέληση δε φτάνει από μόνη της. Οι παλιοί σύντροφοι μάθαιναν πως δεν υπάρχει κάστρο άπαρτο για τους μπολσεβίκους, κι η πίστη τους μπορούσε να κινήσει βουνά. Εμείς σήμερα ξέρουμε πως εκτός από τη σιδερένια θέληση, χρειάζονται κι οι ευνοϊκές συνθήκες (με γκοσινικούς όρους, να μην είναι βαρύς ο αγωνιστικός χώρος, να μην έχουν φάει κάτι αηδίες τα αγριογούρουνα, κτλ). Αλλά δεν τις περιμένουμε να ωριμάσουν παίζοντας με τις τάπες των βαρελιών, γιατί έτσι φτάνουμε εμείς στον πάτο του βαρελιού. Από τον οποίο, χρέος μονάχοι μας να σηκωθούμε. γιατί δε θα κινήσουν τα βουνά να μας βρουν, αν δεν πάμε εμείς σε αυτά (όπως τη δεκαετία του 40'). Αλλά δεν μπορούμε να κινήσουμε μονάχοι μας, όσο δεν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες...

Οι αντικειμενικές συνθήκες είναι μια "διχασμένη προσωπικότητα", ώριμες κι ανώριμες συνάμα. Το επίπεδο της παραγωγικής ανάπτυξης καθορίζει αντικειμενικά το χαρακτήρα της επικείμενης επανάστασης: σοσιαλιστικός κι επίκαιρος, όσο ποτέ. Ο σοσιαλισμός προβάλλει -κάθε φορά και περισσότερο- ως αναγκαιότητα της εποχής, αρκεί να το συνειδητοποιήσει και να τον διεκδικήσει ο υποκειμενικός παράγοντας. Που όμως δεν είναι αμιγώς υποκειμενικός ή μάλλον έχει κι έναν αντικειμενικό παράγοντα, που δεν εμφανίζεται κατά παραγγελία, σύμφωνα με τη θέλησή μας. Είναι η επαναστατική κατάσταση, η αδυναμία της αστικής τάξης, η ανεβασμένη αγωνιστική διάθεση των μαζών. Η οποία όμως, με τη σειρά της, κάθε άλλο παρά άσχετη είναι με τη δράση της οργανωμένης πρωτοπορίας.

Ο αναλυτικός ορισμός του Βλαδίμηρου δείχνει τη διαλεκτική σύνδεση υποκειμενικου κι αντικειμενικού παράγοντα. Οι από πάνω να μην μπορούν κι οι από κάτω να μη θέλουν πια να κυβερνηθούν, όπως πριν.

Δεν αρκεί να μη θέλουν οι από κάτω. Αλλά αν δεν εκφράζουν συστηματικά κι έμπρακτα αυτήν την εναντίωση, οι από πάνω πάντα θα μπορούν και θα βρίσκουν τρόπο να ξεπερνάνε ανώδυνα τις κρίσεις τους. Που είναι στο δικό μας χέρι να τις οξύνουμε με τη στοχευμένη, σχεδιασμένη δράση μας.

Σε επόμενο επεισόδιο/ανάρτηση, θα δούμε πώς το έπραξαν αυτό οι μπολσεβίκοι, εκατό χρόνια πριν.

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Η διαφορά της ελληνικής περίπτωσης

Η κε του μπλοκ αντιγράφει και δημοσιεύει σήμερα ένα ακόμα απόσπασμα από την πρόσφατη έκδοση της σύγχρονης εποχής με την επιμέλεια του τμήματος ιστορίας της κετουκε για το δεκέμβρη και συγκεκριμένα από το κείμενο του κώστα σκολαρίκου για τον πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων το δεκέμβρη. Το συγκεκριμένο υποκεφάλαιο σχετίζεται με τη συζήτηση που είχε ανοίξει στην ανάρτηση για το εαμ και με ένα σχόλιο του ratm για την εμφάνιση επαναστατικής κατάστασης στην ελλάδα, σε αντίθεση με την περίπτωση της γαλλίας και της ιταλίας, βάζοντας μια αρκετά ενδιαφέρουσα οπτική που τίθεται στην κρίση της βάσης του μπλοκ. Καλή ανάγνωση και νηφάλιο σχολιασμό.

Υπάρχει ένα κρίσιμο ερώτημα: Γιατί η ταξική πάλη στην Ελλάδα πήρε διαστάσεις ένοπλης ταξικής σύγκρουσης μετά την απελευθέρωση, ενώ δεν έγινε το ίδιο στην Ιταλία και τη Γαλλία, όπου και τα εθνικοαπελευθερωτικά – αντιφασιστικά κινήματα στα οποία ηγούνταν τα εκεί ΚΚ είχαν μαζικό χαρακτήρα και η πολιτική τους γραμμή δε διέφερε στη γενικής της κατεύθυνση από τη γραμμή του ΚΚΕ;

Η απάντηση δεν μπορεί να αναζητηθεί έξω από τη συγκριτική ανάλυση του συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές, όπως αυτός εξελίχτηκε στα χρόνια του πολέμου, καθώς και στο επίπεδο της καπιταλιστικής ανάπτυξης των τριών κρατών.

Η Γαλλία και η Ιταλία, όπως και άλλα καπιταλιστικά κράτη, κατείχαν πολύ υψηλή θέση στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Έπαιζαν ρόλο ηγετικό, γεγονός που καθόριζε και τις σχέσεις τους με τη θαλασσοκράτειρα ως πριν λίγο Μ. Βρετανία. Η γαλλική αστική τάξη, μέχρι το ξεκίνημα του Β’ Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού Πολέμου, ήταν ισότιμη σύμμαχος με τη βρετανική και τις νικήτριες στον Α’ Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο. Από την άλλη, η ιταλική αστική τάξη, παρότι σύμμαχός τους στην Αντάντ, «βρισκόταν στα μαχαίρια» με τη γαλλο-βρετανική αστική τάξη ύστερα απ’ αυτόν, όπως αποδείχτηκε και με τον ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940-1941.

Επομένως, στη βάση των εκρηκτικών ενδοαστικών και ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, ήταν αναπόφευκτο τα αστικά αντιχιτλερικά και αντιμουσολινικά αντιστοίχως τμήματα της γαλλικής και της ιταλικής αστικής τάξης, να έχουν και τη δύναμη και τα κίνητρα, να επιδοθούν σε ένα λυσσώδη αγώνα στο πλαίσιο της διανομής της λείας και της διαπάλης για κυριαρχία, συνδέοντας τα παραπάνω με τις βλέψεις τους για τη θέση και το ρόλο της Γαλλίας και της Ιταλίας στο μεταπολεμικό καπιταλιστικό σκηνικό.

Αντίθετα, σε σύγκριση με αυτές, η Ελλάδα κατείχε υποδεέστερη θέση και αντίστοιχο ρόλο στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, ενώ η ανισόμετρη καπιταλιστική ανάπτυξη και η ιστορική εξέλιξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα είχε διαμορφώσει ισχυρούς δεσμούς οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης από τη Μ. Βρετανία.

Έτσι, συμπεριλαμβάνοντας και τη διεθνή θέση στην οποία βρέθηκε η κυρίαρχη μερίδα της αστικής τάξης και ο πολιτικός της κόσμος, που είχαν υποστεί συντριπτικό χτύπημα στο τέλος του ελληνοϊταλικού πολέμου και ενώ άρχιζε η Κατοχή, συμπεραίνουμε ότι δεν είχαν άλλη επιλογή από εκείνη που ακολούθησαν: Μετέφεραν έξω από την Ελλάδα όσες δυνάμεις μπορούσαν και επιχείρησαν εκεί να συγκροτήσουν ένα υποτυπώδες κράτος, καιροφυλακτώντας και στηριζόμενοι  στη βρετανική ισχύ, για να παρέμβουν ύστερα από την απελευθέρωση, με την ελπίδα ότι η Βρετανία θα νικήσει. Βεβαίως, ο λόγος γίνεται για το τμήμα της αστικής τάξης που δε συνεργάστηκε με τους, είτε έφυγε στο Κάιρο είτε ένα άλλο παρέμεινε στην Ελλάδα.

Ωστόσο, η μεταφορά του «κράτους» στο εξωτερικό δημιούργησε δυσκολίες, αφού το αστικό «κέντρο» εξουσίας βρισκόταν πολύ μακριά από τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα. Η απόλυτη αδυναμία των βρετανικών δυνάμεων να κρατήσουν την Κρήτη, όπου κατέφυγε αρχικά η ελληνική κυβέρνηση, αλλά και η άρνηση της Βρετανίας να γίνει η Κύπρος ο χώρος εγκατάστασης της κυβέρνησης Τσουδερού, οδήγησαν την τελευταία στο Κάιρο και στο Λονδίνο.

Από την άλλη, η αστική τάξη δεν ήθελε, ούτε μπορούσε να συγκροτήσει μαζικές αντιστασιακές οργανώσεις εναντίον των κατακτητών, μεγέθους ΕΑΜ και ΕΛΑΣ. Δεν πίστευε εξάλλου ότι ήταν δυνατό να συμβάλλουν στην έκβαση του πολέμου, που την είχε εναποθέσει στους Βρετανούς και γενικά στους συμμάχους. Περιοριζόταν στη συγκρότηση ορισμένων μηχανισμών υποβοήθησης της Μ. Βρετανίας, που ταυτόχρονα τους χρησιμοποιούσε για να προλάβει αρνητικές για την αστική εξουσία μετακατοχικές εξελίξεις.

Στην ίδια κατεύθυνση συγκρότησε στρατιωτική δύναμη στη Μέση Ανατολή, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι αυτή δεν έγινε δυνατό τελικά να στραφεί στο σύνολό της εναντίον του εργατικού-λαϊκού κινήματος εξαιτίας της δράσης της ΑΣΟ. Προκειμένου να τσακίσουν το αντιφασιστικό κίνημα της Μέσης Ανατολής που είχε συσπειρώσει την πλειοψηφία των στρατευμένων, η βρετανική και η ελληνική κυβέρνηση έλαβαν κατασταλτικά μέτρα, με αποτέλεσμα να περιοριστούν οι υπό τον έλεγχό τους στρατιωτικές δυνάμεις σε ένα μικρό αριθμό πραιτοριανών (ταξιαρχία Ρίμινι, Ιερός Λόχος).

Υπό αυτές τις συνθήκες, στην Ελλάδα το κίνημα της εθνικής αντίστασης καθοδηγήθηκε από το ΚΚΕ και πήρε τόσο μαζικό χαρακτήρα, ώστε οι αστικές αντάρτικες δυνάμεις ήταν αδύνατο να συγκροτήσουν ένα ισχυρό αντίπαλο δέος απέναντι στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Συντελούσε σε αυτό και η συνεργασία ηγετικών τους δυνάμεων με τον κατακτητή εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Πλησιάζοντας το τέλος της Κατοχής και στις αρχές του Δεκέμβρη είχαν εξουδετερωθεί από τον ΕΛΑΣ.

Για όλους τους προαναφερθέντες παράγοντες η αστική αντιφασιστική αντίσταση στην Ελλάδα δεν ήταν ανάλογη της αντίστοιχης στη Γαλλία και την Ιταλία.

Στη Γαλλία, η αντιφασιστική μερίδα της αστικής τάξης κατόρθωσε να ανασυγκροτήσει τα απομεινάρια του γαλλικού στρατού σε δικό της έδαφος (αυτό των αποικιών), συνέχιζε να εισπράττει φορολογία από τις αποικίες, ενώ είχε υπό της διαταγές της το σύνολο των αστικών αντιστασιακών οργανώσεων, οι οποίες και την αναγνώριζαν ως μοναδική και νόμιμη κυβέρνηση. Το ίδιο έπραξε αργότερα και το ΚΚΓ και οι αντιστασιακές οργανώσεις που βρίσκονταν υπό την επιρροή του.

Στην Ιταλία, οι αστικές δυνάμεις που αντιπολιτεύονταν τον Μουσολίνι συγκρότησαν αντιστασιακές οργανώσεις που επιδίωκαν την απελευθέρωση περιοχών και εν τέλει την ανατροπή της φασιστικής κυβέρνησης με τη συνδρομή του βρετανικού και αμερικανικού ιμπεριαλισμού, αλλά και με τη συγκατάθεση στελεχών του φασιστικού καθεστώτος που άλλαξαν στρατόπεδο.

Επίσης, δεν πρέπει να διαφεύγει ότι στη Γαλλία και στην Ιταλία, αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, υπήρχε –σε αντίθεση με την Ελλάδα- μεγάλη πολιτική παράδοση της σοσιαλδημοκρατίας που βοηθούσε στην ευκολότερη ενσωμάτωση των εργατικών και λαϊκών μαζών στο πλαίσιο της αστικής πολιτικής διαχείρισης, ειδικά αφού είχε πάρει μέρος και στην αντιφασιστική αντίσταση.

Έτσι, οι αστικές πολιτικές και στρατιωτικές δυνάμεις μπόρεσαν να αναπτύξουν ισχυρά ένοπλα κινήματα σε αυτές τις χώρες, διατηρώντας την πολιτική ηγεμονία του αντιφασιστικού αγώνα.


Υπό τις διαμορφωμένες συνθήκες που περιγράφησαν, όταν πλέον η στροφή στην έκβαση του πολέμου είχε συντελεστεί, κυρίως μετά τις μάχες του Στάλινγκραντ και του Κουρσκ, η αστική τάξη της Ελλάδας και η κυβέρνηση της Μ. Βρετανίας αντιλήφθηκαν πως έπρεπε να χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα για να ανατρέψουν τον αρνητικό γι’ αυτές συσχετισμό δυνάμεων που είχε διαμορφωθεί στην Ελλάδα. Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας είχε δημιουργήσει προϋποθέσεις, ώστε η έκβασή του να συνδεθεί με την ανατροπή της αστικής εξουσίας. Το γεγονός αυτό ήταν αντικειμενικό και ανεξάρτητο από την κατάληξη που είχε η ταξική πάλη. 

Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

Παίζοντας με τις τάπες των βαρελιών

Ο διακηρυγμένος στόχος του σοσιαλισμού περνάει μέσα από τη σύνδεση της σημερινής μη επαναστατικής κατάστασης (που επιβεβαιώνει αυτό τον χαρακτήρα της ακόμα και στα ξεσπάσματά της) και των συντριπτικά αρνητικών συσχετισμών με τη μελλοντική επαναστατική στιγμή, που θα ανατρέψει εκ βάθρων τόσο την κυρίαρχη μιζέρια στους κόλπους του κινήματος όσο και τη μίζερη κυριαρχία του καπιταλισμού που σαπίζει –μαζί με τον εαυτό του κι ολόκληρη την κοινωνία. Περνάει δηλ μέσα από τη συγκέντρωση δυνάμεων για τον τελικό σκοπό, το κέρδισμα συνειδήσεων, με δυο λόγια ό,τι περνάει από το χέρι μας για να ωθήσουμε το παρόν προς το επαναστατικό μέλλον ή μάλλον αντίστροφα, να πλησιάσουμε αυτό το μέλλον στη σημερινή συγκυρία.

Η σύνδεση αυτή συμπυκνώνει το πρόβλημα της σύνδεσης της επαναστατικής τακτικής με τη στρατηγική κι αποτελεί γόρδιο δεσμό για τις ταξικές δυνάμεις, που πρακτικά καλούνται να συνδυάσουν την καθημερινή πάλη και τις διεκδικήσεις των επιμέρους μετωπικών συσπειρώσεων με το στρατηγικό στόχο, με μια συνολική διέξοδο και πρόταση εξουσίας που θα την υλοποιήσει. Και η σύνδεση αυτή δε γίνεται να επιτευχθεί μόνο με πονηρά τακτικά τεχνάσματα αλλά και με συντονισμένες στρατηγικές κινήσεις αποφασιστικής σημασίας.

Οι δυνάμεις του ποικιλόχρωμου οπορτουνισμού προσπαθούν να γεφυρώσουν (ενδεχομένως και καλόπιστα σε ορισμένες περιπτώσεις) την απόσταση αυτή, μεταφέροντας στο σήμερα την εκκίνηση της επαναστατικής μετάβασης, της ανατροπής του αντιδραστικού τοπίου. Συχνά καταλήγουν όμως με μικροαστική ανυπομονησία (που οδηγεί ωστόσο στο αντίθετο αποτέλεσμα μιας αέναης σταδιακής μετάβασης, συνώνυμης της ματαίωσης) να αντικαθιστούν το κρίσιμο επαναστατικό άλμα με ελαφρά, μεταβατικά πηδηματάκια-μεταρρυθμίσεις, που δεν τρομάζουν την κοινή γνώμη, αλλά αντικειμενικά συνιστούν υπαναχώρηση και βημα(τάκια) προς τα πίσω από τις απαιτήσεις των καιρών.

Αυτές οι μεταβατικές γεφυρούλες, σαν τα κρυφά περάσματα όπου κόβεις δρόμο στο επιτραπέζιο φιδάκι –και ενώ το φίδι του ναζισμού θεριεύει γύρω μας- θυμίζουν τελικά ένα σύγχρονο γεφύρι της άρτας, που για να στεριώσει, απαιτεί από τους εργάτες και την πολιτική τους πρωτοπορία να θυσιάσουν το πρόγραμμά τους και την αυτόνομη έκφρασή τους στο βωμό αταξικών μεταβατικών στόχων (εθνικό νόμισμα, εθνικοποιήσεις, παραγωγική ανασυγκρότηση). Και συνήθως πνίγουν στα στάσιμα νερά του ουτοπικού ρεφορμισμού τις ριζοσπαστικές διαθέσεις και την αγωνία ενός κόσμου με τον οποίο συναντιούνται.

Πρέπει λοιπόν να τα παραπέμψουμε όλα στου αγίου σοσιαλισμού ανήμερα και σε ένα αδιόρατο θολό μέλλον, όπου μόνον τότε θα έχουν ωριμάσει οι συνθήκες; Και μέχρι τότε να περιοριστούμε σε καθημερινές διεκδικήσεις και συμβατικούς, οικονομικούς αγώνες, χωρίς να βάζουμε αιτήματα-κρίκους που να ανεβάζουν τη μέση συνείδηση των εργατικών μαζών; Σαφώς και όχι.

Η κε του μπλοκ έχει διατυπώσει και σε παλιότερα κείμενα ως ιδέα τον παραλληλισμό του ανέτοιμου ακόμα ταξικού κινήματος με μια προνύμφη, που πρέπει πρώτα να σπάσει με τις δικές της δυνάμεις –κι όχι κάποιον κυβερνητικό σωτήρα- το κουκούλι της, για να αποκτήσει γερά φτερά και να γίνει μια κανονική πεταλούδα, έτοιμη για το μεγάλο άλμα και την έφοδο στον ουρανό. Οι καθημερινοί αγώνες για άμεσες διεκδικήσεις παίζουν αυτόν ακριβώς το ρόλο, για να μπορέσει να ωριμάσει και να δυναμώσει επαρκώς το κίνημα για το επαναστατικό άλμα, όταν προκύψουν οι κατάλληλες συνθήκες.

Η λογική δεν είναι να καούμε στο ζέσταμα και την προθέρμανση, πετώντας τάπες βαρελιών ώσπου να ωριμάσουν οι συνθήκες για το μεγάλο αγώνα. Αλλά να προετοιμαστούμε κατάλληλα για αυτή τη στιγμή, συνειδητοποιώντας πως η επαναστατική κατάσταση, με τα χαρακτηριστικά που της αποδίδει ο λένιν (αδυναμία κυρίαρχων τάξεων να επιβάλλουν την κυριαρχία τους, απότομη επιδείνωση της φτώχιας κι ανεβασμένη δραστηριότητα των μαζών) δεν προκύπτει κατά βούληση και παραγγελία, αλλά ανεξάρτητα από τη δική μας θέληση, άσχετα (ή μάλλον σχεδόν ανεξάρτητα) από τη δράση του κόμματος και του επαναστατικού υποκειμένου γενικότερα. (Παρακάτω θα αναλυθεί το νόημα της παρένθεσης με την υπογράμμιση).

Την κρίσιμη στιγμή η πρωτοπορία δε βρίσκει έναν προς έναν αυτούς που θα την περιστοιχίσουν στην επαναστατική έφοδο. Ο λαός είναι που στρέφεται μαζικά προς την πρωτοπορία και τη βρίσκει στο δρόμο του. Το βασικό ζητούμενο λοιπόν για αυτή την πρωτοπορία είναι να φανεί έτοιμη, όταν προκύψει αντικειμενικά η επαναστατική κατάσταση, να την εκτιμήσει σωστά και να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της συγκυρίας, καθοδηγώντας το επαναστατικό κίνημα (*που δεν είναι βέβαιο πως θα εκδηλωθεί, γιατί επαναστατική κατάσταση δε σημαίνει αυτομάτως και ξέσπασμα της επανάστασης, πόσο μάλλον την τελική της νίκη) ως το τέλος.

Επιστρέφοντας στον ορισμό του βλαδίμηρου για την επαναστατική κατάσταση, προσέχουμε πως δεν την εξαρτά αποκλειστικά από τον αντικειμενικό παράγοντα –εξάλλου από την άποψη των αντικειμενικών συνθηκών και της υλικής προετοιμασίας για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, αυτό είναι υπερώριμο. Ο ορισμός διαπλέκει διαλεκτικά τον αντικειμενικό με τον υποκειμενικό παράγοντα, την ανεβασμένη δραστηριότητα των μαζών. Ο αντικειμενικός χαρακτήρας εμφάνισης της επαναστατικής κατάστασης προκύπτει από την ίδια τη ροή των πραγμάτων, ανεξάρτητα από την υποκειμενική επιθυμία-εκτίμηση της επαναστατικής πρωτοπορίας, όχι όμως εντελώς ανεξάρτητα από τη δράση της και την αποτελεσματικότητά της. Η ιδεολογική ζύμωση των εργατικών μαζών, η οργανωτική τους ετοιμότητα, η ταξική συνείδηση και διαπαιδαγώγησή τους, η διαμόρφωση πολιτικού κριτηρίου από την ίδια τους την πείρα, ο εμπλουτισμός της πείρας αυτής με αγωνιστικές, κινηματικές διεργασίες, η εξαγωγή σωστών διδαγμάτων και συμπερασμάτων είναι «αντικειμενικές παράμετροι» που ωριμάζουν σε «ειρηνικές» συνθήκες με τον χρόνο, δεμένες άρρηκτα με τον υποκειμενικό παράγοντα και την ποιότητα της δουλειάς των κομμουνιστών.

Ο λένιν στον ορισμό του λέει πως δεν αρκεί να μη θέλουν οι από κάτω, αλλά να μη μπορούν και οι από πάνω. Κάτι που μεταφράζεται όμως κι αντίστροφα. Γιατί από μια άποψη, οι από πάνω πάντα θα μπορούν και θα βρίσκουν λύσεις για να επιβάλουν την κυριαρχία τους, όσο οι από κάτω θέλουν και αντιδρούν σπασμωδικά, χωρίς να ξέρουν τι (εναλλακτική) θέλουν.

Συνεπώς η αναμονή της επαναστατικής κατάστασης δεν είναι μια παθητική στάση ως τη δευτέρα παρουσία, που θα δικαιώσει τις προσδοκίες μας, φέρνοντας το πλήρωμα του χρόνου. Αλλά (οφείλει να είναι) μια γόνιμη περίοδος προπόνησης, προετοιμασίας, που μπορεί ίσως να επισπεύσει κιόλας ως ένα βαθμό την εμφάνιση αυτών των χαρακτηριστικών. Με αυτόν τον ισχυρισμό δε φτάνουμε στο άλλο άκρο της αναρχικής δοξασίας πως η οικονομική κρίση (γενικά κι όχι η επαναστατική κρίση) προκύπτει αποκλειστικά από τις εργατικές αντιστάσεις –η απουσία των οποίων φέρνει το νέο κύκλο ανάπτυξης- κι όχι αντικειμενικά από τις νομοτέλειες της καπιταλιστικής οικονομίας. Δείχνουμε όμως τη δυναμική των πραγμάτων και του κινήματος, χωρίς την οποία η εμφάνιση των χαρακτηριστικών που σημειώνουμε μπορεί να περάσει αναξιοποίητη ή απαρατήρητη, σα μια ασυμπτωματική ασθένεια.

Το κρίσιμο λοιπόν είναι να σκεφτούμε πώς μπορούμε να φέρουμε πιο κοντά με τη δική μας δράση, να βάλουμε μπροστά την τόλμη και τη φαντασία μας για την ολόπλευρη ενίσχυση τη παρέμβασης του υποκειμενικού παράγοντα, για να βρούμε τους κρίκους που θα ανεβάσουν τη συνείδηση της εργατικής τάξης, ώστε να είναι σε θέση να αξιοποιήσει την επαναστατική κατάσταση, που θα προκύψει μελλοντικά.

Θα αφήσουμε όμως εδώ το νήμα αυτού του συλλογισμού, για να το ξετυλίξουμε, καλώς εχόντων των πραγμάτων, στην επόμενη ανάρτηση.